Ακολουθήστε μας

Cyberwar

Πρόκληση στην ψηφιακή ηγεμονία των ΗΠΑ Ποιος θα ελέγξει το Διαδίκτυο ;

Δημοσιεύτηκε

στις

Schiller Dan,
[Κούτσης Θανάσης (μτφ)

Οι ΗΠΑ διατυμπανίζουν προς κάθε κατεύθυνση την
προσήλωσή τους στην « ελευθερία του Ίντερνετ », την ίδια στιγμή που η
αμερικανική κυριαρχία στο παγκόσμιο μέσο έχει εδραιωθεί μέσω εταιρειών
όπως η Google, το Facebook, η Microsoft, η Apple και η Amazon. Υπάρχει
περίπτωση να αλλάξει κάτι μετά από τη διάσκεψη του Ντουμπάι, που έθεσε
μια πρώτη αμφισβήτηση αυτής της κυριαρχίας ;

Το γεωπολιτικό διακύβευμα του
Διαδικτύου ξεδιπλώθηκε καθαρά τον περασμένο Δεκέμβριο, κατά τη διάρκεια
της διεθνούς διάσκεψης στο Ντουμπάι, η οποία διοργανώθηκε από τη Διεθνή
Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ΔΕΤ –International Telecommunication Union, ITU),
μια συνεργαζόμενη με τον ΟΗΕ υπηρεσία, με 193 κράτη-μέλη. Σε αυτές τις
συναντήσεις, οι εκπρόσωποι των κρατών (έχοντας δίπλα τους σωρεία
συμβούλων από τις εταιρείες του κλάδου) διαμορφώνουν συμβάσεις που
διευκολύνουν τις διεθνείς καλωδιακές και δορυφορικές επικοινωνίες. Οι εν
λόγω συναθροίσεις, όσο βαρετές και γραφειοκρατικές κι αν είναι, έχουν
αποφασιστική σημασία λόγω της κολοσσιαίας σπουδαιότητας των δικτύων για
τη λειτουργία της διακρατικής πολιτικής οικονομίας.

Η Παγκόσμια Διάσκεψη για τις Διεθνείς Τηλεπικοινωνίες
(WCIT) του Δεκεμβρίου 2012 στο Ντουμπάι προκάλεσε μια μείζονα διένεξη :
Πρέπει τα κράτη-μέλη της ΔΕΤ να της παραχωρήσουν την ευθύνη εποπτείας
του Διαδικτύου, μια ευθύνη ανάλογη με εκείνη που επί δεκαετίες διέθετε
για άλλες μορφές διεθνών επικοινωνιών ;

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είπαν όχι, και η θέση τους
υπερίσχυσε : το έγγραφο της νέας συνθήκης της ΔΕΤ δεν παρέχει στην
υπηρεσία τυπικό ρόλο σε αυτό που έχει καθιερωθεί να αποκαλείται
« παγκόσμια διακυβέρνηση του Διαδικτύου ». Ωστόσο, η πλειοψηφία των
κρατών ενέκρινε την προσθήκη ενός ψηφίσματος που « καλεί
τα κράτη-μέλη να επεξεργαστούν το καθένα τη θέση του για τα σχετικά με
το Διαδίκτυο ζητήματα τεχνικής, ανάπτυξης και δημόσιας πολιτικής
 ». Αντιτιθέμενες « ακόμη και στη συμβολική παγκόσμια εποπτεία », όπως το έθεσε ένας συντάκτης των Τάιμς της Νέας Υόρκης [1],
οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να υπογράψουν τη συνθήκη και αποχώρησαν. Το ίδιο
έκαναν και η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Ινδία, η Κένυα, η
Κολομβία, ο Καναδάς, η Βρετανία και άλλα κράτη. Ωστόσο, περισσότερα από
τα δύο τρίτα των παρισταμένων κρατών –89 εν συνόλω– επικύρωσαν το
έγγραφο -και μερικές από τις χώρες που δεν το υπέγραψαν ίσως αποδεχθούν
αργότερα τη συνθήκη.
Προκειμένου να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που
διακυβεύεται, πρέπει πρώτα να διώξουμε το πυκνό νέφος των ρητορειών που
συσκοτίζει την υπόθεση. Επί μήνες πριν από τη WCIT, ο Τύπος σε Ευρώπη
και Αμερική διατυμπάνιζε ότι επρόκειτο για μια κοσμοϊστορική σύγκρουση
μεταξύ των υποστηρικτών ενός ανοιχτού Διαδικτύου και των επίδοξων
σφετεριστών της ελευθερίας ή των κυβερνητικών λογοκριτών, με επικεφαλής
αυταρχικά κράτη όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Κίνα. Το πλαίσιο αναφοράς
τέθηκε με τόσο μανιχαϊστικούς όρους, ώστε ο Φράνκο Μπερναμπέ, διευθυντής
της Telecom Italia και πρόεδρος της ένωσης εταιρειών κινητής τηλεφωνίας
GSMA, το αποκάλεσε « πολεμική προπαγάνδα » [2].
Η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι ασήμαντο ζήτημα. Όπου
και αν ζούμε, υπάρχει λόγος να ανησυχούμε ότι η σχετικά ανοιχτή φύση
του Διαδικτύου γίνεται αντικείμενο σφετερισμού, διαβρώνεται ή
χειραγωγείται. Κάτι τέτοιο δεν προϋποθέτει στρατιές κρατικοδίαιτων
λογοκριτών ή κάποιο ηλεκτρονικό « Σινικό Τείχος ». Η Εθνική Υπηρεσία
Πληροφοριών των ΗΠΑ, για παράδειγμα, παρακολουθεί το σύνολο των
επικοινωνιών που περνούν από τα καλωδιακά και δορυφορικά δίκτυα των ΗΠΑ
μέσω των πολλών « κέντρων υποκλοπών » της, αλλά και του νέου,
γιγαντιαίου κέντρου παρακολούθησης που κατασκευάζεται στο Μπλαφντέιλ,
στην έρημο της Γιούτα [3].
Εξάλλου, η κυβέρνηση των ΗΠΑ καταδίωξε έναν πραγματικό συνήγορο της
ελευθερίας της έκφρασης –τα WikiLeaks– με αμείλικτη επιμονή.
Αμερικανικές διαδικτυακές εταιρείες όπως το Facebook και η Google έχουν
μεταμορφώσει το Διαδίκτυο σε μια « μηχανή παρακολούθησης », που απορροφά κάθε εμπορικά εκμεταλλεύσιμο δεδομένο της συμπεριφοράς των χρηστών. 
Συγκαλυμμένα συμφέροντα
Ήδη από τη δεκαετία του 1970, η ρητορική της « ελεύθερης
ροής των δεδομένων » αποτελεί κεντρικό θεμέλιο της εξωτερικής πολιτικής
των ΗΠΑ [4].
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και του τέλους της αποικιοκρατίας,
το δόγμα αυτό παρουσιαζόταν ως φάρος που φώτιζε τον δρόμο της
χειραφέτησης από την κρατική καταπίεση και τον ιμπεριαλισμό. Στις μέρες
μας εξακολουθεί να επενδύει βαθιά εδραιωμένα οικονομικά και στρατηγικά
συμφέροντα με μια ελκυστική γλώσσα οικουμενικών ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Οι όροι « διαδικτυακή ελευθερία » και « ελευθερία της σύνδεσης » –που
χρησιμοποιήθηκαν τις παραμονές της WCIT τόσο από την υπουργό Εξωτερικών
Χίλαρι Κλίντον όσο και από στελέχη της Google– αποτελούν τη σύγχρονη
εκδοχή της ωδής στην « ελεύθερη ροή ». Ακριβώς όμως όπως και παλαιότερα,
η « διαδικτυακή ελευθερία » αποτελεί μια εσκεμμένη χειραγώγηση.
Υπολογισμένα παραπλανητική, μας λέει να εμπιστευθούμε ένα θεμελιακό
ανθρώπινο δικαίωμα σε ένα ζεύγος έντονα ιδιοτελών κοινωνικών
παραγόντων : στις μεγάλες εταιρείες και στα κράτη.
Οι συζητήσεις στη WCIT ήταν πολυδιάστατες και ως
αντικείμενό τους είχαν ζητήματα από πολλά διαφορετικά πεδία. Ένα από
αυτά ήταν οι όροι της συναλλαγής μεταξύ των διαδικτυακών υπηρεσιών όπως η
Google και των εταιρειών που διακομίζουν την ογκωδέστατη ροή των
δεδομένων τους –των φορέων εκμετάλλευσης δικτύων και των παρόχων
υπηρεσιών Διαδικτύου όπως η Verizon, η Deutsche Telekom ή η Free. Αυτή η
επιχειρηματική διαμάχη ενέχει επιπτώσεις και για ένα γενικότερο και
σημαντικότερο ζήτημα πολιτικής : ποιος θα πληρώνει για τον διαρκή
εκσυγχρονισμό των δικτυακών υποδομών, από τις οποίες εξαρτώνται οι
συνεχείς αναβαθμίσεις και προσθήκες στις διαδικτυακές υπηρεσίες ; Η
τολμηρή επίθεση του Ξαβιέ Νιέλ, επικεφαλής του παρόχου διαδικτυακής
πρόσβασης Free, στα έσοδα της Google από τη Γαλλία, όταν έθεσε σε
λειτουργία το πρόγραμμα μπλοκαρίσματος των διαφημίσεών της [5],
πρόβαλε το μέγεθος του διακυβεύματος σε κοινή θέα. Όμως οι όροι
συναλλαγής στην παγκόσμια βιομηχανία του Ίντερνετ είναι σημαντικοί και
για έναν ακόμη λόγο : αν θεσπιστεί ότι οι προμηθευτές περιεχομένου
πρέπει να πληρώνουν τους φορείς εκμετάλλευσης δικτύων –ο στόχος του
Νιέλ, παρόμοιος με εκείνον άλλων τηλεπικοινωνιακών εταιρειών– θα
υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις στην πολιτική ουδετερότητας του Διαδικτύου,
που είναι ζωτικής σημασίας για τους χρήστες του.
Μέχρι τώρα, αυτή η εξουσία θεσμοθέτησης βρισκόταν δυσανάλογα συγκεντρωμένη στα χέρια των ΗΠΑ [6].
Τη δεκαετία του 1990, όταν το « ιστο-κεντρικό » Διαδίκτυο εμφανίστηκε
ορμητικά στη διεθνή σκηνή, οι ΗΠΑ έκαναν έντονες προσπάθειες να
θεσμοποιήσουν τον διαχειριστικό ρόλο τους. Για να λειτουργεί το σύστημα,
τα ονόματα των διαδικτυακών χώρων (του τύπου .com), οι αριθμητικές
διευθύνσεις και οι αναγνωριστές δικτύου πρέπει να είναι μοναδικά : κάτι
τέτοιο προϋποθέτει την ύπαρξη μιας θεσμικής αρχής που τα εκχωρεί –και
συνεπώς τα προνόμιά της εκτείνονται στο σύνολο ενός συστήματος που εκ
φύσεως βρίσκεται εκτός του εδάφους της χώρας.
Η διαχείριση αυτών των ζωτικών διαδικτυακών πόρων
ασκείται από μια υπηρεσία των ΗΠΑ, την Internet Assigned Numbers
Authority (IANA), στο πλαίσιο σύμβασής της με το υπουργείο Εμπορίου των
ΗΠΑ. Η IANA λειτουργεί τύποις ως μονάδα μιας ξεχωριστής, και φαινομενικά
πιο υπεύθυνης, μη-κερδοσκοπικής εταιρείας με έδρα την Καλιφόρνια,
ονόματι Internet Corporation for Assigned Names and Numbers (ICANN), της
οποίας η αποστολή συνίσταται στη « διατήρηση της λειτουργικής σταθερότητας του Διαδικτύου ».
Τα τεχνικά πρότυπα του Ίντερνετ αναπτύσσονται από δύο άλλες
αμερικανικές υπηρεσίες, την Internet Engineering Task Force (IETF) και
τον Internet Architecture Board (IAB), που με τη σειρά τους λειτουργούν
στο πλαίσιο μιας άλλης μη-κερδοσκοπικής εταιρείας, της Internet Society.
Η συγκρότηση και η χρηματοδότηση των οργανισμών αυτών τους κάνουν πιο
δεκτικούς στις προτιμήσεις των ΗΠΑ παρά στις απαιτήσεις των χρηστών [7].
Οι κυριότεροι παγκόσμιοι εμπορικοί ιστότοποι του
Διαδικτύου δεν λειτουργούν με κινεζικά ή ρωσικά, πόσω μάλλον με
κενυατικά ή μεξικανικά κεφάλαια. Όπως όλοι γνωρίζουν, η Google, το
Facebook, η Microsoft, η Apple και η Amazon είναι που ανέπτυξαν τις
ηλεκτρονικές υπηρεσίες τις οποίες χρησιμοποιούν άνθρωποι από όλον τον
κόσμο. Και η τρέχουσα μετάβαση προς τις υπηρεσίες του « υπολογιστικού
νέφους » (cloud computing), όπου και πάλι οι βασικοί
« παίκτες » είναι Αμερικανοί, θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο την
εξάρτηση του δικτύου από τις ΗΠΑ. Η δομική ασυμμετρία στον έλεγχο του
Διαδικτύου προσφέρει την απαραίτητη βάση για την εταιρική και
στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ στον κυβερνοχώρο. Και ενώ η αμερικανική
κυβέρνηση ασκεί έναν δυσανάλογα μεγάλο ρόλο, τα υπόλοιπα κράτη ελάχιστες
ευκαιρίες διαθέτουν –τόσο το καθένα ξεχωριστά όσο και συλλογικά– να
θέσουν κανονιστικές ρυθμίσεις στο σύστημα. Βεβαίως, μέσω διάφορων
τεχνικών και νομικών μέτρων, κάθε κράτος μπορεί να ασκήσει κάποια
κυριαρχία στο « εθνικό » σκέλος του Διαδικτύου, πάντοτε όμως υπό τη
στενή παρακολούθηση των Αμερικανών διαμορφωτών της γενικότερης
πολιτικής. Ο πανεπιστημιακός Μίλτον Μιούλερ εύστοχα εντοπίζει αυτή την
ασυμμετρία, παρατηρώντας ότι, με τον τρόπο που είναι σήμερα
συγκροτημένο, το Διαδίκτυο ενσωματώνει την αμερικανική πολιτική της « μονόπλευρης παγκοσμιοποίησης [8] ». 
Αίσθηση ιδιοκτησίας
Η άσκηση αυτής της διαχειριστικής λειτουργίας επέτρεψε
στις ΗΠΑ να αναπτύξουν μια λογική ιδιοκτησίας μέσα στην ίδια την καρδιά
της ανάπτυξης του Διαδικτύου –μέσω της ICANN. Παρόλο που αποτελεί έναν
σύνθετο, ημιαυτόνομο θεσμό, η εξουσία της ICANN επάνω στο Domain Name
System (DNS, Σύστημα Ονοματοδοσίας Διαδικτυακών Χώρων) χρησιμοποιήθηκε
ώστε να προσφέρει πλεονεκτήματα εκτός ορίων των ΗΠΑ σε κατόχους μεγάλων
εταιρικών σημάτων και άλλων εμπορικών συμφερόντων –παρά τις διαμαρτυρίες
μη εμπορικών οργανισμών οι οποίοι, αν και εκπροσωπούνται στην ICANN,
δεν ήταν σε θέση να υπερισχύσουν έναντι της Κόκα-Κόλα, της Πρόκτερ και
Γκαμπλ ή άλλων μεγάλων εταιρειών. Και η ICANN έκανε χρήση του ιδιωτικού
εμπορικού δικαίου προκειμένου να επιβάλει τους κανόνες της στους
απομακρυσμένους οργανισμούς που διαχειρίζονται τις τοπικές ή γενικές
« επεκτάσεις » των ονομάτων των διαδικτυακών χώρων (top-level domain,
όπως « .org » ή « .gr ») σε όλο τον κόσμο. Οι εθνικοί προμηθευτές
διάφορων διαδικτυακών εφαρμογών ελέγχουν τις τοπικές αγορές τους σε
αρκετές χώρες, όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Νότια Κορέα. Ωστόσο, οι
υπερεθνικές διαδικτυακές υπηρεσίες –τα πλέον επικερδή και στρατηγικά
σημεία σε αυτό το εξωεδαφικό σύστημα– παραμένουν, από την Amazon και το
PayPal έως την Apple, « φρούρια » κατασκευασμένα από το κεφάλαιο και την
κρατική ισχύ των ΗΠΑ.
Σχεδόν από την αρχή, κάποια κράτη αντιστάθηκαν σε αυτό
το καθεστώς υποταγής τους. Όσο αυξάνονταν τα σημάδια ότι οι ΗΠΑ δεν ήταν
διατεθειμένες να εκχωρήσουν τον έλεγχό τους, τόσο εντείνονταν και οι
αντιδράσεις. Οι εντάσεις αυτές οδήγησαν σε μια σειρά συναντήσεων υψηλού
επιπέδου –τη Διάσκεψη Κορυφής για την Κοινωνία της Πληροφορίας (World
Summit on the Information Society), που διοργανώθηκε από τη ΔΕΤ στη
Γενεύη και την Τύνιδα, μεταξύ 2003 και 2005.
Η Διάσκεψη Κορυφής υπήρξε σαφής προάγγελος της
σύγκρουσης του 2012 στο Ντουμπάι, με την έννοια ότι τουλάχιστον
δημιούργησε ένα μικρό προγεφύρωμα για τα κράτη (πέραν των ΗΠΑ) σε σχέση
με τη συμμετοχή τους στην παγκόσμια διακυβέρνηση του Διαδικτύου. Η
« Κυβερνητική Συμβουλευτική Επιτροπή » (Government Advisory Committee),
επιφορτισμένη με την προσφορά των δικών της δεδομένων στην
« πολυσυμμετοχική » διαδικασία του οργανισμού, εκχωρεί στις κυβερνήσεις
το ίδιο καθεστώς που αποδίδεται στις μεγάλες εταιρείες και τις
οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, όπως οι ΜΚΟ. Πολλά κράτη μπορεί
πράγματι να ικανοποιούνταν με αυτή την περίεργη διευθέτηση, αν δεν
υπήρχε ένα κραυγαλέο δεδομένο : παρά τις θριαμβολογίες περί
« πολυμορφίας που διαχέεται από τα κάτω προς τα πάνω » και
« πολυσυμμετοχικότητας », η παγκόσμια διακυβέρνηση του Διαδικτύου κάθε
άλλο παρά ισότιμη ήταν –ή έστω πλουραλιστική. Ήταν ολοφάνερο πως ο υπ’
αριθμόν ένα « συμμετέχων » ήταν το Εκτελεστικό Τμήμα των ΗΠΑ.
Το τέλος της σύντομης εποχής του ενός παγκόσμιου πόλου
και η κατάδυση στην κρίση, που οδήγησε σε μακροχρόνια παγκόσμια ύφεση,
επέτεινε και διεύρυνε σε μεγάλο βαθμό τη διακρατική διαμάχη γύρω από την
πολιτική οικονομία του κυβερνοχώρου. Κάποιες κυβερνήσεις συνέχισαν να
αναζητούν σημεία πίεσης, μέσω των οποίων θα προσπαθούσαν να διευρύνουν
τον παγκόσμιο συντονισμό και τη διαχείριση του Διαδικτύου. Το 2010-11
προσέφυγαν μάλιστα ευθέως στο υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ, όταν αυτό
εκκινούσε τη διαδικασία αξιολόγησης για την ανανέωση της σύμβασής του με
την ΙΑΝΑ περί της διαχείρισης των διαδικτυακών διευθύνσεων. Με μια
μάλλον ασυνήθιστη κίνηση, αρκετές χώρες και ένας διεθνής οργανισμός –η
ΔΕΤ– υπέβαλαν επίσημα τις παρατηρήσεις τους. Η κυβέρνηση της Κένυας
πρότεινε μια « μετάβαση » από την αμερικανική εποπτεία της λειτουργίας
της ΙΑΝΑ μέσω του υπουργείου Εμπορίου, προς ένα καθεστώς πολύπλευρου
ελέγχου με επίκεντρο τις κυβερνήσεις. Ο εκ μέρους των ΗΠΑ έλεγχος
πρέπει να διαφοροποιηθεί μέσω της διεθνοποίησης των συμφωνιών για
ολόκληρο το θεσμικό εποικοδόμημα που έχει χτιστεί γύρω από τα ονόματα
και τις διευθύνσεις του Διαδικτύου. Η Ινδία, το Μεξικό, η Αίγυπτος και η
Κίνα υπέβαλαν εντυπωσιακά παρόμοιες προτάσεις.
Οι ΗΠΑ αντέδρασαν κλιμακώνοντας τη ρητορική της
« διαδικτυακής ελευθερίας », προσπαθώντας έτσι να απωθήσουν την
εντεινόμενη απειλή απέναντι στον διαχειριστικό έλεγχό τους. Δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι επέτειναν και τις διμερείς παρασκηνιακές πιέσεις, ώστε να
παρακινήσουν μερικά από τα κράτη που διαφωνούσαν να επιστρέψουν στο
« μαντρί ». Τα αποτελέσματα φάνηκαν καθαρά στη WCIT, όταν η Ινδία και η
Κένυα συνέπλευσαν με τις ΗΠΑ στην απόρριψη της συνθήκης.
Τι θα συμβεί τώρα ; Είναι βέβαιο ότι οι κυβερνητικές
υπηρεσίες των ΗΠΑ και οι μεγάλες δυνάμεις του διαδικτυακού κεφαλαίου,
όπως η Google, θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν όλες τις δυνάμεις που
διαθέτουν ώστε να ισχυροποιήσουν το αμερικανοκεντρικό Διαδίκτυο και να
δυσφημίσουν τους αντιπάλους τους. Ωστόσο, η πολιτική αντίθεση στη
« μονόπλευρη παγκοσμιοποίηση » των ΗΠΑ έχει πλέον βγει στο φως –και εκεί
θα παραμείνει. Ένας αρθρογράφος της « Wall Street Journal » δεν δίστασε
να αποκαλέσει τη διάσκεψη του Ντουμπάι « πρώτη μεγάλη ψηφιακή ήττα της Αμερικής [9] ».

Notes

[1] Eric Pfanner, « Message, if murky, from US to the world », « The NewYork Times », 15-12-12.

[2] Rachel Sanderson και DanielThomas, « US under fire after telecoms treaty talks fail », « Financial Times », Λονδίνο, 17-12-12.

[3] James Bamford, « The NSA is building the country’s biggest spy center », « Wired », Σαν Φρανσίσκο, Απρίλιος 2012.

[4]
Herbert I. Schiller, « Libre circulation de l’information et domination
mondiale », « Le Monde diplomatique », Σεπτέμβριος 1975.

[5]
(ΣτΜ) Στις αρχές Ιανουαρίου, ο μεγαλύτερος πάροχος στη Γαλλία, η
εταιρεία Free, προσπάθησε να προσφέρει υπηρεσίες απαλλαγμένες από
διαφημίσεις στους συνδρομητές της αλλά με παρέμβαση της υπουργού
Ψηφιακής Οικονομίας, Φλερ Πελεράν, η υπηρεσία αυτή απενεργοποιήθηκε σε
λίγες μέρες.

[6] DwayneWinseck, « Big new global threat to the Internet or paper tiger : The ITU and global Internet regulation », 10-6-12, http://dwmw.wordpress.com.

[7]
Harold Kwalwasser, « Internet governance », στο Franklin D. Kramer,
Stuart H. Starr και LarryWentz (επιμ.), « Cyberpower and National
Security », National Defense University Press – Potomac Press,
Washington-Dulles (Βιρτζίνια), 2009.

[8]
Milton L. Mueller, « Networks and States : The Global Politics of
Internet Governance », The MIT Press, Κέμπριτζ (Μασαχουσέτη), 2010.

[9] L. Gordon Crovitz, « America’s first big digital defeat », « The Wall Street Journal », Νέα Υόρκη, 17-12-12.

AI

Το Ισραήλ ενσωματώνει αθόρυβα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης σε θανατηφόρες στρατιωτικές επιχειρήσεις

Δημοσιεύτηκε

στις

Οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν τεχνητή νοημοσύνη για να επιλέγουν στόχους για αεροπορικές επιδρομές και να οργανώνουν υλικοτεχνική υποστήριξη εν καιρώ πολέμου, καθώς οι εντάσεις κλιμακώνονται στα κατεχόμενα εδάφη και με τον επίδοξο αντίπαλο Ιράν.

Αν και ο στρατός δεν σχολίασε τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις, αξιωματούχοι λένε ότι αξιοποιεί τώρα ένα σύστημα συστάσεων τεχνητής νοημοσύνης που μπορεί να συγκεντρώνει τεράστιες ποσότητες δεδομένων για να επιλέξει στόχους για αεροπορικές επιδρομές.

Οι επόμενες επιδρομές μπορούν στη συνέχεια να επεξεργαστούν γρήγορα με ένα άλλο μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης που ονομάζεται Fire Factory, το οποίο χρησιμοποιεί δεδομένα σχετικά με εγκεκριμένους από τον στρατό στόχους για τον υπολογισμό των φορτίων πυρομαχικών, την ιεράρχηση και την ανάθεση χιλιάδων στόχων σε αεροσκάφη και drones, καθώς και προτείνει ένα χρονοδιάγραμμα.

Ενώ και τα δύο συστήματα επιβλέπονται από ανθρώπινους χειριστές που ελέγχουν και εγκρίνουν μεμονωμένους στόχους και σχέδια αεροπορικών επιδρομών, σύμφωνα με αξιωματούχο του Ισραηλινού Στρατού (IDF), η τεχνολογία εξακολουθεί να μην υπόκειται σε κανέναν διεθνή ή κρατικό κανονισμό.

Οι υποστηρικτές της υποστηρίζουν ότι οι προηγμένοι αλγόριθμοι μπορεί να ξεπεράσουν τις ανθρώπινες δυνατότητες και θα μπορούσαν να βοηθήσουν τον στρατό να ελαχιστοποιήσει τις απώλειες, ενώ οι επικριτές προειδοποιούν για τις δυνητικά θανατηφόρες συνέπειες της στήριξης σε όλο και πιο αυτόνομα συστήματα.

«Αν υπάρχει λάθος στον υπολογισμό της τεχνητής νοημοσύνης και αν η τεχνητή νοημοσύνη δεν εξηγείται, τότε ποιον κατηγορούμε για το λάθος;» είπε ο Ταλ Μίμραν, λέκτορας διεθνούς δικαίου στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και πρώην νομικός σύμβουλος του στρατού.

Οι λεπτομέρειες της επιχειρησιακής χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης από τον στρατό παραμένουν σε μεγάλο βαθμό απόρρητες, ωστόσο δηλώσεις στρατιωτικών αξιωματούχων υποδηλώνουν ότι ο IDF έχει αποκτήσει εμπειρία στο πεδίο της μάχης με τα αμφιλεγόμενα συστήματα.

Το 2021, ο Ισραηλινός Στρατός περιέγραψε τη σύγκρουση 11 ημερών στη Γάζα ως τον πρώτο «πόλεμο της τεχνητής νοημοσύνης» στον κόσμο, επικαλούμενος τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης για τον εντοπισμό σημείων εκτόξευσης πυραύλων και την ανάπτυξη σμήνων drones. Το Ισραήλ πραγματοποιεί επίσης επιδρομές στη Συρία και τον Λίβανο, με στόχο, όπως λέει, αποστολές όπλων σε πολιτοφυλακές που υποστηρίζονται από το Ιράν, όπως η Χεζμπολάχ.

Τους τελευταίους μήνες, το Ισραήλ εκδίδει σχεδόν καθημερινές προειδοποιήσεις προς το Ιράν για τον εμπλουτισμό του ουρανίου, δεσμευόμενο ότι δεν θα επιτρέψει στη χώρα να αποκτήσει πυρηνικά όπλα σε καμία περίπτωση.

Σε περίπτωση που οι δυο τους ξεκινήσουν στρατιωτική σύγκρουση, ο Ισραηλινός Στρατός αναμένει ότι οι Ιρανοί πληρεξούσιοι στη Γάζα, τη Συρία και τον Λίβανο θα αντεπιτεθούν, θέτοντας το έδαφος για την πρώτη σοβαρή πολυμέτωπη σύγκρουση για το Ισραήλ από τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ.

Τα εργαλεία που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη, όπως το Fire Factory, είναι προσαρμοσμένα για ένα τέτοιο σενάριο, σύμφωνα με αξιωματούχους του IDF.

Ο IDF χρησιμοποιεί εδώ και καιρό την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει επεκτείνει αυτά τα συστήματα σε διάφορες μονάδες, καθώς επιδιώκει να τοποθετηθεί ως παγκόσμιος ηγέτης στον αυτόνομο οπλισμό.

Μερικά από αυτά τα συστήματα κατασκευάστηκαν από ισραηλινούς αμυντικούς εργολάβους. Άλλα, όπως οι κάμερες ελέγχου συνόρων StarTrack, οι οποίες εκπαιδεύονται σε πλάνα χιλιάδων ωρών για την αναγνώριση ανθρώπων και αντικειμένων, αναπτύχθηκαν από τον στρατό.

Η ενασχόληση με αυτήν την πληθώρα πληροφοριών είναι ο σκοπός του Κέντρου Επιστήμης Δεδομένων και Τεχνητής Νοημοσύνης, που διευθύνεται από τη μονάδα 8200 του στρατού.

Ο μυστικός χαρακτήρας του τρόπου με τον οποίο αναπτύσσονται τέτοια εργαλεία έχει εγείρει σοβαρές ανησυχίες, συμπεριλαμβανομένου του ότι το χάσμα μεταξύ ημιαυτόνομων συστημάτων και πλήρως αυτοματοποιημένων μηχανημάτων θανάτωσης θα μπορούσε να μειωθεί εν μία νυκτί.

Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι μηχανές θα είχαν την εξουσία να εντοπίζουν και να χτυπούν στόχους, με τους ανθρώπους να απομακρύνονται εξ ολοκλήρου από τις θέσεις λήψης αποφάσεων.

Το Ισραήλ λέει ότι δεν σκοπεύει να αφαιρέσει την ανθρώπινη εποπτεία τα επόμενα χρόνια.

Πηγή: Bloomberg

Συνέχεια ανάγνωσης

Cyberwar

Τράπεζα Θεμάτων DDoS επίθεση: Συμπέρασμα τεχνικής ανάλυσης

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Σύμφωνα, λοιπόν, με δημοσιεύματα η ιστοσελίδα trapeza.iep.edu.gr (server που εξυπηρετεί την Τράπεζα Θεμάτων και βρίσκεται στις υποδομές του Ινστιτουτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής)  δέχθηκε μια ισχυρή επίθεση Distributed Denial of Service (DDoS), μια επίθεση που ως γνωστών παραλύει και απειλεί τη λειτουργία των υπολογιστικών συστημάτων οργανισμών αλλά και την ασφάλεια των πληροφοριών που διαθέτει.

Τι είναι οι επιθέσεις DDoS;

Οι επιθέσεις DDoS είναι κυβερνοεπιθέσεις όπου πολλαπλοί υπολογιστές (συνήθως από χώρες που διαθέτουν υψηλό bandwidth όπως Ρωσία,Κίνα,Ινδία,ΗΠΑ) κατακλύζουν έναν στόχο με τόσο μεγάλο όγκο δεδομένων/αιτημάτων, ώστε να μην μπορεί να επεξεργαστεί όλες τις αιτήσεις, με αποτέλεσμα να γίνεται ανενεργός κοινώς να “πέφτει”. Αυτό επιτυγχάνεται συνήθως χρησιμοποιώντας την τακτική της επίθεσης από πολλαπλά σημεία, με τον στόχο να κατακλύσουν το σύστημα ή το δίκτυο του θύματος με επιβαρυντικές αιτήσεις.

Ο εξυπηρετητής (server) δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα αιτήματα και η παροχή της υπηρεσίας σταματάει. Οι υπολογιστές που χρησιμοποιούνται για την διεξαγωγή αυτών των επιθέσεων είναι συνήθως εν αγνοία των κατόχων τους (botnets/zombies) και διατάσσονται από τους χειριστές/hackers να αρχίσουν την αποστολή αιτημάτων προς τον server-στόχο. Μετά από λίγο και ανάλογα με τον αριθμό των αιτημάτων ο server-στοχος τίθεται εκτός λειτουργίας με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανταποκριθεί σε νέα αιτήματα. Σχηματική αναπαράσταση των επιθέσεων φαίνεται παρακάτω:

 

 

Τράπεζα Θεμάτων DDoS επίθεση: Τι συνέβη στην περίπτωση κυβερνοεπίθεσης στη Τράπεζα Θεμάτων;

Στην περίπτωση της Τράπεζας θεμάτων, η επίθεση DDoS «φέρεται» σύμφωνα με τις πληροφορίες των μέσων ενημέρωσης αλλά και την ανάρτηση του Υπουργείου Παιδείας, να παρέλυσε τα ψηφιακά του συστήματα για αρκετές ώρες, τόσο στις 29/5/2023 αλλά και σήμερα στις 30/5/2023. Η ανακοίνωση μάλιστα ανέφερε ότι:

“Έγιναν μαζικές επισκέψεις από τρίτους προς την πλατφόρμα -η ανακοίνωση κάνει λόγο για έως 280.000 συνδέσεις ανά δευτερόλεπτο-,
 συνδέσεις που έχουν ως σκοπό να την κάνουν μη λειτουργική.  «Αυτές οι κατανεμημένες επιθέσεις DDοS αποσκοπούν κακόβουλα 
να εμποδίσουν την ομαλή πρόσβαση των χρηστών στο σύστημα. Δεν αποτελούν παραβίαση του συστήματος ούτε είναι σε θέση να αποκτήσουν πρόσβαση 
στα στοιχεία του και τα δεδομένα του», αναφέρεται στην ανακοίνωση.

Όπως ενημέρωσαν τα υπουργεία, η επίθεση απομονώθηκε στις 9:20 το πρωί, με κοινές ενέργειες από το ΙΕΠ και το ΕΔΥΤΕ και τότε επανήλθε η δυνατότητα πρόσβασης των χρηστών. Ωστόσο, οι κακόβουλες επιθέσεις επέμειναν και συνεχίστηκαν και μετά τις 9:20, αντιμετωπίστηκαν όμως με επιτυχία.

Το SecNews προχώρησε σε τεχνική δημοσιογραφική έρευνα ώστε να προσδιορίσει τα πραγματικά περιστατικά. Πληροφορίες που έφτασαν στο SecNews, μέσω Twitter (ευχαριστούμε τον φίλο-αναγνώστη μας) καθοδήγησαν την τεχνική μας ομάδα στο να αναζητήσει σχετικά τεχνικά δεδομένα στην ιστοσελίδα https://mon.grnet.gr και πιο συγκεκριμένα στο

https://mon.grnet.gr/rg/543947/details/#tabs=aggregate

Το Εθνικό Δίκτυο Υποδομών Τεχνολογίας και Έρευνας (ΕΔΥΤΕ) https://www.grnet.gr στελέχη του οποίου διαθέτουν υψηλή κατάρτιση υποστηρίζοντας πλήθος υποδομών στη χώρα μας, έχουν δημιουργήσει Monitoring Tool (με χρήση Opensource εργαλείων) ώστε σε πραγματικό χρόνο και κάθε χρονική στιγμή να καταγράφουν της διακυμάνσεις του διαδικτυακού φόρτου.

Για τη συνέχεια Secnews

 

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Cyberwar

Αντιμετωπίζοντας την τουρκική προπαγάνδα

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

1. Δεν αρκεί ότι η καθημερινή τους ύβρις «διανθίζεται» και με ανθρωπολογικά (ρατσιστικά) κατά της Ελλάδος χαρακτηριστικά. H ερντογανική Τουρκία στερείται επιχειρημάτων. Επιπόλαιο εντούτοις είναι να θεωρήσουμε ότι η προπαγάνδα που στηρίζεται στο ψέμα και στην εξαπάτηση (deception) δεν μας βλάπτει. Ενόσω γράφω το κείμενο αυτό η αναζήτηση στο Google «Greek S-300 lock turkish jets» δίδει πάνω από 5.800.000 αποτελέσματα. H Ελλάδα, στόχος της Αγκυρας, οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά και η Ουάσιγκτον –οι S-400 άμεσα την αφορούν– δεν δείχνουμε διατεθειμένοι να αντιδρούμε με τα ίδια μέσα.

Οι ελληνικές διαψεύσεις ειδικότερα, στηρίζονται μεν στην αλήθεια, μοιάζουν όμως στους τρίτους τυποποιημένες. Η ευπρέπεια και ο αυτοσεβασμός ερμηνεύονται ως ένδειξη αδυναμίας. Το ψέμα επιχειρεί να κερδίσει τις στιγμιαίες έστω εντυπώσεις. Δεν είναι νέα η διαπίστωση ότι οι ιθύνοντες της Αγκυρας έχουν μελετήσει και εφαρμόζουν την παραπληροφόρηση και την προπαγάνδα. Από την εποχή του Ηροδότου και του Θουκυδίδη η εξαπάτηση αποτελεί πολυχρησιμοποιημένο μέσο πολιτικής, διπλωματίας, ψυχολογικών επιχειρήσεων και πολέμου. Συχνά είναι αποτελεσματική. Δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τους κλασικούς κανόνες και επίσημους μηχανισμούς και φορείς επικοινωνίας και δημόσιας διπλωματίας.

2. Σκέψεις-προτάσεις:

A. Παρά την εμπειρία που θα έπρεπε να είχαμε αποκτήσει από τις διαδοχικές κρίσεις και προσπάθειες αποσταθεροποίησης του Μαρτίου – Αυγούστου 2020, εξακολουθούμε να υστερούμε στους αυτοματοποιημένους μηχανισμούς δημιουργίας και αξιοποίησης λογαριασμών προβολής των θέσεών μας στο Twitter και γενικότερα στα σύγχρονα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι δραστήριοι λογαριασμοί του πρωθυπουργού, των υπουργών Εξωτερικών και Αμυνας, άλλων κυβερνητικών στελεχών, καθώς και του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, δεν μπορούν να διαγκωνίζονται επώνυμους ή ανώνυμους σχολιαστές και επαγγελματίες αμφισβητίες, αρνητές, συχνά δε και υβριστές.

Β. Επιπλέον, δεν είμαστε πάνω από δέκα-δώδεκα επώνυμοι που τακτικά τουιτάρουμε στην αγγλική προβάλλοντας τα συμφέροντα και τις θέσεις της Ελλάδος. Tις εθνικές μας θέσεις. Οταν όμως δέχεσαι υβριστικά σχόλια από κατευθυνόμενους επώνυμους ή ανώνυμους –κυρίως τουρκικής προέλευσης– τότε ή τους διαγράφεις –πρακτική που ακολουθώ– ή δεν δίνεις συνέχεια για λόγους αυτοπροστασίας και αυτοσεβασμού. Πρακτική που επίσης ακολουθούμε χωρίς να είναι όμως η πλέον αποτελεσματική.

Γ. Επείγει η δημιουργία ενός συστημικού επικοινωνιακού «επιχειρησιακού θαλάμου» (war room) με τεχνητά (virtual) παραρτήματα σε αρκετές χώρες ώστε να χειρίζονται στην αγγλική ποικιλώνυμους λογαριασμούς προβολής, αναμετάδοσης, επιθετικής προώθησης των θέσεών μας και διαρκούς αντίκρουσης αρνητικών σχολίων. Το «war room» άλλωστε προτείνουν και στήνουν οι μεγάλες εταιρείες λόμπι και δημοσίων σχέσεων της Κ Street στην Ουάσιγκτον. Aναλογία και συμμετρία συνεπώς στον επικοινωνιακό πόλεμο ουσίας και εντυπώσεων.

Δ. Παρατηρώ την αμεσότητα και την ευκολία με την οποία δημιουργούνται καθημερινά λογαριασμοί προώθησης κομματικών θέσεων και δυσφήμησης –χαρακτηρισμός υποτονικός– των πολιτικών αντιπάλων. Δεν είναι δύσκολο να γίνει κάτι ανάλογο σε εθνικό επίπεδο για την προβολή των θέσεών μας και την αντίκρουση της ανώνυμης και επώνυμης τουρκικής –και όχι μόνο– προπαγανδιστικής παραπληροφόρησης και εξαπάτησης. Διαθέτουμε αναξιοποίητη υπεραξία γνώσης και μυαλού.

για τη συνέχεια Kathimerini

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή