Ακολουθήστε μας

Αιγαίο

Η έννοια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και η ελληνική εξωτερική πολιτική

Δημοσιεύτηκε

στις

του Χρήστου Ροζάκη
Θα ξεκινήσω την αναλυση μου με μια σύντομη ιστορική αναδρομή, η οποία, πιστεύω, ότι βοηθάει στην καλύτερη κατανόηση των λόγων που οδήγησαν τη διεθνή κοινότητα στην σχετικά πρόσφατη καθιέρωση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Σε ένα γενικότερο επίπεδο, το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδοτεί την εγκατάλειψη της κυρίαρχης προπολεμικής –και διαχρονικά κραταιής- αντίληψης ότι η βασική χρήση των θαλασσών συμπίπτει με τη ναυσιπλοΐα, και δευτερευόντως με την αλιεία. Μια τέτοια αντίληψη είχε δώσει προτεραιότητα στην αρχή της ελευθερίας των θαλασσών, περιορίζοντας τα παράκτια κράτη σε περιορισμένες ζώνες αιγιαλίτιδας, μέσα στις οποίες και ασκούσαν κυριαρχία, σχεδόν ισοδύναμη με αυτήν του χερσαίου εδάφους, κι εξυπηρετούσαν, έτσι, βασικά μελήματά τους, κυρίως αυτό της ασφάλειας. 

 Η διαπίστωση, όμως, μέσα από τις επιστημονικές εξελίξεις, ότι η θάλασσα κρύβει πλουτοπαραγωγικούς πόρους στο βυθό και το υπέδαφός της, σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές προόδους που κατέστησαν δυνατή την εκμετάλλευσή τους, οδήγησαν, βαθμιαία σε μια αναθεωρηση αυτής την σχετικά μοναδικής προτεραιότητας, και στη δημιουργία νέων νομικών καθεστώτων στο Δίκαιο της θάλασσας. Καθεστώτα, τα οποία διευρύνουν τη δικαιοδοσία των κρατών στη θάλασσα, πέρα από την αιγιαλίτιδα, παρέχοντας δυνατότητες στα κράτη, κι αργότερα στην ίδια τη διεθνή κοινότητα να νομιμοποιήσει την αποκλειστική εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους του –όπως και σε άλλες θαλάσσιες περιοχές-, αλλά και τα οποία επιχειρούν να συμβιβάσουν τη διατήρηση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας με τα νέα δικαιώματα χρήσης των θαλασσών. Η πρώτη ζώνη που διαμορφώνεται με αυτές τις νέες αντιλήψεις είναι, βέβαια, η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα.
Στο ειδικότερο επίπεδο, τώρα, της ανάλυσής μας για την ΑΟΖ, η αυτή ζώνη έλκει την καταγωγή της σε έμπνευση λατινοαμερικανικών κρατών. Η συστηματική, οργανωμένη βιομηχανικά αλιεία των ΗΠΑ σε περιοχές του Ειρηνικού Ωκεανού, εκτός της αιγιαλίτιδας ζώνης των προσκείμενων κρατών της Νότιας Αμερικής, είχε αποστερήσει τα παράκτια κράτη από πολύτιμα αλιευτικά αποθέματα, αλλά είχε οδηγήσει και σε αλλοιώσεις του οικοσυστήματος της περιοχής, με σύνθετες –ακόμα και οικονομικές επιπτώσεις- για τα παράκτια κράτη. Η διαπίστωση αυτών των επιπτώσεων συνάσπισε τα κράτη αυτά, και τα οδήγησε σε μία κοινή στάση και στην πρόταση για μια νέα θαλάσσια ζώνη δικαιοδοσίας σε μια μεγάλη έκταση από τις ακτές, που απέδιδε αποκλειστικά δικαιώματα αλιείας στα παράκτια αυτά κράτη. Σύντομα την πρωτοβουλία τους ενστερνίστηκαν και κράτη εκτός της Λατινικής Αμερικής, με αποτέλεσμα η Τρίτη Συνδιάσκεψη για το δίκαιο της θάλασσας, που οδήγησε στη νέα Σύμβαση του 1982, να βρει ώριμη τη διεθνή κοινότητα για μια πρόβλεψη μιας νέας θαλάσσιας ζώνης, αυτήν που η Σύμβαση καθιέρωσε ως ΑΟΖ.
Η Σύμβαση του 1982 αφιερώνει ένα τμήμα της (το Τμήμα V) στην ΑΟΖ. Σε αυτό καθορίζεται η νομική φυσιογνωμία της ζώνης, οι λειτουργίες της και τα όρια της δικαιοδοσίας των κρατών. Σύμφωνα με τα Άρθρα του Τμήματος V, η ΑΟΖ είναι μια θαλάσσια ζώνη πέρα, αλλά παρακείμενη, της αιγιαλίτιδας ζώνης, η οποία περιλαμβάνει το βυθό, το υπέδαφός του, τη θαλάσσια ‘κολώνα’, και την επιφάνεια της θάλασσας, ως μια απόσταση διακοσίων μιλίων από την ακτή –μειωμένη, όμως, ανάλογα με το εύρος της παρακείμενης αιγιαλίτιδας ζώνης. Σε αυτή τη ζώνη το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα με σκοπό την εξερεύνηση, την εκμετάλλευση, τη διατήρηση και τη διαχείριση των θαλασσίων πόρων, ζωντανών ή άλλων, της περιοχής, όπως, επίσης, και τις άλλες δραστηριότητες που αφορούν την οικονομική εξερεύνηση και εκμετάλλευση της ζώνης, όπως είναι η παραγωγή ενέργειας από το νερό, τα ρεύματα και τους ανέμους. Η δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους επεκτείνεται, επίσης, στη δυνατότητά του να κατασκευάζει και να χρησιμοποιεί τεχνητά νησιά, εγκαταστάσεις και κατασκευές (για την εξυπηρέτηση των χρήσεων της ζώνης), να κάνει επιστημονική έρευνα, και να προστατεύει και διατηρεί το θαλάσσιο περιβάλλον. Τα δικαιώματα αυτά είναι λειτουργικά, δεν συνιστούν εδαφική κυριαρχία, και πρέπει να ασκούνται με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη του τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των άλλων κρατών που κάνουν χρήση της θαλάσσιας περιοχής. Ιδιαίτερα, βέβαια, όταν ασκούν το δικαίωμά τους της ελεύθερης ναυσιπλοΐας. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι για τα δικαιώματα που δεν προκύπτουν ρητά ότι ανήκουν στο καθεστώς της ΑΟΖ, η θαλάσσια περιοχή της διέπεται από το καθεστώς της ελευθερίας των θαλασσών.
Η προσθήκη της νέας ζώνης στη δικαιοδοσία των κρατών στις θάλασσες, πέρα από την αιγιαλίτιδα, παρέχει μια προστιθέμενη αξία στην ήδη υπάρχουσα δυνατότητα του παράκτιου κράτους να εκμεταλλεύεται το θαλάσσια πλούτο των βυθών και του υπεδάφους του, μέσα από το θεσμό της υφαλοκρηπίδας, με την προσθήκη της θαλάσσιας κολώνας και της επιφάνειας της θάλασσας. Οι νέες, κατά συνέπεια, χρήσεις της αφορούν κυρίως την αλιεία, και την εκμετάλλευση της φυσικής, ήπιας ενέργειας που προκύπτει από την κίνηση του νερού και των ανέμων. Όσον αφορά τώρα το βυθό και το υπέδαφος, αυτή η περιοχή εξακολουθεί να διέπεται από τις νομικές ρυθμίσεις της υφαλοκρηπίδας –κάτι που ρητά προσδιορίζεται από την παράγραφο 3 του Άρθρου 56 της Σύμβασης. Ο θεσμός, κατά συνέπεια, της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, όχι μόνο δεν απορροφάται από την ΑΟΖ, αλλά παραμένει ζωντανός, και καθορίζει, με τις νομικές ρυθμίσεις του, τον τρόπο χρήσης των βυθών από τα παράκτια κράτη.
Θα πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην παρακείμενη ΑΟΖ υπόκεινται στους γενικότερος περιορισμούς που προκύπτουν από τον ‘κοινωνικό’ χαρακτήρα που διέπει συνολικά τη Σύμβαση του 1982. Πράγματι, για πρώτη φορά στην ιστορία του Δικαίου της Θάλασσας, η διεθνής κοινότητα αποδίδει τόση σημασία στα δικαιώματα τρίτων κρατών, αλλά και στα δικαιώματα της ίδιας της κοινότητας απέναντι στα δικαιώματα των παράκτιων κρατών. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι βέβαια η υιοθεσία του νέου καθεστώτος της ‘κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας’, των βυθών πέρα από τις εθνικές δικαιοδοσίες, όπου η ίδια η διεθνής κοινότητα απολαμβάνει, σύμφωνα με τη Σύμβαση, των καρπών τους, με ένα πνεύμα διανεμητικής δικαιοσύνης εις όφελος των οικονομικά ασθενέστερων μελών της. Στο ίδιο πνεύμα, η Σύμβαση προβλέπει ότι στην ΑΟΖ ενός κράτους τα κράτη τα γειτονικά προς αυτό έχουν το δικαίωμα της συμμετοχής στους ζωντανούς πόρους της θαλάσσιας αυτής περιοχής, εφόσον χαρακτηρίζονται ως ‘γεωγραφικά μειονεκτούντα κράτη’. Το Άρθρο 70 της Σύμβασης προσδιορίζει την έννοια του ‘γεωγραφικά μειονεκτούντος κράτους’, όπως και τους όρους της άσκησης των δικαιωμάτων του στην ΑΟΖ.
Έρχομαι τώρα στο θέμα της καθιέρωσης της ΑΟΖ από ένα παράκτιο κράτος. Σε αντίθεση με την υφαλοκρηπίδα, η οποία υφίσταται ως ‘φυσικό δικαίωμα’, ανεξάρτητα από την έκφραση βούλησης του παράκτιου κράτους, στην περίπτωση της ΑΟΖ το κράτος πρέπει να εκδηλώσει τη διάθεσή του να αποκτήσει τη ζώνη, μέσα από μια διακήρυξή του. Από τη στιγμή αυτή που το κράτος εκφράζει αυτή τη βούληση αποκτά όλα τα δικαιώματα που το Διεθνές Δίκαιο του απονέμει σε μια περιοχή που εκτείνεται ως τα διακόσια μίλια από την ακτή. Με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι το εύρος της θαλάσσης του στην περιοχή παρέχει μια τέτοια δυνατότητα.
Στην περίπτωση, όμως, που υπάρχει γεωγραφική στενότητα, και υπάρχουν ‘αντικείμενα’ κράτη σε απόσταση μικρότερη από τα τετρακόσια μίλια (200+200), τότε θα πρέπει να υπάρξει, σύμφωνα με τη Σύμβαση, οριοθέτηση της ΑΟΖ. Το Άρθρο 74 της Σύμβασης του ’82 ορίζει ότι ‘[η] οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης ανάμεσα σε κράτη με αντικείμενες ή γειτονικές ακτές θα πραγματοποιείται με συμφωνία στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, με σκοπό την επίτευξη μιας ευθύδικης λύσης’. Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του ιδίου άρθρου ‘αν δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί συμφωνία μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, τα ενδιαφερόμενα κράτη θα προσφεύγουν στις διαδικασίες που προβλέπει το Τμήμα XV (της Σύμβασης)’. Εξυπακούεται ότι οι διαδικασίες αυτές, που αφορούν γενικότερα κράτη που διαφωνούν σε σχέση με την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης, υποχρεωτικά ακολουθούνται στις περιπτώσεις που και τα δύο μέρη που επιδιώκουν οριοθέτηση είναι μέρη της Σύμβασης. Στην περίπτωση που δύο κράτη δεν είναι μέρη της Σύμβασης, και στην περίπτωση που το ένα από αυτά δεν την έχει επικυρώσει τότε, φυσικά, η υποχρέωση της παραγράφου 2 αίρεται. Παραμένει, όμως, η μέθοδος οριοθέτησης που προβλέπει το Άρθρο 74, παρ. 1, ως υποχρέωση για κάθε κράτος, ανεξαρτήτως συμμετοχής του στη Σύμβαση, γιατί η διάταξη αυτή έχει μέσα από μακρά πρακτική οριοθετήσεων, αποκτήσει εθιμικό χαρακτήρα, και δεσμεύει ως έθιμο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι βασικές, ουσιαστικές διατάξεις της Σύμβασης για την ΑΟΖ, όπως και ο ίδιος ο θεσμός της ΑΟΖ, έχουν αποκτήσει εθιμικό χαρακτήρα, και κάθε κράτος μπορεί να τις επικαλεστεί προκειμένου να καθιερώσει ΑΟΖ, και να ασκήσει τα δικαιώματα που προβλέπονται μέσα σε αυτήν.
Έρχομαι, τώρα, στο δεύτερο μέρος της αναλυσης μου που αφορά την ελληνική περίπτωση. Το τελευταίο διάστημα έχει αναπτυχθεί μια συζήτηση, που  έχει ξεφύγει από τις στενές επιστημονικές ανταλλαγές, και έχει πάρει ευρύτερες διαστάσεις δημοσιότητας. Αυτό θα πρέπει να οφείλεται και στο γεγονός ότι υπάρχουν πληροφορίες τις οποίες δεν μπορώ προσωπικά να διαψεύσω ή να επιβεβαιώσω ότι η Τουρκία αντιτίθεται στην καθιέρωση ΑΟΖ στο Αιγαίο Πέλαγος, ενώ είναι διατεθειμένη να ζητήσει την καθιέρωση ΑΟΖ στην περιοχή της Ανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου. 
Αν είναι έτσι τα πράγματα, η διάκριση που πραγματοποιεί η Τουρκία είναι τεχνητή. Γιατί βασίζεται σε μια γεωγραφική διαφοροποίηση η οποία και αδόκιμη είναι, και μας απομακρύνει από την συνολική λύση, η οποία συνήθως συνοδεύει μια απόφαση δύο χωρών να οριοθετήσουν τις θαλάσσιες ζώνες τους. Αδόκιμη είναι γιατί θεωρεί ότι η Ανατολική Μεσόγειος δεν περιλαμβάνει το Αιγαίο και κατά συνέπεια πρόκειται για δύο θάλασσες που δικαιολογούν χωριστές οριοθετήσεις. Η επιστήμη, όμως, δεν συμφωνεί πάντοτε μαζί τους, καθώς υπάρχουν πολλοί έγκριτοι γεωγράφοι και (γεω)φυσικοί, οι οποίοι θεωρούν ότι η Ανατολική Μεσόγειος –σε σχέση με τη Δυτική- προσδιορίζεται δυτικά από μια νοητή γραμμή που ξεκινά από τα ιταλικά παράλια και καταλήγει στη Λιβύη, εγκλωβίζοντας μέσα σε αυτή τόσο την Αδριατική, όσο και το Αιγαίο.
Αλλά και στην περίπτωση που δεν δεχτούμε αυτή τη σχολή, και θεωρήσουμε ότι η Ανατολική Μεσόγειος εκκινεί από μια νοητή γραμμή ανατολικά των Δωδεκανήσων και της Κρήτης, και πάλι το ερώτημα παραμένει σε τι εξυπηρετεί αυτή η γεωγραφική διάκριση στην περίπτωση που αποφασίζεται η οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα σε δύο κράτη τα οποία επιδιώκουν να οριστικοποιήσουν επιλύσεις που αφορούν τις θαλάσσιες ζώνες τους σε μια περιοχή υδάτινης συνέχειας, που δεν διακόπτεται από οποιοδήποτε φυσικό εμπόδιο.
Νομίζω ότι η διάκριση που επιδιώκει η Τουρκία –αν πράγματι οι πληροφορίες μας είναι σωστές- θα πρέπει να οφείλεται στην αδιαθεσία της να αποδεχτεί ότι η Ελλάδα θα αποκτήσει, μέσω της ΑΟΖ, κυριαρχικά δικαιώματα σε μεγάλα θαλάσσια τμήματα του Αιγαίου, που θα περιλαμβάνουν την κολώνα του νερού, και την επιφάνεια, κάτι που επαναφέρει, κατά την Τουρκία, στο προσκήνιο τη λογική της ‘ελληνικής λίμνης’, που θέλει με κάθε τρόπο να ματαιώσει. Καθώς αυτή η λογική περιορίζει την Τουρκία στις δυνατότητες που διαφορετικά προσφέρει η ελευθερία των θαλασσών, και μειώνει την ικανότητά της να ‘συμμερίζεται’ μαζί με την Ελλάδα τη χρήση του Αιγαίου. Ειδικότερα, μάλιστα, αν λάβουμε υπόψη μας ότι σε περίπτωση καθιέρωσης ελληνικής ΑΟΖ, η χώρα αποκτά δικαιώματα στην επιφάνεια της θάλασσας –τεχνητές νησίδες, εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης ήπιας ενέργειας- που μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ελευθερία των θαλασσών. Αντίθετα γι’ αυτό που η Τουρκία ονομάζει Ανατολική Λεκάνη της Μεσογείου, οι ευνοϊκότερες οριοθετικές συνθήκες για την Τουρκία, της παρέχουν την πολυτέλεια να αποδεχτεί την ύπαρξη ελληνικής ΑΟΖ, και να μη μας φέρει αντιρρήσεις στην καθιέρωσή της –αν και βέβαια ακούγεται ότι εκεί η Τουρκία πιστεύει η Ελλάδα δεν έχει μεγάλα περιθώρια διεκδίκησης. 
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ύπαρξη του Καστελορίζου, αλλά και της Ρόδου, της Καρπάθου και της Κρήτης προσφέρουν τις γραμμές βάσης οι οποίες προσδιορίζουν τις σχετικές ζώνες, και οι οποίες ‘νομιμοποιούν’ την ύπαρξή τους. Διαφορετικό είναι το ζήτημα της ‘επήρειάς’ τους, δηλαδή της έκτασης των ζωνών που δικαιούνται, ως νησιά και όχι ως ηπειρωτικά εδάφη, στη συνολικότερη κατανομή της υφαλοκρηπίδας και την ΑΟΖ. Ο ρόλος τους εκεί μπορεί να είναι διαφορετικός από αυτόν των ηπειρωτικών ακτών, αλλά αυτό δε σημαίνει  ότι αυτή η γενικά αποδεκτή διαφορά τα στερεί παντελώς από τη απόλαυση θαλασσίων ζωνών. Ειδικότερα, μάλιστα, για το Αιγαίο Πέλαγος, όπου η αλυσίδα των ελληνικών νησιών συνεχίζεται με τα ηπειρωτικά εδάφη του, η έκταση των δικαιωμάτων τους –ως ένα ενιαίο όλο- αναμφίβολα κλίνει την πλάστιγγα προς την ελληνική πλευρά, σε σχέση με τα δικαιώματα που αντλούνται από τις (κυρίως) ηπειρωτικές ακτές της Τουρκίας στην ίδια περιοχή. 
Όσον αφορά, τώρα, την περιοχή του Καστελόριζου, επαναλαμβάνω, στις ακτές του θα πρέπει να προστεθούν και οι ανατολικές ακτές της Ρόδου, της Καρπάθου, και θα έλεγα και της Κρήτης, των οποίων προβολή προς ανατολάς θα είναι το τμήμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ που αναλογεί στην Ελλάδα στην εν λόγω περιοχή. Βέβαια, σε μια ενδεχόμενη οριοθέτηση αυτές οι ακτές θα προσμετρηθούν, αλλά και θα αναμετρηθούν με τις τουρκικές ηπειρωτικές ακτές, βασικό κριτήριο οριοθέτησης, ανάμεσα σε άλλα, και θα ήταν επιπόλαιο να επιχειρήσω σήμερα μια απάντηση αναφορικά με την έκταση των ελληνικών δικαιωμάτων στην περιοχή, καθώς αυτή θα προσδιοριστεί από μια σειρά δυσχερώς σταθμητών παραγόντων, που θα κριθούν στις διμερείς διαπραγματεύσεις, ή, σε περίπτωση διαπραγματευτικού αδιεξόδου, από ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο.
Η τουρκική άποψη ότι το Καστελόριζο δεν δικαιούται ούτε υφαλοκρηπίδα, ούτε ΑΟΖ, εκτός του ότι απομονώνει το Καστελόριζο από τα υπόλοιπα ελληνικά γειτονικά νησιά, των οποίων οι ακτές συνιστούν γραμμές βάσης, αγνοώντας τη σωρευτική επίδρασή τους στη διαμόρφωση μιας οριοθετικής γραμμής ανάμεσα στις χώρες στην Ανατολική Λεκάνη, στηρίζεται, κατά τα φαινόμενα σε μια εσφαλμένη ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. 
Θα πρέπει να προέρχεται από μια ατυχή μεταγωγή των διδαγμάτων τηε διαιτητικής απόφασης των Νησιών της Μάγχης (Ηνωμένο Βασίλειο-Γαλλία, 1971), τα οποία αφορούσαν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γαλλία. Στην υπόθεση εκείνη τα βρετανικά νησιά της Μάγχης, που βρίσκονται πλησιέστατα στις γαλλικές ηπειρωτικές ακτές δεν μετέβαλαν, με την παρουσία τους, την εφαρμογή της μέσης γραμμής/ γραμμής ίσης απόστασης, που καθορίζεται από τις ηπειρωτικές ακτές των δύο κρατών. Στα νησιά αυτά, που κατά το διαιτητικό δικαστήριο, βρίσκονται στη ‘λάθος πλευρά’, δόθηκε απλά μια ζώνη 12 μιλίων από τις ακτές τους, για όλες τις χρήσεις.
Η περίπτωση, όμως, του Καστελόριζου είναι διαφορετική. Σε αντίθεση με τα νησιά της Μάγχης, το Καστελόριζο δεν βρίσκεται στη «λάθος πλευρά», αφού στην περιοχή δεν υπάρχει απέναντι από τις τουρκικές ακτές, ελληνικό έδαφος που θα δικαιολογούσε μια χάραξη μέσης γραμμής ανάμεσα στις ηπειρωτικές ακτές, και θα έθετε το δίλημμα για τη θέση αυτών των νησιών στην οριοθέτηση. Το Καστελόριζο είναι το μόνο ελληνικό έδαφος απέναντι από τις τουρκικές ακτές, και η μόνη ομοιότητά του με τα βρετανικά νησιά είναι ότι βρίσκεται κοντά στο τουρκικό ηπειρωτικό έδαφος. Αλλά αυτό το δεδομένο δεν το στερεί από το δικαίωμα να απολαμβάνει τις θαλάσσιες ζώνες που δικαιούνται τα νησιά από το Διεθνές Δίκαιο. Κατά συνέπεια στην οριοθετική διαδικασία θα πρέπει να υπολογιστεί. Ποιο είναι, τώρα, το μερίδιό του στην κατανομή των ζωνών είναι άλλο θέμα, που συνδέεται με την επήρεια που το Καστελόριζο έχει στην απόδοση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στην περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση, η υπάρχουσα διεθνής νομολογία δεν μας βοηθάει ιδιαίτερα στο να δώσουμε μια σαφή απάντηση της έκτασης των δικαιωμάτων του Καστελόριζου σε μια οριοθετική διαδικασία. Γιατί ούτε η υπόθεση Λιβύης-Τυνησίας (υπόθεση του Διεθνούς Δικαστηρίου), ούτε η πιο πρόσφατη υπόθεση Ρουμανίας-Ουκρανίας (πάλι απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου), είναι ιδιαίτερα επιβοηθητικές, γιατί οι πραγματικές συνθήκες διαφέρουν και στις δύο σημαντικά, σε σχέση με τις πραγματικές συνθήκες στην περιοχή του Καστελόριζου. Στην μεν πρώτη περίπτωση τα ‘επίμαχα’ νησιά βρίσκονται πολύ κοντά στις ακτές του ιδίου κράτους στο οποίο ανήκουν (Τυνησία), ενώ στη δεύτερη το νησί των Όφεων δεν έχει δική του οικονομική ζώνη.
Θα τελειώσω με το ερώτημα: είναι σημαντικό για την Ελλάδα να θεσπίσει ΑΟΖ; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Αν το ενδιαφέρον της Ελλάδας εστιάζεται στην εξερεύνηση και την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους των παρακείμενων θαλασσών, τότε ο θεσμός της υφαλοκρηπίδας εξυπηρετεί αποτελεσματικά τον στόχο αυτό. Αν επιδιώκει, ως προστιθέμενη αξία, όπως έχω ήδη τονίσει, να αποκτήσει και αποκλειστικά δικαιώματα αλιείας, και εκμετάλλευσης των ήπιων μορφών ενέργειας που προσφέρουν τα κύματα και οι άνεμοι της θάλασσας, τότε η ΑΟΖ καθίσταται απαραίτητη. Ειδικότερα, όμως, για το Αιγαίο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι και η Τουρκία έχει σχετικά δικαιώματα, κι ότι θα πρέπει να υπάρξει οριοθέτηση των δύο ΑΟΖ με συμφωνία, ή, σε κάθε περίπτωση, με την παρέμβαση τρίτου δικαιοδοτικού οργάνου. Είναι πολιτική απόφαση αυτή, και εναπόκειται στην πολιτική ηγεσία να προσμετρήσει τα θετικά και τα αρνητικά μιας τέτοιας πρωτοβουλίας.

Αιγαίο

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης στο ελληνοτουρκικό σύστημα

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Του Νίκου Ιγγλέση
26/09/2024 

Η συνάντηση Κ. Μητσοτάκη – Ρ.Τ. Ερντογάν στη Ν. Υόρκη, στις 24-9-24, ήταν η έκτη τούς τελευταίους δεκαπέντε μήνες. Πρόκειται για «πολιτικό έρωτα» μεταξύ των δύο ηγετών, ιδιαίτερα μετά τη Διακήρυξη των Αθηνών (Δεκέμβριος ’23) ή για το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» όπου το θύμα μέσω ψυχολογικών και συναισθηματικών διεργασιών καταλήγει να ερωτευθεί το θύτη του;

Σε τί αλήθεια αποσκοπούν όλες αυτές οι συναντήσεις, οι συνομιλίες, τα «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης», η λεγόμενη θετική ατζέντα κ.α.; Πού είναι το «παράθυρο ευκαιρίας» που βλέπει η Κυβέρνηση;  Ένα είναι βέβαιο: Όλα αυτά δεσμεύουν την Ελλάδα να μην επιχειρήσει να ανατρέψει το, δυσμενές γι’ αυτήν, status quo στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο και απενοχοποιούν, στη διεθνή σκηνή, την αναθεωρητική – επεκτατική Τουρκία.

Ποιά είναι τα διαχρονικά ζητήματα της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης που, κατά την Κυβέρνηση, θα προωθήσει τη λύση τους ο διάλογος;

1) Η Ελλάδα δικαιούται να ασκήσει το μονομερές δικαίωμα που της δίνει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας να αυξήσει, δηλαδή, τα χωρικά ύδατά της μέχρι τα 12 ν.μ. στο Αιγαίο και την Α. Μεσόγειο και την άρση τού, επ’ αυτού, τουρκικού casus belli; Όχι, υποστηρίζει η Άγκυρα.

2) Τα ελληνικά νησιά που μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη δραστηριότητα διαθέτουν την ίδια ΑΟΖ (μέχρι 200ν.μ.) με αυτήν της ηπειρωτικής χώρας, όπως προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας; Όχι, διαθέτουν μόνο χωρικά ύδατα 6 ν.μ. αντιτείνει η Τουρκία.

3) Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δικαιούνται να είναι στρατιωτικοποιημένα γιατί απειλούνται; Θυμίζουμε το «Θα έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά». Όχι, πρέπει να είναι αποστρατικοποιημένα σύμφωνα με τις Συνθήκες Λωζάνης-Παρισίων, λέει η Τουρκία.

4) Η Ελλάδα μπορεί να καταθέσει στην ΕΕ τους χάρτες του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού, όπως έχει κάνει η Κυπριακή Δημοκρατία; Μια τέτοια ενέργεια θα σήμαινε ανακήρυξη (όχι οριοθέτηση) της συνολικής ελληνικής ΑΟΖ, χωρίς αυτό να προκαλέσει τη σφοδρή τουρκική αντίδραση;

5) Τα Θαλάσσια Πάρκα, που εξαγγέλθηκαν, θα υλοποιηθούν ή ξεχάστηκαν για να μην χαλάσει το θετικό κλίμα; Η Άγκυρα δήλωσε ότι απαιτείται η συναίνεσή της.

6) Το παράνομο, κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, Τουρκολυβικό Μνημόνιο θα ακυρωθεί ή θα παρεμποδίζει την όποια εκμετάλλευση της οριοθετημένης ελληνικής ΑΟΖ με την Αίγυπτο;

7) Τα αφηγήματα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και των «Γαλάζιων Αιθέρων» αποτελούν ευθεία αμφισβήτηση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος. Η Τουρκία διεκδικεί το μισό Αιγαίο, ανατολικά του 25ου Μεσημβρινού και όλη τη θαλάσσια έκταση μεταξύ Ρόδου και Κύπρου (βλέπε χάρτη). Μπορεί κάτι τέτοιο να γίνει αποδεκτό;

8) Στην Κύπρο η Τουρκία ζητάει τη διεθνή αναγνώριση της κατεχόμενης ζώνης ως ανεξάρτητο κράτος. Παράλληλα διακηρύσσει ότι τα κατοχικά στρατεύματά της θα παραμείνουν εσαεί στη νησί. Ο Ελληνισμός μπορεί να το αποδεχτεί;

9) Η μουσουλμανική μειονότητα της Δ. Θράκης που η Άγκυρα, ενάντια στη Συνθήκη της Λωζάνης, αποκαλεί τουρκική, χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια ως «στρατηγική μειονότητα» για την υβριδική αποσταθεροποίηση της Ελλάδας και επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της. Η Κυβέρνηση και το υπόλοιπο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα δεν αντιδρούν για να μη θυμώσει η Τουρκία.

Όλα αυτά και άλλα σημαντικά ζητήματα προδιαγράφουν το αποτέλεσμα του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Η Τουρκία κερδίζει χρόνο και ισχυροποιείται. Η Διακήρυξη των Αθηνών διευκόλυνε την Άγκυρα στην απόκτηση των αμερικανικών F-16 (40 + 80 αεροσκάφη και άφθονα όπλα). Η συνέχιση του διαλόγου διευκολύνει την Τουρκία για την άρση των αμερικανικών κυρώσεων στην πολεμική βιομηχανία της και ίσως στην απόκτηση των F-35. Η Ελλάδα χάνει χρόνο, δεν ασκεί τα νόμιμα δικαιώματά της και δεν ανατρέπει το status quo, στο οποίο έχει εγκλωβιστεί. Η Τουρκία, από την πλευρά της, επιμένει να προβάλλει συνεχώς τις διεκδικήσεις της, όταν απαιτείται τις επιβάλλει δια του καταναγκασμού (π.χ. πρόσφατα στην Κάσο) και στο τέλος θα επικαλεστεί «τις πραγματικότητες επί του πεδίου»  ως ένα είδος «χρησικτησίας» για να τις νομιμοποιήσει στη διεθνή σκηνή.

Το Μεταναστευτικό  

Η Κυβέρνηση προβάλλει ως επιτυχία του διαλόγου τη συνεργασία με την Τουρκία για τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών. Πρόκειται για προπαγάνδα εσωτερικής κατανάλωσης. Αλήθεια, πώς φτάνουν οι μετανάστες από την Κεντρική Ασία, το Κέρας ή την υποσαχάρια Αφρική στην Τουρκία; Έρχονται περπατώντας; Όχι βέβαια. Φτάνουν με πτήσεις των τουρκικών αερογραμμών (χωρίς visa) στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί προωθούνται στον Έβρο και στις ακτές του Αιγαίου. Υπάρχει κανείς αφελής που πιστεύει ότι όλο αυτό το traffic γίνεται εν αγνοία των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, της στρατοχωροφυλακής και της αστυνομίας; Οι διακινητές είναι απλώς τα εκτελεστικά όργανα των υβριδικών επιχειρήσεων της Τουρκίας.

Σύμφωνα με στοιχεία της Frontex το πρώτο οκτάμηνο του 2024 οι μεταναστευτικές ροές από την Α. Μεσόγειο προς την Ελλάδα  αυξήθηκαν κατά 39% (πάνω από 37.000 άτομα). Αντίθετα από την Κεντρική Μεσόγειο προς την Ιταλία μειώθηκαν κατά 64%. Ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Ν. Παναγιωτόπουλος, σε πρόσφατη συνέντευξή του, ανέφερε ότι οι ροές, το πρώτο οκτάμηνο αυξήθηκαν, κατά 60%. Ίσως ξέρει κάτι περισσότερο. Αυτοί οι αριθμοί αφορούν όσους εντοπίζονται και καταγράφονται. Χιλιάδες άλλοι διέρχονται λαθραία από τα σύνορα. Κάθε μέρα στον Έβρο και στην Εγνατία οδό συλλαμβάνονται αλλοδαποί και ημεδαποί διακινητές με κλεμμένα αυτοκίνητα να προωθούν λαθρομετανάστες στο εσωτερικό της χώρας. Εκείνος ο φράκτης στον Έβρο προχωράει με «ρυθμό χελώνας».

Αλήθεια, γιατί η Κυβέρνηση δεν αναστέλλει τη χορήγηση ασύλου για έξι μήνες, όπως έκανε η Κυπριακή Δημοκρατία με αποτέλεσμα την κατακόρυφη μείωση των αφίξεων μεταναστών; Αλλά πώς να το κάνει όταν ο πρωθυπουργός έχει δηλώσει ότι είναι ευτυχής που η ελληνική κοινωνία μεταλλάσσεται σε πολυπολιτισμική! Όταν οι Έλληνες, δηλαδή, θα γίνουν μια από τις διάφορες μειονότητες που θα διαβιούν στην ελληνική επικράτεια.

Το Κυπριακό

Ο Νίκος Χριστοδουλίδης πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κράτους διεθνώς αναγνωρισμένου, μέλους του ΟΗΕ, της ΕΕ και άλλων διεθνών οργανισμών παρακαλάει για μια συνάντηση με τον επικεφαλής της αποσχιστικής οντότητας της Βόρειας Κύπρου για να επαναρχίσει ο διάλογος για λύση του Κυπριακού. Μόνο που τη λύση του Κυπριακού δε θα την αποφασίσει ο όποιος Ερσιν Τατάρ αλλά η Άγκυρα. Αν ο Ν. Χριστοδουλίδης ήθελε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του και ιδιαίτερα το κύρος της Κυπριακής Δημοκρατίας θα έπρεπε να ζητάει διάλογο με τον Ερντογάν. Από κοντά ο Κ. Μητσοτάκης και ο Υπουργός του των Εξωτερικών δηλώνουν ευτυχείς που υπάρχει κινητικότητα στο Κυπριακό. Κινητικότητα για να προκύψει τι; Για να απενοχοποιείται ο εισβολέας και κατακτητής;

Μετά 50 χρόνια κανένα κράτος και κανείς διεθνής οργανισμός δε ζητάει την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο. Όλοι ζητούν διάλογο μεταξύ των δύο κοινοτήτων και αμοιβαίες υποχωρήσεις για την εύρεση της όποιας λύσης. Η Τουρκία είναι στο απυρόβλητο. Εδώ έχουν οδηγήσει τον Ελληνισμό 50 χρόνια κατευναστικής πολιτικής  Για αποτροπή, ανάσχεση και απελευθέρωση της κατεχόμενης Κύπρου δε μιλάει ούτε η Αθήνα ούτε η Λευκωσία.

 Ο Ερντογάν ζητάει από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τη διεθνή αναγνώριση ως ανεξάρτητου κράτους των κατεχομένων εδαφών και οι Μητσοτάκης και Χριστοδουλίδης μια Δικοινοτική –Διζωνική Ομοσπονδία που μπορεί να είναι χειρότερη ακόμη και της διχοτόμησης, αφού θα θέσει και τις ελεύθερες περιοχές υπό τον γεωπολιτικό έλεγχο της Τουρκίας.

Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση είτε ο Ελληνισμός θα αποδεχτεί όλους τους τουρκικούς όρους είτε η Τουρκία θα πρέπει να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τους γεωστρατηγικούς στόχους της. Μέση λύση δεν υπάρχει, γιατί αν δώσουμε μόνο ορισμένα απ’ όσα απαιτεί η Άγκυρα, «για να μην είμαστε καθημερινά με το δάκτυλο στη σκανδάλη» όπως είπε ο κ. Μητσοτάκης, απλώς θα της ανοίξουμε την όρεξη και για τα υπόλοιπα όντας σε ακόμη πιο αδύναμη θέση. Εκτός αν το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» έχει καταλάβει ολοκληρωτικά το πολιτικό προσωπικό σε Αθήνα και Λευκωσία.

Υ.Γ. 1 Πέρασε ίσως απαρατήρητη η αναφορά του Κ. Μητσοτάκη κατά την ομιλία του στη «Σύνοδο Κορυφής για Το Μέλλον» του ΟΗΕ. Είπε: «Το παγκόσμιο συμφέρον διαπερνά το μεμονωμένο συμφέρον των κρατών». Ποιος αλήθεια ορίζει το παγκόσμιο συμφέρον; Η παγκοσμιοποίηση, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, η Σύνοδος του Νταβός ή κάποιος άλλος;

Υ.Γ. 2 Απορεί κανείς με την εμμονή των ελλήνων πολιτικών να μιλούν για ενδεχόμενη οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ με την Τουρκία. Αγνοούν ότι στην ΑΟΖ περιλαμβάνεται και η υφαλοκρηπίδα; Ή εξυπηρετούν την Άγκυρα που δεν έχει επικυρώσει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας και θέλει οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας ώστε να ισχυριστεί ότι τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου κάθονται πάνω στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολίας;

 

Πηγή: www.ellinikiantistasi.gr

Συνέχεια ανάγνωσης

Αιγαίο

ΕΣΤΙΑ: Το δώρο Μητσοτάκη σε Ερντογάν! «Γκρίζες» ὅλες οἱ βραχονησῖδες καί τά νησιά πού εὑρίσκονται σέ ἀπόσταση 10 μιλίων ἀπό τά «θαλάσσια σύνορα»

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

«Ἀπαγόρευση τῆς τουριστικῆς ἀνάπτυξης» προβλέπει νομοσχέδιο τοῦ Ὑπουργείου Ἐνεργείας γιά τό Εἰδικό Χωροταξικό Σχέδιο στόν τουρισμό – «Ἀπαράδεκτη καί ἀναιτιολόγητη» θεωρεῖ τήν ρύθμιση ὁ πρόεδρος τοῦ ΤΕΕ Λέσβου κ. Στρατῆς Μανωλακέλλης – Τό πάγωμα τῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος ἀκυρώνει τήν ΑΟΖ – Τό «δῶρο» Μητσοτάκη σέ Ἐρντογάν

Μικρονήσια τοῦ Αἰγαίου χωρίς ΑΟΖ καί ὑφαλοκρηπῖδα μέ ἑλληνικό νόμο!

Οταν ἐκδιώκονται οἱ κάτοικοι καί ἀναστέλλεται ἡ οἰκονομική δραστηριότητα ἀπό νησί ἤ μικρονησίδα, αὐτομάτως χάνεται καί τό δικαίωμά του σέ ΑΟΖ καί ὑφαλοκρηπῖδα. Αὐτό ὁρίζει τό Διεθνές Δίκαιο τῆς Θαλάσσης. Εἶναι λοιπόν ἐξωφρενικό, εἶναι ἐξοργιστικό, τό γεγονός ὅτι προετοιμάζεται νόμος τοῦ ἑλληνικοῦ Κράτους, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει τήν τουριστική ἀνάπτυξη σέ μιά ὁλόκληρη κατηγορία νήσων καί νησίδων, καθιστῶντας τις ἔτσι «γκρίζες». Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὀψέποτε γίνουν διαπραγματεύσεις γιά ὁριοθέτηση ΑΟΖ καί ὑφαλοκρηπῖδας στό Αἰγαῖο καί ἐν γένει στό ἑλληνικό ἀρχιπέλαγος, θά εὑρεθεῖ ἡ Τουρκία σέ πλεονεκτική θέση, καθώς θά ὑπάρχει ἑλληνικός νόμος, ὁ ὁποῖος θά δικαιώνει τήν ἀπαίτησή της νά μήν ἔχουν τά νησιά δικαίωμα σέ ΑΟΖ καί ὑφαλοκρηπῖδα.

Πρόκειται, ὅπως ἀποκαλύπτει ἡ «Ἑστία», γιά τό νομοσχέδιο τοῦ Ὑπουργείου Ἐνεργείας πού ὁρίζει τό Εἰδικό Χωροταξικό Σχέδιο γιά τόν τουρισμό, τό ὁποῖο ἤδη εὑρίσκεται σέ δημόσια διαβούλευση. Τό νομοσχέδιο αὐτό περιλαμβάνει συγκεκριμένες διατάξεις πού ἀπαγορεύουν –ναί, χρησιμοποιεῖται ὁ ὄρος «ἀπαγορεύεται»– τήν τουριστική ἀνάπτυξη σέ ἑλληνικά νησιά. Καί ἐνδεχομένως σέ κάποια ἀπό τά νησιά αὐτά νά μήν εἶναι ἐφικτό νά δημιουργηθοῦν τουριστικές ὑποδομές. Ποιός εἶναι ὅμως ὁ λόγος νά ὑπάρχει ρητή ἀπαγόρευσις σέ νόμο τοῦ ἑλληνικοῦ Κράτους;

Ἀκόμη καί νησιά ἤ νησῖδες πού δέν ἔχουν αὐτήν τήν στιγμή ὑποδομές οἰκονομικῆς δραστηριότητος, δυνητικῶς μποροῦν ὁποιαδήποτε στιγμή νά ἀποκτήσουν. Συνεπῶς τό δικαίωμα νά ἔχουν ἐπήρεια στήν ὁριοθέτηση θαλασσίων ζωνῶν ὑφίσταται. Ποιός ὁ λόγος νά καταργηθεῖ αὐτό μέ ἑλληνικό νόμο; Τό ὅλο ζήτημα θυμίζει τήν περίπτωση τῆς νησῖδος Λέβιθα, ἀπό τήν ὁποία ἐξεδιώχθησαν βοσκός καί τό κοπάδι του (δηλαδή ὁ κάτοικος καί ἡ οἰκονομική του δραστηριότης) γιά νά «σωθεῖ» ἕνα σπάνιο εἶδος σαλιγκαριῶν. Ἔχουν ἄραγε τά σαλιγκάρια μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τά κυριαρχικά δικαιώματα τῆς χώρας μας στό Αἰγαῖο;

Γιά νά μήν μακρυγοροῦμε, ἰδού τί ἀναφέρει τό ἐπίμαχο νομοσχέδιο:

«Ὁμάδα ΙΙΙ: Ἀκατοίκητα νησιά καί βραχονησῖδες

Ἡ Ὁμάδα ΙΙΙ περιλαμβάνει δύο ὑποομάδες, μέ βάση τά ἰδιαίτερα φυσικά καί ἀνθρωπογενῆ χαρακτηριστικά τους, τό μέγεθος καί τήν ἐγγύτητά τους μέ κατοικημένες περιοχές.

Στήν 1η ὑποομάδα περιλαμβάνονται:

• Βραχονησῖδες

• Νησιά μέ ἔκταση μικρότερη τῶν 300 στρεμμάτων

• Νησιά τά ὁποῖα εὑρίσκονται σέ ἀπόσταση μικρότερη τῶν 10 ναυτικῶν μιλίων ἀπό τά θαλάσσια σύνορα τῆς χώρας

• Νησιά τά ὁποῖα εὑρίσκονται σέ ἀπόσταση μεγαλύτερη τῶν 10 ναυτικῶν μιλίων ἀπό παράκτιες περιοχές τοῦ ἠπειρωτικοῦ τμήματος τῆς χώρας ἤ ἀπό νησιά πού διαθέτουν ἀκτοπλοϊκή πρόσβαση.

Στήν δεύτερη ὑποομάδα περιλαμβάνονται ὅλα τά ἀκατοίκητα νησιά (μηδενικός πληθυσμός κατά τήν ἑκάστοτε τελευταία ἀπογραφή) πού δέν ἀνήκουν στήν 1η ὑποομάδα».

Τό νέο ΕΧΠ‐Τ προτείνει τίς παρακάτω ρυθμίσεις γιά τήν Ὁμάδα ΙΙΙ:

«1. Στά νησιά τῆς πρώτης ὑποομάδας δέν ἐπιτρέπεται κανένα εἶδος τουριστικῆς ἀνάπτυξης.

2. Στά νησιά τῆς δεύτερης ὑποομάδας ἐπιτρέπονται μόνο ΟΥΤΔ «ἤπιας ἀνάπτυξης». Σημειώνεται ὅτι μέ βάση τό ἰσχῦον θεσμικό πλαίσιο, ὁ συντελεστής δόμησης γιά τά σύνθετα τουριστικά καταλύματα (ΣΤΚ) καί τά μεικτά τουριστικά καταλύματα μικρῆς κλίμακας (ΜΤΚΜΚ) περιορίζεται ἀπό 0,2 σέ 0,12 γιά τά κατοικημένα νησιά πλήν τῶν νήσων Κρήτης, Εὔβοιας, Κέρκυρας καί Ρόδου. Στό ἴδιο πνεῦμα κρίνεται σκόπιμο οἱ ὀργανωμένοι ὑποδοχεῖς τουριστικῶν δραστηριοτήτων (ΟΥΤΔ) πού ἐπιτρέπονται στά νησιά αὐτά νά εἶναι ἤπιας ἀνάπτυξης κατά τόν ὁρισμό τοῦ ὑπό μελέτη ΕΧΠ‐Τ».

Πρόεδρος Τεχνικού Επιμελητηρίου Βορειοανατολικού Αιγαίου: Απαράδεκτη η απαγόρευση

Ἡ ἀπαγόρευσις αὐτή, τῆς ἀναπτύξεως τῶν νησίδων τῆς τρίτης ὑποομάδος, χαρακτηρίζεται ἀπαράδεκτη καί ἀναιτιολόγητη καί ἀπό τό Τεχνικό Ἐπιμελητήριο Βορειοανατολικοῦ Αἰγαίου, τό ὁποῖο σέ ἔγγραφο πρός τό ὑπουργεῖο ἐνεργείας, τό ὁποῖο ὑπογράφει ὁ πρόεδρός του Στρατῆς Μανωλακέλλης, μεταξύ ἄλλων ὑπογραμμίζει:

«Καταγράφονται στήν Ὁμάδα ΙΙΙ:

“Ἀκατοίκητα νησιά καί βραχονησῖδες” ὡς 1η ὑποομάδα

• Οἱ βραχονησῖδες

• Νησιά μέ ἔκταση μικρότερη τῶν 300 στρεμμάτων.

• Νησιά τά ὁποῖα εὑρίσκονται σέ ἀπόσταση μικρότερη τῶν 10 ναυτικῶν μιλίων ἀπό τά θαλάσσια σύνορα τῆς χώρας.

• Νησιά τά ὁποῖα εὑρίσκονται σέ ἀπόσταση μεγαλύτερη τῶν 10 ναυτικῶν μιλίων ἀπό παράκτιες περιοχές τοῦ ἠπειρωτικοῦ τμήματος τῆς χώρας ἤ ἀπό νησιά πού διαθέτουν ἀκτοπλοϊκή πρόσβαση καί ἐπιβάλλεται ἀπαγόρευση ὁποιασδήποτε μορφῆς τουριστικῆς ἀνάπτυξης!

Συγκεκριμένα ἀναφέρεται: “Στά νησιά τῆς πρώτης ὑποομάδας δέν ἐπιτρέπεται κανένα εἶδος τουριστικῆς ἀνάπτυξης. Στά νησιά τῆς δεύτερης ὑποομάδας ἐπιτρέπονται μόνο ΟΥΤΔ ἤπιας ἀνάπτυξης.

Ὡς κάτοικοι ἀκριτικῶν νησιῶν θεωροῦμε ἀπαράδεκτη καί ἀναιτιολόγητη μιά τέτοια ἀπαγόρευση καί ζητοῦμε τήν διαγραφή της ἤ τροποποίησή της μέ ρυθμίσεις ἀνάλογες τῆς 2ης ὑποομάδας».

Ἐρώτησις: Μήπως ὁ νόμος τοῦ κ. Σκυλακάκη εἶναι τό «δῶρο» τοῦ Πρωθυπουργοῦ στόν Πρόεδρο Ἐρντογάν κατά τήν σημερινή τους συνάντηση; Αὐτή εἶναι ἡ «συναντίληψη γιά τίς θαλάσσιες ζῶνες»;

ΠΗΓΗ: ΕΣΤΙΑ

Συνέχεια ανάγνωσης

Αιγαίο

Δημήτρης Τσαϊλάς: Από τον εξαναγκασμό στη συνθηκολόγηση

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Η πολλαπλότητα και η πολυπλοκότητα των προκλήσεων εθνικής κυριαρχίας, που αντιμετωπίζουμε δεν αφήνουν περιθώρια για διπλωματικούς ελιγμούς, λόγω των εκφρασμένων απειλών από την Τουρκία. Αυτό το πολύπλοκο σύνολο αλληλένδετων ζητημάτων (ΑΟΖ, Υφαλοκρηπίδα, Δικαίωμα επέκτασης χωρικών υδάτων, Δικαίωμα προάσπισης νησιών ανατολικού Αιγαίου, Δικαίωμα έρευνας διάσωσης στο FIR, Δυτική Θράκη, Κύπρος) είναι πολύ πολύπλοκο για ακόμη και για πολύ εξειδικευμένους διπλωμάτες να φαντάζονται εύκολες λύσεις. Η κυβέρνηση μας αποφάσισε με μυστική διπλωματία ουσιαστικά, να δώσει προτεραιότητα σε δύο ζητήματα: τον κατευνασμό της Τουρκίας και την ενίσχυση από τους συμμάχους και εταίρους. Δυστυχώς θα μάθουμε πολύ σύντομα, εάν αυτά τα ζητήματα είναι πιθανό να επιλυθούν. 

Η Τουρκία ακολουθεί μια ολοένα και πιο αυτόνομη εξωτερική πολιτική, ενώ εδραιώνει το αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησής της. Εν μέσω μιας μεταβαλλόμενης παγκόσμιας τάξης, η Άγκυρα χρειάζεται την Ελλάδα μόνο για να ισορροπήσει τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες με τα βασικά οικονομικά της συμφέροντα και τις σχέσεις της με τη Δύση και όχι για να υπάρξει οποιαδήποτε επίλυση για τις θαλάσσιες ζώνες. 

Ο κόσμος γίνεται μάρτυρας κοσμοϊστορικών γεωπολιτικών αλλαγών στην ηπειρωτική Ευρώπη. Παράλληλα, η μόνιμη απειλή για τον Ελληνισμό, η Τουρκία αναπροσανατολίζει την εξωτερική της πολιτική και επεκτείνει τον περιφερειακό ρόλο της. Η Τουρκία είναι προφανώς ελεύθερη να ακολουθήσει τη δική της πορεία. Αυτό που μένει να δούμε είναι πώς ο Ελληνισμός θα εξισορροπήσει τις περιφερειακές γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας με την ευρωπαϊκή γειτονιά της και τα βασικά οικονομικά συμφέροντα και περιορισμούς της. 

Εν μέσω μιας μαζικής αναταραχής στην παγκόσμια γεωπολιτική, έχει καταστεί ζωτικής σημασίας για όλους μας στην Ελλάδα να κάνουμε μια λειτουργική αξιολόγηση της διεθνούς πραγματικότητας με σκοπό να μην επιτρέψουμε να εγείρονται ζητήματα κυριαρχίας. Ο εν εξελίξει αφοπλισμός των νησιών του Αιγαίου, και η επί θύραις θεσμοποίησή του σε αποστρατιωτικοποίηση/ουδετερότητα, (με άλλοθι το σχεδιαζόμενο Ελληνο-Τουρκικό Σύμφωνο Φιλίας και μη -Επίθεσης) πρέπει να σταματήσει!!  Κάθε μέσο νόμιμης δράσης είναι καλό και πρόσφορο για τον σκοπό αυτό. Προέχει η  ενημέρωση των πολιτών για τις συνέπειες που θα έχει ο σχεδιασμός της αποστρατιωτικοποίησης και συναφούς ουδετερότητας στην ασφάλειά τους, στην ίδια τους την ζωή και στο μέλλον των παιδιών τους. Είναι απαραίτητη η διαμόρφωση και οργάνωση του πλαισίου, που θα επιτρέψει στους πολίτες ν` αναλάβουν, με συγκροτημένη δράση, την ευθύνη κάθε ενός και κάθε μίας για την άμυνα της χώρας και των επαπειλούμενων περιοχών της.

Πώς η Τουρκία μπορεί να κερδίσει χωρίς πόλεμο

Υπάρχει ένας εύλογος δρόμος για την Τουρκία να χρησιμοποιήσει εξαναγκασμό σε μαζική κλίμακα για να αναγκάσει την Ελλάδα να αποδεχθεί τις απαιτήσεις της Άγκυρας χωρίς να πυροδοτήσει μεγάλο περιφερειακό πόλεμο και χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τους περιφερειακούς υψηλούς-στρατηγικούς στόχους της Τουρκίας.

Πολύ λίγη προσοχή δίνεται στις δυνατότητες εξαναγκασμού της Τουρκίας, ενώ η στρατιωτική ικανότητα της παραμένει στο επίκεντρο των στρατηγικών.

Μια βραχυπρόθεσμη εκστρατεία εξαναγκασμού μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες για να παράσχει στη Τουρκία διάφορες οδούς που θα μπορούσαν να μετατρέψουν τις καταναγκαστικές δραστηριότητες της σε πολιτικά αποτελέσματα που θα της επιτρέψουν να αποκτήσει πολιτικό έλεγχο στη γεωπολιτική περιφέρεια.

Ο Ελληνισμός είναι πλήρως ικανός να αναπτύξει επαρκή αντίμετρα για να αποτρέψει και να νικήσει μια εκστρατεία εξαναγκασμού της Τουρκίας που στοχεύει την κυριαρχία μας μέσω άμεσης δράσης και στενού συντονισμό;

Ο φόβος ότι η Τουρκία θα προκαλέσει κρίση στην Ελλάδα και θα μας παρασύρει σε έναν μαζικό πόλεμο στο Αιγαίο ώθησε εδώ και πολλά χρόνια την αυξανόμενη εστίαση στην προετοιμασία για σύγκρουση. Η επέκταση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Τουρκίας και οι απειλές της Τουρκίας για ορόσημα όπως του αιώνα της Τουρκίας έχουν εντείνει αυτούς τους φόβους και έχουν πυροδοτήσει έντονες συζητήσεις σχετικά με τον πιθανό ρόλο και την ετοιμότητα του Ελληνισμού να αποτρέψει και να νικήσει σε μια κρίση.

Οι ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα του Ελληνισμού να υπερασπιστεί ολιστικά στις θάλασσες του Αιγαίου και της Μεσογείου είναι έγκυρες και σημαντικές επειδή τα ελληνικά συμφέροντα θα πλήττονταν σοβαρά από την ενεργή αμφισβήτηση νήσων. Η θάλασσα είναι στρατηγικά ζωτικής σημασίας για την επιβίωση μας. 

Ωστόσο, ο Ελληνισμός εξακολουθεί να στερείται μιας σαφούς υψηλής στρατηγικής για την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση διατυπώνει όλο και περισσότερο τη σημασία της διατήρησης αυτών. Ακόμη χειρότερα, οι συζητήσεις για την άμυνα της Ελλάδας έχουν επικεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά στην αποτροπή ή την ήττα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων σε μια πιθανή σύγκρουση ενώ έχουν αγνοήσει σε μεγάλο βαθμό το πιθανότερο σενάριο, στοιχεία του οποίου βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη. Μια εκστρατεία εξαναγκασμού της Τουρκίας που απέχει πολύ από την εισβολή, αλλά φέρνει ωστόσο τον Ελληνισμό υπό τον έλεγχο της Άγκυρας. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να πείσει την ηγέτιδα δύναμη της βορειοατλαντικής συμμαχίας ΗΠΑ και τους εταίρους στην ΕΕ να αποχωρήσουν από τη στενότερη εστίαση σε ένα μόνο επικίνδυνο σενάριο για να επανεκτιμήσουν την πλήρη απειλή που θέτει η Τουρκία και να αναπτύξουν ένα συνεκτικό σύνολο στρατηγικών για να νικήσουν όλες τις πτυχές αυτής της απειλής.

Οι στρατηγικές συζητήσεις στα διάφορα φόρα σχετικά με την άμυνα του Ελληνισμού επικεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο αποτροπής της σύγκρουσης. Αυτές οι συζητήσεις έχουν γίνει ιδιαίτερα εμφανείς καθώς η τουρκικές διεκδικήσεις αυξάνονται και γίνονται όλο και πιο εμφανής. Η αποφασιστικότητα των πολιτών του Ελληνισμού να διατηρήσει την κυριαρχία του ενθαρρύνει τους ηγέτες της Άγκυρας να επιλέξουν όλο και πιο καταναγκαστικά μονοπάτια για να αποκτήσουν τον έλεγχο, μέχρι και τη σύγκρουση. Σε αυτό το σημείο που έχουμε φτάσει πρέπει σίγουρα να προετοιμαστούμε για την πιθανότητα σύγκρουσης, αλλά πρέπει επίσης να προετοιμαστούμε για εναλλακτικές στρατηγικές υβριδικού πολέμου και εξαναγκασμού της Τουρκίας.

Η στρατηγική σχεδίαση της Τουρκίας, εδώ και καιρό, αναγνώρισε αυτό το σημαντικό κενό στη στρατηγική σκέψη του Ελληνισμού και προσπάθησε να εξετάσει εάν τέτοιες εξαναγκαστικές προσεγγίσεις ακόμη και βραχυπρόθεσμου πολέμου θα μπορούσαν να αναγκάσουν την Ελλάδα να υποχωρήσει στις απαιτήσεις της χωρίς σύγκρουση ή στρατιωτικό αποκλεισμό κάποιων νησιών. Έχουνε αναπτύξει μια ρεαλιστική προσέγγιση που θα μπορούσε να μας εξαναγκάσει σε μια πολιτική διευθέτηση ευνοϊκή για την Τουρκία χωρίς να εισβάλει και να καταλάβει ένα νησί. Αναφέρομαι σε αυτή την ολοκληρωμένη πολιτικο-στρατιωτική εκστρατεία ως τη βραχυπρόθεσμη πορεία εξαναγκασμού.

Η επιτυχία της πορείας δράσεως εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αποτυχία των στόχων της να αναγνωρίσουν την ύπαρξή της ως συνεκτικό εγχείρημα. Αυξάνοντας συνεχώς την πίεση και εντείνοντας τη βασική καταναγκαστική δραστηριότητα, η Τουρκία στοχεύει να αναβαθμίζει όλο και περισσότερο τις απαιτήσεις έως ότου οι κρίσιμοι τομείς της πολιτικής της Ελλάδας αποδεχτούν μια «ειρηνευτική διαδικασία» που προτείνει η Τουρκία ως προτιμότερη από τη συνεχιζόμενη αντίσταση.

Η πορεία δράσης τους επιτίθεται σε τρία κέντρα βάρους, που παρέχουν επί του παρόντος στην κυβέρνηση της Ελλάδας και στον λαό της τη δύναμη να αντισταθούν στον εξαναγκασμό της Τουρκίας.

Το πρώτο είναι η στρατηγική σχέση ΗΠΑ-Ελλάδας, η οποία περιλαμβάνει ολοκληρωμένη διμερή συνεργασία. Εκτελούν, επιχειρήσεις παραπληροφόρησης και απειλή για στρατιωτική κλιμάκωση για να πείσει τις ΗΠΑ ότι η συνεργασία τους με την Ελλάδα δημιουργεί περαιτέρω κλιμάκωση, ενώ η ειρήνη και η ευημερία είναι προ των πυλών εάν αυτή η εταιρική σχέση σταματήσει.

Το δεύτερο κέντρο βάρους είναι η ικανότητα της Ελληνικής κυβέρνησης να λειτουργεί και να παρέχει βασικές υπηρεσίες. Οικονομικός πόλεμος, κυβερνοπόλεμος, δολιοφθορά, αυστηρές (και ψευδο-νόμιμες) απαιτήσεις της Άγκυρας, ηλεκτρονικός πόλεμος και προπαγάνδα επικριτική για την κακοδιαχείριση της κυβέρνησης επιδιώκουν να μειώσουν δραστικά την αξιοπιστία και να διαβρώσουν τη νομιμότητα της Ελληνικής κυβέρνησης στα μάτια των δικών της ανθρώπων.

Τρίτον, οι εκτεταμένες και επίμονες μελέτες ινστιτούτων στρατηγικής (πχ ΕΛΙΑΜΕΠ) διαμορφώνουν γνωστικές και ψυχολογικές εκστρατείες στοχεύοντας να σπάσουν τη βούληση των Ελλήνων για αντίσταση εκφοβίζοντας τους υποστηρικτές της αντίστασης, σπέρνοντας αμφιβολίες και φόβο στον πληθυσμό και δημιουργώντας αιτήματα για ανταλλαγή πολιτικών παραχωρήσεων για ειρήνη.

Εάν η Άγκυρα επιτεθεί επιτυχώς σε καθένα από αυτά τα κέντρα βάρους, η αίσθηση της εγκατάλειψης μεταξύ του Ελληνικού λαού θα ήταν συντριπτική και η κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να εξετάσει ένα νέο παράδειγμα για τις θαλάσσιες ζώνες ως εναλλακτική λύση. 

Πηγή: Militaire

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή