Ακολουθήστε μας

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

7 Μαΐου 1944 – Ἡ ιστορική μάχη τῆς γέφυρας τῶν Παπάδων

Δημοσιεύτηκε

στις

Φωτογραφία ανταρτών της ΕΟΑ από το βιβλίο “Αντάρτες και Καπεταναίοι”
Γράφει ο δημοσιογράφος-ερευνητής Ευθύμιος Χατζηϊωάννου
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης εφέτος 74 χρόνων από την ιστορική μάχη, που έγινε στις αρχές Μαϊου του 1944 στην γέφυρα των Παπάδων του ποταμού Νέστου (που βρίσκεται στο νομό Δράμας, κοντά στα ελληνο – βουλγαρικά σύνορα), μεταξύ Ελλήνων ανταρτών και των βουλγαρικών στρατιωτικών δυνάμεων κατοχής, αφιερώνουμε το άρθρο αυτό στη μνήμη όλων εκείνων των ηρωικών προγόνων μας, που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν εκεί για τα ύψιστα ιδανικά της φυλής μας και την Ελευθερία της πατρίδας μας, ευελπιστώντας να αποτελέσει πηγή ιστορικής γνώσης για τους νεότερους, κυρίως, συμπατριώτες μας.


Τα αίτια της δημιουργίας ελληνικών ανταρτικών οργανώσεων στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη κατά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής 1941-1944
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά την γερμανική εισβολή στην Ελλάδα το 1941 η Ανατολική Μακεδονία, πέραν του ποταμού Στρυμόνα και όλη η Δυτική Θράκη τέθηκαν υπό βουλγαρική κατοχή, καθώς οι Βούλγαροι ήσαν σύμμαχοι των Γερμανών και των Ιταλών και είχαν υποστηρίξει τους Γερμανούς κατά την εισβολή τους στην πατρίδα μας.. Όπως ήταν φυσικό και εδώ η αντίσταση του ελληνικού λαού ήταν ιδιαιτέρως έντονη, αφού οι Βούλγαροι ήταν από παλαιά και ιδιαίτερα από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα, των Βαλκανικών Πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μισητοί εχθροί των Ελλήνων και πάντοτε προσπαθούσαν να εκβουλγαρίσουν βιαίως την περιοχή προκειμένου να την προσαρτήσουν και να αποκτήσουν διέξοδο στο Αιγαίο. 
Από τους πρώτους μήνες της βουλγαρικής κατοχής αναπτύχθηκε ένα ιδιότυπο «αντάρτικο», στην Αν. Μακεδονία και Θράκη, ξεχωριστό σε χαρακτηριστικά από την υπόλοιπη Ελλάδα. Και αυτό γιατί η Βουλγαρική κατοχή είχε διαρκέστερα και σκληρότερα χαρακτηριστικά από την Ιταλική ή την Γερμανική κατοχή στις άλλες περιοχές της υπόδουλης Ελλάδας, που ειδικά προς το τέλος του Πολέμου έδειχναν ότι είχαν προσωρινό χαρακτήρα.
Ουσιαστικά το αντάρτικο αυτό ξεκίνησε με χαρακτηριστικά αυτοάμυνας, αναπτύχθηκε δε και στηρίχθηκε από τα ορεινά χωριά της περιοχής, που κατοικούνταν κυρίως από Πόντιους πρόσφυγες. Η αυτοάμυνα αυτή, που εξελίχθηκε σε μια μεγάλη εθνική αντιστασιακή Οργάνωση με εθνικοαπελευθερωτικούς σκοπούς, στρεφόταν αρχικά εναντίον των Βουλγάρων, αργότερα, όμως, και εναντίον του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός), που δεν είχε καταφέρει να κερδίσει την συμπάθεια και την υποστήριξη των πληθυσμών αυτών. Στο σημείο αυτό διευκρινίζουμε, ότι ο ΕΛΑΣ στην περιοχή της Δράμας και στην ευρύτερη περιοχή είχε αρχικά στις τάξεις του μέλη όλου του πολιτικού φάσματος, όμως από το 1943 και μετά, όταν στον ΕΛΑΣ επικράτησαν οι κομμουνιστές και κυριάρχησαν οι σκοπιμότητες του ΚΚΕ, τα πράγματα άρχισαν να εκτραχύνονται, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί έντονη αντιπαλότητα μεταξύ των δύο αντιστασιακών οργανώσεων ΕΣΕΑ και ΕΛΑΣ, που οδήγησε σε μια κλιμακούμενη ένοπλη σύγκρουση, που διήρκεσε μέχρι και το τέλος του αδελφοκτόνου Εμφυλίου Πολέμου. Βασική αιτία θεωρείται η στάση του ΕΛΑΣ, που προσπαθούσε να εκβιάσει την συμμετοχή των αντιστασιακών Ελλήνων στις τάξεις και υπό την ηγεσία του και να εξοντώσει με κάθε μέσο όλους τους αντιστασιακούς και τις οργανώσεις τους, που δεν ήθελαν να ενταχθούν σε αυτόν. Κατά την διάρκεια της ένοπλης εμφύλιας σύγκρουσης, στην οποία κυριαρχούσε το μίσος και η εκδίκηση συνέβησαν και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές πολλά έκτροπα και εγκληματικές πράξεις, που έγραψαν μελανές σελίδες στην σύγχρονη ελληνική Ιστορία. Η Ανατολική Μακεδονία μαζί με την Ήπειρο ήταν οι δύο περιοχές στην Ελλάδα, όπου στα χρόνια της κατοχής δεν κυριάρχησε το ΕΑΜ, λόγω της ισχυρής παρουσίας του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο και των Εθνικών Ανταρτικών Ομάδων (ΕΑΟ) στην Αν. Μακεδονία-Θράκη, αλλά και λόγω οργανωτικών προβλημάτων και τραγικών λαθών και παραλείψεων του ΕΑΜ.
Οι περιοχές αυτές ανέδειξαν μια σειρά από αυτοσχέδιους εθνικόφρονες οπλαρχηγούς, των οποίων οι ομάδες ανταρτών ήταν στο αρχικό τους στάδιο μικρές και πλημμελώς εξοπλισμένες. Δεν βρίσκονταν συνεχώς σε δράση και τα μέλη τους ήταν συνήθως συγγενείς των αρχηγών και σχετικά άπειρα στον ανταρτοπόλεμο, ασχολούμενα με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες.

------+-+------+-+-------[1]
Foto: ChatziioannouΗ «’Ένωση Συμπολεμιστών Εθνικού Αγώνα» (ΕΣΕΑ) και ο «Αντών – Τσαούς»
Σταδιακά από την ένωση των ανταρτικών αυτών ομάδων, δημιουργήθηκε αργότερα η ΕΣΕΑ («Ένωση Συμπολεμιστών Εθνικού Αγώνα»), που στην πλειοψηφία απαρτίζονταν από Πόντιους πρόσφυγες, βενιζελικούς και συντηρητικούς στο φρόνημα, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσουν στις ΕΑΟ οι επονομαζόμενοι εθνικόφρονες ή εθνικιστές και η περιοχή να χωριστεί σε οκτώ τομείς, που ονομάστηκαν αρχηγεία.
Κυριότεροι αρχηγοί των ΕΑΟ ήταν οι Μπεχλιβανίδης, Παπαδάκης, Αβραμίδης, Τοπούζογλου, Μικρόπουλος, Τσακιρίδης κ.α.

Αντώνιος Φωστερίδης ή Αντών Τσαούς

Γενικός αρχηγός των ΕΑΟ, από τις οποίες στην συνέχεια προήλθε η «Ένωση Συμπολεμιστών Εθνικού Αγώνα» (ΕΣΕΑ), εξελέγη ο 32χρονος τότε Αντώνιος Φωστερίδης ή Φωστηρίδης (Αντών Τσαούς) αρχηγός μεγάλης ανταρτικής ομάδας με έδρα το όρος Λεκάνη (Τσαλ-Νταγ) της ορεινής περιοχής της Καβάλας. Ο Φωστηρίδης, γεννημένος στον Πόντο, πρώην αγροφύλακας από το χωριό Κρηνίδες Καβάλας και γιός ονομαστού αντάρτη του Πόντου, απέκτησε το πολεμικό ψευδώνυμο «Αντών Τσαούς», λόγω του βαθμού του εφέδρου λοχία του Πυροβολικού, που είχε κατά την θητεία του στον ελληνικό στρατό (τσαούς στα τουρκικά σημαίνει λοχίας) και τον οποίο όλοι αναγνώρισαν, λόγω των ιδιαίτερων ικανοτήτων του, ως κοινό αρχηγό των Εθνικών Ανταρτικών Ομάδων στις 18 Ιανουαρίου 1944. Οι ΕΑΟ έλαβαν επίσημη αναγνώριση από το Συμμαχικό Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής, απέκτησαν στις τάξεις τους ως συνδέσμους με αυτό Άγγλους και Αμερικανούς αξιωματικούς και δέχθηκαν σημαντική ενίσχυση σε οπλισμό και πολεμοφόδια από Συμμαχικές αεροπορικές ρίψεις, που γίνονταν κυρίως στην ανατολική πλευρά του ποταμού Νέστου.
Ο Αντών Τσαούς υπήρξε την εποχή εκείνη μια έντονα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Από τους Βουλγάρους, τους κομμουνιστές και όλους τους αριστερούς ο Αντών Τσαούς μισήθηκε όσο κανένας άλλος, ενώ από τους εθνικόφρονες λατρεύτηκε ως ήρωας. Γεγονός πάντως είναι, ασχέτως προκαταλήψεων και πολιτικών πεποιθήσεων, ότι ο Αντώνιος Φωστηρίδης πολέμησε την περίοδο εκείνη σκληρά τους Βουλγάρους και τους αντιστάθηκε με όλα τα μέσα που διέθετε. Οι ελληνικές αντιστασιακές ομάδες των ΕΑΟ αριθμούσαν σε πρώτη φάση συνολικά γύρω στους 700 ένοπλους αντάρτες, χωρισμένους σε ολιγομελείς ομάδες και σύντομα με την αύξηση των μελών τους και την στελέχωσή τους με εμπειροπόλεμους αντιστασιακούς Έλληνες αξιωματικούς, εξελίχθηκε στον πιο υπολογίσιμο αντίπαλο των Βουλγάρων. Αρχικά με αψιμαχίες, παρενοχλήσεις και μικρές μάχες και αργότερα με οργανωμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις, οι ΕΑΟ αποτέλεσαν ανυπέρβλητο αντίπαλο των βουλγαρικών κατοχικών δυνάμεων και των συνεργατών τους, έχοντας την αμέριστη υλική και ηθική συμπαράσταση του πληθυσμού των ορεινών χωριών (από τα οποία άλλωστε προέρχονταν τα στελέχη τους).
Οι ΕΑΟ ανέπτυξαν έντονη δράση, με συχνές επιδρομές εναντίον βουλγαρικών θέσεων. Διεξήγαν κανονικές μάχες, όπως η μάχη του Κοτζά-Ορμάν στις 16 με 20 Φεβρουαρίου 1944 και η μάχη του Καρά-Ντερέ στις 22 με 29 Αυγούστου 1944.
Μάλιστα ο σκληροτράχηλος και θαρραλέος Γενικός Αρχηγός τους Αντών Τσαούς δεν δίσταζε να εισβάλει ακόμη και μέσα στα βουλγαρικά εδάφη με σκοπό την συλλογή εφοδίων και για να προσβάλει εκεί βουλγαρικές στρατιωτικές και αστυνομικές φρουρές.


Η προετοιμασία, η διεξαγωγή και η έκβαση της μάχης στην γέφυρα των Παπάδων
Κορυφαία στιγμή της εθνικής αντίστασης στην βουλγαροκρατούμενη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ήταν η μάχη της γέφυρας των Παπάδων (που τότε ήταν ένας μικρός οικισμός κοντά στο χωριό Σιδηρόνερο της Δράμας) στον ποταμό Νέστο, στις 7 με 11 Μαϊου του 1944. Η μάχη αυτή είναι μια από τις σημαντικότερες της ελληνικής Εθνικής Αντίστασης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δυστυχώς, όμως, υποτιμήθηκε η πραγματική της σημασία στις μετέπειτα εξελίξεις και παραμένει μέχρι σήμερα σχεδόν άγνωστη στους περισσότερους και ιδιαίτερα στους νεότερους συμπατριώτες μας.
Το ιστορικό της μάχης αυτής έχει περιληπτικά ως εξής: Στην τοποθεσία «Τρία Δένδρα» στο όρος Καρά-Ντερέ της Δράμας θα πραγματοποιούνταν αεροπορικές ρίψεις εφοδίων (οπλισμός, ρούχα κλπ.) από τους Συμμάχους, όπως συνέβαινε συχνά την περίοδο εκείνη. Οι βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής κινητοποιήθηκαν με σκοπό, αφ’ ενός μεν να εμποδίσουν τους Έλληνες αντάρτες να ενισχύονται, παραλαμβάνοντας εφόδια από τους Συμμάχους και αφ’ ετέρου να τους δώσουν ένα ισχυρό αιφνιδιαστικό χτύπημα για να τους διαλύσουν. Οι Έλληνες αντάρτες, όμως, πληροφορήθηκαν εγκαίρως τους σκοπούς και τις κινήσεις των Βουλγάρων και αποφάσισαν να στήσουν ενέδρα στις καλά εξοπλισμένες με οχήματα, πυροβόλα και άλλο βαρύ οπλισμό βουλγαρικές στρατιωτικές μονάδες (συνολικής δύναμης ενός ενισχυμένου συντάγματος), που έσπευδαν στην περιοχή. Η τοποθεσία που επιλέχθηκε για την ενέδρα ήταν η γέφυρα του Νέστου, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Παπάδες (που βρισκόταν τότε σε απόσταση 35 περίπου χιλιομέτρων από την πόλη της Δράμας). Στις 06/05/1944 οι επικεφαλείς των ΕΑΟ στο Καρά Ντερέ (Αναστάσιος Αβραμίδης) και στο Μποζ Νταγ (Παντελής Παπαδάκης) έδωσαν εντολή στους καπεταναίους τους (Λαφτσίδη και Σελαλματζίδη) να πάρουν θέσεις μάχης μαζί με τα παλληκάρια τους κοντά στην γέφυρα των Παπάδων, στην ανατολική όχθη του ποταμού Νέστου, που την εποχή της άνοιξης είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, λόγω των ορμητικών νερών του, των πλημμυρών και της πυκνής ομίχλης, που δημιουργεί. Ήταν περίπου 80 Έλληνες αντάρτες με αρκετά καλό εξοπλισμό, που περιελάμβανε πολυβόλα, αυτόματα όπλα, όλμους και αντιαρματικό, χωρισμένοι σε τρεις ομάδες. Το πρωί της 7ης Μαΐου η εμπροσθοφυλακή ενός βουλγαρικού τάγματος, την ώρα που επιχειρούσε να διαβεί την γέφυρα, συνολικού μήκους 140 περίπου μέτρων, δέχθηκε συντονισμένα θεριστικά πυρά από τα πολυβόλα των Ελλήνων ανταρτών. Σταδιακά οι ελληνικές δυνάμεις, που καθοδηγούσαν οι οπλαρχηγοί Γιάννης Αμανατίδης, Αναστάσιος Αβραμίδης, Κυριάκος Λαζαρίδης και Βασίλης Παπαδόπουλος, ενισχύθηκαν από το αρχηγείο του όρους Φαλακρό και έφθασαν περίπου τους 160 ενόπλους. Ολόκληρα το βουλγαρικό τάγμα καθηλώθηκε, καθώς τα εύστοχα πυρά των ανταρτών του προκαλούσαν μεγάλες απώλειες, ενώ πολλοί Βούλγαροι στρατιώτες, στην προσπάθειά τους να γλυτώσουν, έπεφταν στα μανιασμένα νερά του Νέστου και πνίγονταν. Η μάχη μαίνονταν για πολλές ώρες και οι Βούλγαροι, χωρίς να μπορούν να διαβούν την γέφυρα, αποδεκατίζονταν, ζητώντας επειγόντως ενισχύσεις, που έφθασαν εκεί, διαθέτοντας ισχυρό οπλισμό και αεροπορική υποστήριξη. 
Οι Βούλγαροι με την χρήση όλμων και πυροβολικού προσπαθούσαν να απωθήσουν τους Έλληνες μαχητές και να περάσουν την γέφυρα, χωρίς να το επιτυγχάνουν και η μάχη συνεχιζόταν και τις επόμενες τρείς ημέρες με αμείωτη ένταση. Τις ημέρες αυτές στους μαχόμενους Έλληνες αντάρτες προσήλθαν και άλλες ενισχύσεις σε άνδρες και πολεμοφόδια, με τους οποίους ο συνολικός αριθμός τους ξεπέρασε τους 400, ενώ οι κάτοικοι της περιοχής ενίσχυαν τους αντάρτες στην πρώτη γραμμή με τρόφιμα. Στις 9 Μαΐου επιχειρήθηκε χωρίς επιτυχία μια ύστατη προσπάθεια των Βουλγάρων να κερδίσουν την μάχη, καθώς γερμανικά και βουλγαρικά αεροπλάνα στούκας βομβάρδισαν τις θέσεις των Ελλήνων ανταρτών, ενώ από την ελληνική πλευρά Βρετανός λοχαγός, με ειδικότητα στα σαμποτάζ και τις ανατινάξεις, που ήταν σύνδεσμος με το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και μάχονταν μαζί με τους άνδρες της ΕΣΕΑ, επιχείρησε χωρίς θετικό αποτέλεσμα να ανατινάξει την γέφυρα με εκρηκτικά. Οι Έλληνες αντάρτες συνέχιζαν οργανωμένα και μεθοδικά να αποκρούουν συνεχώς με επιτυχία τις βουλγαρικές επιθέσεις, προξενώντας μεγάλες απώλειες. Έμεναν σταθεροί στις θέσεις τους, εμποδίζοντας την διέλευση της γέφυρας από τον εχθρό και απεχώρησαν συντεταγμένοι την νύχτα της 9ης προς 10η Μαϊου, αφού είχαν μάθει, ότι έφθαναν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις από το εσωτερικό της Βουλγαρίας για να τους πλήξουν από τα νώτα.


Οι μεγάλες απώλειες των Βουλγάρων και τα σκληρά αντίποινα σε βάρος των Ελλήνων αμάχων
Έτσι έληξε η νικηφόρα για τους Έλληνες μάχη της γέφυρας των Παπάδων, που στοίχισε την ζωή εκατοντάδων Βουλγάρων στρατιωτών και προξένησε τον φόβο και τον τρόμο των κατακτητών απέναντι στα ελληνικά ένοπλα ανταρτικά σώματα.
Οι διάφορες πηγές δίδουν διαφορετικούς αριθμούς για τις απώλειες των δύο πλευρών. Οι αντάρτες φέρονται να έχουν από πέντε μέχρι εννιά νεκρούς και αρκετούς τραυματίες, (περίπου 28), ενώ για τους Βουλγάρους η ελληνική πλευρά δίνει τον σίγουρα υπερβολικό αριθμό των 700 νεκρών, τραυματιών και αγνοουμένων. Οι Βρετανοί κάνουν λόγο για 150 Βουλγάρους νεκρούς και τραυματίες (μεταξύ των οποίων ένας συνταγματάρχης και πολλοί άλλοι αξιωματικοί). Ο δεύτερος αριθμός είναι μάλλον πιθανότερος, σίγουρα, όμως, πρόκειται για μια ιστορική νίκη των ανδρών των ΕΑΟ και την μεγαλύτερη επιτυχία του αντάρτικου στην περιοχή.
Μετά την αποτυχία τους σε αυτή την σύγκρουση και τις μεγάλες απώλειες που υπέστησαν, οι Βούλγαροι κατακτητές, όπως άλλωστε συνήθιζαν, ξέσπασαν σε άγρια αντίποινα εναντίον του εντόπιου άμαχου ελληνικού πληθυσμού. Δεκάδες χωριά της ορεινής Δράμας πυρπολήθηκαν και οι κάτοικοι τους εκτοπίστηκαν στο βουλγαρικό έδαφος. Μαινόμενοι Βούλγαροι στρατιώτες και κομιτατζήδες έκαιγαν εκκλησίες και ελληνικές περιουσίες, βασάνιζαν και εκτελούσαν Έλληνες κατοίκους της περιοχής χωρίς οίκτο και διάκριση. Πυρπολήθηκαν η υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές από τους Βουλγάρους σχεδόν όλα τα χωριά ανατολικά του Νέστου (Μελισσομάνδρα, Βουνοχώρι, Αγριοκερασιά, Παπάδες, Σκαλωτή, Καλλίκαρπο, Σιδηρόνερο, Οροπέδιο κλπ.), αλλά τις μεγαλύτερες καταστροφές γνώρισε το χωριό Πολυγέφυρο, όπου πυρπολήθηκαν πολλά σπίτια και έγιναν μαζικές εκτελέσεις αμάχων, ακόμη και γυναικοπαίδων.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε, ότι στις 11 Μαϊου 1944 στο χωριό Σκαλωτή της Δράμας οι Βούλγαροι τουφέκισαν 10 άτομα, εκ των οποίων τα 5 ήταν ανήλικα παιδιά, ενώ στο Πολυγέφυρο οι Βούλγαροι εκτέλεσαν όσους κατοίκους βρήκαν στο χωριό, το οποίο και έκαψαν. Τα γυναικόπαιδα μάλιστα τα έριξαν στην φωτιά. Τα αντίποινα συνεχίσθηκαν και τις επόμενες ημέρες και επεκτάθηκαν μέχρι τον νομό Ξάνθης. Εκατοντάδες Έλληνες μεταφέρθηκαν στα πεδινά ή στην Βουλγαρία και τα σπίτια τους πυρπολήθηκαν. Οι βουλγαρικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών εξαπλώθηκαν στα όρη Τσαλ Νταγ και Φαλακρό. Το κυνηγητό ήταν συνεχές, ανηλεές και άγριο. Οι αντάρτες είχαν μικρές απώλειες, αλλά υποχωρούσαν συντεταγμένα, αποφεύγοντας την διάλυση και διατηρώντας τον οπλισμό τους. Τους ακολούθησαν πολλοί χωρικοί της περιοχής για να αποφύγουν τα αντίποινα. Τότε, σαν βοήθεια προς τους Έλληνες αντάρτες και σαν απάντηση στα σκληρά αντίποινα των Βουλγάρων, η Συμμαχική Αεροπορία ανέλαβε δράση και σμήνη βομβαρδιστικών αεροπλάνων πραγματοποίησαν επιδρομές στην Βουλγαρία, βομβαρδίζοντας την πρωτεύουσα Σόφια και άλλες βουλγαρικές περιοχές, προξενώντας πολλές καταστροφές.


Ο αντίκτυπος της ελληνικής νίκης και η σημασία της για την αποτροπή της μετέπειτα απόσχισης από την Ελλάδα και προσάρτησης της περιοχής στην Κομμουνιστική Βουλγαρία
Γενικότερα η μάχη αυτή είχε ηχηρό αντίκτυπο σε ολόκληρη την περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ δημιούργησε αίσθηση και στην υπόλοιπη υπόδουλη Ελλάδα. Ακόμη υπήρξαν σχετικές αναφορές και στον Τύπο, τόσο σε συμμαχικές χώρες, όσο και εχθρικές. Ιδιαίτερα, όμως, εξόργισε και αναστάτωσε την βουλγαρική πλευρά. Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα από την εφημερίδα «Ούτρο» της Σόφιας στις 13/05/1944, που έλεγε: «Η Μπελομόριε (που σημαίνει στα βουλγαρικά το Αιγαίο και εννοεί την βουλγαροκρατούμενη Μακεδονία του Αιγαίου) θρηνεί τα ηρωικά παιδιά της, που έπεσαν για την πατρίδα στα βουνά της Δράμας. Εκδίκηση ζητούν οι οικογένειες των αδικοχαμένων παιδιών μας. Χτυπήστε αλύπητα τους φονιάδες του Τσαούς Αντών, όπως και κάθε συνεργάτη του».
Επειδή, μάλιστα, υπήρχε έντονη φήμη, ότι οι Βούλγαροι για να εκδικηθούν, σκόπευαν να προχωρήσουν σε εκτεταμένες σφαγές του ελληνικού πληθυσμού στην πόλη της Δράμας και σε άλλες κωμοπόλεις της περιοχής, όπως είχαν κάνει κατ’ επανάληψη και στο παρελθόν, ο ίδιος ο γενικός Αρχηγός των Εθνικών Ανταρτικών Ομάδων Αντώνιος Φωστηρίδης απέστειλε στις βουλγαρικές Αρχές προειδοποιητική επιστολή, στην οποία, αφού απαριθμούσε και στηλίτευε όλα τα εγκληματικά αντίποινα των Βουλγάρων, δήλωνε, ότι θα προβούν και οι Έλληνες αντάρτες σε σκληρά αντίποινα σε βάρος του βουλγαρικού στρατού και άμαχου πληθυσμού. Στην επιστολή αυτή αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Διά ταύτα, θα αλλάξωμεν την μέχρι σήμερον τακτικήν μας και θα εκτελέσωμεν εις το εξής τους συλλαμβανομένους αιχμαλώτους και τραυματίας, θα προβώμεν και ημείς εις αντίποινα εναντίον του αμάχου Βουλγαρικού πληθυσμού.
Ενώ γνωρίζετε τόσον καλά, ότι δυνάμεθα και ημείς να εξοντώσωμεν άμαχον Βουλγαρικόν πληθυσμόν και να πυρπολήσωμεν χωρία, αποφεύγομεν τους βομβαρδισμούς, σεβόμενοι τους Διεθνείς νόμους, πώς εσείς, Κράτος ολόκληρον, σκοτώνετε γυναικόπαιδα και πυρπολείτε χωρία; Ο θεοσεβής Χριστιανός δεν μπορεί να είναι βάρβαρος εις τόσον βαθμόν ώστε να σκοτώνη διά λόγχης και μαχαίρας αθώα παιδιά 15ετή, γέρους 80ετείς, και γυναικόπαιδα στα χωράφια και να ανοσιουργή εις τον οίκον του Θεού.
Τι εμπιστοσύνην μπορεί να έχη ένας τίμιος λαός εις τας αρχάς και τα όργανά σας, ύστερα από τόσας σκληράς δοκιμασίας, που ουδείς λαός εδοκίμασεν κατά τους μετά Χριστόν αιώνας; Τον βομβαρδισμόν σας θα καταγγείλωμεν ενώπιον ολοκλήρου του κόσμου διά των μέσων που διαθέτομεν και θα αρχίσωμεν τα ανάλογα αντίποινα, εφ’ όσον δεν είσθε Κράτος οργανωμένον επί των βάσεων της δικαιοσύνης αλλά συγκρότημα ενός απολιτίστου και βαρβάρου λαού».
Οι απειλές αυτές προβλημάτισαν και φόβισαν πολύ τις βουλγαρικές Αρχές κατοχής με αποτέλεσμα να ματαιώσουν τα εγκληματικά τους σχέδια για γενικευμένη σφαγή του ελληνικού πληθυσμού στη μαρτυρική Δράμα και στα χωριά της.
Η μάχη στη Γέφυρα των Παπάδων, μαζί με τις άλλες επιχειρήσεις της ΕΣΕΑ εναντίον των Βουλγάρων κατακτητών ανέδειξαν τις στρατιωτικές ικανότητες και την ισχύ της Οργάνωσης αυτής, καθιστώντας την υπολογίσιμη δύναμη σε φίλους και εχθρούς. Οι αντάρτες της ΕΣΕΑ στα δύσκολα εκείνα χρόνια ανέλαβαν να προστατεύσουν τα εδάφη και τον ελληνικό πληθυσμό της εθνικά ευαίσθητης αυτής περιοχής της πατρίδας μας μέχρι να εδραιωθεί η παρουσία των επίσημων ελληνικών κρατικών Αρχών. Το κυριότερο, όμως, είναι, ότι με την στάση και την αποφασιστικότητά τους έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αποτροπή των σχεδίων καθόδου Σοβιετικών στρατευμάτων μέσω της Βουλγαρίας στα ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης, που αποσκοπούσαν στην απόσχιση των εδαφών αυτών από την Ελλάδα και την προσάρτησή τους στο νέο -Κομμουνιστικό πλέον και υπό Σοβιετική κηδεμονία- βουλγαρικό κράτος.
Μεταπολεμικά, ως ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης στους Έλληνες αγωνιστές και τους πεσόντες της μάχης, ανεγέρθηκε μνημείο στην περιοχή των Παπάδων, ενώ τελούνταν κάθε χρόνο πολλές εκδηλώσεις στα πλαίσια επίσημου εορτασμού πανελλαδικού χαρακτήρα. Δυστυχώς, όμως, οι εκδηλώσεις αυτές, που γίνονταν για την επέτειο της ιστορικής αυτής μάχης, καταργήθηκαν το 1981 -ως δήθεν διχαστικές- και σήμερα γίνονται μόνο τοπικής σημασίας εκδηλώσεις μνήμης από τις τοπικές αρχές και τους συγγενείς των αγωνιστών και πεσόντων, αφού το ελληνικό κράτος ποτέ δεν τίμησε, όπως έπρεπε, την μνήμη εκείνων των ηρώων, που αγωνίστηκαν εναντίον του Βούλγαρου κατακτητή και θυσίασαν την ζωή τους στο πεδίο της τιμής!
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί, ότι η σημερινή εικόνα και μορφολογία της περιοχής αυτής έχει αλλάξει σημαντικά σε σχέση με τότε, εξαιτίας του τεχνητού φράγματος και της μεγάλης τεχνητής λίμνης , που κατασκευάστηκε αργότερα εκεί, στον πυθμένα της οποίας βρίσκονται καταποντισμένες πολλές από τις τοποθεσίες, στις οποίες διαδραματίσθηκαν τα γεγονότα αυτά.
Τέλος, για την Ιστορία αναφέρουμε, ότι ο Γενικός Αρχηγός των ΕΑΟ και της ΕΣΕΑ Αντώνιος Φωστηρίδης τιμήθηκε μεταπολεμικά για την αντιστασιακή του δράση, τόσο από την Ελληνική και την Αγγλική κυβέρνηση, όσο και από τους Βασιλείς της Ελλάδος και της Μεγάλης Βρετανίας, με ανώτατα μετάλλια και παράσημα, ενώ του απονεμήθηκε τιμητικά ο βαθμός του μόνιμου Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού του ελληνικού στρατού.

Επος 40 - Μάχη οχυρών - Μάχη της Κρήτης - Αντίσταση - Κατοχή - Εμφύλιος

D-Day: Η αρχή του τέλους για τους Ναζί «ξεκίνησε» από τις γαλλικές ακτές

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Ο όρος D-Day είναι γνωστός και άρρηκτα συνδεδεμένος με μια από τις πιο ιστορικές ημέρες του 20ου αιώνα, αυτή της απόβασης των Συμμάχων στη Νορμανδία κατά την διάρκεια του Β’ ΠΠ, σαν σήμερα στις 5 Ιουνίου του 1944.

Η απόβαση στη Νορμανδία ανέτρεψε τα δεδομένα στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων των Συμμάχων ενάντια στην γερμανική πολεμική μηχανή, που για πολλούς θεωρείται ως η «αρχή του τέλους» για τους Ναζί στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ποιο το υπόβαθρο πριν την απόβαση

Οι διαφωνίες των Συμμάχων για το αν θα έπρεπε να ασκηθεί πίεση από Νότο προς Βορρά ή να γίνει απόβαση μέσω Μάγχης, προκειμένου να ηττηθεί η Γερμανία, λύθηκαν στη Διάσκεψη της Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1943). Ο Στάλιν, υποστηριζόμενος από τις ΗΠΑ, επέμενε ότι η εισβολή στη Γαλλία ήταν ο μόνος τρόπος να ηττηθεί η Γερμανία.

Τον Ιανουάριο του 1944 άρχισε να προετοιμάζεται η επιχείρηση «Επικυρίαρχος» (Operation Overlord). O αμερικανός στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ ορίστηκε ανώτατος διοικητής, με βρετανούς διοικητές στο στρατό ξηράς, στο ναυτικό και την αεροπορία.Σύμφωνα με το σχέδιο, η επίθεση θα γινόταν σ’ ένα στενό μέτωπο στη Νορμανδία, στις βόρειες ακτές της Γαλλίας, από πέντε σώματα στρατού.

Για την πραγματοποίησή της, ο Αϊζενχάουερ έπρεπε να συγκροτήσει τον μεγαλύτερο στην ιστορία στόλο που επιχείρησε ποτέ απόβαση.

Τα προβλήματα για τον σχεδιασμό της D-Day

Σε περίπτωση επιτυχίας, η απόβαση θα αποτελούσε την απαρχή προέλασης μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων προς Ανατολάς μέσω της Γαλλίας, κατευθείαν στην καρδιά της ναζιστικής Γερμανίας.

Το βασικότερο μέλημα για τους σχεδιαστές της επιχείρησης ήταν να μη μάθουν οι Γερμανοί το σημείο της απόβασης. Έτσι, οι δυνάμεις τους θα ήταν αναγκασμένες να αναπτυχθούν σε ολόκληρη την ακτογραμμή.

Είχε καταρτιστεί εξάλλου σχέδιο παραπλάνησης, η επιχείρηση «Σωματοφύλακας» (Operation Bodygard), που κατόρθωσε πέραν πάσης προσδοκίας να πείσει τον Χίτλερ ότι κύριος στόχος ήταν η περιοχή του Καλέ, αρκετά βορειότερα της Νορμανδίας. Παρότι στη Γαλλία υπήρχαν 58 γερμανικές μεραρχίες, μόνο οι 14 βρίσκονταν στις ακτές της Νορμανδίας.Μεγάλη σημασία είχε και η αξιοποίηση της αεροπορικής υπεροχής των Συμμάχων, ώστε να εξουδετερωθεί η εχθρική πολεμική αεροπορία και να απομονωθεί το συγκοινωνιακό δίκτυο της Βόρειας Γαλλίας.

Ενώ τα σχέδια τής απόβασης καταρτίζονταν από Αμερικανούς και Βρετανούς στρατιωτικούς στην Αγγλία, ο Γερμανός στρατάρχης Έρβιν Ρόμελ – γνωστός ως «αλεπού της ερήμου», από την προηγούμενη θητεία του στο αφρικανικό μέτωπο- επιφορτισμένος με την αναχαίτιση της αναμενόμενης απόβασης, ενίσχυσε τη γερμανική αμυντική οχύρωση κατά μήκος της ακτής της Γαλλίας με υποβρύχια εμπόδια, δεξαμενές καυσίμων, ανθεκτικές στους βομβαρδισμούς, καθώς και με ναρκοπέδια.Το βασικό του πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να περιφρουρεί 3.000 μίλια δυτικοευρωπαϊκής ακτής, από την Ολλανδία έως τα ιταλικά σύνορα.

Η D-Day γίνεται πραγματικότητα

Η απόβαση στη βόρεια Γαλλία από την Αγγλία προγραμματίστηκε τελικά για τις 5 Ιουνίου 1944, αλλά αναβλήθηκε για ένα εικοσιτετράωρο, λόγω της κακοκαιρίας που επικρατούσε στο στενό της Μάγχης.

Συγκροτήθηκε ένας τεράστιος στόλος, με επικεφαλής τον άγγλο ναύαρχο Μπέρτραμ Ράμσεϊ, ο οποίος περιλάμβανε 1.200 πολεμικά πλοία, 10.000 αεροπλάνα, 4.126 αποβατικά σκάφη, 804 μεταγωγικά πλοία και εκατοντάδες τεθωρακισμένα άρματα αμφίβιων και άλλων αποστολών. 156.000 άνδρες (73.000 Αμερικανοί και 83.000 Βρετανο-Καναδοί) θα αποβιβάζονταν στη Νορμανδία, από τους οποίους 132.000 θα μεταφέρονταν με πλοία μέσω Μάγχης και 23.500 με αεροπλάνα.Τις χερσαίες δυνάμεις διοικούσε ο άγγλος στρατηγός Μπέρναρντ Μοντγκόμερι, που είχε απέναντί του ένα παλαιό γνώριμό του από τις επιχειρήσεις στην Αφρική, τον γερμανό στρατάρχη Έρβιν Ρόμελ.

Η απόβαση με την κωδική ονομασία «Ποσειδών» (Operation Neptune) άρχισε πριν από την αυγή της 6ης Ιουνίου (D-Day) σε πέντε ακτές κατά μήκος της Νορμανδίας, οι οποίες έφεραν τις κωδικές ονομασίες Utah (Γιούτα), Omaha (Όμαχα), Gold (Χρυσός), Juno (Ήρα) και Sword (Σπαθί).

Οι παραλίες που είχαν επιλεγεί για την απόβαση εκτείνονταν από τον ποταμόκολπο του Ορν ως το νοτιοδυτικό άκρο της χερσονήσου Κοταντέν.

Οι Σύμμαχοι στις ακτές της Νορμανδίας

Την παραμονή της επιχείρησης βρετανικές μονάδες καταδρομέων είχαν πέσει πίσω από της γραμμές του εχθρού, καταλαμβάνοντας γέφυρες – κλειδιά και αχρηστεύοντας τις επικοινωνίες των Γερμανών.

Οι τέσσερις ακτές καταλήφθηκαν εύκολα και γρήγορα από τις συμμαχικές δυνάμεις, ενώ στην πέμπτη, την «Όμαχα», αντιμετώπισαν σκληρή γερμανική αντίσταση.Με το σούρουπο μεγάλα προγεφυρώματα είχαν ήδη δημιουργηθεί και στις πέντε περιοχές της απόβασης και η τελική επιχείρηση για τη συντριβή τής Γερμανίας είχε αρχίσει.

Για την επιτυχία της απόβασης, καθοριστική ήταν η αεροπορική υπεροχή των Συμμάχων. Τα αεροπλάνα τους κατέστρεψαν τις περισσότερες γέφυρες του Σηκουάνα στ’ ανατολικά και του Λίγηρα στα νότια, εμποδίζοντας έτσι τους Γερμανούς να ενισχύσουν έγκαιρα τις προκεχωρημένες μονάδες τους στα προγεφυρώματα των ακτών της Νορμανδίας.

Το σχέδιο των Συμμάχων μετά τη D-Day

Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, οι Βρετανοί θα καταλάμβαναν τη στρατηγικής σημασίας πόλη Καν την πρώτη ημέρα της απόβασης.

Παρότι εξουδετέρωσαν γρήγορα τη γερμανική άμυνα, εν τούτοις έπρεπε να περιμένουν έως τις 9 Ιουλίου για να εισέλθουν νικηφόρα στην πόλη, εξαιτίας της εμφάνισης μιας μεραρχίας Πάντσερ, που καθήλωσαν τις δυνάμεις τους, αλλά και των διαφωνιών μεταξύ Αϊζενχάουερ και Μοντγκόμερι για θέματα τακτικής.

Στον τομέα τους, οι Αμερικανοί αντιμετώπισαν σοβαρή αντίσταση στη χερσόνησο Κοταντέν, αλλά τελικά κατέλαβαν το ζωτικής σημασίας λιμάνι του Χερβούργου στις 26 Ιουνίου.Οι συνεχείς συγκρούσεις έφθειραν τα γερμανικά στρατεύματα και στις 25 Ιουλίου ο στρατηγός Ομάρ Μπράντλεϊ διέσπασε το δυτικό μέτωπο και μέσα σε λίγες μέρες εξάλειψε κάθε αντίσταση στην πορεία του προς τον Σηκουάνα.

Αντεπίθεση των γερμανικών τεθωρακισμένων στο Μορτέν αποκρούστηκε (7-13 Αυγούστου). Στα τέλη Αυγούστου οι Σύμμαχοι διέσχισαν τον Σηκουάνα και τον Σεπτέμβριο βρίσκονταν μπροστά στα γερμανικά σύνορα.

Δείτε βίντεο:

Πηγή: San Simera            OnAlert

.

Συνέχεια ανάγνωσης

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Απόβαση στη Νορμανδία: Τι συνέβη στις 6 Ιουνίου 1944;

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Μπορεί να συμπληρώθηκαν 80 χρόνια από τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία, όσοι όμως την έζησαν διατηρούν τις μνήμες τους ζωντανές.

Η 80η επέτειος της απόβασης των συμμάχων στη γαλλική Νορμανδία εορτάζεται με μεγάλες τιμές και με την παρουσία αρχηγών κρατών, με προεξάρχοντες τους προέδρους των ΗΠΑ και της Γαλλίας, αλλά και την βασίλισσα Ελισάβετ της Μεγάλης Βρετανίας.

Τι ακριβώς συνέβη, όμως, στη Νορμανδία τον Ιούνιο του 1944;

Η προετοιμασία της απόβασης

Την περίοδο εκείνη, η πλάστιγγα του πολέμου μεταξύ των ενωμένων εθνών, υπό την γενική καθοδήγηση της Μεγάλης Βρετανίας, της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ και του φασιστικού Άξονα Γερμανίας – Ιαπωνίας (η Ιταλία είχε συνθηκολογήσει) είχε αρχίσει να γέρνει εις βάρος του δεύτερου, ειδικά στην Ευρώπη.

Οι Σοβιετικοί προέλαυναν στο ανατολικό μέτωπο, στο νότο Βρετανοί και Αμερικάνοι είχαν αποβιβαστεί στην Ιταλία και καταλάμβαναν εδάφη προς το Βορρά. Ο πιο «γρήγορος» δρόμος προς την καρδιά της Γερμανίας ήταν εκείνος μέσω της κατεχόμενης από τους ναζί Γαλλίας.

Όμως, η απόβαση στη Γαλλία ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτούσε προσεκτικό και λεπτομερή σχεδιασμό, καθώς η οχύρωση της βόρειας Γαλλίας από τους Γερμανούς ήταν άρτια.

Μήνες πριν την απόβαση στη Νορμανδία, οι συμμαχικές δυνάμεις εκτελούσαν πτήσεις στην περιοχή για να την καταγράψουν και να σχεδιάσουν την επιχείρηση.

Ακόμα και το BBC επιστρατεύτηκε, απευθύνοντας δημόσιο κάλεσμα στους ανθρώπους για να στείλουν φωτογραφίες και κάρτποσταλ των ευρωπαϊκών ακτών από τη Νορβηγία μέχρι τα Πυρηναία.

Μυστικές ομάδες ερευνούσαν τις ακτές ώστε να βρουν τις σωστές τοποθεσίες και πήραν μέχρι και δείγματα άμμου για να επιβεβαιώσουν ότι οι παραλίες μπορούσαν να αντέξουν των βάρος των συμμαχικών στρατιωτικών οχημάτων.

Μετεωρολόγοι, μαθηματικοί και επιστήμονες κάθε ειδικότητας επιστρατεύτηκαν για να οριστεί η ημερομηνία της επιχείρησης.

Το διάστημα 5 – 7 Ιουνίου κρίθηκε το καταλληλότερο για την απόβαση, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Βρετανού μαθηματικού Άρθουρ Τόμας, καθώς τότε η παλίρροια ήταν στο χαμηλότερο σημείο της και θα φαίνονταν τα κρυμμένα εμπόδια.

για τη συνέχεια Euronews

 

Συνέχεια ανάγνωσης

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Μακεδονικός Ἀγώνας καί ἐπέτειος θανάτου τοῦ Παύλου Μελᾶ – Λόγος στή μνήμη του

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

 

Του Κώστα Καραΐσκου
Η μεγάλη Ελληνική
Επανάσταση, που είχε τεράστιο αντίκτυπο
και σημασία παγκοσμίως, άρχισε το 1821
και πρακτικά τελείωσε έναν αιώνα μετά,
το 1922 με την Μικρασιατική Καταστροφή.
Συχνά όταν αναφερόμαστε στην απελευθέρωση
των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό,
μένουμε στο 1830, στην ίδρυση δηλαδή του
νεοελληνικού κράτους, υπό την κηδεμονία
των ξένων δυνάμεων.

Όμως τι γινόταν με τα
εκατομμύρια των Ελλήνων που έμειναν
έξω από εκείνο το φτωχό κρατίδιο, τι
γινόταν στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στη
Θράκη, στην Ιωνία, στον Πόντο, στην Κύπρο,
στην Κρήτη, στα άλλα νησιά; Ο Μακεδονικός
Αγώνας ήταν η ένδοξη εκείνη σελίδα της
ιστορίας μας, όπου ο ελληνισμός κάτω
από την οθωμανική κρατική κυριαρχία
αντιμετώπισε τον βουλγαρικό επεκτατισμό,
κατάφερε να επικρατήσει και να ετοιμάσει
την ώρα της απελευθέρωσης από τον
ελληνικό Στρατό. Στην αρχή αγωνίστηκαν
οι ντόπιοι Έλληνες, μόνοι τους για
χρόνια, κυρίως με τη στήριξη της Εκκλησίας
και απλών ανθρώπων που πάλεψαν ηρωικά,
ενώ από ένα σημείο και πέρα άρχισαν να
φτάνουν εθελοντές από την Ελλάδα και
να παίρνει ένοπλη μορφή η αντίσταση
κατά των Βούλγαρων κομιτατζήδων.

Η βουλγαρική προσπάθεια
κατά της Μακεδονίας ξεκίνησε με την
απόσχιση της Εκκλησίας τους, τη λεγόμενη
Εξαρχία, το 1870. Άρχισε ένας πόλεμος
προπαγάνδας, πιέσεων αλλά και ωμής βίας,
προκειμένου να γράφονται οι κάτοικοι
της οθωμανικής ακόμη Μακεδονίας σε
βουλγάρικα σχολεία και να καλούν
Βούλγαρους ιερείς. Αντιστάθηκαν σ΄ αυτό
όχι μόνο οι ελληνόφωνοι ή οι βλαχόφωνοι
κάτοικοι της Μακεδονίας αλλά και πολλοί
σλαβόφωνοι, οι λεγόμενοι «γραικομάνοι»
που έμεναν πιστοί στο Πατριαρχείο της
Κωνσταντινούπολης. Έτσι αυτό που
παρουσιαζόταν ως αντίθεση θρησκευτικής
μορφής ήταν στην πραγματικότητα εθνικής:
όποιος πήγαινε με τους Εξαρχικούς
γινόταν Βούλγαρος, ενώ Πατριαρχικοί
ήταν οι Έλληνες. Δάσκαλοι και κληρικοί
ηγήθηκαν της αντίστασης τις πρώτες
δεκαετίες, περιορίζοντας την βουλγαρική
προπαγάνδα και τρομοκρατία που ήρθε να
προστεθεί στην καταπίεση των Οθωμανών.
Κορυφαία μορφή του αγώνα αναδείχθηκε
ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός
Καραβαγγέλης, που κυκλοφορούσε – κι
ενίοτε λειτουργούσε – με την πιστόλα
κάτω από το ράσο ή πάνω στην Αγία Τράπεζα.
Κάποια στιγμή οι
Βούλγαροι διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν
να επιβληθούν δίχως όπλα. Το 1893 ιδρύθηκε
από τον Γκότσε Ντέλτσεφ και άλλους
Βούλγαρους στη Θεσσαλονίκη η Εσωτερική
Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση
(VMRΟ), υποτίθεται για την απελευθέρωση
των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας
από τους Οθωμανούς οι οποίοι κατέρρεαν.
Στο εσωτερικό της οργάνωσης αναπτύχθηκαν
δύο τάσεις: οι ενωτικοί ήθελαν άμεση
ένωση με τη Βουλγαρία, ενώ οι αυτονομιστές
μιλούσαν για «μακεδονικό» κράτος, πάντα
ενάντια στο ελληνικό στοιχείο της
περιοχής. Μετά το 1895 αγρίεψαν οι
συγκρούσεις και αναδείχθηκαν ηρωικές
μακεδονικές μορφές σαν τον καπετάν
Κώττα Χρήστου, τον καπετάν Λούκα, τον
καπετάν Ζέρβα, τον Χρήστο Αργυράκο, τον
Ηλία Κούνδουρο…
Το 1903 γίνεται στο
Μοναστήρι (Μπίτολα) η λεγόμενη εξέγερση
του Ίλιντεν, με σκοπό να φανεί στην
Ευρώπη ότι οι Βούλγαροι ξεσηκώνονται
κατά των Τούρκων για την απελευθέρωση
της Μακεδονίας. Όμως σε 10 μέρες οι Τούρκοι
καταπνίγουν την εξέγερση και ξεσπούν
κυρίως σε βάρος των Ελληνόβλαχων κατοίκων
της περιοχής που χτυπήθηκαν άγρια και
από τους Βούλγαρους. Λίγες μέρες μετά
έσβησε και η ταυτόχρονη εξέγερση των
Βουλγάρων στην Στράντζα της Αδριανούπολης.
Η επίσημη Ελλάδα μέχρι
τότε μόνο παρακολουθούσε, παρότι οι
Έλληνες πατριώτες ζητούσαν επέμβαση
υπέρ των μαχόμενων Μακεδόνων και οι
εθελοντές μαχητές πλήθαιναν. Το 1904 πήγε
μυστικά στη Μακεδονία, ως ζωέμπορος
υποτίθεται, ο αξιωματικός του ελληνικού
Στρατού και μέλος της ανώτερης κοινωνικής
τάξης, Παύλος Μελάς. Ο θάνατός του στη
Στάτιστα, στις 13 Οκτωβρίου 1904, τον
ανέδειξε ως ήρωα και κινητοποίησε όλες
τις εθνικές δυνάμεις, ντόπιες και μη.
Ήταν το αίμα που πότισε το δέντρο της
μακεδονικής ελευθερίας. Ακολούθησαν
6.000 εθελοντές που πολέμησαν μέχρι το
1908 στη Μακεδονία, οι μισοί από τους
οποίους ήταν Κρητικοί – υπήρξαν επίσης
πολλοί Μανιάτες αλλά και από άλλα μέρη
της χώρας. Και οι δύο Γενικοί Αρχηγοί
του Μακεδονικού Αγώνα, μετά τον Παύλο
Μελά, ήταν Κρητικοί, ο Γεώργιος Κατεχάκης
από το Ηράκλειο και ο Σφακιανός Γεώργιος
Τσόντος. Αξίζει να θυμίσουμε εδώ ότι
ακόμα η Κρήτη δεν ήταν καν μέρος του
ελληνικού κράτους! Η μάχη στη βαλτολίμνη
των Γιαννιτσών ήταν το διάσημο σκηνικό
πολέμου των αντίπαλων ανταρτικών ομάδων,
όπως το περιέγραψε η Πηνελόπη Δέλτα στα
«Μυστικά του Βάλτου». Αυτές οι αντάρτικες
ομάδες έλαβαν μέρος στους πολέμους που
ακολούθησαν, τόσο στο ελληνικό στρατόπεδο
όσο και οι αντίπαλες στο βουλγαρικό.
Κορυφαίας σημασίας
ήταν η δράση Ελλήνων διπλωματών, όπως
του Ίωνα Δραγούμη που ως διπλωμάτης στο
Μοναστήρι οργάνωσε την Μακεδονική
Άμυνα, με επιτροπές σε πόλεις και χωριά
της Δυτικής Μακεδονίας, ή του Πρόξενου
της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, Λάμπρου
Κορομηλά, ο οποίος συντόνιζε τις
αντάρτικες ελληνικές ομάδες. Από τους
κληρικούς, εκτός του Γερμανού Καραβαγγέλη,
ξεχώρισε ο μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος
Καλαφάτης, που μαρτύρησε το 1922 στη
Σμύρνη, ο εθνομάρτυρας Αιμιλιανός,
μητροπολίτης Γρεβενών που θανατώθηκε
βασανιστικά το 1910 κ.ά. Οι εκπαιδευτικοί
σαν τις δολοφονημένες νεαρές δασκάλες
Αικατερίνη Χατζηγεωργίου και Βελίκα
Τράικου κράτησαν όρθιο το ελληνικό
φρόνημα σε 1.000 περίπου σχολεία για 70.000
μαθητές.
Το 1908 η επανάσταση των
Νεοτούρκων έδωσε αμνηστεία στους
εμπόλεμους και υποσχέθηκε ισονομία και
ισοπολιτεία για όλους, όμως σύντομα
αποκαλύφθηκε η απάτη. Έπρεπε να
μεσολαβήσουν δύο βαλκανικοί πόλεμοι
και ένας παγκόσμιος για να απαλλαχθεί
η Μακεδονία και από την τουρκική κυριαρχία
και από την βουλγαρική επιβουλή, μάλιστα
αυτή η τελευταία εκδηλώθηκε και πάλι
κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την
βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής
Μακεδονίας και Θράκης. Το 1944 λοιπόν
εξέλιπε ο κίνδυνος για τη Μακεδονία από
την πλευρά των «ενωτικών» Βουλγάρων. Η
απειλή των «αυτονομιστών», παρότι πολύ
ασθενέστερη, έμελλε να επιβιώσει στα
πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο με
κέντρο τα Σκόπια και να αναβιώσει το
1991 με την ανεξαρτητοποίηση της λεγόμενης
«Δημοκρατίας της Μακεδονίας» ώς τις
μέρες μας.
Κλείνουμε με το γνωστό
«τιμούμε τη μνήμη των ηρώων που θυσιάστηκαν
για την ελευθερία» κτλ.
Τι σημαίνει όμως αυτό;
Ξέρουμε για ποιους μιλάμε, τι συνέβη
και γιατί; Ή τα θεωρούμε όλα παρελθόν
χωρίς νόημα στη σημερινή εποχή; Όποιος
νόμιζε κάτι τέτοιο, μόλις πέρυσι στις
Πρέσπες αποδείχθηκε ότι είναι πέρα για
πέρα λάθος. Το παρελθόν καθορίζει ό,τι
ζούμε σήμερα και το ξαναβρίσκουμε
διαρκώς μπροστά μας. Τιμούμε λοιπόν τον
Μακεδονικό Αγώνα όταν έχουμε την γνώση
και την αρετή που διδάσκει το ελληνικό
σχολείο, αυτό που στήριξε την κρίσιμη
ώρα την μία και μοναδική ελληνική
Μακεδονία!
ΠΗΓΗ: antibaro.gr

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή