Ακολουθήστε μας

Οικονομία & Αγορές

H Eλλάδα ανεβαίνει δυο-δυο τα σκαλιά της Ανταγωνιστικότητας

Δημοσιεύτηκε

στις

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Institute for Management Development (IMD) της Ελβετίας, η ανταγωνιστική θέση της Ελλάδας κατά το 2020 παρουσίασε σημαντική άνοδο κατά εννέα (9) θέσεις και εφέτος βρίσκεται στην 49η θέση μεταξύ 63 οικονομιών, από την 58η την οποία κατείχε την περσινή χρονιά, δηλαδή το 2019.

Η Ελλάδα βελτίωσε τη θέση της στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας, επιτυγχάνοντας σημαντικές βελτιώσεις στους επιμέρους δείκτες, και συγκεκριμένα:

-Στην κατηγορία των δεικτών της «Οικονομικής Αποδοτικότητας», η χώρα μας βρίσκεται στην πεντηκοστή θέση (55η) για το 2020, βελτιώνοντας τη κατάταξή της της κατά πέντε (5) θέσεις αφού πέρυσι βρισκόταν στην 60η θέση, μεταξύ των 63 οικονομιών της κατάταξης.

-Στην κατηγορία των δεικτών της «Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας», η Ελλάδα βρίσκεται εφέτος στην 52η θέση, εμφανίζοντας άνοδο οκτώ (8) θέσεων σε σχέση με την 60η θέση στην οποία βρισκόταν κατά την περυσινή χρονιά.

-Στην κατηγορία των δεικτών της «Επιχειρηματικής Αποτελεσματικότητας», καταγράφεται βελτίωση της Ελλάδας κατά επτά (7) θέσεις, σε σχέση με την περυσινή κατάταξη, καταλαμβάνοντας της 51η θέση το 2020, έναντι της 58ης θέσης την προηγούμενη χρονιά, και, τέλος,

-Στην κατηγορία των «Υποδομών» σημειώνεται επίσης βελτίωση της κατάταξης της χώρας μας κατά δύο θέσεις: συγκεκριμένα από την 41η θέση του 2019, η χώρα μας για το 2019 κατατάσσεται στην 39η θέση, ανακόπτοντας την πτωτική πορεία των προηγούμενων ετών.

Τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται σήμερα (2020) και η συνολική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας με όρους ανταγωνιστικότητας, αφορούν τις επιδόσεις της χώρας μας κατά την προηγούμενη χρονιά, δηλαδή το 2019.

Για τη συνέχεια Banks.com.gr

Οικονομία & Αγορές

Τί χρειάζεται η βιομηχανία για να είναι ανταγωνιστική;

Μια νέα κρίση βρίσκεται εν υπνώσει μέσα στην καρδιά της ελληνικής οικονομίας, ενώ εμείς βαυκαλιζόμαστε. Χρειαζόμαστε ανταγωνιστική βιομηχανία σε απλά καθημερινά προϊόντα.

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Τα προβλήματα της οικονομίας που κρύβονται κάτω από χαλί

Μια νέα κρίση βρίσκεται εν υπνώσει μέσα στην καρδιά της ελληνικής οικονομίας, ενώ εμείς βαυκαλιζόμαστε. Χρειαζόμαστε ανταγωνιστική βιομηχανία σε απλά καθημερινά προϊόντα.

Γράφει ο Παναγιώτης Ταναμπασίδης

Μετά από χρόνια πολλών δυσκολιών με μνημόνια και ρυθμίσεις χρέους, η οικονομική κρίση δείχνει να έχει σχεδόν ξεχαστεί. Στην πραγματικότητα όμως, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας παραμένουν ίδιες σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα από το 2011, τότε που το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν (17 δισ. ευρώ) όσο περίπου είναι η πρόβλεψη και για το τρέχον έτος.

Το έλλειμμα αυτό, πιο ξεκάθαρα από οποιονδήποτε άλλο δείκτη οικονομικής δραστηριότητας, δείχνει την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας και καθώς παραμένει αρνητικό συστηματικά εδώ και δεκαετίες μάς φορτώνει με χρέος και υποθηκεύει το μέλλον της χώρας. Έτσι μια νέα κρίση βρίσκεται εν υπνώσει μέσα στην καρδιά της ελληνικής οικονομίας, ενώ εμείς βαυκαλιζόμαστε.

Τα 17 δισ. ευρώ του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών σημαίνουν ότι η χώρα θα πρέπει να βρίσκει από «άλλες πηγές» χρηματοδότηση για να καλύψει αυτή την «πλεονάζουσα κατανάλωση». Οι «άλλες πηγές» όμως μπορεί να είναι ή οι ξένες άμεσες επενδύσεις, ή επενδύσεις χαρτοφυλακίου, ή καθαρός δανεισμός από τις διεθνείς αγορές. Οι καθαρές άμεσες ξένες επενδύσεις το 2023 ήταν μόλις 1,5 δισ. και οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου 3,5 δισ. που σημαίνει ότι ο νέος δανεισμός καλύπτει το κενό του ελλείμματος.

Με μέσο όρο ελλείμματος συναλλαγών την τελευταία 20ετια στα 15 δισ./έτος το οποίο καλύπτεται κατά κύριο λόγο με νέο δανεισμό, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι έχουμε στήσει μια ευημερούσα οικονομία που αναπτύσσεται ισόρροπα.

Αν θέλουμε λοιπόν να δομήσουμε μια οικονομία που δεν θα βασίζεται στον δανεισμό για να αναπτυχθεί, χρειάζεται να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για σταθερά πολυετή πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Μόνο έτσι θα μπορέσει να αυξηθεί το πραγματικό εισόδημα των Ελλήνων όχι μόνο σε ονομαστικούς όρους, αλλά και σε όρους αγοραστικής δύναμης και θα μπορέσει να μειωθεί το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτο ποσό.

Ο μοναδικός τομέας της οικονομίας μας που έχει βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια είναι ο τουρισμός. Από 10 δισ. ευρώ τουριστικών εσόδων το 2012, το 2023 φτάσαμε τα 20 δισ. και το 2024 αναμένεται να είμαστε λίγο παραπάνω. Όμως δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι από την άλλη πλευρά το τουριστικό μας προϊόν έχει φτάσει στα όριά του.

Φέτος, περίπου 30 εκατομμύρια τουρίστες θα επισκεφτούν τη χώρα μας. Ο αριθμός αυτός είναι περίπου τριπλάσιος από τους μόνιμους κάτοικους. Πολύ δύσκολα θα μπορέσουμε να υπερβούμε αυτόν τον αριθμό επισκεπτών χωρίς να υποβαθμίσουμε την ποιότητα του τουριστικού μας προϊόντος. Ήδη, δημοφιλείς νησιωτικοί προορισμοί έχουν αρχίσει να απαξιώνονται και βλέπουν στασιμότητα ή και μείωση των επισκεπτών τους. Επιπλέον στα αρνητικά της μονοδιάστατης ανάπτυξης που επαφίεται μόνο στον τουρισμό, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε το γεγονός ότι κλάδος δεν δημιουργεί μόνιμες υψηλά αμειβόμενες θέσης εργασίας και είναι πολύ ευαίσθητος σε ενδεχόμενες οικονομικές αναταράξεις.

Θα πρέπει εδώ να ειπωθεί ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που αφορά τις υπηρεσίες είναι πλεονασματικό για τη χώρα μας κατά 21 δισ. (λόγω του τουρισμού που συνεισφέρει 20 δισ.), κάτι που πρακτικά σημαίνει πως σε ότι αφορά την παροχή άλλων υπηρεσιών (πλην τουρισμού) το ισοζύγιο βρίσκεται σχεδόν σε ισορροπία. Δηλαδή δεν είμαστε ανταγωνιστικοί ώστε να πουλάμε υπηρεσίες στο εξωτερικό, αλλά τουλάχιστον καταναλώνουμε τις υπηρεσίες που εμείς παράγουμε.

Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ισοζύγιο συναλλαγών για τα αγαθά όπου έχουμε συστηματικά σημαντικό έλλειμμα. Από το 2002 και ως το 2023, ο μέσος όρος ελλείμματος στο ισοζύγιο αγαθών ήταν 19 δισ. ευρώ ανά έτος. Το 2023 το έλλειμμα στα αγαθά ήταν στα 25 δισ. και το ποσό αναμένεται ακόμη υψηλότερα κατά το τρέχον έτος. Το μέγεθος και η συστηματικότητα του ελλείμματος στα αγαθά σε συνδυασμό με το πλεόνασμα στην παροχή υπηρεσιών, δείχνει ξεκάθαρα ότι αυτό που πληγώνει την ελληνική οικονομία είναι η βιομηχανική παραγωγή, καθώς καταναλώνουμε πολύ περισσότερα έτοιμα προϊόντα από όσα παράγουμε!

Είναι λοιπόν ξεκάθαρο, ότι ο δρόμος για μια βιώσιμη ανάπτυξη που θα δώσει τη δυνατότητα στη χώρα να ευημερήσει είναι η ανάπτυξη της βιομηχανικής της ικανότητας σε σημαντικό βαθμό. Αν σήμερα είχαμε 25 δισ. μεγαλύτερη εγχώρια παραγωγή αγαθών (ceteris paribus), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα ήταν πλεονασματικό κατά 7 δισ., θα είχαμε πλεόνασμα του ισοζυγίου της γενικής κυβέρνησης και θα είχαμε επιπλέον 250-300 χιλιάδες περίπου μόνιμες θέσεις εργασίας. Μπορώ δε με ασφάλεια να υποθέσω ότι μαζί με αυτά θα είχαμε και μερικά επιπλέον δισ. ευρώ ως άμεσες ξένες επενδύσεις!

Στόχευση δηλαδή μιας πραγματικά αναπτυξιακής πολιτικής μηδενικού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, θα πρέπει να είναι η αύξηση της αξίας της εγχώριας παραγωγής αγαθών κατά 25 δισ. ευρώ σε σημερινές τιμές μέσα στα επόμενα έτη.

Ιδεατά θα μπορούσε να συμπληρώσει κάποιος ότι θα πρέπει να στοχεύουμε στη δημιουργία βιομηχανίας που να ενσωματώνει στα προϊόντα της υψηλή τεχνολογία και αυτοματισμούς στην διαδικασία παραγωγής και όλοι να συμφωνήσουμε ομόφωνα.

Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς! Σε αυτή τη φάση έχουμε μια αναιμική βιομηχανική παραγωγή σε βασικά προϊόντα, δεν έχουμε τεχνογνωσία για βιομηχανικά προϊόντα που ενσωματώνουν υψηλή τεχνολογία (πλην ελαχίστων εταιρειών) και θα ήταν αρκετό και μόνο το να παράγουμε περισσότερα απλά καθημερινά προϊόντα που καταναλώνουμε όπως κατσαβίδια, ψυγεία, τραπέζια, λάστιχα, χημικά, χαρτικά, απορρυπαντικά, παπούτσια κ.ά.

Στη δημόσια σφαίρα συζητάμε χρόνια την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας αποφεύγοντας όμως να μιλήσουμε συγκεκριμένα για το ποιες αλλαγές χρειάζονται και σε ποια κατεύθυνση. Η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας όμως επηρεάζεται από έναν πολύ μεγάλο αριθμό παραμέτρων και έτσι οι όποιες πολιτικές ανάπτυξης θα πρέπει να στοχεύουν στη βελτίωση κάθε μίας τους ξεχωριστά.

Τι χρειάζεται η βιομηχανία για να είναι ανταγωνιστική;

Με απλά λόγια, χρειάζεται να μπορεί να εγκατασταθεί και να αδειοδοτηθεί με απλές και γρήγορες διαδικασίες, να βρει χρηματοδότηση και να κρατάει τα βασικά κόστη λειτουργίας της (πρώτες ύλες, εργατικό κόστος, κόστος ενέργειας, μεταφορικά) όσο γίνεται χαμηλότερα.

Παρακάτω παρατίθενται συνοπτικά κάποιες σημαντικές παράμετροι της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας και η σημερινή τους κατάσταση.

Χωροθέτηση

  • Πολυνομία και σύνθετοι κανόνες για τη χωροθέτηση.
  • Λίγα οργανωμένα Βιομηχανικά Πάρκα με φτωχές υποδομές. Το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής εκτός οριοθετημένων βιομηχανικών ζωνών.
  • Οι περιοχές με την μεγαλύτερη βιομηχανική παραγωγή στη χώρα (Οινόφυτα & Σίνδος) σε χαοτική διάταξη και με αδιευκρίνιστο νομικό καθεστώς.
  • Η ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ ως διαχειριστής βιομηχανικών περιοχών αδυνατεί να παίξει το ρόλο που πρέπει.

Αδειοδότηση

  • Πολύμηνες διαδικασίες με πολλές αλληλο-επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες υπηρεσιών για τις εγκρίσεις για εγκαταστάσεις μεσαίου μεγέθους.
  • Πολυετείς και πολυδάπανες διαδικασίες για βιομηχανικές μονάδες μεγάλης κλίμακας.

Χρηματοδότηση

  • Τράπεζες φοβικές με το επιχειρηματικό ρίσκο και ακινητο-φαγικές
  • Λίγα private equity με μικρή δύναμη πυρός και αυτά με εξάρτηση από το ΤΑΝΕΟ
  • Επενδυτικός νόμος που εν τέλει δεν προκηρύσσονται καν όλα τα τομεακά του προγράμματα και αποσύρεται για να έλθει ένας νέος.
  • Επενδυτικά προγράμματα ΕΣΠΑ με πολλούς περιορισμούς και κυρίως επικεντρωμένα σε μη βιομηχανικούς τομείς

Λειτουργικά κόστη

  • Μη μισθολογικό κόστος εργασίας 23%, το 4ο υψηλότερο στο ΟΟΣΑ
  • Κόστος ενέργειας σταθερά μέσα στα υψηλότερα στην ΕΕ και πολλαπλάσιο σε σχέση με χώρες εκτός ΕΕ.
  • Μεταφορικά κόστη: Υψηλά λόγο θαλασσίων μεταφορών, αλλά και με τα υψηλότερα κόστη διοδίων ανά χιλιόμετρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το εθνικό οδικό δίκτυο.

Πέραν των παραπάνω όμως, το γεγονός ότι δέκα μεγάλες βιομηχανικές μονάδες έκλεισαν τα τελευταία πέντε χρόνια είναι δηλωτικό για την κάκιστη κατάσταση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας.

Όταν λοιπόν εμφανιστεί ξανά κάποια κυβέρνηση, πρωθυπουργός ή υπουργός και μιλήσει για την «παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας» ή την «αναδιάταξη του παραγωγικού μοντέλου» – εφόσον πρώτα βεβαιωθούμε ότι δεν εννοεί την προσέλκυση digital nomads και πλούσιων Κινέζων για Golden Visas- θα πρέπει να τον πείσουμε να ιδρύσει ξανά ένα υπουργείο Βιομηχανίας και να αρχίσει να παιδεύεται με ένα- ένα τα παραπάνω προβλήματα.

Μέχρι τότε οφείλουμε να μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας με την προσδοκία μιας Ελλάδας που θα ευημερεί και θα είναι ανταγωνιστική. Οφείλουμε επίσης να είμαστε έτοιμοι για μία νέα κρίση που θα ξεσπάσει ξανά στη χώρα όταν οι συνθήκες διεθνώς δυσκολέψουν.

Μόνο που τότε δεν θα έχει κανείς το δικαίωμα να πει ότι δεν γνώριζε!

Ο κ. Παναγιώτης Ταναμπασίδης είναι Διευθύνων Σύμβουλος της DXA Capital ΑΕΠΕΥ και πιστοποιημένος αναλυτής από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

 

ΠΗΓΗ: Euro2day.gr

Συνέχεια ανάγνωσης

Ελαιοπαραγωγή

Προσδοκίες για μειωμένη τιμή στο ελαιόλαδο λόγω της βελτίωσης της παραγωγής⁸

Σύμφωνα με εκτιμήσεις επαγγελματιών του κλάδου, οι φετινές τιμές παραγωγού θα είναι χαμηλότερες από πέρυσι.

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Καλύτερη σε σχέση με την περυσινή αναμένεται – σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις – η φετινή παραγωγή ελαιολάδου, καλλιεργώντας προσδοκίες για μειωμένη τιμή στα ράφια του σούπερ μάρκετ, μετά τις εκρηκτικές ανατιμήσεις.

Σε δηλώσεις του στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Γενικός Διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ, Γιώργος Οικονόμου, ανέφερε πως «σύμφωνα με εκτιμήσεις η φετινή ελαιοκομική παραγωγή θα ανέλθει μεταξύ 220-230.000 τόνων», κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα την ομαλοποίηση της κατάστασης.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις επαγγελματιών του κλάδου, οι φετινές τιμές παραγωγού θα είναι χαμηλότερες από πέρυσι.

«Πράσινος χρυσός»

Τα τελευταία χρόνια, τόσο ο πόλεμος της Ρωσίας με τη Ουκρανία, που αύξησε τις τιμές σε βασικά προϊόντα και παρέσυρε και το ελαιόλαδο, όσο και οι έντονες κλιματικές συνθήκες που μείωσαν σε ιστορικά χαμηλά τις παραγωγές ελαιολάδου σε όλη τη «Λεκάνη της Μεσογείου», εκτόξευσε τις τιμές για τον καταναλωτή, καθιστώντας τον «πράσινο χρυσό» είδος πολυτελείας. Όπως υπογράμμισεο κ. Οικονόμου, αυτή η εικόνα πρόκειται να αλλάξει, μιας και οι παραγωγές σε όλες τις ελαιοπαραγωγικές χώρες επανέρχονται σε «φυσιολογικά» επίπεδα.

«Θα υποχωρήσουν οι τιμές»

Σύμφωνα με εκτιμήσεις επαγγελματιών του κλάδου, οι φετινές τιμές παραγωγού θα είναι χαμηλότερες από πέρυσι. «Όταν οι ποσότητες είναι σχεδόν διπλάσιες από την περασμένη χρονιά, δεν μπορεί ο παραγωγός να πληρωθεί την ίδια τιμή με πέρυσι» εξηγούν. Ήδη, οι παραγωγοί πληρώνονται περί τα 8 ευρώ το λίτρο, όμως ίδιοι παράγοντες σημειώνουν ότι δεν θα διατηρηθεί αυτό το μομέντουμ.

«Το παιχνίδι έχει έναν ευχαριστημένο και έναν δυσαρεστημένο. Αλλά πρέπει να αρχίσουμε να κοιτάζουμε και τον καταναλωτή, ο οποίος δυσκολεύεται να πληρώσει το λάδι στις σημερινές τιμές», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γενικός Διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ. Και συνεχίζει: «πρέπει να αφήσουμε την αγορά να παίξει με την προσφορά και τη ζήτηση. Πέρυσι οι τιμές παραγωγού ξεπέρασαν τα 10 ευρώ και αυτή η αύξηση πέρασε και στον τελικό καταναλωτή».

Υποχώρηση της κατανάλωσης λόγω της εκτόξευσης των τιμών

Αυτό θα βοηθήσει να μπει ξανά το ελληνικό ελαιόλαδο στο τραπέζι των οικογενειών. Λόγω της εκτόξευσης των τιμών πέρυσι πολλά νοικοκυριά επέλεξαν να αντικαταστήσουν το παραδοσιακό παρθένο ελαιόλαδο με φθηνότερα ηλιέλαια, σπορέλαια κ.α. Αυτό μάλιστα δεν είναι ελληνικό φαινόμενο καθώς σε Ισπανία και Ιταλία, καθαρά ελαιοπαραγωγικές χώρες, η κατανάλωση υποχώρησε, όπως και στη χώρα μας, κοντά στο 18% με 20%.

Αυτό, σύμφωνα με τον κ. Οικονόμου «οφείλεται στην αύξηση της τιμής αλλά και στις αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων καταναλωτών» και πρόσθεσε «θα κάνουμε όλες τις απαραίτητες κινήσεις για να μπει ξανά στο τραπέζι το ελληνικό ελαιόλαδο».

Πώς θα αποκτήσει πάλι αξία το ελαιόλαδο

Προκειμένου να δοθεί επιπλέον αξία στο προϊόν, ο κ. Οικονόμου τόνισε ότι «ο καταναλωτής θα πρέπει να ενημερωθεί για τα οφέλη που έχει το ελαιόλαδο στην υγεία του» Οι έλεγχοι σύμφωνα με τον ίδιο πρέπει να ενταθούν και ο «πράσινος χρυσός» να πωλείται τυποποιημένος και όχι χύμα και ανώνυμα το οποίο σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή του ΣΕΒΙΤΕΛ «είναι συχνά και νοθευμένο». «Εάν γίνουν όλα αυτά τότε οι όροι του ανταγωνισμού και η αγορά θα δουλέψουν από μόνοι τους» σημείωσε.

«Σίγουρα χρειαζόμαστε μια εθνική στρατηγική, κυρίως για τις εξαγωγές και της ενίσχυσης των δράσεων, προβολής και προώθησης του προϊόντος» συμπλήρωσε για να καταλήξει: «Όλοι πρέπει να συμβάλουμε προς αυτή την κατεύθυνση».

Συνέχεια ανάγνωσης

Video

Ρεκόρ πωλήσεων και υπερτριπλασιασμός κερδών για γαλακτοβιομηχανία από τη Δράμα απ’τις αρχαιότερες στη Βόρειο Ελλάδα!

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Εκρηκτική αύξηση των πωλήσεων αλλά και των καθαρών κερδών κατέγραψε το 2023 η ΝΕΟΓΑΛ, με τη γαλακτοβιομηχανία από τη Δράμα που γιορτάζει φέτος τα 60 χρόνια λειτουργίας της, να επιδιώκει την είσοδό της σε νέες αγορές του εσωτερικού και του εξωτερικού.

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΔΗΜΗΤΡΑ ΤΑΓΚΑ

Όπως προκύπτει από τα πρόσφατα δημοσιευμένα οικονομικά της στοιχεία, η ΝΕΟΓΑΛ που δραστηριοποιείται στην παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων έχει σημαντική παρουσία στη διεθνή αγορά καθώς οι εξαγωγές της σε Ευρώπη ξεπέρασαν τις εγχώριες πωλήσεις, σημειώνοντας εντυπωσιακή άνοδο κατά 126,18% σε σύγκριση με το 2022. Ειδικότερα, ο κύκλος εργασιών της ΝΕΟΓΑΛ ανήλθε σε ποσό 31,208 εκατ. ευρώ, αύξηση κατά 39,74% σε σχέση με την προηγούμενη χρήση.

Με βάση τις γεωγραφικές αγορές, οι πωλήσεις στην εγχώρια αγορά διαμορφώθηκαν στα 13,767 εκατ. ευρώ έναντι 14,260 εκατ. ευρώ, μειωμένες κατά -3,46%. Ωστόσο, η διεθνής αγορά έδωσε ώθηση στις πωλήσεις της ΝΕΟΓΑΛ αφού το 2023 ανήλθαν στα 16,626 εκατ. ευρώ έναντι 7,351 εκατ. ευρώ της προηγούμενης χρήσης του 2022. Σε καλά επίπεδα κινήθηκαν οι πωλήσεις και προς τις αγορές Τρίτων Χωρών, οι οποίες διαμορφώθηκαν στις 814.919,52 ευρώ, αυξημένες κατά 13,03% σε σχέση με το 2022. Οι εξαγωγές μάλιστα της γαλακτοβιομηχανίας αντιπροσωπεύουν το 55,88% του κύκλου εργασιών της.

Παράλληλα, και τα καθαρά της κέρδη εμφάνισαν εκρηκτική άνοδο την περασμένη χρονιά έναντι 552.292 ευρώ το 2022, σύμφωνα με τα οικονομικά της στοιχεία. Ειδικότερα, τα κέρδη μετά φόρων ανήλθαν στο 1,954 εκατ. ευρώ με άνοδο 253,91% σε σχέση με το 2023. Αξίζει ακόμη να επισημανθεί ότι η ΝΕΟΓΑΛ προχώρησε και στην αύξηση του προσωπικού της κατά 10%, το οποίο ανέρχεται πλέον στους 164 εργαζόμενους έναντι 149 το 2022.

Για την τρέχουσα χρονιά κατά την οποία η ΝΕΟΓΑΛ γιορτάζει τη συμπλήρωση των 60 χρόνων από την ημέρα ίδρυσης της (1964), επιδιώκει την είσοδό της σε νέες αγορές του εσωτερικού και του εξωτερικού, τη βελτίωση και επέκταση των παραγωγικών της υποδομών, της ζώνης γάλακτος και της λειτουργίας διάθεσης των προϊόντων της, καθώς την παραγωγή προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία, που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καταναλωτών.

Στόχος ακόμη της βιομηχανίας γάλακτος είναι η μείωση κατά 1% της κατανάλωσης νερού, ηλεκτρικής ενέργειας υγραερίου ανά τόνο παραγόμενων προϊόντων αλλά και η αύξηση κατά 1% του ποσοστού συσκευασιών από χαρτί/χαρτόνι που ανακυκλώνονται.

Υπενθυμίζεται ότι η Βιομηχανία Γάλακτος Δράμας Α.Ε με διακριτικό τίτλο «ΝΕΟΓΑΛ» ιδρύθηκε το 1964 στην Δράμα και αποτελεί μία από τις πρώτες γαλακτοβιομηχανίες της Βορείου Ελλάδος. Η εταιρία δραστηριοποιείται στην παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων με σημαντική παρουσία στην τοπική αγορά και όχι μόνο, ενώ κατέχει το 4,5% περίπου του φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος πανελλαδικά με βάση τα σημερινά δεδομένα. Κατέχει ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα στη Δράμα, 10.354,82 m2 συνολικής επιφάνειας κτισμάτων καθώς επίσης και ακίνητα στη Νεοχωρούδα του Δήμου Ωραιοκάστρου.

ΠΗΓΗ: thesstoday.gr

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή