Ακολουθήστε μας

Επος 40 - Μάχη οχυρών - Μάχη της Κρήτης - Αντίσταση - Κατοχή - Εμφύλιος

Οι Έλληνες της Κύπρου που πολέμησαν στον ελληνοϊταλικό πόλεμο

Δημοσιεύτηκε

στις

Δρ. Πέτρος Παπαπολυβίου

Ο αριθμός των Κυπρίων που κατατάχθηκαν στον ελληνικό στρατό το 1940 – 1941 δεν μπορεί να υπολογιστεί ακριβώς. Η προσωπική μας εκτίμηση είναι ότι μαζί με τους φοιτητές – εθελοντές προσεγγίζουν τους 200.
Οι περισσότεροι, μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας ή Έλληνες υπήκοοι, κατατάχθηκαν μεμονωμένα, ενώ μιαν άλλη ομάδα αποτελούσαν οι αξιωματικοί κυπριακής καταγωγής. Οι Κύπριοι που κατάφεραν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες του ταξιδιού από το νησί τους, στις επικίνδυνες συνθήκες του πολέμου, και να φτάσουν, μέσω Αιγύπτου ή Τουρκίας, στην Αθήνα, για να καταταχθούν, ήταν ελάχιστοι και οι προσωπικές τους ιστορίες δείχνουν το πατριωτικό τους πάθος.
Οι περιπτώσεις των Ευάγγελου Λ. Λουΐζου, από την Αμμόχωστο, του γιατρού Θεόδωρου Μαρσέλλου, από τη Λάρνακα και του Δημήτρη Μαννούρη, αμαξά από την Ακανθού, είναι οι πιο χαρακτηριστικές:

Ο πρώτος, γόνος μεγάλης οικογένειας της Αμμοχώστου, έφεδρος αξιωματικός του ελληνικού στρατού και κατοπινός ξεναγός στην Κύπρο του Γιώργου Σεφέρη, σύμφωνα με την ιστορία-θρύλο, μετά την κατάταξή του, στα τέλη Νοεμβρίου 1940, πήρε ταξί και ζήτησε από τον εμβρόντητο οδηγό να τον οδηγήσει από τη Θεσσαλονίκη στη μονάδα του στο μέτωπο… Ο Μαρσέλλος έφτασε κι αυτός στην Αθήνα, με τη γυναίκα του, μέσω Τουρκίας. Ύστερα από την κατάρρευση του μετώπου και αφού ταλαιπωρήθηκε για αρκετούς μήνες στην πρωτεύουσα, κατέληξε στη Ζαγορά του Πηλίου, από όπου βγήκε στο βουνό, στο 54ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Μετά την επιστροφή του από τον πόλεμο εκδόθηκε το βιβλίο του «Χρυσά Βουνά. Το βιβλίο του αντάρτη» (Κύπρος: Λαϊκή Εκδοτική Εταιρεία, 1947), όπου περιγράφονται οι εμπειρίες του από το ελληνικό αντάρτικο. Τέλος, ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Δ. Μαννούρης, 63 χρονών κατά το 1940, είχε μια εντυπωσιακή στρατιωτική προϊστορία, αφού είχε καταταχθεί εθελοντικά στον πόλεμο του 1897, στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία!
Από τους Κύπριους φοιτητές της Αθήνας, οι περισσότεροι κατατάχθηκαν στις 8 Δεκεμβρίου 1940. Ξεχώριζε ανάμεσά τους ο απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής Ροδίων Π. Γεωργιάδης, που έχασε τη ζωή του, όπως και ο αδελφός του Μιλτιάδης, στις ναζιστικές φυλακές της Γερμανίας, καταδικασμένος για αντιστασιακή δράση στην Αθήνα. Δύο φοιτητές της Ιατρικής από την Αμμόχωστο, ο Βαρνάβας Σιερίφης και ο Λουκής Λιασίδης, ζήτησαν να πολεμήσουν, αντί να τους ανατεθούν ιατρικά καθήκοντα, και τραυματίστηκαν στις μάχες των υψωμάτων του Τεπελενίου. Ο πρώτος απεβίωσε σε νοσοκομείο του Μεσολογγίου, και ο δεύτερος αργότερα, το 1942, σε νοσοκομείο της Αθήνας. Ένας πέμπτος εθελοντής από την κυπριακή φοιτητική ομάδα, ο Λεμεσιανός Ανδρέας Δρουσιώτης, συνέχισε τη δράση του και στην Αντίσταση, από τις γραμμές του ΕΛΑΣ, και σκοτώθηκε πολεμώντας στην Πιερία, στις 19 Οκτωβρίου 1944.
Κύπριοι αιχμάλωτοι στην Ελλάδα
Κύπριοι στρατιώτες βρέθηκαν στην Ελλάδα το 1940 – 1941 με το «Κυπριακό Σύνταγμα», του βρετανικού στρατού. Οι βρετανικοί υπολογισμοί ανέβαζαν τις συμμαχικές απώλειες στην Ελλάδα σε περισσότερους από 15.000 άνδρες (πεσόντες, αιχμαλώτους και «αγνοούμενους», των οποίων η τύχη δεν είχε εξακριβωθεί).
Αν και ελάχιστοι Κύπριοι ενεπλάκησαν σε μάχη κατά την υποχώρηση, εντούτοις, οι απώλειες του «Κυπριακού Συντάγματος» στην ελληνική εκστρατεία ήταν τεράστιες, αφού οι πρώτοι επίσημοι υπολογισμοί (Οκτώβριος 1941) τις ανέβαζαν σε 2.256 άνδρες: Πέντε νεκρούς, δύο τραυματίες, 1.426 «ελλείποντες» και 823 αιχμαλώτους. Εκατοντάδες Κύπριοι εγκαταλείφθηκαν σε διάφορα πελοποννησιακά λιμάνια και όρμους κατά την εκκένωση, τις τελευταίες μέρες του Απριλίου 1941 και συνελήφθησαν ομαδικά από τους Γερμανούς (κυρίως στην Καλαμάτα), ενώ ανάλογες σκηνές επαναλήφθηκαν στην Κρήτη (Οι μαρτυρίες των Κυπρίων εθελοντών συγκλίνουν ότι «συμπτωματικά» στα πολεμικά πλοία επιβιβάζονταν κατά προτεραιότητα Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες).

Οι Κύπριοι αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν στην Ελλάδα υπολογίζονται σε 2.000. Ένας μεγάλος αριθμός αξιωματικών και οπλιτών, όλων των εθνικοτήτων του εκστρατευτικού σώματος, που είχαν αποκοπεί στην Ελλάδα, δεν συνελήφθηκε ή δεν παραδόθηκε, είτε από διάθεση αντίστασης είτε τυχαία, καθώς πολλές διάσπαρτες ομάδες συμμάχων δεν είχαν εντοπιστεί από τα προελαύνοντα ναζιστικά στρατεύματα.
Ειδικά οι Κύπριοι αιχμάλωτοι, οι οποίοι σχεδόν στο σύνολό τους μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, αφού ήταν ελάχιστοι οι Τουρκοκύπριοι στρατιώτες που δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν στα ελληνικά, είχαν ένα τεράστιο πλεονέκτημα, καθώς οι Γερμανοϊταλοί ήταν αδύνατο να διακρίνουν τις ακουστικές διαφορές της κυπριακής ιδιωματικής προφοράς.
Επίσης, σε αντίθεση με τους Βρετανούς ή τους Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς συναδέλφους τους, η μεγάλη μάζα των Κυπρίων στρατιωτών ήταν μελαχρινοί. Για πρώτη φορά, στην ώς τότε στρατιωτική τους θητεία, το χρώμα του δέρματός τους, τους έφερνε σε πλεονεκτική θέση. Όσοι, μέσα στη χαώδη κατάσταση των πρώτων ωρών της μαζικής σύλληψης χιλιάδων ανδρών από πολύ λιγότερους Γερμανούς στρατιώτες στην Καλαμάτα, κατάφεραν ή σκέφτηκαν να απαλλαγούν από τη στολή του «Κυπριακού Συντάγματος» και την αντικατέστησαν με την ελληνική στρατιωτική στολή ή εξασφάλισαν πολιτική ενδυμασία ή έστω ένα ελληνικό δίκωχο, μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν σχεδόν ανενόχλητοι στο στρατόπεδο κράτησης αιχμαλώτων, ή απλώς δήλωναν Έλληνες φαντάροι και αφήνονταν ελεύθεροι. Αρκετές δραπετεύσεις έγιναν, επίσης, τις πρώτες ημέρες και από την Κόρινθο, όπου μεταφέρθηκαν οι Κύπριοι και οι άλλοι συλληφθέντες στην Πελοπόννησο.
Σύντομα, βέβαια, η φρούρηση των στρατοπέδων – κρατητηρίων έγινε αυστηρότερη, σε συνδυασμό με την οριστική καταμέτρηση και καταγραφή των συλληφθέντων. Όμως οι αποδράσεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες εβδομάδες, όταν οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Πολλές αποδράσεις έγιναν από το τρένο ή τα στρατόπεδα της μακεδονικής πρωτεύουσας (από τον «Παύλο Μελά» απέδρασαν 80-90 Κύπριοι), είτε, τέλος, από τα νοσοκομεία νοσηλείας των τραυματιών αιχμαλώτων. Έτσι, εκτός από τους 100 Κυπρίους στρατιώτες που σκοτώθηκαν στην Ελλάδα αυτή την περίοδο, μερικές εκατοντάδες συμπατριώτες μας έζησαν την Κατοχή ως κυνηγημένοι σύμμαχοι φυγάδες, φιλοξενούμενοι και ευεργετημένοι από τον ελληνικό λαό, ζώντας μυθιστορηματικές προσωπικές ιστορίες αντίστασης, αλλά προπάντων αλληλεγγύης, συντροφικότητας και, πολλές φορές, έρωτα στα χρόνια του πολέμου.
Η «Εστία Κυπρίων» στην Αθήνα της Κατοχής
Με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 θα μιλήσουμε για ένα άγνωστο κυπριακό κεφάλαιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που σχετίζεται με τη δύσκολη καθημερινότητα των Κυπρίων της Ελλάδας, ειδικότερα της Αθήνας, όπου ζούσαν οι περισσότεροι.
Η εθελοντική κατάταξη των Κυπρίων φοιτητών στον ελληνικό στρατό, και η αποστολή τους στο μέτωπο ήταν και μια πρώτη ομαδοποίησή τους, που δεν ήταν δυνατή προηγουμένως, εξαιτίας της μεταξικής δικτατορίας. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 1941, εκτός από ελάχιστους τολμηρούς που ριψοκινδύνευσαν αμέσως το ταξίδι για την Κύπρο, οι πλείστοι εγκλωβίστηκαν στην πρωτεύουσα. Οι Κύπριοι φοιτητές και σε ανάλογο βαθμό οι κυπριακές οικογένειες της Αθήνας ήταν ανάμεσα στους πιο εκτεθειμένους στην ανεργία και την ασιτία. Οι πολεμικές συνθήκες τούς απέκοψαν από την πατρίδα τους και τους στέρησαν τα εμβάσματα ή τις τροφές που τους απέστελλαν οι οικογένειές τους.
Έτσι, οι περισσότεροι, από τους πρώτους μήνες της Κατοχής, αδυνατούσαν να καταβάλουν το νοίκι τους και ούτε είχαν συγγενείς στην επαρχία για να έχουν μια μικρή βοήθεια στις μέρες του λιμού. Επιπλέον, σχεδόν όλοι, ήταν Βρετανοί υπήκοοι, και υποχρεώνονταν να δίνουν τακτικά το παρών τους στις κατοχικές αρχές για έλεγχο, υποβαλλόμενοι σε διάφορους περιορισμούς και ταπεινώσεις. Τον Μάρτιο του 1942, 400 τουλάχιστον Κύπριοι της Αθήνας εκτοπίστηκαν από τις ιταλικές αρχές σε χωριά και κωμοπόλεις της Θεσσαλίας και της Στερεάς.
Στα τέλη του 1941 η επίτευξη αποστολής τροφίμων στην Ελλάδα, ύστερα από επίμονες προσπάθειες και με τη μεσολάβηση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, επέτρεψε τη λειτουργία των πρώτων συσσιτίων, που σταδιακά πολλαπλασιάστηκαν. Τότε ιδρύθηκε και το κυπριακό συσσίτιο στην Αθήνα με πρώτη πρόεδρο τη Μαργαρίτα Κύρου, εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού, σύζυγο του εκ των διευθυντών της εφημερίδας «Εστία», Αχιλλέα Κύρου, επιφανούς Κυπρίου των Αθηνών.
Η «Εστία Κυπρίων», όπως ονομάστηκε το συσσίτιο για τους Κυπρίους, λειτούργησε για πρώτη φορά τη Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 1941 στη γωνία της Φιλελλήνων 2 με Μητροπόλεως, στην Πλατεία Συντάγματος. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, στον αριθμό 3, στη γωνία Φιλελλήνων με Όθωνος, στεγάστηκαν τα γραφεία και η διαχείριση του συσσσιτίου. Για την καλύτερη λειτουργία του συσσιτίου, πέρα από την προσφορά εθελοντικής εργασίας από επώνυμες Αθηναίες και Κύπριες κυρίες και δεσποινίδες εργοδοτήθηκαν δεκαπέντε περίπου πρόσωπα. Εκτός από το εργατικό προσωπικό οι υπόλοιποι ήταν Κύπριοι φοιτητές, φοιτήτριες ή πτυχιούχοι του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διευθυντής της Διαχειριστικής Επιτροπής διορίστηκε ο γιατρός Γλαύκος Κασουλίδης, ταμίας ο φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής Φρίξος Πετρίδης και αποθηκάριος ο φιλόλογος Ροδίων Γεωργιάδης.
Η «Εστία Κυπρίων» στο απόγειο της δράσης της μοίραζε συσσίτιο σε 1.500 – 2000 πρόσωπα. Θυμίζουμε ότι στην Αθήνα αυτήν την περίοδο ζούσαν οι εξόριστοι των Οκτωβριανών, Μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος, κατόπιν Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β’, Θεόδωρος Κολοκασίδης, Νικόλαος Κλ. Λανίτης, Σάββας Λοϊζίδης, Θεοφάνης Τσαγγαρίδης, οι δημοσιογράφοι – λογοτέχνες Ευριπίδης Ακρίτας και Λουκής Ακρίτας, Παύλος Κριναίος – Μιχαηλίδης, Μελής Νικολαΐδης, Λεωνίδας Παυλίδης, Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο ζωγράφος Σόλων Φραγκουλίδης (στο έργο του ξεχωρίζουν οι πίνακες από την Κατοχή), οι φοιτητές της Θεολογικής Σχολής μοναχοί Μακάριος Κυκκώτης, Άνθιμος Μαχαιριώτης, Καλλίνικος Μαχαιριώτης (αργότερα, αντίστοιχα, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’, Μητροπολίτης Κιτίου και Χωρεπίσκοπος Αμαθούντος), οι αξιωματικοί Γεώργιος Γρίβας και Μενέλαος Παντελίδης, κ.ά.
Επίσης, σιτίζονταν στην «Εστία Κυπρίων» και λίγες δεκάδες Κύπριοι στρατιώτες του βρετανικού στρατού που κρύβονταν στην Αθήνα, με ψεύτικες ταυτότητες, αναζητώντας τρόπο διαφυγής ή αναμένοντας το τέλος του πολέμου.
Παρότι η απελευθέρωση ή η επιστροφή στην Κύπρο φάνταζαν πολύ μακρινά τον τραγικό χειμώνα του 1941 – 1942, στην «Εστία Κυπρίων» γεννήθηκε η ελπίδα για την επιβίωση και η σπίθα της αντίστασης. Κυριότερος καρπός αυτού του κλίματος ήταν η ίδρυση του «Κοινού Κυπρίων», λίγους μήνες αργότερα, με πρωτεργάτη τον οραματιστή Ροδίωνα Γεωργιάδη, κατοπινό ήρωα της Αντίστασης.
Η σύνδεση της Βέμπο με την πατρίδα μας
Η σύνδεση της Βέμπο με τον πόλεμο του 1940 – 1941 και τους επετειακούς εορτασμούς της μέρας του Όχι είναι στενότατη, καθώς η ανεπανάληπτη φωνή της συνοδεύει ορισμένα από τα πιο γνωστά τραγούδια εκείνου του πολέμου, όπως το «Παιδιά της Ελλάδας, παιδιά» και το «Κορόιδο Μουσολίνι».
Λίγοι, όμως, γνωρίζουν την αγάπη και τους δεσμούς της μεγάλης τραγουδίστριας με το νησί μας. Η Βέμπο επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Κύπρο την εποχή που μεσουρανούσε στο ελληνικό τραγούδι. Η ξαφνική εμφάνισή της στο προσκήνιο, η γρήγορη επικράτησή της, τα τεράστια για την εποχή συμβόλαια για τις εμφανίσεις και τις ηχογραφήσεις της, αποτελούσαν μοναδικό φαινόμενο, ειδικά αν συνυπολογιστεί ότι δεν είχε σπουδάσει ποτέ μουσική. Η καθιέρωσή της, που ακολούθησε την κάθοδό της στην Αθήνα, από τον Βόλο και τη Θεσσαλονίκη το 1933, υποβοηθήθηκε από διάφορες συγκυρίες: Τον πολλαπλασιασμό των γραμμοφώνων και την αύξηση κυκλοφορίας νέων δίσκων, την ίδρυση και λειτουργία του Ραδιοσταθμού των Αθηνών (1938) και την πετυχημένη εμφάνισή της στον κινηματογράφο με την «Προσφυγοπούλα» (1938, όπου ερμήνευσε και το «Ο Γιάννος και η Παγώνα»). Αξίζει να προστεθεί ότι ανάμεσα στους συνθέτες που τραγούδησε τραγούδια τους η Βέμπο ήταν κι ο συμπατριώτης μας, Δευκαλίων Ιακωβίδης.
Για πρώτη φορά στο νησί μας
Το 1939, η Βέμπο επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Κύπρο. Πρώτη της εμφάνιση, φθινούσης της Παλμεροκρατίας, στις 25 Μαρτίου στο καμπαρέ της Λευκωσίας «Σαντεκλαίρ», του Κ. Πική. Παρέμεινε στο νησί μας για έναν περίπου μήνα και ο θρίαμβός της ήταν ανεπανάληπτος. Έγραφε ο εκπαιδευτικός και λογοτέχνης Άντης Περνάρης (Ανδρέας Παυλίδης) στον «Ανεξάρτητο», τον Απρίλιο του 1939: «Η Βέμπο δεν τραγουδεί απλώς∙ δίνει βάθος και νόημα και στα πιο ξέβαθα στιχουργήματα. (…) Ολάκερο το κορμί της γίνεται τραγουδιού φλόγα ιερή και σκορπίζεται γύρω και περιδινεί τις σκέψεις και δονεί τις ψυχές και μεταβάλλει τους ατάραχους βάλτους των καρδιών σε φουρτουνιασμένες θάλασσες αισθημάτων στους εκστατικούς ακροατές.»

Ακολούθησε η 28η Οκτωβρίου 1940 και η καταξίωση της Βέμπο ως της πιο αναγνωρίσιμης εθνικής φωνής σε μέρες πολεμικών θριάμβων αλλά και αγωνίας. Στα τέλη του 1942 η Βέμπο κατάφερε να διαφύγει από τη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα και έφτασε στη Μέση Ανατολή. Στην Κύπρο επέστρεψε μεταπολεμικά, τον Δεκέμβριο του 1945. Για δύο ολόκληρους μήνες, γνώρισε πρωτοφανή αποθέωση στις κυπριακές πόλεις, ακόμη και στην Κερύνεια και στη Μόρφου, σπάζοντας όλα τα ρεκόρ σε ουρές στα εκδοτήρια εισιτηρίων, αριθμό θεατών και εισπράξεων. Φεύγοντας από το νησί μας, επέλεξε ως αποχαιρετιστήρια παράσταση το «Ραντεβού στην Αθήνα», μετατρέποντάς το, όμως, σε «Καλή αντάμωση στην Αθήνα». Ένας ξεκάθαρος υπαινιγμός ότι η «φωνή της Ελλάδας» είχε νιώσει την ψυχή της Κύπρου…
Φιλελεύθερος

Επος 40 - Μάχη οχυρών - Μάχη της Κρήτης - Αντίσταση - Κατοχή - Εμφύλιος

D-Day: Η αρχή του τέλους για τους Ναζί «ξεκίνησε» από τις γαλλικές ακτές

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Ο όρος D-Day είναι γνωστός και άρρηκτα συνδεδεμένος με μια από τις πιο ιστορικές ημέρες του 20ου αιώνα, αυτή της απόβασης των Συμμάχων στη Νορμανδία κατά την διάρκεια του Β’ ΠΠ, σαν σήμερα στις 5 Ιουνίου του 1944.

Η απόβαση στη Νορμανδία ανέτρεψε τα δεδομένα στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων των Συμμάχων ενάντια στην γερμανική πολεμική μηχανή, που για πολλούς θεωρείται ως η «αρχή του τέλους» για τους Ναζί στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ποιο το υπόβαθρο πριν την απόβαση

Οι διαφωνίες των Συμμάχων για το αν θα έπρεπε να ασκηθεί πίεση από Νότο προς Βορρά ή να γίνει απόβαση μέσω Μάγχης, προκειμένου να ηττηθεί η Γερμανία, λύθηκαν στη Διάσκεψη της Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1943). Ο Στάλιν, υποστηριζόμενος από τις ΗΠΑ, επέμενε ότι η εισβολή στη Γαλλία ήταν ο μόνος τρόπος να ηττηθεί η Γερμανία.

Τον Ιανουάριο του 1944 άρχισε να προετοιμάζεται η επιχείρηση «Επικυρίαρχος» (Operation Overlord). O αμερικανός στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ ορίστηκε ανώτατος διοικητής, με βρετανούς διοικητές στο στρατό ξηράς, στο ναυτικό και την αεροπορία.Σύμφωνα με το σχέδιο, η επίθεση θα γινόταν σ’ ένα στενό μέτωπο στη Νορμανδία, στις βόρειες ακτές της Γαλλίας, από πέντε σώματα στρατού.

Για την πραγματοποίησή της, ο Αϊζενχάουερ έπρεπε να συγκροτήσει τον μεγαλύτερο στην ιστορία στόλο που επιχείρησε ποτέ απόβαση.

Τα προβλήματα για τον σχεδιασμό της D-Day

Σε περίπτωση επιτυχίας, η απόβαση θα αποτελούσε την απαρχή προέλασης μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων προς Ανατολάς μέσω της Γαλλίας, κατευθείαν στην καρδιά της ναζιστικής Γερμανίας.

Το βασικότερο μέλημα για τους σχεδιαστές της επιχείρησης ήταν να μη μάθουν οι Γερμανοί το σημείο της απόβασης. Έτσι, οι δυνάμεις τους θα ήταν αναγκασμένες να αναπτυχθούν σε ολόκληρη την ακτογραμμή.

Είχε καταρτιστεί εξάλλου σχέδιο παραπλάνησης, η επιχείρηση «Σωματοφύλακας» (Operation Bodygard), που κατόρθωσε πέραν πάσης προσδοκίας να πείσει τον Χίτλερ ότι κύριος στόχος ήταν η περιοχή του Καλέ, αρκετά βορειότερα της Νορμανδίας. Παρότι στη Γαλλία υπήρχαν 58 γερμανικές μεραρχίες, μόνο οι 14 βρίσκονταν στις ακτές της Νορμανδίας.Μεγάλη σημασία είχε και η αξιοποίηση της αεροπορικής υπεροχής των Συμμάχων, ώστε να εξουδετερωθεί η εχθρική πολεμική αεροπορία και να απομονωθεί το συγκοινωνιακό δίκτυο της Βόρειας Γαλλίας.

Ενώ τα σχέδια τής απόβασης καταρτίζονταν από Αμερικανούς και Βρετανούς στρατιωτικούς στην Αγγλία, ο Γερμανός στρατάρχης Έρβιν Ρόμελ – γνωστός ως «αλεπού της ερήμου», από την προηγούμενη θητεία του στο αφρικανικό μέτωπο- επιφορτισμένος με την αναχαίτιση της αναμενόμενης απόβασης, ενίσχυσε τη γερμανική αμυντική οχύρωση κατά μήκος της ακτής της Γαλλίας με υποβρύχια εμπόδια, δεξαμενές καυσίμων, ανθεκτικές στους βομβαρδισμούς, καθώς και με ναρκοπέδια.Το βασικό του πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να περιφρουρεί 3.000 μίλια δυτικοευρωπαϊκής ακτής, από την Ολλανδία έως τα ιταλικά σύνορα.

Η D-Day γίνεται πραγματικότητα

Η απόβαση στη βόρεια Γαλλία από την Αγγλία προγραμματίστηκε τελικά για τις 5 Ιουνίου 1944, αλλά αναβλήθηκε για ένα εικοσιτετράωρο, λόγω της κακοκαιρίας που επικρατούσε στο στενό της Μάγχης.

Συγκροτήθηκε ένας τεράστιος στόλος, με επικεφαλής τον άγγλο ναύαρχο Μπέρτραμ Ράμσεϊ, ο οποίος περιλάμβανε 1.200 πολεμικά πλοία, 10.000 αεροπλάνα, 4.126 αποβατικά σκάφη, 804 μεταγωγικά πλοία και εκατοντάδες τεθωρακισμένα άρματα αμφίβιων και άλλων αποστολών. 156.000 άνδρες (73.000 Αμερικανοί και 83.000 Βρετανο-Καναδοί) θα αποβιβάζονταν στη Νορμανδία, από τους οποίους 132.000 θα μεταφέρονταν με πλοία μέσω Μάγχης και 23.500 με αεροπλάνα.Τις χερσαίες δυνάμεις διοικούσε ο άγγλος στρατηγός Μπέρναρντ Μοντγκόμερι, που είχε απέναντί του ένα παλαιό γνώριμό του από τις επιχειρήσεις στην Αφρική, τον γερμανό στρατάρχη Έρβιν Ρόμελ.

Η απόβαση με την κωδική ονομασία «Ποσειδών» (Operation Neptune) άρχισε πριν από την αυγή της 6ης Ιουνίου (D-Day) σε πέντε ακτές κατά μήκος της Νορμανδίας, οι οποίες έφεραν τις κωδικές ονομασίες Utah (Γιούτα), Omaha (Όμαχα), Gold (Χρυσός), Juno (Ήρα) και Sword (Σπαθί).

Οι παραλίες που είχαν επιλεγεί για την απόβαση εκτείνονταν από τον ποταμόκολπο του Ορν ως το νοτιοδυτικό άκρο της χερσονήσου Κοταντέν.

Οι Σύμμαχοι στις ακτές της Νορμανδίας

Την παραμονή της επιχείρησης βρετανικές μονάδες καταδρομέων είχαν πέσει πίσω από της γραμμές του εχθρού, καταλαμβάνοντας γέφυρες – κλειδιά και αχρηστεύοντας τις επικοινωνίες των Γερμανών.

Οι τέσσερις ακτές καταλήφθηκαν εύκολα και γρήγορα από τις συμμαχικές δυνάμεις, ενώ στην πέμπτη, την «Όμαχα», αντιμετώπισαν σκληρή γερμανική αντίσταση.Με το σούρουπο μεγάλα προγεφυρώματα είχαν ήδη δημιουργηθεί και στις πέντε περιοχές της απόβασης και η τελική επιχείρηση για τη συντριβή τής Γερμανίας είχε αρχίσει.

Για την επιτυχία της απόβασης, καθοριστική ήταν η αεροπορική υπεροχή των Συμμάχων. Τα αεροπλάνα τους κατέστρεψαν τις περισσότερες γέφυρες του Σηκουάνα στ’ ανατολικά και του Λίγηρα στα νότια, εμποδίζοντας έτσι τους Γερμανούς να ενισχύσουν έγκαιρα τις προκεχωρημένες μονάδες τους στα προγεφυρώματα των ακτών της Νορμανδίας.

Το σχέδιο των Συμμάχων μετά τη D-Day

Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, οι Βρετανοί θα καταλάμβαναν τη στρατηγικής σημασίας πόλη Καν την πρώτη ημέρα της απόβασης.

Παρότι εξουδετέρωσαν γρήγορα τη γερμανική άμυνα, εν τούτοις έπρεπε να περιμένουν έως τις 9 Ιουλίου για να εισέλθουν νικηφόρα στην πόλη, εξαιτίας της εμφάνισης μιας μεραρχίας Πάντσερ, που καθήλωσαν τις δυνάμεις τους, αλλά και των διαφωνιών μεταξύ Αϊζενχάουερ και Μοντγκόμερι για θέματα τακτικής.

Στον τομέα τους, οι Αμερικανοί αντιμετώπισαν σοβαρή αντίσταση στη χερσόνησο Κοταντέν, αλλά τελικά κατέλαβαν το ζωτικής σημασίας λιμάνι του Χερβούργου στις 26 Ιουνίου.Οι συνεχείς συγκρούσεις έφθειραν τα γερμανικά στρατεύματα και στις 25 Ιουλίου ο στρατηγός Ομάρ Μπράντλεϊ διέσπασε το δυτικό μέτωπο και μέσα σε λίγες μέρες εξάλειψε κάθε αντίσταση στην πορεία του προς τον Σηκουάνα.

Αντεπίθεση των γερμανικών τεθωρακισμένων στο Μορτέν αποκρούστηκε (7-13 Αυγούστου). Στα τέλη Αυγούστου οι Σύμμαχοι διέσχισαν τον Σηκουάνα και τον Σεπτέμβριο βρίσκονταν μπροστά στα γερμανικά σύνορα.

Δείτε βίντεο:

Πηγή: San Simera            OnAlert

.

Συνέχεια ανάγνωσης

Αλβανία

Οι Βορειοηπειρώτες δόξαζαν και συνεχίζουν να δοξάζουν την Ελλάδα

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Το ιστορικό ΟΧΙ του 1940, ο ένδοξος Αγώνας της μικρής, αλλά θαρραλέας χώρας, της Ελλάδος, με μια χώρα υπερδύναμη αλλά κατακτητική και ηθικά αδύναμη, την Ιταλία, μπήκαν στην ιστορία, όχι μόνο των Ελλαδιτών, αλλά και των Βορειοηπειρωτών, διότι το μεγαλύτερο και δυσκολότερο βάρος του πολέμου το κράτησαν οι Βορειοηπειρώτες, με την άμεση συμμετοχή τους στον αγώνα αυτόν, με την βοήθεια τους, την στήριξή τους, την αγάπη τους. Από τα δικά τους στρέμματα παραχώρησε η δημογεροντία του Βουλιαρατίου το 1940, για να ενταφιαστούν οι εξήντα Έλληνες φαντάροι που άφησαν τη ζωή τους στο πεδινό χειρουργείο με τις 300 κλίνες που λειτουργούσε στο χωριό τους.

Με δάκρυα στα μάτια και τις γαλανόλευκες στα χέρια, υποδέχονταν τους Έλληνες αγωνιστές όπου κι αν περνούσαν.

«Μια ψηλή γεροδεμένη αρχοντογυναίκα στεκόταν στην είσοδο του σπιτιού. Συγκινημένη γονάτισε επάνω στις λασπωμένες πέτρες της αυλής κι έσκυψε το αρχοντικό της μαντηλοφορεμένο κεφάλι και φίλησε τα πόδια μας.

Μα τι κάνετε εκεί; Ρωτήσαμε με όση φωνή μας είχε απομείνει.

Είχα ορκιστεί να φιλήσω τα πόδια των ελευθερωτών μας. Τα πόδια των πρώτων Ελλήνων στρατιωτών που θα έφθαναν στο χωριό μας, στο σπιτικό μας ελευθερωτές….

Ήταν η Αμαλία Ζιώγκα από τους Βουλιαράτες.

…Το πρωί μας ξύπνησαν οι ζητωκραυγές από το δρόμο. Όλο το χωριό είχε ξεχυθεί στους δρόμος. Σε κάθε παράθυρο ανέμιζε κι από μια ελληνική σημαία. Τις είχαν υφάνει στους αργαλειούς και τις φύλαγαν στην κασέλα τους, γι’ αυτήν την ώρα, την ώρα της λευτεριάς. Μ’ αυτόν βαθιά κρυφό πόθο ζούσαν οι Βορειοηπειρώτες, αυτόν που χρόνια περίμεναν, την λευτεριά τους…»

Αυτά περιγράφει ο αυτόπτης μάρτυρας του Ελληνο-ιταλικού πολέμου Δημήτριος Γ. Μαστέλλος, στο βιβλίο του «Οδοιπορικό του έπους του 1940»

Χρόνια συνεχίζει αυτός ο πόθος. Αυτή η αγάπη. Για την Ελλάδα μας, Για το Έθνος μας. Για την ένδοξη ιστορία μας.

Να γιατί κάθε χρόνο, όπως κι εφέτος, γιορτάζουμε πανηγυρικά τις εθνικές μας εορτές. Όπως γιορτάσαμε μεγαλοπρεπώς κι εφέτος την 28η Οκτωβρίου. Αρχίζοντας από την ηρωική Χιμάρα με την παρέλαση των μαθητών του σχολείου «Όμηρος», τις εκδηλώσεις των σχολείων της Δερβιτσάνης, του Μεσοποτάμου, της Λιβαδειάς, της Φοινίκης, του Ντερμισιού, των παραρτημάτων Ομόνοιας Χιμάρας κι Αγίων Σαράντα, που στεφανώθηκαν όλα τους με τις μεγαλειώδεις εκδηλώσεις στα στρατιωτικά νεκροταφεία της Κλεισούρας και του Βουλιαρατίου.

Βαγγέλης Παπαχρήστος 

Πηγή: Himara.gr

Συνέχεια ανάγνωσης

Video

Σάββας Καλεντερίδης: Αυτή είναι η παρακαταθήκη των ηρώων του Έπους του 1940 (ΒΙΝΤΕΟ)

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Σάββας Καλεντερίδης: Αυτή είναι η παρακαταθήκη των ηρώων του Έπους του 1940

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή