Ακολουθήστε μας

Ανθρώπινα Δικαιώματα

Το σχέδιο Μαρζούκι για την ίδρυση Διεθνούς Συνταγματικού Δικαστηρίου

Δημοσιεύτηκε

στις

Chemillier-Gendreau Monique ,
[Παπακριβόπουλος Βασίλης (μτφ)]

Αιματηρή καταστολή στην Αίγυπτο και στη Συρία,
γενικευμένη κατασκοπία στις Ηνωμένες Πολιτείες, τσαλαπάτημα του
δικαιώματος στο άσυλο στην Ευρώπη, τσάκισμα της αντιπολίτευσης στην
Κίνα : αμέτρητες είναι πλέον οι χώρες που παραβιάζουν χωρίς τον
παραμικρό δισταγμό τους κανόνες δικαίου που έχουν οι ίδιες κυρώσει με
διεθνείς συνθήκες. Μήπως έχει φθάσει ο καιρός να εφαρμοστούν οι κανόνες,
όχι μέσα από την πολιτική των κανονιοφόρων, αλλά με την προσφυγή στο
όπλο του Δικαίου ;


Ένας από τους πλέον αναπάντεχους
κι ενδιαφέροντες καρπούς της « αραβικής άνοιξης » είναι, χωρίς
αμφιβολία, το σχέδιο για την ίδρυση ενός Διεθνούς Συνταγματικού
Δικαστηρίου. Η ιδέα προέκυψε από την πικρία που αισθάνθηκε ο Μόνσεφ
Μαρζούκι, ο σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας της Τυνησίας (ο οποίος
αναμένει τη δημιουργία σταθερών θεσμών στη χώρα, τους οποίους οφείλει να
θεσπίσει η Συντακτική Εθνοσυνέλευση), όταν βρέθηκε απέναντι στα
αδιέξοδα του διεθνούς δικαίου. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του
Ζινεντίν Μπεν Αλί, είδε να οργανώνονται εκλογές κάτω από συνθήκες
κατατρομοκράτησης και νοθείας και τα σημαντικότερα κείμενα της διεθνούς
νομοθεσίας, τα οποία υποτίθεται ότι εγγυώνται τις δημόσιες ελευθερίες,
να αδυνατούν να προσφέρουν μια αποτελεσματική βοήθεια.
Είναι αλήθεια ότι –παρά το γεγονός ότι η δημοκρατία
προβάλλεται ως οικουμενική αξία- η διεθνής κοινότητα δεν διαθέτει τα
μέσα που απαιτούνται για την εφαρμογή της στην πράξη. Γι’ αυτόν τον
λόγο, πρέπει να ξαναγίνει σήμερα η καλή πίστη κομβικό σημείο της
πολιτικής και να υποχρεωθούν οι εκπρόσωποι των κρατών να εναρμονίζουν
τις πράξεις τους με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει [1].
Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, απαιτείται η δημιουργία ενός
δικαστικού μηχανισμού, ο οποίος θα ελέγχει κατά πόσον οι συνταγματικές
διατάξεις και πρακτικές των κρατών συμβαδίζουν με τα διεθνή πρότυπα στον
τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών. Η
συγκεκριμένη εξέλιξη θα μπορούσε να συμβαδίζει και με το περιεχόμενο
πολλών Συνταγμάτων, τα οποία διακηρύσσουν την ανωτερότητα του Διεθνούς
Δικαίου πάνω στο εσωτερικό δίκαιο.
Εάν η καλή πίστη έχει κάποιο νόημα, αυτό προϋποθέτει
οπωσδήποτε ότι δεν πρέπει να επιθυμεί κανείς ένα πράγμα και ταυτόχρονα
το αντίθετό του. Εάν η πλειονότητα των κρατών έχει κυρώσει διεθνείς
συμβάσεις οι οποίες, για παράδειγμα, ορίζουν ότι « κάθε
πολίτης έχει το δικαίωμα : α) να συμμετέχει στις δημόσιες υποθέσεις,
είτε άμεσα, είτε μέσω των εκπροσώπων του οι οποίοι εκλέγονται ελεύθερα •
(…) γ) να έχει πρόσβαση, κάτω από γενικές συνθήκες ισότητας, στα
δημόσια αξιώματα της χώρας του
 [2] »,
τότε, σε εθνικό επίπεδο, οι διατάξεις του Συντάγματος ή της εθνικής
νομοθεσίας πρέπει να κατοχυρώνουν αυτά τα δικαιώματα και όχι να τα
παρεμποδίζουν. Το ίδιο ισχύει και για το δικαίωμα κάθε ατόμου στην
ελευθερία σκέψης, έκφρασης και θρησκευτικής λατρείας. Με βάση αυτή την
αρχή, όλες οι θρησκείες θα έπρεπε να είναι σεβαστές, και ταυτόχρονα
καμία από αυτές δεν θα έπρεπε να επιβάλλεται σε κανένα άτομο.
Κουλτούρα ατιμωρησίας
Τα κράτη ξεχνούν ότι δεσμεύονται από αυτά τα νομικά
κείμενα που έχουν κυρώσει και τα θεωρούσαν ως τώρα απλά ευχολόγια. Κι
αυτό, παρά το γεγονός του μεγάλου βαθμού αποδοχής των συμφωνιών :
πράγματι, ανάμεσα στα κράτη που τις έχουν κυρώσει, συναντάμε « Λαϊκές
Δημοκρατίες » της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, κράτη που ενδιαφέρονται
περισσότερο για τη θρησκευτική κατήχηση των υπηκόων τους και πολύ
λιγότερο για τις ελευθερίες τους, καθώς και ανοιχτές δικτατορίες. Όσο
για τα δυτικά κράτη που φουσκώνουν από υπερηφάνεια επειδή υπήρξαν οι
πρωτεργάτες αυτών των διεθνών νομικών κειμένων, τα αντιμετωπίζουν
περισσότερο ως βιτρίνα που τους επιτρέπει να εμφανίζονται ως ενάρετα
κράτη και λιγότερο ως μια πραγματική δέσμευση η οποία παράγει έννομες
συνέπειες για τις εθνικές τους πολιτικές.
Η υποβάθμιση των συνθηκών κάτω από τις οποίες
πραγματοποιούνται οι εκλογές σε ολόκληρο τον κόσμο, κυρίως μέσα από τη
χειραγώγηση των αποτελεσμάτων ή την αμφιλεγόμενη χρηματοδότηση των
προεκλογικών εκστρατειών, η κατάσταση στις φυλακές που αποτελεί σε
ολόκληρο τον κόσμο μια τεράστια παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο
τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι ξένοι, πολύ συχνά κατά παράβαση
των διατάξεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όλα αυτά τα ζητήματα
διέπονται από συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις ή από διοικητικές
πράξεις των κρατών, τα οποία αγνοούν επιδεικτικά τις διεθνείς συμφωνίες
τις οποίες έχουν υπογράψει.
Το διεθνές δίκαιο δεν διαθέτει μέσα για να αποφεύγονται
παρόμοιες καταστάσεις. Το γεγονός οφείλεται στη μεγάλη αντίφαση που
βρίσκεται στο κέντρο της Χάρτας του ΟΗΕ, η οποία εμπόδισε την ανάπτυξη
μιας παγκόσμιας κοινότητας οικοδομημένης πάνω στα θεμέλια των αξιών. Από
τη μια πλευρά, διακηρύσσει την ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου, ενώ, από
την άλλη, εγγυάται μια αντίληψη περί εθνικής κυριαρχίας, η οποία
αντιτίθεται σε κάθε πρόοδο προς την κατεύθυνση ενός οικουμενικού
διεθνούς δικαίου. Κι όταν το διεθνές δίκαιο αποπειράται να επιβληθεί
πάνω στα εθνικά κυρίαρχα κράτη, το πράττει με διστακτικό τρόπο,
γνωρίζοντας ότι αυτά έχουν τον τελευταίο λόγο. Αυτό είχε συνέπεια να
εδραιωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο μια κουλτούρα ατιμωρησίας. Κανένα
διεθνές δικαστικό όργανο δεν είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο της
εφαρμογής των δημοκρατικών αρχών από τα κράτη. Και τα υπάρχοντα διεθνή
δικαστικά όργανα, δεν έχουν αυτήν ακριβώς την αποστολή και έχουν
περιορισμένη εμβέλεια.
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έχει αρμοδιότητα μονάχα
εάν προσφύγουν σε αυτό από κοινού τα δύο κράτη που έχουν κάποια διαφορά,
ωστόσο, τίποτε δεν μπορεί να τα υποχρεώσει να πράξουν κάτι τέτοιο. Το
Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, το οποίο θεωρήθηκε μεγάλη πρόοδος, έχει ως
μοναδική αποστολή την τιμωρία των διεθνών εγκλημάτων, ενώ η εμβέλειά του
περιορίζεται σημαντικά από το γεγονός ότι ορισμένες εξαιρετικά ισχυρές
χώρες δεν έχουν αναγνωρίσει την αρμοδιότητά του. Μονάχα το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποτελεί υποχρεωτικό θεσμό για τα
κράτη της ηπείρου και έχει την εξουσία να τα καταδικάζει για τις
παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Χάρτας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ωστόσο,
πρόκειται για ένα περιφερειακό δικαστήριο, με περιορισμένη γεωγραφική
εμβέλεια. Έτσι, στην παγκόσμια θεσμική αρχιτεκτονική παρατηρείται ένα
σημαντικό κενό. Σε αυτό ακριβώς το σημείο έρχεται το σχέδιο που
προτείνει η Τυνησία, για να συμπληρώσει ορισμένες πλευρές του.
Η πρωτοτυπία του δικαστηρίου του οποίου προτείνεται η
συγκρότηση, συνίσταται στο γεγονός ότι επικεντρώνεται ταυτόχρονα στις
δημόσιες ελευθερίες –που είναι συνυφασμένες με τη δημοκρατία- και στα
ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία ακριβώς εγγυάται η δημοκρατία. Έτσι, η
υπεράσπιση της δημοκρατίας βρίσκεται στην καρδιά του σχεδίου. Οι
υπάρχοντες διεθνείς οργανισμοί –οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, είναι
ελάχιστα δημοκρατικοί- έχουν κάνει περιορισμένες προσπάθειες για να
υπάρξει μεγαλύτερος σεβασμός των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί από τα
κράτη. Το Συμβούλιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Επιτροπή Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων, χωρίς να ξεχνάμε και τους περιφερειακούς οργανισμούς, δεν
διαθέτουν πραγματικές δικαιοδοτικές αρμοδιότητες. Ωστόσο, οι νομικοί
κανόνες που προκύπτουν από τα σύμφωνα του ΟΗΕ ή από άλλες συμβάσεις (για
παράδειγμα, τη Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού ή εκείνη για τα
δικαιώματα των μεταναστών), καθώς επίσης και από τα πολυάριθμα ψηφίσματα
του ΟΗΕ που καθιερώνουν την αρχή της δημοκρατικής νομιμότητας και
περιγράφουν αναλυτικά τις υποχρεώσεις που βαρύνουν τα κράτη, αποτελούν
σήμερα ένα διεθνές συνταγματικό κανονιστικό πλαίσιο. Το δικαστήριο που
προτείνεται από το σχέδιο της Τυνησίας αποσκοπεί στην εφαρμογή αυτού
ακριβώς του πλαισίου.
Το δικαστήριο θα μπορούσε να εφαρμόσει τις αρχές και
τους κανόνες που αφορούν τη δημοκρατία και τις δημόσιες ελευθερίες με
δύο τρόπους : αναλαμβάνοντας συμβουλευτικό ρόλο αλλά και επιλαμβανόμενο
δικαστικώς των υποθέσεων παραβιάσεων. Όσον αφορά τον πρώτο, θα μπορούσαν
να ζητήσουν τη γνωμοδότησή του διάφοροι φορείς (διεθνείς οργανισμοί
οικουμενικής ή περιφερειακής εμβέλειας, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις,
πολιτικά κόμματα, ενώσεις πολιτών, επαγγελματικές οργανώσεις, ακόμα και
τα ίδια τα κράτη), οι οποίοι ανησυχούν ότι επίκειται μια κατάσταση που
αντιβαίνει στις δημοκρατικές αρχές. Συνεπώς, οι πάντες θα μπορούσαν να
υποβάλλουν σε αυτό το δικαστήριο προσχέδια νομοθετικών κειμένων ή
κείμενα τα οποία έχουν σχέση με τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα
δικαιώματα. Το δε δικαστήριο θα εξέδιδε μια αιτιολογημένη γνωμοδότηση,
αξιολογώντας κατά πόσον το κείμενο που του έχει υποβληθεί είναι συμβατό
με τους κανόνες που αφορούν τη δημοκρατία και τις δημόσιες ελευθερίες.
Όσον αφορά τη δικαστική εξέταση των παραβιάσεων από το
δικαστήριο, θα μπορούσαν να προσφύγουν σε αυτό μεμονωμένα άτομα (υπό τον
όρο ότι η προσφυγή τους θα συνοδεύεται από έναν αριθμό υπογραφών που
υποστηρίζουν το αίτημά τους), η ολομέλεια οργάνων διεθνών οργανισμών
οικουμενικής ή περιφερειακής εμβέλειας, αλλά και ΜΚΟ. Όλοι αυτοί θα
μπορούσαν να παραπέμψουν ενώπιον του δικαστηρίου οποιαδήποτε προσβολή
των δημοκρατικών αρχών και των δημοκρατικών συνθηκών κάτω από τις οποίες
διεξάγονται οι εκλογές, είτε αυτή συνίσταται σε συγκεκριμένες
ενέργειες, είτε σε νομικές πράξεις. Έτσι, το εγκαλούμενο κράτος θα
εξαναγκαζόταν να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του δικαστηρίου.
Προτείνεται οι δικαστές που θα στελεχώσουν το δικαστήριο
να είναι είκοσι ένας –ή και περισσότεροι, εάν η επιτυχία του
δικαστηρίου το απαιτήσει. Για να αποφευχθεί η άσκηση πολιτικής επιρροής
από τα κράτη πάνω στους δικαστές, προτείνεται να επιλέγονται μέσα από
μια διαδικασία η οποία θα ακολουθεί τρία στάδια. Τα κράτη θα μπορούσαν
να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στη σύνταξη της πρώτης –ευρύτερης- λίστας
των υποψηφίων δικαστών : κάθε κράτος θα έχει τη δυνατότητα να προτείνει
ένα όνομα. Στη συνέχεια, ο κατάλογος θα υποβάλλεται σε ένα εκλεκτορικό
σώμα, το οποίο θα αποτελείται από δικαστές του Διεθνούς Δικαστηρίου
Δικαιοσύνης και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, καθώς επίσης και από
μέλη της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ, δηλαδή από άτομα που έχουν
την καλύτερη δυνατή γνώση, τόσο του διεθνούς δικαίου, όσο και του κόσμου
των νομικών που ειδικεύονται στα διεθνή ζητήματα. Το εκλεκτορικό σώμα
θα συντάξει έναν κατάλογο σαράντα δύο ονομάτων, στον οποίο θα
περιλαμβάνονται οι πλέον ικανοί και ακέραιοι υποψήφιοι. Τέλος, η γενική
συνέλευση του ΟΗΕ θα αναλάβει να επιλέξει από αυτήν τη μικρότερη λίστα
τούς εικοσιέναν δικαστές.
Δεν απειλείται η εθνική κυριαρχία
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι μονίμως γκρινιάρηδες
θα αρχίσουν να επικαλούνται πλήθος εμποδίων. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα
αντιτείνουν ότι υπάρχουν ήδη -ανάλογα με τη χώρα ή τις μεγάλες
γεωγραφικές περιφέρειες του πλανήτη- δυνατότητες προσφυγής, τόσο σε
εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Το επιχείρημα δεν αποδεικνύεται
αρκετό για να πεισθούμε ότι είναι περιττή η δημιουργία του προτεινόμενου
δικαστηρίου, καθώς –μέχρι σήμερα- δεν έχει υπάρξει καμία επιβολή
κυρώσεων για παραβιάσεις του διεθνούς συνταγματικού κανονιστικού
πλαισίου. Οι περιφερειακές ενώσεις (Αφρικανική και Παναμερικανική)
προβλέπουν πολιτικές κυρώσεις (αναστολή της ιδιότητας μέλους ή αποβολή
από τον οργανισμό), οι οποίες ωστόσο περιορίζονται στα πραξικοπήματα. Η
Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προχωρήσει περισσότερο : τα άρθρα 2 και 7 της
Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπουν κυρώσεις για την παραβίαση των
δημοκρατικών αρχών γενικά και οι συμφωνίες σύνδεσης τρίτων χωρών με την
Ε.Ε. περιλαμβάνουν μια δημοκρατική ρήτρα η οποία –θεωρητικά
τουλάχιστον- προβλέπει την αναστολή της συμφωνίας σε περίπτωση
παραβίασης. Συνεπώς, το σχέδιο για τη δημιουργία του δικαστηρίου πρέπει
να συνδυάσει και να συναρθρώσει τον νέο δικαστικό μηχανισμό με όσους ήδη
υπάρχουν. Και φυσικά, είναι αυτονόητο ότι για να προσφύγει κάποιος στο
δικαστήριο, πρέπει να έχει ήδη εξαντλήσει όλα τα ένδικα μέσα που του
προσφέρει το εθνικό δικαστικό σύστημα. Κατά τον ίδιο τρόπο, πρέπει να
προβλεφθεί η σύνδεση των νομικών διαδικασιών του με εκείνες των
περιφερειακών διεθνών οργανισμών, όπου υπάρχουν οργανισμοί αυτού του
είδους.
Είναι βέβαιο ότι θα προβληθεί το επιχείρημα ότι πρέπει
να γίνει σεβαστή η εθνική κυριαρχία των κρατών. Όμως, στην
πραγματικότητα, σε πολλές χώρες όπου οι πολίτες έχουν την τάση να
υποκύπτουν στον πειρασμό των –επικίνδυνα- εθνικιστικών ιδεολογιών,
ξεχνούν πολύ συχνά την παρακάτω αλήθεια : αν κάτι μπορεί να τους
προστατέψει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αυτό είναι η πρόοδος του
διεθνούς δικαίου –η οποία μάλιστα ελέγχεται με τον πλέον ενδεδειγμένο
τρόπο-, και όχι η υποχώρησή του. Πόσω μάλλον που οφείλουμε να
υπενθυμίσουμε ότι, όσο κι αν η ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου περιορίζει
το πεδίο της εθνικής κυριαρχίας, αυτό ακριβώς το διεθνές δίκαιο είναι
προϊόν μιας συμφωνίας στην οποία κατέληξαν οι φορείς της εθνικής
κυριαρχίας. Με το σχέδιο για τη συγκρότηση ενός Διεθνούς Συνταγματικού
Δικαστηρίου δεν απειλείται η εθνική κυριαρχία των κρατών, προκύπτει
μονάχα η απαίτηση να γίνονται σεβαστές οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει
αυτά ακριβώς τα κράτη ασκώντας πλήρως την εθνική τους κυριαρχία.
Η Αφρικανική Ένωση έχει ήδη εκδώσει ένα ψήφισμα με το
οποίο υποστηρίζει το σχέδιο. Θα παρουσιαστεί στη γενική συνέλευση του
ΟΗΕ μέσα στο φθινόπωρο του 2013. Οι πολίτες του κόσμου, οι οποίοι
ενδιαφέρονται να υπάρξει πραγματική πρόοδος της δημοκρατίας έχουν μεγάλη
ευθύνη : να εξασφαλίσουν την υποστήριξη του σχεδίου από αυτό που
αποκαλούμε « κοινωνία των πολιτών », αλλά και από τους εθνικούς θεσμούς
και τα πολιτικά κόμματα που είναι προσηλωμένα στην πραγματική πρόοδο της
δημοκρατίας. Το μόνο που θα απομένει πλέον στα κράτη θα είναι να
υιοθετήσουν το σχέδιο ή να παραδεχθούν ξεδιάντροπα την κακοπιστία τους
στον συγκεκριμένο τομέα.
Notes
[1]
Άρθρο 26 της Σύμβασης της Βιέννης για το δίκαιο των διεθνών συνθηκών
της 29ης Μαΐου 1969 : « Pacta sunt servanda (« οι συνθήκες οφείλεται να
γίνονται σεβαστές »). Κάθε συνθήκη η οποία βρίσκεται σε ισχύ, δεσμεύει
τα μέρη και οφείλεται να εκτελείται από αυτά με καλή πίστη. Η σύμβαση
κυρώθηκε από 113 χώρες αλλά θεωρείται ότι έχει κωδικοποιήσει κανόνες του
εθιμικού διεθνούς δικαίου, με αποτέλεσμα να έχει κανονιστική αξία ακόμα
και απέναντι στις χώρες οι οποίες δεν έχουν ρητά προσχωρήσει σε αυτήν.
[2] Άρθρο 25 του Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα.

Le Monde Diplomatique

Ανθρώπινα Δικαιώματα

The Hong Kong Post: Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας στοχεύει δημοσιογράφους και οικογένειες στο Χονγκ Κονγκ

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Οι δημοσιογράφοι και οι οικογένειές τους στο Χονγκ Κονγκ βιώνουν κλιμακούμενη παρενόχληση και απειλές από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, τόσο στο διαδίκτυο όσο και εκτός διαδικτύου. Η συχνότητα και η σοβαρότητα αυτών των περιστατικών έχουν αυξηθεί τους τελευταίους μήνες, όπως δήλωσε η πρόεδρος της Ένωσης Δημοσιογράφων του Χονγκ Κονγκ (HKJA) Selina Cheng κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στις 13 Σεπτεμβρίου.

Μια έρευνα από το HKJA αποκάλυψε ότι η συστηματική παρενόχληση κορυφώθηκε μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου του τρέχοντος έτους, με αξιοσημείωτη αύξηση από τα μέσα έως τα τέλη Αυγούστου. Αυτό το κύμα εκφοβισμού επηρέασε 15 οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων 13 Μέσων Ενημέρωσης και δύο ιδρυμάτων κατάρτισης δημοσιογραφίας. Μεταξύ των στόχων ήταν το HKJA, το Hong Kong Free Press, το Inmedia και το Hong Kong Feature. Ειδικοί υποστηρίζουν ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας στοχεύει να ασκήσει έλεγχο στο Χονγκ Κονγκ παρόμοιο με τον έλεγχο του στην ηπειρωτική Κίνα. Το ΚΚΚ φέρεται να ανακατεύεται στην ελευθερία του Τύπου στο Χονγκ Κονγκ, καθώς η χώρα επιτρέπει στους δημοσιογράφους να δημοσιεύουν επικριτικά ρεπορτάζ για την Κίνα και την κυβέρνησή της σε διεθνή Μέσα Ενημέρωσης.

Από τον Ιούνιο, ανώνυμα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παραπόνων από λογαριασμούς Microsoft Outlook, που υποτίθεται ότι προέρχονται από «πατριώτες», έχουν στοχεύσει τουλάχιστον 15 οικογένειες δημοσιογράφων, μαζί με τους εργοδότες ή τους ιδιοκτήτες τους. Αυτά τα μηνύματα, συχνά απειλητικά στη φύση, διέφεραν σε τόνους. Οι μεγαλύτερες οργανώσεις έλαβαν επίσημες καταγγελίες, ενώ τα μικρότερα μέσα αντιμετώπιζαν περισσότερα απειλητικά μηνύματα, μερικές φορές με τη φωτογραφία και το κείμενο του δημοσιογράφου που έμοιαζαν με σημείωμα λύτρων. Πιστεύεται ότι οι πτέρυγες κατασκοπείας του ΚΚΚ, δηλαδή το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας (MSS) και το Υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας (MPS), ενορχηστρώνουν αυτές τις δραστηριότητες. Στόχος τους είναι να εκφοβίσουν τη δημοσιογραφική κοινότητα είτε να εγκαταλείψει το επάγγελμά της είτε να εγκαταλείψει τη χώρα.

Από τον Αύγουστο, το Facebook έχει δει μια έκρηξη εχθρικών αναρτήσεων που στοχεύουν Μέσα Ενημέρωσης και δημοσιογράφους, χαρακτηρίζοντας τις νόμιμες αναφορές ως παράνομες ή ταραχές. Το HKJA ανακάλυψε ότι τουλάχιστον 36 δημοσιογράφοι από διάφορα Μέσα Ενημέρωσης κατονομάζονταν σε αυτές τις θέσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι παρενοχλητές επεξεργάστηκαν ή δημοσίευσαν απειλητικές καταχωρήσεις στη Wikipedia. Επιπλέον, σε τουλάχιστον τέσσερις περιπτώσεις, παρενοχλητικά μηνύματα στάλθηκαν στους αριθμούς τηλεφώνου της εργασίας ή του σπιτιού των δημοσιογράφων λίγο μετά τη δημοσίευση αυτών των αναρτήσεων.

Ο πρωταρχικός στόχος του ΚΚΚ είναι να εκφοβίσει τους δημοσιογράφους, τις οικογένειές τους ή τους συνεργάτες τους, διαταράσσοντας τις πηγές εισοδήματός τους ή τις κοινωνικές τους σχέσεις. Αυτή η στρατηγική στοχεύει να τους πιέσει, να τους απομονώσει και να τους απειλήσει, αναγκάζοντας τελικά τους δημοσιογράφους να παραιτηθούν από τη δουλειά ή τους συνδικαλιστικούς ρόλους τους. Ο Τσενγκ περιέγραψε αυτές τις επιθέσεις ως «συντονισμένες και συστηματικές», με στόχο τη δημοσιογραφική κοινότητα στο σύνολό της και όχι συγκεκριμένα άτομα. Η HKJA καταδίκασε αυτές τις τακτικές εκφοβισμού και επιβεβαίωσε τη δέσμευσή της να αντισταθεί στις προσπάθειες φίμωσης του Τύπου. Ωστόσο, στις δηλώσεις τους, απέφυγαν να εμπλέξουν άμεσα την κινεζική κομμουνιστική κυβέρνηση.

Ο Τσενγκ συνέκρινε την παρενόχληση με μια «εξόρμηση για ψάρεμα», όπου οι δράστες προχωρούν εάν ο στόχος δεν ανταποκριθεί. Τουλάχιστον τέσσερα θύματα που συμμετείχαν με τους παρενοχλητές αντιμετώπισαν κλιμακούμενες απειλές. Συμβούλεψε τους δημοσιογράφους να αναφέρουν αυτά τα περιστατικά στην αστυνομία, να ενημερώσουν τον Επίτροπο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (PCPD) και να αποφύγουν την αλληλεπίδραση με τους παρενοχλητές. Αν και ορισμένα μηνύματα ανέφεραν ζητήματα όπως οι εκλογές στην Ταϊβάν ή η απαγόρευση του Χονγκ Κονγκ για τα ιαπωνικά θαλασσινά, ο Τσενγκ σημείωσε ότι η παρενόχληση δεν φαίνεται να συνδέεται με συγκεκριμένες ιστορίες ή καταστήματα.

Στα τέλη Ιουλίου, ο Τσενγκ και δύο από τα μέλη της οικογένειάς της παρενοχλήθηκαν. Τα email κατηγορούσαν τους συγγενείς της ότι προωθούν «αντικινεζικά αισθήματα» και απείλησαν τους εργοδότες τους, προειδοποιώντας ότι μπορεί να κινδυνεύσουν να παραβιάσουν τον Νόμο Εθνικής Ασφάλειας ή το Άρθρο 23 εάν συνέχιζαν να συνδέονται με τα μέλη της οικογένειας του Τσενγκ.

Η HKJA, μαζί με τουλάχιστον τρεις δημοσιογράφους, έχει αναφέρει αυτά τα περιστατικά στην αστυνομία. Η HKJA κατήγγειλε αυτές τις ενέργειες ως εκφοβισμό και σοβαρή παραβίαση της ελευθερίας του Τύπου στο Χονγκ Κονγκ. Οι παρενοχλητές χρησιμοποίησαν τακτικές δυσφήμισης και εκφοβισμού για να εμποδίσουν τους δημοσιογράφους να εργάζονται ελεύθερα. Η Ένωση έχει επίσης προσεγγίσει πλατφόρμες όπως το Meta και η Wikipedia. Σε απάντηση, η Wikipedia απαγόρευσε έναν χρήστη που δημοσίευσε προσωπικά στοιχεία δημοσιογράφων. Επιπλέον, η HKJA κινεί νομικές ενέργειες και έχει υποβάλει καταγγελίες στον Επίτροπο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (PCPD).

Επιπλέον, τρία θύματα ανέφεραν ότι οι αποσκευές τους ερευνήθηκαν από το τελωνείο κατά την επανείσοδό τους στο Χονγκ Κονγκ και δύο από αυτά έλαβαν απειλητικά μηνύματα WhatsApp λίγο μετά την άφιξή τους. Η HKJA εξέφρασε ανησυχίες για πιθανές διαρροές κυβερνητικών δεδομένων, καθώς οι παρενοχλητές είχαν πρόσβαση σε προσωπικές πληροφορίες που δεν θα έπρεπε να είναι διαθέσιμες στο κοινό. Αν και δεν υπάρχουν άμεσες αποδείξεις που να συνδέουν την παρενόχληση με κυβερνητικές υπηρεσίες, η HKJA ζήτησε τη διεξαγωγή έρευνας και προέτρεψε τις αρχές να προστατεύσουν το απόρρητο των δημοσιογράφων.

Το HKJA ενθαρρύνει τους δημοσιογράφους και τις οικογένειές τους που υφίστανται παρενόχληση να αναζητήσουν επαγγελματική υποστήριξη, είτε μέσω του HKJA είτε μέσω των υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Ο Σύλλογος έχει δημιουργήσει υπηρεσίες συναισθηματικής συμβουλευτικής για να βοηθήσει όσους επηρεάζονται από αυτά τα περιστατικά. Συμβουλεύει επίσης τους δημοσιογράφους να προστατεύουν τα προσωπικά τους στοιχεία αποφεύγοντας την κοινή χρήση οικογενειακών φωτογραφιών στο διαδίκτυο και χρησιμοποιώντας ισχυρούς, μοναδικούς κωδικούς πρόσβασης με επαλήθευση σε δύο βήματα για τους λογαριασμούς τους.

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με αυτό το θέμα στην εβδομαδιαία συνέντευξη Τύπου του στις 17 Σεπτεμβρίου, ο Διευθύνων Σύμβουλος του Χονγκ Κονγκ Τζον Λι δήλωσε ότι όποιος χρειάζεται βοήθεια από τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου μπορεί να αναφερθεί στην αστυνομία ή σε αρμόδια τμήματα όπως το Τμήμα Μετανάστευσης ή τα Τελωνεία και Τμήμα ειδικών φόρων κατανάλωσης. «Οι αρχές επιβολής του νόμου θα χειριστούν τις υποθέσεις αμερόληπτα», διαβεβαίωσε.

ΠΗΓΗ: The Hong Kong Post

Συνέχεια ανάγνωσης

Ανθρώπινα Δικαιώματα

Καναδός που κρατήθηκε για 1000 ημέρες στην Κίνα για κατασκοπεία περιγράφει την οδυνηρή εμπειρία του

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Τον ανέκριναν για 6 έως 9 ώρες καθημερινά, τον έκλειναν σε μια καρέκλα για ώρες και τον αναγκάζανε να επιβιώνει με τρία μπολ με ρύζι την ημέρα.

Ένας Καναδός πολίτης που πέρασε 1.000 ημέρες στην κινεζική κράτηση αποκάλεσε την εμπειρία τίποτα λιγότερο από ψυχολογικά βασανιστήρια που δεν θα ξεχάσει. Το θύμα κρατήθηκε με κατηγορίες κατασκοπείας από τις κινεζικές αρχές και επέστρεψε στην πατρίδα του το 2021, σύμφωνα με ρεπορτάζ του CNN.

Ο λόγος για τον Michael Kovrig, είναι ένας από τους δύο Καναδούς πολίτες που κρατήθηκαν από την Κίνα για περισσότερες από 1.000 ημέρες για καταγγελίες κατασκοπείας, τέθηκε σε απομόνωση για έξι μήνες και υποβλήθηκε σε συνεχείς ανακρίσεις, κάτι που σύμφωνα με τον ίδιο ήταν ψυχολογικά βασανιστήρια.

«Ήταν ψυχολογικά, απολύτως, το πιο εξαντλητικό, οδυνηρό πράγμα που έχω ζήσει ποτέ», είπε ο Κόβριγκ στις πρώτες του δηλώσεις που έδωσε σε καναδικό ειδησεογραφικό οργανισμό CBC μετά την απελευθέρωση από την κινεζική φυλακή πριν από τρία χρόνια.

«Προσπαθούν να εκφοβίσουν, να βασανίσουν, να τρομοκρατήσουν και να σας εξαναγκάσουν να αποδεχτείτε την ψεύτικη εκδοχή της πραγματικότητας», είπε ο Κόβριγκ.

Ο Καναδός πολίτης είχε εμπλακεί σε μια τριετή διπλωματική διαμάχη που ξεκίνησε το 2021 όταν οι καναδικές αρχές συνέλαβαν την Meng Wanzhou, την οικονομική διευθύντρια του κινεζικού τεχνολογικού κολοσσού Huawei, στο Βανκούβερ με την κατηγορία της απάτης. Ο Κόβριγκ αφέθηκε ελεύθερος μόνο αφού οι εισαγγελείς των ΗΠΑ απέρριψαν το αίτημα έκδοσης και συμφώνησαν να αφήσουν ελεύθερο τον Μενγκ, σχεδόν δύο χρόνια αργότερα.

Ο Kovrig, ο οποίος ήταν πρώην διπλωμάτης, εργαζόταν ως ανώτερος σύμβουλος για το think tank International Crisis Group. Σύμφωνα με πληροφορίες, επέστρεφε στο σπίτι με τη σύντροφό του μετά το δείπνο στο Πεκίνο στις 10 Δεκεμβρίου 2018. Η σύντροφός του εκείνη την εποχή ήταν έξι μηνών έγκυος όταν συνελήφθη από τις κινεζικές αρχές.

«Ανεβήκαμε μια σπειροειδή σκάλα ακριβώς μπροστά από την πλατεία μπροστά από την πολυκατοικία μου και μπουμ. Υπήρχαν δώδεκα άντρες στα μαύρα με κάμερες πάνω τους γύρω μας, που φώναζαν στα κινέζικα, «Αυτός είναι», θυμάται ο Κόβριγκ.

Το ειδησεογραφικό ρεπορτάζ της Canadian Broadcasting Corporation (CBC) αναφέρθηκε στο ρεπορτάζ του CNN για τον Κόβριγκ, στο οποίο είχε πει ότι κατά τη σύλληψή του του πέρασαν χειροπέδες, του έδεσαν τα μάτια και τον πέταξαν σε ένα μαύρο SUV και στη συνέχεια τον πήγαν σε ένα κελί με επένδυση που θα ήταν το σπίτι του για τους επόμενους έξι μήνες.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ανθρώπινα Δικαιώματα

Απαγωγές φοιτητών στο Βελουχιστάν από το πακιστανικό καθεστώς!

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Η πακιστανική κυβέρνηση κλείνει συνεχώς τα μάτια στις κραυγές για δικαιοσύνη στο Βελουχιστάν.

Το Πακιστάν έχει μακρά ιστορία αναγκαστικών εξαφανίσεων και εξωδικαστικών δολοφονιών, με στόχο ιδιαίτερα υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ακτιβιστές μειονοτήτων που επικρίνουν την κυβέρνηση και τον στρατό, καθώς και άτομα που είναι ύποπτα για εμπλοκή με την αντιπολίτευση.

Εν μέσω συνεχιζόμενων εξαφανίσεων και εξωδικαστικών δολοφονιών στο Μπαλουχιστάν, δύο νεαροί άνδρες, ο Akhtar Shah και ο Sahaj Mengal, απήχθησαν βίαια από τα σπίτια τους από τις ένοπλες δυνάμεις του Πακιστάν στην περιοχή Killi Pandrani, όπως αναφέρει η “Balochistan Post“.

Στις 23 Σεπτεμβρίου, μεγάλος αριθμός πακιστανικών δυνάμεων περικύκλωσε την Killi Pandrani και πραγματοποίησαν επιδρομές σε σπίτια.

Κατά τη διάρκεια αυτής της επιχείρησης, συνέλαβαν τους δύο νεαρούς, τους έδεσαν τα μάτια και τους τοποθέτησαν με τη βία στα οχήματά τους. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν πληροφορίες για το πού βρίσκονται, ενώ οι αρχές της περιοχής δεν έχουν ακόμη δηλώσει το περιστατικό.

 

 

«Ανησυχούμε βαθιά για την εξαναγκαστική εξαφάνιση δύο μαθητών, του Musa Khaliqdad και του Sameer Majeed. Στις 22 Σεπτεμβρίου και οι δύο βρίσκονταν βίαια από τον στρατό του Πακιστάν στο Dasht Doro, ένα στρατιωτικό σημείο ελέγχου ενώ ταξίδευαν από το Gwadar στο Kapkapar. Προτρέπουμε τις πακιστανικές αρχές να αποκαλύψουν αμέσως πού βρίσκονται και να διασφαλίσουν την ασφαλή επιστροφή τους», δήλωσε το Pank (Τμήμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Εθνικού Κινήματος Baloch) στο X.

Σύμφωνα με τη “Balochistan Post”, 37 άνθρωποι εξαφανίστηκαν βίαια σε όλο το Βελουχιστάν μόνο τον Αύγουστο, ενώ 9 άτομα εξακολουθούν να αγνοούνται, ενώ βρέθηκαν 6 σοροί. Παρά τις πολυετείς διαμαρτυρίες, τις συγκεντρώσεις και την αυξανόμενη διεθνή ευαισθητοποίηση, η πακιστανική κυβέρνηση κλείνει συνεχώς τα μάτια στις κραυγές για δικαιοσύνη στο Βελουχιστάν.

Το Πακιστάν έχει μακρά ιστορία αναγκαστικών εξαφανίσεων και εξωδικαστικών δολοφονιών, με στόχο ιδιαίτερα υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ακτιβιστές μειονοτήτων που επικρίνουν την κυβέρνηση και τον στρατό, καθώς και άτομα που είναι ύποπτα για εμπλοκή με την αντιπολίτευση. Η ανεξέλεγκτη ισχύς του στρατού, σε συνδυασμό με μια συνένοχη κυβέρνηση, έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον φόβου και καταστολής.

Η εμμονή των εξαναγκαστικών εξαφανίσεων στο Μπαγκλαντές παραμένει μια κρίσιμη ανησυχία για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με ουσιαστικά στοιχεία που δείχνουν εκτεταμένες και συστηματικές καταχρήσεις από τις πακιστανικές δυνάμεις ασφαλείας. Ο λαός του ΒΕλουχιστάν καλεί επειγόντως για διεθνή προσοχή και παρέμβαση για την αντιμετώπιση αυτών των σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η αυξανόμενη συχνότητα εξαναγκαστικών εξαφανίσεων όχι μόνο παραβιάζει τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά υπογραμμίζει επίσης τις βάναυσες τακτικές που εφαρμόζει ο Πακιστανικός Στρατός για να φιμώσει τα αιτήματα του λαού των Μπαλώχ για αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή