Ακολουθήστε μας

Αιγαίο

Η Ελλάδα σε αναζήτηση ρόλου στο νέο περιφερειακό περιβάλλον

Δημοσιεύτηκε

στις

Η Ανατολική Μεσόγειος, το αέριο, οι επίβουλοι και οι ΗΠΑ
Κωνσταντίνος Φίλης
Η Ανατολική Μεσόγειος από δορυφόρο. Διακρίνονται ο Νείλος και η Κύπρος αριστερά. (ΝΑSA)

Αν υπάρχει ένα δίδαγμα από τις τελευταίες εξελίξεις για την ελληνική διπλωματία είναι πως όσο εύκολα χτίζονται οι εθνικοί μύθοι άλλο τόσο εύκολα καταρρέουν. Από τα περισπούδαστα περί στρατηγικής συμμαχίας με το Ισραήλ, αρκούσε μια προσπάθεια αναθέρμανσης των σχέσεων του τελευταίου με την Τουρκία για να σπεύσουν ορισμένοι να ζητήσουν εκ νέου αναθεώρηση της πολιτικής μας στην περιοχή.

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΙΣΡΑΗΛ – ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Δεν υπερτιμώ ούτε υποτιμώ την απόπειρα μερικής αποκατάστασης των σχέσεων Άγκυρας-Τελ Αβίβ. Είναι μια εν εξελίξει διαδικασία που θα πάρει χρόνο εφόσον το προηγούμενο διάστημα δημιουργήθηκε ψυχολογικό χάσμα, θα δοκιμαστεί δεδομένων των διϊστάμενων συμφερόντων τους σε μια σειρά από ζητήματα, και το πιθανότερο είναι ότι δεν πρόκειται, τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον, να ανατρέψει τις περιφερειακές ισορροπίες. Άλλωστε, η ισραηλινή πλευρά είχε τα προηγούμενα χρόνια εμπεδώσει κλίμα εμπιστοσύνης με συνομιλητές Τούρκους κοσμικούς και στρατιωτικούς, οι οποίοι αυτή την περίοδο βρίσκονται στο περιθώριο. Τους ισλαμιστές και τον Ερντογάν, ακόμη και αν θεωρούνται σχετικά μετριοπαθείς εν συγκρίσει με άλλα στοιχεία του Ισλάμ, δεν μπορούν να τους εμπιστευθούν εξίσου.

Και βέβαια, τα διμερή θα δοκιμαστούν από ευαίσθητους χειρισμούς, όπως η εκπεφρασμένη πρόθεση του Ερντογάν να επισκεφθεί την Λωρίδα της Γάζας -εξέλιξη που μεταξύ άλλων θα προκαλέσει την μήνιν των Αιγύπτιων, εφόσον διαμεσολάβησαν για την εύθραυστη εκεχειρία μεταξύ Χαμάς και Ισραήλ και δεν επιθυμούν να αμφισβητηθεί ο ειδικός τους ρόλος στην περιοχή. Αυτό υπενθυμίζει τους περιορισμούς που προκύπτουν για τις σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ-Αιγύπτου λόγω της «απλωμένης» και διευρυμένης ατζέντας της Άγκυρας και δη της προσπάθειάς της να εξελιχθεί σε ηγέτιδα δύναμη των Μουσουλμάνων, από τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή έως ακόμη και την Αφρική (βλ. Σομαλία) αλλά και την Ασία (βλ. προ τεσσάρων ετών υψηλοί τόνοι απέναντι στην Κίνα για το θέμα των Ουιγούρων της Ξινγιάνγκ).

Από εκεί και πέρα, σοβαρά κράτη, όπως το Ισραήλ, δεν προσεγγίζουν τις σχέσεις τους με λογικές αμοιβαίου αποκλεισμού, δηλαδή πως η βελτίωση των σχέσεων με την Τουρκία περνάει μέσα από το πάγωμα των αντίστοιχων με την Ελλάδα και την Κύπρο. Και ακόμη και αν δεχτούμε πως οι Ισραηλινοί μάς χρησιμοποίησαν για να πιέσουν τους Τούρκους, αυτό αποτελεί μια ευρέως διαδεδομένη τακτική στις διεθνείς σχέσεις. Μακάρι και εμείς να παραδειγματιζόμασταν και να επιδεικνύαμε αντίστοιχη ευελιξία αντί να υποτάσσουμε τις σχέσεις μας σε λογικές μηδενικού αθροίσματος ή σε παλαιολιθικές αντιλήψεις ότι για να είμαστε αρεστοί στη χώρα Α πρέπει να μην αναπτύσσουμε τις επαφές μας με τη χώρα Β.

Η συνεργασία Άγκυρας-Τελ Αβίβ στον οικονομικό τομέα θα επανακτήσει τη δυναμική της. Θα λάβουν χώρα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ενδεχομένως θα δούμε ανάκαμψη του τουριστικού ρεύματος Ισραηλινών προς την Τουρκία. Όμως, η όποια δυναμική στην ενεργειακή συνεργασία μετριάζεται, κυρίως από το γεγονός ότι η γείτων χώρα δεν νοείται ούτε αξιόπιστη, ούτε προβλέψιμη, ούτε προσανατολισμένη στις ανάγκες της Ευρώπης. Όλα αυτά, αν υποθέσουμε ότι το Ισραήλ επιδιώξει να εξάγει μέρος των ενεργειακών ποσοτήτων του στην ΕΕ, λειτουργούν αποτρεπτικά για την επιλογή της τουρκικής οδού. Αν, μάλιστα, προσθέσουμε τον εύλογο σκεπτικισμό πολλών εντός και εκτός Ευρώπης για τις συνέπειες μετεξέλιξης της Άγκυρας σε ενεργειακό «πνεύμονα» της Γηραιάς Ηπείρου, αντιλαμβανόμαστε ότι η κύρια χρησιμότητά της για το Ισραήλ και τους λοιπούς παραγωγούς της περιοχής συνίσταται στο μέγεθος και τη δίψα της αγοράς της και όχι στον ρόλο της ως δυνητικού κόμβου. Σε αυτή την περίπτωση, το όφελος για Ισραηλινούς και Τούρκους θα είναι αμοιβαίο. Οι μεν πρώτοι θα μπορούν να διαθέσουν το αέριό τους σε μια μεγάλη γειτονική αγορά και οι δεύτεροι να απορροφήσουν ποσότητες σε χαμηλότερες τιμές από όσο τις προμηθεύονται αυτή τη στιγμή από την Ρωσία και το Αζερμπαϊτζάν.

Η τροφοδοσία, πάντως, της ευρωπαϊκής αγοράς μέσω αγωγού που θα διέρχεται την τουρκική επικράτεια είναι μια σύνθετη απόφαση με αρκετές παραμέτρους όπως: οι οικονομίες κλίμακας, η ρευστότητα των διμερών σχέσεων, η προβλεψιμότητα και η αξιοπιστία των εμπλεκόμενων πλευρών, ο περιορισμός του ρίσκου που θα ελκύσει το ενδιαφέρον εταιρειών που θα διευκολύνουν χρηματοδοτικά στην υλοποίηση, ο περιορισμός ενδεχόμενων νομικών κωλυμάτων, η διεύρυνση των εναλλακτικών αντί της δημιουργίας νέων ολιγοπωλίων (είτε προμηθευτών είτε διαμετακομιστών). Όλα αυτά θα προσμετρηθούν στην τελική απόφαση, καθότι ένας προμηθευτής δεν ορίζει μόνος του τις τύχες ενός project, αλλά καλείται να το ενσωματώσει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο με την αγορά ενέργειας να επιζητά βεβαιότητες και διασφαλίσεις για αδιάλειπτη ροή του προϊόντος. Οι προτεινόμενες διαδρομές περιπλέκουν περαιτέρω την κατάσταση. Ο αγωγός θα πρέπει να διασχίσει στη μια περίπτωση το έδαφος Λιβάνου και Συρίας, ενώ στην άλλη να διέλθει από τα κυπριακά χωρικά ύδατα. Και στα δύο ενδεχόμενα, υπάρχουν σημαντικά, αν όχι ανυπέρβλητα, εμπόδια που πολλαπλασιάζουν το ρίσκο μιας τέτοιας επιλογής.

Επιπρόσθετα, θα θελήσει, άραγε, το Ισραήλ να ενισχύσει εμμέσως την Τουρκία (που επιδιώκει την περιφερειακή ηγεμονία) δίνοντάς της πρόσβαση στις πηγές ενέργειας της περιοχής; Ή εκτιμούν οι διαχρονικά καχύποπτοι Ισραηλινοί ότι η ενεργειακή συνεργασία με την Τουρκία θα κατευνάσει τις βλέψεις της, χάριν της εμπέδωσης ενός κλίματος εμπιστοσύνης; Και πώς συνδέονται στην ευρύτερη εξίσωση οι ήδη προχωρημένες συνέργειες με την Κύπρο αλλά και η δυναμική που αναπτύχθηκε τα τελευταία τρία χρόνια με την Ελλάδα, που προσφέρει στο Τελ Αβίβ το απαιτούμενο στρατηγικό βάθος;

ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ ΠΡΟ ΚΡΙΣΙΜΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

Οι τελικές αποφάσεις της ισραηλινής κυβέρνησης πιθανότατα θα ληφθούν σε περίπου ένα χρόνο, και πάντως όχι άμεσα. Άρα, η δημοσιοποίηση απόψεων από διάφορους κύκλους είναι είτε φιλολογική είτε εντάσσεται στη λογική υποστήριξης (lobbying) συγκεκριμένων σχεδίων είτε αποτελεί ευσεβή πόθο, εντούτοις, δεν δεσμεύει κανέναν. Εδώ και καιρό έχει ανοίξει εντός του Ισραήλ μια έντονη δημόσια συζήτηση για το τι συμφέρει περισσότερο τη χώρα.

Α. Να κρατήσει τη συντριπτική πλειοψηφία της παραγωγής του για εγχώρια κατανάλωση ώστε αφενός να αναπτύξει καθαρότερες μορφές ενέργειας (αλλάζοντας το ενεργειακό του μείγμα υπέρ του αερίου), αφετέρου να εκμηδενίσει την εξάρτησή του από εισαγωγές από κράτη που δεν είναι πάντα επαρκώς αξιόπιστα για το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα;

Β. Να εξάγει σχετικά περιορισμένες ποσότητες αερίου στα γειτονικά κράτη προκειμένου να τα «εξευμενίσει», εφόσον προτάξουν το κοινό όφελος της συνεργασίας; Πρώτοι υποψήφιοι είναι η Ιορδανία και η Παλαιστινιακή Δυτική Όχθη (μικρές ποσότητες που δεν ξεπερνούν τα 2 δισ. Κυβικά μέτρα ετησίως), ενώ έπονται η Τουρκία, και -υπό προϋποθέσεις- ακόμη και η Αίγυπτος. Υπενθυμίζεται ότι το 40% του αερίου που κατανάλωνε το Ισραήλ προερχόταν μέχρι πρόσφατα από το Κάιρο. Η αδιάλειπτη από τη δεκαετία του 1980 τροφοδοσία, ωστόσο, διακόπηκε πριν μερικούς μήνες, στον απόηχο συνεχών βομβιστικών επιθέσεων στο δίκτυο αγωγών αλλά και λόγω σχετικής απόφασης της κρατικής εταιρείας της Αιγύπτου. Πλέον υπάρχουν δύο νέα δεδομένα, από τη μια η έναρξη λειτουργίας του ισραηλινού πεδίου Tamar που διοχετεύει τις ποσότητές του στην ισραηλινή αγορά και από την άλλη η καθίζηση της αιγυπτιακής οικονομίας που καθιστά σχεδόν απαραίτητη την επαναλειτουργία του αγωγού αερίου προς το Ισραήλ. Συνέπεια αυτών, οι διαπραγματεύσεις θα γίνουν σε νέα, επωφελέστερη για το Τελ Αβίβ, βάση.

Γ. Να εξαχθούν ποσότητες προς την Ευρώπη είτε μέσω αγωγού είτε με τη μορφή LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου); Η υφεσιακή πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας προβληματίζει ως προς τη ζήτηση αλλά και την μερικώς αναγκαστική πτώση των τιμών

Δ. Να τροφοδοτηθεί η διψασμένη ασιατική αγορά με υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG); Η σχετικά μεγάλη απόσταση σε συνάρτηση με τον ανταγωνισμό από χώρες με τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες (όπως το Κατάρ) και ανερχόμενες δυνάμεις, όπως η Αυστραλία, δυσχεραίνουν το εν λόγω εγχείρημα.

Και στα δύο ενδεχόμενα εξαγωγής LNG, η Κύπρος, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, φάνταζε ως ο ιδανικός προορισμός για την υγροποίηση του ισραηλινού αερίου. Το Τελ Αβίβ, χωρίς να έχει αναθεωρήσει τις θέσεις του, φαίνεται να σκέπτεται εκ νέου τα οφέλη μιας τέτοιας επιλογής. Πάντως, και λόγω των οικονομικών δυσχερειών της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε περίπτωση που δεν συμπεριληφθεί ισραηλινό φυσικό αέριο, η προοπτική δημιουργίας τερματικού σταθμού LNG αποκλειστικά για τη διαχείριση των ποσοτήτων της Κύπρου, αυτή τη στιγμή δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες.

Προκειμένου να έχουμε μια τάξη μεγέθους για τις δυνατότητες της Ανατολικής Μεσογείου, βάσει των υφιστάμενων ευρημάτων –που προφανώς θα αναθεωρηθούν προς τα πάνω- Ισραήλ και Κύπρος διαθέτουν περίπου 950 και 500 δισ. κυβικών μέτρων αερίου προς κατανάλωση και διάθεση σε βάθος χρόνου. Όταν, λοιπόν, η Ρωσία παράγει άνω των 600 δισ. κυβικών μέτρων αερίου ετησίως, είναι αντιληπτή η τεράστια διαφορά δυναμικότητας. Από την άλλη, η αναμονή ανακαλύψεων νέων κοιτασμάτων σε Κύπρο και Ισραήλ, καθώς και η δραστηριοποίηση της Ελλάδας (αλλά εσχάτως και του Λιβάνου), με τον εύλογο προσανατολισμό της Αιγύπτου επίσης προς την αναζήτηση νέων πηγών που θα διευκολύνουν τη διαχείριση της οικονομικής της κρίσης, αποτελούν ενθαρρυντικούς παράγοντες για την ανάδειξη της Ανατολικής Μεσογείου σε συμπληρωματική –ή ακόμη και καθοριστική- συνισταμένη της ενεργειακής εξίσωσης.

Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

Εντούτοις, για να αποτρέψουμε δυσμενείς για τον ευρύτερο ελληνισμό καταστάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, οφείλουμε αφενός να καταστούμε χρήσιμοι για τους ισχυρούς δρώντες (εντός και εκτός περιοχής), αφετέρου να «δέσουμε» τις σχέσεις μας υπό το κοινό συμφέρον, που ποικίλει ανάλογα την περίπτωση. Δεν μπορεί να δεχόμαστε στωικά το γεγονός ότι η Τουρκία συνομιλεί σχεδόν με όλες τις μεγάλες δυνάμεις τόσο για διεθνή όσο και περιφερειακά ζητήματα, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που πιθανόν να θελήσει να εξαργυρώσει τις υπηρεσίες της με ανταλλάγματα στο Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά.

Πρέπει, αφού εντοπίσουμε τα σημεία ενδιαφέροντος, να δούμε επισταμένως το πώς εμείς μπορούμε να προσφέρουμε (ασφαλώς με το γεωπολιτικό αζημίωτο) τις υπηρεσίες μας, εξελισσόμενοι σε μέρος της λύσης προβλημάτων που ταλανίζουν την περιφέρεια αντί σε μέρος του ίδιου του προβλήματος.

Και αν η χρησιμότητα της γειτονικής Τουρκίας είναι αδιαμφισβήτητα μεγαλύτερη της δικής μας σε θέματα όπως η Συρία και το Ιράν, στο ενεργειακό ζήτημα (και τις προεκτάσεις του) η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει λόγο και ρόλο. Να αναλάβει πρωτοβουλίες με ευρωπαϊκό πρόσημο, καταδεικνύοντας αφενός την προσήλωσή της στις ανάγκες της Ένωσης, αφετέρου την ικανότητά της να συν-διαμορφώνει τις περιφερειακές εξελίξεις προς όφελος της ΕΕ. Εντός του εν λόγω πλαισίου θα πρέπει να αναδείξει τη σημασία τής Ανατολικής Μεσογείου για την ασφάλεια τροφοδοσίας της Ευρώπης και να «κουμπώσει» σε αυτή την προοπτική τον καθοριστικό ρόλο Κύπρου και Ελλάδας, τόσο χάριν της ωριμότητας επιχειρηματικών σχεδίων όσο και της ευρωπαϊκής τους ταυτότητας.

Η προχωρημένη συνεργασία ενός κράτους-μέλους, όπως η Κύπρος, σε πρώτη φάση με το Ισραήλ και ακολούθως με άλλα κράτη της περιοχής (π.χ. Λίβανος), καθιστά την Κύπρο έναν ελκυστικό προμηθευτή, ενώ η «προβλέψιμη» Ελλάδα αποδυναμώνει αισθητά τον μονοπωλιακό ρόλο της Τουρκίας ως κόμβου μεταφοράς για όλα τα μη ρωσικά σχέδια του νότιου ευρωπαϊκού ενεργειακού διαδρόμου, δημιουργώντας μια περισσότερο αξιόπιστη εναλλακτική διαδρομή για τη διαμετακόμιση αερίου.

Η Ελλάδα πρέπει να προωθήσει την πρόταση για τις κατά το δυνατόν μεγαλύτερες συγκλίσεις μεταξύ των κρατών της περιοχής, ως προαπαιτούμενου για την προσέλκυση των αναγκαίων κεφαλαίων και της απαραίτητης τεχνογνωσίας, χωρίς, όμως, εκπτώσεις στα εθνικά θέματα. Στην πορεία επίτευξης συνεργειών, η Αθήνα πρέπει να είναι σε θέση οδηγού, αξιοποιώντας στο έπακρο όλα τα πλεονεκτήματά της ως έντιμου διαμεσολαβητή. Δεν θα λύσει το Παλαιστινιακό ή το Κυπριακό αλλά μπορεί να συμβάλει στην εξομάλυνση των προβληματικών σχέσεων μεταξύ κρατών της περιοχής.

Η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί υπερβατικά και πέρα από αποκλεισμούς, ώστε να μη δώσει άλλοθι σε όποιους επιθυμούν να αυτοαποκλειστούν, να το πράξουν επιχειρηματολογώντας σε βάρος της. Συνάμα, οφείλει να εκθέσει σε όλα τα επίπεδα τα κράτη που προσπαθούν να ενισχύσουν τις θέσεις τους δια της αποσταθεροποίησης ή της απειλής αλλαγής του status quo αν δεν γίνουν σεβαστές οι επιθυμίες τους. Όταν μιλούμε για την ανάγκη ομαλοποίησης της κατάστασης, ασφαλώς δεν πρέπει να εννοούμε μια ευκαιριακή διαδικασία με συγκεκριμένους αποδέκτες αλλά μια συνολικά –και έμπρακτα- καλή διάθεση ουσιαστικής αποκλιμάκωσης χωρίς τελεσίγραφα και ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα.

Αναρωτιέμαι, συνεπώς, κατά πόσο εντάσσονται σε αυτή τη λογική οι κυρώσεις σε βάρος εταιρειών που «διανοήθηκαν» να δραστηριοποιηθούν στους διαγωνισμούς της μόνης νόμιμης και καθολικά αναγνωρισμένης κρατικής οντότητας, ή η έμπρακτη συστηματική αμφισβήτηση της κυριαρχίας τρίτων κρατών μέσω της απόπειρας δημιουργίας τετελεσμένων; Έτσι, άραγε, οραματίζονται οι ΗΠΑ την εξισορρόπηση των διαφορών προκειμένου να αποφύγουν κλυδωνισμούς που θα θέσουν σε αμφισβήτηση την ικανότητά τους να ορίζουν τα δρώμενα; Με τρόπο που το συμφέρον των κείμενων κρατών περνάει μέσα από την «αναγκαστική» συνεννόηση με την Τουρκία, μόνο και μόνο επειδή η τελευταία αναδεικνύεται εκ νέου σε κρίσιμη μεταβλητή για την εξυπηρέτηση των σχεδιασμών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής;

Μια –η μοναδική προς το παρόν- υπερδύναμη κινδυνεύει να υπονομεύσει τα συμφέροντά της αν κινείται και δρα με οπορτουνιστικούς όρους, αν δημιουργεί αίσθημα άδικης μεταχείρισης έναντι των συμμάχων της και δη από τη στιγμή που ενισχύει τις αβεβαιότητες, περιφρονώντας άλλους εταίρους της στην περιοχή, τα συμφέροντα των οποίων πλήττονται από το «ελευθέρας» που αυτή προσφέρει στην Άγκυρα. Αλήθεια, η καλοπροαίρετη Τουρκία σε τι προτίθεται να υποχωρήσει έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου προκειμένου να κάνει το χατίρι των Αμερικανών που μοιάζουν να επιζητούν νέα μοντέλα συνεργασίας;

Αυτό πρέπει εγκαίρως και ανερυθρίαστα να το γνωστοποιήσουμε στην Ουάσιγκτον, προτού αναγκαστούμε να αναθεωρήσουμε τη δική μας πολιτική στην περιοχή, ακόμη και αν έτσι διχάσουμε τους εταίρους μας, που ασφαλώς δεν επιθυμούν να ανοίξουν ένα ακόμη μέτωπο ενός, έτσι και αλλιώς, δοκιμαζόμενου εταίρου. Άλλωστε, σε περίπτωση που καλλιεργηθεί η εικόνα ενός περιφερειακού κενού ασφαλείας, με κάποιον τρόπο και από κάποιους αυτό θα πρέπει να καλυφθεί.

Ο ΠΑΡΑΓΩΝ ΧΡΟΝΟΣ

Δεν θα πρέπει να λησμονούμε, μολαταύτα, τον παράγοντα χρόνο. Και η Ανατολική Μεσόγειος των τόσων αβεβαιοτήτων δεν έχει άπλετο χρόνο, αφού ο ανταγωνισμός θα ενταθεί και νέες μορφές ενέργειας θα αναδυθούν, αλλάζοντας, ενδεχομένως τον ενεργειακό χάρτη. Επί παραδείγματι, η νέα (παρότι αμφιλεγόμενη) μορφή ενέργειας του σχιστολιθικού αερίου, η πλήρης ενεργειακή αυτονόμηση των ΗΠΑ καθώς και η διαφαινόμενη δυνατότητά τους να εξάγουν σχιστολιθικό αέριο σε άκρως ανταγωνιστικές τιμές και η ενίσχυση των επενδύσεων για την εξεύρεση νέων πεδίων ανά τον κόσμο αφαιρούν από τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου τη χρονική πολυτέλεια να εκμηδενίσουν τα προβλήματα που ταλανίζουν τις σχέσεις τους ή να καθυστερήσουν τις αποφάσεις τους. Η ομαλοποίηση των σχέσεων, αν γίνει πάνω σε σωστές και δίκαιες βάσεις, και μακριά από εκβιαστικές λογικές, ακόμη και αν δεν λύσει διαχρονικά ζητήματα (π.χ. Κυπριακό) είναι καλοδεχούμενη.

Από την άλλη, εκεί που υπάρχει ωριμότητα στα εν εξελίξει σχέδια, αυτά θα πρέπει να προχωρήσουν χωρίς χρονοτριβή με τους περισσότερο πρόθυμους για συνέργειες. Είναι ξεκάθαρο πως τα πρόσφατα ευρήματα, πολλώ δε μάλλον αυτά που διαμοιράζονται σε αναγνωρισμένες θαλάσσιες ζώνες, μπορούν κατά το πρότυπο συνεκμετάλλευσης Κύπρου-Ισραήλ (στο οικόπεδο 12, «Αφροδίτη») να εξελιχθούν σε εργαλείο εμπέδωσης μιας συνεργατικής λογικής, ενοποιώντας τα συμφέροντα. Για αυτούς, όμως, που έχουν ατζέντα μηδενικού αθροίσματος, οι ίδιες οι εξελίξεις θα τους θέσουν στο περιθώριο. Τα εθνικά οφέλη δεν είναι μονοδιάστατα. Άλλο κράτος θα προσφέρει ποσότητες υδρογονανθράκων στην αγορά, άλλο θα διαμετακομίσει το προϊόν, ένα τρίτο θα διασφαλίσει καλύτερες τιμές εισαγωγής λόγω γειτνίασης, ενώ ένα τέταρτο θα μπορούσε να φιλοξενήσει υποδομές και αποθηκευτικούς χώρους εντός της επικράτειάς του. Ο κοινός παρανομαστής σε μια τέτοια περίπτωση είναι η κοινή μοίρα που εύλογα θα αφυδατώσει τις φιλοδοξίες όποιων επιθυμούν να αμφισβητήσουν το νέο ενεργειακό status quo της περιοχής.

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΙΛΗΣ είναι εντεταλμένος διδάσκων στο Πάντειο
Πανεπιστήμιο και Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Επίσης, είναι εταίρος του τμήματος Νοτιοανατολικής Ευρώπης του
Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Αιγαίο

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης στο ελληνοτουρκικό σύστημα

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Του Νίκου Ιγγλέση
26/09/2024 

Η συνάντηση Κ. Μητσοτάκη – Ρ.Τ. Ερντογάν στη Ν. Υόρκη, στις 24-9-24, ήταν η έκτη τούς τελευταίους δεκαπέντε μήνες. Πρόκειται για «πολιτικό έρωτα» μεταξύ των δύο ηγετών, ιδιαίτερα μετά τη Διακήρυξη των Αθηνών (Δεκέμβριος ’23) ή για το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» όπου το θύμα μέσω ψυχολογικών και συναισθηματικών διεργασιών καταλήγει να ερωτευθεί το θύτη του;

Σε τί αλήθεια αποσκοπούν όλες αυτές οι συναντήσεις, οι συνομιλίες, τα «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης», η λεγόμενη θετική ατζέντα κ.α.; Πού είναι το «παράθυρο ευκαιρίας» που βλέπει η Κυβέρνηση;  Ένα είναι βέβαιο: Όλα αυτά δεσμεύουν την Ελλάδα να μην επιχειρήσει να ανατρέψει το, δυσμενές γι’ αυτήν, status quo στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο και απενοχοποιούν, στη διεθνή σκηνή, την αναθεωρητική – επεκτατική Τουρκία.

Ποιά είναι τα διαχρονικά ζητήματα της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης που, κατά την Κυβέρνηση, θα προωθήσει τη λύση τους ο διάλογος;

1) Η Ελλάδα δικαιούται να ασκήσει το μονομερές δικαίωμα που της δίνει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας να αυξήσει, δηλαδή, τα χωρικά ύδατά της μέχρι τα 12 ν.μ. στο Αιγαίο και την Α. Μεσόγειο και την άρση τού, επ’ αυτού, τουρκικού casus belli; Όχι, υποστηρίζει η Άγκυρα.

2) Τα ελληνικά νησιά που μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη δραστηριότητα διαθέτουν την ίδια ΑΟΖ (μέχρι 200ν.μ.) με αυτήν της ηπειρωτικής χώρας, όπως προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας; Όχι, διαθέτουν μόνο χωρικά ύδατα 6 ν.μ. αντιτείνει η Τουρκία.

3) Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δικαιούνται να είναι στρατιωτικοποιημένα γιατί απειλούνται; Θυμίζουμε το «Θα έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά». Όχι, πρέπει να είναι αποστρατικοποιημένα σύμφωνα με τις Συνθήκες Λωζάνης-Παρισίων, λέει η Τουρκία.

4) Η Ελλάδα μπορεί να καταθέσει στην ΕΕ τους χάρτες του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού, όπως έχει κάνει η Κυπριακή Δημοκρατία; Μια τέτοια ενέργεια θα σήμαινε ανακήρυξη (όχι οριοθέτηση) της συνολικής ελληνικής ΑΟΖ, χωρίς αυτό να προκαλέσει τη σφοδρή τουρκική αντίδραση;

5) Τα Θαλάσσια Πάρκα, που εξαγγέλθηκαν, θα υλοποιηθούν ή ξεχάστηκαν για να μην χαλάσει το θετικό κλίμα; Η Άγκυρα δήλωσε ότι απαιτείται η συναίνεσή της.

6) Το παράνομο, κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, Τουρκολυβικό Μνημόνιο θα ακυρωθεί ή θα παρεμποδίζει την όποια εκμετάλλευση της οριοθετημένης ελληνικής ΑΟΖ με την Αίγυπτο;

7) Τα αφηγήματα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και των «Γαλάζιων Αιθέρων» αποτελούν ευθεία αμφισβήτηση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος. Η Τουρκία διεκδικεί το μισό Αιγαίο, ανατολικά του 25ου Μεσημβρινού και όλη τη θαλάσσια έκταση μεταξύ Ρόδου και Κύπρου (βλέπε χάρτη). Μπορεί κάτι τέτοιο να γίνει αποδεκτό;

8) Στην Κύπρο η Τουρκία ζητάει τη διεθνή αναγνώριση της κατεχόμενης ζώνης ως ανεξάρτητο κράτος. Παράλληλα διακηρύσσει ότι τα κατοχικά στρατεύματά της θα παραμείνουν εσαεί στη νησί. Ο Ελληνισμός μπορεί να το αποδεχτεί;

9) Η μουσουλμανική μειονότητα της Δ. Θράκης που η Άγκυρα, ενάντια στη Συνθήκη της Λωζάνης, αποκαλεί τουρκική, χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια ως «στρατηγική μειονότητα» για την υβριδική αποσταθεροποίηση της Ελλάδας και επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της. Η Κυβέρνηση και το υπόλοιπο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα δεν αντιδρούν για να μη θυμώσει η Τουρκία.

Όλα αυτά και άλλα σημαντικά ζητήματα προδιαγράφουν το αποτέλεσμα του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Η Τουρκία κερδίζει χρόνο και ισχυροποιείται. Η Διακήρυξη των Αθηνών διευκόλυνε την Άγκυρα στην απόκτηση των αμερικανικών F-16 (40 + 80 αεροσκάφη και άφθονα όπλα). Η συνέχιση του διαλόγου διευκολύνει την Τουρκία για την άρση των αμερικανικών κυρώσεων στην πολεμική βιομηχανία της και ίσως στην απόκτηση των F-35. Η Ελλάδα χάνει χρόνο, δεν ασκεί τα νόμιμα δικαιώματά της και δεν ανατρέπει το status quo, στο οποίο έχει εγκλωβιστεί. Η Τουρκία, από την πλευρά της, επιμένει να προβάλλει συνεχώς τις διεκδικήσεις της, όταν απαιτείται τις επιβάλλει δια του καταναγκασμού (π.χ. πρόσφατα στην Κάσο) και στο τέλος θα επικαλεστεί «τις πραγματικότητες επί του πεδίου»  ως ένα είδος «χρησικτησίας» για να τις νομιμοποιήσει στη διεθνή σκηνή.

Το Μεταναστευτικό  

Η Κυβέρνηση προβάλλει ως επιτυχία του διαλόγου τη συνεργασία με την Τουρκία για τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών. Πρόκειται για προπαγάνδα εσωτερικής κατανάλωσης. Αλήθεια, πώς φτάνουν οι μετανάστες από την Κεντρική Ασία, το Κέρας ή την υποσαχάρια Αφρική στην Τουρκία; Έρχονται περπατώντας; Όχι βέβαια. Φτάνουν με πτήσεις των τουρκικών αερογραμμών (χωρίς visa) στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί προωθούνται στον Έβρο και στις ακτές του Αιγαίου. Υπάρχει κανείς αφελής που πιστεύει ότι όλο αυτό το traffic γίνεται εν αγνοία των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, της στρατοχωροφυλακής και της αστυνομίας; Οι διακινητές είναι απλώς τα εκτελεστικά όργανα των υβριδικών επιχειρήσεων της Τουρκίας.

Σύμφωνα με στοιχεία της Frontex το πρώτο οκτάμηνο του 2024 οι μεταναστευτικές ροές από την Α. Μεσόγειο προς την Ελλάδα  αυξήθηκαν κατά 39% (πάνω από 37.000 άτομα). Αντίθετα από την Κεντρική Μεσόγειο προς την Ιταλία μειώθηκαν κατά 64%. Ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Ν. Παναγιωτόπουλος, σε πρόσφατη συνέντευξή του, ανέφερε ότι οι ροές, το πρώτο οκτάμηνο αυξήθηκαν, κατά 60%. Ίσως ξέρει κάτι περισσότερο. Αυτοί οι αριθμοί αφορούν όσους εντοπίζονται και καταγράφονται. Χιλιάδες άλλοι διέρχονται λαθραία από τα σύνορα. Κάθε μέρα στον Έβρο και στην Εγνατία οδό συλλαμβάνονται αλλοδαποί και ημεδαποί διακινητές με κλεμμένα αυτοκίνητα να προωθούν λαθρομετανάστες στο εσωτερικό της χώρας. Εκείνος ο φράκτης στον Έβρο προχωράει με «ρυθμό χελώνας».

Αλήθεια, γιατί η Κυβέρνηση δεν αναστέλλει τη χορήγηση ασύλου για έξι μήνες, όπως έκανε η Κυπριακή Δημοκρατία με αποτέλεσμα την κατακόρυφη μείωση των αφίξεων μεταναστών; Αλλά πώς να το κάνει όταν ο πρωθυπουργός έχει δηλώσει ότι είναι ευτυχής που η ελληνική κοινωνία μεταλλάσσεται σε πολυπολιτισμική! Όταν οι Έλληνες, δηλαδή, θα γίνουν μια από τις διάφορες μειονότητες που θα διαβιούν στην ελληνική επικράτεια.

Το Κυπριακό

Ο Νίκος Χριστοδουλίδης πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κράτους διεθνώς αναγνωρισμένου, μέλους του ΟΗΕ, της ΕΕ και άλλων διεθνών οργανισμών παρακαλάει για μια συνάντηση με τον επικεφαλής της αποσχιστικής οντότητας της Βόρειας Κύπρου για να επαναρχίσει ο διάλογος για λύση του Κυπριακού. Μόνο που τη λύση του Κυπριακού δε θα την αποφασίσει ο όποιος Ερσιν Τατάρ αλλά η Άγκυρα. Αν ο Ν. Χριστοδουλίδης ήθελε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του και ιδιαίτερα το κύρος της Κυπριακής Δημοκρατίας θα έπρεπε να ζητάει διάλογο με τον Ερντογάν. Από κοντά ο Κ. Μητσοτάκης και ο Υπουργός του των Εξωτερικών δηλώνουν ευτυχείς που υπάρχει κινητικότητα στο Κυπριακό. Κινητικότητα για να προκύψει τι; Για να απενοχοποιείται ο εισβολέας και κατακτητής;

Μετά 50 χρόνια κανένα κράτος και κανείς διεθνής οργανισμός δε ζητάει την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο. Όλοι ζητούν διάλογο μεταξύ των δύο κοινοτήτων και αμοιβαίες υποχωρήσεις για την εύρεση της όποιας λύσης. Η Τουρκία είναι στο απυρόβλητο. Εδώ έχουν οδηγήσει τον Ελληνισμό 50 χρόνια κατευναστικής πολιτικής  Για αποτροπή, ανάσχεση και απελευθέρωση της κατεχόμενης Κύπρου δε μιλάει ούτε η Αθήνα ούτε η Λευκωσία.

 Ο Ερντογάν ζητάει από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τη διεθνή αναγνώριση ως ανεξάρτητου κράτους των κατεχομένων εδαφών και οι Μητσοτάκης και Χριστοδουλίδης μια Δικοινοτική –Διζωνική Ομοσπονδία που μπορεί να είναι χειρότερη ακόμη και της διχοτόμησης, αφού θα θέσει και τις ελεύθερες περιοχές υπό τον γεωπολιτικό έλεγχο της Τουρκίας.

Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση είτε ο Ελληνισμός θα αποδεχτεί όλους τους τουρκικούς όρους είτε η Τουρκία θα πρέπει να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τους γεωστρατηγικούς στόχους της. Μέση λύση δεν υπάρχει, γιατί αν δώσουμε μόνο ορισμένα απ’ όσα απαιτεί η Άγκυρα, «για να μην είμαστε καθημερινά με το δάκτυλο στη σκανδάλη» όπως είπε ο κ. Μητσοτάκης, απλώς θα της ανοίξουμε την όρεξη και για τα υπόλοιπα όντας σε ακόμη πιο αδύναμη θέση. Εκτός αν το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» έχει καταλάβει ολοκληρωτικά το πολιτικό προσωπικό σε Αθήνα και Λευκωσία.

Υ.Γ. 1 Πέρασε ίσως απαρατήρητη η αναφορά του Κ. Μητσοτάκη κατά την ομιλία του στη «Σύνοδο Κορυφής για Το Μέλλον» του ΟΗΕ. Είπε: «Το παγκόσμιο συμφέρον διαπερνά το μεμονωμένο συμφέρον των κρατών». Ποιος αλήθεια ορίζει το παγκόσμιο συμφέρον; Η παγκοσμιοποίηση, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, η Σύνοδος του Νταβός ή κάποιος άλλος;

Υ.Γ. 2 Απορεί κανείς με την εμμονή των ελλήνων πολιτικών να μιλούν για ενδεχόμενη οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ με την Τουρκία. Αγνοούν ότι στην ΑΟΖ περιλαμβάνεται και η υφαλοκρηπίδα; Ή εξυπηρετούν την Άγκυρα που δεν έχει επικυρώσει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας και θέλει οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας ώστε να ισχυριστεί ότι τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου κάθονται πάνω στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολίας;

 

Πηγή: www.ellinikiantistasi.gr

Συνέχεια ανάγνωσης

Αιγαίο

ΕΣΤΙΑ: Το δώρο Μητσοτάκη σε Ερντογάν! «Γκρίζες» ὅλες οἱ βραχονησῖδες καί τά νησιά πού εὑρίσκονται σέ ἀπόσταση 10 μιλίων ἀπό τά «θαλάσσια σύνορα»

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

«Ἀπαγόρευση τῆς τουριστικῆς ἀνάπτυξης» προβλέπει νομοσχέδιο τοῦ Ὑπουργείου Ἐνεργείας γιά τό Εἰδικό Χωροταξικό Σχέδιο στόν τουρισμό – «Ἀπαράδεκτη καί ἀναιτιολόγητη» θεωρεῖ τήν ρύθμιση ὁ πρόεδρος τοῦ ΤΕΕ Λέσβου κ. Στρατῆς Μανωλακέλλης – Τό πάγωμα τῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος ἀκυρώνει τήν ΑΟΖ – Τό «δῶρο» Μητσοτάκη σέ Ἐρντογάν

Μικρονήσια τοῦ Αἰγαίου χωρίς ΑΟΖ καί ὑφαλοκρηπῖδα μέ ἑλληνικό νόμο!

