Ακολουθήστε μας

Εθνικά Θέματα

Τα ελληνοτουρκικά, ο εκσυγχρονισμός και η θεωρία του κατευνασμού

Δημοσιεύτηκε

στις

Του Γιώργου Ρακκά

Η θεωρία του «κατευνασμού», που καλεί σε επώδυνο συμβιβασμό με συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο για την αποκατάσταση της ομαλότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, μπάζει και στα δυο της ισχυρά επιχειρήματα:

Πρώτον, ότι ο κατευνασμός είναι η μόνη βιώσιμη πολιτική που μπορεί ρεαλιστικά να κάμψει την τουρκική επιθετικότητα.

Δεύτερον, ότι η εγκατάλειψη πολιτικών κατευνασμού και η υιοθέτηση πολιτικών αποτροπής απειλεί την Ελλάδα όχι μόνον με μια δεινή ήττα, δοσμένου του αρνητικότατου συσχετισμού ισχύος, αλλά και με μια τεράστια οικονομική και κοινωνική οπισθοδρόμηση: Ενώ έχουμε καταφέρει μόλις να σωθούμε από τον ‘εθνολαϊκισμό’, ισχυρίζονται, και στην αφετηρία μιας πορείας ανάκαμψης εντός της ευρωζώνης, θα ήταν ολέθριο να εμπλακούμε στο σπιράλ ενός γεωπολιτικού ανταγωνισμού, γιατί αυτός θα ματαιώσει κάθε απόπειρα ουσιαστικού εκσυγχρονισμού του κράτους και της οικονομίας που είναι αναγκαίος για να σφραγίσει η Ελλάδα την έξοδό της από την κρίση.

Για το πρώτο όλοι το έχουν καταλάβει: Η πολιτεία της Τουρκίας σε όλα της τα μέτωπα αποδεικνύει ότι η κλιμάκωση είναι στρατηγική της επιλογή, ο δε κατευνασμός την ισχυροποιεί ακόμα περισσότερο, αντί να την μετριάζει. Η Τουρκία προσέρχεται σήμερα στην παγκόσμια σκακιέρα με την πιο ευρεία αναθεωρητική ατζέντα, επικαλούμενη επιχειρήματα ‘ζωτικού χώρου’ για μια τεράστια έκταση που ξεκινάει από την Κεντρική Ασία, περνάει από την Μέση Ανατολή, και εκτεινόμενη σε όλη την θαλάσσια έκταση της Αν. Μεσογείου φτάνει μέχρι την Λιβύη. Τέτοια ευρεία ατζέντα αναθεώρησης έχει να υπάρξει στην διεθνή σκηνή από τον Χίτλερ, ένας παραλληλισμός που δεν είναι σχήμα λόγου, αλλά διατηρεί υπαρκτές αναλογίες. Η περιγραφή και μόνο των αξιώσεων που εγείρει η Τουρκία προς πάσα κατεύθυνση, και έναντι όλων των γειτόνων της, αρκεί και μόνο για να αποδείξει το ασύστατο των κατευναστικών προσδοκιών.

Σε ό,τι αφορά στον εκσυγχρονισμό της χώρας, τώρα, της ανόρθωσης του κράτους, της αποκατάστασης της οικοινομίας κ.ο.κ. η ιστορική πορεία της χώρας αναποδογυρίζει τα όσα ισχυρίζεται η κατευναστική θεωρία. Γιατί στην Ελλάδα, οι εκσυγχρονιστικές προσπάθειες που θα στεφθούν από επιτυχία, θα είναι εκείνες που θα ταυτιστούν με την πατριωτική συσπείρωση της κοινωνίας, την αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού, και την ανάγκη για εθνική αποκατάσταση. Εκσυγχρονισμός και πατριωτισμός, δηλαδή δεν αντιδιαστέλλονται, αλλά ο ένας είναι προϋπόθεση του άλλου.

Στην αφετηρία του προηγούμενου αιώνα, η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει τα τραγικά αποτελέσματα μιας οικονομικής χρεωκοπίας, και μιας γεωπολιτικής καταστροφής –η πτώχευση του 1896 και ο πόλεμος του 1897. Η ανοδική πορεία που θα επιτρέψει στην χώρα να ξεφύγει από τις καθηλωτικές τους συνέπειες, ξεκινάει με την επανάσταση στο Γουδί το 1909, η οποία θα πυροδοτήσει το εκσυγχρονιστικό άλμα της χώρας που θα βγάλει την χώρα νικηφόρα από τους Βαλκανικούς πολέμους. Μια προσπάθεια σε κλίμα εθνικής ομοψυχίας, με τον Βενιζέλο να συνεργάζεται άριστα με τον τότε βασιλιά Γεώργιο, και τους υπουργούς του να εφαρμόζουν ένα πρόγραμμα ταχείας ανόρθωσης του κράτους, της οικονομίας των ενόπλων δυνάμεων, που θα πετύχει στο να υπερβεί η χώρα πολλές από τις θεσμικές παθογένειες που καθ’ όλη την διάρκεια του ελεύθερου βίου μας στον 19ο αιώνα, θα φαντάζουν άρρηκτα δεμένης με την εθνική μας ύπαρξη. Αυτήν την προσπάθεια, δεν μπορούμε να την νοήσουμε ξέχωρα από την Μεγάλη Ιδέα, που αρχικώς, και μέχρι τον Διχασμό του 1915, υπήρξε η κινητήριος δύναμη της εθνικής ομοψυχίας.

Το ίδιο μπορεί να συμβεί και σήμερα. Η προηγούμενη κυβέρνηση, απέδειξε ότι η ‘γραμμή Καμμένου’, ένας πατριωτισμός δεμένος με τις αξίες του παλιού πολιτικού κόσμου, τις πελατειακές σχέσεις, τον κρατισμό, την εργαλειοποίηση του διχασμού ως στυλοβάτη της κομματοκρατίας και την πατριδοκαπηλία, όχι μόνον δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί την ακεραιότητα της χώρας αλλά, αντίθετα, την θέτει σε κίνδυνο.

Από την άλλη, πλευρά, η εκσυγχρονιστική απόπειρα του Κωνσταντίνου Σημίτη, υπήρξε εξαιρετικά αντιφατική, και εν τέλει έθεσε τις βάσεις για την χρεοκοπία του 2009, επειδή ακριβώς ταυτίστηκε με τις μεταεθνικές αυταπάτες που συνόδευσαν την παγκοσμιοποίηση στην πρώτη της, μονοπολική φάση, και πολώθηκε εναντίον του πατριωτισμού διασύροντας και κατασυκοφαντώντας τον ως εθνικισμό: Φτάσαμε έτσι στο παράδοξο μιας Ελλάδας, που αυτοδιαφημίζεται ως ‘ισχυρή Ελλάδα’ ενώ την ίδια στιγμή γινόταν ολοένα και πιο παρασιτική, με την παραγωγική βάση, την δημογραφία, τις ένοπλες δυνάμεις, και την εθνική στρατηγική της να εγκαταλείπονται.

Τι αποδεικνύει αυτή η εμπειρία; Ότι σε αντίθεση με την γερμανική κοινωνία, η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ως αυτοσκοπό τον εκσυγχρονισμό, την αποτελεσματικότητα του κράτους και της οικονομίας. Δεν μπορεί καν να δημιουργήσει μιαν κανονικότητα στον δημόσιο της χώρο. Αντίθετα, όλοι οι συλλογικοί δείκτες καταρρέουν, τα δημόσια αγαθά απαξιώνονται, εγκαταλείπονται ακόμα και αυτός ο δημόσιος χώρος, που βουλιάζει σε μια αισθητική άρνησης και καταστροφής. Αντίθετα, αυτό που σώζει την Ελλάδα, και κάποτε μεταμορφώνεται από πεδίο συγκρουόμενων ιδιωτικών συμφερόντων σε πραγματική κοινωνία, είναι η εθνική ομοψυχία έναντι μιας κάποιας υπαρξιακής απειλής.

Η αντιστασιακή υφή της νεοελληνικής κοινωνίας, που περιέγραφε ο Νικόλαος Σβορώνος σε αυτό ακριβώς συνίσταται· δεν πρόκειται για μια πανηγυρική διαπίστωση, όπως συνήθως προσλαμβάνεται, αλλά για μια «κατάρα» που την κατατρέχει σε όλο το νεώτερό της βίο, και που την ευθύνη γι’ αυτήν δεν την έχουν μόνο οι εξωτερικοί συσχετισμοί οι οποίοι της θέτουν διαρκώς υπαρξιακά ζητήματα, αλλά και ο εσωτερικός της τρόπος: Θεσμίζεται, δηλαδή, η κοινωνία όχι αφ’ εαυτής, αλλά, δια της αντιστάσεως, που σημαίνει ότι αν εγκαταλείψει την τελευταία, αποσυντίθεται.

Άρα, ο πατριωτισμός, και συγκεκριμένα η επί των ελληνοτουρκικών σχέσεων αποτροπή, δεν είναι παράγοντας ανάσχεσης της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας, αλλά ο κινητήρας της πραγματοποίησής της. Λένε και λένε εδώ και είκοσι χρόνια οι του σημιτικού εκσυγχρονισμού, ότι οι μεταρρυθμίσεις απαιτούν ‘συναίνεση’, ωστόσο και οι δυο όροι παραμένουν κούφιο γράμμα και πουκάμισο αδειανό, επειδή ακριβώς δεν έχουν εθνική, συλλογική φόρτιση: Για ποιο ακριβώς πράγμα συναίνεση και μεταρρυθμίσεις; Η μόνη ρεαλιστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι «για να αποτρέψουμε την τουρκική απειλή, και να εξασφαλίσουμε τον ελεύθερο βίο του ελληνισμού μέσα στον 21ο αιώνα».

Μόνο τότε, ο εκσυγχρονισμός θα πάψει να είναι ευφυολόγημα μεταξύ των ελίτ, στο Κολωνάκι, και θα γίνει πανεθνική υπόθεση. Άρα, οι θιασώτες του κατευνασμού έχουν άδικο, και τους εκθέτουν τα ίδια τους τα υποτίθεται ισχυρά επιχειρήματα…

Εκδήλωση Άρδην: «Ελλάδα – Τουρκία: Η ώρα της Αλήθειας»

Το Άρδην διοργανώνει την Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019 στις 19.30

εκδήλωση με θέμα:

«Ελλάδα – Τουρκία: Η ώρα της Αλήθειας»

Θα μιλήσουν:

Γιώργος Καραμπελιάς, συγγραφέας

Βασίλειος Μαρτζούκος, αντιναύαρχος ε.α. – πρόεδρος ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ

Άγγελος Συρίγος, βουλευτής

Συντονιστής: Νίκος Ντάσιος

στον χώρο πολιτικής και πολιτισμού, «Ρήγας Βελεστινλής», Ξενοφώντος 4, 6ος όροφος

Κύπρος

Προκόπης Παυλόπουλος: Έχουμε ευθύνη για τα 50 χρόνια κατοχής στην Κύπρο

Ουδεμία αισιοδοξία στο Κυπριακό λόγω των τουρκικών μαξιμαλιστικών θέσεων, λέει σε συνέντευξη στο ΚΥΠΕ ο τέως ΠτΔ της Ελλάδας Π.Παυλόπουλος

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Στην εκτίμηση ότι ουδεμία αισιοδοξία για την επίλυση του κυπριακού ζητήματος δικαιολογείται προέβη ο τέως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και ακαδημαϊκός Προκόπης Παυλόπουλος, o οποίος θα βρίσκεται τις επόμενες μέρες στην Κύπρο σε επετειακή εκδήλωση διοργανώνει το Πετρίδειο Ίδρυμα.

Σε συνέντευξη του στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Παυλόπουλος ανέφερε ακόμα πως προφανές δεν μπορεί -ορθότερα  δεν είναι επιτρεπτό-  ν’ αρχίσει οποιαδήποτε συζήτηση για το Κυπριακό ζήτημα, αν προηγουμένως η Τουρκία δεν αφήσει κατά μέρος τέτοιες παράλογες και προκλητικώς μαξιμαλιστικές θέσεις και προτάσεις, πλήρως αντίθετες προς το Διεθνές Δίκαιο και ιδίως προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

Ερωτηθείς κατά πόσο εκτιμά ότι με τις θέσεις που προβάλλει η τουρκική πλευρά είναι δικαιολογημένη οποιαδήποτε αισιοδοξία για έξοδο του Κυπριακού Ζητήματος από την αποτελμάτωση ο κ. Παυλόπουλος ανέφερε: «Θα σας πω την γνώμη μου ευθέως και απεριφράστως, με την επισήμανση ότι αυτή πρέπει να εξηγηθεί και να συμπληρωθεί και υπό το φως των απαντήσεών μου στη συνέχεια: Αν λάβουμε υπόψη μας την όλη στάση της Τουρκίας διαχρονικώς -ιδίως δε μετά την βάρβαρη εισβολή στην Κύπρο το 1974- και μάλιστα κατ’ εξοχήν στο πλαίσιο της ιταμής και προκλητικώς αντίθετης προς το Διεθνές Δίκαιο τελευταίας ομιλίας του Ταγίπ Ερντογάν στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, στις 24.9.2024, όπου και εμφανίστηκε ανυποχώρητος στην θέση περί «δύο κρατών» στην Κύπρο, ουδεμία αισιοδοξία για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος δικαιολογείται. Το εντελώς αντίθετο, πράγμα που σημαίνει ότι Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να βασίσουν την άμυνά» τους πάνω σε αυτή την σκληρή, δυστυχώς, πραγματικότητα».

Ο κ. Παυλόπουλος σημείωσε πως η κατά τ’ ανωτέρω «άμυνά» μας απέναντι στην Τουρκία, η οποία αφορά πρωτίστως το Κυπριακό Ζήτημα –το οποίο είναι βεβαίως Διεθνές και Ευρωπαϊκό Ζήτημα-  αλλά και όλα τα αμιγώς Ελληνικά Εθνικά Θέματα, μπορεί να συμπυκνωθεί κυρίως στα εξής, όπως είπε, «Ο διάλογος με την Τουρκία είναι πάντα «ευπρόσδεκτος», θα ήταν δε λάθος ν’ αποκλεισθεί εκ προοιμίου και εντελώς. Πλην όμως ιδίως με την Τουρκία  συνέχισε, θα ήταν επίσης λάθος να κάνεις διάλογο χωρίς να έχεις πλήρη επίγνωση με ποιον «συνομιλητή» διαλέγεσαι.  Και η διεθνής εμπειρία, χρόνια τώρα, έχει δείξει ότι ως «συνομιλητής» στο πεδίο των Διεθνών Σχέσεων η Τουρκία έχει και τα εξής χαρακτηριστικά: Πρώτον, είναι παντελώς αναξιόπιστη, κάτι το οποίο ισχύει όχι μόνον έναντι της Ελλάδας αλλά και διεθνώς, πρωτίστως δε εντός του ΝΑΤΟ, όπου συχνά συμπεριφέρεται ως ανερμάτιστο ή και προδήλως «διαλυτικό» στοιχείο. 

Απτό δείγμα γραφής συνέχισε, αποτελεί η στάση της Τουρκίας απέναντι στη βάρβαρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο απροκάλυπτα «διφορούμενος» ρόλος της. Δεύτερον είπε ο πρώην Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, η Τουρκία έχει εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου «μακροχρόνιες βλέψεις», ως προς τις οποίες ακολουθεί την τακτική όχι τόσο των «θερμών επεισοδίων»,  αλλά της «προώθησης» των θέσεών της υποδορίως σ’ επίπεδο «διαπραγματεύσεων». 

Όπως εκτίμησε, αυτές οι βλέψεις της Τουρκίας αφορούν, ευθέως, την Κύπρο, υπό την έννοια του τελικού πλήρους ελέγχου της, το Αιγαίο, υπό την έννοια  της εκεί συγκυριαρχίας και την Θράκη, υπό την έννοια της χρησιμοποίησης της Μουσουλμανικής Μειονότητας προς την κατεύθυνση μελλοντικής αυτονόμησης. 

Και, τρίτον συνέχισε, η Τουρκία μέσω των «διαπραγματεύσεων» θέλει να μας επαναφέρει στην εποχή του 1997-1999, όταν λόγω της υποχωρητικότητας της τότε Κυβέρνησης είχε «καταφέρει» να γίνουν δεκτές εκ μέρους μας οι θέσεις που της επέτρεψαν στην συνέχεια να μιλάει για «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο και ν’ αναπτύσσει την «ρητορική» της «Γαλάζιας Πατρίδας».

Διότι τότε, όπως εξήγησε, αφενός μεν με το κοινό ανακοινωθέν «Σημίτη-Ντεμιρέλ» στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ,  κατά την σύνοδο στην Μαδρίτη, στις 8.7.1997, είχε γίνει, μεταξύ άλλων, δεκτή και η φρασεολογία περί «ζωτικών ενδιαφερόντων και συμφερόντων της Τουρκίας» στο Αιγαίο.  Αφετέρου δε  στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στις 10-11.12.1999, στο Ελσίνκι τα σχετικά συμπεράσματα δέχονταν ότι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υπάρχουν «συνοριακές και άλλες διαφορές», παρεκκλίνοντας από την πάγια θέση μας περί μίας και μόνης διαφοράς, εκείνης της οριοθέτησης της Νησιωτικής Υφαλοκρηπίδας και της αντίστοιχης ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Ερωτηθείς πως αξιολογεί την τακτική που ακολουθούν Κύπρος και Ελλάδα ιδίως υπό το φως των σύγχρονων δεδομένων και αν θα μπορούσε να ήταν διαφορετική, ο πρώην Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας ανέφερε πως τους τελευταίους ιδίως μήνες, και παρά τη συνεχιζόμενη  -ή και εντεινόμενη ενίοτε- προκλητική αδιαλλαξία της Τουρκίας, γίνεται και πάλι λόγος για την ανάγκη της όσο το δυνατό ταχύτερης επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος.  Κάτι το οποίο, όπως προκύπτει και από σχετικές πρόσφατες δηλώσεις, αποδέχονται οι Κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου  -αποφασισμένες μάλιστα να κινηθούν εν προκειμένω με τον απαιτούμενο «ρεαλισμό»μπροστά στον «άτεγκτο» έως απροκαλύπτως κυνικό κόσμο των Διεθνών Σχέσεων- ενώ «ωθούν» προς την ως άνω κατεύθυνση τόσον ο ΟΗΕ όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση.

“Κατ’ αρχήν ορθή η τακτική Ελλάδας και Κύπρου πλην όμως…”

Η τακτική αυτή των Κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου πρέπει ν’ αξιολογηθεί ως κατ’ αρχήν ορθή, συμπλήρωσε, “αφού η “μη λύση” του Κυπριακού Ζητήματος όχι μόνο δεν συνιστά «λύση» του, αλλά καθιστά ολοένα και πιο επισφαλή  -κατ’ επιεική δε θεώρηση-  την κατάσταση που δημιούργησε η πάνω από πενήντα χρόνια κατοχή του ενός τρίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία, ύστερα από την βάρβαρη εισβολή της στην Μαρτυρική Κύπρο το 1974.

Πλην όμως, και όπως είναι ευνόητο,η επίτευξη λύσης του Κυπριακού Ζητήματος συνέχισε είναι,  νοητή και αποδεκτή μόνον εφόσον είναι δίκαιη και βιώσιμη.  Γεγονός που σημαίνει περαιτέρω, όπως είπε,  ότι η λύση αυτή είναι νοητή και αποδεκτή μόνον εφόσον υπηρετεί, τουλάχιστον ως προς τα σχετικά βασικά ρυθμιστικά της στοιχεία, «αξιοπρεπώς»  -και όχι κατ’ επίφαση, υπό το κράτος απαράδεκτων συμβιβασμών ή και εκβιασμών από συγκεκριμένες πλευρές-  την Διεθνή Νομιμότητα και την Ευρωπαϊκή Νομιμότητα αλλά και την «βιωσιμότητα» της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κράτους-Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας, κυρίως δε ως πλήρους Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του «στενού πυρήνα» της, της Ευρωζώνης. 

Διότι το αντίθετο οδηγεί, όπως είπε,  αναποδράστως, σ’ επικίνδυνες ατραπούς ακόμη πιο επώδυνης θεσμικής και πολιτικής αποδυνάμωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, και στο πλαίσιο της Διεθνούς Κοινότητας αλλά και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Ο κ. Παυλόπουλος ανέφερε πως το ζήτημα τούτο απαιτεί τόσο «επιμελέστερη» προετοιμασία, με την ανάλογη προσοχή και προνοητικότητα,  όσο η Τουρκία έχει καταστήσει -με περισσό θράσος που, δυστυχώς, το ενισχύει η προεκτεθείσα θλιβερή Διεθνής, ακόμη και Ευρωπαϊκή σε ορισμένες περιπτώσεις, ανοχή προς αυτή-  σαφές πως ως αρχή «λύσης» του Κυπριακού Ζητήματος δεν αποδέχεται, κατ’ ουδένα τρόπο, το στοιχειώδες κατά το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, όπως θα επεξηγηθεί στην συνέχεια,  πρότυπο του Ομοσπονδιακού Κράτους.  Και κάνει λόγο, ευθέως σημείωσε, για δύο Κράτη, όπως φάνηκε και κατά την προαναφερόμενη ομιλία του Ταγίπ Ερντογάν στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Υπό το πνεύμα αυτό είναι προφανές πως δεν μπορεί -ορθότερα  δεν είναι επιτρεπτό-  ν’ αρχίσει οιαδήποτε συζήτηση για το Κυπριακό Ζήτημα, αν προηγουμένως η Τουρκία δεν αφήσει κατά μέρος τέτοιες παράλογες και προκλητικώς μαξιμαλιστικές θέσεις και προτάσεις, πλήρως αντίθετες προς το Διεθνές Δίκαιο και ιδίως προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

Αν γίνει, από Ελληνικής και Κυπριακής πλευράς, το λάθος να υποτιμηθεί ο κίνδυνος της έναρξης διαλόγου για το Κυπριακό Ζήτημα δίχως μιαν ουσιώδη υποχώρηση της Τουρκίας από τις κατά τ’ ανωτέρω ακραίες θέσεις της, τότε ο «διάλογος» με την τουρκική πλευρά μας οδηγεί συνέχισε,  στην διακινδύνευση να υποχωρήσουμε μοιραίως εμείς, έστω και κατά ένα μέρος, στους απαράδεκτους τουρκικούς εκβιασμούς και στο ενδεχόμενο πλήρους ευτελισμού του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου σε ό,τι αφορά το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας. 

Επιπροσθέτως συνέχισε ο κ. Παυλόπουλος, ας μην ξεχνάμε ότι αυτή είναι πάντοτε η «προσφιλής» τακτική της Τουρκίας όταν επιχειρεί να προωθήσει και τις πιο αδιανόητες «διεκδικήσεις» της έναντι του Ελληνισμού εν γένει, στηριζόμενη με πρόδηλο διεθνές θράσος στην παγίωση των «τετελεσμένων» εφόσον διαπιστώσει τάσεις δισταγμών, ανοχής και υποχωρητικότητας από τις Κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου. 

“Αδιανόητη η ατιμωρησία της Τουρκίας”

Σε ερώτηση για το γεγονός ότι εδώ και 50 χρόνια αναμένουμε από την λεγόμενη «Διεθνή Κοινότητα» να στηρίξει πιο δυναμικά τα δίκαια αιτήματά μας αλλά δεν το πράττει και κατά πόσο πιστεύει ότι έχουμε ευθύνη κι εμείς γι αυτό ο κ. Παυλόπουλος σημείωσε πως πέρασαν ήδη 50 χρόνια αφότου η Τουρκία εισέβαλε, με βάρβαρο τρόπο και καταπατώντας κάθε έννοια του Διεθνούς Δικαίου καθώς και όλες τις σχετικές αποφάσεις των  οργάνων του ΟΗΕ, στην Μαρτυρική Κύπρο και η προκλητική κατοχή του ενός τρίτου του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας δυστυχώς συνεχίζεται. 

Αυτή η αδιανόητη ατιμωρησία της Τουρκίας  -όταν μάλιστα συνοδεύεται και από την ιταμή άρνησή της να δεχθεί επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος κατά τρόπο σύμφωνο με το Διεθνές Δίκαιο και με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο-  εκ μέρους της Διεθνούς Κοινότητας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι επιτρεπτό ούτε και ανεκτό να συνεχισθεί, όπως είπε. 

Τούτο  συνέχισε, καθίσταται πλέον κάτι παραπάνω από προφανές και λόγω της τρέχουσας διεθνούς συγκυρίας. Πρωτίστως αναφέρθηκε στην εξίσου βάρβαρη εισβολή της Ρωσίας, στην Ουκρανία, δοθέντος ότι ουδείς πλέον δικαιούται να παραβλέπει πως η τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο και η κατά τ’ ανωτέρω αδιαφορία  -φυσικά κατ’ επιεική έκφραση-  της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξαν το «πρότυπο», το οποίο δεν δίστασε να υιοθετήσει η ηγεσία της Ρωσίας προκειμένου να επιτεθεί στην Ουκρανία και να προκαλέσει τον αιματηρό πόλεμο, όπως είπε . 

Τον πόλεμο ο οποίος συνεχίζεται, με «αόρατη» ακόμη, « την προοπτική λήξης του και με αδύνατη την εκτίμηση του έως πού μπορεί να οδηγήσει η περαιτέρω κλιμάκωση  του για την Ειρήνη και την Ασφάλεια παγκοσμίως».

Πρόσθεσε ακόμη πως «Ελλάδα και Κύπρος–σε πλήρη αντίθεση προς την Τουρκία–συμπαραστάθηκαν, συμπαρίστανται και θα συνεχίσουν να συμπαρίστανται, ειλικρινώς και ποικιλοτρόπως ιδίως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον δεινώς δοκιμαζόμενο Λαό της Ουκρανίας. 

Από τώρα όμως, και ιδίως αμέσως μόλις τελειώσει ο φρικτός αυτός πόλεμος και ο υπαίτιος εισβολέας πληρώσει το βαρύ τίμημα του εγκλήματός του, πρέπει είπε, « να συναγάγουμε, τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και σ’ επίπεδο Διεθνούς Κοινότητας, τα αναγκαία διδακτικά συμπεράσματα. Και δη συμπεράσματα τόσο για τα αίτιά του όσο και για τις επιπτώσεις του. Υπ’ αυτό το πνεύμα και ως συνεπείς υπέρμαχοι της Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Νομιμότητας, Ελλάδα και Κύπρος πρέπει  συνέχισε, να καταδείξουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και στην Διεθνή Κοινότητα,  όπως είπε, πρωτίστως δε στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ, πόσο μεγάλες είναι οι ευθύνες τους διότι ανέχθηκαν και ανέχονται, για τόσες δεκαετίες, τις επιπτώσεις και τα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής και κατοχής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.  

Της πρώτης τέτοιας ωμής καταπάτησης της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας Κράτους Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως είπε.

“Δύο μέτρα και δύο σταθμά” 

Ο πρώην Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας ερωτηθείς για το γεγονός ότι για την Ουκρανία, η Δύση έχει επιβάλει πλειάδα κυρώσεων σε βάρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η  Τουρκία, η οποία επίσης διέπραξε καταφανέστατα παράνομη εισβολή, παραμένει ατιμώρητη και ποια Διεθνή Τάξη μπορούμε να μιλάμε όταν τα μέτρα και τα σταθμά είναι διαφορετικά  απάντησε πως για την Διεθνή Κοινότητα και τον ΟΗΕ, η κατ’ αποτέλεσμα«ισότιμη» αντιμετώπιση Τουρκίας και Κύπρου  -δηλαδή του «θύτη» με το«θύμα» της τουρκικής εισβολής και κατοχής-  κατά την λογική της ανοχής των ατέρμονων και κενών περιεχομένου συζητήσεων μεταξύ των δύο μερών, δείχνει πόσο στις μέρες μας το Διεθνές Δίκαιο, με αποκλειστική ευθύνη της ίδιας της Διεθνούς Κοινότητας και του ΟΗΕ, συντίθεται όχι τόσο από leges perfectae, αλλά σε πολλές περιπτώσεις από  leges  minus  quam  perfectae και  leges imperfectae.  

Ελλάδα και Κύπρος, λοιπόν, στέλνοντας το μήνυμα ότι δεν είναι διατεθειμένες να δεχθούν αυτή την οιονεί «χειμέρια νάρκη» αφενός της Διεθνούς Νομιμότητας και, αφετέρου, της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) πρέπει να θέσουν, είπε ο πρώην Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, ως Κράτη-Μέλη και της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προ των ευθυνών τους την Διεθνή Κοινότητα και τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς επισημαίνοντας, χωρίς περιστροφές, υποχωρήσεις και υπαναχωρήσεις, και τα εξής: Όπως όλοι στεκόμαστε σήμερα στο πλευρό της Ουκρανίας, καταδικάζοντας απεριφράστως και εμπράκτως το πολεμικό έγκλημα της Ρωσίας, στην ίδια γραμμή υπεράσπισης της Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Νομιμότητας πρέπει σημείωσε «να καταδικασθεί-με χρησιμοποίηση του veto αν χρειασθεί σε μελλοντικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.

Κληθείς να σχολιάσει την άποψη που εκφράζεται από μερικούς ότι στο Κυπριακό έχουν χαθεί «ιστορικές ευκαιρίες» για επίλυσή του, ο κ. Παυλόπουλος ανέφερε πως ακόμη και τώρα ακούγονται αρκετές «φωνές» ειδικών, κυρίως στον τομέα των Διεθνών Σχέσεων, οι οποίες υποστηρίζουν ότι η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν για το Κυπριακό Ζήτημα ήταν μια «χαμένη ευκαιρία». Οι «φωνές» αυτές συνέχισε, ηχούν ως σύγχρονος «αντίλαλος» των απόψεων εκείνων, οι οποίες υιοθετήθηκαν πριν είκοσι χρόνια στηρίζοντας, σχεδόν «αναφανδόν» και άνευ προϋποθέσεων, το Σχέδιο Ανάν σ’ Ελλάδα και Κύπρο.

“Δεν υπήρξαν ιστορικές ευκαιρίες λύσης του Κυπριακού” 

Όμως το Σχέδιο Ανάν δεν συνιστά, κατ’ ουδένα τρόπο, «χαμένη ευκαιρία». Και τούτο διότι, όπως είπε, η απόρριψή του επιβαλλόταν από την ίδια την φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, εν τέλει, από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Πραγματικά, μία υπό το θεσμικό και πολιτικό status του Σχεδίου Ανάν Κυπριακή Δημοκρατία δεν θ’ αποτελούσε, ούτε καθ’ υποφοράν, Κράτος ομοσπονδιακού τύπου. Θα στηριζόταν πολύ περισσότερο σε μια μορφή Συνομοσπονδιακού Κράτους, εντελώς ασύμβατου με τις στοιχειώδεις απαιτήσεις της δομής και λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αποτελεσματικής εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Είναι δε άκρως χαρακτηριστικό και ενδεικτικό της μάλλον «επιφανειακής» προσέγγισης, με βάση την οποία αξιολογήθηκε από τους προμνημονευόμενους υποστηρικτές του το Σχέδιο Ανάν, το ότι αυτοί δεν φαίνεται ν’ ασχολήθηκαν επισταμένως με το αν και κατά πόσο το πολιτειακό «μόρφωμα»που προόριζε για την Κυπριακή Δημοκρατία ανταποκρινόταν στις βασικές απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.

Σύμφωνα με τον κ. Παυλόπουλο καθίσταται λοιπόν προφανές ότι η εφαρμογή του Σχεδίου Ανάν στην πράξη θα οδηγούσε, σχεδόν νομοτελειακώς, σε ουσιαστική έξοδο της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση -αφού, όπως επαρκώς τονίσθηκε, θα ήταν αδιανόητο ν’ αναμένει κανείς «προσαρμογή» του Ευρωπαϊκού Δικαίου στα «κανονιστικά κελεύσματα» του Σχεδίου Ανάν- εκτός του ότι είναι σίγουρο πως αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε και σε γενικότερη κρατική αποσύνθεσή της.

Επεσήμανε επίσης πως και οι κατά τ’ ανωτέρω διαχρονικώς υπέρμαχοι του Σχεδίου Ανάν δεν πρέπει να υποτιμούν -και πολύ περισσότερο να λησμονούν- ότι μια τέτοια, μοιραία και απευκταία, κατάληξη της Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστά «διακαή πόθο» της Τουρκίας. Και μάλιστα ως τελική «δικαίωση» της βαρβαρότητάς της κατά την εισβολή, το 1974, στην Μαρτυρική Κύπρο, συμπλήρωσε.

Επομένως, η σημερινή κρίσιμη συγκυρία επιβάλλει την ειλικρινή και αποφασιστική αποδοχή και πραγμάτωση του ακόλουθου, κατ’ ουσία Εθνικού, «προτάγματος»: Όλος ο Ελληνισμός έχει χρέος ν’ αντισταθεί, υπό όρους αρραγούς ενότητας, απέναντι στη συντέλεση ενός τέτοιου «ειδεχθούς εγκλήματος» εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και εις βάρος της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας. Και το χρέος αυτό βαρύνει, όπως είναι ευνόητο, και την Διεθνή Κοινότητα αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

“Το περιεχόμενο μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης” 

Ερωτηθείς ποιες είναι εν τέλει, ιδίως υπό την ιδιότητά σας και ως Νομικού-Ακαδημαϊκού, οι κατά το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο προϋποθέσεις για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού ο κ. Παυλόπουλος ανέφερε πως είναι ανάγκη να επισημανθεί με έμφαση ότι κατά το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο λύση του Κυπριακού Ζητήματος νοείται μόνον υπό τις ακόλουθες επτά, κατ’ελάχιστο, προϋποθέσεις:

Πρώτον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να έχει την πολιτειακή μορφή το πολύ Ομοσπονδιακού Κράτους, κατά τα Διεθνή και κυρίως κατά τα Ευρωπαϊκά αντίστοιχα πρότυπα.

Ουδεμία μορφή Συνομοσπονδίας, ευθεία ή συγκεκαλυμμένη, είναι ανεκτή όπως το διευκρίνισα προηγουμένως για το σχέδιο Ανάν. Και τούτο, πρωτίστως διότι πέραν του ότι μια τέτοια «λύση» είναι, εξορισμού, «θνησιγενής» και εξυπηρετεί μόνο τις βλέψεις και τα συμφέροντα της Τουρκίας με το να οδηγεί σε ουσιαστική πολιτειακή αποσύνθεση την Κυπριακή Δημοκρατία, έρχεται σε πλήρη αντίθεση και με τον«πυρήνα» του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου.

Δεύτερον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να στηρίζεται, καθ’ολοκληρία, στις θεμελιώδεις αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως θεσμικής εγγύησης της Ελευθερίας in globo. Άρα ως θεσμικής εγγύησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όχι μόνο κατά το Εθνικό Δίκαιο αλλά και κατά το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

Τρίτον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να έχει, ως μέλος της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μία Διεθνή Νομική Προσωπικότητα.

Τέταρτον, στην Κυπριακή Δημοκρατία νοείται μία, και μόνον, Ιθαγένεια.

Πέμπτον, η Κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να είναι πλήρης, με εξίσου πλήρη σεβασμό όλων, ανεξαιρέτως, των διατάξεων του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Τούτο σημαίνει πληρότητα και της strictosensu Κυριαρχίας της -π.χ. σε ό,τι αφορά την εδαφική της ακεραιότητα, τα σύνορά της, την αιγιαλίτιδα ζώνη της κ.λπ.- και της latosensu Κυριαρχίας της. Άρα την πλήρη άσκηση όλων, δίχως οιαδήποτε διάκριση, των Κυριαρχικών της Δικαιωμάτων, μ’επίκεντρο τα Δικαιώματά της επί του συνόλου των Θαλάσσιων Ζωνών της κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση του MontegoBay,του 1982). Ουδεμία δε επιρροή ασκεί επ’ αυτού το ότι η Τουρκία δεν έχει προσχωρήσει στην ως άνω Διεθνή Σύμβαση, αφού αυτή, κατά την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει διεθνώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, οι οποίοι ισχύουν ergaomnes.Έκτον -και κατά συνέπεια- επί της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν είναι επιτρεπτό να παραμένουν, κατ’ουδένα τρόπο, στρατεύματα κατοχής ούτε να ισχύουν, επίσης κατ’ ουδένα τρόπο, εγγυήσεις οιωνδήποτε τρίτων.

Και, έβδομον, τα προαναφερόμενα συνεπάγονται ότι από την Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να αποχωρήσουν, χωρίς προϋποθέσεις, οι«έποικοι», τους οποίους εγκατέστησε παρανόμως, σύμφωνα μάλιστα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η Τουρκία. Και να επανέλθουν οι αναγκαστικώς αποχωρήσαντες από τις εστίες τους, λόγω της τουρκικής εισβολής, πρόσφυγες, ανακτώντας πλήρως όλα τα κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και κατά τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιώματά τους.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ιράν

Στρατηγικό πλεονέκτημα για την Ελληνική και Κυπριακή Δημοκρατία

Πλέον το γεωπολιτικό αποτύπωμα ενισχύεται και οι συγκυρίες είναι ευνοϊκές

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Γράφει ο Μάριος Πουλίκκας

Η “Κυπριακή Δημοκρατία”, όπως ορίζεται από τις Συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου του 1959, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ.

* Οι Τούρκοι οικειοθελώς αποχώρησαν το 1964, απέσυραν την Αναγνώριση τους προς αυτήν και έκτοτε όχι μόνο δεν αναίρεσαν την απόφαση τους, αλλά έβαλαν και την ταφόπλακα της συμμετοχής τους στην “Κυπριακή Δημοκρατία των Συμφωνιών Ζυρίχης Λονδίνου 1959” (και άρα και στην ύπαρξη της) με την Παράνομη Τουρκική Εισβολή, Εθνοκάθαρση και Κατοχή το 1974.

* Το 1964 και παρόλο που οι Έλληνες κρατούσαμε κυνηγετικά όπλα και οι Τούρκοι σύγχρονα για την εποχή στρατιωτικά τυφέκια, καταφέραμε να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία το ένοπλο πραξικόπημα τους.

* Με το Ψήφισμα 186/64, του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, η Κυπριακή Δημοκρατία ΧΩΡΙΣ τους Τουρκοκύπριους, είναι η ΜΟΝΗ Αναγνωρισμένη Αρχή στο νησί.

* Η “Κυπριακή Δημοκρατία του 1964” με όλες τις (τύπου Απαρτχάιντ) “Δικοινοτικές Πρόνοιες” σε αχρησία, είναι ένα ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ Κράτος από αυτό που προνοούσαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου του 1959.

* Έγιναν σκληρές μάχες και η αντιμετώπιση της τουρκανταρσίας δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση.

* Η ψήφιση του 186/64 είναι ίσως η Μεγαλύτερη Διπλωματική ΝΙΚΗ που πετύχαμε ποτέ.

* Σήμερα (αν και εδαφικά κουτσουρεμένη) η “Κυπριακή Δημοκρατία του 186/64”, συνεχίζει να υπάρχει, να αναπτύσσεται και να αποτελεί το καταφύγιο των Ελλήνων της Κύπρου.

* Η πικρία και η απογοήτευση για τις Συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου, ειδικά μετά από έναν τόσο όμορφο αγώνα όπως αυτόν της ΕΟΚΑ, είναι έντονα συναισθήματα που μας πνίγουν όλους. Δεν παύει όμως να ισχύει ότι εκείνη η Κυπριακή Δημοκρατία ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ και έχει αντικατασταθεί με κόπους και θυσίες, από την “Ελληνική Κυπριακή Δημοκρατία του 186/64”.

* ΠΛΕΟΝ, ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ ΕΝΙΣΧΥΕΤΑΙ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΚΥΡΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΥΝΟΪΚΕΣ

* Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την πλήρη ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ χωρίς υποσημειώσεις. Ούτε ΔΔΟ, ούτε καν “επιστροφή στην Κυπριακή Δημοκρατία” (που πολλοί προτείνουν, εννοώντας την “Κυπριακή Δημοκρατία των Συμφωνιών Ζυρίχης Λονδίνου 1959”). Δεν υπάρχει επιστροφή σε κάτι που ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ.

* ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ και καθολική εφαρμογή της ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΧΩΡΙΣ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΕΣ ΔΙΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΠΡΟΝΟΙΕΣ.
Αυτός πρέπει να είναι ο Στόχος.

Με σωστή προσέγγιση μπορεί να επιτευχθεί.

Οι Συγκυρίες είναι ΥΠΕΡ ΜΑΣ.

* Παλαιότερα, οι Αμερικανοί προσπαθούσαν πάντα να κρατούν “ίσες αποστάσεις” με τους Τούρκους για οτιδήποτε αφορούσε στην Κύπρο. Πλέον, ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ούτε τυπική συνεννόηση με το κατοχικό καθεστώς για θέματα συμμετοχής της Κύπρου στις επιχειρήσεις στην Μέση Ανατολή.

* Οι Γερουσιαστές Jerry Moran, Susan Collins, John Boozman και John Cornyn, συναντήθηκαν το πρωί με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο πλαίσιο της κοινής βούλησης για περαιτέρω ανάπτυξη και ενδυνάμωση των στρατηγικής σημασίας διμερών σχέσεων Κύπρου – ΗΠΑ. 🇨🇾🇺🇸

* Κατά τη συνάντηση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρθηκε στις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει η Κυπριακή Δημοκρατία, τόσο με την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στον άμαχο πληθυσμό της Γάζας όσο και με την παροχή διευκολύνσεων για τον ασφαλή επαναπατρισμό υπηκόων διαφόρων χωρών που εγκαταλείπουν την περιοχή.

* Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης αναφέρθηκε, επίσης, στη σημασία και το υψηλό επίπεδο συνεργασίας μεταξύ Κύπρου και ΗΠΑ, ειδικά μετά τη Συμφωνία που συνομολογήθηκε τον περασμένο Ιούνιο, για θεσμοθέτηση Στρατηγικού Διαλόγου ανάμεσα στις δυο χώρες.

Για τέλος, αφήνω τα λόγια του πρώην πρωθυπουργού του Ισραήλ: “In Israel, in order to be realist, you must believe in miracles” -David Ben-Gurion

Πόσο ταιριάζουν και στην περίπτωση μας.

Συνέχεια ανάγνωσης

Δημογραφικό

Indemography: Η γήρανση του πληθυσμού μας

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Περιγραφή: Tα Ηνωμένα Έθνη έχουν θεσπίσει από το 1990, την πρώτη Οκτωβρίου σαν Διεθνή Ημέρα της Ηλικιωμένων. Η ημέρα αυτή είναι και μια ευκαιρία στις ανεπτυγμένες κυρίως χώρες όπου το πλήθος και το ειδικό βάρος της ηλικιακής αυτής ομάδας αυξάνεται ταχύτατα, να ενσκήψουν στα προβλήματα που αυτή αντιμετωπίζει και, ταυτόχρονα, και στις προκλήσεις που θέτει η δημογραφική γήρανση. Πολλά δε από τα ερωτήματα που τίθενται στις χώρες αυτές είναι κοινά, όπως: ποιες είναι οι συνέργειες για μια ολοκληρωμένη κα συντονισμένη πολιτική, που, εκτός των άλλων, θα επιτρέψει στους ηλικιωμένους να έχουν μια υγιή και ενεργή γήρανση; ποιες οι πολλαπλές προκλήσεις που θέτει η μη αναστρέψιμη μεσοπρόθεσμα δημογραφική αυτή γήρανσης;

Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η διεθνής αυτή ημέρα πέρασε σχεδόν απαρατήρητη -και όχι μόνον από τα ΜΜΕ- παρόλο που η γήρανση προβληματίζει ιδιαίτερα καθώς ενώ ο συνολικός πληθυσμός μας αυξήθηκε κατά 39% ανάμεσα στις αρχές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας και σήμερα, οι 65 ετών και άνω αυξήθηκαν 4,6 φορές (από 520 χιλ. σε 2,4 εκατομμύρια) ενώ οι 85 ετών και άνω πολλαπλασιάστηκαν επι 20 (600 χιλ. σήμερα έναντι 30 μόλις χιλ. το 1951).

Η ραγδαία αυτή αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων αναδεικνύει, εκτός των άλλων, και τη σημασία της προαγωγής της υγείας καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Δεν είναι έτσι τυχαίο ότι το 2024 το κεντρικό θέμα της Διεθνούς Ημέρας των Η.Ε είναι «Γήρανση με αξιοπρέπεια: η σημασία της ενίσχυσης των συστημάτων υγείας και φροντίδας για τους ηλικιωμένους παγκοσμίως». Τα θέματα αυτά, συνήθως απουσιάζουν στη χώρα μας από τον δημόσιο διάλογο για τη γήρανση και τις προκλήσεις που αυτή θέτει, ένα διάλογο που μονοπωλείται από τους οικονομολόγους οι οποίοι δίδουν έμφαση στις αρνητικές συνέπειες που απορρέουν από την αυξανόμενη αναλογία των ηλικιωμένων (περιορισμένες δυνατότητες προσαρμογής στις νέες συνθήκες, μειωμένη κινητικότητα, δυσκολία απόκτησης νέων γνώσεων, ακαμψία στην αγορά της εργασίας κ.λπ.) ενώ επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στην επάγωγη της δημογραφικής γήρανσης ταχύτατη ανάπτυξη των δαπανών που αφορούν, κυρίως, τις συντάξεις και την υγεία/ περίθαλψη των ηλικιωμένων σε συνδυασμό με την μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας. Οι σχέσεις όμως είναι πλέον περίπλοκες απ’ ό,τι συνήθως παρουσιάζονται καθώς υπεισέρχονται τρεις συνιστώσες: η δημογραφική, η οικονομική, και η κοινωνικο-πολιτική (θεσμική). Η τελευταία αυτή διάσταση είναι σχεδόν απούσα στον δημόσιο διάλογο και σε αυτήν αναφερόμαστε συνοπτικά στο δεύτερο μέρος του σύντομου αυτού άρθρου.

Γράφει ο Βύρων Κοτζαμάνης

Tα Ηνωμένα Έθνη έχουν θεσπίσει από το 1990, την πρώτη Οκτωβρίου σαν Διεθνή Ημέρα της Ηλικιωμένων, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη σημασία που αποδίδεται στην ηλικιακή αυτή ομάδα από την διεθνή κοινότητα. Η ημέρα αυτή είναι και μια ευκαιρία στις ανεπτυγμένες κυρίως χώρες όπου το πλήθος και το ειδικό βάρος της ηλικιακής αυτής ομάδας αυξάνεται ταχύτατα, να ενσκήψουν στα προβλήματα που αυτή αντιμετωπίζει και, ταυτόχρονα, και στις προκλήσεις που θέτει η δημογραφική γήρανση, μια γήρανση που οφείλεται τόσο στη συρρίκνωση της γονιμότητας των μεταπολεμικών γενεών όσο και στην αύξηση των προσδόκιμων ζωής μας. Πολλά δε από τα ερωτήματα που τίθενται στις χώρες αυτές είναι κοινά, όπως: ποιες είναι οι συνέργειες για μια ολοκληρωμένη κα συντονισμένη πολιτική, που, εκτός των άλλων, θα επιτρέψει στους ηλικιωμένους να έχουν μια υγιή και ενεργή γήρανση; ποιες οι πολλαπλές προκλήσεις που θέτει η μη αναστρέψιμη μεσοπρόθεσμα αυτή γήρανση;

Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η διεθνής αυτή ημέρα έχει περάσει σχεδόν απαρατήρητη παρόλο που η γήρανση μας προβληματίζει ιδιαίτερα καθώς, ενώ ο συνολικός πληθυσμός μας αυξήθηκε κατά 39% ανάμεσα στις αρχές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας και σήμερα, οι 65 ετών και άνω αυξήθηκαν 4,6 φορές (από 520 χιλ. σε 2,4 εκατομμύρια) ενώ οι 85 ετών και άνω πολλαπλασιάστηκαν επι 20 (600 χιλ. σήμερα έναντι 30 μόλις χιλ. το 1951). Η Ελλάδα έχοντας το 23% του πληθυσμού της 65 ετών και άνω εντάσσεται έτσι στις πλέον γερασμένες χώρες της Ε.Ε ενώ θα παραμείνει στην ομάδα αυτή και τις τρείς επόμενες δεκαετίες. Χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα όμως και από έντονες χωρικές διαφοροποιήσεις καθώς το ποσοστό των 65 ετών και άνω κυμαίνεται από 12,6% (ελάχιστο, Π.Ε Μυκόνου) έως 33,9 % (μέγιστο, Π.Ε Ευρυτανίας), ενώ το ποσοστό των 85 και άνω στον πληθυσμό των ηλικιωμένων αυξάνεται ταχύτατα (6% το 1951 αλλά 16% το 2023). Οδεύουμε, επομένως, προς έναν εκρηκτικό συνδυασμό «γήρανσης» και

«υπεργηρίας» σε σχεδόν από 1 στις 4 Περιφερειακές Ενότητες της χώρας μας, με αποτέλεσμα σύντομα (πολύ πριν από το 2050) να έχουμε μια ομάδα όπου το 1/3 του πληθυσμού τους θα είναι 65 ετών και άνω, ενώ ταυτόχρονα το 1/4 των ηλικιωμένων θα είναι «υπέργηροι». Λαμβάνοντάς υπόψη δε ότι στις μετά το 1970 γενεές έχουμε μείωση της γαμηλιότητας και αύξηση τόσο των διαζυγίων όσο και του ποσοστού αυτών που δεν αποκτήσουν παιδιά θα έχουμε ένα διαρκώς αυξανόμενο πλήθος ατόμων που θα βρεθεί μετά τα 65 του με πολύ λίγα άτομα στο στενό του οικογενειακού περιβάλλον.

Η αύξηση του πλήθους των ηλικιωμένων σε ένα φθίνοντα πληθυσμό δεν αποτελεί φυσικά μια ελληνική ιδιαιτερότητα, καθώς το αυτό ισχύει ήδη σήμερα σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες ενώ στην κατάσταση αυτή θα βρεθούν όλες σχεδόν τις αμέσως επόμενες δυο δεκαετίες. Καθώς δε η ραγδαία αυτή αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων αναδεικνύει, εκτός των άλλων, και τη σημασία της προαγωγής της υγείας καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής δεν είναι τυχαίο ότι το 2024 το κεντρικό θέμα της Διεθνούς Ημέρας των Η.Ε είναι «Γήρανση με αξιοπρέπεια: Η σημασία της ενίσχυσης των συστημάτων υγείας και φροντίδας για τους ηλικιωμένους παγκοσμίως». Στο πλαίσιο αυτό, στη θα συζητηθούν οι πολιτικές, η νομοθεσία και οι πρακτικές που ενισχύουν τα συστήματα υγείας και φροντίδας για τους ηλικιωμένους, θα τονιστεί η επείγουσα ανάγκη για την επέκταση των ευκαιριών κατάρτισης και εκπαίδευσης στη γηριατρική και τη γεροντολογία ως και για την αντιμετώπιση της έλλειψης προσωπικού φροντίδας ενώ θα αναδειχθεί και η σημασία τόσο των ληπτών φροντίδας όσο και των φροντιστών τους.

Τα θέματα αυτά, συνήθως απουσιάζουν στη χώρα μας από τον δημόσιο διάλογο για τη γήρανση και τις προκλήσεις που αυτή θέτει. Οι οικονομολόγοι ειδικότερα που μονοπωλούν το πεδίο δίδουν έμφαση στις αρνητικές συνέπειες που απορρέουν από την αυξανόμενη αναλογία των ηλικιωμένων (περιορισμένες δυνατότητες προσαρμογής στις νέες συνθήκες, μειωμένη κινητικότητα, δυσκολία απόκτησης νέων γνώσεων, ακαμψία στην αγορά της εργασίας κ.λπ.) ενώ επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στην επάγωγη της δημογραφικής γήρανσης ταχύτατη ανάπτυξη των δαπανών που αφορούν, κυρίως, τις συντάξεις και την υγεία/ περίθαλψη των ηλικιωμένων σε συνδυασμό με την μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας.

Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάλυσης βρισκόμαστε μπροστά σε μια σχετικά απλή σχέσης αιτίου- αιτιατού, όπου οι δαπάνες για τους ηλικιωμένους αποτελούν την εξαρτημένη μεταβλητή, η δε δημογραφική γήρανση συνιστά τον καθοριστικό παράγοντα εκτόξευσής τους στα ύψη. Όμως, οι σχέσεις είναι πλέον περίπλοκες απ’ ό,τι

συνήθως παρουσιάζονται καθώς υπεισέρχονται τρεις συνιστώσες: η δημογραφική, η οικονομική, και η κοινωνικο-πολιτική (θεσμική). Όσον αφορά την τελευταία αυτή διάσταση θα ισχυρισθούμε ότι οι ανεπτυγμένες κοινωνίες (της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης) «κατασκεύασαν» εν πολλοίς τη γήρανσή τους: επιθυμώντας να την ταυτίσουν με μια περίοδο κατάκτησης της ελευθερίας σε βάρος των καταναγκασμών του χρόνου πέτυχαν τελικά να διευρύνουν την εξάρτηση των ηλικιωμένων στον οικονομικό, κοινωνικό και ιατρικό τομέα. Με τις πολιτικές δε που υιοθετήθηκαν και που θεωρητικά είχαν ως στόχο τη διεύρυνση της αυτονομίας των ηλικιωμένων, ενίσχυσαν την εξάρτησή τους, ορίζοντάς τους βασικά ως απλούς αποδέκτες υπηρεσιών και περιχαρακώνοντάς τους σε εξειδικευμένα δίκτυα κατανάλωσης, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται ως ομάδα που «επωφελείται» μονομερώς της μεταφοράς κοινωνικών πόρων. Ταυτίζοντας έτσι τη γήρανση με ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα άτομα επιβιώνουν εις «βάρος» της κοινωνίας έθεσαν ταυτόχρονα σε κίνηση τους μηχανισμούς που οδηγούν στην κοινωνική υποβάθμιση της ομάδα αυτής.

Βρισκόμαστε πλέον και στη Ελλάδα – όπως και στις περισσότερες γηράσκουσες ανεπτυγμένες χώρες-, σε μια κρίσιμη καμπή, σε μια αβέβαιη μεταβατική περίοδο. Η μέλλουσα ιστορία της γήρανσής μας δεν έχει ακόμη γραφεί και οι κοινωνικοί φορείς διστάζουν να επιλέξουν ανάμεσα στα υπάρχοντα σενάρια, σενάρια που δεν έχουν ούτε την ίδια οικονομική και κοινωνική βαρύτητα, ούτε τις ίδιες πιθανότητες επαλήθευσης. Η χειρότερη επιλογή συνίσταται, κατά τη γνώμη μας, στον εγκλωβισμό της κοινωνίας μας στις υπάρχουσες δομές και μηχανισμούς λειτουργίας, στους παρόντες μηχανισμούς σύλληψης και θεώρησης των «προβλημάτων», στην εμμονή στα ισχύοντα συστήματα αφαίρεσης κοινωνικών πόρων και αναδιανομής. Η καλύτερη συνίσταται στη διεύρυνση των ηλικιακών συνόρων, στη δημιουργία εναλλακτικών επιλογών ανάμεσα στην εργασία, τον ελεύθερο χρόνο και την εκπαίδευση στη διάρκεια των διαδοχικών κύκλων της ζωής, στη μερική κατάργηση των τειχών που διαχωρίζουν την ενεργή από τη μη ενεργή ζωή, στην ανάδειξη και αξιοποίηση του τεραστίου αποθέματος δυνάμεων και πόρων που κατέχουν τα άτομα της αποκαλούμενης ευσχήμως «τρίτης» ή ακόμη και «τέταρτης» ηλικίας». Συνίσταται, επίσης, στη δόμηση νέων πολιτικών, στην «επανεφεύρεση» της γήρανσης και στην αναδόμηση των θεσμών, στην αλλαγή των νοοτροπιών, στην αναθεώρηση της οπτικής γωνίας σύλληψης και προσέγγισης του «προβλήματος» και, τέλος, στη δυναμική, οργανωμένη εμφάνιση στο προσκήνιο των άμεσα ενδιαφερομένων που θα πάψουν να αποτελούν μόνον στατιστικές κατηγορίες.

Η πρόκληση είναι παρούσα: Από τις λύσεις που θα δοθούν, θα κριθεί και στη χώρα μας αν ο κοινωνικός στιγματισμός, η περιθωριοποίηση των «ηλικιωμένων» -επάγωγο της έως σήμερα θεωρούμενης απουσίας

«συλλογικής χρησιμότητάς» τους- θα αρθεί, εάν το κοινωνικό ρολόι θα προλάβει το βιολογικό, εάν η ανισορροπία ανάμεσα στις δύο βασικές συνιστώσες της γήρανσης (κοινωνική /δημογραφική), είναι δυνατόν να ανατραπεί. Από τις επιλογές που θα γίνουν θα κριθεί επίσης, εάν «ευγενείς» δραστηριότητες (όπως η φροντίδα- θεραπεία) που θεωρούνται σήμερα ακόμη σε μεγάλο βαθμό ως μη «παραγωγικές» θα αποκτήσουν τη θέση που τους ανήκει, ώστε να δυναμιτίσουν την οικονομία του μέλλοντος σε συνδυασμό και με την αυξημένη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών για τους ηλικιακά μεγαλύτερους. Οι τρόποι προσαρμογής μας στη γήρανση ποικίλλουν φυσικά και είναι άμεση συνάρτηση των πολιτικών που θα υιοθετηθούν και του χρόνου που θα έχουμε από τη στιγμή που θα αποφασίσουμε να δράσουμε. Το ερώτημα δε που βάσιμα δύναται να τεθεί είναι εάν οι προαναφερθείσες αναδιαρθρώσεις και ανακατατάξεις μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς -εκτός των άλλων- αλλαγές στο παραγωγικό μας μοντέλο και στους τρόπους παραγωγής και διανομής του συλλογικού πλούτου, αλλαγές που απαιτούνται εξαιτίας -εκτός των άλλων- και των δημογραφικών μας εξελίξεων. Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό θα κριθεί και εάν η συλλογική και διαγενεακή αλληλεγγύη που όλοι επικαλούνται είναι μύθος ή πραγματικότητα…

*Διευθυντής ερευνών, ΙΔΕΜ

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή