Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις της πτώσης της Καμπούλ και ο φόβος της τρομοκρατίας
Δεν ήταν καν μάχη. Στις 10 Ιουνίου 2007, ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων της Χαμάς και της Φατάχ στη Λωρίδα της Γάζας. Το Ισραήλ είχε αποσυρθεί από τον παράκτιο θύλακα δύο χρόνια νωρίτερα και αφού η Χαμάς ανέλαβε την εξουσία στις εκλογές του Ιανουαρίου 2006, οι δύο πλευρές μάχονταν συνεχώς για το πώς θα κυβερνήσουν από κοινού τον παλαιστινιακό λαό.
Εκείνη την εποχή, ένας Αμερικανός στρατηγός ήταν εγκατεστημένος στο Ισραήλ, υπεύθυνος για την εκπαίδευση των δυνάμεων της Φατάχ πιστές στον πρόεδρο της παλαιστινιακής αρχής Mahmoud Abbas. Ο Keith Dayton, συντονιστής ασφαλείας των ΗΠΑ όπως τον αποκαλούσαν, εξήγησε την αποστολή του στα τέλη του 2006. Το Ιράν, είπε, βοηθούσε με τον εξοπλισμό της Χαμάς και οι ΗΠΑ ήθελαν να αποτρέψουν την εξάλειψη των “μετριοπαθών δυνάμεων”.
Για αυτό που συνέβη σε διάστημα πέντε ημερών το καλοκαίρι του 2007 δεν μπορεί να κατηγορηθούν αποκλειστικά οι Αμερικανοί. Η Φατάχ – που είχε λάβει υποστήριξη από τη Δύση – διαλύθηκε μέσα σε λίγες μέρες. Χρόνια αργότερα, τα μέλη της Φατάχ θυμούνται ακόμη τον τρόπο με τον οποίο η Χαμάς πετούσε τους φίλους τους από οροφές ή που τους έδεναν σε μοτοσικλέτες και τους έσερναν σε δρόμους γεμάτους λακκούβες στη Γάζα.
14 χρόνια μετά, η Χαμάς ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο της Γάζας. Εκτός από τη μεταφορά δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων κάθε μήνα για την πληρωμή μερικών μισθών, ο Abbas έχει μηδενική επιρροή σε ό, τι συμβαίνει στη Λωρίδα της Γάζας. Η Χαμάς αποτελεί την κυρίαρχη δύναμη.
Ανώτεροι ισραηλινοί αξιωματούχοι άμυνας θυμήθηκαν αυτήν την εβδομάδα αυτές τις πέντε ημέρες του Ιουνίου του 2007, έχοντας δει τις δραματικές εικόνες από το Αφγανιστάν. Οι εικόνες αυτές υπενθύμισαν σε αυτούς τους Ισραηλινούς το τι συμβαίνει όταν βασίζεσαι σε κάποιον άλλο να κάνει τη δουλειά σου, είτε πρόκειται για τη Φατάχ, τον Αφγανό πρόεδρο Ασράφ Γάνι ή τον στρατό του νότιου Λιβάνου.
Είναι ένα μάθημα που το Ισραήλ έμαθε με δύσκολο τρόπο. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι ισραηλινές δυνάμεις άρχισαν να παραδίδουν τον έλεγχο ασφαλείας των πόλεων της Δυτικής Όχθης στην παλαιστινιακή αρχή, για να ανακαταλάβουν ολόκληρη την περιοχή λίγα χρόνια αργότερα κατά τη διάρκεια της επιχείρησης Defensive Shield. Το 2000, αποσύρθηκε από το Λίβανο για να δει τη Χεζμπολάχ να απαγάγει στρατιώτες της πέντε μήνες αργότερα και στη συνέχεια πόλεμος το 2006. Σήμερα, η Χεζμπολάχ έχει 10 φορές τον αριθμό των ρουκετών που είχε μόλις 15 χρόνια πριν.
Το 2005, το Ισραήλ αποχώρησε από τη Λωρίδα της Γάζας. Τότε, κυβερνητικοί αξιωματούχοι προειδοποίησαν για σοβαρές συνέπειες αν εκτοξευθεί έστω και ένας πύραυλος κατά του Ισραήλ.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν αφορά αποκλειστικά το Ισραήλ. Κάθε απόσυρση σε αυτό το μέρος του κόσμου – Ιράκ, Συρία, Λιβύη, Υεμένη – τελειώνει με τον ίδιο τρόπο, με το “κενό” να “γεμίζεται” από εχθρικά και ριζοσπαστικά τρομοκρατικά στοιχεία που έχουν την τάση να υπονομεύουν κάθε έργο που γίνεται για την προώθηση των δημοκρατικών αξιών και ελευθεριών.
Το σκεπτικό ότι η περίπτωση του Αφγανιστάν θα κατέληγε με διαφορετικό τρόπο ήταν γελοίο και δεν υπήρχε αντίστοιχο ιστορικό προηγούμενο. Τα χρήματα, η εκπαίδευση και η ελπίδα δεν είναι αρκετά για να αλλάξει μια χώρα. Η ίδια συνταγή έχει αποτύχει πάρα πολλές φορές σε πάρα πολλά μέρη.
Το ερώτημα είναι τι θα ακολουθήσει τώρα. Τις επόμενες εβδομάδες, το Αφγανιστάν θα υποχωρήσει από τη διεθνή ατζέντα και οι άνθρωποι θα ξεχάσουν τις φρικτές εικόνες των Αφγανών που έπεφταν από τα αεροσκάφη που ήλπιζαν αν τους μεταφέρουν στην ασφάλεια.
Το “βλέμμα” του Ισραήλ – που ποτέ δεν ήταν στραμμένο στο Αφγανιστάν – θα στραφεί στην Ουάσινγκτον, όπου ο πρωθυπουργός Ναφτάλι Μπένετ θα βρεθεί την επόμενη εβδομάδα έπειτα από πρόσκληση του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν. Οι δύο ηγέτες θα πραγματοποιήσουν συνομιλίες για μια σειρά θεμάτων, αν και το ποια ακριβώς θα είναι η ατζέντα εξαρτάται από το ποιον ακούτε.
Σύμφωνα με όσα λέει ο Μπένετ, η επίσκεψη θα αφορά το Ιράν. Αυτό είπε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός το βράδυ της Τετάρτης όταν ανακοίνωσε το ταξίδι του στις ΗΠΑ. Αλλά αν διαβάσετε την ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, η ατζέντα διευρύνεται λίγο. Πράγματι, γίνεται αναφορά στο Ιράν, αλλά και για τους Παλαιστίνιους, για τους οποίους θα μιλήσουν οι δύο πολιτικοί για να βρουν τρόπους “για την προώθηση της ειρήνης, της ασφάλειας και της ευημερίας”.
Ο Μπένετ θα πρέπει να εξετάσει τι φέρνει στον Μπάιντεν σε ένδειξη καλής θέλησης. Δεν αρκεί να φτάσει στον Λευκό Οίκο περιμένοντας να πείσει τον πρόεδρο για τα προβλήματα με τη συμφωνία με το Ιράν και να ελπίζει ότι θα την εγκαταλείψει. Επίσης, δεν είναι αρκετό να εξηγήσει στον Μπάιντεν και το προσωπικό του πώς ο Abbas είναι διεφθαρμένος, ότι η Ιουδαία και η Σαμάρια ανήκουν στον εβραϊκό λαό και πως ένα παλαιστινιακό κράτος θα αποτύχει – πρόκειται για σχόλια που έχει κάνει στο παρελθόν ο Μπένετ. Δεν είναι αυτά που θέλει να ακούσει ο Λευκός Οίκος.
Τις τελευταίες εβδομάδες, αξιωματούχοι άμυνας πραγματοποίησαν συναντήσεις με τον Μπένετ και του πρότειναν μια σειρά από έργα για τη βελτίωση της ποιότητας της παλαιστινιακής ζωής στη Δυτική Όχθη και την ενίσχυση της οικονομίας. Υπήρχαν ιδέες για την ψηφιοποίηση των διαβάσεων για να διευκολυνθεί ο τρόπος εισόδου των εργαζομένων στο Ισραήλ, για δημιουργία νέων κοινών βιομηχανικών ζωνών, ακόμη και να ξεκινήσουν εργασίες για ένα σύστημα τρένων που θα βοηθούσε στη μεταφορά προϊόντων μέσω της Δυτικής Όχθης και παραπέρα.
Μέχρι στιγμής ο Μπένετ ακούει αλλά δεν έχει υιοθετήσει ακόμη κάποιο από τα σχέδια. Ο Μπάιντεν θα θέλει κάτι απτό από τη συνάντησή τους που θα είναι κάτι περισσότερο από το να ακούσει έναν ακόμη Ισραηλινό ηγέτη να προειδοποιεί για τους κινδύνους από την Τεχεράνη. Θα υπάρξει σίγουρα αναφορά για την Κίνα αλλά το ίδιο ισχύει και για τους Παλαιστίνιους.
Μια σκέψη για τον Μπένετ θα ήταν να καλέσει τον Abbas πριν φύγει από την Ιερουσαλήμ. Ενώ μερικοί από τους υπουργούς του καθώς και ο πρόεδρος Isaac Herzog έχουν ήδη επικοινωνήσει με τον Παλαιστίνιο ηγέτη, ο Μπένετ δεν έχει, και μάλλον θα προτιμούσε να μην χρειαστεί ποτέ.
Αυτό δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Μια κλήση προς τον Abbas – κατά την οποία σε αυτό το στάδιο δεν χρειάζεται παρά να ευχαριστήσει τον Παλαιστίνιο ηγέτη για την αποστολή βοήθειας στην καταπολέμηση της πυρκαγιάς στην Ιερουσαλήμ νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα – θα κερδίσει πόντους στην Ουάσινγκτον. Δεν θα υπήρχε τίποτα δεσμευτικό σε κάτι τέτοιο, θα αποτελούσε απλά το άνοιγμα μιας γραμμής επικοινωνίας.
Ο Μπάιντεν δεν περιμένει πολλά. Αναγνωρίζει ότι οι έξι έδρες του Μπένετ σε έναν κατακερματισμένο συνασπισμό του αφήνουν πολύ λίγη πολιτική ευελιξία. Για παράδειγμα, ο Μπάιντεν δεν θα τον πιέσει να παγώσει την κατασκευή οικισμών με τον τρόπο που ο Μπαράκ Ομπάμα πίεσε τον Μπενιαμίν Νετανιάχου, όταν ο πρώην ηγέτης επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο για πρώτη φορά το 2009.
Αλλά ο Μπάιντεν θα μπορούσε να κάνει στον Μπένετ αυτό που έκανε ο Ομπάμα στον Νετανιάχου όταν ο πρώην πρόεδρος επισκέφτηκε το Ισραήλ το 2013. Ο Νετανιάχου είχε συνοδεύσει τον πρόεδρο στο αεροδρόμιο για να τον αποχαιρετήσει, και ο Ομπάμα “τράβηξε” τον Νετανιάχου σε μια σκηνή και τον έβαλε να καλέσει τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με τον οποίο το Ισραήλ ήταν σε διαμάχη εκείνη την εποχή (και σήμερα) για να ζητήσει συγγνώμη για τις απώλειες ζωής στο περιστατικό του Μαβί Μαρμαρά τρία χρόνια νωρίτερα.
Ο Μπάιντεν, για παράδειγμα, θα μπορούσε να καλέσει τον Abbas στο Οβάλ Γραφείο και να επιμείνει οι δύο ηγέτες να οργανώσουν μια συνάντηση. Τι θα κάνει ο Μπένετ; Θα αρνηθεί να μιλήσει με τον Παλαιστίνιο ηγέτη μπροστά στον Μπάιντεν; Απίθανο.
Ο πρόεδρος που θα συναντήσει ο Μπένετ την επόμενη εβδομάδα θα είναι διαφορετικός από αυτόν που θα είχε συναντήσει αν η συνάντηση είχε πραγματοποιηθεί πριν από δύο εβδομάδες, πριν από την κατάρρευση του Αφγανιστάν.
Πράγματι, η θέση του Μπάιντεν στην περιοχή είναι πλέον ασθενέστερη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα είναι εύκολο να αλλάξει γνώμη. Μια απόσπαση της προσοχής από την Ιερουσαλήμ και τη Ραμάλα μπορεί να είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται για να αποσπάσει την προσοχή από την Καμπούλ. Αν ναι, το Ισραήλ καλύτερα να είναι προετοιμασμένο.
Την Κυριακή, εμφανίστηκαν φωτογραφίες στο Twitter με τον Νετανιάχου, τη σύζυγό του, Σάρα και τον γιο τους στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Σαν Φρανσίσκο, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, πήγαιναν για διακοπές στη Χαβάη.
Ο Νετανιάχου δεν έδειχνε χαρούμενος για τις φωτογραφίες. Φαινόταν κουρασμένος, κάτι που είναι κατανοητό αν ληφθεί στα υπόψη ότι είναι σχεδόν 72 ετών και μόλις είχε απογειωθεί από υπερατλαντική πτήση. Ωστόσο, ήταν μια πολύ διαφορετική εικόνα από αυτή που είχε συνηθίσει να βλέπει το ισραηλινό κοινό από τα ταξίδια του Νετανιάχου στο εξωτερικό. Δεν υπήρχαν κόκκινα χαλιά, μαύρες λιμουζίνες και ναυλωμένα αεροσκάφη. Ο Νετανιάχου έμοιαζε με απλό πολίτη που διέσχιζε τον τερματικό σταθμό αεροδρομίου, περιμένοντας στην ουρά. Δεν άργησαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να σχολιάσουν. Ορισμένα χαρακτήρισαν την εικόνα ως απεικόνιση της ισραηλινής δημοκρατίας. Τη μια μέρα είσαι ηγέτης και την επόμενη είσαι απλός πολίτης. Τη μια μέρα σε συναντούν με ύψιστες τιμές και την επόμενη αντικρίζεις τους ανυπόμονους υπαλλήλους στο check-in.
Άλλοι πιστεύουν ότι η φωτογραφία ήταν σκηνοθετημένη και ότι ο Νετανιάχου ήθελε να βγει η εικόνα προς τα έξω, έτσι ώστε οι άνθρωποι να δουν ότι είναι απλός πολίτης και ίσως να τον λυπηθούν. Κάποιοι άλλοι όμως επιτέθηκαν στον ηγέτη της αντιπολίτευσης επειδή ταξίδεψε στο εξωτερικό σε μια εποχή που τα κρούσματα κορονοϊού αυξάνονται στο Ισραήλ και ο Μπένετ ζήτησε από τους ανθρώπους να απέχουν από τις πτήσεις.
ΠΗΓΗ: Jerusalem Post, capital.gr