Οταν ἐκδιώκονται οἱ κάτοικοι καί ἀναστέλλεται ἡ οἰκονομική δραστηριότητα ἀπό νησί ἤ μικρονησίδα, αὐτομάτως χάνεται καί τό δικαίωμά του σέ ΑΟΖ καί ὑφαλοκρηπῖδα. Αὐτό ὁρίζει τό Διεθνές Δίκαιο τῆς Θαλάσσης. Εἶναι λοιπόν ἐξωφρενικό, εἶναι ἐξοργιστικό, τό γεγονός ὅτι προετοιμάζεται νόμος τοῦ ἑλληνικοῦ Κράτους, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει τήν τουριστική ἀνάπτυξη σέ μιά ὁλόκληρη κατηγορία νήσων καί νησίδων, καθιστῶντας τις ἔτσι «γκρίζες». Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὀψέποτε γίνουν διαπραγματεύσεις γιά ὁριοθέτηση ΑΟΖ καί ὑφαλοκρηπῖδας στό Αἰγαῖο καί ἐν γένει στό ἑλληνικό ἀρχιπέλαγος, θά εὑρεθεῖ ἡ Τουρκία σέ πλεονεκτική θέση, καθώς θά ὑπάρχει ἑλληνικός νόμος, ὁ ὁποῖος θά δικαιώνει τήν ἀπαίτησή της νά μήν ἔχουν τά νησιά δικαίωμα σέ ΑΟΖ καί ὑφαλοκρηπῖδα.

Πρόκειται, ὅπως ἀποκαλύπτει ἡ «Ἑστία», γιά τό νομοσχέδιο τοῦ Ὑπουργείου Ἐνεργείας πού ὁρίζει τό Εἰδικό Χωροταξικό Σχέδιο γιά τόν τουρισμό, τό ὁποῖο ἤδη εὑρίσκεται σέ δημόσια διαβούλευση. Τό νομοσχέδιο αὐτό περιλαμβάνει συγκεκριμένες διατάξεις πού ἀπαγορεύουν –ναί, χρησιμοποιεῖται ὁ ὄρος «ἀπαγορεύεται»– τήν τουριστική ἀνάπτυξη σέ ἑλληνικά νησιά. Καί ἐνδεχομένως σέ κάποια ἀπό τά νησιά αὐτά νά μήν εἶναι ἐφικτό νά δημιουργηθοῦν τουριστικές ὑποδομές. Ποιός εἶναι ὅμως ὁ λόγος νά ὑπάρχει ρητή ἀπαγόρευσις σέ νόμο τοῦ ἑλληνικοῦ Κράτους;

Ἀκόμη καί νησιά ἤ νησῖδες πού δέν ἔχουν αὐτήν τήν στιγμή ὑποδομές οἰκονομικῆς δραστηριότητος, δυνητικῶς μποροῦν ὁποιαδήποτε στιγμή νά ἀποκτήσουν. Συνεπῶς τό δικαίωμα νά ἔχουν ἐπήρεια στήν ὁριοθέτηση θαλασσίων ζωνῶν ὑφίσταται. Ποιός ὁ λόγος νά καταργηθεῖ αὐτό μέ ἑλληνικό νόμο; Τό ὅλο ζήτημα θυμίζει τήν περίπτωση τῆς νησῖδος Λέβιθα, ἀπό τήν ὁποία ἐξεδιώχθησαν βοσκός καί τό κοπάδι του (δηλαδή ὁ κάτοικος καί ἡ οἰκονομική του δραστηριότης) γιά νά «σωθεῖ» ἕνα σπάνιο εἶδος σαλιγκαριῶν. Ἔχουν ἄραγε τά σαλιγκάρια μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τά κυριαρχικά δικαιώματα τῆς χώρας μας στό Αἰγαῖο;

Γιά νά μήν μακρυγοροῦμε, ἰδού τί ἀναφέρει τό ἐπίμαχο νομοσχέδιο:

«Ὁμάδα ΙΙΙ: Ἀκατοίκητα νησιά καί βραχονησῖδες

Ἡ Ὁμάδα ΙΙΙ περιλαμβάνει δύο ὑποομάδες, μέ βάση τά ἰδιαίτερα φυσικά καί ἀνθρωπογενῆ χαρακτηριστικά τους, τό μέγεθος καί τήν ἐγγύτητά τους μέ κατοικημένες περιοχές.

Στήν 1η ὑποομάδα περιλαμβάνονται:

• Βραχονησῖδες

• Νησιά μέ ἔκταση μικρότερη τῶν 300 στρεμμάτων

• Νησιά τά ὁποῖα εὑρίσκονται σέ ἀπόσταση μικρότερη τῶν 10 ναυτικῶν μιλίων ἀπό τά θαλάσσια σύνορα τῆς χώρας

• Νησιά τά ὁποῖα εὑρίσκονται σέ ἀπόσταση μεγαλύτερη τῶν 10 ναυτικῶν μιλίων ἀπό παράκτιες περιοχές τοῦ ἠπειρωτικοῦ τμήματος τῆς χώρας ἤ ἀπό νησιά πού διαθέτουν ἀκτοπλοϊκή πρόσβαση.

Στήν δεύτερη ὑποομάδα περιλαμβάνονται ὅλα τά ἀκατοίκητα νησιά (μηδενικός πληθυσμός κατά τήν ἑκάστοτε τελευταία ἀπογραφή) πού δέν ἀνήκουν στήν 1η ὑποομάδα».

Τό νέο ΕΧΠ‐Τ προτείνει τίς παρακάτω ρυθμίσεις γιά τήν Ὁμάδα ΙΙΙ:

«1. Στά νησιά τῆς πρώτης ὑποομάδας δέν ἐπιτρέπεται κανένα εἶδος τουριστικῆς ἀνάπτυξης.

2. Στά νησιά τῆς δεύτερης ὑποομάδας ἐπιτρέπονται μόνο ΟΥΤΔ «ἤπιας ἀνάπτυξης». Σημειώνεται ὅτι μέ βάση τό ἰσχῦον θεσμικό πλαίσιο, ὁ συντελεστής δόμησης γιά τά σύνθετα τουριστικά καταλύματα (ΣΤΚ) καί τά μεικτά τουριστικά καταλύματα μικρῆς κλίμακας (ΜΤΚΜΚ) περιορίζεται ἀπό 0,2 σέ 0,12 γιά τά κατοικημένα νησιά πλήν τῶν νήσων Κρήτης, Εὔβοιας, Κέρκυρας καί Ρόδου. Στό ἴδιο πνεῦμα κρίνεται σκόπιμο οἱ ὀργανωμένοι ὑποδοχεῖς τουριστικῶν δραστηριοτήτων (ΟΥΤΔ) πού ἐπιτρέπονται στά νησιά αὐτά νά εἶναι ἤπιας ἀνάπτυξης κατά τόν ὁρισμό τοῦ ὑπό μελέτη ΕΧΠ‐Τ».

Πρόεδρος Τεχνικού Επιμελητηρίου Βορειοανατολικού Αιγαίου: Απαράδεκτη η απαγόρευση

Ἡ ἀπαγόρευσις αὐτή, τῆς ἀναπτύξεως τῶν νησίδων τῆς τρίτης ὑποομάδος, χαρακτηρίζεται ἀπαράδεκτη καί ἀναιτιολόγητη καί ἀπό τό Τεχνικό Ἐπιμελητήριο Βορειοανατολικοῦ Αἰγαίου, τό ὁποῖο σέ ἔγγραφο πρός τό ὑπουργεῖο ἐνεργείας, τό ὁποῖο ὑπογράφει ὁ πρόεδρός του Στρατῆς Μανωλακέλλης, μεταξύ ἄλλων ὑπογραμμίζει:

«Καταγράφονται στήν Ὁμάδα ΙΙΙ:

“Ἀκατοίκητα νησιά καί βραχονησῖδες” ὡς 1η ὑποομάδα

• Οἱ βραχονησῖδες

• Νησιά μέ ἔκταση μικρότερη τῶν 300 στρεμμάτων.

• Νησιά τά ὁποῖα εὑρίσκονται σέ ἀπόσταση μικρότερη τῶν 10 ναυτικῶν μιλίων ἀπό τά θαλάσσια σύνορα τῆς χώρας.

• Νησιά τά ὁποῖα εὑρίσκονται σέ ἀπόσταση μεγαλύτερη τῶν 10 ναυτικῶν μιλίων ἀπό παράκτιες περιοχές τοῦ ἠπειρωτικοῦ τμήματος τῆς χώρας ἤ ἀπό νησιά πού διαθέτουν ἀκτοπλοϊκή πρόσβαση καί ἐπιβάλλεται ἀπαγόρευση ὁποιασδήποτε μορφῆς τουριστικῆς ἀνάπτυξης!

Συγκεκριμένα ἀναφέρεται: “Στά νησιά τῆς πρώτης ὑποομάδας δέν ἐπιτρέπεται κανένα εἶδος τουριστικῆς ἀνάπτυξης. Στά νησιά τῆς δεύτερης ὑποομάδας ἐπιτρέπονται μόνο ΟΥΤΔ ἤπιας ἀνάπτυξης.

Ὡς κάτοικοι ἀκριτικῶν νησιῶν θεωροῦμε ἀπαράδεκτη καί ἀναιτιολόγητη μιά τέτοια ἀπαγόρευση καί ζητοῦμε τήν διαγραφή της ἤ τροποποίησή της μέ ρυθμίσεις ἀνάλογες τῆς 2ης ὑποομάδας».

Ἐρώτησις: Μήπως ὁ νόμος τοῦ κ. Σκυλακάκη εἶναι τό «δῶρο» τοῦ Πρωθυπουργοῦ στόν Πρόεδρο Ἐρντογάν κατά τήν σημερινή τους συνάντηση; Αὐτή εἶναι ἡ «συναντίληψη γιά τίς θαλάσσιες ζῶνες»;

ΠΗΓΗ: ΕΣΤΙΑ

Συνέχεια ανάγνωσης

Αιγαίο

Δημήτρης Τσαϊλάς: Από τον εξαναγκασμό στη συνθηκολόγηση

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Η πολλαπλότητα και η πολυπλοκότητα των προκλήσεων εθνικής κυριαρχίας, που αντιμετωπίζουμε δεν αφήνουν περιθώρια για διπλωματικούς ελιγμούς, λόγω των εκφρασμένων απειλών από την Τουρκία. Αυτό το πολύπλοκο σύνολο αλληλένδετων ζητημάτων (ΑΟΖ, Υφαλοκρηπίδα, Δικαίωμα επέκτασης χωρικών υδάτων, Δικαίωμα προάσπισης νησιών ανατολικού Αιγαίου, Δικαίωμα έρευνας διάσωσης στο FIR, Δυτική Θράκη, Κύπρος) είναι πολύ πολύπλοκο για ακόμη και για πολύ εξειδικευμένους διπλωμάτες να φαντάζονται εύκολες λύσεις. Η κυβέρνηση μας αποφάσισε με μυστική διπλωματία ουσιαστικά, να δώσει προτεραιότητα σε δύο ζητήματα: τον κατευνασμό της Τουρκίας και την ενίσχυση από τους συμμάχους και εταίρους. Δυστυχώς θα μάθουμε πολύ σύντομα, εάν αυτά τα ζητήματα είναι πιθανό να επιλυθούν. 

Η Τουρκία ακολουθεί μια ολοένα και πιο αυτόνομη εξωτερική πολιτική, ενώ εδραιώνει το αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησής της. Εν μέσω μιας μεταβαλλόμενης παγκόσμιας τάξης, η Άγκυρα χρειάζεται την Ελλάδα μόνο για να ισορροπήσει τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες με τα βασικά οικονομικά της συμφέροντα και τις σχέσεις της με τη Δύση και όχι για να υπάρξει οποιαδήποτε επίλυση για τις θαλάσσιες ζώνες. 

Ο κόσμος γίνεται μάρτυρας κοσμοϊστορικών γεωπολιτικών αλλαγών στην ηπειρωτική Ευρώπη. Παράλληλα, η μόνιμη απειλή για τον Ελληνισμό, η Τουρκία αναπροσανατολίζει την εξωτερική της πολιτική και επεκτείνει τον περιφερειακό ρόλο της. Η Τουρκία είναι προφανώς ελεύθερη να ακολουθήσει τη δική της πορεία. Αυτό που μένει να δούμε είναι πώς ο Ελληνισμός θα εξισορροπήσει τις περιφερειακές γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας με την ευρωπαϊκή γειτονιά της και τα βασικά οικονομικά συμφέροντα και περιορισμούς της. 

Εν μέσω μιας μαζικής αναταραχής στην παγκόσμια γεωπολιτική, έχει καταστεί ζωτικής σημασίας για όλους μας στην Ελλάδα να κάνουμε μια λειτουργική αξιολόγηση της διεθνούς πραγματικότητας με σκοπό να μην επιτρέψουμε να εγείρονται ζητήματα κυριαρχίας. Ο εν εξελίξει αφοπλισμός των νησιών του Αιγαίου, και η επί θύραις θεσμοποίησή του σε αποστρατιωτικοποίηση/ουδετερότητα, (με άλλοθι το σχεδιαζόμενο Ελληνο-Τουρκικό Σύμφωνο Φιλίας και μη -Επίθεσης) πρέπει να σταματήσει!!  Κάθε μέσο νόμιμης δράσης είναι καλό και πρόσφορο για τον σκοπό αυτό. Προέχει η  ενημέρωση των πολιτών για τις συνέπειες που θα έχει ο σχεδιασμός της αποστρατιωτικοποίησης και συναφούς ουδετερότητας στην ασφάλειά τους, στην ίδια τους την ζωή και στο μέλλον των παιδιών τους. Είναι απαραίτητη η διαμόρφωση και οργάνωση του πλαισίου, που θα επιτρέψει στους πολίτες ν` αναλάβουν, με συγκροτημένη δράση, την ευθύνη κάθε ενός και κάθε μίας για την άμυνα της χώρας και των επαπειλούμενων περιοχών της.

Πώς η Τουρκία μπορεί να κερδίσει χωρίς πόλεμο

Υπάρχει ένας εύλογος δρόμος για την Τουρκία να χρησιμοποιήσει εξαναγκασμό σε μαζική κλίμακα για να αναγκάσει την Ελλάδα να αποδεχθεί τις απαιτήσεις της Άγκυρας χωρίς να πυροδοτήσει μεγάλο περιφερειακό πόλεμο και χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τους περιφερειακούς υψηλούς-στρατηγικούς στόχους της Τουρκίας.

Πολύ λίγη προσοχή δίνεται στις δυνατότητες εξαναγκασμού της Τουρκίας, ενώ η στρατιωτική ικανότητα της παραμένει στο επίκεντρο των στρατηγικών.

Μια βραχυπρόθεσμη εκστρατεία εξαναγκασμού μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες για να παράσχει στη Τουρκία διάφορες οδούς που θα μπορούσαν να μετατρέψουν τις καταναγκαστικές δραστηριότητες της σε πολιτικά αποτελέσματα που θα της επιτρέψουν να αποκτήσει πολιτικό έλεγχο στη γεωπολιτική περιφέρεια.

Ο Ελληνισμός είναι πλήρως ικανός να αναπτύξει επαρκή αντίμετρα για να αποτρέψει και να νικήσει μια εκστρατεία εξαναγκασμού της Τουρκίας που στοχεύει την κυριαρχία μας μέσω άμεσης δράσης και στενού συντονισμό;

Ο φόβος ότι η Τουρκία θα προκαλέσει κρίση στην Ελλάδα και θα μας παρασύρει σε έναν μαζικό πόλεμο στο Αιγαίο ώθησε εδώ και πολλά χρόνια την αυξανόμενη εστίαση στην προετοιμασία για σύγκρουση. Η επέκταση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Τουρκίας και οι απειλές της Τουρκίας για ορόσημα όπως του αιώνα της Τουρκίας έχουν εντείνει αυτούς τους φόβους και έχουν πυροδοτήσει έντονες συζητήσεις σχετικά με τον πιθανό ρόλο και την ετοιμότητα του Ελληνισμού να αποτρέψει και να νικήσει σε μια κρίση.

Οι ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα του Ελληνισμού να υπερασπιστεί ολιστικά στις θάλασσες του Αιγαίου και της Μεσογείου είναι έγκυρες και σημαντικές επειδή τα ελληνικά συμφέροντα θα πλήττονταν σοβαρά από την ενεργή αμφισβήτηση νήσων. Η θάλασσα είναι στρατηγικά ζωτικής σημασίας για την επιβίωση μας. 

Ωστόσο, ο Ελληνισμός εξακολουθεί να στερείται μιας σαφούς υψηλής στρατηγικής για την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση διατυπώνει όλο και περισσότερο τη σημασία της διατήρησης αυτών. Ακόμη χειρότερα, οι συζητήσεις για την άμυνα της Ελλάδας έχουν επικεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά στην αποτροπή ή την ήττα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων σε μια πιθανή σύγκρουση ενώ έχουν αγνοήσει σε μεγάλο βαθμό το πιθανότερο σενάριο, στοιχεία του οποίου βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη. Μια εκστρατεία εξαναγκασμού της Τουρκίας που απέχει πολύ από την εισβολή, αλλά φέρνει ωστόσο τον Ελληνισμό υπό τον έλεγχο της Άγκυρας. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να πείσει την ηγέτιδα δύναμη της βορειοατλαντικής συμμαχίας ΗΠΑ και τους εταίρους στην ΕΕ να αποχωρήσουν από τη στενότερη εστίαση σε ένα μόνο επικίνδυνο σενάριο για να επανεκτιμήσουν την πλήρη απειλή που θέτει η Τουρκία και να αναπτύξουν ένα συνεκτικό σύνολο στρατηγικών για να νικήσουν όλες τις πτυχές αυτής της απειλής.

Οι στρατηγικές συζητήσεις στα διάφορα φόρα σχετικά με την άμυνα του Ελληνισμού επικεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο αποτροπής της σύγκρουσης. Αυτές οι συζητήσεις έχουν γίνει ιδιαίτερα εμφανείς καθώς η τουρκικές διεκδικήσεις αυξάνονται και γίνονται όλο και πιο εμφανής. Η αποφασιστικότητα των πολιτών του Ελληνισμού να διατηρήσει την κυριαρχία του ενθαρρύνει τους ηγέτες της Άγκυρας να επιλέξουν όλο και πιο καταναγκαστικά μονοπάτια για να αποκτήσουν τον έλεγχο, μέχρι και τη σύγκρουση. Σε αυτό το σημείο που έχουμε φτάσει πρέπει σίγουρα να προετοιμαστούμε για την πιθανότητα σύγκρουσης, αλλά πρέπει επίσης να προετοιμαστούμε για εναλλακτικές στρατηγικές υβριδικού πολέμου και εξαναγκασμού της Τουρκίας.

Η στρατηγική σχεδίαση της Τουρκίας, εδώ και καιρό, αναγνώρισε αυτό το σημαντικό κενό στη στρατηγική σκέψη του Ελληνισμού και προσπάθησε να εξετάσει εάν τέτοιες εξαναγκαστικές προσεγγίσεις ακόμη και βραχυπρόθεσμου πολέμου θα μπορούσαν να αναγκάσουν την Ελλάδα να υποχωρήσει στις απαιτήσεις της χωρίς σύγκρουση ή στρατιωτικό αποκλεισμό κάποιων νησιών. Έχουνε αναπτύξει μια ρεαλιστική προσέγγιση που θα μπορούσε να μας εξαναγκάσει σε μια πολιτική διευθέτηση ευνοϊκή για την Τουρκία χωρίς να εισβάλει και να καταλάβει ένα νησί. Αναφέρομαι σε αυτή την ολοκληρωμένη πολιτικο-στρατιωτική εκστρατεία ως τη βραχυπρόθεσμη πορεία εξαναγκασμού.

Η επιτυχία της πορείας δράσεως εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αποτυχία των στόχων της να αναγνωρίσουν την ύπαρξή της ως συνεκτικό εγχείρημα. Αυξάνοντας συνεχώς την πίεση και εντείνοντας τη βασική καταναγκαστική δραστηριότητα, η Τουρκία στοχεύει να αναβαθμίζει όλο και περισσότερο τις απαιτήσεις έως ότου οι κρίσιμοι τομείς της πολιτικής της Ελλάδας αποδεχτούν μια «ειρηνευτική διαδικασία» που προτείνει η Τουρκία ως προτιμότερη από τη συνεχιζόμενη αντίσταση.

Η πορεία δράσης τους επιτίθεται σε τρία κέντρα βάρους, που παρέχουν επί του παρόντος στην κυβέρνηση της Ελλάδας και στον λαό της τη δύναμη να αντισταθούν στον εξαναγκασμό της Τουρκίας.

Το πρώτο είναι η στρατηγική σχέση ΗΠΑ-Ελλάδας, η οποία περιλαμβάνει ολοκληρωμένη διμερή συνεργασία. Εκτελούν, επιχειρήσεις παραπληροφόρησης και απειλή για στρατιωτική κλιμάκωση για να πείσει τις ΗΠΑ ότι η συνεργασία τους με την Ελλάδα δημιουργεί περαιτέρω κλιμάκωση, ενώ η ειρήνη και η ευημερία είναι προ των πυλών εάν αυτή η εταιρική σχέση σταματήσει.

Το δεύτερο κέντρο βάρους είναι η ικανότητα της Ελληνικής κυβέρνησης να λειτουργεί και να παρέχει βασικές υπηρεσίες. Οικονομικός πόλεμος, κυβερνοπόλεμος, δολιοφθορά, αυστηρές (και ψευδο-νόμιμες) απαιτήσεις της Άγκυρας, ηλεκτρονικός πόλεμος και προπαγάνδα επικριτική για την κακοδιαχείριση της κυβέρνησης επιδιώκουν να μειώσουν δραστικά την αξιοπιστία και να διαβρώσουν τη νομιμότητα της Ελληνικής κυβέρνησης στα μάτια των δικών της ανθρώπων.

Τρίτον, οι εκτεταμένες και επίμονες μελέτες ινστιτούτων στρατηγικής (πχ ΕΛΙΑΜΕΠ) διαμορφώνουν γνωστικές και ψυχολογικές εκστρατείες στοχεύοντας να σπάσουν τη βούληση των Ελλήνων για αντίσταση εκφοβίζοντας τους υποστηρικτές της αντίστασης, σπέρνοντας αμφιβολίες και φόβο στον πληθυσμό και δημιουργώντας αιτήματα για ανταλλαγή πολιτικών παραχωρήσεων για ειρήνη.

Εάν η Άγκυρα επιτεθεί επιτυχώς σε καθένα από αυτά τα κέντρα βάρους, η αίσθηση της εγκατάλειψης μεταξύ του Ελληνικού λαού θα ήταν συντριπτική και η κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να εξετάσει ένα νέο παράδειγμα για τις θαλάσσιες ζώνες ως εναλλακτική λύση. 

Πηγή: Militaire

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή