Ακολουθήστε μας

Γενικά θέματα

90 Έτη απο την Καταστροφή στην Μικρά Ασία

Δημοσιεύτηκε

στις

Επετειακή Ομιλία Για Τα 90 Έτη Από Την
Καταστροφή Στην Μ. Ασία Που Δόθηκε Την 24η Σεπτεμβρίου Στην
Εστία Νέας Σμύρνης.
Βασίλειος Μαρτζούκος
Κυρίες και Κύριοι
Θεωρείται καθολικά αυτονόητος ο εορτασμός των
νικηφόρων επετείων και των σελίδων δόξης του έθνους, οι οποίες διατηρούν
ζωντανό το φρόνημα, το ηθικό, την συνοχή, την αλληλεγγύη, την φιλοδοξία και τα
οράματα των συμπολιτών μας. Πρέπει όμως να εορτάζονται, να αναμοχλεύονται και
να συντηρούνται στην εθνική μνήμη ακόμη και οι εθνικές καταστροφές; Προσωπικά
θα απαντούσα ότι κατά μείζονα λόγο οι εθνικές ήττες δεν πρέπει να λησμονούνται
υπό την προϋπόθεση όμως ότι η μνήμη τους θα αποτελεί εργαλείο αποκτήσεως
ιστορικής εμπειρίας και εφαλτήριο βελτιώσεως της εθνικής σκέψεως και δράσεως.
Οι εθνικές καταστροφές δεν προσφέρονται για κλαυθμούς, οδυρμούς,
συναισθηματικές σπασμωδικές αντιδράσεις και μιζέρια αλλά για ψύχραιμες
αντικειμενικές αναλύσεις, εξαγωγή χρησίμων συμπερασμάτων και μετουσίωση αυτών
σε νέα εθνική σχεδίαση και τρόπους συγκροτημένης πολυεπίπεδης δράσεως,
προκειμένου να εκπληρούνται αποτελεσματικά τα εκάστοτε εθνικά μας συμφέροντα.

ΓΕΝΙΚΑ
Η δεκαετία 1912 – 1922 αποτελεί μία από τις
πλέον σημαντικές περιόδους της νεώτερης ιστορίας μας, λόγω των συμπυκνωμένων
και σημαντικών σε έκταση και βάθος αλληλένδετων γεγονότων, των οποίων οι
επιπτώσεις και αποτελέσματα επηρέασαν και ακόμη επηρεάζουν την πατρίδα μας. Η
περίοδος αυτή κυριαρχείται από την λεγόμενη «Μεγάλη Ιδέα» που αποσκοπούσε στην
ενσωμάτωση του συνόλου των ελληνικών πληθυσμών στον εθνικό κορμό και την
ανασύσταση του πυρήνα του Βυζαντινού χώρου υπό την μορφή ενός εθνικού ελληνικού
κράτους. Το όραμα αυτό κινητοποίησε αρκετές γενεές Ελλήνων του εσωτερικού και
του εξωτερικού, κατά μοναδικό τρόπο. Θα ήταν συνεπώς ατελής η αποκλειστική εστίαση
στο θέμα της αποψινής βραδιάς, αφιερωμένο στην επέτειο των 90 ετών από την
πυρπόληση της Σμύρνης και τον ξεριζωμό πλέον του ενός εκατομμυρίου Ελλήνων από
την προγονική τους γη, δίχως την σύντομη αναφορά στα γεγονότα της δεκαετίας που
προηγήθηκε.
Η προσπάθεια συμπτύξεως σε μία ομιλία, της
πλέον ίσως μεστής σε γεγονότα περιόδου της νεώτερης ιστορίας μας, είναι βέβαιον
εκ των προτέρων ότι δεν θα αναδείξει στον απαιτούμενο βαθμό πολλές πτυχές του
πολιτικού, στρατιωτικού, διπλωματικού, οικονομικού και κοινωνικού τομέα και
ενδεχομένως θα αδικήσει τις υπεράνθρωπες προσπάθειες, τις ελπίδες και οράματα,
τις κακουχίες, τους αγώνες, τις νίκες και μεγάλες απώλειες στα πεδία των μαχών,
τις γενοκτονίες και τέλος τον ξεριζωμό μεγάλου τμήματος του ελληνισμού. Για τον
λόγο αυτό ζητώ εκ των προτέρων συγνώμη από το ακροατήριο.
ΠΡΟΗΓΗΘΕΝΤΑ
ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 1912 ΕΩΣ ΤΟ 1919
Η επανάσταση των Νεοτούρκων του 2008 με την
εθνικιστική και ωμή πολιτική τους έναντι των θρησκευτικών μειονοτήτων,
εξομάλυνε τις υπαρκτές αντιθέσεις μεταξύ των βαλκανικών κρατών και ώθησε στην
σύμπραξη και συνεργασία Βουλγαρίας, Σερβίας, Ελλάδος και Μαυροβουνίου για την
εκδίωξη της Τουρκίας από το ευρωπαϊκό έδαφος.
Στο εσωτερικό της χώρας μας, η κακοδιοίκηση,
η διαφθορά, η αυθαιρεσία και η αναποφασιστικότητα του πολιτικού συστήματος,
οδήγησαν στην πολιτική εκτροπή του στρατιωτικού πραξικοπήματος στο Γουδί, το
οποίο όμως έτυχε της λαϊκής συμπαραστάσεως. Η πρόσκληση του Στρατιωτικού
Συνδέσμου προς τον Ε. Βενιζέλο και το ανορθωτικό έργο του τελευταίου, από το 1910,
σε όλους τους τομείς της κρατικής μηχανής και ιδιαίτερα στον τομέα του
εξοπλισμού των Ε.Δ., σε σύντομο χρονικό διάστημα, προετοίμασε επιτυχώς την χώρα
για τους επελθόντες Βαλκανικούς πολέμους του 1912 – 1913.
Εκμεταλλευθέντες την δυσχερή θέση της Τουρκίας
λόγω του Ιταλοτουρκικού πολέμου του 1911, οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι κήρυξαν
διαδοχικά τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, τον Οκτώβριο του 1912. Σε σύντομο
χρονικό διάστημα απελευθερώνονται η Δυτική Μακεδονία με την Θεσσαλονίκη,
ολόκληρη η Ήπειρος και οι νήσοι του Αιγαίου. Τις μοναδικές στιγμές που ζει ο
ελληνισμός, συνταράσσει η δολοφονία του έμπειρου πολιτικά  βασιλέως
Γεωργίου του Α’, τον οποίον διαδέχεται ο πρωτότοκος υιός του Κωνσταντίνος Α’.
Το έπος του Α’ Βαλκανικού πολέμου οδηγεί την ηττημένη Τουρκία στην σύναψη της
συνθήκης του Λονδίνου, τον Μάϊο του 1913, η οποία με τις ασάφειες των όρων της,
στις οποίες συνετέλεσαν τα συμφέροντα των Μ. Δυνάμεων, προεκάλεσε σημαντική
διάσταση απόψεων ως προς την συνοριακή διευθέτηση μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδος
και Σερβίας.
Η Βουλγαρική ταυτόχρονη επίθεση κατά της
Ελλάδος και Σερβίας, σήμανε την έναρξη του νικηφόρου Β’ Βαλκανικού πολέμου ο
οποίος διήρκεσε μόλις ένα μήνα αλλά υπήρξε σφοδρός και φονικός. Οι Τούρκοι
εκμεταλλευθέντες την κατάσταση, κατέλαβαν την Αδριανούπολη, ενώ οι Ρουμάνοι
εισέβαλαν στην Βουλγαρία, δίχως αντίσταση και προήλαυναν προς την Σόφια. Στις
18 Ιουλίου 1913 επήλθε ανακωχή μεταξύ των αντιμαχομένων.
Με την συνθήκη του Βουκουρεστίου, τα σύνορα
πλέον έφθαναν στις εκβολές του Νέστου, ενώ στα βόρεια, η συνοριακή γραμμή
άρχιζε ανάμεσα στο Μοναστήρι και την Φλώρινα, περνούσε νότια από την Γευγελή
και κατέληγε ΒΑ της Δράμας. Η Συνθήκη δεν καθόριζε την τύχη των νήσων του Α.
Αιγαίου και της Β. Ηπείρου, ενώ μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες του ελληνισμού
παρέμεναν εκτός της επικράτειας. Εν τούτοις σε δέκα μήνες η έκταση του κράτους
αυξήθηκε από 63.211 τ.χ. σε 120.308 τ.χ.. Η δημοφιλία τόσο του Ε. Βενιζέλου,
όσο και του Βασιλέως Κωνσταντίνου είχε φθάσει στο απόγειό της, ενώ η οριστική
ρήξη μεταξύ τους πλησίαζε.
Η Συνθήκη των Αθηνών, τον Νοέμβριο του 1913,
μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, αν και
στους όρους της δεν είχε συμπεριληφθεί το ζήτημα των νήσων του Αιγαίου, καθώς
και η οριστική οριοθέτηση της Ηπείρου. Μετά την αντίδραση των Ελλήνων της Β.
Ηπείρου και την κήρυξη της αυτονομίας της, επετεύχθη έμμεσος διακανονισμός με
την Σύμβαση της Κέρκυρας αλλά στο ζήτημα των νήσων του Αιγαίου, η Τουρκία
διεκδικούσε και πάλι την κυριαρχία τους.
Την ειρήνη που τόσο είχε ανάγκη η χώρα μας,
προκειμένου να ενσωματώσει τα απελευθερωθέντα εδάφη και να συνεχίσει την
προσπάθεια εσωτερικής ανορθώσεως και οργανώσεως, έμελε να διακόψει ο Α’
Παγκόσμιος Πόλεμος τον Ιούλιο του 1914. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι η στρατιωτική
εμπλοκή της χώρας στο πλευρό των χωρών της Συνεννόησης, γνωστής και ως Αντάντ
(Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), θα εξασφάλιζε τα εθνικά συμφέροντα, σε αντίθεση με τον
Βασιλέα Κωνσταντίνο ο οποίος επεδίωκε μία ευμενή για τις Κεντρικές Δυνάμεις
ουδετερότητα (Γερμανία, Αυστροουγγαρία). Η διάσταση αυτή των απόψεων η οποία
επέφερε διγλωσσία στο εξωτερικό, πολιτική αδράνεια και μη λήψη αποφάσεων, σε
ένα φλεγόμενο διεθνές περιβάλλον, θα επέφερε μοιραία δυσμενείς επιπτώσεις για
την χώρα.
Τον Νοέμβριο του 1914 η Τουρκία εξήλθε στον
πόλεμο με τις Κ. Δυνάμεις και στις αρχές του 1915 οι δυνάμεις της Αντάντ
ζήτησαν την συνδρομή της Ελλάδος στην σχεδιαζόμενη επίθεση στα Στενά των
Δαρδανελίων. Την επιθυμία για σύμπραξη του Βενιζέλου αντέκρουε το Γενικό
Επιτελείο και ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος, αντιπροτείνοντας κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως
μέσω Θράκης. Μετά τις πρώτες συμμαχικές αποτυχίες στην Καλλίπολη, η απόβαση
στρατευμάτων της Αντάντ στην Θεσσαλονίκη, χωρίς την άδεια της ελληνικής
κυβερνήσεως και το άνοιγμα του Μακεδονικού μετώπου από τις Δυνάμεις αυτές,
βρήκε και πάλι τον Βενιζέλο να συντάσσεται και να τις στηρίζει, ενώ τον
Κωνσταντίνο να επιμένει στην ουδετερότητα.
Τα αποτελέσματα της διχογνωμίας αυτής υπήρξαν
οδυνηρά. Σε σύντομο χρονικό διάστημα υπήρξαν αλεπάλληλες εναλλαγές κυβερνήσεων,
ενώ τα πολιτικά μηνύματα προς το εξωτερικό χαρακτηρίζονταν από αντιφατικότητα
και ανακολουθία. Η χώρα έζησε στιγμές επιβολής τελεσιγραφικών συμμαχικών όρων
και επιβολής στρατιωτικού νόμου στην Θεσσαλονίκη, καταλήψεως εθνικών εδαφών από
γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις και συλλήψεως από αυτές επιστρατευμένων ελληνικών
δυνάμεων στην Α. Μακεδονία, σχηματισμού προσωρινής κυβερνήσεως στην Θεσσαλονίκη
(τριανδρία Βενιζέλου, Κουντουριώτη, Δαγκλή) με ανεξάρτητη πολιτική,
συγκροτήσεως παρακρατικών οργανώσεων επιστράτων, πολιορκίας και καταλήψεως του κράτους
των Αθηνών από τον συμμαχικό στόλο και εξώσεως του Βασιλέως και του Διαδόχου
κατ΄ απαίτηση των συμμάχων, καθώς και κατάληψη της Α. Μακεδονίας από τους
Βουλγάρους οι οποίοι προέβησαν σε διώξεις, εκτελέσεις και βιασμούς σε βάρος του
ελληνικού πληθυσμού.
Στο εσωτερικό ο πληθυσμός του λεκανοπεδίου
Αττικής αντιμετώπισε το φάσμα της ασιτίας, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος αναθεμάτισε τον
Βενιζέλο, ο οποίος όταν με την βοήθεια των συμμάχων σχημάτισε κυβέρνηση στην
Αθήνα τον Ιούνιο του 1917, προέβη σε μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων,
απελάσεις πολιτικών, αποστρατείες στρατιωτικών, καθώς και  τιμωρίες
δικαστικών και ιερέων. Από το 1917 ο ανασυγκροτημένος ελληνικός στρατός
συμμετείχε επιτυχώς στις επιχειρήσεις με τις υπόλοιπες συμμαχικές δυνάμεις και
κατέλαβε την Α. Θράκη, τις Σέρρες, την Καβάλα, την Δράμα και ολόκληρη την Α.
Μακεδονία, ενώ ο στόλος μας κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη με τους Συμμάχους,
υπό τους πανηγυρισμούς των Ελλήνων της Πόλης. Τον Οκτώβριο του 1918 έληξε ο Β’
Π.Π..
Από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 1919, οι
σύμμαχοι συνέδραμαν την  προσπάθεια των Λευκών κατά των Μπολσεβίκων στην
σημερινή Ουκρανία, με την συμμετοχή δύο μεραρχιών του ελληνικού στρατού. Η
συνδρομή υπήρξε ανεπιτυχής, με σημαντικές ελληνικές απώλειες (400 νεκροί και
7000 τραυματίες), ο Βενιζέλος δέχθηκε επικρίσεις για την εν λόγω συμμετοχή η
οποία ενδεχομένως συνετέλεσε στους διωγμούς των μπολσεβίκων κατά των ελληνικών
κοινοτήτων της περιοχής αυτής και αργότερα στην αμέριστη συνδρομή τους στον
Κεμάλ.
Μετά την σύναψη της ανακωχής του Μούδρου, η
οποία έθετε την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έλεος των συμμάχων, τα Στενά και η
Κωνσταντινούπολη κατελήφθησαν από τις δυνάμεις της Αντάντ, ενώ ένας μεγάλος
διπλωματικός αγώνας άρχιζε στην Συνδιάσκεψη ειρήνης των Παρισίων, τον Ιανουάριο
του 1919. Με την συνθήκη του Νεϊγύ, τον Νοέμβριο του 1919, η Ανατολική
Μακεδονία και η Δυτική Θράκη παρεδόθησαν στην Ελλάδα, ενώ το μόνο που
κατόρθωσαν οι Βούλγαροι ήταν η διασφάλιση ελεύθερης εμπορικής ζώνης στην
Αλεξανδρούπολη.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
ΑΠΟ ΤΟ 1919 ΕΩΣ ΤΟ 1922
Μετά τον Α’ Π.Π., η μη αναστρέψιμη κατάρρευση
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έθεσε στις Μεγάλες Δυνάμεις το μείζον θέμα της
διαχειρίσεως και διανομής των εδαφών της. Το Δόγμα της ακεραιότητος της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του 19ουαιώνος είχε παρέλθει οριστικά, αφού
εν τω μεταξύ η γερμανική οικονομική βοήθεια ενίσχυσε την αλαζονεία και τον
εθνικισμό των Νεοτούρκων, ενώ η Ρωσική επανάσταση απεμάκρυνε την Ρωσία από την
Αντάντ. Συνεπώς η ελληνοτουρκική σύγκρουση στην Μ. Ασία θα πρέπει να
προσεγγίζεται μάλλον στα πλαίσια της ευρύτερης πολιτικής των Μ. Δυνάμεων, στην
Εγγύς Ανατολή, παρά ως διμερές θέμα.
Σε αντίθεση με τα οικονομικά και
ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των υπολοίπων ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία, οι ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις εβασίζοντο στην διαρκή
παρουσία συμπαγούς ελληνικού στοιχείου στην Μ. Ασία, τουλάχιστον από τους
ιστορικούς χρόνους του 9ου αιώνος π.Χ.. Ο ελληνισμός της Μ.
Ασίας υπό την Οθωμανική κυριαρχία ανέκαθεν υπέμενε διώξεις. Από τα τέλη του 19ου αιώνος,
οι διώξεις αυτές κατά των ελλήνων, αρμενίων και άλλων μειονοτήτων, είχαν
ενταθεί λόγω της απώλειας οθωμανικών εδαφών. Στις αρχές του 20ου αιώνος
οι εθνικιστές Νεότουρκοι και η επικράτηση του Δόγματος του Παντουρκισμού,
οδήγησαν στην βίαιη προσπάθεια εξοθωμανισμού και εκτουρκισμού των μειονοτήτων.
Η συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας, μετά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο διόγκωσε την
απροκάλυπτη πλέον εχθρότητα και τους διωγμούς προς τις μειονότητες, οι οποίες
σημειωτέον ήταν ανεπτυγμένες και ακμάζουσες οικονομικά και εμπορικά. Συνεπώς η
προσπάθεια της ελληνικής πλευράς να προστατεύσει ένα μεγάλο ελληνικό πληθυσμό
από την εθνοκάθαρση των Νεοτούρκων δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί, όπως
ορισμένοι διατείνονται, ως επιθετική ιμπεριαλιστική ενέργεια. Κατά την λογική
αυτή θα έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως επιτιθέμενοι  και όλοι όσοι κατά την
διάρκεια της τουρκοκρατίας αμφισβήτησαν έμπρακτα την εθνική υποτέλεια, με
πρώτους τους αρχηγούς της ελληνικής επαναστάσεως.
Μετά από πιέσεις του Βενιζέλου, η Συνδιάσκεψη
των Παρισίων ενέκρινε την αποστολή ελληνικού στρατού στην Σμύρνη, τον Μάϊο του
1919, για την πρόληψη   σφαγών κατά χριστιανικών πληθυσμών από το
κεμαλικό κίνημα. Ο ελληνισμός της Μ. Ασίας αριθμούσε περί τα 2.500.000
κατοίκους (ειδικότερα στην Σμύρνη έναντι συνολικού πληθυσμού 360.000 κατοίκων,
το ελληνικό στοιχείο ανήρχετο σε 220.000). Στην πραγματικότητα η απόφαση αυτή
υπήρξε αποτέλεσμα ενδοσυμμαχικών συγκρούσεων, ως προς την διανομή της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού η Αγγλία και Γαλλία επεδίωκαν τον περιορισμό
της  επεκτάσεως των Ιταλών στην Μ. Ασία και συγχρόνως επεδίωκαν εμπορικά
και ενεργειακά οφέλη στη ευρύτερη περιοχή. Οι Ιταλοί μετά τον ιταλοτουρκικό
πόλεμο και την κατάληψη των Δωδεκανήσων εγκαινίασαν μία εξαιρετικά φιλόδοξη
μεσογειακή πολιτική. Κατέχοντας ήδη την Αττάλεια, η Ιταλία επεκτείνετο στην
Μάκρη και την Αλικαρνασσό, ενώ απαιτούσε να πάρει την Σμύρνη, το Ικόνιο, τα
Άδανα και την Μερσίνα. Η κομμουνιστική Ρωσία εγκατέλειψε προσωρινά την
διαχρονική πολιτική της χώρας ως προς τα στενά και την Μεσόγειο και απετέλεσε
τον βασικό χρηματοδότη του Κεμάλ, προσπαθώντας να ακυρώσει την διείσδυση των
Δυτικών Δυνάμεων. Η Αγγλία δεν επιθυμούσε την επικράτηση του Κεμάλ ο οποίος με
συνεργάτη του την Ρωσία θα ανέτρεπε τα Βρετανικά συμφέροντα στην Μ. Ανατολή και
στα πετρέλαια της Μοσούλης. Οι Η.Π.Α. οι οποίες δεν επιθυμούσαν την προνομιακή
σύναψη συμφωνιών αποικιακού τύπου, των ευρωπαϊκών δυνάμεων, δια του Προέδρου
Ουίλσον, είχαν εκφράσει την υποστήριξη προς τα ελληνικά δίκαια. Η Γερμανία η
οποία υπήρξε ο κύριος υποστηρικτής της Τουρκίας και ασκούσε το πλέον
ολοκληρωμένο ανατολικό πρόγραμμα, δεν επηρέαζε πλέον άμεσα τις εξελίξεις, λόγω
της ήττας του Α’Π.Π..
Στην Σμύρνη οργανώθηκαν τουρκικές
διαδηλώσεις, με προκηρύξεις και διανομές όπλων, με πρωτοστάτες Ιταλούς
αξιωματικούς, που καλούσαν τους Τούρκους της πόλεως σε αντίσταση. Την απόβαση
του ελληνικού στρατού, την 2α Μαϊου του 1919, ακολούθησαν
πυροβολισμοί κατά ελλήνων στρατιωτών και ανταπόδοση πυρών, σε συνοικίες της
Σμύρνης, με 73 συνολικά νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι εξελίξεις αυτές
μείωσαν το κύρος της Ελλάδος, ως εντολοδόχου δυνάμεως και ενίσχυσαν την
ανθελληνική προπαγάνδα των Τούρκων εθνικιστών. Έως το τέλος του 1919, η
ελληνική προέλαση προς ανατολάς έφθασε σε βάθος 120 χλμ. περίπου, ενώ οι
διαρκώς ενισχυόμενες 5 μεραρχίες, δημιούργησαν την Στρατιά της Μ. Ασίας, την
διοίκηση της οποίας ανέλαβε ο Στρατηγός Λ. Παρασκευόπουλος τον Φεβρουάριο του
2020. Παράλληλα εγκαταστάθηκε ελληνική πολιτική διοίκηση στην Σμύρνη υπό τον
Ύπατο Αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη, μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα.
Τα ελληνικά στρατεύματα αντιμετώπιζαν τον
τουρκικό ανταρτοπόλεμο ο οποίος ενισχύετο από τους Ιταλούς, ενώ η ιταλική ζώνη
κατοχής στην οποία οι ελληνικές δυνάμεις δεν ηδύναντο να εισέλθουν αποτελούσε
βάση για επιθετικές ανταρτικές τουρκικές εξορμήσεις. Από τον Μάϊο του 1919, ο
Μουσταφά Κεμάλ άρχισε να οργανώνει την αντίδραση κατά των ξένων δυνάμεων και
κυρίως κατά των Ελλήνων, στις ανατολικές τουρκικές επαρχίες. Η σχηματισθείσα
επαναστατική κυβέρνηση της Άγκυρας, δεν ανεγνώριζε πλέον τον Σουλτάνο και ο
Κεμάλ κατέστησε σαφές στους συμμάχους ότι αυτός αποτελούσε την πραγματική πηγή
εξουσίας της Τουρκίας.
Έως τον Ιούλιο του 1920, ο ελληνικός στρατός
με την άδεια των συμμάχων, έφθασε σε βάθος 150 χλμ., ενώ ελληνικές στρατιωτικές
δυνάμεις προωθήθηκαν στην Α. Θράκη και αφού κατέστειλαν το τουρκικό κίνημα
αντιστάσεως του Τζαφέρ Ταγιάρ Πασά, έφθασαν έως τα περίχωρα της
Κωνσταντινουπόλεως.
Στις αρχές Αυγούστου του 1920, στις Σέβρες
της Γαλλίας, υπεγράφη συνθήκη ειρήνης, οι όροι της οποίας αποτελούσαν μέγα
επίτευγμα για την Ελλάδα. Ολόκληρη η Α. Θράκη μέχρι αποστάσεως 30 χλμ. από την
Κωνσταντινούπολη περιήρχετο στην πλήρη εθνική κυριαρχία. Η Ελλάς ανελάμβανε την
διοίκηση της περιοχής Σμύρνης και της ενδοχώρας της επί πενταετία, υπό την
Οθωμανική υψηλή κυριαρχία. Προεβλέπετο η ίδρυση τοπικού κοινοβουλίου, με
αντιπροσώπευση όλων των μειονοτήτων, το οποίο μετά την πενταετία θα ηδύνατο με
πλειοψηφικό ψήφισμα να ζητήσει την ένωση της περιοχής με την Ελλάδα. Η Κ.Τ.Ε.
είχε το δικαίωμα να ζητήσει προηγουμένως σχετικό δημοψήφισμα του τοπικού
πληθυσμού. Τέλος η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανεγνώριζε τα ελληνικά κυριαρχικά
δικαιώματα στις νήσους Λήμνος, Λέσβος, Χίος, και Σάμος, ενώ παραχωρούσε τα
νησιά Ίμβρος και Τένεδος. Το πρόβλημα ήταν ότι την Συνθήκη υπέγραψε η άνευ
πραγματικής εξουσίας σουλτανική κυβέρνηση, ενώ την επομένη, Γάλλοι και Ιταλοί
προσέτρεξαν στον Κεμάλ για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους έναντι των
Βρετανών.
Η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου, στη
Γαλλία, δύο ημέρες μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, από δύο Έλληνες
αξιωματικούς (Κυριάκης, Τσερέπης), οι πράξεις αντεκδικήσεως των βενιζελικών
στην Αθήνα, με πλέον επιφανές θύμα τους τον Ίωνα Δραγούμη και ο θάνατος λόγω
τραύματος του Βασιλέως Αλεξάνδρου που δημιούργησε θέμα διαδοχής, συσσώρευσαν
βαριά σύννεφα για τις προγραμματισμένες εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις
αρχές Νοεμβρίου του 1920. Η διαρκής επιστράτευση της κοινωνίας από το 1912, οι
αυθαιρεσίες στελεχών του κόμματος των φιλελευθέρων και οι αόριστες υποσχέσεις
της αντιπολιτεύσεως περί αποστρατεύσεως, υπό το σύνθημα «Οίκαδε», στοίχισαν την
ήττα στον Βενιζέλο, ο οποίος ανεχώρησε για το εξωτερικό. Λίγο πριν την
διεξαγωγή δημοψηφίσματος από την νέα κυβέρνηση του Δημ. Ράλλη, για την επάνοδο
του Κωνσταντίνου, οι Σύμμαχοι διεμήνυσαν ότι η επιστροφή του Βασιλέως θα τους αποδέσμευε
από τις υποχρεώσεις τους έναντι της Ελλάδος, καθώς και ότι θα διέκοπταν κάθε
οικονομική υποστήριξη προς την χώρα μας. Η επιστροφή του Κωνσταντίνου τον
Δεκέμβριο του 1920, προσέφερε το τυπικό άλλοθι στους συμμάχους για την
αποδέσμευσή τους από την Συνθήκη των Σεβρών αλλά και για την ανάκληση όλων των
πιστώσεων που είχαν χορηγήσει στη χώρα, με συνέπεια τον οικονομικό αποκλεισμό
της.
Το Λαϊκό φιλοβασιλικό κόμμα ως κυβέρνηση
προέβη σε απολύσεις στην δημόσια διοίκηση και κυρίως στον στρατό, τον οποίο
αποδυνάμωσε από εμπειροπόλεμα στελέχη, ενώ νέος αρχιστράτηγος ορίσθηκε ο
Αναστάσιος Παπούλας ο οποίος ανέλαβε την διεύθυνση των επιχειρήσεων στην Μ.
Ασία. Το γεγονός της αλλαγής του διεθνούς περιβάλλοντος, λόγω της φιλοτουρκικής
στροφής Γαλλίας, Ιταλίας, Ρωσίας και Η.Π.Α., καθώς και οι προεκλογικές
καταγγελίες της πολιτικής του Βενιζέλου από το Λαϊκό κόμμα, δεν το εμπόδισε
όταν έγινε κυβέρνηση να ακολουθήσει την ίδια πολιτική στην Μ. Ασία. Ενώ είχαν
ήδη αρχίσει οι διεργασίες για αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, ο
Πρωθυπουργός Δ. Γούναρης αποσπά ομόφωνο ψήφισμα της Βουλής ότι ουδεμία
υποχώρηση θα γίνει δεκτή και η εφαρμογή της εν λόγω Συνθήκης θα επιβληθεί με τα
όπλα.
Τον Φεβρουάριο του 1921, στην συνδιάσκεψη του
Λονδίνου, η οποία εξέταζε την κατάσταση στην Ανατολή, προσκλήθηκαν για πρώτη
φορά εκπρόσωποι των Τούρκων εθνικιστών, οι οποίοι αφού απέρριψαν τις συμμαχικές
συμβιβαστικές προτάσεις, προχώρησαν σε μυστικές συναντήσεις με τους Γάλλους και
τους Ιταλούς. Βάσει συμφωνιών που υπέγραψαν οι δύο αυτές χώρες, με τους
κεμαλιστές, θα απέσυραν τα στρατεύματά τους, με αντάλλαγμα την κατοχύρωση
συμφερόντων τους στην περιοχή. Κατά την ίδια περίοδο ευοδώθηκαν οι επαφές των
Τούρκων εθνικιστών με την Σοβιετική Ένωση, η οποία ενισχύει πλέον με πολλούς
τρόπους τον πολεμικό αγώνα των Τούρκων.
Το διπλωματικό αδιέξοδο της διασκέψεως του
Λονδίνου και η de facto αναγνώριση του κεμαλικού συστήματος οδήγησαν σε ανάληψη
επιθετικής πρωτοβουλίας του ελληνικού στρατού για την κατάληψη δύο κρισίμων
συγκοινωνιακών κόμβων, του Εσκί Σεχίρ στον βορρά και του Αφιόν Καραχισάρ στο
νότο. Η μη επιτυχής έκβαση των επιχειρήσεων, τον Μάρτιο του 1921, δημιούργησε
κυβερνητική κρίση ενώ παράλληλα η διεθνής κοινότητα προετοίμαζε νέα ειρηνευτική
διάσκεψη με πιθανό στόχο την τελική εκκένωση της Μ. Ασίας από τον ελληνικό
στρατό. Με δεδομένη την ελληνική βούληση για μη εγκατάλειψη της Μ. Ασίας, η
ηγεσία απεφάσισε πολεμική δράση ευρείας κλίμακος για επίτευξη αποφασιστικής
νίκης κατά των Τούρκων, προκειμένου να αποκτήσει διαπραγματευτικό πλεονέκτημα.
Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 25 Ιουνίου του 1921
σε όλο το μήκος του μετώπου και υπήρξε επιτυχής, με αποτέλεσμα οι Τουρκικές
δυνάμεις να υποχωρήσουν πέρα από τον ποταμό Σαγγάριο, με βαριές απώλειες. Παρά
την επιτυχία του ελέγχου της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκί Σεχίρ – Αφιόν
Καραχισάρ, την ελληνική ηγεσία προβλημάτιζε το γεγονός ότι η υποχώρηση και
ανασύνταξη του κεμαλικού στρατού πέρα από τον Σαγγάριο, θα συνιστούσε διαρκή
απειλή. Για τον λόγο αυτό στις 15 Ιουλίου του 1921, αποφασίσθηκε η προέλαση
προς την Άγκυρα, με σκοπό την κατάληψη της πρωτεύουσας των εθνικιστών, την
καταστροφή των βάσεων ανεφοδιασμού των και την τελική ανασύνταξη στην κύρια
γραμμή άμυνας Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ. Κατά τις επικές μάχες περί τον ποταμό
Σαγγάριο καθ’ όλο τον Αύγουστο του 1921, οι ελληνικές δυνάμεις επέτυχαν πύρρειο
νίκη αλλά η πορεία προς την Άγκυρα είχε ανακοπεί οριστικά.
Αν και ο τακτικός σκοπός της καταλήψεως της
σιδηροδρομικής γραμμής Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ είχε επιτευχθεί, ο
στρατηγικός σκοπός της καταστροφής του κεμαλικού στρατού μέσω αποφασιστικής
μάχης και η σύναψη ειρήνης είχε αποτύχει. Αντιθέτως είχε αρχίσει να αποφέρει
καρπούς η στρατηγική εξουθενώσεως που εφήρμοσε ο Κεμάλ ο οποίος επεδίωξε την
μεγαλύτερη δυνατή επιμήκυνση των γραμμών επικοινωνίας και ανεφοδιασμού του
ελληνικού στρατού και τελικά την εξάντλησή του. Οι Τούρκοι παρέμειναν πέρα από
τον Σαγγάριο, ενώ η ελληνική γραμμή του μετώπου σταθεροποιήθηκε ανάμεσα στην
Κίο, στο Εσκί Σεχίρ, στο Αφιόν Καραχισάρ και στον ποταμό Μαίανδρο, σε συνολικό
μήκος 700 περίπου χλμ..
Οι Τούρκοι πλέον ανεφοδιάζοντο απρόσκοπτα με
σημαντικές ποσότητες Γαλλικού και Σοβιετικού στρατιωτικού υλικού. Η
αποτελμάτωση των επιχειρήσεων έφθειρε διαρκώς το ηθικό και την πειθαρχία των
ελληνικών δυνάμεων. Στην πτώση του ηθικού συνέτεινε καθοριστικά η πολιτική
κομματικοποίηση του στρατεύματος, καθώς και η πολύχρωμη προπαγάνδα, κυρίως από
τον χώρο της αριστεράς, που είχε αναπτυχθεί στις τάξεις του. Ήταν φυσικό
επακόλουθο να υπάρξουν φαινόμενα ηττοπάθειας, απροθυμίας, και εκτεταμένης
λιποταξίας η οποία ενίοτε επέφερε και λεηλασίες. Τα έξοδα συντηρήσεως των
επιχειρήσεων οδήγησαν στην διχοτόμηση του νομίσματος, σε συνεχείς κυβερνητικές
αλλαγές και στην αντικατάσταση του αρχιστρατήγου Α. Παπούλα από τον Στρατηγό Γ.
Χατζηανέστη.
Από την 13η Αυγούστου του
1922 άρχισε η τουρκική επίθεση από το Αφιόν Καραχισάρ. Ο ελληνικός στρατός με
χαμηλό ηθικό άρχισε να υποχωρεί άτακτα προς το Αιγαίο, ενώ τον ακολουθούσαν
πλήθη προσφύγων. Σημαντικό μέρος του Α’ και Β’ Σώματος Στρατού αιχμαλωτίσθηκε.
Στον βόρειο τομέα το 3ο Σώμα στρατού υποχώρησε με σχετική τάξη
προς τα λιμάνια Πανόρμου και Κυζίκου, όπου επιβιβάστηκε σε πλοία που το
μετέφεραν στην Ελλάδα.
Η διάσπαση του μετώπου γέμισε με ανησυχία
τους κατοίκους της Σμύρνης, οι οποίοι έβλεπαν κύματα χιλιάδων προσφύγων να
καταφθάνουν από το εσωτερικό και ολοένα αυξανόμενο αριθμό πολεμικών πλοίων των
Μ. Δυνάμεων να καταπλέουν για την προστασία των μελών των ξένων παροικιών. Η
ανησυχία μετετράπη σε πανικό όταν οι κάτοικοι αντίκρυσαν στις 26 Αυγούστου
1922, τα υπολείμματα του ελληνικού στρατού να συγκεντρώνονται στην χερσόνησο
της Ερυθραίας, έτοιμα να εγκαταλείψουν την Μ. Ασία. Την ίδια ημέρα έσπευσε να
εγκαταλείψει την Σμύρνη ο Ύπατος Αρμοστής Στεργιάδης. Στις 27 Αυγούστου τα
τουρκικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη και εγκαταστάθηκε τουρκική Διοίκηση υπό
τον Νουρεντίν Πασά, η πρώτη πράξη του οποίου ήταν να παραδώσει στον όχλο τον
Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο και αρκετά μέλη της Δημογεροντίας της πόλης, οι
οποίοι κατακρεουργήθηκαν αφού υπέστησαν προηγουμένως φρικτά βασανιστήρια. Το
ίδιο βράδυ της 27ης Αυγούστου οι Τούρκοι κάτοικοι πρώτα και εν
συνεχεία οι στρατιώτες άρχισαν σφαγές και λεηλασίες που κράτησαν αρκετές ημέρες
και στην διάρκεια των οποίων τουλάχιστον 10.000 Έλληνες έχασαν την ζωή τους.
Το απόγευμα της 31ης Αυγούστου
εκδηλώθηκε πυρκαϊά, η οποία σύμφωνα με ελληνικές μαρτυρίες, ανεξάρτητες πηγές
καθώς και Αμερικανούς αυτόπτες μάρτυρες, προκλήθηκε από προμελετημένη και
συντονισμένη ενέργεια του τουρκικού στρατού. Κανένα μέτρο δεν έλαβαν οι αρχές
για την κατάσβεσή της αλλά αντιθέτως οι στρατιώτες εμπόδιζαν δυναμικά την
προσπάθεια των κατοίκων να απομακρυνθούν. Οτιδήποτε θύμιζε Ελλάδα έπρεπε να
καταστραφεί. Η φωτιά εμαίνετο σε ολόκληρη τη πόλη και χιλιάδες κάτοικοι
μαζεμένοι στην προκυμαία προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν απελπισμένοι την Σμύρνη
με κάθε μέσον, υπό τα απαθή βλέμματα των ξένων πολεμικών πλοίων, χάνοντας την
ζωή τους μαζικά. Έως την 17η Σεπτεμβρίου του 1922, όλοι οι
χριστιανοί της Σμύρνης Έλληνες και Αρμένιοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη, ενώ
χιλιάδες Έλληνες άνδρες μεταφέρθηκαν στην Ανατολία ως όμηροι. Από τους 459
ιερείς της επαρχίας Σμύρνης, οι 347 εθανατώθησαν, από τις 46 εκκλησίες της
Σμύρνης, διεσώθησαν 3, ενώ 2000 εκκλησίες της Μ. Ασίας και 800 στην Θράκη, που
λεηλατήθηκαν μετετράπησαν σε τεμένη, αποθήκες ή στάβλους.
Το κίνημα των Συνταγματαρχών Νικολάου
Πλαστήρα και του Στυλιανού Γονατά, τον Σεπτέμβριο του 1922, οδήγησε στην
παραίτηση της κυβερνήσεως, την απομάκρυνση του Βασιλέως Κωνσταντίνου υπέρ του
Διαδόχου Γεωργίου του Β’, την διάλυση της Βουλής, την άμεση ενίσχυση του
στρατού της Θράκης και στην αμφιβόλου αξιοπιστίας δίκη και καταδίκη σε θάνατο
των έξι πρωταιτίων της ήττας (Δ. Γούναρη, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Ν. Θεοτόκη, Γ.
Μπαλτατζή, Ν. Στράτου και Γ. Χαντζηανέστη).
Η όροι της συνθήκης της Λωζάννης που
οριστικοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1923, διέπουν την σχέση μας με την Τουρκία έως
και σήμερα. Τα σύνορα της Ελλάδος ορίσθηκαν στον Έβρο και αποφασίσθηκε η
υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών με εξαίρεση τους Έλληνες της
Κωνσταντινουπόλεως, της Ίμβρου και Τενέδου καθώς και των Μουσουλμάνων της
Δυτικής Θράκης. Η Τουρκία ανακτούσε την Α. Θράκη, την Ίμβρο και την Τένεδο και
παραιτείτο από κάθε αξίωση στην Κύπρο, υπέρ της Αγγλίας ενώ η Ιταλία κατοχύρωνε
την κυριαρχία της στα Δωδεκάνησα. Περίπου 1.200.000 Έλληνες της Μ. Ασίας και
της Α. Θράκης, συνέρρευσαν στον ελλαδικό χώρο, λίγο μετά την καταστροφή και
περίπου 250.000, ακολούθησαν έως το 1924. Η εκστρατεία στην Μ. Ασία, κόστισε
στον ελληνικό στρατό περισσότερους από 25.000 νεκρούς, 50.000 τραυματίες και
18.000 αγνοουμένους, πέραν από τους αιχμαλώτους, καθώς και τον θάνατο χιλιάδων
αμάχων, ενώ κατά την διάρκεια του Α’ΠΠ, εξοντώθηκαν περισσότεροι από 350.000
Έλληνες της Μ. Ασίας.
Θα αποτελούσε παράλειψη η μη αναφορά
 στο κεφάλαιο του Ποντιακού αντάρτικου, που διήρκεσε από το 1914 έως το
1924. Αν και υπήρχαν ένοπλες ομάδες Ποντίων από τις αρχές του 20ου αιώνος,
η συστηματική ένοπλη αντίστασή τους αρχίζει από το 1914, όταν πολλοί
φυγόστρατοι και λιποτάκτες Πόντιοι του τουρκικού στρατού, κατέφυγαν στα βουνά
προκειμένου να αποφύγουν τα τάγματα εργασίας που είχαν συσταθεί με σκοπό την
σωματική και ψυχική τους εξόντωση, μετά τις τουρκικές αποτυχίες των Βαλκανικών
πολέμων. Η συγκρότηση πολυμελών ανταρτικών ομάδων, σε μεγάλους αριθμούς
λαμβάνει χώρα από το 1916, ως εσχάτη λύση απελπισίας, αφού την περίοδο αυτή
ευρίσκετο σε πλήρη εξέλιξη η συστηματική εξόντωση πλέον των 350.000 Ελλήνων του
Πόντου.
Θα χρειαζόταν ειδική διάλεξη για να απαριθμήσει
κανείς τον μεγάλο κατάλογο των οπλαρχηγών που έγιναν φόβος και τρόμος των
Τούρκων, με τις σκληρές μάχες, τις παράτολμες καταδρομικές επιχειρήσεις, 
τις μεγάλες απώλειες του εχθρού και τις πράξεις αυτοθυσίας τους. Σημαντικό και
το έργο ιεραρχών της περιοχής που συνέδραμαν ενεργά των υπέρ πάντων αγώνα. Το
νεοοθωμανικό σύνθημα «η Τουρκία για τους Τούρκους» δικαιολογούσε την
καταστρεπτική τουρκική μανία, τους μαζικούς φόνους, τις εξορίες και βιασμούς
γυναικοπαίδων, τα καμμένα χωριά και τα άταφα πτώματα.  Ο πόλεμος λόγω της
αγριότητός του έγινε ολοκληρωτικός και εξαπλώνετο σε ολόκληρο τον Πόντο, από
την Αμισό και Πάφρα στα Δυτικά έως την Σάντα στα Ανατολικά, που αναδείχθηκε σε
νέο Σούλι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1919 έως και
την καταστροφή της Σμύρνης, ιδρύθηκε και λειτούργησε η «Συμπολιτεία του
Πόντου», στην δύσβατη οροσειρά του Τοπ Τσαμ, στα Δυτικά, με περισσότερους από
4000 μαχητές και χιλιάδες αμάχους. Ενδεικτικά, την άνοιξη του 1921, περί τις
15.000 συνολικά πεινασμένοι άνδρες με υψηλό φρόνημα, στελέχωναν τα ένοπλα
ποντιακά σώματα ενώ στα πυροβόλα και πολυβόλα του τουρκικού στρατού αντέτασσαν
με επιτυχία απλά ντουφέκια με λιγοστά πολεμοφόδια. Αξίζει τέλος να επισημανθεί
ότι το καλοκαίρι του 1921, οι πόντιοι μαχητές ήλθαν σε επαφή με τον Αρχιστράτηγο
Παπούλα και του εζήτησαν εφοδιασμό με πολεμικό υλικό και ολιγοήμερη ενίσχυση με
ένα Σύνταγμα πεζικού και με μικρή δύναμη ιππικού, προκειμένου να κτυπήσουν τον
κεμαλικό στρατό στα νώτα του. Η ολιγωρία του Αρχιστρατήγου να ανταποκριθεί
άμεσα, ενδεχομένως να στέρησε την πορεία των επιχειρήσεων από μία αναπάντεχη
ευνοϊκή ανατροπή. Το ηθικό των ποντίων διετήρησε ακμαίο κατά το 1921 και η
συστηματική δράση μονάδων του στόλου μας, ο οποίος βομβάρδιζε αποθήκες και
εγκαταστάσεις του κεμαλικού στρατού, στα παράλια του Πόντου.
Μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού και
την καταστροφή της Σμύρνης, η αντίσταση στον Πόντο συνεχίσθηκε με την δύναμη
της απόγνωσης. Η αντίστροφη μέτρηση όμως είχε αρχίσει. Όσοι από τον ελληνικό
πληθυσμό είχαν επιζήσει της γενοκτονίας, συμπεριελήφθησαν στην ελληνοτουρκική
συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών. Ο εκπατρισμός των Ποντίων άρχισε τον Σεπτέμβριο
του 1922 και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1924, ενώ ο κύριος όγκος τους
εγκαταστάθηκε στην απελευθερωμένη πλέον Μακεδονία.
Ορισμένοι συμπατριώτες μας θεωρούν την
τουρκική βαρβαρότητα και τις γενοκτονίες ως υπερβολή και την αποδίδουν σε
υποκειμενικές διογκώσεις των γεγονότων ή σε εθνικιστική σκοπιμότητα. Ορισμένοι
μάλιστα εξ αυτών έχουν αναλάβει υπό την κρατική ευλογία, την εκ νέου συγγραφή
της ιστορίας, στην οποία κυριαρχεί η οθωμανική ανοχή, μεγαλοψυχία καθώς και η
ευημερία των υπηκόων της αυτοκρατορίας, όπως άλλωστε επιβεβαιώνει και η
πρόσφατη τηλεοπτική σειρά του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς η οποία προβάλλεται
με ζήλο από ιδιωτική τηλεόραση εθνικής εμβέλειας.
Έναντι των αντιλήψεων αυτών και πέραν των
ατελείωτων καταγεγραμμένων βιωμάτων και επαναστάσεων του λαού μας, είναι εύκολο
να αντιπαρατεθούν οι διαχρονικές περί του αντιθέτου απόψεις για τους Τούρκους,
τεραστίου αριθμού επιφανών Δυτικών εκπροσώπων της επιστήμης, του πνεύματος και
της πολιτικής. Ειδικότερα για την Μ. Ασία, μεταξύ των πολλών μαρτυριών ξένων
αυτοπτών μαρτύρων, το βιβλίο «η Μάστιγα της Ασίας» του τότε Αμερικανού Προξένου
στην Σμύρνη George Horton είναι αρκετό για την ρεαλιστική αποτύπωση της
ανεξίτηλης τουρκικής μαζικής ωμότητος και βαρβαρότητος, η οποία μάλιστα δεν
υπήρξε αποσπασματική και μεμονωμένη αλλά αποτέλεσμα κεντρικού σχεδιασμού. Ο
διαθέσιμος χρόνος δεν επιτρέπει την ανάγνωση αποσπασμάτων από το βιβλίο αυτό,
το οποίο κατά την γνώμη μου θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία μας. Αρκεί μόνο
η κραυγή του συγγραφέως που δηλώνει με απόγνωση ότι ντρέπεται που γεννήθηκε
άνθρωπος, μετά από αυτά που είδε και έζησε.
ΔΙΑΠΙΣΤΏΣΕΙΣ
– ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οι τεράστιες δυσμενείς εθνικές επιπτώσεις της
καταστροφής του 1922, είναι γνωστές και αυτονόητες. Αρκεί να επισημανθεί το
γεγονός ότι για πρώτη φορά μετά από χιλιετίες, έπαυσε να υπάρχει ελληνισμός και
στις δύο πλευρές του Αιγαίου, καθώς και στην Μ. Θάλασσα, με καθοριστικής
γεωπολιτικής σημασίας αποτελέσματα τα οποία βιώνουμε και σήμερα.
Η ανάλυση της περιόδου εκείνης, προς εξαγωγή
συμπερασμάτων και κυρίως μαθημάτων για το μέλλον, αποτελεί σημαντικό και
χρονοβόρο έργο εκτάσεως το οποίο δεν είναι δυνατόν να αποτελεί αντικείμενο μίας
επετειακής ομιλίας. Εν τούτοις θα επιχειρηθεί μία επιγραμματική αναφορά
σχετικών διαπιστώσεων και συμπερασμάτων:
–        
Ασφαλώς οι λόγοι της αποτυχίας στην Μ. Ασία είναι σύνθετοι και χρήζουν
συστηματικής και εκτεταμένης αναλύσεως. Οι έννοιες όμως που έρχονται αυτόματα
στο μυαλό μας είναι πολιτικά πάθη, φανατισμός, διχασμός, αναξιοκρατία,
κομματική διάβρωση των Ε.Δ., προσωπολατρεία, κακή εκτίμηση καταστάσεως και
έλλειψη προβλεπτικότητος.
–        
Ο Βενιζέλος επικεντρώθηκε στην επέκταση του ελληνικού κράτους με εκμετάλλευση
της διεθνούς συγκυρίας και με όπλα του την στρατιωτική ισχύ, την διπλωματία και
το πλεονέκτημα της διεθνούς νομιμοποιήσεως. Με την Μικρασιατική του πολιτική
όμως, ανέλαβε ένα εγχείρημα πέρα από τις δυνατότητες της Ελλάδος (όπως σωστά
είχε επισημάνει εγκαίρως ο Ι. Μεταξάς) και δίχως να έχουν εκτιμηθεί ορθά τόσο η
κατάσταση στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και οι αντιδράσεις που θα προκαλούσε
η ελληνική παρουσία στην Μ. Ασία.
–        
Η πολιτική ηγεσία που προέκυψε μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, όφειλε
να λάβει σοβαρά τις προειδοποιήσεις των συμμάχων και είτε να αναστείλει την
επάνοδο του Βασιλέως, έως ότου εφαρμοσθεί στον επιθυμητό βαθμό η συνθήκη των
Σεβρών, είτε να αντιληφθεί τις αλλαγές επί τα χείρω του διεθνούς περιβάλλοντος
και να προβεί εγκαίρως στις αναγκαίες υποχωρήσεις που θα εξασφάλιζαν την
βέλτιστη λύση.
–        
Τα εκάστοτε εθνικά συμφέροντα θα πρέπει να καθορίζονται από την πολιτική
ηγεσία, αφού ληφθούν προηγουμένως υπ’ όψιν κατά διεξοδικό τρόπο, οι εσωτερικές
δομές και δυνατότητες της χώρας, σε συνδυασμό με τον διεθνή καταμερισμό ισχύος.
Ακόμη όμως και η ορθή επιλογή των εθνικών συμφερόντων δεν εξασφαλίζει την
εκπλήρωση τους δίχως τον καθορισμό των πολιτικών αντικειμενικών σκοπών που
απορρέουν και την χάραξη διακομματικής εθνικής στρατηγικής, συμβατής με τους
τεθέντες σκοπούς και τα διαθέσιμα μέσα, ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους.
–        
Δεν υπάρχουν φιλελληνικά και ανθελληνικά κράτη. Υπάρχουν μόνο εθνικά συμφέροντα
τα οποία η κάθε πολιτική ηγεσία υπηρετεί. Αποκλειστικό έργο και των δικών μας
κυβερνήσεων θα πρέπει να είναι η εκπλήρωση των εκάστοτε εθνικών συμφερόντων
(των θεμελιωδών αναγκών της ελληνικής κοινωνίας, όπως η επιβίωση και η ευημερία
της). Αυτή είναι η αποστολή της κυβερνήσεως και γι’ αυτήν εκλέγεται. Η πρόταξη
άλλων πολιτικών προτεραιοτήτων  (όπως επί παραδείγματι κάθε μορφής
διεθνιστικά ιδεολογήματα), θα πρέπει να αποδίδεται είτε σε δόλο, είτε σε
αφέλεια.
–        
Η βούληση της πλειοψηφίας του λαού θα πρέπει να εκφράζεται από ένα και μόνο
δημοκρατικά εκλεγμένο κέντρο εξουσίας. Κατά την εξετασθείσα περίοδο,
δημιουργήθηκε ένα διπολικό σύστημα εξουσίας, κατά το οποίο οι αυξημένες
αρμοδιότητες του Βασιλέως τον οδήγησαν σε εξωσυνταγματικές παρεμβάσεις, οι
οποίες σε συνδυασμό με ορισμένες ενέργειες του Βενιζέλου οι οποίες προεκάλεσαν
αρνητικές αντιδράσεις στην κοινή γνώμη, κατέληξαν στον καταστροφικό εθνικό
διχασμό.
–        
Εν ώρα πολεμικών επιχειρήσεων είναι προτιμότερο να αναστέλλονται όσα Άρθρα του
Συντάγματος απαιτούν οι περιστάσεις, παρά να προκηρύσσονται εθνικές εκλογές. Οι
κοινοβουλευτικές διαδικασίες αποτελούν εργαλείο στην εξυπηρέτηση των ύψιστης
αξίας εθνικών συμφερόντων και όχι αυτοσκοπό.
–        
Η άσκηση διπλωματίας ακόμη και από άριστους διπλωμάτες είναι καταδικασμένη εάν
δεν συνοδεύεται από την ύπαρξη επαρκών και αξιόμαχων ενόπλων δυνάμεων.
–        
Πολλοί γνωρίζουν πώς να αρχίζουν ένα πόλεμο αλλά ελάχιστοι ασχολούνται με τις
προϋποθέσεις περατώσεως αυτού. Ειδικά η στιγμή που επιλέγει το κράτος να
αρχίσει συνομιλίες με τον αντίπαλο, αποτελεί σύνθετη πρόκληση που εξαρτάται από
την αντίληψη περί της ημετέρας και εχθρικής ισχύος, από τις δυναμικές διεθνείς
μεταβολές, καθώς και από εσωτερικές πιέσεις που ασκούν πολιτικοί αντίπαλοι,
επιχειρηματικά οικονομικά και συντεχνιακά συμφέροντα καθώς και το κοινωνικό
πολιτικό κόστος.
–        
Σε επίπεδο πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων και προκειμένου να αποφεύγονται οι
επικαλύψεις και η σύγχυση ρόλων, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία θα πρέπει να
διατηρεί δυναμική και ειλικρινή αμφίδρομη επικοινωνία με χρήση αμοιβαίως
κατανοητής κοινής ορολογίας.
–        
Η κομματική διείσδυση στις Ε.Δ. και η κομματική χειραγώγηση αυτών διαλύει τις
στρατιωτικές ιεραρχικές δομές, καταλύει την πειθαρχία, θεσμοθετεί την
αναξιοκρατία και αφαιρεί σημαντικό μέρος της μαχητικής τους ικανότητος, ανεξαρτήτως
του αριθμητικού μεγέθους και του εξοπλισμού αυτών. Αυτό επί τέλους ας το
σημειώσουν ιδιαίτερα οι πολιτικοί μας.
–        
Η Δημοκρατία παραμένει το βέλτιστο πολιτικό σύστημα, υπό την προϋπόθεση ότι
σχηματίζεται και μορφοποιείται από ώριμους πολίτες που γνωρίζουν πώς να την
προστατεύουν και ότι δεν επιβάλλεται άνωθεν σε ανεύθυνους ιδιώτες. Κατά
συνέπεια η παιδεία μας πέρα από την παροχή γνώσεων, θα πρέπει να διαμορφώνει
ελεύθερους και ενσυνείδητους πολίτες.
–        
Το ελληνικό κράτος οφείλει να διατηρεί άσβεστη και ρεαλιστική την εθνική
ιστορική μνήμη στους πολίτες του για λόγους εθνικής επιβιώσεως και να μην την
αλλοιώνει χάριν συγκυριακών στρατηγικών επιλογών κατευνασμού, όταν μάλιστα
αυτές έχουν ήδη αποδειχθεί ατελέσφορες και επιζήμιες.
–        
Η καθιέρωση διαφορετικών ημερομηνιών μνήμης γενοκτονιών για διάφορα τμήματα του
ελληνισμού (π.χ. Θράκης, Μ. Ασίας, Ποντίων κ.λ.π.) και μάλιστα από κοινό
σφαγέα, μειώνει την βαρύτητα του εθνικού αιτήματος της διεθνούς αναγνωρίσεως
αυτής. Η αναγνώριση της γενοκτονίας του ελληνισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας
θα πρέπει να είναι ενιαία και η ημερομηνία μνήμης αυτής, μία και μοναδική.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κυρίες και Κύριοι
Το 1922 αποτελεί την τραγική κατάληξη μίας
ελληνικής ιστορίας χιλιετιών στην Μ. Ασία και την Μ. Θάλασσα. Μόνοι μάρτυρες
της ένδοξης ιστορίας του ελληνισμού της Ανατολής, απομένουν πλέον μερικές
χιλιάδες μουσουλμάνοι που διατηρούν τα ελληνικά και χριστιανικά τους ήθη και
έθιμα, όταν δεν τους βλέπει κανείς, καθώς και τα αναρίθμητα πολιτιστικά
μνημεία, που αποτελούν πηγή τουριστικού εισοδήματος για τους νέους κατόχους,
αφού οι ίδιοι αδυνατούν να δημιουργήσουν τα δικά τους.
Απέναντί μας ευρίσκεται ο ίδιος λαός ο οποίος
ουδέποτε απέβαλε τα χαρακτηριστικά για τα οποία τον κατηγορεί ολόκληρη η
ανθρωπότητα. Η σημερινή Τουρκία υπό την νεοοθωμανική εκδοχή της αποτελεί
αναμφισβήτητη εθνική απειλή η οποία δεν αποκρύπτει τις επεκτατικές τάσεις της
στο Αιγαίο, την Θράκη, την Κύπρο και την Α. Μεσόγειο. Το χειρότερο είναι ότι η
δική μας δυσμενής εθνική συγκυρία συμπίπτει με την άνοδο παραμέτρων ισχύος της
Τουρκίας, όπως η οικονομία, οι Ε.Δ., η δημογραφία και η τεχνολογία. Πέραν της
στρατιωτικής απειλής, η τουρκική διείσδυση στη χώρα μας επεκτείνεται κραυγαλέα
στον θρησκευτικό, οικονομικό, ενεργειακό και πολιτιστικό τομέα υπό την επιεικώς
απαράδεκτη ανοχή της ελληνικής πολιτείας.
Θεωρώ ότι όλοι και κυρίως η νέα γενεά,
σοφότεροι πλέον, είμαστε ικανοί να αναθεωρήσουμε τις μεταπολιτευτικές
αντιλήψεις μας, σύμφωνα με τις οποίες η διεθνής κοινότητα όφειλε να κατανοεί
και κυρίως να χρηματοδοτεί τις καταναλωτικές και όχι επενδυτικές δαπάνες μας,
οι οποίες βρισκόταν σε πλήρη αναντιστοιχία με την παραγωγική μας ικανότητα. Σε
πείσμα των καιρών αισιοδοξώ, διότι είμαι βέβαιος για τις δυνατότητες και την
διαχρονική ποιοτική μας αξία. Απαιτείται απλώς να το πιστέψουμε και να
εργασθούμε για μία Ελλάδα αντάξια του ονόματός της, με ώριμους και
ενσυνείδητους πολίτες, πολιτικοποιημένους και όχι κομματικοποιημένους, οι
οποίοι θα δύνανται να εκλέγουν κατάλληλους ηγέτες. Μία φιλόδοξη, τολμηρή αλλά 
και συνετή κοινωνία εμβαπτισμένη σε προγονικά πρότυπα και αξίες των οποίων η
αφομοίωση και υιοθέτηση συνθέτει μία ολοκληρωμένη στάση ζωής. Η μοναδικού
κάλλους γωνιά αυτή της γης αναμένει την αφύπνιση των ελλήνων κατοίκων της,
αυτών που θα γνωρίζουν να την προασπίζουν στο εσωτερικό και εξωτερικό αλλά και
να την καθιστούν πηγή ευημερίας, ελευθερίας, ασφάλειας,  δικαιοσύνης και
διεθνές κέντρο πολιτιστικού προσκυνήματος.
Όλοι μας απόψε αποτίουμε με συντριβή και
σεβασμό φόρο τιμής στα χιλιάδες θύματα της Μ. Ασίας.  Καλούμε δε το σύνολο
των Ελλήνων και ιδιαίτερα τους απογόνους των ξεριζωμένων προσφύγων να μην
ξεχάσουν ποτέ τι συνέβη εκεί, διότι η άγνοια και η απώλεια της εθνικής μνήμης
εξαναγκάζει τα έθνη να ξαναζούν το κακό παρελθόν τους.
Αντιναύαρχος ε.α. Β. ΜΑΡΤΖΟΥΚΟΣ Π.Ν.,
Επίτιμος Διοικητής Σ.Ν.Δ., Πρόεδρος ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.

var _wau = _wau || []; _wau.push([“small”, “wvg1ie6mi5ta”, “m3y”]);
(function() {var s=document.createElement(“script”); s.async=true;s.src=”http://widgets.amung.us/small.js”;
document.getElementsByTagName(“head”)[0].appendChild(s);})();

Γενικά θέματα

Reuters: Το Ιράν προσλαμβάνει τρομοκράτες για χτυπήμα σε Ευρώπη και ΗΠΑ! Η αποτροπή χτυπήματος στην Ελλάδα

Την υπόθεση της απόπειρας τρομοκρατικού χτυπήματος στην Αθήνα τον Μάρτιο του 2023 επαναφέρει με νέο δημοσίευμά του το Reuters.

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Στα τέλη του περσινού Μαρτίου ύστερα από συνεργασία της ΕΥΠ με τη Μοσάντ είχαν συλληφθεί δύο Πακιστανοί, που φέρεται να σχεδίαζαν τρομοκρατική επίθεση σε εβραϊκό εστιατόριο- συναγωγή στο κέντρο της Αθήνας.

Την υπόθεση της απόπειρας τρομοκρατικού χτυπήματος στην Αθήνα τον Μάρτιο του 2023 επαναφέρει με νέο δημοσίευμά του το Reuters. Το ειδησεογραφικό πρακτορείο σε ένα αναλυτικό ρεπορτάζ περιγράφει το πώς το Ιράν προσλαμβάνει τρομοκράτες για πλήγματα σε Ευρώπη και ΗΠΑ.

Στα τέλη του περσινού Μαρτίου ύστερα από συνεργασία της ΕΥΠ με τη Μοσάντ είχαν συλληφθεί δύο Πακιστανοί, που φέρεται να σχεδίαζαν τρομοκρατική επίθεση σε εβραϊκό εστιατόριο- συναγωγή στο κέντρο της Αθήνας.

Υπήρχε μάλιστα η πληροφορία ότι οι δύο άνδρες θα πληρώνονταν με 16.000 ευρώ για κάθε νεκρό, γι’ αυτό και σχεδίαζαν μαζικό χτύπημα.

«Καθώς η σύγκρουση Ιράν-Ισραήλ εντείνεται, η Τεχεράνη ταράζει τη Δύση με ένα κύμα απόπειρων χτυπημάτων και απαγωγών εναντίον στόχων στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες», αναφέρει το Reuters.

Η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της έχουν αναφέρει μια απότομη αύξηση τέτοιων συνωμοσιών που συνδέονται με την Ισλαμική Δημοκρατία. Από το 2020, υπήρξαν τουλάχιστον 33 απόπειρες δολοφονίας ή απαγωγής στη Δύση, στις οποίες οι τοπικές ή ισραηλινές αρχές ισχυρίζονται ότι συνδέεται με το Ιράν, διαπίστωσε το Reuters εξετάζοντας δικαστικά έγγραφα και επίσημες ανακοινώσεις.

Μεταξύ των πρόσφατων φερόμενων στόχων: ένα κτίριο που στεγάζει ένα εβραϊκό κέντρο και ένα εστιατόριο kosher στο κέντρο της Αθήνας. Από το κρησφύγετό του στο Ιράν, ένας Πακιστανός ονόματι Σαγιέντ Φαχάρ Αμπάς στρατολόγησε έναν παλιό γνώριμο που ζούσε στην Ελλάδα και τον οδήγησε να επιτεθεί στον χώρο, ισχυρίζονται οι ερευνητές σε έγγραφα που υποβλήθηκαν στις δικαστικές αρχές της υπόθεσης και τα οποία περιήλθαν στην κατοχή του Reuters. Ο Αμπάς είπε στην επαφή του ότι εργαζόταν για μια ομάδα που θα πλήρωνε περίπου 15.000 ευρώ ανά φόνο.

Σε μια ανταλλαγή WhatsApp τον Ιανουάριο του 2023 που περιγράφεται λεπτομερώς στα έγγραφα, οι δύο άνδρες συζήτησαν εάν θα χρησιμοποιήσουν εκρηκτικά ή εμπρησμό στην επίθεση. Ο Αμπάς τόνισε την ανάγκη παροχής αποδείξεων για απώλειες μετά το πλήγμα. «Υπάρχουν μυστικές υπηρεσίες», είπε, χωρίς να κατονομάσει. «Κάντε τη δουλειά με τρόπο που δεν αφήνει κανένα περιθώριο».

Τα έγγραφα που δεν είχαν αναφερθεί προηγουμένως περιλαμβάνουν εκατοντάδες σελίδες αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της προανακριτικής έρευνας στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων καταθέσεων μαρτύρων, αστυνομικών καταθέσεων και λεπτομερειών μηνυμάτων WhatsApp.

Οι ελληνικές αρχές συνέλαβαν τον Σιέντ Ιρτάζα Χάιντερ και έναν άλλο Πακιστανό πέρυσι, λέγοντας ότι η αστυνομία βοήθησε στην εξάρθρωση ενός τρομοκρατικού δικτύου που κατευθυνόταν από το εξωτερικό και είχε σκοπό να προκαλέσει «ανθρώπινη απώλεια». Οι δύο άνδρες αντιμετωπίζουν κατηγορίες για τρομοκρατία. Αρνούνται τις κατηγορίες.

Ο Χάιντερ, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος από την προφυλάκιση αυτή την άνοιξη με περιορισμούς, λέει ότι είναι αθώος. Σε συνέντευξή του, ο 28χρονος είπε στο Reuters ότι έστειλε στον Αμπάς εικόνες του κτιρίου αλλά εμπόδισε σκόπιμα να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε επίθεση, ελπίζοντας να πληρωθεί χωρίς να βλάψει κανέναν.

Συνέχεια ανάγνωσης

Γενικά θέματα

Analysis: How Iran’s Ballistic Missiles Strike Israel?

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

The U.S. traced the launch location to a valley south of the Iranian city of Shiraz.
Eran has launched its largest-ever attack on Israel, firing 180 ballistic missiles
These missiles travelled more than 1000 Miles from this Valley to reach Israel most populated city and military sights.

Fattah-2, the successor to the Fattah-1, It was used for the first time and is one of Iran’s advanced missile systems.
This missile is equipped with a —inside it is the warhead—which detaches and allows the missile to maneuver and glide at speeds between Mach 5 and 10.
The missile has a range of around 1,500 km, only slightly more than its predecessor, the Fattah-1.
What sets it apart from other ballistic missiles is its ability to accelerate outside the Earth’s atmosphere, while its aerodynamic control surfaces enable steering to evades the famous Arrow Missiles Defense system made by Israel.

Συνέχεια ανάγνωσης

Γενικά θέματα

Τούρκος διπλωμάτης: «Η σιωπηλή συμφωνία Ερντογάν – Μητσοτάκη»

Τι σημαίνουν οι ομιλίες του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Κυριάκος Μητσοτάκης – Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: Ό,τι και να συμβεί στην Κύπρο, φαίνεται να υπάρχει σιωπηρή συμφωνία μεταξύ του προέδρου Ερντογάν και του πρωθυπουργού Μητσοτάκη ότι οι τουρκοελληνικές σχέσεις δεν πρέπει να επηρεαστούν αρνητικά, γράφει σήμερα ο Τούρκος, πρώην διπλωμάτης, Χασάν Γκιογκούς στο T24.

Τι σημαίνουν οι ομιλίες του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ

Οι τουρκοελληνικές σχέσεις στη νέα εποχή που επικεντρώνονται σε θετική ατζέντα πέρασαν από σοβαρές δοκιμασίες τον τελευταίο μήνα.

Παρακολουθήσαμε ελληνικά σκάφη εφόδου να παραβιάζουν τα τουρκικά χωρικά ύδατα, πρώτα στα ανοιχτά της Αλικαρνασσού και μετά με διαφορά μίας εβδομάδας στη Ντάτσα και στο Τουργκούτ Ρέις.

Στις δύο πρώτες περιπτώσεις, η ελληνική πλευρά υποστήριξε ότι κυνηγούσαν βάρκες που μετέφεραν λαθρομετανάστες.

Αυτό που συνέβη με το αλιευτικό Barbaros κοντά στο Turgut Reis ήταν ένας τύπος που συναντάμε συχνά στο Αιγαίο, λόγω της έλλειψης καθορισμένων θαλάσσιων συνόρων, και μπορεί πλέον να θεωρείται συνηθισμένη περίπτωση.

Για κάποιο λόγο, περιστατικά παρενόχλησης συμβαίνουν είτε στον αέρα είτε στο έδαφος πριν συναντηθούν οι ηγέτες και των δύο χωρών.

Υπάρχουν εκείνοι που ευδοκιμούν στο περιβάλλον κρίσης τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία.

Τα προκλητικά δημοσιεύματα μιας εφημερίδας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην όξυνση της κρίσης των Ιμίων το 1996.

Αυτή τη φορά, είχαμε τηλεοπτικά κανάλια που για μέρες έκαναν φασαρία για το πώς «οι μπότες του Έλληνα στρατιώτη άγγιξαν τουρκικά εδάφη».

Θα νομίζατε ότι η Ελλάδα επιχείρησε να εισβάλει στην Τουρκία αποβιβάζοντας έναν από τους στρατιώτες της με ένα μόνο σκάφος εφόδου.

Δεν μπορεί να ειπωθεί ότι οι ‘Παλικαράδες’ (Palikaryanın) είναι ο πιο πειθαρχημένος στρατιώτης στον κόσμο.

Στα χρόνια που ήμουν πρέσβης στην Αθήνα, είδα μια ομάδα στρατιωτών κομάντο να φωνάζουν συνθήματα κατά τη διάρκεια μιας επίσημης παρέλασης σε μια ελληνική εθνική εορτή.

Επειδή δεν ξέρω ελληνικά, στην αρχή νόμιζα ότι φώναζαν κάτι σαν «δώσε μου τη χαρά».

Η αλήθεια του θέματος φάνηκε όταν είδα την είδηση ​​στις εφημερίδες της επόμενης ημέρας ότι κάποιοι στρατιώτες φώναζαν συνθήματα κατά της Βόρειας Μακεδονίας και της Τουρκίας στην εκδήλωση.

Αυτό που θα πω είναι ότι είναι πολύ πιθανό οι παραβιάσεις των τουρκικών χωρικών υδάτων να προκλήθηκαν από την ευρηματικότητα λίγων συνειδητοποιημένων Ελλήνων στρατιωτών που δεν έδρασαν με οδηγίες.

Τι σημαίνουν οι ομιλίες του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ;

Το θετικό κλίμα στις τουρκοελληνικές σχέσεις αποτυπώθηκε και στις ομιλίες των ηγετών των δύο χωρών στην τελευταία Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών.

Τόσο ο Πρόεδρος Ερντογάν όσο και ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης φρόντισαν να μην κάνουν δηλώσεις που θα ενοχλούσαν ο ένας τον άλλον στις ομιλίες τους.

Μαθαίνουμε από τον ελληνικό Τύπο ότι αυτό το θετικό κλίμα αναμένεται να συνεχιστεί κατά κάποιο τρόπο, με βήματα όπως η επανέναρξη των συζητήσεων για τα προβλήματα στο Αιγαίο και η έναρξη λειτουργίας της σχολής της Χάλκης.

Εξελίξεις στην Κύπρο

Ωστόσο, όταν πρόκειται για την Κύπρο, προκύπτει μια διαφορετική εικόνα και βαθιές διαφορές απόψεων.

Ο Πρόεδρος Ερντογάν έκλεισε εντελώς την πόρτα περί ομοσπονδίας για μόνιμη λύση στην Κύπρο στη Νέα Υόρκη.

Ακολούθησε μάλιστα μια πιο επιθετική γραμμή από τον Πρόεδρο των Τουρκοκυπρίων Ερσίν Τατάρ , ο οποίος, πριν από την αναχώρησή του για τη Νέα Υόρκη, έδειξε ότι θα μπορούσε να καθίσει ξανά στο τραπέζι εάν ικανοποιούνταν οι απαιτήσεις της «άμεσης επαφής, απευθείας εμπορίου και άμεσης μεταφοράς» που συνοψίζονται σε τρεις λέξεις…

Ο Πρωθυπουργός Μητσοτάκης, που ανέβηκε στο βήμα μετά τον Πρόεδρο Ερντογάν, χαρακτήρισε κατοχή ως συνήθως τη στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στο νησί και είπε κατηγορηματικά ότι η επιλογή των δύο κρατών δεν μπορεί και δεν θα είναι λύση.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός μίλησε με τρεις λέξεις με εντελώς διαφορετικό θέμα, δηλώνοντας ότι η Ελλάδα, η οποία θα είναι μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για 2 χρόνια από την 1η Ιανουαρίου, βασίζεται στις αρχές του «διαλόγου, διπλωματίας και δημοκρατίας» (3D), που προέρχονται από την ελληνική γλώσσα. Δήλωσε ότι θα ενεργούσε με βάση αυτές.

Συνάντηση Τατάρ-Γκουτέρες

Ο πρόεδρος των Τουρκοκυπρίων Ερσίν Τατάρ συναντήθηκε με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες στη Νέα Υόρκη το περασμένο Σαββατοκύριακο.

Στη δήλωσή του μετά τη συνάντηση, ο Πρόεδρος Τατάρ είπε ότι η επανάληψη των διαπραγματεύσεων θα μπορούσε να είναι δυνατή μόνο με την αναγνώριση της κυρίαρχης ισότητας και του ισότιμου διεθνούς καθεστώτος και ότι οι διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες μορφές στη βάση της ομοσπονδίας για μισό αιώνα ήταν ασαφές γιατί η ελληνική πλευρά είπε «όχι» στο σχέδιο Ανάν με συντριπτική πλειοψηφία στο δημοψήφισμα.

Στη δήλωση μιας φράσης που έγινε από τον ΟΗΕ αναφέρθηκε ότι ο Γενικός Γραμματέας συναντήθηκε με τον ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας Ερσίν Τατάρ και ότι στη συνάντηση συζητήθηκε πώς θα μπορούσε να προχωρήσει το Κυπριακό στο μέλλον.

Ο Γκουτέρες δέχθηκε τους επικεφαλής των αντιπροσωπειών από 21 χώρες την ίδια ημέρα. Είναι προφανές ότι η συνάντηση Τατάρ-Γκουτέρες δεν είχε μεγάλο περιεχόμενο.

Εν τω μεταξύ, πριν φύγει από τη Νέα Υόρκη, ο Πρόεδρος Τατάρ είπε σε ιδιωτική συνέντευξη σε εφημερίδα που δημοσιεύεται στην Κατεχόμενη Κύπρος ότι εάν η κυριαρχική ισότητα και το ισότιμο διεθνές καθεστώς γίνουν αποδεκτά από την ελληνική πλευρά και η ομοσπονδία δεν τεθεί στην ημερήσια διάταξη, μια συνάντηση στο 4+1 μορφή με τη συμμετοχή των μερών και του ΓΓ δηλώνει ότι μετέφερε στον Γκουτέρες ότι είναι έτοιμος να παραβρεθεί σε τριπλό δείπνο που θα παραθέσει.

Αν και εκ πρώτης όψεως η επιστροφή στο τραπέζι με ορισμένες προϋποθέσεις μοιάζει με πρωτοβουλία, δεν πρέπει να περιμένουμε από τους Έλληνες να αποδεχτούν εύκολα τους όρους που θέτει ο Τατάρ, που σημαίνει παραίτηση από την ομοσπονδία.

Ωστόσο, αυτές οι εξελίξεις δείχνουν ότι ορισμένες διαπραγματεύσεις διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών, αν όχι γύρω από το τραπέζι.

Το τριπλό δείπνο, το οποίο δέχτηκε ο Τατάρ, αναμένεται να γίνει ανεπίσημα στη Νέα Υόρκη στις 15 Οκτωβρίου. Πιθανώς, ο Γενικός Γραμματέας θα θέλει να ενημερώσει τους Τουρκοκύπριους και τους Ελληνοκύπριους ηγέτες για τον νέο οδικό χάρτη που επεξεργάζεται για την Κύπρο και να πάρει τις απόψεις τους σε αυτό το δείπνο.

Πού θα οδηγήσει αυτό;

Είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς. Σε μια εποχή που έχει αρχίσει να ρέει αίμα στον Λίβανο μετά τη Γάζα και ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας συνεχίζεται για περισσότερα από δύο χρόνια, ο Γενικός Γραμματέας, που φαίνεται βέβαιο ότι δεν θα επανεκλεγεί ποτέ, θέλει να καταλήξει σε ένα νέο σχέδιο για την Κύπρο; Αυτό είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα.

Ό,τι και να γίνει στην Κύπρο, φαίνεται να υπάρχει σιωπηρή συμφωνία μεταξύ του προέδρου Ερντογάν και του πρωθυπουργού Μητσοτάκη ότι οι τουρκοελληνικές σχέσεις δεν θα επηρεαστούν αρνητικά.

ΠΗΓΗ: Βαλκανικό Περισκόπιο

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή