Ακολουθήστε μας

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα την 1η Δεκεμβρίου 1913 – Τι ήταν κεκτημένο από πριν και τι άλλαξε

Δημοσιεύτηκε

στις

Γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης *
Για πολλούς, η 1η Δεκεμβρίου 1913 σηματοδοτεί το επίσημο τέλος του Κρητικού Ζητήματος, με την ανακήρυξη της Ένωσης Κρήτης και Ελλάδας στο Κάστρο του Φιρκά των Χανίων, παρουσία του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου. Η Ένωση ήταν πλέον γεγονός, αλλά πέραν αυτού τι άλλαξε πραγματικά στο νησί; Δεν ήταν ήδη ελεύθερη η Κρήτη; Ή μήπως δεν είχε ήδη ενωθεί, κατά τους Κρητικούς από το 1908, και για την κυβέρνηση της Αθήνας από τον Οκτώβριο του 1912; Κατά πόσο διαφοροποιήθηκε το κεκτημένο αυτό μετά την 1η Δεκεμβρίου, και με ποιό τρόπο;
Η εκκρεμότητα του Κινήματος του 1908

Το Κρητικό Ζήτημα ακολούθησε μια δαιδαλώδη ιστορική πορεία μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν με αφορμή την προκήρυξη εκλογών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας κήρυξε με ψήφισμά της στις 22 Σεπτεμβρίου 1908 την ένωση με την Ελλάδα. Η τότε ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ένωση και να δεχτεί τους Κρήτες βουλευτές στο ελληνικό κοινοβούλιο, φοβούμενη ότι μια τέτοια κίνηση θα προκαλούσε την Πύλη να προβεί σε νέες επιθετικές ενέργειες κατά της Ελλάδας, όπως είχε άλλωστε συμβεί κατά τον «ατυχή πόλεμο» του 1897, με ολέθρια αποτελέσματα για την τελευταία, όπως μια ταπεινωτική ήττα και διεθνής οικονομικός έλεγχος.
Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα παρέμεινε εκκρεμές μέχρι το Νοέμβριο του 1910, όταν ανακινήθηκε με αφορμή τη νίκη των Φιλελευθέρων στις εκλογές που διενεργήθηκαν στην Ελλάδα, και την ανάληψη της εξουσίας από τον Βενιζέλο. Το γεγονός αυτό δημιούργησε στους Κρήτες την πεποίθηση ότι η ένωση ήταν κοντά, αλλά οι εξελίξεις επρόκειτο σύντομα να τους διαψεύσουν και πάλι. Η άρνηση του Βενιζέλου να δεχτεί τους Κρήτες βουλευτές στην ελληνική Βουλή, στο όνομα της αποφυγής προκλήσεων κατά της Πύλης, δημιούργησε έντονες αντιδράσεις στην Κρήτη στα τέλη του 1911. Αποτέλεσμα αυτών υπήρξε η επικράτηση της συντηρητικής μερίδας στο νησί και η συγκρότηση «Επαναστατικής Συνέλευσης» από πληρεξούσιους που είχαν εκλεγεί από ένοπλα συλλαλητήρια, με νέα «Επαναστατική Κυβέρνηση» υπό τον Αντώνη Μιχελιδάκη.
114
Με σχετικό ψήφισμά της, η νέα κρητική κυβέρνηση αποφάσισε να σταλούν και πάλι βουλευτές στην ελληνική Βουλή τον Απρίλιο, ενώ εξέδωσε διάταγμα για την προκήρυξη εκλογών την ίδια ημερομηνία που θα διεξάγονταν και στην Ελλάδα, στις 11/25 Μαρτίου 1912. Ενώπιον των εξελίξεων αυτών, οι Δυνάμεις αποφάσισαν να μη μείνουν αδρανείς στα τεκταινόμενα, καθώς οι επανειλημμένες προσπάθειες των Κρητών να μετάσχουν στο ελληνικό κοινοβούλιο ισοδυναμούσαν με πλήρη ένωση, και υπό αυτή την έννοια απειλούσαν το υφιστάμενο καθεστώς. Αποφασισμένες να αποθαρρύνουν κάθε σχετική πρωτοβουλία, συμφώνησαν στην αποστολή μοίρας του βρετανικού ναυτικού στο Αιγαίο, η οποία θα εμπόδιζε τη μετάβαση των Κρητών βουλευτών στην Αθήνα.1
Άμεση ήταν όμως και η αντίδραση του Βενιζέλου, ο οποίος σε κατεπείγον μήνυμά του προς τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο στα Χανιά, υπογράμμιζε ότι «Οι Κρήτες λησμονούν ότι τίθενται αντιμέτωποι, όχι μόνον της Τουρκίας και των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και αυτού τούτου του ελευθέρου Βασιλείου, του οποίου η κυβέρνησις δεν εννοεί να αποδεχθή το κρητικόν πραξικόπημα και να έλθη εις άκαιρον ρήξιν με την Τουρκίαν. Συντόνως και άνευ απώλειας μιάς ημέρας ασχολουμένη με την στρατιωτικήν συγκρότησιν της χώρας, η κυβέρνησις αξιοί όπως εις την γνώμην της προσαρμοσθή η γνώμη των πολιτικών αρχηγών της Κρήτης».2 Με δεδομένο ότι στις εκλογές στην Κρήτη επικράτησαν τελικά οι αντιβενιζελικοί, οι Κρήτες αντιπρόσωποι δεν αποθαρρύνθηκαν ούτε από την κινητοποίηση του βρετανικού στόλου, ούτε από τη σκόπιμη αναβολή ενάρξεως των εργασιών του ελληνικού κοινοβουλίου. Όταν τελικά το σώμα συνήλθε την 1η Ιουνίου, οι Κρήτες πληρεξούσιοι επιχείρησαν να εκβιάσουν την είσοδό τους στην αίθουσα, αλλά ο Βενιζέλος διέταξε τη βίαιη απομάκρυνσή τους. Η στάση του αυτή έδωσε λαβή για ποικίλα σχόλια και κριτική -τόσο εντός όσο και εκτός του κοινοβουλίου- και μόνο η εσπευσμένη διακοπή των εργασιών της Βουλής επέτρεψε την εξουδετέρωση των αντιδράσεων.
Οι Βαλκανικοί και η πρακτική τέλεση της ένωσης
122
Την ίδια περίοδο, η κλιμάκωση του ιταλοτουρκικού πολέμου που μαινόταν από τον Σεπτέμβριο του 1911 με επίκεντρο τη Λιβύη, έμελλε να προσφέρει μια διαφορετική διέξοδο στα του Κρητικού Ζητήματος.3 Η στάση της Πύλης και η τροπή του πολέμου είχαν κάνει εμφανή την αδυναμία των Οθωμανών να υπερασπιστούν τα εδάφη της αυτοκρατορίας, ενθαρρύνοντας τα βαλκανικά κράτη να ενισχύσουν τους μεταξύ τους δεσμούς και να προωθήσουν πιο ενεργά τις εδαφικές τους βλέψεις. Στο πλαίσιο αυτό, και ιδιαίτερα από τις αρχές του 1912, η διπλωματική δραστηριότητα μεταξύ Σερβίας, Βουλγαρίας και Ελλάδας για τη συγκρότηση συμμαχίας επιταχύνθηκε, καθιστώντας σαφές ότι ο πόλεμος για τα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας δε θα αργούσε πολύ ακόμα.4
Εκμεταλλευόμενος τη συγκυρία, ο Βενιζέλος έθεσε το Κρητικό ενώπιον της Βουλής την 1η Οκτωβρίου, προτείνοντας τη διενέργεια νέων εκλογών στην Κρήτη, αφού οι αντιπρόσωποι της Συνέλευσης και της προσωρινής κυβέρνησης δεν είχαν εκλεγεί σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του ελληνικού βασιλείου. Την ίδια μέρα, η ελληνική κυβέρνηση έστειλε επίσημη διακοίνωση προς την κρητική, όπου δήλωνε ότι «η Ελληνική Κυβέρνησις, καθ’ ην στιγμήν απεφασίζετο η επιδίωξις εν τη Ευρωπαϊκή Τουρκία ριζικών μεταρρυθμίσεων, δηλοί ότι αποδέχεται την ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος και αποδέχεται όπως του λοιπού ενυπάρχει κοινόν Κοινοβούλιον δια το ελεύθερον Βασίλειον και δια την νήσον Κρήτην».5

++
Ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων διάβασε στο σώμα το ψήφισμα που κήρυσσε την ένωση, αλλά το καθεστώς της αυτονομίας δεν διαταράχθηκε τύποις μέχρι το τέλος του πολέμου.6 Ο Βενιζέλος έστειλε στο νησί ως Γενικό Διοικητή το Στέφανο Δραγούμη, ο οποίος ανέλαβε επίσημα καθήκοντα στις 12 Οκτωβρίου (τη μέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), ενώ την ίδια μέρα έφτασε στην Αθήνα το πρώτο κρητικό σύνταγμα 2.000 ανδρών, το οποίο προωθήθηκε στη Θεσσαλία, όπου ο πόλεμος είχε ξεκινήσει από τις 4 Οκτωβρίου.7 Μερικούς μήνες αργότερα και αφού το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας είχε πια απελευθερωθεί, στις 14 Φεβρουαρίου 1913 έγινε επίσημα η υποστολή των σημαιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Δυνάμεων από το φρούριο της Σούδας, το τελευταίο δηλαδή μέρος στην Κρήτη στο οποίο αυτές παρέμεναν. Η πλήρης και ουσιαστική αυτοδιάθεση της Κρήτης ήταν και συμβολικά γεγονός, καθώς δεν υπήρχαν πια ξένα σύμβολα «προστασίας» ή επικυριαρχίας στο νησί, αλλά ούτε και καμία πρόθεση να αποκατασταθούν.
Η νομική επικύρωση του νέου καθεστώτος και η επίσημη τελετή
++++
Με το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, τα εμπόλεμα μέρη κλήθηκαν να υπογράψουν τη Συνθήκη του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913), στο άρθρο 4 της οποίας αναφέρεται ότι ο σουλτάνος «εκχωρεί την Νήσον Κρήτην εις τους συμμάχους ηγεμόνας και υπέρ αυτών παραιτείται παντός δικαιώματος επί της Νήσου ταύτης».8 Η μετάβαση της επί της Κρήτης κυριαρχίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ελλάδα επιβεβαιώθηκε ακολούθως από ένα δεύτερο ελληνοοθωμανικό πρωτόκολλο, το οποίο υπεγράφη στην Αθήνα στις 1/14 Νοεμβρίου 1913. Με βάση το άρθρο 4 αυτού, οι «Μουσουλμάνοι και Ισραηλίτες» των Νέων Χωρών θα έπρεπε μέσα σε μια ορισμένη ημερομηνία να επιλέξουν αν θα αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα ή θα διατηρήσουν την οθωμανική. Σύμφωνα με το άρθρο 6, όσοι επέλεγαν την οθωμανική υπηκοότητα όφειλαν να εγκαταλείψουν την ελληνική επικράτεια, αλλά διατηρούσαν την ακίνητη περιουσία τους και το δικαίωμα να τη διαχειρίζονται μέσω τρίτων.9 Μετά την υπογραφή των κειμένων αυτών, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τις Δυνάμεις στις 29 Νοεμβρίου να αναγνωρίσουν την κατάργηση των διομολογήσεων στις πρώην οθωμανικές κτήσεις που προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και η Κρήτη.10 Οι Δυνάμεις αποδέχτηκαν σιωπηρά το γεγονός, δηλώνοντας ότι «έλαβον γνώση της Διακοινώσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως».11
Untitled67779
Ακολούθως, και προς επικύρωση του νέου καθεστώτος, στις 28 Νοεμβρίου 1913 ο Γενικός Διοικητής Κρήτης απηύθυνε προκήρυξη προς τον κρητικό λαό, ενημερώνοντας ότι «ο δαφνοστεφής Βασιλεύς μας, συνοδευόμενος υπό του πρωθυπουργού και επιβαίνων μοίρας του ένδοξου ημών στόλου, έρχεται την προσεχή Κυριακήν, ίνα επισφραγίση επισήμως και οριστικώς την περιπόθητον ένωσιν της Κρήτης μετά της Μητρός Ελλάδος».12 Στο πλαίσιο αυτό, η ανακήρυξη της ένωσης πραγματοποιήθηκε τελικά με κάθε επισημότητα την 1η Δεκεμβρίου 1913, με την έπαρση της ελληνικής σημαίας στο φρούριο του Φιρκά των Χανίων, παρουσία του Βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Το γεγονός σηματοδότησε το επίσημο τέλος της Κρητικής Πολιτείας, και την αρχή μιας νέας περιόδου για την πολιτική ζωή της Κρήτης, στο πλαίσιο πλέον του ελληνικού κράτους.
Περισσότερα σχετικά με την εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος και τη θέση και στάση της μουσουλμανικής κοινότητας μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο του Γιώργου Λιμαντζάκη με τίτλο «Οι Τουρκοκρήτες και το Κρητικό Ζήτημα από την Ύστερη Τουρκοκρατία έως την Ένωση» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Έρεισμα.
Σημειώσεις:
1 Παράλληλα, οι Δυνάμεις επανέλαβαν με διακοίνωση των προξένων τους στα Χανιά στις 13 Φεβρουαρίου την απόφασή τους να μη δεχτούν αλλαγή του καθεστώτος της Κρήτης, ενώ απείλησαν με αλλεπάλληλα υπομνήματα για «άγνωστες συνέπειες» και «επιδείνωση της κατάστασης», ιδίως αν συνεχίζονταν οι διακρίσεις σε βάρος των μουσουλμάνων βουλευτών. Σ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1908, σελ. 170.
2 Κ. Σβολόπουλος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900-1945, σελ. 63.
3 Η Ρώμη επέδωσε τελεσίγραφο στην Πύλη στις 27 Σεπτεμβρίου 1911, και ενώπιον της άρνησης της τελευταίας να εκχωρήσει τη Λιβύη, οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν δύο μέρες μετά. Ο πόλεμος ωστόσο έμελλε να διαρκέσει αρκετά περισσότερο από τις αρχικές προβλέψεις, και σε μια απόπειρα να εκβιάσει την τουρκική υποχώρηση, η Ιταλία βομβάρδισε τα Δαρδανέλλια (Çanakkale) και κατέστρεψε μέρος του τουρκικού στόλου στη Βηρυττό και την Υεμένη, ενώ το Μάιο του 1912 αποβίβασε στρατεύματα και κατέλαβε τα Δωδεκάνησα.
4 Το πρώτο στάδιο προς τη συγκρότηση της συμμαχίας αυτής ήταν η σερβοβουλγαρική συνθήκη που υπογράφηκε στις 13 Μαρτίου 1912, η οποία συμπληρώθηκε από αντίστοιχη ελληνοβουλγαρική στις 29 Μαϊου 1912. Κ. Σβολόπουλος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900-1945, σελ. 68-74.
5 «Προς την Κρητικήν Κυβέρνησιν, Χανιά: Φέροντες ταύτα εις γνώσιν υμών, παρακαλούμεν να εξακολουθήσητε επί του παρόντος ασκούντες την διοίκησιν, παρασκευάζοντες τα της διεξαγωγής κανονικών εκλογών προς αποστολήν νόμιμων αντιπροσώπων της Νήσου εις το Εθνικόν Κοινοβούλιον, μεριμνώντες μάλιστα πάντως υπέρ της διατηρήσεως της τάξεως και της λυσιτελούς προστασίας του μουσουλμανικού πληθυσμού». Αθήνα, 1η Οκτωβρίου 1912. Σ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1908, σελ. 170.
6 Σ. Αλιγιζάκη, «Πολιτικές εξελίξεις και γεγονότα», Κρητική Πολιτεία, τεύχος 1ο, σελ. 10.
7 Ι. Χρηστάκης & Γ. Πατεράκης, Η Κρήτη και η Ιστορία της, σελ. 347.
8 Η Σερβία παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα επί της Κρήτης με την ελληνοσερβική Συνθήκη Φιλίας και Συμμαχίας του 1913. Ακολούθησε ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος, ο οποίος έληξε με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 28/10 Αυγούστου και την παραίτηση και της Βουλγαρίας (Άρθρο 5) από κάθε αξίωση στην Κρήτη. Σ. Αλιγιζάκη, «Πολιτικές εξελίξεις και γεγονότα», Κρητική Πολιτεία, τεύχος 1ο, σελ. 10.
9 Η συμφωνία αναφορικά με το καθεστώς των μουσουλμάνων της Ελλάδας δεν επρόκειτο ωστόσο να συμβάλλει στην βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, καθώς με διακοίνωσή τους στις 13 Φεβρουαρίου 1914 οι Δυνάμεις συνέδεσαν την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών του ανατολικού Αιγαίου με την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων από τη Βόρεια Ήπειρο και την αποθάρρυνση κάθε αντίδρασης απέναντι στην αλβανική κυριαρχία. Η Ελλάδα απέσυρε όντως τα στρατεύματά της και ενθάρρυνε τη συνεργασία του ντόπιου πληθυσμού με τις αλβανικές αρχές, αλλά η Πύλη εξακολούθησε να μην αναγνωρίζει την κατακύρωση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα, στάση που υποβάθμισε κάθε απόπειρα διευθέτησης των εκκρεμών διαφορών μέχρι την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, τον Ιούλιο του 1914.
10 Με βάση τη σχετική διακοίνωση, η ελληνική κυβέρνηση «θεωρεί τας διομολογήσεις εις τας υπ’ αυτής προσαρτηθείσας νέας χώρας ως καταργηθείσας, καθώς και τα εξ αυτών απορρέοντα δικαιώματα υπέρ των ξένων». Σ. Παπαμανουσάκης, Η Ξενοκρατία στην Κρήτη, 1979, σελ. 163.
11 Οι πρόξενοι «εδήλωσαν εις τον κον Γενικόν Διοικητήν ότι αναγνωρίζουν επισήμως την Ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος και αυτόν ως επίσημον αντιπρόσωπον της Ελληνικής Κυβερνήσεως». Δ. Νικολακάκης, Η Ένωση της Κρήτης, σελ. 22.
12 Σ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1908, σελ. 182.
* O Γιώργος Λιμαντζάκης είναι απόφοιτος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (ΜΑ) στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου

Επος 40 - Μάχη οχυρών - Μάχη της Κρήτης - Αντίσταση - Κατοχή - Εμφύλιος

D-Day: Η αρχή του τέλους για τους Ναζί «ξεκίνησε» από τις γαλλικές ακτές

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Ο όρος D-Day είναι γνωστός και άρρηκτα συνδεδεμένος με μια από τις πιο ιστορικές ημέρες του 20ου αιώνα, αυτή της απόβασης των Συμμάχων στη Νορμανδία κατά την διάρκεια του Β’ ΠΠ, σαν σήμερα στις 5 Ιουνίου του 1944.

Η απόβαση στη Νορμανδία ανέτρεψε τα δεδομένα στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων των Συμμάχων ενάντια στην γερμανική πολεμική μηχανή, που για πολλούς θεωρείται ως η «αρχή του τέλους» για τους Ναζί στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ποιο το υπόβαθρο πριν την απόβαση

Οι διαφωνίες των Συμμάχων για το αν θα έπρεπε να ασκηθεί πίεση από Νότο προς Βορρά ή να γίνει απόβαση μέσω Μάγχης, προκειμένου να ηττηθεί η Γερμανία, λύθηκαν στη Διάσκεψη της Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1943). Ο Στάλιν, υποστηριζόμενος από τις ΗΠΑ, επέμενε ότι η εισβολή στη Γαλλία ήταν ο μόνος τρόπος να ηττηθεί η Γερμανία.

Τον Ιανουάριο του 1944 άρχισε να προετοιμάζεται η επιχείρηση «Επικυρίαρχος» (Operation Overlord). O αμερικανός στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ ορίστηκε ανώτατος διοικητής, με βρετανούς διοικητές στο στρατό ξηράς, στο ναυτικό και την αεροπορία.Σύμφωνα με το σχέδιο, η επίθεση θα γινόταν σ’ ένα στενό μέτωπο στη Νορμανδία, στις βόρειες ακτές της Γαλλίας, από πέντε σώματα στρατού.

Για την πραγματοποίησή της, ο Αϊζενχάουερ έπρεπε να συγκροτήσει τον μεγαλύτερο στην ιστορία στόλο που επιχείρησε ποτέ απόβαση.

Τα προβλήματα για τον σχεδιασμό της D-Day

Σε περίπτωση επιτυχίας, η απόβαση θα αποτελούσε την απαρχή προέλασης μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων προς Ανατολάς μέσω της Γαλλίας, κατευθείαν στην καρδιά της ναζιστικής Γερμανίας.

Το βασικότερο μέλημα για τους σχεδιαστές της επιχείρησης ήταν να μη μάθουν οι Γερμανοί το σημείο της απόβασης. Έτσι, οι δυνάμεις τους θα ήταν αναγκασμένες να αναπτυχθούν σε ολόκληρη την ακτογραμμή.

Είχε καταρτιστεί εξάλλου σχέδιο παραπλάνησης, η επιχείρηση «Σωματοφύλακας» (Operation Bodygard), που κατόρθωσε πέραν πάσης προσδοκίας να πείσει τον Χίτλερ ότι κύριος στόχος ήταν η περιοχή του Καλέ, αρκετά βορειότερα της Νορμανδίας. Παρότι στη Γαλλία υπήρχαν 58 γερμανικές μεραρχίες, μόνο οι 14 βρίσκονταν στις ακτές της Νορμανδίας.Μεγάλη σημασία είχε και η αξιοποίηση της αεροπορικής υπεροχής των Συμμάχων, ώστε να εξουδετερωθεί η εχθρική πολεμική αεροπορία και να απομονωθεί το συγκοινωνιακό δίκτυο της Βόρειας Γαλλίας.

Ενώ τα σχέδια τής απόβασης καταρτίζονταν από Αμερικανούς και Βρετανούς στρατιωτικούς στην Αγγλία, ο Γερμανός στρατάρχης Έρβιν Ρόμελ – γνωστός ως «αλεπού της ερήμου», από την προηγούμενη θητεία του στο αφρικανικό μέτωπο- επιφορτισμένος με την αναχαίτιση της αναμενόμενης απόβασης, ενίσχυσε τη γερμανική αμυντική οχύρωση κατά μήκος της ακτής της Γαλλίας με υποβρύχια εμπόδια, δεξαμενές καυσίμων, ανθεκτικές στους βομβαρδισμούς, καθώς και με ναρκοπέδια.Το βασικό του πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να περιφρουρεί 3.000 μίλια δυτικοευρωπαϊκής ακτής, από την Ολλανδία έως τα ιταλικά σύνορα.

Η D-Day γίνεται πραγματικότητα

Η απόβαση στη βόρεια Γαλλία από την Αγγλία προγραμματίστηκε τελικά για τις 5 Ιουνίου 1944, αλλά αναβλήθηκε για ένα εικοσιτετράωρο, λόγω της κακοκαιρίας που επικρατούσε στο στενό της Μάγχης.

Συγκροτήθηκε ένας τεράστιος στόλος, με επικεφαλής τον άγγλο ναύαρχο Μπέρτραμ Ράμσεϊ, ο οποίος περιλάμβανε 1.200 πολεμικά πλοία, 10.000 αεροπλάνα, 4.126 αποβατικά σκάφη, 804 μεταγωγικά πλοία και εκατοντάδες τεθωρακισμένα άρματα αμφίβιων και άλλων αποστολών. 156.000 άνδρες (73.000 Αμερικανοί και 83.000 Βρετανο-Καναδοί) θα αποβιβάζονταν στη Νορμανδία, από τους οποίους 132.000 θα μεταφέρονταν με πλοία μέσω Μάγχης και 23.500 με αεροπλάνα.Τις χερσαίες δυνάμεις διοικούσε ο άγγλος στρατηγός Μπέρναρντ Μοντγκόμερι, που είχε απέναντί του ένα παλαιό γνώριμό του από τις επιχειρήσεις στην Αφρική, τον γερμανό στρατάρχη Έρβιν Ρόμελ.

Η απόβαση με την κωδική ονομασία «Ποσειδών» (Operation Neptune) άρχισε πριν από την αυγή της 6ης Ιουνίου (D-Day) σε πέντε ακτές κατά μήκος της Νορμανδίας, οι οποίες έφεραν τις κωδικές ονομασίες Utah (Γιούτα), Omaha (Όμαχα), Gold (Χρυσός), Juno (Ήρα) και Sword (Σπαθί).

Οι παραλίες που είχαν επιλεγεί για την απόβαση εκτείνονταν από τον ποταμόκολπο του Ορν ως το νοτιοδυτικό άκρο της χερσονήσου Κοταντέν.

Οι Σύμμαχοι στις ακτές της Νορμανδίας

Την παραμονή της επιχείρησης βρετανικές μονάδες καταδρομέων είχαν πέσει πίσω από της γραμμές του εχθρού, καταλαμβάνοντας γέφυρες – κλειδιά και αχρηστεύοντας τις επικοινωνίες των Γερμανών.

Οι τέσσερις ακτές καταλήφθηκαν εύκολα και γρήγορα από τις συμμαχικές δυνάμεις, ενώ στην πέμπτη, την «Όμαχα», αντιμετώπισαν σκληρή γερμανική αντίσταση.Με το σούρουπο μεγάλα προγεφυρώματα είχαν ήδη δημιουργηθεί και στις πέντε περιοχές της απόβασης και η τελική επιχείρηση για τη συντριβή τής Γερμανίας είχε αρχίσει.

Για την επιτυχία της απόβασης, καθοριστική ήταν η αεροπορική υπεροχή των Συμμάχων. Τα αεροπλάνα τους κατέστρεψαν τις περισσότερες γέφυρες του Σηκουάνα στ’ ανατολικά και του Λίγηρα στα νότια, εμποδίζοντας έτσι τους Γερμανούς να ενισχύσουν έγκαιρα τις προκεχωρημένες μονάδες τους στα προγεφυρώματα των ακτών της Νορμανδίας.

Το σχέδιο των Συμμάχων μετά τη D-Day

Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, οι Βρετανοί θα καταλάμβαναν τη στρατηγικής σημασίας πόλη Καν την πρώτη ημέρα της απόβασης.

Παρότι εξουδετέρωσαν γρήγορα τη γερμανική άμυνα, εν τούτοις έπρεπε να περιμένουν έως τις 9 Ιουλίου για να εισέλθουν νικηφόρα στην πόλη, εξαιτίας της εμφάνισης μιας μεραρχίας Πάντσερ, που καθήλωσαν τις δυνάμεις τους, αλλά και των διαφωνιών μεταξύ Αϊζενχάουερ και Μοντγκόμερι για θέματα τακτικής.

Στον τομέα τους, οι Αμερικανοί αντιμετώπισαν σοβαρή αντίσταση στη χερσόνησο Κοταντέν, αλλά τελικά κατέλαβαν το ζωτικής σημασίας λιμάνι του Χερβούργου στις 26 Ιουνίου.Οι συνεχείς συγκρούσεις έφθειραν τα γερμανικά στρατεύματα και στις 25 Ιουλίου ο στρατηγός Ομάρ Μπράντλεϊ διέσπασε το δυτικό μέτωπο και μέσα σε λίγες μέρες εξάλειψε κάθε αντίσταση στην πορεία του προς τον Σηκουάνα.

Αντεπίθεση των γερμανικών τεθωρακισμένων στο Μορτέν αποκρούστηκε (7-13 Αυγούστου). Στα τέλη Αυγούστου οι Σύμμαχοι διέσχισαν τον Σηκουάνα και τον Σεπτέμβριο βρίσκονταν μπροστά στα γερμανικά σύνορα.

Δείτε βίντεο:

Πηγή: San Simera            OnAlert

.

Συνέχεια ανάγνωσης

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Απόβαση στη Νορμανδία: Τι συνέβη στις 6 Ιουνίου 1944;

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Μπορεί να συμπληρώθηκαν 80 χρόνια από τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία, όσοι όμως την έζησαν διατηρούν τις μνήμες τους ζωντανές.

Η 80η επέτειος της απόβασης των συμμάχων στη γαλλική Νορμανδία εορτάζεται με μεγάλες τιμές και με την παρουσία αρχηγών κρατών, με προεξάρχοντες τους προέδρους των ΗΠΑ και της Γαλλίας, αλλά και την βασίλισσα Ελισάβετ της Μεγάλης Βρετανίας.

Τι ακριβώς συνέβη, όμως, στη Νορμανδία τον Ιούνιο του 1944;

Η προετοιμασία της απόβασης

Την περίοδο εκείνη, η πλάστιγγα του πολέμου μεταξύ των ενωμένων εθνών, υπό την γενική καθοδήγηση της Μεγάλης Βρετανίας, της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ και του φασιστικού Άξονα Γερμανίας – Ιαπωνίας (η Ιταλία είχε συνθηκολογήσει) είχε αρχίσει να γέρνει εις βάρος του δεύτερου, ειδικά στην Ευρώπη.

Οι Σοβιετικοί προέλαυναν στο ανατολικό μέτωπο, στο νότο Βρετανοί και Αμερικάνοι είχαν αποβιβαστεί στην Ιταλία και καταλάμβαναν εδάφη προς το Βορρά. Ο πιο «γρήγορος» δρόμος προς την καρδιά της Γερμανίας ήταν εκείνος μέσω της κατεχόμενης από τους ναζί Γαλλίας.

Όμως, η απόβαση στη Γαλλία ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτούσε προσεκτικό και λεπτομερή σχεδιασμό, καθώς η οχύρωση της βόρειας Γαλλίας από τους Γερμανούς ήταν άρτια.

Μήνες πριν την απόβαση στη Νορμανδία, οι συμμαχικές δυνάμεις εκτελούσαν πτήσεις στην περιοχή για να την καταγράψουν και να σχεδιάσουν την επιχείρηση.

Ακόμα και το BBC επιστρατεύτηκε, απευθύνοντας δημόσιο κάλεσμα στους ανθρώπους για να στείλουν φωτογραφίες και κάρτποσταλ των ευρωπαϊκών ακτών από τη Νορβηγία μέχρι τα Πυρηναία.

Μυστικές ομάδες ερευνούσαν τις ακτές ώστε να βρουν τις σωστές τοποθεσίες και πήραν μέχρι και δείγματα άμμου για να επιβεβαιώσουν ότι οι παραλίες μπορούσαν να αντέξουν των βάρος των συμμαχικών στρατιωτικών οχημάτων.

Μετεωρολόγοι, μαθηματικοί και επιστήμονες κάθε ειδικότητας επιστρατεύτηκαν για να οριστεί η ημερομηνία της επιχείρησης.

Το διάστημα 5 – 7 Ιουνίου κρίθηκε το καταλληλότερο για την απόβαση, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Βρετανού μαθηματικού Άρθουρ Τόμας, καθώς τότε η παλίρροια ήταν στο χαμηλότερο σημείο της και θα φαίνονταν τα κρυμμένα εμπόδια.

για τη συνέχεια Euronews

 

Συνέχεια ανάγνωσης

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Μακεδονικός Ἀγώνας καί ἐπέτειος θανάτου τοῦ Παύλου Μελᾶ – Λόγος στή μνήμη του

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

 

Του Κώστα Καραΐσκου
Η μεγάλη Ελληνική
Επανάσταση, που είχε τεράστιο αντίκτυπο
και σημασία παγκοσμίως, άρχισε το 1821
και πρακτικά τελείωσε έναν αιώνα μετά,
το 1922 με την Μικρασιατική Καταστροφή.
Συχνά όταν αναφερόμαστε στην απελευθέρωση
των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό,
μένουμε στο 1830, στην ίδρυση δηλαδή του
νεοελληνικού κράτους, υπό την κηδεμονία
των ξένων δυνάμεων.

Όμως τι γινόταν με τα
εκατομμύρια των Ελλήνων που έμειναν
έξω από εκείνο το φτωχό κρατίδιο, τι
γινόταν στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στη
Θράκη, στην Ιωνία, στον Πόντο, στην Κύπρο,
στην Κρήτη, στα άλλα νησιά; Ο Μακεδονικός
Αγώνας ήταν η ένδοξη εκείνη σελίδα της
ιστορίας μας, όπου ο ελληνισμός κάτω
από την οθωμανική κρατική κυριαρχία
αντιμετώπισε τον βουλγαρικό επεκτατισμό,
κατάφερε να επικρατήσει και να ετοιμάσει
την ώρα της απελευθέρωσης από τον
ελληνικό Στρατό. Στην αρχή αγωνίστηκαν
οι ντόπιοι Έλληνες, μόνοι τους για
χρόνια, κυρίως με τη στήριξη της Εκκλησίας
και απλών ανθρώπων που πάλεψαν ηρωικά,
ενώ από ένα σημείο και πέρα άρχισαν να
φτάνουν εθελοντές από την Ελλάδα και
να παίρνει ένοπλη μορφή η αντίσταση
κατά των Βούλγαρων κομιτατζήδων.

Η βουλγαρική προσπάθεια
κατά της Μακεδονίας ξεκίνησε με την
απόσχιση της Εκκλησίας τους, τη λεγόμενη
Εξαρχία, το 1870. Άρχισε ένας πόλεμος
προπαγάνδας, πιέσεων αλλά και ωμής βίας,
προκειμένου να γράφονται οι κάτοικοι
της οθωμανικής ακόμη Μακεδονίας σε
βουλγάρικα σχολεία και να καλούν
Βούλγαρους ιερείς. Αντιστάθηκαν σ΄ αυτό
όχι μόνο οι ελληνόφωνοι ή οι βλαχόφωνοι
κάτοικοι της Μακεδονίας αλλά και πολλοί
σλαβόφωνοι, οι λεγόμενοι «γραικομάνοι»
που έμεναν πιστοί στο Πατριαρχείο της
Κωνσταντινούπολης. Έτσι αυτό που
παρουσιαζόταν ως αντίθεση θρησκευτικής
μορφής ήταν στην πραγματικότητα εθνικής:
όποιος πήγαινε με τους Εξαρχικούς
γινόταν Βούλγαρος, ενώ Πατριαρχικοί
ήταν οι Έλληνες. Δάσκαλοι και κληρικοί
ηγήθηκαν της αντίστασης τις πρώτες
δεκαετίες, περιορίζοντας την βουλγαρική
προπαγάνδα και τρομοκρατία που ήρθε να
προστεθεί στην καταπίεση των Οθωμανών.
Κορυφαία μορφή του αγώνα αναδείχθηκε
ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός
Καραβαγγέλης, που κυκλοφορούσε – κι
ενίοτε λειτουργούσε – με την πιστόλα
κάτω από το ράσο ή πάνω στην Αγία Τράπεζα.
Κάποια στιγμή οι
Βούλγαροι διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν
να επιβληθούν δίχως όπλα. Το 1893 ιδρύθηκε
από τον Γκότσε Ντέλτσεφ και άλλους
Βούλγαρους στη Θεσσαλονίκη η Εσωτερική
Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση
(VMRΟ), υποτίθεται για την απελευθέρωση
των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας
από τους Οθωμανούς οι οποίοι κατέρρεαν.
Στο εσωτερικό της οργάνωσης αναπτύχθηκαν
δύο τάσεις: οι ενωτικοί ήθελαν άμεση
ένωση με τη Βουλγαρία, ενώ οι αυτονομιστές
μιλούσαν για «μακεδονικό» κράτος, πάντα
ενάντια στο ελληνικό στοιχείο της
περιοχής. Μετά το 1895 αγρίεψαν οι
συγκρούσεις και αναδείχθηκαν ηρωικές
μακεδονικές μορφές σαν τον καπετάν
Κώττα Χρήστου, τον καπετάν Λούκα, τον
καπετάν Ζέρβα, τον Χρήστο Αργυράκο, τον
Ηλία Κούνδουρο…
Το 1903 γίνεται στο
Μοναστήρι (Μπίτολα) η λεγόμενη εξέγερση
του Ίλιντεν, με σκοπό να φανεί στην
Ευρώπη ότι οι Βούλγαροι ξεσηκώνονται
κατά των Τούρκων για την απελευθέρωση
της Μακεδονίας. Όμως σε 10 μέρες οι Τούρκοι
καταπνίγουν την εξέγερση και ξεσπούν
κυρίως σε βάρος των Ελληνόβλαχων κατοίκων
της περιοχής που χτυπήθηκαν άγρια και
από τους Βούλγαρους. Λίγες μέρες μετά
έσβησε και η ταυτόχρονη εξέγερση των
Βουλγάρων στην Στράντζα της Αδριανούπολης.
Η επίσημη Ελλάδα μέχρι
τότε μόνο παρακολουθούσε, παρότι οι
Έλληνες πατριώτες ζητούσαν επέμβαση
υπέρ των μαχόμενων Μακεδόνων και οι
εθελοντές μαχητές πλήθαιναν. Το 1904 πήγε
μυστικά στη Μακεδονία, ως ζωέμπορος
υποτίθεται, ο αξιωματικός του ελληνικού
Στρατού και μέλος της ανώτερης κοινωνικής
τάξης, Παύλος Μελάς. Ο θάνατός του στη
Στάτιστα, στις 13 Οκτωβρίου 1904, τον
ανέδειξε ως ήρωα και κινητοποίησε όλες
τις εθνικές δυνάμεις, ντόπιες και μη.
Ήταν το αίμα που πότισε το δέντρο της
μακεδονικής ελευθερίας. Ακολούθησαν
6.000 εθελοντές που πολέμησαν μέχρι το
1908 στη Μακεδονία, οι μισοί από τους
οποίους ήταν Κρητικοί – υπήρξαν επίσης
πολλοί Μανιάτες αλλά και από άλλα μέρη
της χώρας. Και οι δύο Γενικοί Αρχηγοί
του Μακεδονικού Αγώνα, μετά τον Παύλο
Μελά, ήταν Κρητικοί, ο Γεώργιος Κατεχάκης
από το Ηράκλειο και ο Σφακιανός Γεώργιος
Τσόντος. Αξίζει να θυμίσουμε εδώ ότι
ακόμα η Κρήτη δεν ήταν καν μέρος του
ελληνικού κράτους! Η μάχη στη βαλτολίμνη
των Γιαννιτσών ήταν το διάσημο σκηνικό
πολέμου των αντίπαλων ανταρτικών ομάδων,
όπως το περιέγραψε η Πηνελόπη Δέλτα στα
«Μυστικά του Βάλτου». Αυτές οι αντάρτικες
ομάδες έλαβαν μέρος στους πολέμους που
ακολούθησαν, τόσο στο ελληνικό στρατόπεδο
όσο και οι αντίπαλες στο βουλγαρικό.
Κορυφαίας σημασίας
ήταν η δράση Ελλήνων διπλωματών, όπως
του Ίωνα Δραγούμη που ως διπλωμάτης στο
Μοναστήρι οργάνωσε την Μακεδονική
Άμυνα, με επιτροπές σε πόλεις και χωριά
της Δυτικής Μακεδονίας, ή του Πρόξενου
της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, Λάμπρου
Κορομηλά, ο οποίος συντόνιζε τις
αντάρτικες ελληνικές ομάδες. Από τους
κληρικούς, εκτός του Γερμανού Καραβαγγέλη,
ξεχώρισε ο μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος
Καλαφάτης, που μαρτύρησε το 1922 στη
Σμύρνη, ο εθνομάρτυρας Αιμιλιανός,
μητροπολίτης Γρεβενών που θανατώθηκε
βασανιστικά το 1910 κ.ά. Οι εκπαιδευτικοί
σαν τις δολοφονημένες νεαρές δασκάλες
Αικατερίνη Χατζηγεωργίου και Βελίκα
Τράικου κράτησαν όρθιο το ελληνικό
φρόνημα σε 1.000 περίπου σχολεία για 70.000
μαθητές.
Το 1908 η επανάσταση των
Νεοτούρκων έδωσε αμνηστεία στους
εμπόλεμους και υποσχέθηκε ισονομία και
ισοπολιτεία για όλους, όμως σύντομα
αποκαλύφθηκε η απάτη. Έπρεπε να
μεσολαβήσουν δύο βαλκανικοί πόλεμοι
και ένας παγκόσμιος για να απαλλαχθεί
η Μακεδονία και από την τουρκική κυριαρχία
και από την βουλγαρική επιβουλή, μάλιστα
αυτή η τελευταία εκδηλώθηκε και πάλι
κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την
βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής
Μακεδονίας και Θράκης. Το 1944 λοιπόν
εξέλιπε ο κίνδυνος για τη Μακεδονία από
την πλευρά των «ενωτικών» Βουλγάρων. Η
απειλή των «αυτονομιστών», παρότι πολύ
ασθενέστερη, έμελλε να επιβιώσει στα
πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο με
κέντρο τα Σκόπια και να αναβιώσει το
1991 με την ανεξαρτητοποίηση της λεγόμενης
«Δημοκρατίας της Μακεδονίας» ώς τις
μέρες μας.
Κλείνουμε με το γνωστό
«τιμούμε τη μνήμη των ηρώων που θυσιάστηκαν
για την ελευθερία» κτλ.
Τι σημαίνει όμως αυτό;
Ξέρουμε για ποιους μιλάμε, τι συνέβη
και γιατί; Ή τα θεωρούμε όλα παρελθόν
χωρίς νόημα στη σημερινή εποχή; Όποιος
νόμιζε κάτι τέτοιο, μόλις πέρυσι στις
Πρέσπες αποδείχθηκε ότι είναι πέρα για
πέρα λάθος. Το παρελθόν καθορίζει ό,τι
ζούμε σήμερα και το ξαναβρίσκουμε
διαρκώς μπροστά μας. Τιμούμε λοιπόν τον
Μακεδονικό Αγώνα όταν έχουμε την γνώση
και την αρετή που διδάσκει το ελληνικό
σχολείο, αυτό που στήριξε την κρίσιμη
ώρα την μία και μοναδική ελληνική
Μακεδονία!
ΠΗΓΗ: antibaro.gr

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή