Ακολουθήστε μας

Ανθρώπινα Δικαιώματα

Η υπόθεση «Εργκένεκον» μικρό κεφάλαιο μόνο του δαιδαλώδους τουρκικού παρακράτους

Δημοσιεύτηκε

στις

Πυκνό πέπλο μυστηρίου συνεχίζει να καλύπτει την υπόθεση «Εργκένεκον», παρά τις πρόσφατες αποκαλύψεις στη γείτονα. Η έκταση που έχει πάρει η υπόθεση και η στάση που τηρούν οι κυριότεροι θεσμοί της χώρας, όμως, δημιουργεί στους παρατηρητές εύλογα ερωτήματα για τις πραγματικές προθέσεις εκείνων που παρουσιάζονται ως υπερασπιστές της Δημοκρατίας και ζητούν εξιχνίαση των εγκλημάτων.
Τα στοιχεία, που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας έως…αυτήν τη στιγμή, συνηγορούν στο ότι ένας περίπλοκος παρακρατικός μηχανισμός, που δρούσε υπογείως, είχε καθοριστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της γείτονος εδώ και πολλές δεκαετίες. Η, ήδη, θολή εικόνα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, όταν διαπιστώνει ο αναγνώστης ότι τα μέλη της οργάνωσης έχουν συχνά ασύμβατες και συγκρουόμενες επαγγελματικές και ιδεολογικές καταβολές. Σε αυτό το δαιδαλώδες παρακρατικό σχήμα συναντά κανείς άτομα απ’ όλο το φάσμα της τουρκικής κοινωνίας: α) Τις δυνάμεις ασφαλείας και τις μυστικές υπηρεσίες, β) Τη γραφειοκρατία και τον πολιτικό κόσμο ανεξαρτήτως ιδεολογικής ή κομματικής απόχρωσης, γ) Τους ανθρώπους του υποκόσμου, δ) Τους θρησκευτικούς θεσμούς και οργανώσεις, ε) Τη διανόηση, και στ) Τον Τύπο. Διαπιστώθηκαν, λοιπόν, πολλά ευτράπελα, κατά τα οποία χωροφύλακες συνεργάζονταν με αντάρτες του ΡΚΚ, οι μυστικές υπηρεσίες προσέφευγαν στη χρησιμοποίηση των ακροδεξιών σε επικίνδυνες αποστολές, θρησκευτικές οργανώσεις παρείχαν χώρους για τις συναντήσεις της οργάνωσης, πανεπιστημιακοί και όργανα του Τύπου με κατάλληλες παρεμβάσεις καθοδηγούσαν την κοινή γνώμη κ.λπ. Για ποιο λόγο, όμως, η «Εργκένεκον», που την αποτελούν κυρίως επιφανείς Κεμαλιστές, στελέχη της κρατικής μηχανής και του Στρατού, παραβίασε την υπάρχουσα νομοθεσία και έδρασε στο περιθώριο;
Η ρίζα του κακού ανάγεται χρονικά στον «ψυχρό πόλεμο», όταν με την εισδοχή της Τουρκίας στην Ατλαντική Συμμαχία, οι ΗΠΑ δρομολόγησαν, όπως είχαν κάνει και με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που συνόρευαν με το «Σιδηρούν Παραπέτασμα», τη σύσταση της Διερευνητικής Επιτροπής Επιστράτευσης με αποστολή την οργάνωση ένοπλης αντίστασης σε περίπτωση σοβιετικής κατοχής. Η οργάνωση αυτή, που μετονομάστηκε αργότερα σε Διεύθυνση Ειδικού Πολέμου, ανδρώθηκε και αναπτύχθηκε υπό την εποπτεία των Ενόπλων Δυνάμεων και των μυστικών υπηρεσιών, αποτελώντας τον ακρογωνιαίο λίθο του σύγχρονου τουρκικού παρακράτους. Ο διφυής ρόλος των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, που φιλοξενούσε στους κόλπους του την οργάνωση, ως παράγοντας με λόγο όχι μόνο στην ασφάλεια της χώρας, αλλά και στα πολιτικά πράγματα, ίσως να απαντάται στα ερωτήματα περί της ενδυνάμωσης και διόγκωσης της ισχύος της. Δίνοντας τη δική του εκδοχή, ο δημοσιογράφος της «Μιλιέτ», Χασάν Τζεμάλ, θεωρεί την οργάνωση υπαίτια για τη δημιουργία του κατάλληλου πολιτικό κοινωνικού κλίματος που οδήγησε στις διαδοχικές στρατιωτικές επεμβάσεις και την εδραίωση της θέσης του Στρατού στο πολιτικό σύστημα ως το 1980. («Μιλιέτ» 14.1.2009) Η κατάσταση επιδεινώθηκε στις αρχές της δεκαετίας 1990, όταν τον πρωθυπουργικό θώκο κατέλαβε η νεοεμφανιζόμενη, τότε, στον πολιτικό στίβο Τανσού Τσιλέρ. Άπειρη καθώς ήταν στη διεύθυνση των θεμάτων του κράτους, σε σύγκριση με τον προκάτοχό της Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, δεν διείδε έγκαιρα τους κινδύνους που ελλόχευαν, επιτρέποντας την εξάπλωση και ενδυνάμωση των παρακρατικών κύκλων. Η οργάνωση, μεταλλασσόμενη, βρήκε ερείσματα στον αγώνα κατά του ΡΚΚ στη Νοτιοανατολική Τουρκία, όπου επιδόθηκε σε παρανομίες. Τα αποτελέσματα πρωτοήρθαν στην επιφάνεια, λίγο αργότερα, με το σκάνδαλο «Σούσουρλουκ», τον προάγγελο του «Εργκένεκον». Η κυβέρνηση Γιλμάζ, που αντικατέστησε την κυβέρνηση συνασπισμού του Ερμπακάν το 1997, κλήθηκε να διαλευκάνει τη διαπλοκή πολιτικού κόσμου και παρακράτους υπό «αντίξοες» συνθήκες. Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Όπως ομολόγησε προσφάτως ο Γιλμάζ, οι στρατιωτικοί και ο κρατικός μηχανισμός δεν τον «στήριξαν» στην προσπάθειά του!
Φτάνοντας στο 2002, το πολιτικό σκηνικό είχε αλλάξει άρδην. Στην εξουσία είχαν έρθει οι Ισλαμιστές με ισχυρή πλειοψηφία. Το στράτευμα έγινε δέκτης νέων εκκλήσεων για πραξικόπημα. Θαρρεί κανείς ότι διαμορφώνονταν οι απαιτούμενες συνθήκες. Ο Στρατός περιορίστηκε όμως σε «προσεκτικές» παρεμβάσεις. Τι είχε αλλάξει; Διαγράφοντας μια αισιόδοξη εκδοχή των πραγμάτων, που παραβλέπει σχεδόν τον ρόλο των Ισλαμιστών στη σύνταξη του κατηγορητηρίου, στη συνέντευξη που παραχώρησε στην ισλαμική «Γιενί Σαφάκ», ο δημοσιογράφος, Αβνί Οζγκούρελ, διακρίνει αλλαγή στη στάση των Ενόπλων Δυνάμεων και τοποθετεί την έναρξή της χρονικά στα 1999, έτος που συμπίπτει με τη διακυβέρνηση του συνασπισμού Ετσεβίτ-Γιλμάζ-Μπαχτσελί και τα εγκαίνια της ενταξιακής πορείας της χώρας στην ΕΕ. («Γιενί Σαφάκ» 19.1.2009). Ο Οζγκούρελ πιστεύει ότι τότε οι στρατηγοί είχαν πάρει μια απόφαση για το κράτος και ότι αυτή προέβλεπε ελεγχόμενη εξυγίανση και του ίδιου του στρατεύματος από τα κακοποιά στοιχεία που δρούσαν στις τάξεις του παρακράτους. Αυτήν την εξυγίανση δεν θα μπορούσε να την αναλάβει άλλος, βέβαια, από τη Δικαιοσύνη που ελέγχεται ακόμη από τους Κεμαλικούς κύκλους. Το ενδεχόμενο μιας συνεννόησης με τον Στρατό -με τους όρους που αυτός έθεσε- ενισχύεται πάντως από τη στάση που τήρησαν οι Ένοπλες Δυνάμεις μετά τη συνάντηση Ερντογάν-Μπουγιούκανιτ στο παλάτι Ντολμάμπαχτσε τον Μάιο του 2007. Μετά την εν λόγω συνάντηση, οι παρεμβάσεις του Στρατού στα πολιτικά πράγματα, που ήταν έντονες έως την παραμονή (27 Απριλίου), πράγματι μετριάστηκαν.
Παρά τα πολλαπλά κύματα συλλήψεων, όλα δείχνουν ότι το κουβάρι της διαπλοκής, που βαραίνει τις πλάτες κυρίως της Κεμαλικής παράταξης, θέλει αρκετό χρόνο και αποφασιστικότητα για να ξεδιαλυθεί. Ποιος μπορεί όμως να μας εγγυηθεί ότι η οργάνωση θα εξαρθρωθεί τελείως και δεν θα προκύψουν παραπλήσιοι μηχανισμοί; Ή ότι η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ επιθυμεί απλώς να μειώσει την ισχύ των Κεμαλιστών στην οργάνωση, ώστε να αποκτήσει δικαίωμα λόγου σε αυτήν; Γιατί, όπως πολύ ορθά μας υπενθυμίζει ο Οζγκούρελ, το τουρκικό πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να απαλλαχθεί εύκολα από τέτοιες οργανώσεις. Κι’ αν ακόμη πραγματοποιηθεί, αυτό θα είναι πρόσκαιρο και θα προκύψουν σύντομα νέα σχήματα. («Γιενί Σαφάκ» 20.1.2009). Πρόκειται περί μιας έμφυτης ροπής του συστήματος προς την παράνομη οργάνωση και την αυθαίρετη εκτέλεση σχεδίων. Άλλωστε, κράτος και παρακράτος φαίνεται να αποτελούν τις δύο όψεις του Ιανού στην Τουρκία, καθώς διέπονται από μια αμφίδρομη σχέση, όπου οι απειλές κατά της ασφάλειας και της ακεραιότητας της χώρας που θέτει το ένα, αποτελούν τον λόγο ύπαρξης του άλλου. Ενώ αυτό που χρειάζεται η Τουρκία είναι να δημιουργηθούν οι κατάλληλες εκείνες συνθήκες για δημοκρατικό διάλογο, όπου όλες οι πολιτικές δυνάμεις και θεσμοί θα συμμετάσχουν επί ίσοις όροις.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος
Το Παρόν της Κυριακής – 25.01.2009

Ανθρώπινα Δικαιώματα

The Hong Kong Post: Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας στοχεύει δημοσιογράφους και οικογένειες στο Χονγκ Κονγκ

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Οι δημοσιογράφοι και οι οικογένειές τους στο Χονγκ Κονγκ βιώνουν κλιμακούμενη παρενόχληση και απειλές από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, τόσο στο διαδίκτυο όσο και εκτός διαδικτύου. Η συχνότητα και η σοβαρότητα αυτών των περιστατικών έχουν αυξηθεί τους τελευταίους μήνες, όπως δήλωσε η πρόεδρος της Ένωσης Δημοσιογράφων του Χονγκ Κονγκ (HKJA) Selina Cheng κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στις 13 Σεπτεμβρίου.

Μια έρευνα από το HKJA αποκάλυψε ότι η συστηματική παρενόχληση κορυφώθηκε μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου του τρέχοντος έτους, με αξιοσημείωτη αύξηση από τα μέσα έως τα τέλη Αυγούστου. Αυτό το κύμα εκφοβισμού επηρέασε 15 οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων 13 Μέσων Ενημέρωσης και δύο ιδρυμάτων κατάρτισης δημοσιογραφίας. Μεταξύ των στόχων ήταν το HKJA, το Hong Kong Free Press, το Inmedia και το Hong Kong Feature. Ειδικοί υποστηρίζουν ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας στοχεύει να ασκήσει έλεγχο στο Χονγκ Κονγκ παρόμοιο με τον έλεγχο του στην ηπειρωτική Κίνα. Το ΚΚΚ φέρεται να ανακατεύεται στην ελευθερία του Τύπου στο Χονγκ Κονγκ, καθώς η χώρα επιτρέπει στους δημοσιογράφους να δημοσιεύουν επικριτικά ρεπορτάζ για την Κίνα και την κυβέρνησή της σε διεθνή Μέσα Ενημέρωσης.

Από τον Ιούνιο, ανώνυμα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παραπόνων από λογαριασμούς Microsoft Outlook, που υποτίθεται ότι προέρχονται από «πατριώτες», έχουν στοχεύσει τουλάχιστον 15 οικογένειες δημοσιογράφων, μαζί με τους εργοδότες ή τους ιδιοκτήτες τους. Αυτά τα μηνύματα, συχνά απειλητικά στη φύση, διέφεραν σε τόνους. Οι μεγαλύτερες οργανώσεις έλαβαν επίσημες καταγγελίες, ενώ τα μικρότερα μέσα αντιμετώπιζαν περισσότερα απειλητικά μηνύματα, μερικές φορές με τη φωτογραφία και το κείμενο του δημοσιογράφου που έμοιαζαν με σημείωμα λύτρων. Πιστεύεται ότι οι πτέρυγες κατασκοπείας του ΚΚΚ, δηλαδή το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας (MSS) και το Υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας (MPS), ενορχηστρώνουν αυτές τις δραστηριότητες. Στόχος τους είναι να εκφοβίσουν τη δημοσιογραφική κοινότητα είτε να εγκαταλείψει το επάγγελμά της είτε να εγκαταλείψει τη χώρα.

Από τον Αύγουστο, το Facebook έχει δει μια έκρηξη εχθρικών αναρτήσεων που στοχεύουν Μέσα Ενημέρωσης και δημοσιογράφους, χαρακτηρίζοντας τις νόμιμες αναφορές ως παράνομες ή ταραχές. Το HKJA ανακάλυψε ότι τουλάχιστον 36 δημοσιογράφοι από διάφορα Μέσα Ενημέρωσης κατονομάζονταν σε αυτές τις θέσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι παρενοχλητές επεξεργάστηκαν ή δημοσίευσαν απειλητικές καταχωρήσεις στη Wikipedia. Επιπλέον, σε τουλάχιστον τέσσερις περιπτώσεις, παρενοχλητικά μηνύματα στάλθηκαν στους αριθμούς τηλεφώνου της εργασίας ή του σπιτιού των δημοσιογράφων λίγο μετά τη δημοσίευση αυτών των αναρτήσεων.

Ο πρωταρχικός στόχος του ΚΚΚ είναι να εκφοβίσει τους δημοσιογράφους, τις οικογένειές τους ή τους συνεργάτες τους, διαταράσσοντας τις πηγές εισοδήματός τους ή τις κοινωνικές τους σχέσεις. Αυτή η στρατηγική στοχεύει να τους πιέσει, να τους απομονώσει και να τους απειλήσει, αναγκάζοντας τελικά τους δημοσιογράφους να παραιτηθούν από τη δουλειά ή τους συνδικαλιστικούς ρόλους τους. Ο Τσενγκ περιέγραψε αυτές τις επιθέσεις ως «συντονισμένες και συστηματικές», με στόχο τη δημοσιογραφική κοινότητα στο σύνολό της και όχι συγκεκριμένα άτομα. Η HKJA καταδίκασε αυτές τις τακτικές εκφοβισμού και επιβεβαίωσε τη δέσμευσή της να αντισταθεί στις προσπάθειες φίμωσης του Τύπου. Ωστόσο, στις δηλώσεις τους, απέφυγαν να εμπλέξουν άμεσα την κινεζική κομμουνιστική κυβέρνηση.

Ο Τσενγκ συνέκρινε την παρενόχληση με μια «εξόρμηση για ψάρεμα», όπου οι δράστες προχωρούν εάν ο στόχος δεν ανταποκριθεί. Τουλάχιστον τέσσερα θύματα που συμμετείχαν με τους παρενοχλητές αντιμετώπισαν κλιμακούμενες απειλές. Συμβούλεψε τους δημοσιογράφους να αναφέρουν αυτά τα περιστατικά στην αστυνομία, να ενημερώσουν τον Επίτροπο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (PCPD) και να αποφύγουν την αλληλεπίδραση με τους παρενοχλητές. Αν και ορισμένα μηνύματα ανέφεραν ζητήματα όπως οι εκλογές στην Ταϊβάν ή η απαγόρευση του Χονγκ Κονγκ για τα ιαπωνικά θαλασσινά, ο Τσενγκ σημείωσε ότι η παρενόχληση δεν φαίνεται να συνδέεται με συγκεκριμένες ιστορίες ή καταστήματα.

Στα τέλη Ιουλίου, ο Τσενγκ και δύο από τα μέλη της οικογένειάς της παρενοχλήθηκαν. Τα email κατηγορούσαν τους συγγενείς της ότι προωθούν «αντικινεζικά αισθήματα» και απείλησαν τους εργοδότες τους, προειδοποιώντας ότι μπορεί να κινδυνεύσουν να παραβιάσουν τον Νόμο Εθνικής Ασφάλειας ή το Άρθρο 23 εάν συνέχιζαν να συνδέονται με τα μέλη της οικογένειας του Τσενγκ.

Η HKJA, μαζί με τουλάχιστον τρεις δημοσιογράφους, έχει αναφέρει αυτά τα περιστατικά στην αστυνομία. Η HKJA κατήγγειλε αυτές τις ενέργειες ως εκφοβισμό και σοβαρή παραβίαση της ελευθερίας του Τύπου στο Χονγκ Κονγκ. Οι παρενοχλητές χρησιμοποίησαν τακτικές δυσφήμισης και εκφοβισμού για να εμποδίσουν τους δημοσιογράφους να εργάζονται ελεύθερα. Η Ένωση έχει επίσης προσεγγίσει πλατφόρμες όπως το Meta και η Wikipedia. Σε απάντηση, η Wikipedia απαγόρευσε έναν χρήστη που δημοσίευσε προσωπικά στοιχεία δημοσιογράφων. Επιπλέον, η HKJA κινεί νομικές ενέργειες και έχει υποβάλει καταγγελίες στον Επίτροπο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (PCPD).

Επιπλέον, τρία θύματα ανέφεραν ότι οι αποσκευές τους ερευνήθηκαν από το τελωνείο κατά την επανείσοδό τους στο Χονγκ Κονγκ και δύο από αυτά έλαβαν απειλητικά μηνύματα WhatsApp λίγο μετά την άφιξή τους. Η HKJA εξέφρασε ανησυχίες για πιθανές διαρροές κυβερνητικών δεδομένων, καθώς οι παρενοχλητές είχαν πρόσβαση σε προσωπικές πληροφορίες που δεν θα έπρεπε να είναι διαθέσιμες στο κοινό. Αν και δεν υπάρχουν άμεσες αποδείξεις που να συνδέουν την παρενόχληση με κυβερνητικές υπηρεσίες, η HKJA ζήτησε τη διεξαγωγή έρευνας και προέτρεψε τις αρχές να προστατεύσουν το απόρρητο των δημοσιογράφων.

Το HKJA ενθαρρύνει τους δημοσιογράφους και τις οικογένειές τους που υφίστανται παρενόχληση να αναζητήσουν επαγγελματική υποστήριξη, είτε μέσω του HKJA είτε μέσω των υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Ο Σύλλογος έχει δημιουργήσει υπηρεσίες συναισθηματικής συμβουλευτικής για να βοηθήσει όσους επηρεάζονται από αυτά τα περιστατικά. Συμβουλεύει επίσης τους δημοσιογράφους να προστατεύουν τα προσωπικά τους στοιχεία αποφεύγοντας την κοινή χρήση οικογενειακών φωτογραφιών στο διαδίκτυο και χρησιμοποιώντας ισχυρούς, μοναδικούς κωδικούς πρόσβασης με επαλήθευση σε δύο βήματα για τους λογαριασμούς τους.

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με αυτό το θέμα στην εβδομαδιαία συνέντευξη Τύπου του στις 17 Σεπτεμβρίου, ο Διευθύνων Σύμβουλος του Χονγκ Κονγκ Τζον Λι δήλωσε ότι όποιος χρειάζεται βοήθεια από τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου μπορεί να αναφερθεί στην αστυνομία ή σε αρμόδια τμήματα όπως το Τμήμα Μετανάστευσης ή τα Τελωνεία και Τμήμα ειδικών φόρων κατανάλωσης. «Οι αρχές επιβολής του νόμου θα χειριστούν τις υποθέσεις αμερόληπτα», διαβεβαίωσε.

ΠΗΓΗ: The Hong Kong Post

Συνέχεια ανάγνωσης

Ανθρώπινα Δικαιώματα

Καναδός που κρατήθηκε για 1000 ημέρες στην Κίνα για κατασκοπεία περιγράφει την οδυνηρή εμπειρία του

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Τον ανέκριναν για 6 έως 9 ώρες καθημερινά, τον έκλειναν σε μια καρέκλα για ώρες και τον αναγκάζανε να επιβιώνει με τρία μπολ με ρύζι την ημέρα.

Ένας Καναδός πολίτης που πέρασε 1.000 ημέρες στην κινεζική κράτηση αποκάλεσε την εμπειρία τίποτα λιγότερο από ψυχολογικά βασανιστήρια που δεν θα ξεχάσει. Το θύμα κρατήθηκε με κατηγορίες κατασκοπείας από τις κινεζικές αρχές και επέστρεψε στην πατρίδα του το 2021, σύμφωνα με ρεπορτάζ του CNN.

Ο λόγος για τον Michael Kovrig, είναι ένας από τους δύο Καναδούς πολίτες που κρατήθηκαν από την Κίνα για περισσότερες από 1.000 ημέρες για καταγγελίες κατασκοπείας, τέθηκε σε απομόνωση για έξι μήνες και υποβλήθηκε σε συνεχείς ανακρίσεις, κάτι που σύμφωνα με τον ίδιο ήταν ψυχολογικά βασανιστήρια.

«Ήταν ψυχολογικά, απολύτως, το πιο εξαντλητικό, οδυνηρό πράγμα που έχω ζήσει ποτέ», είπε ο Κόβριγκ στις πρώτες του δηλώσεις που έδωσε σε καναδικό ειδησεογραφικό οργανισμό CBC μετά την απελευθέρωση από την κινεζική φυλακή πριν από τρία χρόνια.

«Προσπαθούν να εκφοβίσουν, να βασανίσουν, να τρομοκρατήσουν και να σας εξαναγκάσουν να αποδεχτείτε την ψεύτικη εκδοχή της πραγματικότητας», είπε ο Κόβριγκ.

Ο Καναδός πολίτης είχε εμπλακεί σε μια τριετή διπλωματική διαμάχη που ξεκίνησε το 2021 όταν οι καναδικές αρχές συνέλαβαν την Meng Wanzhou, την οικονομική διευθύντρια του κινεζικού τεχνολογικού κολοσσού Huawei, στο Βανκούβερ με την κατηγορία της απάτης. Ο Κόβριγκ αφέθηκε ελεύθερος μόνο αφού οι εισαγγελείς των ΗΠΑ απέρριψαν το αίτημα έκδοσης και συμφώνησαν να αφήσουν ελεύθερο τον Μενγκ, σχεδόν δύο χρόνια αργότερα.

Ο Kovrig, ο οποίος ήταν πρώην διπλωμάτης, εργαζόταν ως ανώτερος σύμβουλος για το think tank International Crisis Group. Σύμφωνα με πληροφορίες, επέστρεφε στο σπίτι με τη σύντροφό του μετά το δείπνο στο Πεκίνο στις 10 Δεκεμβρίου 2018. Η σύντροφός του εκείνη την εποχή ήταν έξι μηνών έγκυος όταν συνελήφθη από τις κινεζικές αρχές.

«Ανεβήκαμε μια σπειροειδή σκάλα ακριβώς μπροστά από την πλατεία μπροστά από την πολυκατοικία μου και μπουμ. Υπήρχαν δώδεκα άντρες στα μαύρα με κάμερες πάνω τους γύρω μας, που φώναζαν στα κινέζικα, «Αυτός είναι», θυμάται ο Κόβριγκ.

Το ειδησεογραφικό ρεπορτάζ της Canadian Broadcasting Corporation (CBC) αναφέρθηκε στο ρεπορτάζ του CNN για τον Κόβριγκ, στο οποίο είχε πει ότι κατά τη σύλληψή του του πέρασαν χειροπέδες, του έδεσαν τα μάτια και τον πέταξαν σε ένα μαύρο SUV και στη συνέχεια τον πήγαν σε ένα κελί με επένδυση που θα ήταν το σπίτι του για τους επόμενους έξι μήνες.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ανθρώπινα Δικαιώματα

Απαγωγές φοιτητών στο Βελουχιστάν από το πακιστανικό καθεστώς!

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Η πακιστανική κυβέρνηση κλείνει συνεχώς τα μάτια στις κραυγές για δικαιοσύνη στο Βελουχιστάν.

Το Πακιστάν έχει μακρά ιστορία αναγκαστικών εξαφανίσεων και εξωδικαστικών δολοφονιών, με στόχο ιδιαίτερα υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ακτιβιστές μειονοτήτων που επικρίνουν την κυβέρνηση και τον στρατό, καθώς και άτομα που είναι ύποπτα για εμπλοκή με την αντιπολίτευση.

Εν μέσω συνεχιζόμενων εξαφανίσεων και εξωδικαστικών δολοφονιών στο Μπαλουχιστάν, δύο νεαροί άνδρες, ο Akhtar Shah και ο Sahaj Mengal, απήχθησαν βίαια από τα σπίτια τους από τις ένοπλες δυνάμεις του Πακιστάν στην περιοχή Killi Pandrani, όπως αναφέρει η “Balochistan Post“.

Στις 23 Σεπτεμβρίου, μεγάλος αριθμός πακιστανικών δυνάμεων περικύκλωσε την Killi Pandrani και πραγματοποίησαν επιδρομές σε σπίτια.

Κατά τη διάρκεια αυτής της επιχείρησης, συνέλαβαν τους δύο νεαρούς, τους έδεσαν τα μάτια και τους τοποθέτησαν με τη βία στα οχήματά τους. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν πληροφορίες για το πού βρίσκονται, ενώ οι αρχές της περιοχής δεν έχουν ακόμη δηλώσει το περιστατικό.

 

 

«Ανησυχούμε βαθιά για την εξαναγκαστική εξαφάνιση δύο μαθητών, του Musa Khaliqdad και του Sameer Majeed. Στις 22 Σεπτεμβρίου και οι δύο βρίσκονταν βίαια από τον στρατό του Πακιστάν στο Dasht Doro, ένα στρατιωτικό σημείο ελέγχου ενώ ταξίδευαν από το Gwadar στο Kapkapar. Προτρέπουμε τις πακιστανικές αρχές να αποκαλύψουν αμέσως πού βρίσκονται και να διασφαλίσουν την ασφαλή επιστροφή τους», δήλωσε το Pank (Τμήμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Εθνικού Κινήματος Baloch) στο X.

Σύμφωνα με τη “Balochistan Post”, 37 άνθρωποι εξαφανίστηκαν βίαια σε όλο το Βελουχιστάν μόνο τον Αύγουστο, ενώ 9 άτομα εξακολουθούν να αγνοούνται, ενώ βρέθηκαν 6 σοροί. Παρά τις πολυετείς διαμαρτυρίες, τις συγκεντρώσεις και την αυξανόμενη διεθνή ευαισθητοποίηση, η πακιστανική κυβέρνηση κλείνει συνεχώς τα μάτια στις κραυγές για δικαιοσύνη στο Βελουχιστάν.

Το Πακιστάν έχει μακρά ιστορία αναγκαστικών εξαφανίσεων και εξωδικαστικών δολοφονιών, με στόχο ιδιαίτερα υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ακτιβιστές μειονοτήτων που επικρίνουν την κυβέρνηση και τον στρατό, καθώς και άτομα που είναι ύποπτα για εμπλοκή με την αντιπολίτευση. Η ανεξέλεγκτη ισχύς του στρατού, σε συνδυασμό με μια συνένοχη κυβέρνηση, έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον φόβου και καταστολής.

Η εμμονή των εξαναγκαστικών εξαφανίσεων στο Μπαγκλαντές παραμένει μια κρίσιμη ανησυχία για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με ουσιαστικά στοιχεία που δείχνουν εκτεταμένες και συστηματικές καταχρήσεις από τις πακιστανικές δυνάμεις ασφαλείας. Ο λαός του ΒΕλουχιστάν καλεί επειγόντως για διεθνή προσοχή και παρέμβαση για την αντιμετώπιση αυτών των σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η αυξανόμενη συχνότητα εξαναγκαστικών εξαφανίσεων όχι μόνο παραβιάζει τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά υπογραμμίζει επίσης τις βάναυσες τακτικές που εφαρμόζει ο Πακιστανικός Στρατός για να φιμώσει τα αιτήματα του λαού των Μπαλώχ για αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή