Ακολουθήστε μας

Ανθρώπινα Δικαιώματα

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υποστηρίζει τον νόμο της Σαρία περί βλασφημίας

Δημοσιεύτηκε

στις

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) απεφάνθη ότι η κριτική κατά του Μωάμεθ, ιδρυτή του Ισλάμ, αποτελεί υποκίνηση του μίσους και ως εκ τούτου δεν θα προστατεύεται στα πλαίσια της ελευθερίας του λόγου. Εικόνα: Αίθουσα δικαστηρίου του ΕΔΑΔ στο Στρασβούργο της Γαλλίας. (Πηγή εικόνας: Adrian Grycuk / Wikimedia Commons)
του Soeren Kern   Μετάφραση του πρωτότυπου κειμένου: European Human Rights Court Backs Sharia Blasphemy Law
  • Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – το οποίο έχει δικαιοδοσία σε 47 ευρωπαϊκές χώρες και του οποίου οι αποφάσεις δεσμεύουν νομικά και τα 28 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης – έχει νομιμοποιήσει αποτελεσματικά έναν ισλαμικό κώδικα περί βλασφημίας για την «διατήρηση της θρησκευτικής ειρήνης» στην Ευρώπη.
  • Η απόφαση καθιερώνει αποτελεσματικά ένα επικίνδυνο νομικό προηγούμενο, το οποίο εξουσιοδοτεί τα ευρωπαϊκά κράτη να περιορίσουν το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, εάν μια τέτοια ομιλία θεωρείται προσβλητική για τους μουσουλμάνους και επομένως αποτελεί απειλή για τη θρησκευτική ειρήνη.
  • «Με άλλα λόγια, το δικαίωμά μου να μιλάω ελεύθερα είναι λιγότερο σημαντικό από την προστασία των θρησκευτικών συναισθημάτων των άλλων». – Elisabeth Sabaditsch-Wolff.


Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) απεφάνθη ότι η κριτική κατά του Μωάμεθ, ιδρυτή του Ισλάμ, αποτελεί υποκίνηση του μίσους και ως εκ τούτου δεν θα προστατεύεται στα πλαίσια της ελευθερίας του λόγου.
Με την πρωτοφανή του απόφαση, το δικαστήριο με έδρα το Στρασβούργο- το οποίο έχει δικαιοδοσία σε 47 ευρωπαϊκές χώρες και του οποίου οι αποφάσεις δεσμεύουν νομικά και τα 28 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης – έχει νομιμοποιήσει αποτελεσματικά έναν ισλαμικό κώδικα περί βλασφημίας για την «διατήρηση της θρησκευτικής ειρήνης» στην Ευρώπη.

Η υπόθεση αφορά την Elisabeth Sabaditsch-Wolff, μια γυναίκα από την Αυστρία που καταδικάστηκε το 2011 για «υποτίμηση θρησκευτικών πεποιθήσεων» μετά από μια σειρά διαλέξεων σχετικά με τους κινδύνους του φονταμενταλιστικού Ισλάμ.

Τα νομικά προβλήματα της Sabaditsch-Wolff ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2009, όταν παρουσίασε τριμερές σεμινάριο για το Ισλάμ στο Ινστιτούτο Ελευθερίας Εκπαίδευσης, μια πολιτική ακαδημία που συνδέεται με το Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας – το οποίο σήμερα αποτελεί μέρος της αυστριακής κυβέρνησης. Το News, ένα εβδομαδιαίο περιοδικό που τάσσεται αριστερά, έβαλε έναν δημοσιογράφο στο ακροατήριο για να καταγράψει κρυφά τις διαλέξεις. Οι δικηγόροι για τη δημοσίευση παρέδωσαν στη συνέχεια τα αντίγραφα στο γραφείο του εισαγγελέα της Βιέννης ως απόδειξη μίσους εναντίον του Ισλάμ, σύμφωνα με το άρθρο 283 του Αυστριακού Ποινικού Κώδικα (Strafgesetzbuch, StGB).

Η προσβλητική ομιλία αφορά ένα σχόλιο της Sabaditsch-Wolff ότι ο Μωάμεθ ήταν παιδόφιλος επειδή παντρεύτηκε τη σύζυγό του Αϊσά όταν ήταν μόλις έξι ή επτά χρονών. Τα ακριβή της λόγια ήταν, «Ένας 56χρονος και ένα παιδί έξι ετών; Τι είναι αυτό, αν όχι παιδεραστία;»

Πράγματι, τα περισσότερα χαντίθ (συλλογές παραδόσεων που περιλαμβάνουν τα λόγια και τις πράξεις του Μωάμεθ) επιβεβαιώνουν πως η Αϊσά δεν είχε μπει καν στην εφηβεία όταν παντρεύτηκε τον Μωάμεθ και ήταν μόλις 9 χρονών όταν ολοκλήρωσαν τον γάμο τους. Οι πράξεις του Μωάμεθ θα ήταν σήμερα παράνομες στην Αυστρία, επομένως τα σχόλια της Sabaditsch-Wolff βασίζονται στην πραγματικότητα, αν όχι πολιτικά σωστά.

Οι επίσημες κατηγορίες εναντίον της Sabaditsch-Wolff κατατέθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2010 και η δίκη της, ενώπιον δικαστή και χωρίς ενόρκους, άρχισε τον Νοέμβριο. Στις 15 Φεβρουαρίου του 2011, η Sabaditsch-Wolff καταδικάστηκε για «υποτίμηση θρησκευτικών πεποιθήσεων μιας νομίμως αναγνωρισμένης θρησκείας,», σύμφωνα με το άρθρο 188 του Αυστριακού Ποινικού Κώδικα.

Ο δικαστής εκλογίκευσε την σεξουαλική επαφή του Μωάμεθ με την 9χρονη Αϊσά λέγοντας πως δεν μπορούσε να θεωρηθεί παιδοφιλία διότι συνέχισε τον γάμο του με την Αϊσά μέχρι τον θάνατό του. Σύμφωνα με αυτή τη σκέψη, ο Μωάμεθ δεν είχε αποκλειστική επιθυμία για ανήλικα κορίτσια· του άρεσαν και μεγαλύτερα κορίτσια καθώς η Αϊσά ήταν 18 χρονών όταν εκείνος πέθανε.

Ο δικαστής επέβαλε στη Sabaditsch-Wolff πρόστιμο ύψους 480 ευρώ (550 δολάρια) ή εναλλακτική ποινή φυλάκισης 60 ημερών. Επιπλέον, υποχρεώθηκε να καταβάλει τα έξοδα της δίκης.

Η Sabaditsch-Wolff άσκησε έφεση ενώπιον του Επαρχιακού Εφετείου στη Βιέννη (Oberlandesgericht Wien), αλλά η προσφυγή απορρίφθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2011. Η αίτηση για νέα δίκη απορρίφθηκε από το αυστριακό Ανώτατο Δικαστήριο στις 11 Δεκεμβρίου 2013.

Στη συνέχεια, η Sabaditsch-Wolff κατέθεσε την υπόθεσή της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπερεθνικό δικαστήριο που συγκροτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Το δικαστήριο εξετάζειυποθέσεις που αφορούν παραβιάσεις των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων που ορίζονται στη Σύμβαση.

Βασιζόμενη στο άρθρο 10 (Ελευθερία της έκφρασης) της Σύμβασης, η Sabaditsch-Wolff παραπονέθηκε ότι τα αυστριακά δικαστήρια δεν εξέτασαν την ουσία των δηλώσεών της υπό το πρίσμα του δικαιώματός της για ελευθερία της έκφρασης.

Εάν το είχαν κάνει, υποστήριξε, δεν θα τις χαρακτήριζαν ως απλή υποκειμενική κριτική αλλά ως κρίσιμη κριτική βασισμένη σε γεγονότα. Επιπλέον, η κριτική της για το Ισλάμ έγινε στο πλαίσιο μιας αντικειμενικής και ζωντανής συζήτησης που οδήγησε σε μια δημόσια συζήτηση και δεν είχε ως στόχο τη δυσφήμιση του Μωάμεθ. Η Sabaditsch-Wolff υποστήριξε επίσης ότι οι θρησκευτικές ομάδες έπρεπε να ανεχθούν ακόμη και σοβαρές επικρίσεις.

Το ΕΔΑΔ απεφάνθη ότι τα κράτη θα δύναται να περιορίσουν τα δικαιώματα ελευθερίας λόγου που κατοχυρώνονται στο άρθρο 10 της Σύμβασης, εάν ο λόγος αυτός «ήταν πιθανό να προκαλέσει θρησκευτική μισαλλοδοξία» και «ενδέχεται να διαταράξει τη θρησκευτική ειρήνη στη χώρα τους.» Το δικαστήριο πρόσθεσε:

«Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια εξηγούσαν διεξοδικά γιατί θεώρησαν ότι οι δηλώσεις της αιτούσας κρίθηκαν ικανές να προκαλέσουν δικαιολογημένη αγανάκτηση· συγκεκριμένα, δεν είχαν γίνει με αντικειμενικό τρόπο ώστε να συμβάλλουν σε μια συζήτηση δημόσιου ενδιαφέροντος (πχ. παιδικοί γάμοι), αλλά μπορούσαν να εκληφθούν μόνο με στόχο να καταδείξουν ότι ο Μωάμεθ δεν ήταν άξιος λατρείας. Συμφώνησε με τα εθνικά δικαστήρια ότι η κ. S. πρέπει να γνώριζε ότι οι δηλώσεις της βασίζονταν εν μέρει σε αναληθή γεγονότα και μπορούσαν να προκαλέσουν αγανάκτηση σε άλλους. Τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι η κ. S. είχε προσωπικά χαρακτηρίσει τον Μωάμεθ ως παιδόφιλο ενώ δεν ενημέρωσε το ακροατήριό της για το ιστορικό υπόβαθρο, το οποίο συνεπώς δεν επέτρεψε να διεξαχθεί σοβαρή συζήτηση επί του θέματος. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν θεώρησε σκόπιμο να απομακρυνθεί από το χαρακτηρισμό που έκαναν τα εθνικά δικαστήρια για τις επίμαχες δηλώσεις ως κριτική, ο οποίος βασίστηκε σε μια λεπτομερή ανάλυση των δηλώσεων που έγιναν.

«Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην προκειμένη περίπτωση τα εθνικά δικαστήρια εξισορρόπησαν προσεκτικά το δικαίωμα της αιτούσας όσον αφορά την ελευθερία της έκφρασης με τα δικαιώματα άλλων για τη προστασία των θρησκευτικών τους συναισθημάτων και για την διατήρηση της θρησκευτικής ειρήνης στην αυστριακή κοινωνία.
«Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι ακόμη και σε μια ζωντανή συζήτηση δεν ήταν συμβατό με το άρθρο 10 της Σύμβασης να συμπεριληφθούν ενοχοποιητικές δηλώσεις στη συμπλήρωση μιας άλλως αποδεκτής έκφρασης γνώμης και να καταστούν αποδεκτές οι δηλώσεις αυτές που υπερβαίνουν τα επιτρεπόμενα όρια της ελευθερίας της έκφρασης.
«Τέλος, δεδομένου ότι η κ. S. υποχρεούταν να καταβάλει ήπιο πρόστιμο και το πρόστιμο ήταν χαμηλότερο από το θεσμοθετημένο εύρος της ποινής, η ποινική κύρωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως δυσανάλογη.
« Υπό τις συνθήκες αυτές και δεδομένου ότι η κ. S. έκανε διάφορες ενοχοποιητικές δηλώσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα αυστριακά δικαστήρια δεν υπερέβησαν το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεώς τους στη συγκεκριμένη περίπτωση, όταν καταδίκαζαν την κυρία S. για δυσφήμιση θρησκευτικών δογμάτων. Συνολικά, δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 10.»

Η απόφαση καθιερώνει αποτελεσματικά ένα επικίνδυνο νομικό προηγούμενο, το οποίο εξουσιοδοτεί τα ευρωπαϊκά κράτη να περιορίσουν το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου, εάν ο λόγος θεωρείται προσβλητικός για τους μουσουλμάνους και έτσι αποτελεί απειλή για τη θρησκευτική ειρήνη.

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θα είναι ευπρόσδεκτη από τον Οργανισμό Ισλαμικής Διάσκεψης, μια ομάδα 57 μουσουλμανικών χωρών που έχει μακρά πιέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιβάλει όρια στην ελευθερία του λόγου όταν πρόκειται για κριτική στο Ισλάμ.

Ο Οργανισμός Ισλαμικής Διάσκεψης πιέζει τις δυτικές δημοκρατίες να εφαρμόσουν την Απόφαση 16/18 του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, η οποία καλεί όλες τις χώρες να καταπολεμήσουν τη «μισαλλοδοξία, τα αρνητικά στερεότυπα και τον στιγματισμό όσον αφορά… θρησκεία και πεποιθήσεις.»

Η Απόφαση 16/18, που εγκρίθηκε στην έδρα του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών στη Γενεύη στις 24 Μαρτίου 2011, θεωρείται ευρέως ως ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός στις προσπάθειες του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης για την προώθηση της διεθνούς νόμιμης αντίληψης για τη δυσφήμιση του Ισλάμ.

Ο πρώην Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης, κ. Εκμελεντίν Ισάνογλου, εξέφρασε την ικανοποίησή του για την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για την οποία είπε πως «δείχνει ότι η έλλειψη σεβασμού, οι προσβολές και οι απεχθείς εχθρότητες δεν έχουν καμία σχέση με την ελευθερία της έκφρασης ή τα ανθρώπινα δικαιώματα». Επίσης πρόσθεσε:

«Ο αγώνας κατά της ισλαμοφοβίας και οι απόψεις που εκφράζουμε εδώ και χρόνια έχουν υιοθετηθεί και διακηρυχθεί από το ΕΔΑΔ. Η απόφαση αυτή είναι ευχάριστη από όλες τις απόψεις.»

Σε δήλωση της, η Sabaditsch-Wolff επέκρινε την απόφαση, αλλά εξέφρασε την ελπίδα ότι οι ευρωπαίοι πολίτες θα ξυπνήσουν για τις επικείμενες απειλές κατά του ελεύθερου λόγου:

«Την Πέμπτη 25 Οκτωβρίου, το ΕΔΑΔ αποφάνθηκε ότι η καταδίκη μου από ένα αυστριακό δικαστήριο για τη συζήτηση σχετικά με τον γάμο του Προφήτη Μωάμεθ και ενός εξάχρονου κοριτσιού, την Αϊσά, δεν παραβιάζει τα δικαιώματα μου της ελευθερίας του λόγου.

«Δεν είχα την τιμή να μου ανακοινωθεί αυτή η απόφαση. Όπως πολλοί άλλοι, έπρεπε να το διαβάσω στα μέσα ενημέρωσης.

«Το ΕΔΑΔ κατέληξε πως δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και πως το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης πρέπει να εξισορροπείται με βάση τα δικαιώματα άλλων για τη προστασία των θρησκευτικών τους συναισθημάτων και εξυπηρέτησε το νόμιμο στόχο της διατήρησης της θρησκευτικής ειρήνης στην Αυστρία.
«Με άλλα λόγια, το δικαίωμά μου να μιλάω ελεύθερα είναι λιγότερο σημαντικό από την προστασία των θρησκευτικών συναισθημάτων των άλλων.
«Αυτό θα πρέπει να ανησυχήσει τους συμπολίτες μου σε όλη την ήπειρο. Πρέπει να προβληματιστούμε όλοι με το γεγονός ότι τα δικαιώματα των μουσουλμάνων στην Ευρώπη που ΔΕΝ πρέπει να προσβάλλονται είναι πιο σημαντικά από τα δικά μου δικαιώματα, ως μια Ευρωπαία Χριστιανή γυναίκα, να μιλώ ελεύθερα.

«Είμαι περήφανη που εγώ έθεσα πρώτη αυτόν τον προβληματισμό.
«Είμαι επίσης αισιόδοξη. Από τότε που έκανα τα σεμινάρια μου στην Αυστρία το 2009, έχουμε φτάσει πολύ μακριά.

«Δέκα χρόνια πριν, ο τύπος με χαρακτήρισε ‘μπερδεμένη κινδυνολόγο’ και με σύγκριναν με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Τώρα, το Ισλάμ συζητιέται σε κάθε τομέα της ζωής και οι άνθρωποι συνειδητοποιούν τη πραγματικότητα μιας κουλτούρας που είναι τόσο αντίθετη προς τη δική μας.

«Η πολιτισμική και πολιτική απειλή που θέτει το Ισλάμ στις δυτικές κοινωνίες αναγνωρίζεται πλέον και συζητείται ευρέως. Είναι δίκαιο να πούμε ότι η ευρωπαϊκή κοινωνία, καθώς και η πολιτική σφαίρα, διανύουν έναν διαφωτισμό, καθώς είναι πιο ξύπνιες από ποτέ στην ανάγκη να υπερασπιστούμε τη δική μας ιουδαιοχριστιανική κουλτούρα.
«Πιστεύω ότι τα σεμινάρια μου το 2009 και η επακόλουθη δουλειά συνέβαλαν να ωθήσουμε προς τα πίσω μια ισλαμική κουλτούρα, η οποία είναι τόσο αντίθετη με τη δική μας. Και σημειώνουμε με ενδιαφέρον ότι μόνο μία φράση από 12 ώρες σεμιναρίων για το Ισλάμ αποτέλεσε αξιόποινη πράξη. Υποθέτω πως το υπόλοιπο περιεχόμενο έχει εγκριθεί από τους Αρχηγούς- Ιδρυτές μας.

«Είναι προφανές ότι η δημόσια εκπαίδευση και λόγος όσον αφορά το Ισλάμ μπορούν να έχουν μια θεμελιώδη και εκτεταμένη επίδραση, ακόμη και αν οι κρατικές ή υπερεθνικές μας αρχές προσπαθούν να καταπνίξουν ή να την σιωπήσουν, για να καταπραΰνουν έναν πολιτισμό τόσο ξένο για τα δικά μας δεδομένα.

«Αυτός ο αγώνας συνεχίζεται. Η φωνή μου δεν μπορεί και δεν πρόκειται να σωπάσει.»

Ο Soeren Kern είναι Ανώτερος Συνεργάτης στο Ινστιτούτο Gatestone που εδρεύει στη Νέα Υόρκη.

Ανθρώπινα Δικαιώματα

The Hong Kong Post: Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας στοχεύει δημοσιογράφους και οικογένειες στο Χονγκ Κονγκ

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Οι δημοσιογράφοι και οι οικογένειές τους στο Χονγκ Κονγκ βιώνουν κλιμακούμενη παρενόχληση και απειλές από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, τόσο στο διαδίκτυο όσο και εκτός διαδικτύου. Η συχνότητα και η σοβαρότητα αυτών των περιστατικών έχουν αυξηθεί τους τελευταίους μήνες, όπως δήλωσε η πρόεδρος της Ένωσης Δημοσιογράφων του Χονγκ Κονγκ (HKJA) Selina Cheng κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στις 13 Σεπτεμβρίου.

Μια έρευνα από το HKJA αποκάλυψε ότι η συστηματική παρενόχληση κορυφώθηκε μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου του τρέχοντος έτους, με αξιοσημείωτη αύξηση από τα μέσα έως τα τέλη Αυγούστου. Αυτό το κύμα εκφοβισμού επηρέασε 15 οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων 13 Μέσων Ενημέρωσης και δύο ιδρυμάτων κατάρτισης δημοσιογραφίας. Μεταξύ των στόχων ήταν το HKJA, το Hong Kong Free Press, το Inmedia και το Hong Kong Feature. Ειδικοί υποστηρίζουν ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας στοχεύει να ασκήσει έλεγχο στο Χονγκ Κονγκ παρόμοιο με τον έλεγχο του στην ηπειρωτική Κίνα. Το ΚΚΚ φέρεται να ανακατεύεται στην ελευθερία του Τύπου στο Χονγκ Κονγκ, καθώς η χώρα επιτρέπει στους δημοσιογράφους να δημοσιεύουν επικριτικά ρεπορτάζ για την Κίνα και την κυβέρνησή της σε διεθνή Μέσα Ενημέρωσης.

Από τον Ιούνιο, ανώνυμα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παραπόνων από λογαριασμούς Microsoft Outlook, που υποτίθεται ότι προέρχονται από «πατριώτες», έχουν στοχεύσει τουλάχιστον 15 οικογένειες δημοσιογράφων, μαζί με τους εργοδότες ή τους ιδιοκτήτες τους. Αυτά τα μηνύματα, συχνά απειλητικά στη φύση, διέφεραν σε τόνους. Οι μεγαλύτερες οργανώσεις έλαβαν επίσημες καταγγελίες, ενώ τα μικρότερα μέσα αντιμετώπιζαν περισσότερα απειλητικά μηνύματα, μερικές φορές με τη φωτογραφία και το κείμενο του δημοσιογράφου που έμοιαζαν με σημείωμα λύτρων. Πιστεύεται ότι οι πτέρυγες κατασκοπείας του ΚΚΚ, δηλαδή το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας (MSS) και το Υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας (MPS), ενορχηστρώνουν αυτές τις δραστηριότητες. Στόχος τους είναι να εκφοβίσουν τη δημοσιογραφική κοινότητα είτε να εγκαταλείψει το επάγγελμά της είτε να εγκαταλείψει τη χώρα.

Από τον Αύγουστο, το Facebook έχει δει μια έκρηξη εχθρικών αναρτήσεων που στοχεύουν Μέσα Ενημέρωσης και δημοσιογράφους, χαρακτηρίζοντας τις νόμιμες αναφορές ως παράνομες ή ταραχές. Το HKJA ανακάλυψε ότι τουλάχιστον 36 δημοσιογράφοι από διάφορα Μέσα Ενημέρωσης κατονομάζονταν σε αυτές τις θέσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι παρενοχλητές επεξεργάστηκαν ή δημοσίευσαν απειλητικές καταχωρήσεις στη Wikipedia. Επιπλέον, σε τουλάχιστον τέσσερις περιπτώσεις, παρενοχλητικά μηνύματα στάλθηκαν στους αριθμούς τηλεφώνου της εργασίας ή του σπιτιού των δημοσιογράφων λίγο μετά τη δημοσίευση αυτών των αναρτήσεων.

Ο πρωταρχικός στόχος του ΚΚΚ είναι να εκφοβίσει τους δημοσιογράφους, τις οικογένειές τους ή τους συνεργάτες τους, διαταράσσοντας τις πηγές εισοδήματός τους ή τις κοινωνικές τους σχέσεις. Αυτή η στρατηγική στοχεύει να τους πιέσει, να τους απομονώσει και να τους απειλήσει, αναγκάζοντας τελικά τους δημοσιογράφους να παραιτηθούν από τη δουλειά ή τους συνδικαλιστικούς ρόλους τους. Ο Τσενγκ περιέγραψε αυτές τις επιθέσεις ως «συντονισμένες και συστηματικές», με στόχο τη δημοσιογραφική κοινότητα στο σύνολό της και όχι συγκεκριμένα άτομα. Η HKJA καταδίκασε αυτές τις τακτικές εκφοβισμού και επιβεβαίωσε τη δέσμευσή της να αντισταθεί στις προσπάθειες φίμωσης του Τύπου. Ωστόσο, στις δηλώσεις τους, απέφυγαν να εμπλέξουν άμεσα την κινεζική κομμουνιστική κυβέρνηση.

Ο Τσενγκ συνέκρινε την παρενόχληση με μια «εξόρμηση για ψάρεμα», όπου οι δράστες προχωρούν εάν ο στόχος δεν ανταποκριθεί. Τουλάχιστον τέσσερα θύματα που συμμετείχαν με τους παρενοχλητές αντιμετώπισαν κλιμακούμενες απειλές. Συμβούλεψε τους δημοσιογράφους να αναφέρουν αυτά τα περιστατικά στην αστυνομία, να ενημερώσουν τον Επίτροπο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (PCPD) και να αποφύγουν την αλληλεπίδραση με τους παρενοχλητές. Αν και ορισμένα μηνύματα ανέφεραν ζητήματα όπως οι εκλογές στην Ταϊβάν ή η απαγόρευση του Χονγκ Κονγκ για τα ιαπωνικά θαλασσινά, ο Τσενγκ σημείωσε ότι η παρενόχληση δεν φαίνεται να συνδέεται με συγκεκριμένες ιστορίες ή καταστήματα.

Στα τέλη Ιουλίου, ο Τσενγκ και δύο από τα μέλη της οικογένειάς της παρενοχλήθηκαν. Τα email κατηγορούσαν τους συγγενείς της ότι προωθούν «αντικινεζικά αισθήματα» και απείλησαν τους εργοδότες τους, προειδοποιώντας ότι μπορεί να κινδυνεύσουν να παραβιάσουν τον Νόμο Εθνικής Ασφάλειας ή το Άρθρο 23 εάν συνέχιζαν να συνδέονται με τα μέλη της οικογένειας του Τσενγκ.

Η HKJA, μαζί με τουλάχιστον τρεις δημοσιογράφους, έχει αναφέρει αυτά τα περιστατικά στην αστυνομία. Η HKJA κατήγγειλε αυτές τις ενέργειες ως εκφοβισμό και σοβαρή παραβίαση της ελευθερίας του Τύπου στο Χονγκ Κονγκ. Οι παρενοχλητές χρησιμοποίησαν τακτικές δυσφήμισης και εκφοβισμού για να εμποδίσουν τους δημοσιογράφους να εργάζονται ελεύθερα. Η Ένωση έχει επίσης προσεγγίσει πλατφόρμες όπως το Meta και η Wikipedia. Σε απάντηση, η Wikipedia απαγόρευσε έναν χρήστη που δημοσίευσε προσωπικά στοιχεία δημοσιογράφων. Επιπλέον, η HKJA κινεί νομικές ενέργειες και έχει υποβάλει καταγγελίες στον Επίτροπο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (PCPD).

Επιπλέον, τρία θύματα ανέφεραν ότι οι αποσκευές τους ερευνήθηκαν από το τελωνείο κατά την επανείσοδό τους στο Χονγκ Κονγκ και δύο από αυτά έλαβαν απειλητικά μηνύματα WhatsApp λίγο μετά την άφιξή τους. Η HKJA εξέφρασε ανησυχίες για πιθανές διαρροές κυβερνητικών δεδομένων, καθώς οι παρενοχλητές είχαν πρόσβαση σε προσωπικές πληροφορίες που δεν θα έπρεπε να είναι διαθέσιμες στο κοινό. Αν και δεν υπάρχουν άμεσες αποδείξεις που να συνδέουν την παρενόχληση με κυβερνητικές υπηρεσίες, η HKJA ζήτησε τη διεξαγωγή έρευνας και προέτρεψε τις αρχές να προστατεύσουν το απόρρητο των δημοσιογράφων.

Το HKJA ενθαρρύνει τους δημοσιογράφους και τις οικογένειές τους που υφίστανται παρενόχληση να αναζητήσουν επαγγελματική υποστήριξη, είτε μέσω του HKJA είτε μέσω των υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Ο Σύλλογος έχει δημιουργήσει υπηρεσίες συναισθηματικής συμβουλευτικής για να βοηθήσει όσους επηρεάζονται από αυτά τα περιστατικά. Συμβουλεύει επίσης τους δημοσιογράφους να προστατεύουν τα προσωπικά τους στοιχεία αποφεύγοντας την κοινή χρήση οικογενειακών φωτογραφιών στο διαδίκτυο και χρησιμοποιώντας ισχυρούς, μοναδικούς κωδικούς πρόσβασης με επαλήθευση σε δύο βήματα για τους λογαριασμούς τους.

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με αυτό το θέμα στην εβδομαδιαία συνέντευξη Τύπου του στις 17 Σεπτεμβρίου, ο Διευθύνων Σύμβουλος του Χονγκ Κονγκ Τζον Λι δήλωσε ότι όποιος χρειάζεται βοήθεια από τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου μπορεί να αναφερθεί στην αστυνομία ή σε αρμόδια τμήματα όπως το Τμήμα Μετανάστευσης ή τα Τελωνεία και Τμήμα ειδικών φόρων κατανάλωσης. «Οι αρχές επιβολής του νόμου θα χειριστούν τις υποθέσεις αμερόληπτα», διαβεβαίωσε.

ΠΗΓΗ: The Hong Kong Post

Συνέχεια ανάγνωσης

Ανθρώπινα Δικαιώματα

Καναδός που κρατήθηκε για 1000 ημέρες στην Κίνα για κατασκοπεία περιγράφει την οδυνηρή εμπειρία του

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Τον ανέκριναν για 6 έως 9 ώρες καθημερινά, τον έκλειναν σε μια καρέκλα για ώρες και τον αναγκάζανε να επιβιώνει με τρία μπολ με ρύζι την ημέρα.

Ένας Καναδός πολίτης που πέρασε 1.000 ημέρες στην κινεζική κράτηση αποκάλεσε την εμπειρία τίποτα λιγότερο από ψυχολογικά βασανιστήρια που δεν θα ξεχάσει. Το θύμα κρατήθηκε με κατηγορίες κατασκοπείας από τις κινεζικές αρχές και επέστρεψε στην πατρίδα του το 2021, σύμφωνα με ρεπορτάζ του CNN.

Ο λόγος για τον Michael Kovrig, είναι ένας από τους δύο Καναδούς πολίτες που κρατήθηκαν από την Κίνα για περισσότερες από 1.000 ημέρες για καταγγελίες κατασκοπείας, τέθηκε σε απομόνωση για έξι μήνες και υποβλήθηκε σε συνεχείς ανακρίσεις, κάτι που σύμφωνα με τον ίδιο ήταν ψυχολογικά βασανιστήρια.

«Ήταν ψυχολογικά, απολύτως, το πιο εξαντλητικό, οδυνηρό πράγμα που έχω ζήσει ποτέ», είπε ο Κόβριγκ στις πρώτες του δηλώσεις που έδωσε σε καναδικό ειδησεογραφικό οργανισμό CBC μετά την απελευθέρωση από την κινεζική φυλακή πριν από τρία χρόνια.

«Προσπαθούν να εκφοβίσουν, να βασανίσουν, να τρομοκρατήσουν και να σας εξαναγκάσουν να αποδεχτείτε την ψεύτικη εκδοχή της πραγματικότητας», είπε ο Κόβριγκ.

Ο Καναδός πολίτης είχε εμπλακεί σε μια τριετή διπλωματική διαμάχη που ξεκίνησε το 2021 όταν οι καναδικές αρχές συνέλαβαν την Meng Wanzhou, την οικονομική διευθύντρια του κινεζικού τεχνολογικού κολοσσού Huawei, στο Βανκούβερ με την κατηγορία της απάτης. Ο Κόβριγκ αφέθηκε ελεύθερος μόνο αφού οι εισαγγελείς των ΗΠΑ απέρριψαν το αίτημα έκδοσης και συμφώνησαν να αφήσουν ελεύθερο τον Μενγκ, σχεδόν δύο χρόνια αργότερα.

Ο Kovrig, ο οποίος ήταν πρώην διπλωμάτης, εργαζόταν ως ανώτερος σύμβουλος για το think tank International Crisis Group. Σύμφωνα με πληροφορίες, επέστρεφε στο σπίτι με τη σύντροφό του μετά το δείπνο στο Πεκίνο στις 10 Δεκεμβρίου 2018. Η σύντροφός του εκείνη την εποχή ήταν έξι μηνών έγκυος όταν συνελήφθη από τις κινεζικές αρχές.

«Ανεβήκαμε μια σπειροειδή σκάλα ακριβώς μπροστά από την πλατεία μπροστά από την πολυκατοικία μου και μπουμ. Υπήρχαν δώδεκα άντρες στα μαύρα με κάμερες πάνω τους γύρω μας, που φώναζαν στα κινέζικα, «Αυτός είναι», θυμάται ο Κόβριγκ.

Το ειδησεογραφικό ρεπορτάζ της Canadian Broadcasting Corporation (CBC) αναφέρθηκε στο ρεπορτάζ του CNN για τον Κόβριγκ, στο οποίο είχε πει ότι κατά τη σύλληψή του του πέρασαν χειροπέδες, του έδεσαν τα μάτια και τον πέταξαν σε ένα μαύρο SUV και στη συνέχεια τον πήγαν σε ένα κελί με επένδυση που θα ήταν το σπίτι του για τους επόμενους έξι μήνες.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ανθρώπινα Δικαιώματα

Απαγωγές φοιτητών στο Βελουχιστάν από το πακιστανικό καθεστώς!

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Η πακιστανική κυβέρνηση κλείνει συνεχώς τα μάτια στις κραυγές για δικαιοσύνη στο Βελουχιστάν.

Το Πακιστάν έχει μακρά ιστορία αναγκαστικών εξαφανίσεων και εξωδικαστικών δολοφονιών, με στόχο ιδιαίτερα υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ακτιβιστές μειονοτήτων που επικρίνουν την κυβέρνηση και τον στρατό, καθώς και άτομα που είναι ύποπτα για εμπλοκή με την αντιπολίτευση.

Εν μέσω συνεχιζόμενων εξαφανίσεων και εξωδικαστικών δολοφονιών στο Μπαλουχιστάν, δύο νεαροί άνδρες, ο Akhtar Shah και ο Sahaj Mengal, απήχθησαν βίαια από τα σπίτια τους από τις ένοπλες δυνάμεις του Πακιστάν στην περιοχή Killi Pandrani, όπως αναφέρει η “Balochistan Post“.

Στις 23 Σεπτεμβρίου, μεγάλος αριθμός πακιστανικών δυνάμεων περικύκλωσε την Killi Pandrani και πραγματοποίησαν επιδρομές σε σπίτια.

Κατά τη διάρκεια αυτής της επιχείρησης, συνέλαβαν τους δύο νεαρούς, τους έδεσαν τα μάτια και τους τοποθέτησαν με τη βία στα οχήματά τους. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν πληροφορίες για το πού βρίσκονται, ενώ οι αρχές της περιοχής δεν έχουν ακόμη δηλώσει το περιστατικό.

 

 

«Ανησυχούμε βαθιά για την εξαναγκαστική εξαφάνιση δύο μαθητών, του Musa Khaliqdad και του Sameer Majeed. Στις 22 Σεπτεμβρίου και οι δύο βρίσκονταν βίαια από τον στρατό του Πακιστάν στο Dasht Doro, ένα στρατιωτικό σημείο ελέγχου ενώ ταξίδευαν από το Gwadar στο Kapkapar. Προτρέπουμε τις πακιστανικές αρχές να αποκαλύψουν αμέσως πού βρίσκονται και να διασφαλίσουν την ασφαλή επιστροφή τους», δήλωσε το Pank (Τμήμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Εθνικού Κινήματος Baloch) στο X.

Σύμφωνα με τη “Balochistan Post”, 37 άνθρωποι εξαφανίστηκαν βίαια σε όλο το Βελουχιστάν μόνο τον Αύγουστο, ενώ 9 άτομα εξακολουθούν να αγνοούνται, ενώ βρέθηκαν 6 σοροί. Παρά τις πολυετείς διαμαρτυρίες, τις συγκεντρώσεις και την αυξανόμενη διεθνή ευαισθητοποίηση, η πακιστανική κυβέρνηση κλείνει συνεχώς τα μάτια στις κραυγές για δικαιοσύνη στο Βελουχιστάν.

Το Πακιστάν έχει μακρά ιστορία αναγκαστικών εξαφανίσεων και εξωδικαστικών δολοφονιών, με στόχο ιδιαίτερα υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ακτιβιστές μειονοτήτων που επικρίνουν την κυβέρνηση και τον στρατό, καθώς και άτομα που είναι ύποπτα για εμπλοκή με την αντιπολίτευση. Η ανεξέλεγκτη ισχύς του στρατού, σε συνδυασμό με μια συνένοχη κυβέρνηση, έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον φόβου και καταστολής.

Η εμμονή των εξαναγκαστικών εξαφανίσεων στο Μπαγκλαντές παραμένει μια κρίσιμη ανησυχία για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με ουσιαστικά στοιχεία που δείχνουν εκτεταμένες και συστηματικές καταχρήσεις από τις πακιστανικές δυνάμεις ασφαλείας. Ο λαός του ΒΕλουχιστάν καλεί επειγόντως για διεθνή προσοχή και παρέμβαση για την αντιμετώπιση αυτών των σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η αυξανόμενη συχνότητα εξαναγκαστικών εξαφανίσεων όχι μόνο παραβιάζει τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά υπογραμμίζει επίσης τις βάναυσες τακτικές που εφαρμόζει ο Πακιστανικός Στρατός για να φιμώσει τα αιτήματα του λαού των Μπαλώχ για αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή