Ακολουθήστε μας

Αιγαίο

Ήρθε η ώρα να διαψευστεί ο Κονδύλης;

Δημοσιεύτηκε

στις

Ι. Σύντομο ιστορικό
.
Από την ταυτόχρονη προσχώρηση της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ (1952) και για περίπου έξι δεκαετίες, η σχετική αξία που απέδιδε στις δύο χώρες η δυτική συμμαχία ήταν περίπου σταθερή: ως «προκεχωρημένο φυλάκιο» έναντι της Σ. Ένωσης στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου αλλά και λόγω της γενικότερα καίριας γεωγραφικής της θέσης, η Τουρκία αντιμετωπιζόταν ως χώρα μεγάλης στρατηγικής σημασίας, ενώ η Ελλάδα ως δευτερεύουσα και παρακολουθηματική της Τουρκίας. Στις κατά καιρούς ελληνοτουρκικές διενέξεις, οι παρεμβάσεις των ΗΠΑ είχαν ως γνώμονα την ενότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, κάτι που έδινε και στην Ελλάδα κάποια διαπραγματευτικά περιθώρια (που αξιοποιήθηκαν π.χ. στην κρίση του 1987). Αλλά ο βασικός κανόνας παρέμενε αυτός που διατυπώθηκε από τον L. Eagleburger προς τον Χ. Ζαχαράκι: «Μη βάζετε τις ΗΠΑ στη θέση να διαλέξουν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αν μας βάλετε να διαλέξουμε, 9 στις 10 φορές θα διαλέξουμε την Τουρκία γιατί αυτό είναι το συμφέρον των ΗΠΑ».
.
Με αυτό το δεδομένο από πλευράς ΗΠΑ/ΝΑΤΟ, και καθώς η Τουρκία με την εισβολή στην Κύπρο και τις νέες αμφισβητήσεις του αιγαιακού status quo (εναέριος χώρος κλπ) αναδεικνυόταν σε πρωταρχική απειλή για την ελληνική εθνική ασφάλεια, η Ελλάδα άρχισε μετά το 1974 να αναζητεί πρόσθετες εγγυήσεις εθνικής ασφαλείας. Σε στρατιωτικό επίπεδο, η διάταξη των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων αναπροσανατολίστηκε από το Βορρά προς την Ανατολή, ενώ έγιναν εξοπλισμοί με εθνικούς πόρους από εναλλακτικές πηγές (Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία) με στόχο την επίτευξη ποιοτικής υπεροχής και την απεξάρτηση από μοναδικές πηγές εξοπλισμού. Σε διπλωματικό επίπεδο, τα πρόσθετα ερείσματα αναζητήθηκαν κυρίως με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που αποδείχθηκε πολύ σημαντικότερη από τους πειραματισμούς της δεκαετίας του ’80 με «κινήματα αδεσμεύτων» κλπ.
.
Η ελληνική προσπάθεια στρατιωτικής αποτροπής της Τουρκίας και εξισορρόπησής της με πρόσθετα διπλωματικά ερείσματα λειτούργησε ικανοποιητικά για περίπου 20 χρόνια (1975-1995), αλλά τα όριά της φάνηκαν στην κρίση των Ιμίων το 1996. Η ελληνική υποχώρηση στα Ίμια, και ακολούθως η ματαίωση της εγκατάστασης των πυραύλων S-300 στην Κύπρο και η παράδοση του Α. Οτσαλάν στην Τουρκία, μπορούν μεν να αποδοθούν στην ιδεολογική συγκρότηση των «εκσυγχρονιστών» του Κ. Σημίτη, αλλά αντικειμενικά ήταν και απότοκα της συνεχώς αυξανόμενης διαφοράς ισχύος μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Η διαφορά αυτή δεν εντοπιζόταν μόνο στη στρατιωτική ισχύ, αλλά και στη μεγάλη δημογραφική, οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη της Τουρκίας (σε αντίθεση με τη στασιμότητα της Ελλάδας κατά τη δεκαετία του ’80), καθώς και στα αυξημένα στρατηγικά της ερείσματα, στα οποία είχε προστεθεί και η συμμαχία με το Ισραήλ.

Σχολιάζοντας τη δυναμική των πραγμάτων, ο Π. Κονδύλης είχε σχολιάσει τότε: «στον βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφ’ όσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος, και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός. Απ’ αυτές τις συνθήκες ό,τι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικισμού» και «εξευρωπαϊσμό». Πράγματι, το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια».

Το 1999 στο Ελσίνκι σημειώθηκε αλλαγή δόγματος στην ελληνική εξωτερική πολιτική, καθώς η κυβέρνηση Σημίτη ήρε τις ελληνικές αντιρρήσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και υιοθέτησε τη λογική της «εξημέρωσης του θηρίου», δηλαδή του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας μέσω του κινήτρου της ευρωπαϊκής προοπτικής. Όπως τη συνόψισε ο θερμότερος θιασώτης της, Γ. Παπανδρέου, η πολιτική αυτή σήμαινε ότι «η Ελλάδα θα ρυμουλκήσει το κάρο της Τουρκίας στην Ευρώπη». Έτσι η ελληνική πολιτική ηγεσία συνομιλούσε κατά καιρούς με Τούρκους πολιτικούς τους οποίους αναγόρευε σε «ελπιδοφόρους ευρωπαϊστές-εκσυγχρονιστές», κυρίως βάσει των δικών της ευσεβών πόθων: είναι χαρακτηριστικό ότι ο τελευταίος Τούρκος ηγέτης που χαιρετίστηκε ως «ελπιδοφόρος ευρωπαϊστής» ήταν ο Ρ.Τ. Ερντογάν αυτοπροσώπως…

Παράλληλα, η επανάπαυση στο δόγμα της «εξημέρωσης της Τουρκίας» οδήγησε στη σταδιακή παραμέληση της ελληνικής αμυντικής προπαρασκευής: τα εξοπλιστικά προγράμματα που είχαν δρομολογηθεί υπό την επίδραση της κρίσης των Ιμίων δεν είχαν συνέχεια, η στρατιωτική θητεία μειώθηκε δραστικά και επικράτησαν όροι όπως «στρατηγική ψυχραιμία», «σημειακές κρίσεις» και «σιγά μη γίνει πόλεμος». Ακολούθησαν η χρεωκοπία και οι μνημονιακές περικοπές, που έπληξαν ακόμα και τις λειτουργικές δαπάνες των Ενόπλων Δυνάμεων. Με αυτά τα δεδομένα, φαινόταν αναπόδραστη η επιβεβαίωση της πρόβλεψης του Κονδύλη για κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, την οποία οι Έλληνες θα συνήθιζαν να ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά» και «υπέρβαση του εθνικισμού». Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ, και πάντοτε επιφυλάσσει εκπλήξεις.

ΙΙ. Η αλλαγή του σκηνικού

Η αλλαγή των δεδομένων προέκυψε λόγω της σταδιακής απόκλισης της Τουρκίας από τη Δύση. Ως πρώιμη ένδειξη αυτής της αποκλίνουσας πορείας μπορεί να θεωρηθεί η άρνηση της Τουρκίας να επιτρέψει τη διέλευση αμερικανικών δυνάμεων από το έδαφός της για την εκστρατεία στο Ιράκ το 2003. Ως βασικοί σταθμοί αυτής της πορείας μπορούν να αναφερθούν το περιστατικό του «Μαβί Μαρμαρά» το 2010 που σημάδεψε τις σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ, η διάσταση συμφερόντων Τουρκίας-ΗΠΑ στη συριακή κρίση λόγω της αμερικανικής συνεργασίας από το 2014-2015 με κουρδικές δυνάμεις (SDF) εναντίον των ισλαμιστών, το αποτυχόν πραξικόπημα του 2016 που ο Ερντογάν απέδωσε σε αμερικανικό δάκτυλο, και η προμήθεια του ρωσικού Α/Α συστήματος S-400 που οδήγησε στην αποβολή της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35. Η συνολική επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση αποτυπώθηκε και στις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία η Τουρκία σαφώς προσπάθησε να εκβιάσει με τη διοχέτευση προσφύγων από τη Συρία και λαθρομεταναστών.

Η ουσιαστική ματαίωση της πιθανότητας σύγκλισης της Τουρκίας με την ΕΕ στο πλαίσιο της γενικότερης απόκλισής της από τη Δύση ακύρωσε και το κυρίαρχο δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής της τελευταίας εικοσαετίας μετά το Ελσίνκι, δηλαδή το δόγμα της “εξημέρωσης του θηρίου”. Ανεξαρτήτως αν η απόφαση του Ελσίνκι απέδωσε κάποιους καρπούς (ένταξη Κύπρου στην ΕΕ) και ανεξαρτήτως αν το δόγμα της “εξημέρωσης του θηρίου” ήταν κάποτε ρεαλιστικό ή εξ αρχής εσφαλμένο, το βέβαιο είναι ότι εδώ και λίγα χρόνια έχει ακυρωθεί στην πράξη, καθώς έχει εκλείψει η βασική λογική προϋπόθεσή του: η βούληση της Τουρκίας αλλά και της ΕΕ να αναπτύξουν στενότερες σχέσεις.

Χωρίς πλέον την επιλογή (υπαρκτή ή φαντασιακή) της “εξημέρωσης του θηρίου”, η Ελλάδα απέμεινε με τις δύο επιλογές που έχει ιστορικά κάθε αμυνόμενος απέναντι σε έναν επιθετικό, ισχυρότερο αντίπαλο: (α) την προσπάθεια κατευνασμού του δια της ικανοποίησης των απαιτήσεών του, που όμως ιστορικά οδηγεί συνήθως στον πολλαπλασιασμό των απαιτήσεων του επιτιθέμενου ή (β) την προσπάθεια αποτροπής του επιτιθέμενου δια της διατήρησης ικανής στρατιωτικής ισχύος και εξισορρόπησής του με τη δημιουργία κατάλληλων συμμαχιών.

Κατά την περίοδο διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ προέκυψε ένας ιδιότυπος κατευνασμός της Τουρκίας από την Ελλάδα, καθώς ένας άμεσος στόχος της Τουρκίας εκτός της «κλασικής» ατζέντας των ελληνοτουρκικών διαφορών συνέπεσε με την πολιτική της τότε ελληνικής κυβέρνησης και εξυπηρετήθηκε άριστα από αυτήν. Από τουρκικής πλευράς, η διοχέτευση ανεξέλεγκτου αριθμού μεταναστών στην ΕΕ μέσω Ελλάδας εξυπηρετούσε (α) την ανακούφιση της πίεσης από τα εκατομμύρια Συρίων προσφύγων εντός Τουρκίας, (β) τον εκβιασμό της ΕΕ για παροχή κονδυλίων, (γ) τον πλουτισμό των τουρκικών κυκλωμάτων διακίνησης λαθρομεταναστών που διαπλέκονται με το τουρκικό κράτος, καθώς και (δ) τον ευρύτερο στόχο της επέκτασης του Ισλάμ μέσω της εμφύτευσης μουσουλμανικών πυρήνων εντός των δυτικών κρατών. Από ελληνικής πλευράς πάλι, η πολιτική των ανοικτών συνόρων ήταν ως ένα βαθμό αποτέλεσμα ιδεοληψίας («έχει σύνορα η θάλασσα;», «κανείς άνθρωπος δεν είναι λαθραίος» κλπ), αλλά είναι εξεταστέο κατά πόσο επηρεάστηκε και από διάβρωση σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας, καθώς οι αιτιάσεις του Απ. Δοξιάδη περί επιρροής της Τουρκάλας Feyza Barutçu σε ανώτατο επίπεδο δεν έχουν διαψευστεί). Επιπλέον η διαχείριση ευρωπαϊκών και εθνικών κονδυλίων για την τροφοδοσία κλπ. των μεταναστών δημιούργησε σταδιακά και στην Ελλάδα ένα πλέγμα οικονομικών συμφερόντων συνυφασμένων με το μεταναστευτικό. Έτσι από το 2015 ως το 2019 τουρκικά και ελληνικά συμφέροντα συνέπεσαν στο μεταναστευτικό, ενώ στο υπόλοιπο πλέγμα των ελληνοτουρκικών διαφορών επικράτησε σχετική νηνεμία.

Μετά την αλλαγή κυβέρνησης στην Ελλάδα το 2019 η Τουρκία επιχείρησε να συνεχίσει δια της βίας το επιθυμητό γι’ αυτήν καθεστώς ανεξέλεγκτης εισόδου μεταναστών στην Ελλάδα, με την απόπειρα “υβριδικής” εισβολής στον Έβρο το Μάρτιο του 2020. Είχε προηγηθεί η σύναψη του τουρκολιβυκού συμφώνου οριοθέτησης ΑΟΖ κατά παράβαση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων το Νοέμβριο του 2019, και ακολούθησαν πολλές ακόμη επιθετικές ενέργειες από πλευράς Τουρκίας, όπως η έξοδος του ερευνητικού Oruc Reis συνοδεία πολεμικών πλοίων που οδήγησε σε κινητοποίηση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, το άνοιγμα των Βαρωσίων στην Κύπρο, η μετατροπή της Αγ. Σοφίας σε τζαμί κλπ. Συνολικά οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά το 2019 επανήλθαν στην κατάσταση όπου η Τουρκία ασκεί πίεση στην Ελλάδα για εφ’ όλης της ύλης διαπραγματεύσεις, χρησιμοποιώντας ως μοχλό την απειλή της βίας. Ωστόσο σε σύγκριση με το παρελθόν ο συσχετισμός ισχύος ήταν δυσμενέστερος για την Ελλάδα μετά από 15 χρόνια παραμέλησης των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση δυσχέραινε τις μεσολαβητικές παρεμβάσεις. Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι το καλοκαίρι του 2020 η τουρκική ηγεσία εξέτασε σοβαρά το ενδεχόμενο ανάφλεξης με την Ελλάδα.

Η ελληνική κυβέρνηση αντιμετώπισε τις τουρκικές ενέργειες με λελογισμένη χρήση στρατιωτικών μέσων (κινητοποίηση Ενόπλων Δυνάμεων χωρίς χρήση όπλων) και με διπλωματική κινητοποίηση, τόσο στα παραδοσιακά πλαίσια της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, όσο και με πρόσθετες διμερείς συμμαχίες (Αίγυπτος, Ισραήλ, Σ. Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα). Η διπλωματική κινητοποίηση της Ελλάδας απέφερε καρπούς, τόσο σε απτή στρατιωτική στήριξη (αποστολή μαχητικών αεροσκαφών Rafale της Γαλλίας στην Κύπρο και F-16 των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στην Κρήτη κατά την κρίσιμη περίοδο Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2020), όσο και με την παρέμβαση της γερμανικής προεδρίας της ΕΕ προς την Τουρκία και τις αποφάσεις της ΕΕ περί επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία. Ταυτόχρονα όμως κατέστη σαφές (ειδικά στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ το Δεκέμβριο του 2020) ότι ισχυρά κράτη μέλη της ΕΕ αντιδρούν στην επιβολή ουσιαστικών κυρώσεων στην Τουρκία, λόγω των δικών τους προτεραιοτήτων.

ΙΙΙ. Οι επιλογές της Ελλάδας σήμερα

Οι ως τώρα χειρισμοί της ελληνικής κυβέρνησης δείχνουν ότι, μετά την αρχική αμηχανία που προκαλεί η συνειδητοποίηση της ακύρωσης της στρατηγικής της «εξημέρωσης του θηρίου» (ειδικά σε «εκσυγχρονιστικούς» κύκλους που εξακολουθούν να κυριαρχούν σε σημαντικό τμήμα της ελληνικής ελίτ), οι επιλογές της κινούνται στην κατεύθυνση της στρατιωτικής αποτροπής και διπλωματικής εξισορρόπησης της Τουρκίας.

Από πλευράς στρατιωτικής αποτροπής, εξελίσσεται μια γενική προσπάθεια ανάταξης της ισχύος των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων που, πέραν της εμβληματικής προμήθειας μαχητικών αεροσκαφών Rafale, εκτείνεται σε πληθώρα μικρότερων, αλλά ουσιωδών προγραμμάτων, όπως οι συμβάσεις συντήρησης αεροσκαφών και ελικοπτέρων, οι αγορές νέων ελικοπτέρων, η προμήθεια αντιμέτρων τορπιλών για τα υποβρύχια 214, η προμήθεια αναλώσιμων αντιμέτρων (chaffs/flares) για ελικόπτερα της ΑΣ, η προώθηση προγραμμάτων drones, η επείγουσα προσπάθεια αποκατάστασης αεροσκαφών C-130 με ανάθεση ορισμένων εξ αυτών στο Ισραήλ και στις ΗΠΑ, κλπ. Η διπλωματική εξισορρόπηση περιλαμβάνει την περαιτέρω σύσφιξη σχέσεων ιδίως με τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τα ΗΑΕ και τη Σ. Αραβία, αλλά και εντυπωσιακές επιδείξεις συμμαχικής ισχύος όπως οι αθρόες συμμετοχές στην άσκηση «Ηνίοχος 2021».

Παράλληλα, η Ελλάδα έχει αποδεχθεί από τον Ιανουάριο του 2021 την επανάληψη των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία, παράλληλα με μια διαδικασία συναντήσεων μεταξύ των γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών, την οποία η μεν ελληνική πλευρά χαρακτηρίζει ως υπηρεσιακή, η δε τουρκική ως τον επιθυμητό πολιτικό διάλογο εφ’ όλης της ύλης. Από τουρκικής πλευράς είναι εμφανής η επικοινωνιακή εκμετάλλευση του διαλόγου αυτού για να απαλύνει την διεθνή εικόνα της ως ταραξία (ιδίως σε επίπεδο ΕΕ), καθώς και μια συνεχής τάση αναβάθμισής του σε πολιτικό επίπεδο, όπως π.χ. με την αιφνιδιαστική συμμετοχή στον πρώτο γύρο διερευνητικών επαφών του συμβούλου του Ερντογάν Ι. Καλίν και εσχάτως με τις τουρκικές πιέσεις για συνάντηση Ερντογάν – Μητσοτάκη. Η Ελλάδα συμμετέχει σε αυτή τη διαδικασία αφ’ ενός για να μην εμφανιστεί ως αδιάλλακτη και ηττηθεί στο λεγόμενο blame game, και αφ’ ετέρου για να κερδίσει χρόνο για την ανάταξη των Ενόπλων Δυνάμεων. Ωστόσο η πρόσφατη παρουσία του Ν. Δένδια στην Άγκυρα έδειξε ότι η Ελλάδα δεν σκοπεύει να αφήσει την Τουρκία να καρπώνεται διεθνή διαπιστευτήρια καλής θέλησης επικαλούμενη τη διαδικασία αυτή.

Ο συνδυασμός στρατιωτικής αποτροπής, διπλωματικής εξισορρόπησης μέσω συμμάχων και διατήρησης διαύλων διαλόγου με την άλλη πλευρά είναι σωστή επιλογή στην παρούσα φάση. Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι, ποιος είναι ο τελικός στόχος από ελληνικής πλευράς.

ΙΙΙ.Α. Η «ορθόδοξη» επιλογή και τα όριά της

Η «ορθόδοξη» ελληνική στρατηγική έναντι της Τουρκίας είναι αμυντική: η Ελλάδα είναι χώρα του status quo, ενώ η Τουρκία είναι αναθεωρητική δύναμη. Η Ελλάδα απορρίπτει όλες τις τουρκικές διεκδικήσεις και αναγνωρίζει ως ελληνοτουρκική διαφορά μόνο την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, για την οποία προτείνει την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Με τη στρατιωτική αποτροπή και τη διπλωματική εξισορρόπηση, η Ελλάδα προσπαθεί διαχρονικά να αποκρούσει τις τουρκικές πιέσεις για διεύρυνση της ατζέντας και να αποφύγει μια πολιτική διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης. Σε αυτό το «ορθόδοξο» πλαίσιο φαίνεται να έχει επανέλθει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μετά την εκ των πραγμάτων ακύρωση του δόγματος της «εξημέρωσης της Τουρκίας δια του εξευρωπαϊσμού της» που είχε κυριαρχήσει στην ελληνική εξωτερική πολιτική από το 1999.

Ωστόσο, είναι αμφίβολο κατά πόσον η στρατηγική αυτή είναι βιώσιμη για την Ελλάδα μακροπρόθεσμα. Τα δημογραφικά και οικονομικά δεδομένα του ελληνοτουρκικού συσχετισμού ισχύος θα επιδεινώνονται διαρκώς για την Ελλάδα, ενώ και η διατήρηση της στρατιωτικής ισορροπίας μέσω εξοπλισμών εξαρτάται από την οικονομική ισχύ. Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονείται η πρόθεση της Τουρκίας να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, που εφ’ όσον ευοδωθεί θα υπονομεύσει αποφασιστικά τις ελληνικές δυνατότητες αντίστασης, καθώς και οι υβριδικές μορφές πολέμου στις οποίες προσανατολίζεται το καθεστώς Ερντογάν (εργαλειοποίηση μεταναστών, υποστήριξη ισλαμικού φονταμενταλισμού). Είναι επομένως εξαιρετικά αμφίβολο αν η Ελλάδα θα μπορέσει να διατηρήσει μακροπρόθεσμα το ελληνοτουρκικό ισοζύγιο ισχύος σε σημείο επαρκές για τη διατήρηση της εδαφικής της ακεραιότητας και της εθνικής της ανεξαρτησίας.

Μάλιστα το πρόβλημα του επιδεινούμενου συσχετισμού ισχύος θα συνεχίσει να υφίσταται ακόμη και στην περίπτωση της καλύτερης δυνατής έκβασης των ελληνικών χειρισμών στο «ορθόδοξο» πλαίσιο στρατηγικής: και εάν ακόμα επιτευχθεί ελληνοτουρκική συμφωνία για την παραπομπή (αποκλειστικά) της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών στο Διεθνές Δικαστήριο σύμφωνα με την ελληνική διαπραγματευτική θέση, η Τουρκία δεν θα πάψει να πιέζει την Ελλάδα σε άλλα θέματα (π.χ. μειονότητα Θράκης) με το αυξανόμενο γεωπολιτικό δυναμικό της. Ομοίως, και αν ακόμη επιτευχθεί συμφωνία επίλυσης του Κυπριακού βάσει του σημερινού πλαισίου συζητήσεων (ΔΔΟ), τα χαρακτηριστικά της δεν θα άρουν την πολιτική και στρατιωτική ομηρεία της Κύπρου από την Τουρκία. Και τέλος, ακόμη και μετά την όποια συμφωνία, η μακροπρόθεσμη τήρησή της θα εξαρτηθεί με τη σειρά της από τη μακροπρόθεσμη εξέλιξη του ελληνοτουρκικού συσχετισμού ισχύος: όπως δίδαξε ο Θουκυδίδης, «το δίκαιο λαμβάνεται υπόψη μόνο όταν και τα δύο αντίπαλα μέρη κατέχουν ίση δύναμη για την επιβολή του – διαφορετικά ο ισχυρός προχωρεί όσο του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του». Επομένως ούτε καν η ευμενέστερη δυνατή έκβαση της «ορθόδοξης» στρατηγικής δεν διασφαλίζει την Ελλάδα μακροπρόθεσμα από την τουρκική απειλή.

ΙΙΙ.Β. Οι «ανορθόδοξες» επιλογές

Η τρέχουσα απόκλιση της Τουρκίας από τη Δύση παρέχει στην Ελλάδα ορισμένες ενδιαφέρουσες νέες επιλογές, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας η αναγκαία τόλμη και ευρύτητα πνεύματος και σε επίπεδο κράτους και κοινωνίας η κατάλληλη προπαρασκευή. Οι επιλογές αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν «ανορθόδοξες» μόνο με την έννοια της απόκλισης από την πεπατημένη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής – κατά τα άλλα είναι απολύτως εύλογες με βάση τη ρεαλιστική ανάλυση των διεθνών σχέσεων.

Η πρώτη «ανορθόδοξη» επιλογή είναι η μετατροπή της Ελλάδας σε “frontier state” κατά το πρότυπο του Ισραήλ, με παράλληλη ανάληψη του στρατηγικού ρόλου που διαδραμάτιζε επί πολλές δεκαετίες η Τουρκία. Ήδη η αναβάθμιση του ρόλου της βάσης της Σούδας, η χρήση του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης για την υποστήριξη ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στις παρυφές της ρωσικής σφαίρας επιρροής, οι αποστολές ελληνικών εναερίων ραντάρ στην ίδια περιοχή και η ανάληψη της αεροπορικής κάλυψης βαλκανικών χωρών από την Πολεμική Αεροπορία είναι κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Παράλληλα, οι συζητήσεις στις ΗΠΑ (αλλά και οι σχετικές κραυγές στην Τουρκία!) για μεταφορά των λειτουργιών της βάσης του Incirlik σε ελληνική βάση δείχνουν ότι τα επόμενα βήματα αυτής της πορείας, αν γίνουν, θα είναι βαρυσήμαντα, καθώς θα περιλαμβάνουν την αποθήκευση πυρηνικών όπλων.

Το ενδεχόμενο μετατροπής της Ελλάδας σε frontier state τύπου Ισραήλ με αμερικανική υποστήριξη παρουσιάζει ορισμένα σοβαρά πλεονεκτήματα: η παροχή εξελιγμένου στρατιωτικού εξοπλισμού από την υπερδύναμη στη μία πλευρά και η άρνησή της στην άλλη μπορεί να μεταβάλλει άρδην το συσχετισμό ισχύος, όπως δείχνει ήδη ο αποκλεισμός της Τουρκίας από το πρόγραμμα του F-35 και οι δυσκολίες της στην αναβάθμιση των F-16 της. Ένας τέτοιος ρόλος της Ελλάδας ως «προμάχου της Δύσης» ευνοείται πλέον και από την αλλαγή του κυρίαρχου ιδεολογικού ρεύματος εντός της ΕΕ, όπου η φιλομεταναστευτική διάθεση του 2015 έχει εξατμιστεί, ο κίνδυνος της ισλαμικής τρομοκρατίας έχει γίνει αντιληπτός και η σθεναρή στάση της Ελλάδας το Μάρτιο του 2020 επικροτήθηκε από ευρωπαϊκούς λαούς και κυβερνήσεις. Ακόμη και οι θυσίες που συνεπάγεται για την κοινωνία η «μετατροπή σε Ισραήλ» (π.χ. αυξημένη στρατιωτική θητεία) θα μπορούσαν να αποβούν προς όφελός της, προάγοντας πιο ανταγωνιστικά πρότυπα ζωής. Όμως το πρόβλημα του σεναρίου της μετατροπής της Ελλάδας σε frontier state είναι ότι δεν αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο επιστροφής της Τουρκίας στους κόλπους της Δύσης.

Επειδή η στρατηγική σημασία της Τουρκίας είναι διαχρονική και οφείλεται σε θεμελιώδεις γεωπολιτικούς παράγοντες, η Δύση δεν πρόκειται να εγκαταλείψει εύκολα την προσπάθεια επαναπροσέγγισής της. Η Δύση έχει ουσιαστικά τρεις δρόμους: είτε (α) να συνδιαλλαγεί με την Τουρκία υπό τους νέους όρους που θέτει ο Ερντογάν (δηλαδή ως ηγεμονική δύναμη στην περιοχή της Αν. Μεσογείου, με φιλοδοξίες εξαγωγής του ισλαμισμού), είτε (β) να αναμένει την αποχώρηση του Ερντογάν (με τον ένα ή άλλο τρόπο) είτε (γ) να επιχειρήσει να «κοντύνει» τον Ερντογάν, απονομιμοποιώντας τον ώστε να προκύψει μια πιο φιλοδυτική ηγεσία στην Τουρκία. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις, η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να αντισταθμίσει τα «δώρα» που θα προσφέρει η Δύση στην Τουρκία, είτε στο πλαίσιο ενός συμβιβασμού της με τον Ερντογάν είτε στο πλαίσιο της στήριξης μιας νέας τουρκικής ηγεσίας. Τα δώρα αυτά ενδέχεται να συμπεριλαμβάνουν και πιέσεις προς την Ελλάδα για υποχωρήσεις σε θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος, ή πάντως την απόσυρση της υποστήριξης που θα είχε η Ελλάδα από τη Δύση ως frontier state.

Η δεύτερη «ανορθόδοξη» επιλογή για την Ελλάδα είναι η εκμετάλλευση της περίπτωση (γ) παραπάνω, δηλαδή η ενεργός συμμετοχή σε μια  διεθνή διαδικασία αποδόμησης του καθεστώτος Ερντογάν, που θα μπορούσε να περιλαμβάνει και μια στρατιωτική του ήττα. Η τρέχουσα αντιπαράθεση της Δύσης με την Τουρκία του Ερντογάν δίνει στην Ελλάδα μια επιλογή ανεπανάληπτη εδώ και έναν αιώνα: την σχεδιασμένη αναμέτρηση με την Τουρκία υπό ευνοϊκούς όρους στρατιωτικών και διεθνών συσχετισμών. Με ένα τέτοιο σκεπτικό, η Ελλάδα πρέπει να δρέψει τους καρπούς της ευνοϊκής συγκυρίας, των συμμαχιών που έχει συνάψει και των λαθών της Τουρκίας, πριν αλλάξουν οι συνθήκες. Να θεωρήσει δεδομένη τη στρατηγική ανάγκη της Δύσης να επαναφέρει την Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο και να αξιοποιήσει τη διεθνή συγκυρία προς όφελός της, εντάσσοντας τον ελληνικό σχεδιασμό στο συμφέρον ισχυρών διεθνών δρώντων για την «έξωση» του Ερντογάν, προκειμένου η Τουρκία να επανέλθει στο δυτικό στρατόπεδο. Το χρονικό «παράθυρο ευκαιρίας» για κάτι τέτοιο πιθανότατα θα κλείσει όταν ο Ερντογάν φύγει από το προσκήνιο.

Σε ένα τέτοιο σκεπτικό μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις ουσίας ως προς τον βαθμό εφικτότητας – αλλά τουλάχιστον ας ξεφορτωθούμε επιτέλους τις ηθικιστικές αντιρρήσεις. Όπως έχει δείξει ο R. Gilpin («Πόλεμος και Αλλαγή στη Διεθνή Πολιτική», εκδ. Ποιότητα 2007), η βασική αιτία των συγκρούσεων μεταξύ κρατών είναι η άνιση ανάπτυξη. Η ιστορία είναι πλούσια σε παραδείγματα κρατών που κινήθηκαν εναντίον ενός ενισχυόμενου αντιπάλου, όσο ακόμα είχαν τη δυνατότητα να τον καταβάλουν: ο Θουκυδίδης αναφέρει ρητώς ότι ο φόβος της Σπάρτης λόγω της αυξανόμενης ισχύος της Αθήνας ήταν η βασική αιτία του Πελοποννησιακού Πολέμου («τὴν μὲν γὰρ ἀληθεστάτην πρόφασιν, ἀφανεστάτην δὲ λόγῳ, τοὺς Ἀθηναίους ἡγοῦμαι μεγάλους γιγνομένους καὶ φόβον παρέχοντας τοῖς Λακεδαιμονίοις ἀναγκάσαι ἐς τὸ πολεμεῖν·», Ιστορία 1, 23, 6). Στην περίπτωσή μας, «καθώς το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας μακροπρόθεσμα ενισχύεται, ενώ της Ελλάδας μακροπρόθεσμα συρρικνώνεται, ο επιτιθέμενος με την ιστορική και την πολιτική έννοια δεν μπορεί να είναι άλλος από την Τουρκία» (Π. Κονδύλης, Επίμετρο στη «Θεωρία του Πολέμου», Θεμέλιο 1998).
.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η Ελλάδα πρέπει να θέσει ως αυτοσκοπό τον ολοκληρωτικό πόλεμο με την Τουρκία: για τα μέτρα της τουρκικής πολιτικής ζωής, ακόμα και μια συμβολική ήττα μπορεί να επιφέρει την απονομιμοποίηση της πολιτικής ηγεσίας και να δρομολογήσει εξελίξεις. Ωστόσο είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν εγγυήσεις για τον περιορισμό μιας σύγκρουσης π.χ. σε ένα αεροναυτικό επεισόδιο. Επομένως μια τέτοια στρατηγική απαιτεί ετοιμότητα ακόμη και για πλήρους κλίμακας στρατιωτική αντιπαράθεση, εάν έχουν διαμορφωθεί οι κατάλληλες συνθήκες σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο. Τα παραπάνω σημαίνουν επίσης την ανάγκη εφαρμογής παρελκυστικής τακτικής (βλ. διερευνητικές επαφές) έως ότου επιτευχθεί ετοιμότητα για αντιπαράθεση υπό ευνοϊκές στρατιωτικές και διπλωματικές συνθήκες. Σημαίνουν όμως πρωτίστως ότι η Ελλάδα πρέπει να προσδιορίσει την επιθυμητή τελική κατάσταση με την Τουρκία και να σχεδιάσει την επίτευξή της, όσο η Τουρκία παραμένει σε μειονεκτική θέση διεθνώς.
.
Η επιθυμητή τελική κατάσταση θα μπορούσε να οριστεί ως η μακροπρόθεσμη ακύρωση της τουρκικής απειλής για τον Ελληνισμό, επισφραγισμένη με ελληνοτουρκική συμφωνία. Ως επιμέρους στόχοι στο πλαίσιό της θα μπορούσαν να οριστούν (α) η πλήρης αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο χωρίς αυτή να «πληρωθεί» με θεσμικές παραχωρήσεις που καθιστούν την Κυπριακή Δημοκρατία δορυφόρο της Τουρκίας, (β) η ματαίωση κάθε τουρκικού προγράμματος απόκτησης πυρηνικών όπλων υπό οποιοδήποτε πρόσχημα (π.χ. παραγωγής ενέργειας), και (γ) ο καθορισμός των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο κατά τρόπο που επιτρέπει την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων που αναλογούν στην Ελλάδα βάσει του διεθνούς δικαίου, καθώς και τη διέλευση του αγωγού EastMed. Ως μαξιμαλιστικός ελληνικός στόχος, διαχρονικής εμβέλειας, θα μπορούσε να τεθεί (δ) ένα πλαίσιο αποκατάστασης των ελληνικών κοινοτήτων στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο τουλάχιστον στα επίπεδα της Συνθήκης της Λωζάννης. Οι στόχοι άλλων διεθνών δρώντων θα μπορούσαν φυσικά να είναι ευρύτεροι των ελληνικών.
.
Τα παραπάνω ακούγονται ίσως πολύ τολμηρά, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη του την κατάσταση που επικρατούσε στη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μόλις προ διετίας. Αν τολμούμε να διατυπώσουμε αυτές τις σκέψεις, είναι επειδή οι χειρισμοί της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας έναντι της Τουρκίας την τελευταία διετία έδωσαν δείγματα στιβαρότητας αλλά και ψύχραιμης ανάλυσης, και μαζί τους κάποιες ελπίδες για «το κάτι παραπάνω». Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι η μετάβαση από την άμυνα στη μελετημένη επίθεση απαιτεί θεμελιώδη «αλλαγή παραδείγματος» στην ελληνική στρατηγική σκέψη, μετά από πολλές δεκαετίες. Ας θυμηθούμε ξανά τον Π. Κονδύλη που έγραψε: «οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους». Μήπως ήρθε ο καιρός κάποιος Έλληνας πολιτικός να διαψεύσει τον Κονδύλη, να αδράξει την ευκαιρία και να μείνει στην ιστορία;
.
e-amyna
.

Συνέχεια ανάγνωσης

Αιγαίο

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης στο ελληνοτουρκικό σύστημα

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Του Νίκου Ιγγλέση
26/09/2024 

Η συνάντηση Κ. Μητσοτάκη – Ρ.Τ. Ερντογάν στη Ν. Υόρκη, στις 24-9-24, ήταν η έκτη τούς τελευταίους δεκαπέντε μήνες. Πρόκειται για «πολιτικό έρωτα» μεταξύ των δύο ηγετών, ιδιαίτερα μετά τη Διακήρυξη των Αθηνών (Δεκέμβριος ’23) ή για το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» όπου το θύμα μέσω ψυχολογικών και συναισθηματικών διεργασιών καταλήγει να ερωτευθεί το θύτη του;

Σε τί αλήθεια αποσκοπούν όλες αυτές οι συναντήσεις, οι συνομιλίες, τα «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης», η λεγόμενη θετική ατζέντα κ.α.; Πού είναι το «παράθυρο ευκαιρίας» που βλέπει η Κυβέρνηση;  Ένα είναι βέβαιο: Όλα αυτά δεσμεύουν την Ελλάδα να μην επιχειρήσει να ανατρέψει το, δυσμενές γι’ αυτήν, status quo στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο και απενοχοποιούν, στη διεθνή σκηνή, την αναθεωρητική – επεκτατική Τουρκία.

Ποιά είναι τα διαχρονικά ζητήματα της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης που, κατά την Κυβέρνηση, θα προωθήσει τη λύση τους ο διάλογος;

1) Η Ελλάδα δικαιούται να ασκήσει το μονομερές δικαίωμα που της δίνει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας να αυξήσει, δηλαδή, τα χωρικά ύδατά της μέχρι τα 12 ν.μ. στο Αιγαίο και την Α. Μεσόγειο και την άρση τού, επ’ αυτού, τουρκικού casus belli; Όχι, υποστηρίζει η Άγκυρα.

2) Τα ελληνικά νησιά που μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη δραστηριότητα διαθέτουν την ίδια ΑΟΖ (μέχρι 200ν.μ.) με αυτήν της ηπειρωτικής χώρας, όπως προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας; Όχι, διαθέτουν μόνο χωρικά ύδατα 6 ν.μ. αντιτείνει η Τουρκία.

3) Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δικαιούνται να είναι στρατιωτικοποιημένα γιατί απειλούνται; Θυμίζουμε το «Θα έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά». Όχι, πρέπει να είναι αποστρατικοποιημένα σύμφωνα με τις Συνθήκες Λωζάνης-Παρισίων, λέει η Τουρκία.

4) Η Ελλάδα μπορεί να καταθέσει στην ΕΕ τους χάρτες του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού, όπως έχει κάνει η Κυπριακή Δημοκρατία; Μια τέτοια ενέργεια θα σήμαινε ανακήρυξη (όχι οριοθέτηση) της συνολικής ελληνικής ΑΟΖ, χωρίς αυτό να προκαλέσει τη σφοδρή τουρκική αντίδραση;

5) Τα Θαλάσσια Πάρκα, που εξαγγέλθηκαν, θα υλοποιηθούν ή ξεχάστηκαν για να μην χαλάσει το θετικό κλίμα; Η Άγκυρα δήλωσε ότι απαιτείται η συναίνεσή της.

6) Το παράνομο, κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, Τουρκολυβικό Μνημόνιο θα ακυρωθεί ή θα παρεμποδίζει την όποια εκμετάλλευση της οριοθετημένης ελληνικής ΑΟΖ με την Αίγυπτο;

7) Τα αφηγήματα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και των «Γαλάζιων Αιθέρων» αποτελούν ευθεία αμφισβήτηση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος. Η Τουρκία διεκδικεί το μισό Αιγαίο, ανατολικά του 25ου Μεσημβρινού και όλη τη θαλάσσια έκταση μεταξύ Ρόδου και Κύπρου (βλέπε χάρτη). Μπορεί κάτι τέτοιο να γίνει αποδεκτό;

8) Στην Κύπρο η Τουρκία ζητάει τη διεθνή αναγνώριση της κατεχόμενης ζώνης ως ανεξάρτητο κράτος. Παράλληλα διακηρύσσει ότι τα κατοχικά στρατεύματά της θα παραμείνουν εσαεί στη νησί. Ο Ελληνισμός μπορεί να το αποδεχτεί;

9) Η μουσουλμανική μειονότητα της Δ. Θράκης που η Άγκυρα, ενάντια στη Συνθήκη της Λωζάνης, αποκαλεί τουρκική, χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια ως «στρατηγική μειονότητα» για την υβριδική αποσταθεροποίηση της Ελλάδας και επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της. Η Κυβέρνηση και το υπόλοιπο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα δεν αντιδρούν για να μη θυμώσει η Τουρκία.

Όλα αυτά και άλλα σημαντικά ζητήματα προδιαγράφουν το αποτέλεσμα του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Η Τουρκία κερδίζει χρόνο και ισχυροποιείται. Η Διακήρυξη των Αθηνών διευκόλυνε την Άγκυρα στην απόκτηση των αμερικανικών F-16 (40 + 80 αεροσκάφη και άφθονα όπλα). Η συνέχιση του διαλόγου διευκολύνει την Τουρκία για την άρση των αμερικανικών κυρώσεων στην πολεμική βιομηχανία της και ίσως στην απόκτηση των F-35. Η Ελλάδα χάνει χρόνο, δεν ασκεί τα νόμιμα δικαιώματά της και δεν ανατρέπει το status quo, στο οποίο έχει εγκλωβιστεί. Η Τουρκία, από την πλευρά της, επιμένει να προβάλλει συνεχώς τις διεκδικήσεις της, όταν απαιτείται τις επιβάλλει δια του καταναγκασμού (π.χ. πρόσφατα στην Κάσο) και στο τέλος θα επικαλεστεί «τις πραγματικότητες επί του πεδίου»  ως ένα είδος «χρησικτησίας» για να τις νομιμοποιήσει στη διεθνή σκηνή.

Το Μεταναστευτικό  

Η Κυβέρνηση προβάλλει ως επιτυχία του διαλόγου τη συνεργασία με την Τουρκία για τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών. Πρόκειται για προπαγάνδα εσωτερικής κατανάλωσης. Αλήθεια, πώς φτάνουν οι μετανάστες από την Κεντρική Ασία, το Κέρας ή την υποσαχάρια Αφρική στην Τουρκία; Έρχονται περπατώντας; Όχι βέβαια. Φτάνουν με πτήσεις των τουρκικών αερογραμμών (χωρίς visa) στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί προωθούνται στον Έβρο και στις ακτές του Αιγαίου. Υπάρχει κανείς αφελής που πιστεύει ότι όλο αυτό το traffic γίνεται εν αγνοία των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, της στρατοχωροφυλακής και της αστυνομίας; Οι διακινητές είναι απλώς τα εκτελεστικά όργανα των υβριδικών επιχειρήσεων της Τουρκίας.

Σύμφωνα με στοιχεία της Frontex το πρώτο οκτάμηνο του 2024 οι μεταναστευτικές ροές από την Α. Μεσόγειο προς την Ελλάδα  αυξήθηκαν κατά 39% (πάνω από 37.000 άτομα). Αντίθετα από την Κεντρική Μεσόγειο προς την Ιταλία μειώθηκαν κατά 64%. Ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Ν. Παναγιωτόπουλος, σε πρόσφατη συνέντευξή του, ανέφερε ότι οι ροές, το πρώτο οκτάμηνο αυξήθηκαν, κατά 60%. Ίσως ξέρει κάτι περισσότερο. Αυτοί οι αριθμοί αφορούν όσους εντοπίζονται και καταγράφονται. Χιλιάδες άλλοι διέρχονται λαθραία από τα σύνορα. Κάθε μέρα στον Έβρο και στην Εγνατία οδό συλλαμβάνονται αλλοδαποί και ημεδαποί διακινητές με κλεμμένα αυτοκίνητα να προωθούν λαθρομετανάστες στο εσωτερικό της χώρας. Εκείνος ο φράκτης στον Έβρο προχωράει με «ρυθμό χελώνας».

Αλήθεια, γιατί η Κυβέρνηση δεν αναστέλλει τη χορήγηση ασύλου για έξι μήνες, όπως έκανε η Κυπριακή Δημοκρατία με αποτέλεσμα την κατακόρυφη μείωση των αφίξεων μεταναστών; Αλλά πώς να το κάνει όταν ο πρωθυπουργός έχει δηλώσει ότι είναι ευτυχής που η ελληνική κοινωνία μεταλλάσσεται σε πολυπολιτισμική! Όταν οι Έλληνες, δηλαδή, θα γίνουν μια από τις διάφορες μειονότητες που θα διαβιούν στην ελληνική επικράτεια.

Το Κυπριακό

Ο Νίκος Χριστοδουλίδης πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κράτους διεθνώς αναγνωρισμένου, μέλους του ΟΗΕ, της ΕΕ και άλλων διεθνών οργανισμών παρακαλάει για μια συνάντηση με τον επικεφαλής της αποσχιστικής οντότητας της Βόρειας Κύπρου για να επαναρχίσει ο διάλογος για λύση του Κυπριακού. Μόνο που τη λύση του Κυπριακού δε θα την αποφασίσει ο όποιος Ερσιν Τατάρ αλλά η Άγκυρα. Αν ο Ν. Χριστοδουλίδης ήθελε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του και ιδιαίτερα το κύρος της Κυπριακής Δημοκρατίας θα έπρεπε να ζητάει διάλογο με τον Ερντογάν. Από κοντά ο Κ. Μητσοτάκης και ο Υπουργός του των Εξωτερικών δηλώνουν ευτυχείς που υπάρχει κινητικότητα στο Κυπριακό. Κινητικότητα για να προκύψει τι; Για να απενοχοποιείται ο εισβολέας και κατακτητής;

Μετά 50 χρόνια κανένα κράτος και κανείς διεθνής οργανισμός δε ζητάει την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο. Όλοι ζητούν διάλογο μεταξύ των δύο κοινοτήτων και αμοιβαίες υποχωρήσεις για την εύρεση της όποιας λύσης. Η Τουρκία είναι στο απυρόβλητο. Εδώ έχουν οδηγήσει τον Ελληνισμό 50 χρόνια κατευναστικής πολιτικής  Για αποτροπή, ανάσχεση και απελευθέρωση της κατεχόμενης Κύπρου δε μιλάει ούτε η Αθήνα ούτε η Λευκωσία.

 Ο Ερντογάν ζητάει από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τη διεθνή αναγνώριση ως ανεξάρτητου κράτους των κατεχομένων εδαφών και οι Μητσοτάκης και Χριστοδουλίδης μια Δικοινοτική –Διζωνική Ομοσπονδία που μπορεί να είναι χειρότερη ακόμη και της διχοτόμησης, αφού θα θέσει και τις ελεύθερες περιοχές υπό τον γεωπολιτικό έλεγχο της Τουρκίας.

Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση είτε ο Ελληνισμός θα αποδεχτεί όλους τους τουρκικούς όρους είτε η Τουρκία θα πρέπει να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τους γεωστρατηγικούς στόχους της. Μέση λύση δεν υπάρχει, γιατί αν δώσουμε μόνο ορισμένα απ’ όσα απαιτεί η Άγκυρα, «για να μην είμαστε καθημερινά με το δάκτυλο στη σκανδάλη» όπως είπε ο κ. Μητσοτάκης, απλώς θα της ανοίξουμε την όρεξη και για τα υπόλοιπα όντας σε ακόμη πιο αδύναμη θέση. Εκτός αν το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» έχει καταλάβει ολοκληρωτικά το πολιτικό προσωπικό σε Αθήνα και Λευκωσία.

Υ.Γ. 1 Πέρασε ίσως απαρατήρητη η αναφορά του Κ. Μητσοτάκη κατά την ομιλία του στη «Σύνοδο Κορυφής για Το Μέλλον» του ΟΗΕ. Είπε: «Το παγκόσμιο συμφέρον διαπερνά το μεμονωμένο συμφέρον των κρατών». Ποιος αλήθεια ορίζει το παγκόσμιο συμφέρον; Η παγκοσμιοποίηση, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, η Σύνοδος του Νταβός ή κάποιος άλλος;

Υ.Γ. 2 Απορεί κανείς με την εμμονή των ελλήνων πολιτικών να μιλούν για ενδεχόμενη οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ με την Τουρκία. Αγνοούν ότι στην ΑΟΖ περιλαμβάνεται και η υφαλοκρηπίδα; Ή εξυπηρετούν την Άγκυρα που δεν έχει επικυρώσει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας και θέλει οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας ώστε να ισχυριστεί ότι τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου κάθονται πάνω στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολίας;

 

Πηγή: www.ellinikiantistasi.gr

Συνέχεια ανάγνωσης

Αιγαίο

ΕΣΤΙΑ: Το δώρο Μητσοτάκη σε Ερντογάν! «Γκρίζες» ὅλες οἱ βραχονησῖδες καί τά νησιά πού εὑρίσκονται σέ ἀπόσταση 10 μιλίων ἀπό τά «θαλάσσια σύνορα»

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

«Ἀπαγόρευση τῆς τουριστικῆς ἀνάπτυξης» προβλέπει νομοσχέδιο τοῦ Ὑπουργείου Ἐνεργείας γιά τό Εἰδικό Χωροταξικό Σχέδιο στόν τουρισμό – «Ἀπαράδεκτη καί ἀναιτιολόγητη» θεωρεῖ τήν ρύθμιση ὁ πρόεδρος τοῦ ΤΕΕ Λέσβου κ. Στρατῆς Μανωλακέλλης – Τό πάγωμα τῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος ἀκυρώνει τήν ΑΟΖ – Τό «δῶρο» Μητσοτάκη σέ Ἐρντογάν

Μικρονήσια τοῦ Αἰγαίου χωρίς ΑΟΖ καί ὑφαλοκρηπῖδα μέ ἑλληνικό νόμο!

Οταν ἐκδιώκονται οἱ κάτοικοι καί ἀναστέλλεται ἡ οἰκονομική δραστηριότητα ἀπό νησί ἤ μικρονησίδα, αὐτομάτως χάνεται καί τό δικαίωμά του σέ ΑΟΖ καί ὑφαλοκρηπῖδα. Αὐτό ὁρίζει τό Διεθνές Δίκαιο τῆς Θαλάσσης. Εἶναι λοιπόν ἐξωφρενικό, εἶναι ἐξοργιστικό, τό γεγονός ὅτι προετοιμάζεται νόμος τοῦ ἑλληνικοῦ Κράτους, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει τήν τουριστική ἀνάπτυξη σέ μιά ὁλόκληρη κατηγορία νήσων καί νησίδων, καθιστῶντας τις ἔτσι «γκρίζες». Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὀψέποτε γίνουν διαπραγματεύσεις γιά ὁριοθέτηση ΑΟΖ καί ὑφαλοκρηπῖδας στό Αἰγαῖο καί ἐν γένει στό ἑλληνικό ἀρχιπέλαγος, θά εὑρεθεῖ ἡ Τουρκία σέ πλεονεκτική θέση, καθώς θά ὑπάρχει ἑλληνικός νόμος, ὁ ὁποῖος θά δικαιώνει τήν ἀπαίτησή της νά μήν ἔχουν τά νησιά δικαίωμα σέ ΑΟΖ καί ὑφαλοκρηπῖδα.

Πρόκειται, ὅπως ἀποκαλύπτει ἡ «Ἑστία», γιά τό νομοσχέδιο τοῦ Ὑπουργείου Ἐνεργείας πού ὁρίζει τό Εἰδικό Χωροταξικό Σχέδιο γιά τόν τουρισμό, τό ὁποῖο ἤδη εὑρίσκεται σέ δημόσια διαβούλευση. Τό νομοσχέδιο αὐτό περιλαμβάνει συγκεκριμένες διατάξεις πού ἀπαγορεύουν –ναί, χρησιμοποιεῖται ὁ ὄρος «ἀπαγορεύεται»– τήν τουριστική ἀνάπτυξη σέ ἑλληνικά νησιά. Καί ἐνδεχομένως σέ κάποια ἀπό τά νησιά αὐτά νά μήν εἶναι ἐφικτό νά δημιουργηθοῦν τουριστικές ὑποδομές. Ποιός εἶναι ὅμως ὁ λόγος νά ὑπάρχει ρητή ἀπαγόρευσις σέ νόμο τοῦ ἑλληνικοῦ Κράτους;

Ἀκόμη καί νησιά ἤ νησῖδες πού δέν ἔχουν αὐτήν τήν στιγμή ὑποδομές οἰκονομικῆς δραστηριότητος, δυνητικῶς μποροῦν ὁποιαδήποτε στιγμή νά ἀποκτήσουν. Συνεπῶς τό δικαίωμα νά ἔχουν ἐπήρεια στήν ὁριοθέτηση θαλασσίων ζωνῶν ὑφίσταται. Ποιός ὁ λόγος νά καταργηθεῖ αὐτό μέ ἑλληνικό νόμο; Τό ὅλο ζήτημα θυμίζει τήν περίπτωση τῆς νησῖδος Λέβιθα, ἀπό τήν ὁποία ἐξεδιώχθησαν βοσκός καί τό κοπάδι του (δηλαδή ὁ κάτοικος καί ἡ οἰκονομική του δραστηριότης) γιά νά «σωθεῖ» ἕνα σπάνιο εἶδος σαλιγκαριῶν. Ἔχουν ἄραγε τά σαλιγκάρια μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τά κυριαρχικά δικαιώματα τῆς χώρας μας στό Αἰγαῖο;

Γιά νά μήν μακρυγοροῦμε, ἰδού τί ἀναφέρει τό ἐπίμαχο νομοσχέδιο:

«Ὁμάδα ΙΙΙ: Ἀκατοίκητα νησιά καί βραχονησῖδες

Ἡ Ὁμάδα ΙΙΙ περιλαμβάνει δύο ὑποομάδες, μέ βάση τά ἰδιαίτερα φυσικά καί ἀνθρωπογενῆ χαρακτηριστικά τους, τό μέγεθος καί τήν ἐγγύτητά τους μέ κατοικημένες περιοχές.

Στήν 1η ὑποομάδα περιλαμβάνονται:

• Βραχονησῖδες

• Νησιά μέ ἔκταση μικρότερη τῶν 300 στρεμμάτων

• Νησιά τά ὁποῖα εὑρίσκονται σέ ἀπόσταση μικρότερη τῶν 10 ναυτικῶν μιλίων ἀπό τά θαλάσσια σύνορα τῆς χώρας

• Νησιά τά ὁποῖα εὑρίσκονται σέ ἀπόσταση μεγαλύτερη τῶν 10 ναυτικῶν μιλίων ἀπό παράκτιες περιοχές τοῦ ἠπειρωτικοῦ τμήματος τῆς χώρας ἤ ἀπό νησιά πού διαθέτουν ἀκτοπλοϊκή πρόσβαση.

Στήν δεύτερη ὑποομάδα περιλαμβάνονται ὅλα τά ἀκατοίκητα νησιά (μηδενικός πληθυσμός κατά τήν ἑκάστοτε τελευταία ἀπογραφή) πού δέν ἀνήκουν στήν 1η ὑποομάδα».

Τό νέο ΕΧΠ‐Τ προτείνει τίς παρακάτω ρυθμίσεις γιά τήν Ὁμάδα ΙΙΙ:

«1. Στά νησιά τῆς πρώτης ὑποομάδας δέν ἐπιτρέπεται κανένα εἶδος τουριστικῆς ἀνάπτυξης.

2. Στά νησιά τῆς δεύτερης ὑποομάδας ἐπιτρέπονται μόνο ΟΥΤΔ «ἤπιας ἀνάπτυξης». Σημειώνεται ὅτι μέ βάση τό ἰσχῦον θεσμικό πλαίσιο, ὁ συντελεστής δόμησης γιά τά σύνθετα τουριστικά καταλύματα (ΣΤΚ) καί τά μεικτά τουριστικά καταλύματα μικρῆς κλίμακας (ΜΤΚΜΚ) περιορίζεται ἀπό 0,2 σέ 0,12 γιά τά κατοικημένα νησιά πλήν τῶν νήσων Κρήτης, Εὔβοιας, Κέρκυρας καί Ρόδου. Στό ἴδιο πνεῦμα κρίνεται σκόπιμο οἱ ὀργανωμένοι ὑποδοχεῖς τουριστικῶν δραστηριοτήτων (ΟΥΤΔ) πού ἐπιτρέπονται στά νησιά αὐτά νά εἶναι ἤπιας ἀνάπτυξης κατά τόν ὁρισμό τοῦ ὑπό μελέτη ΕΧΠ‐Τ».

Πρόεδρος Τεχνικού Επιμελητηρίου Βορειοανατολικού Αιγαίου: Απαράδεκτη η απαγόρευση

Ἡ ἀπαγόρευσις αὐτή, τῆς ἀναπτύξεως τῶν νησίδων τῆς τρίτης ὑποομάδος, χαρακτηρίζεται ἀπαράδεκτη καί ἀναιτιολόγητη καί ἀπό τό Τεχνικό Ἐπιμελητήριο Βορειοανατολικοῦ Αἰγαίου, τό ὁποῖο σέ ἔγγραφο πρός τό ὑπουργεῖο ἐνεργείας, τό ὁποῖο ὑπογράφει ὁ πρόεδρός του Στρατῆς Μανωλακέλλης, μεταξύ ἄλλων ὑπογραμμίζει:

«Καταγράφονται στήν Ὁμάδα ΙΙΙ:

“Ἀκατοίκητα νησιά καί βραχονησῖδες” ὡς 1η ὑποομάδα

• Οἱ βραχονησῖδες

• Νησιά μέ ἔκταση μικρότερη τῶν 300 στρεμμάτων.

• Νησιά τά ὁποῖα εὑρίσκονται σέ ἀπόσταση μικρότερη τῶν 10 ναυτικῶν μιλίων ἀπό τά θαλάσσια σύνορα τῆς χώρας.

• Νησιά τά ὁποῖα εὑρίσκονται σέ ἀπόσταση μεγαλύτερη τῶν 10 ναυτικῶν μιλίων ἀπό παράκτιες περιοχές τοῦ ἠπειρωτικοῦ τμήματος τῆς χώρας ἤ ἀπό νησιά πού διαθέτουν ἀκτοπλοϊκή πρόσβαση καί ἐπιβάλλεται ἀπαγόρευση ὁποιασδήποτε μορφῆς τουριστικῆς ἀνάπτυξης!

Συγκεκριμένα ἀναφέρεται: “Στά νησιά τῆς πρώτης ὑποομάδας δέν ἐπιτρέπεται κανένα εἶδος τουριστικῆς ἀνάπτυξης. Στά νησιά τῆς δεύτερης ὑποομάδας ἐπιτρέπονται μόνο ΟΥΤΔ ἤπιας ἀνάπτυξης.

Ὡς κάτοικοι ἀκριτικῶν νησιῶν θεωροῦμε ἀπαράδεκτη καί ἀναιτιολόγητη μιά τέτοια ἀπαγόρευση καί ζητοῦμε τήν διαγραφή της ἤ τροποποίησή της μέ ρυθμίσεις ἀνάλογες τῆς 2ης ὑποομάδας».

Ἐρώτησις: Μήπως ὁ νόμος τοῦ κ. Σκυλακάκη εἶναι τό «δῶρο» τοῦ Πρωθυπουργοῦ στόν Πρόεδρο Ἐρντογάν κατά τήν σημερινή τους συνάντηση; Αὐτή εἶναι ἡ «συναντίληψη γιά τίς θαλάσσιες ζῶνες»;

ΠΗΓΗ: ΕΣΤΙΑ

Συνέχεια ανάγνωσης

Αιγαίο

Δημήτρης Τσαϊλάς: Από τον εξαναγκασμό στη συνθηκολόγηση

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Η πολλαπλότητα και η πολυπλοκότητα των προκλήσεων εθνικής κυριαρχίας, που αντιμετωπίζουμε δεν αφήνουν περιθώρια για διπλωματικούς ελιγμούς, λόγω των εκφρασμένων απειλών από την Τουρκία. Αυτό το πολύπλοκο σύνολο αλληλένδετων ζητημάτων (ΑΟΖ, Υφαλοκρηπίδα, Δικαίωμα επέκτασης χωρικών υδάτων, Δικαίωμα προάσπισης νησιών ανατολικού Αιγαίου, Δικαίωμα έρευνας διάσωσης στο FIR, Δυτική Θράκη, Κύπρος) είναι πολύ πολύπλοκο για ακόμη και για πολύ εξειδικευμένους διπλωμάτες να φαντάζονται εύκολες λύσεις. Η κυβέρνηση μας αποφάσισε με μυστική διπλωματία ουσιαστικά, να δώσει προτεραιότητα σε δύο ζητήματα: τον κατευνασμό της Τουρκίας και την ενίσχυση από τους συμμάχους και εταίρους. Δυστυχώς θα μάθουμε πολύ σύντομα, εάν αυτά τα ζητήματα είναι πιθανό να επιλυθούν. 

Η Τουρκία ακολουθεί μια ολοένα και πιο αυτόνομη εξωτερική πολιτική, ενώ εδραιώνει το αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησής της. Εν μέσω μιας μεταβαλλόμενης παγκόσμιας τάξης, η Άγκυρα χρειάζεται την Ελλάδα μόνο για να ισορροπήσει τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες με τα βασικά οικονομικά της συμφέροντα και τις σχέσεις της με τη Δύση και όχι για να υπάρξει οποιαδήποτε επίλυση για τις θαλάσσιες ζώνες. 

Ο κόσμος γίνεται μάρτυρας κοσμοϊστορικών γεωπολιτικών αλλαγών στην ηπειρωτική Ευρώπη. Παράλληλα, η μόνιμη απειλή για τον Ελληνισμό, η Τουρκία αναπροσανατολίζει την εξωτερική της πολιτική και επεκτείνει τον περιφερειακό ρόλο της. Η Τουρκία είναι προφανώς ελεύθερη να ακολουθήσει τη δική της πορεία. Αυτό που μένει να δούμε είναι πώς ο Ελληνισμός θα εξισορροπήσει τις περιφερειακές γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας με την ευρωπαϊκή γειτονιά της και τα βασικά οικονομικά συμφέροντα και περιορισμούς της. 

Εν μέσω μιας μαζικής αναταραχής στην παγκόσμια γεωπολιτική, έχει καταστεί ζωτικής σημασίας για όλους μας στην Ελλάδα να κάνουμε μια λειτουργική αξιολόγηση της διεθνούς πραγματικότητας με σκοπό να μην επιτρέψουμε να εγείρονται ζητήματα κυριαρχίας. Ο εν εξελίξει αφοπλισμός των νησιών του Αιγαίου, και η επί θύραις θεσμοποίησή του σε αποστρατιωτικοποίηση/ουδετερότητα, (με άλλοθι το σχεδιαζόμενο Ελληνο-Τουρκικό Σύμφωνο Φιλίας και μη -Επίθεσης) πρέπει να σταματήσει!!  Κάθε μέσο νόμιμης δράσης είναι καλό και πρόσφορο για τον σκοπό αυτό. Προέχει η  ενημέρωση των πολιτών για τις συνέπειες που θα έχει ο σχεδιασμός της αποστρατιωτικοποίησης και συναφούς ουδετερότητας στην ασφάλειά τους, στην ίδια τους την ζωή και στο μέλλον των παιδιών τους. Είναι απαραίτητη η διαμόρφωση και οργάνωση του πλαισίου, που θα επιτρέψει στους πολίτες ν` αναλάβουν, με συγκροτημένη δράση, την ευθύνη κάθε ενός και κάθε μίας για την άμυνα της χώρας και των επαπειλούμενων περιοχών της.

Πώς η Τουρκία μπορεί να κερδίσει χωρίς πόλεμο

Υπάρχει ένας εύλογος δρόμος για την Τουρκία να χρησιμοποιήσει εξαναγκασμό σε μαζική κλίμακα για να αναγκάσει την Ελλάδα να αποδεχθεί τις απαιτήσεις της Άγκυρας χωρίς να πυροδοτήσει μεγάλο περιφερειακό πόλεμο και χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τους περιφερειακούς υψηλούς-στρατηγικούς στόχους της Τουρκίας.

Πολύ λίγη προσοχή δίνεται στις δυνατότητες εξαναγκασμού της Τουρκίας, ενώ η στρατιωτική ικανότητα της παραμένει στο επίκεντρο των στρατηγικών.

Μια βραχυπρόθεσμη εκστρατεία εξαναγκασμού μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες για να παράσχει στη Τουρκία διάφορες οδούς που θα μπορούσαν να μετατρέψουν τις καταναγκαστικές δραστηριότητες της σε πολιτικά αποτελέσματα που θα της επιτρέψουν να αποκτήσει πολιτικό έλεγχο στη γεωπολιτική περιφέρεια.

Ο Ελληνισμός είναι πλήρως ικανός να αναπτύξει επαρκή αντίμετρα για να αποτρέψει και να νικήσει μια εκστρατεία εξαναγκασμού της Τουρκίας που στοχεύει την κυριαρχία μας μέσω άμεσης δράσης και στενού συντονισμό;

Ο φόβος ότι η Τουρκία θα προκαλέσει κρίση στην Ελλάδα και θα μας παρασύρει σε έναν μαζικό πόλεμο στο Αιγαίο ώθησε εδώ και πολλά χρόνια την αυξανόμενη εστίαση στην προετοιμασία για σύγκρουση. Η επέκταση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Τουρκίας και οι απειλές της Τουρκίας για ορόσημα όπως του αιώνα της Τουρκίας έχουν εντείνει αυτούς τους φόβους και έχουν πυροδοτήσει έντονες συζητήσεις σχετικά με τον πιθανό ρόλο και την ετοιμότητα του Ελληνισμού να αποτρέψει και να νικήσει σε μια κρίση.

Οι ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα του Ελληνισμού να υπερασπιστεί ολιστικά στις θάλασσες του Αιγαίου και της Μεσογείου είναι έγκυρες και σημαντικές επειδή τα ελληνικά συμφέροντα θα πλήττονταν σοβαρά από την ενεργή αμφισβήτηση νήσων. Η θάλασσα είναι στρατηγικά ζωτικής σημασίας για την επιβίωση μας. 

Ωστόσο, ο Ελληνισμός εξακολουθεί να στερείται μιας σαφούς υψηλής στρατηγικής για την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση διατυπώνει όλο και περισσότερο τη σημασία της διατήρησης αυτών. Ακόμη χειρότερα, οι συζητήσεις για την άμυνα της Ελλάδας έχουν επικεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά στην αποτροπή ή την ήττα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων σε μια πιθανή σύγκρουση ενώ έχουν αγνοήσει σε μεγάλο βαθμό το πιθανότερο σενάριο, στοιχεία του οποίου βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη. Μια εκστρατεία εξαναγκασμού της Τουρκίας που απέχει πολύ από την εισβολή, αλλά φέρνει ωστόσο τον Ελληνισμό υπό τον έλεγχο της Άγκυρας. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να πείσει την ηγέτιδα δύναμη της βορειοατλαντικής συμμαχίας ΗΠΑ και τους εταίρους στην ΕΕ να αποχωρήσουν από τη στενότερη εστίαση σε ένα μόνο επικίνδυνο σενάριο για να επανεκτιμήσουν την πλήρη απειλή που θέτει η Τουρκία και να αναπτύξουν ένα συνεκτικό σύνολο στρατηγικών για να νικήσουν όλες τις πτυχές αυτής της απειλής.

Οι στρατηγικές συζητήσεις στα διάφορα φόρα σχετικά με την άμυνα του Ελληνισμού επικεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο αποτροπής της σύγκρουσης. Αυτές οι συζητήσεις έχουν γίνει ιδιαίτερα εμφανείς καθώς η τουρκικές διεκδικήσεις αυξάνονται και γίνονται όλο και πιο εμφανής. Η αποφασιστικότητα των πολιτών του Ελληνισμού να διατηρήσει την κυριαρχία του ενθαρρύνει τους ηγέτες της Άγκυρας να επιλέξουν όλο και πιο καταναγκαστικά μονοπάτια για να αποκτήσουν τον έλεγχο, μέχρι και τη σύγκρουση. Σε αυτό το σημείο που έχουμε φτάσει πρέπει σίγουρα να προετοιμαστούμε για την πιθανότητα σύγκρουσης, αλλά πρέπει επίσης να προετοιμαστούμε για εναλλακτικές στρατηγικές υβριδικού πολέμου και εξαναγκασμού της Τουρκίας.

Η στρατηγική σχεδίαση της Τουρκίας, εδώ και καιρό, αναγνώρισε αυτό το σημαντικό κενό στη στρατηγική σκέψη του Ελληνισμού και προσπάθησε να εξετάσει εάν τέτοιες εξαναγκαστικές προσεγγίσεις ακόμη και βραχυπρόθεσμου πολέμου θα μπορούσαν να αναγκάσουν την Ελλάδα να υποχωρήσει στις απαιτήσεις της χωρίς σύγκρουση ή στρατιωτικό αποκλεισμό κάποιων νησιών. Έχουνε αναπτύξει μια ρεαλιστική προσέγγιση που θα μπορούσε να μας εξαναγκάσει σε μια πολιτική διευθέτηση ευνοϊκή για την Τουρκία χωρίς να εισβάλει και να καταλάβει ένα νησί. Αναφέρομαι σε αυτή την ολοκληρωμένη πολιτικο-στρατιωτική εκστρατεία ως τη βραχυπρόθεσμη πορεία εξαναγκασμού.

Η επιτυχία της πορείας δράσεως εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αποτυχία των στόχων της να αναγνωρίσουν την ύπαρξή της ως συνεκτικό εγχείρημα. Αυξάνοντας συνεχώς την πίεση και εντείνοντας τη βασική καταναγκαστική δραστηριότητα, η Τουρκία στοχεύει να αναβαθμίζει όλο και περισσότερο τις απαιτήσεις έως ότου οι κρίσιμοι τομείς της πολιτικής της Ελλάδας αποδεχτούν μια «ειρηνευτική διαδικασία» που προτείνει η Τουρκία ως προτιμότερη από τη συνεχιζόμενη αντίσταση.

Η πορεία δράσης τους επιτίθεται σε τρία κέντρα βάρους, που παρέχουν επί του παρόντος στην κυβέρνηση της Ελλάδας και στον λαό της τη δύναμη να αντισταθούν στον εξαναγκασμό της Τουρκίας.

Το πρώτο είναι η στρατηγική σχέση ΗΠΑ-Ελλάδας, η οποία περιλαμβάνει ολοκληρωμένη διμερή συνεργασία. Εκτελούν, επιχειρήσεις παραπληροφόρησης και απειλή για στρατιωτική κλιμάκωση για να πείσει τις ΗΠΑ ότι η συνεργασία τους με την Ελλάδα δημιουργεί περαιτέρω κλιμάκωση, ενώ η ειρήνη και η ευημερία είναι προ των πυλών εάν αυτή η εταιρική σχέση σταματήσει.

Το δεύτερο κέντρο βάρους είναι η ικανότητα της Ελληνικής κυβέρνησης να λειτουργεί και να παρέχει βασικές υπηρεσίες. Οικονομικός πόλεμος, κυβερνοπόλεμος, δολιοφθορά, αυστηρές (και ψευδο-νόμιμες) απαιτήσεις της Άγκυρας, ηλεκτρονικός πόλεμος και προπαγάνδα επικριτική για την κακοδιαχείριση της κυβέρνησης επιδιώκουν να μειώσουν δραστικά την αξιοπιστία και να διαβρώσουν τη νομιμότητα της Ελληνικής κυβέρνησης στα μάτια των δικών της ανθρώπων.

Τρίτον, οι εκτεταμένες και επίμονες μελέτες ινστιτούτων στρατηγικής (πχ ΕΛΙΑΜΕΠ) διαμορφώνουν γνωστικές και ψυχολογικές εκστρατείες στοχεύοντας να σπάσουν τη βούληση των Ελλήνων για αντίσταση εκφοβίζοντας τους υποστηρικτές της αντίστασης, σπέρνοντας αμφιβολίες και φόβο στον πληθυσμό και δημιουργώντας αιτήματα για ανταλλαγή πολιτικών παραχωρήσεων για ειρήνη.

Εάν η Άγκυρα επιτεθεί επιτυχώς σε καθένα από αυτά τα κέντρα βάρους, η αίσθηση της εγκατάλειψης μεταξύ του Ελληνικού λαού θα ήταν συντριπτική και η κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να εξετάσει ένα νέο παράδειγμα για τις θαλάσσιες ζώνες ως εναλλακτική λύση. 

Πηγή: Militaire

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή