Ακολουθήστε μας

Απόψεις

Η κρίση της Ταϊβάν

Δημοσιεύτηκε

στις

Ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, οι ΗΠΑ ανέβασαν την ένταση στην αντίθετη πλευρά της Ευρασίας. Κάποιοι ερμηνεύουν την επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι ως πραγματική πρόκληση, ενώ κάποιοι τη θεωρούν ως απάντηση στην κινεζική υποστήριξη στην Μόσχα. Κάποιοι άλλοι θεώρησαν ότι εμπίπτει στα κανονικά πλαίσια της πολιτικής των ΗΠΑ για την Ταϊβάν.

Γράφει ο Βαγγέλης Χωραφάς

Σε κάθε περίπτωση, η κίνηση αυτή έχει δρομολογήσει εξελίξεις σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, οι οποίες θα μορφοποιηθούν το επόμενο διάστημα.

Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

Η νομιμότητα της επίσκεψης της Νάνσι Πελόζι υπόκειται στις διαφορετικές ερμηνείες σχετικά με το θέμα της «μίας Κίνας». Για τους Κινέζους είναι «η αρχή της μίας Κίνας» και ως εκ τούτου είναι αμετάκλητη και αμετάβλητη. Για τις ΗΠΑ υπάρχει η «πολιτική της μίας Κίνας» ─και όχι η αρχή της μίας Κίνας─, η οποία ως τέτοια παρέχει ευελιξία και λειτουργική ασάφεια στις κινήσεις της Δύσης. Αφορά κυρίως τη «στρατηγική της ασάφειας» που υιοθετείται από την Ουάσιγκτον.

Αν και οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τη Λαϊκή Δημοκρατία ως τη μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας, όσον αφορά τα γεωγραφικά σύνορα, απλώς έλαβαν υπόψη τη «θέση» του Πεκίνου, διατηρώντας ταυτόχρονα την ελευθερία να διατηρούν εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με την Ταϊβάν. Οι ΗΠΑ δεν έλαβαν ποτέ επίσημη θέση για το θέμα της κυριαρχίας της Ταϊβάν και ανέκαθεν δήλωναν ότι εργάζονται για την επίλυση του ζητήματος «ειρηνικά».

Αυτή η απόκλιση, στην πραγματικότητα συμβιβάστηκε με τη σύγκλιση των γεωπολιτικών συμφερόντων τη δεκαετία του ‘70, που βασιζόταν στην κοινή αντιπαλότητα Πεκίνου-Ουάσιγκτον κατά της Μόσχας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, καθώς και των γεωοικονομικών συμφερόντων των δύο χωρών, πάνω στην οποία οικοδομήθηκαν οι μηχανισμοί της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης.

Η έλευση του Σι Τζινπίνγκ στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος αντιπροσώπευε μια αποφασιστική αλλαγή κατεύθυνσης σε αυτή τη διαδικασία. Προκειμένου να επιβάλει ένα νέο διεθνές καθεστώς για την Κίνα, που αντικατοπτρίζει την οικονομική ισχύ της, ο Σι ενεργοποίησε ιδεολογικούς μηχανισμούς, που σταδιακά μετέφρασαν το «κινεζικό θαύμα» ως ένα εσωτερικό επίτευγμα της χώρας. Αυτό οδήγησε σταδιακά σε παράλειψη του ρόλου που έπαιξαν οι αγορές της Δύσης στις κινεζικές επιτυχίες, τροφοδοτώντας εντάσεις με την Ουάσιγκτον και αλλάζοντας τις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές ισορροπίες στις οποίες βασίζονταν ο εύθραυστος συμβιβασμός για το θέμα της «μίας Κίνας».

Η νέα στρατηγική του Πεκίνου

Το Πεκίνο έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, ανεξάρτητα από την έκβαση της παρούσας κρίσης της Ταϊβάν, το δικό του εξωτερικό περιβάλλον έχει γίνει πολύ πιο επικίνδυνο. Οι Κινέζοι βλέπουν μια αυξανόμενη ρήξη μεταξύ των δυτικών δημοκρατιών και αυτών που στη Δύση ονομάζουν αυταρχικά(μη φιλελεύθερα) καθεστώτα, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και της Ρωσίας. Το Πεκίνο ανησυχεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτές τις γραμμές αντιπαράθεσης και να δημιουργήσουν οικονομικούς, τεχνολογικούς και στρατιωτικούς συνασπισμούς για να περιορίσουν την Κίνα. Η αντιπαράθεση τεχνοδημοκρατιών και τεχνοαπολυταρχικών καθεστώτων που προωθούν οι ΗΠΑ, προβληματίζει την Κίνα. Το Πεκίνο πιστεύει ότι η Ουάσιγκτον και η Ταϊπέι σκόπιμα κλιμακώνουν τις περιφερειακές εντάσεις, συνδέοντας άμεσα την ουκρανική σύγκρουση με την ασφάλεια της Ταϊβάν. Το Πεκίνο ανησυχεί επίσης ότι η αυξημένη διεθνής υποστήριξη προς την Ταϊβάν θα ανατρέψει τα σχέδια του για «επανένωση».

Ο επαναπροσανατολισμός του Πεκίνου με την έναρξη της ρωσικής επιχείρησης στην Ουκρανία, είναι αισθητός σε αρκετούς τομείς. Μια νέα στρατηγική ιδέα που ονομάζεται Global Security Initiative (GSI) αναπτύχθηκε από την κινεζική ηγεσία. Αυτή η πρωτοβουλία βρίσκεται ακόμη στο αρχικό στάδιο, αλλά είναι ήδη σαφές ότι συνδυάζει διάφορες κατευθύνσεις του αναδυόμενου πολυπολικού μοντέλου της παγκόσμιας τάξης που προωθεί το Πεκίνο.

Αλλά, κάτι άλλο είναι πολύ πιο σημαντικό. Η πρωτοβουλία σηματοδοτεί την προσπάθεια του Σι να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη της διεθνούς κοινότητας στις ΗΠΑ ως εγγυητή της περιφερειακής και παγκόσμιας σταθερότητας και να δημιουργήσει μια πλατφόρμα γύρω από την οποία η Κίνα θα οικοδομήσει και θα ενισχύσει τις δικές της συνεργασίες. Η IGB αντικρούει επίσης, αυτό που το Πεκίνο βλέπει ως ψευδείς αντιλήψεις για την επιθετικότητα και τον αναθεωρητισμό της Κίνας.

Ο Σι παρουσίασε για πρώτη φορά τη GSI σε μια διαδικτυακή ομιλία τον περασμένο Απρίλιο. Προωθώντας το GSI, ο Σι προσπάθησε να αφαιρέσει τον έλεγχο της εικόνας της παγκόσμιας ασφάλειας από τα χέρια των Ηνωμένων Πολιτειών, των Ευρωπαίων συμμάχων τους στην περιοχή του Ινδοειρηνικού και να αποθαρρύνει τις τρίτες χώρες να ενταχθούν σε στρατιωτικά μπλοκ και ομάδες που διευθύνονται από τις ΗΠΑ. Προβάλλοντας μια τέτοια πρωτοβουλία, ο Σι έθεσε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ένα επιχείρημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί από τις ΗΠΑ σε μια συζήτηση σχετικά με την εξωτερική εμφάνιση και το εσωτερικό περιεχόμενο της διεθνούς τάξης, μετά την ουκρανική κρίση. Στον πυρήνα της κινεζικής στρατηγικής βρίσκεται η ιδέα ότι η Κίνα είναι μια δύναμη σταθερότητας και προβλεψιμότητας, ενάντια σε μια ολοένα πιο ασταθή και απρόβλεπτη Αμερική.

Επίσης, το Πεκίνο συνεχίζει να τοποθετείται ως καινοτόμος χώρα και ηγέτης στο παγκόσμιο σύστημα διακυβέρνησης του 21ου αιώνα. Όταν δημοσιοποιήθηκε η GSI, άρχισε να περιλαμβάνεται συνεχώς ως θέμα ημερήσιας διάταξης στις εκθέσεις των διμερών και πολυμερών συναντήσεων της Κίνας με τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Αυτό δείχνει ότι το Πεκίνο πιέζει για διπλωματική προώθηση της νέας του πρωτοβουλίας και για ένταξή της στο λεξιλόγιο της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Η GSI δεν έχει ακόμη ληφθεί υπόψιν στο Τόκιο, την Καμπέρα και τις Βρυξέλλες, αλλά σίγουρα θα συζητηθεί στη Τζακάρτα, στο Ισλαμαμπάντ και στο Μοντεβιδέο, όπου υπάρχει δυσαρέσκεια για τη διεθνή τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.

Ωστόσο, ένα γεγονός παραμένει βέβαιο: η Ταϊβάν έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για την Κίνα από ό,τι για τις ΗΠΑ ή τη Δύση. Στην Κίνα, το ζήτημα της Ταϊβάν βρίσκεται στο επίκεντρο του μαζικού εθνικισμού και εν μέρει, την πολιτική νομιμοποίηση του Σι Τζινπίνγκ πριν από την τρίτη θητεία του. Ο Σι Τζινπίνγκ στοχεύει να παραμείνει στην εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα και θα κάνει τα πάντα για να επιλύσει, όπως υποσχέθηκε, το ζήτημα της Ταϊβάν μέχρι την εκατονταετηρίδα από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας το 2049.

Προς το παρόν, η κινεζική ηγεσία φαίνεται να ευνοεί το λεγόμενο «μοντέλο του Πεκίνου», αυτό δηλαδή που οδήγησε τον κινεζικό στρατό τον Ιανουάριο του 1949 στην ειρηνική απελευθέρωση της πρωτεύουσας, αφού περικύκλωσε τα εθνικιστικά στρατεύματα που είχαν εγκλωβιστεί εκεί. Αυτή η προσέγγιση μεταφράζεται σε μια στρατηγική ευρέος φάσματος, της οποίας οι στρατιωτικές ασκήσεις, όπως αυτές που διεξήχθησαν προσφάτως, αντιπροσωπεύουν μόνο μια εκδοχή, που αναδύθηκε από την αμερικανική εμμονή για τη δημιουργία πρόκλησης, διά της επίσκεψης της Πελόζι.

Οι ΗΠΑ τροφοδοτώντας με προκλητικές κινήσεις τις πατριωτικές/εθνικιστικές ευαισθησίες της κινεζικής κοινής γνώμης, ευνοούν επιταχύνσεις στο στρατιωτικό επίπεδο, που κινδυνεύουν να πολλαπλασιάσουν τις πιθανότητες κλιμάκωσης.

Δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους συμμάχους της Ουάσιγκτον δεν φαίνεται να είναι πρόθυμοι να θυσιαστούν για να υπερασπιστούν την ελευθερία της Ταϊβάν σε περίπτωση εισβολής, ο μόνος αποτρεπτικός παράγοντας που θα μπορούσε να επιβραδύνει την επιτυχία του «μοντέλου του Πεκίνου» είναι ο συνδυασμός παραγόντων, οικονομικών και πολιτικών, πριν από τον στρατιωτικό, με στόχο να διακυβεύσει την αξιοπιστία του κινεζικού πολιτικού συστήματος στα μάτια των διεθνών επενδυτών, αποδυναμώνοντας έτσι την ικανότητα της κινεζικής ηγεσίας να εφαρμόσει τη στρατηγική της.

Η επίσκεψη Πελόζι

Η Νάνσι Πελόζι είχε προγραμματίσει να πάει στην Ταϊπέι τον Απρίλιο, αλλά το ταξίδι αναβλήθηκε για τον Αύγουστο για λόγους πανδημίας. Η επιλογή του χρόνου είναι αναμφισβήτητα εσκεμμένη, καθώς την τοποθέτησε μέσα στο πλαίσιο των εορτασμών της 95ης επετείου από την ίδρυση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού και ακριβώς τις ημέρες που η κινεζική ηγεσία συναντήθηκε στη θερινή σύνοδο κορυφής στη Μπέινταϊχε, για να καθορίσει την πολιτική ισορροπία που θα επισημοποιηθεί στο 20ο Συνέδριο του Κόμματος, που αναμένεται μεταξύ Οκτωβρίου και Νοεμβρίου. Επιπλέον, σε μια εποχή που υπάρχει αλλαγή των νομισματικών πολιτικών στις Ηνωμένες Πολιτείες, που θα επηρεάσουν την οικονομία της Κίνας.

Στο πλαίσιο αυτό, η επίσκεψη της Πελόζι, δεν θα μπορούσε να μην ερμηνευτεί ως προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης να προωθήσει την ερμηνεία της «πολιτικής μιας Κίνας» σε βάρος του Πεκίνου.

Αν και θεμιτή, με βάση τη λογική της Ουάσιγκτον, η πολιτική ευκαιρία της επίσκεψης θα έπρεπε να είχε αντιμετωπιστεί με μεγαλύτερο ρεαλισμό, όπως δήλωναν οι αντίθετες φωνές του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου. Όμως, στο τεταμένο αμερικανικό προεκλογικό κλίμα ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου, φαίνεται ότι η επιφυλακτικότητα στην εξωτερική πολιτική, μεταφράζεται πολύ εύκολα σε αδυναμία, που για τον Λευκό Οίκο θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν οι Ρεπουμπλικάνοι. Αυτή τη στιγμή και τα δύο κόμματα, συμπορεύονται σε μια κοινή στάση αντιπαλότητας με την Κίνα και πλειοδοτούν σε ρητορική.

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, πολλοί υποστήριζαν ότι η Κίνα δεν αποτελούσε μεγάλη απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες και ότι η απειλή της εισβολής της στην Ταϊβάν ήταν ασήμαντη ή πολύ μελλοντική. Ορισμένοι πολιτικοί και αναλυτές εξακολουθούν να έχουν αυτές τις απόψεις. Αλλά η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επανειλημμένα καταστήσει σαφές ότι αυτό δεν ισχύει.

Αντίθετα, η Ουάσιγκτον θεωρεί τα τελευταία χρόνια την Κίνα ως τη μεγαλύτερη πρόκληση για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Επιπλέον, πολλοί πολιτικοί στην Ουάσιγκτον επιμένουν όλο και περισσότερο, ότι ο κινεζικός στρατός είναι σχεδόν ισοδύναμος με τον αμερικανικό. Όπως επισημαίνουν αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης και στρατιωτικοί ηγέτες, ο Κινεζικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός βρίσκεται στη μέση ενός ιστορικού μετασχηματισμού που περιλαμβάνει μια δραματική αύξηση των πυρηνικών όπλων, την ταχεία ανάπτυξη κρίσιμης στρατιωτικής τεχνολογίας που ξεπερνά την καινοτομία των ΗΠΑ σε βασικούς τομείς και την κατασκευή του μεγαλύτερου στόλου στον κόσμο. Συνολικά, οι επίσημες εκτιμήσεις και οι εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων είναι σαφείς, εδώ και αρκετά χρόνια, ότι το στρατιωτικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ έναντι της Κίνας έχει μειωθεί σημαντικά και ότι η Κίνα συνεχίζει την στρατιωτική της μεγέθυνση.

Είναι προφανές ότι οι στρατιωτικές ασκήσεις που ξεκίνησε το Πεκίνο ως «απάντηση» στην επίσκεψη της Πελόζι είχαν προετοιμαστεί εκ των προτέρων, όπως και το κείμενο της λεγόμενης «Λευκής Βίβλου» για την Ταϊβάν που δημοσιεύτηκε στις 10 Αυγούστου 2022 από την κινεζική κυβέρνηση. Συγκρίνοντάς το κείμενο της Λευκής Βίβλου με τα δύο προηγούμενα κείμενα του 1993 και του 2000, εμφανίζεται μια ουσιαστική διαφορά. Εάν στα δύο πρώτα κείμενα αναφέρονταν ότι το Πεκίνο δεν θα «έστελνε στρατεύματα ή διοικητικό προσωπικό στην Ταϊβάν» σε περίπτωση επανένωσης ─μια ρήτρα που αποσκοπούσε να καθησυχάσει την Ταϊβάν για τη διατήρηση της αυτονομίας της ως ειδικής διοικητικής περιοχής της Κίνας─ στην τελευταία έκδοση αυτό το απόσπασμα απουσιάζει.

Η ειρηνική επίλυση του ζητήματος χάνει σταδιακά έδαφος προς όφελος των στρατιωτικών επιλογών, και σε αυτό το σενάριο η υπόθεση διατήρησης της αυτονομίας της Ταϊβάν μετά από επανένωση ─σύμφωνα με την αρχή «μία χώρα, δύο συστήματα» ─ φαίνεται να μειώνεται προς όφελος μιας περισσότερο «αφομοιωτικής» προσέγγισης, όπως πρότεινε πρόσφατα ο Λου Σάι, ο Κινέζος πρεσβευτής στο Παρίσι, ο οποίος μίλησε για την απαραίτητη «επανεκπαίδευση» του πληθυσμού της Ταϊβάν μετά την επανένωση. Μια επιλογή, ήδη αναμενόμενη, μετά από όσα συνέβησαν τους τελευταίους μήνες στο Χονγκ Κονγκ.

Σε αυτό το γεωπολιτικό πλαίσιο, πρέπει να προστεθεί και μια γεωοικονομική συνιστώσα. Αφορά το ρόλο της Ταϊβάν για τον έλεγχο της αγοράς μικροεπεξεργαστών επόμενης γενιάς, θεμελιώδους σημασίας για τις διαδικασίες βιομηχανικού και στρατιωτικού εκσυγχρονισμού, καθώς και τη στρατηγική της θέση δίπλα σε μερικές από τις σημαντικότερες οδούς εμπορίου και εφοδιασμού ενέργειας στον κόσμο.

Προσομοιώσεις

Σε γεωπολιτικό επίπεδο, ο έλεγχος της Ταϊβάν θα επέτρεπε στην Κίνα να παρακάμψει την επονομαζόμενη «πρώτη νησιωτική αλυσίδα» και να αποκτήσει μεγαλύτερη στρατηγική προβολή προς τον Ινδικό Ειρηνικό. Παράλληλα, θα αφαιρούσε από τις ΗΠΑ την πολύτιμη βάση συλλογής πληροφοριών στο εσωτερικό της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ενώ θα στερούσε από την Ουάσιγκτον και τη στρατηγική θέση του νησιού, στην επιχείρηση περιορισμού της Κίνας από τις ΗΠΑ.

Στο Πεκίνο, όλες οι υποθέσεις βρέθηκαν στο τραπέζι. Περιμένοντας να ξεκινήσουν οι «ασκήσεις» γύρω από την Ταϊβάν, δυτικοί αναλυτές μελέτησαν πιθανά σενάρια. Μεταξύ των άλλων υποθέσεων που εξετάστηκαν, περιλαμβάνονταν η στρατιωτική κατάληψη μέρους των χωρικών υδάτων ή η εκτόξευση βλημάτων στο εσωτερικό τους μέχρι και ο θαλάσσιος ή αεροπορικός αποκλεισμός του νησιού. Δεν παραλήφθηκε η κατάληψη των περιφερειακών νησιών της Ταϊβάν όπως το Pratas, το Kinmen ή το Penghu.

Ειδικότερα, στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS) στην Ουάσιγκτον, διεξήχθησαν μια σειρά από «πολεμικά παίγνια», αρθρωμένες και πολύπλοκες στρατηγικές προσομοιώσεις, για να δοκιμαστεί η ικανότητα των ΗΠΑ και της Ταϊβάν να αμυνθούν έναντι μιας πιθανής Κινεζικής εισβολής στο νησί. Διάφορα υποσενάρια εξετάστηκαν, αποδεικνύοντας πόσο καταστροφική θα μπορούσε να είναι μια σύγκρουση για το νησί, με αφάνταστη ζημιά για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.

Το «πολεμικό παίγνιο» του CSIS σχεδιάστηκε για να είναι παρόμοιο με τα συστήματα που χρησιμοποιεί το Πεντάγωνο για τη διεξαγωγή των προσομοιώσεών του. Το υποθετικό σενάριο πολέμου προϋποθέτει ότι η Κίνα αποφασίζει να επιτεθεί στην Ταϊβάν και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες υιοθετούν την προαναφερθείσα «στρατηγικής ασάφειας» για την άμυνα του νησιού, αποφασίζουν να επέμβουν. Το παίγνιο δεν περιλάμβανε την χρήση πυρηνικών όπλων. Η φανταστική σύγκρουση τοποθετήθηκε το 2026 και κάθε πλευρά περιορίστηκε στις στρατιωτικές δυνατότητες που διαθέτουν στην πραγματικότητα, οι διάφορες χώρες.

Για το CSIS, το συμπέρασμα είναι ότι «οι ΗΠΑ και η Ταϊβάν μπορούν να κάνουν μια επιτυχημένη, ως έναν βαθμό, υπεράσπιση του νησιού. Ωστόσο, το κόστος θα ήταν μεγάλο, με την οικονομία της Ταϊβάν ουσιαστικά να καταστρέφεται και τον αμερικανικό στρατό να επηρεάζεται εξαιρετικά από τη σύγκρουση και να αναγκάζεται σε μια ανασυγκρότηση που θα μπορούσε να πάρει χρόνια και να έχει αντίκτυπο στην παγκόσμια ισχύ των ΗΠΑ. Αλλά και για την Κίνα το τίμημα θα ήταν μεγάλο, αφού η επιτυχία της εισβολής δεν είναι καθόλου προφανής, δεδομένων των μεγάλων δυσκολιών που ενδέχεται να προκύψουν.

Στην πραγματικότητα, εξελίξεις αυτού του τύπου συνιστούν ήττα για τις ΗΠΑ, που θα πρέπει είτε να συμβιβαστούν, είτε να κλιμακώσουν τη σύγκρουση σε επόμενο επίπεδο, δηλαδή σε αυτό της χρήσης πυρηνικών.

Τα ευρήματα αυτά έχουν σημασία γιατί καταρρίπτουν την «στρατηγική της άρνησης» (strategy of denial) που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στα γεράκια της Ουάσιγκτον. Αυτό σημαίνει ότι η επιλογή της ηγεσίας των ΗΠΑ θα πρέπει να είναι μια «στρατηγική της αποτροπής» και όχι μια «στρατηγική της άρνησης». Ωστόσο, όλες οι στρατηγικές της αποτροπής, δεν είναι ίδιες, ούτε μπορεί να είναι εξίσου αποδεκτές.

Μια αποτροπή απέναντι στην Κίνα που αποδέχεται την κυριαρχία της Κίνας στην παγκόσμια παραγωγή υψηλής τεχνολογίας και την αντίστοιχη άνοδό της ως κυρίαρχη οικονομική και μελλοντικά, στρατιωτική δύναμη, θα συνιστούσε μια παράδοση των ΗΠΑ σε αργή κίνηση. Θα σήμαινε το τέλος των φιλοδοξιών της Ουάσιγκτον και μια παρακμή βρετανικού τύπου, σε στρατηγική ασημαντότητα. Μια τέτοια λογική είναι αδύνατον να γίνει αποδεκτή από την άρχουσα τάξη των ΗΠΑ.

Αλλά μια αποτροπή που καταγράφει τις αδυναμίες των ΗΠΑ και κερδίζει χρόνο για να ξαναχτίσουν το τεχνολογικό και στρατιωτικό πλεονέκτημα τους, είναι μια άλλη επιλογή που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τις ηγετικές ελίτ. Αυτό όμως δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Ούτε και ότι η λογική των πιο επιθετικών κύκλων, δεν θα επιλεγεί, στο τέλος.

Το νομικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ

Από την πλευρά της Ουάσιγκτον, αξιολογούνται μια σειρά από απαντήσεις και εργαλεία που θα χρησιμοποιηθούν στην περίπτωση της Ταϊβάν.

Οι περισσότεροι αναλυτές αποκλείουν το σενάριο μιας άμεσης στρατιωτικής εισβολής, αλλά ο παράγοντας του απρόβλεπτου παραμένει στο τραπέζι. Όπως και οι αμφιβολίες για πιθανή στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ για την υπεράσπιση του συμμάχου. Πριν από μια ανοιχτή αντιπαράθεση ─πιθανή πυροδότηση ενός παγκοσμίου πολέμου─ υπάρχει μια κλιμάκωση, που αποτελείται από στρατιωτικούς ελιγμούς, οικονομικές κυρώσεις και απειλές.

Ο Λευκός Οίκος είναι έτοιμος να απαντήσει σε προκλήσεις ή αντίποινα από την Κίνα, βασιζόμενος στη «Συμφωνία Αμοιβαίας Άμυνας ΗΠΑ-Ταϊβάν» της δεκαετίας του 1950

Ο κατάλογος των πρόσφατων διαταγμάτων και των πράξεων που υπέγραψε ο πρόεδρος Μπάιντεν και συνιστούν τη βάση υποστήριξης των ΗΠΑ προς την Ταϊβάν έχει μεγαλώσει. Κάθε ένα μέτρο περιλαμβάνει μια σημαντική δαπάνη χρημάτων.

Δύο δις δολάρια ετησίως για την «Taiwan deterrence act», τρία δισεκατομμύρια για την, «Arm Taiwan act». Επιπλέον, είναι ήδη ενεργή η «Taiwan invasion prevention act» η οποία σε περίπτωση κινεζικής απόβασης στο νησί δίνει στον πρόεδρο την εξουσιοδότηση για χρήση βίας. Υπάρχει επίσης, η «Taiwan partnership act» για την ενίσχυση των δεσμών του ναυτικού της Ταϊβάν με την Εθνική Φρουρά των ΗΠΑ. Η «Taiwan representative office act» συμβάλλει στο να δοθεί στην αντιπροσωπεία της Ταϊβάν στην Ουάσιγκτον το όνομα «πρεσβεία», μια κίνηση που σίγουρα θα μπορούσε θεωρηθεί προσβολή από την κινεζική ηγεσία. Η «Taiwan Peace through Strength Act παρεμβαίνει στην αποστολή όπλων στην Ταϊβάν με μια απλοποιημένη διαδικασία, ανάλογη με αυτή που ισχύει για την υποστήριξη της Ουκρανίας.

Εκτός από τον Λευκό Οίκο, πώς θα αντιδράσει το Κογκρέσο; Και εδώ τα εργαλεία δεν λείπουν. Ο νόμος για την αποτροπή της κομμουνιστικής κινεζικής επίθεσης κατά της Ταϊβάν μέσω των οικονομικών κυρώσεων (The Deterring Communist Chinese Aggression Against Taiwan Through Financial Sanctions Act) ανταποκρίνεται σε έναν ναυτικό αποκλεισμό από τη πλευρά της Κίνας, με μια χιονοστιβάδα κυρώσεων. Μπροστά σε μια αδιευκρίνιστη «εχθρική» ενέργεια, ωστόσο, το Κογκρέσο είναι έτοιμο να ενεργοποιήσει και την «Taiwan policy act» που εισήχθη στα μέσα Ιουλίου και προβλέπει τη χορήγηση 4,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε στρατιωτική βοήθεια στην Ταϊπέι, τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Η αντίδραση σε περίπτωση πραγματικής εισβολής είναι σκληρότερη. Το διάταγμα STAND (Sanctions Targeting Aggressors of Neighboring Democracies ), που προβλέπει μεγάλες κυρώσεις κατά του Κομμουνιστικού Κόμματος και των κινεζικών εταιρειών στις ΗΠΑ, θα τεθεί σε εφαρμογή.

Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Το αμυντικό σχέδιο της Ταϊβάν και οι ΗΠΑ

Δεν γνωρίζουμε αν η Κίνα θα περιοριστεί μόνο στη διεξαγωγή των πρόσφατων στρατιωτικών ασκήσεων, γύρω από τα ύδατα της Ταϊβάν και κάθε πότε θα τις επαναλαμβάνει. Μεταξύ των επιλέξιμων επιλογών του Πεκίνου, που θα κλιμακώσουν την ένταση, υπάρχει πάντα και ο πιθανός οικονομικός αποκλεισμός της Ταϊπέι, παρεμπόδιση άφιξης και αποστολής εμπορευμάτων από τα κύρια λιμάνια του νησιού, ακόμη και η αιφνιδιαστική εισβολή.

Είναι αλήθεια ότι η κινεζική «απειλή» επικρέμεται πάνω από την Ταϊβάν εδώ και 70 χρόνια, αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι η «απειλή» δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη από αυτήν την περίοδο. Σε περίπτωση πολέμου, είναι θεμιτό να αναρωτηθεί κάποιος εάν η Ταϊπέι είναι πραγματικά ικανή να αμυνθεί. Οι Αμερικανοί και οι Ταϊβανέζοι στρατιωτικοί έχουν επιλέξει να υιοθετήσουν ενόψει μιας πιθανής κινεζικής επίθεσης την «στρατηγική ενός ασύμμετρου πολέμου».

Η επιλογή του ασύμμετρου πολέμου ή, όπως ο Λι Χσι Μινγκ, τότε αρχηγός του στρατού της Ταϊβάν, την αποκάλεσε όταν εισήγαγε τη στρατηγική το 2017, «Global Defense Concept», είναι σχεδόν υποχρεωτική για την Ταϊβάν. Η βασική υπόθεση είναι ότι η Ταϊβάν και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Επομένως, η Ταϊπέι πρέπει να υιοθετήσει ελαφρύτερους, αλλά αποτελεσματικούς τρόπους, για να απωθήσει έναν πολύ ισχυρότερο εχθρό.

Αντί να αγοράζει ακριβό συμβατικό εξοπλισμό, όπως άρματα μάχης και υποβρύχια, τα οποία είναι δύσκολο να κρυφτούν και εύκολα να χτυπηθούν, προτιμά να επικεντρωθεί σε ευκίνητα όπλα, όπως οι πύραυλοι παράκτιας άμυνας, οι θαλάσσιες νάρκες, οι φορητοί πύραυλοι Javelin και Stinger, που έχουν χρησιμοποιηθεί στην Ουκρανία και άλλα παρεμφερή οπλικά συστήματα.

Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε αν τα ταϊβανέζικα οπλικά συστήματα θα είναι αρκετά για να αποτρέψουν το Πεκίνο. Το βέβαιο είναι ότι η στρατηγική της Ταϊβάν που έχει υιοθετηθεί συνίσταται στο να κλείνεται σαν σκαντζόχοιρος, να κάνει το κόστος μιας υποθετικής εισβολής τόσο υψηλό ώστε να την αποθαρρύνει και, στο μεταξύ, να περιμένει βοήθεια από έξω. Αλλά αυτή η βοήθεια από έξω, με βάση την «στρατηγική ασάφειας» των ΗΠΑ, αποτελεί ένα ερωτηματικό. Επομένως, όλη αυτή η στρατηγική της Ταϊπέι, δεν είναι πολύ ευσταθής.

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ του 2021 για την κινεζική στρατιωτική απειλή, η Κίνα θα μπορούσε να επιχειρήσει έναν αεροπορικό και ναυτικό αποκλεισμό της Ταϊβάν για να εξαναγκάσει την παράδοσή της, πιθανότατα συνοδευόμενη από την κατάληψη των υπεράκτιων νησιών της και πιθανές πυραυλικές επιθέσεις σε βασικούς στρατιωτικούς στόχους της, όπως εγκαταστάσεις αντιπλοϊκών πυραύλων και πυραύλων εδάφους-αέρος. Οποιαδήποτε απόπειρα των ΗΠΑ να σπάσουν τον κινεζικό αποκλεισμό, θα οδηγούσε σε κλιμάκωση, που πιθανότατα θα είχε ως αποτέλεσμα η Κίνα να στραφεί εναντίον αμερικανικών πλοίων και αεροσκαφών, οδηγώντας είτε σε τοπικό πόλεμο, είτε στο ξέσπασμα του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η Κίνα θα ισχυριζόταν ότι δεν αποκλείει την Ταϊβάν, αλλά μάλλον επιβάλλει καραντίνα στη δική της κυρίαρχη επικράτεια, στον βαθμό που η Ταϊβάν δεν αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ ως κυρίαρχο κράτος, η οποία δεν θεωρείται πράξη πολέμου σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, μειώνοντας περαιτέρω τις πιθανότητες άμεσης στρατιωτικής απάντησης των ΗΠΑ.

Όπως σημειώνεται στην έκθεση, ένας τέτοιος κινεζικός αεροπορικός και ναυτικός αποκλεισμός πιθανότατα θα ακολουθούσε μαζικές επιθέσεις στον κυβερνοχώρο εναντίον ζωτικής σημασίας υποδομής της Ταϊβάν που θα είχαν προηγηθεί, συμπεριλαμβανομένης μιας προσπάθειας εμπλοκής ή απενεργοποίησης των συστημάτων επικοινωνίας τους για να διακοπεί η πρόσβασή τους στον έξω κόσμο. Οι Κινέζοι ηγέτες ενδέχεται να αρνηθούν την ευθύνη για εκτεταμένες αποτυχίες του ηλεκτρικού δικτύου, του διαδικτύου και των επικοινωνιών στην Ταϊβάν, κατηγορώντας ίσως κάποιους μη κρατικούς χάκερ. Μια πρόσφατη σειρά τέτοιων αστοχιών στην Ταϊβάν θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν μια δοκιμαστική πορεία για μια προγραμματισμένη κινεζική επίθεση στον κυβερνοχώρο, δεδομένου ότι, ακριβώς όπως το ηλεκτρικό δίκτυο της Αμερικής, το ηλεκτρικό δίκτυο της Ταϊβάν χρησιμοποιεί δεκάδες μεγάλους κινεζικούς μετασχηματιστές που πιθανώς έχουν το κατάλληλο software που επιτρέπει στην Κίνα για να τους απενεργοποιήσει ή να παρέχει ψευδείς ενδείξεις, που μπορεί να προκαλέσουν εκτεταμένες διακοπές ρεύματος χωρίς να είναι δυνατός ο εντοπισμός ξένων παρεμβολών. Μια τέτοια κυβερνοεπίθεση θα μπορούσε να αδρανοποιήσει το σύστημα Διοίκησης, Ελέγχου και Επικοινωνιών (C3) της Ταϊβάν και να απενεργοποιήσει τους δορυφόρους GPS, καθιστώντας το ανίκανο να συντονίσει την άμυνα του νησιού. Επιπλέον, θα μπορούσε να απονεκρώσει τις αντλίες αερίου, με αποτέλεσμα τα στρατιωτικά οχήματα, τα αεροσκάφη και τα πολεμικά πλοία να ξεμείνουν γρήγορα από καύσιμα μαζί με τα αυτοκίνητα, τα φορτηγά και τα τρένα του πολιτικού τομέα, παραλύοντας το σύστημα διανομής τροφίμων της Ταϊβάν. Θα απενεργοποιούσε επίσης τα συστήματα τρεχούμενου νερού και καθαρισμού του νερού της Ταϊβάν ενώ θα καταργούσε τις υπηρεσίες επείγουσας ιατρικής και πυροσβεστικής επέμβασης, καθώς και επιβολής του νόμου, με αποτέλεσμα την κατάρρευση του νόμου και της τάξης. Αυτές οι επεμβάσεις μπορεί να αναγκάσουν την Ταϊβάν να συνθηκολογήσει με την Κίνα, σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Από όλες τις διαθέσιμες επιλογές της Κίνας για να ανακτήσει τον έλεγχο της Ταϊβάν και τα γύρω νησιά της, η σχεδιαζόμενη στρατηγική αποκλεισμού της θα είναι αυτή με τον μικρότερο κίνδυνο. Σύμφωνα με τα πρόσφατα απομνημονεύματα του πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας Τζον Μπόλτον, κατά τη διάρκεια συνάντησης στον Λευκό Οίκο, ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι η Ταϊβάν είναι ουσιαστικά ανυπεράσπιστη λόγω του γεγονότος ότι απέχει μόλις 81 μίλια από τη Κίνα αλλά 8.000 μίλια από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, δεδομένου του κυρίαρχου συμφέροντος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ για την αποτροπή ενός πυρηνικού πολέμου με τη Κίνα, οι κίνδυνοι στρατιωτικής επέμβασης των ΗΠΑ όσον αφορά μια πιθανή κινεζική πυρηνική κλιμάκωση μπορεί να υπερτερούν του εθνικού συμφέροντος των ΗΠΑ, στην προσπάθεια υπεράσπισης της Ταϊβάν από την κινεζική επιθετικότητα.

Εάν η Ταϊβάν πειστεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα έσπαγαν τον κινεζικό αεροπορικό και ναυτικό αποκλεισμό για να την ανεφοδιάσουν με ανθρωπιστική και στρατιωτική βοήθεια, είναι πιθανό να συμβιβαστεί γρήγορα με το Πεκίνο σε μια συμφωνία επανένωσης στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στο ρόλο μεσολαβητή. Μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να συγκροτηθεί με βάση το μοντέλο «μία χώρα-δύο συστήματα» που πρότεινε ο Τενγκ Σιαοπίνγκ το 1979, αποτρέποντας ένα πιθανό πυρηνικό ολοκαύτωμα. Και παρά την απόκτηση της προηγμένης βιομηχανίας ημιαγωγών της Ταϊβάν από την Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν πιθανώς να ζήσουν σε έναν κόσμο στον οποίο η Ταϊβάν θα είναι μέρος της Κίνας, αλλά ολόκληρο το αμερικανικό σύστημα στρατιωτικής συμμαχίας του Ινδοειρηνικού θα παρέμενε ανέπαφο.

Οι ασκήσεις της Κίνας

Προφανώς, οι πραγματικές μαχητικές και επιθετικές συνέπειες των τρεχουσών στρατιωτικών ασκήσεων είναι πολύ ισχυρότερες από ό,τι το 1996. Το 1996, ο στρατός της Κίνας είχε πέντε περιοχές ασκήσεων, αλλά ο βορράς και ο νότος της Ταϊβάν ήταν οι περιοχές προσγείωσης πυραύλων και μόνο οι παράκτιες περιοχές ήταν οι περιοχές αμφίβιων ασκήσεων. Προφανώς, ο χώρος άσκησης ήταν πιο κοντά στη στεριά και η άσκηση δεν ήταν τόσο το πώς θα φτάσουν οι Κινέζοι στο νησί, όσο το πώς θα φτάσουν στη θάλασσα.

Στις πρόσφατες ασκήσεις, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι δύο περιοχές στη βόρεια γραμμή πλησιάζουν την Ταϊπέι και την Keelung, η αριστερή περιοχή δείχνει απευθείας στην Ταϊπέι, η οποία μπορεί να ονομαστεί κατεύθυνση της Ταϊπέι, και η δεξιά περιοχή υποστηρίζει την κατεύθυνση του Ryukyu, η οποία μπορεί να ονομαστεί κατεύθυνση του Yilan. η αριστερή περιοχή της νότιας γραμμής είναι κοντά στο Kaohsiung, το οποίο μπορεί να ονομαστεί η κατεύθυνση του Kaohsiung. Η δεξιά περιοχή προστατεύει το στενό Bashi, εμποδίζοντας την κατεύθυνση του Γκουάμ και της Θάλασσας της Νότιας Κίνας, που μπορεί να ονομαστεί κατεύθυνση του καναλιού Bashi. η ανατολική γραμμή δείχνει στο Hualien, Taitung, και απομονώνει την ανατολική ακτή της Ταϊβάν, η οποία μπορεί να ονομαστεί κατεύθυνση του Ειρηνικού. Η «μεσαία γραμμή του στενού», που πλησιάζει το Hsinchu και το Taichung, μπορεί να ονομαστεί η κατεύθυνση του Hsinchu. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε άμεση απόβαση και η υποχώρηση μπορεί να εμποδίσει τις δυνάμεις της Ταϊβάν, από θάλασσα και αέρα.

Υπάρχει όμως μια προϊστορία των ασκήσεων και της αμερικανικής παρέμβασης στο στενό της Ταϊβάν. Αυτή η προϊστορία καταγράφει την αλλαγή του συσχετισμού ισχύος στην περιοχή.

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος της Κορέας, ο Χάρυ Τρούμαν, τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, διέταξε απευθείας τον Έβδομο Στόλο να τοποθετηθεί στη «μέση γραμμή του Στενού της Ταϊβάν». Ο λόγος που δόθηκε τότε ήταν να αποτραπούν οι δύο πλευρές του Στενού να επιτεθούν η μία στην άλλη.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ενίσχυσε τη ναυτική της δύναμη. Ειδικά μετά τη νίκη σε δύο ναυμαχίες το 1965. Το ναυτικό της Ταϊβάν εγκατέλειψε τη στρατηγική της ενεργητικής επίθεσης και αποκλεισμού των λιμανιών, αλλά παρόλα αυτά απέκλεισε τα στενά της Ταϊβάν.

Το 1966, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας αποφάσισε να ανοίξει μια διαδρομή βορρά-νότου. Στις 25 Απριλίου 1968, ένα κινεζικό πλοίο αναχώρησε από το Zhanjiang, έκανε τον περίπλου των Φιλιππίνων, πολύ μακριά από την Ταϊβάν, και έφτασε στο Qingdao στις 8 Μαΐου. Ο έλεγχος της θάλασσας και του αέρα στα στενά της Ταϊβάν ήταν εξ ολοκλήρου στα χέρια της Ταϊπέι.

Το 1974, κατά τη διάρκεια της μάχης της Xisha, πολεμικά πλοία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας διέσχισαν για πρώτη φορά τα στενά της Ταϊβάν. Τα εμπορικά πλοία δεν τα διέσχισαν με επιτυχία μέχρι το 1979.

Τον Μάιο του 1979, η Κίνα ενέκρινε το παρθενικό ταξίδι του πλοίου Meishan στο στενό της Ταϊβάν. Το πλοίο Meishan ήταν εξοπλισμένο με στρατιωτικά ραδιόφωνα, αντιαεροπορικά πολυβόλα, βαριά πολυβόλα και άλλα όπλα και εξοπλισμό, και πραγματοποίησε στρατιωτική εκπαίδευση για το πλήρωμα. Στις 27 Μαΐου, το πλοίο Meishan απέπλευσε από το λιμάνι Guangzhou Huangpu. Στις 29 έφτασε στα νερά νότια του Kinmen. Μετά τα ξημερώματα, το πλοίο Meishan άρχισε να διασχίζει το μεσαίο τμήμα του στενού της Ταϊβάν και διέσχισε τα νερά του νησιού Matsu. Το ταξίδι ήταν συνολικά 168 ναυτικά μίλια και διήρκεσε 11 ώρες. Κατά τη διάρκεια της περιόδου, η πολεμική αεροπορία της Ταϊβάν έστειλε ένα αεροπλάνο και το ναυτικό, έστειλε δύο πολεμικά πλοία, αλλά δεν υπήρξε καμία στρατιωτική απάντηση στο πλοίο Meishan. Τριάντα χρόνια μετά την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, πολιτικά πλοία από την ηπειρωτική Κίνα πέρασαν για πρώτη φορά από το στενό της Ταϊβάν.

Μόλις το 1992 η Ταϊβάν κατάργησε τα «Μέτρα Έκτακτης Ανάγκης» που επέτρεπαν την κατάληψη πλοίων της ηπειρωτικής Κίνας.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης στα Στενά της Ταϊβάν του 1995-96, όταν το αμερικανικό αεροπλανοφόρο USS Nimitz εισήλθε στα στενά της Ταϊβάν τον Δεκέμβριο 1995, θεωρήθηκε στο Πεκίνο, ως εθνική ταπείνωση. Στην πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια της κρίσης στα στενά της Ταϊβάν το 1995-96, η Κίνα έκανε επίσης, ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Πριν από την κρίση του 1995, η γραμμή στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών απείχε 15 ναυτικά μίλια από την ηπειρωτική ακτογραμμή. Τότε η σιωπηρή συμφωνία των δύο πλευρών ήταν «δεν πας στη θάλασσα, δεν πάω στη στεριά». Όταν τα στρατιωτικά αεροπλάνα της Κίνας βγήκαν στη θάλασσα, θεωρήθηκαν ως προβοκάτσια από την Ταϊβάν. Η κρίση στα στενά της Ταϊβάν το 1995 έσπασε αυτή τη γραμμή αντιπαράθεσης και τα στρατιωτικά αεροσκάφη του Πεκίνου άρχισαν να πλησιάζουν την κεντρική γραμμή του στενού. Το 1998 ξεκίνησαν τακτικές περιπολίες στην ηπειρωτική πλευρά της κεντρικής γραμμής του στενού.

Πριν από το 1996, ο έλεγχος της θάλασσας και του αέρα στο στενό ήταν στα χέρια της Ταϊβάν. Μετά το 1996, η κατάσταση μοιράστηκε μεταξύ Πεκίνου και Ταϊπέι..

Στη συνέχεια, οι στρατιωτικοί συσχετισμοί ανατράπηκαν ραγδαία. Το 2019, κινεζικό στρατιωτικό αεροσκάφος, άρχισε να διασχίζει τη μεσαία γραμμή του στενού, χωρίς να υπάρχουν αντιδράσεις. Στην κρίση του 1996, όταν η γραμμή αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών υποχώρησε από την ηπειρωτική ακτή στην κεντρική γραμμή του στενού, ο στρατός της Ταϊβάν αντιτάχθηκε σθεναρά. Θεώρησε ότι αυτή η υποχώρηση θα συντομεύσει τον χρόνο στρατιωτικής απόκρισης της Ταϊβάν και θα αυξήσει σημαντικά τη δυσκολία άμυνας. Στην παρούσα φάση, οι κινεζικές ασκήσεις ξεπέρασαν τη μεσαία γραμμή του στενού της Ταϊβάν και περικύκλωσαν το νησί.

Κατά μία έννοια, αυτή η αλλαγή είναι η μεγαλύτερη αλλαγή στο στρατιωτικό πεδίο και στις δύο πλευρές του Στενού της Ταϊβάν από το 1996. Και αν η αντίδραση της Ταϊπέι κάμφθηκε, παραμένει ανοικτό το πως θα απαντήσουν, σε συμβολικό επίπεδο, οι ΗΠΑ. Θα επαναλάβουν την αποστολή αεροπλανοφόρου στο στενό της Ταϊβάν, όπως έκαναν στη κρίση του 1995-96; Η τελευταία φορά που ένα αμερικανικό αεροπλανοφόρο, το USS Kitty Hawk, διέσχισε το στενό της Ταϊβάν ήταν το 2007.

Στις 8 Αυγούστου 2022, ο Κόλιν Καλ ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ για Υποθέσεις Πολιτικής, περιέγραψε τα αντίμετρα της Κίνας ως ένα είδος σαλαμοποίησης, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ «δεν θα πέσουν στην παγίδα». Είπε ότι η αμερικανική πλευρά αναμένει ότι το Πεκίνο δεν θα αναλάβει στρατιωτική δράση κατά της Ταϊβάν τα επόμενα δύο χρόνια. Ταυτόχρονα, είπε επίσης ότι ο στρατός των ΗΠΑ θα περάσει από τα στενά της Ταϊβάν τις επόμενες εβδομάδες.

Αν αυτό ισχύσει, τότε θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η απάντηση της Κίνας. Το όλο θέμα έχει περισσότερο έναν συμβολικό, παρά ουσιαστικό χαρακτήρα. Το γεγονός ότι η ισορροπία δυνάμεων στο στενό της Ταϊβάν έχει αλλάξει, δεν πρόκειται να επηρεαστεί από την εμφάνιση ή όχι ενός αμερικανικού αεροπλανοφόρου.

Στρατιωτικές αποφάσεις: Ουκρανία και Ταϊβάν

Με βάση τη θεωρία, υπάρχουν αρκετά βασικά σημεία που επηρεάζουν τη λήψη στρατιωτικών αποφάσεων όπως, «η αντίληψη του αναπόφευκτου του πολέμου», «η αστάθεια της στρατιωτικής ισορροπίας», «η αντιληπτή στρατιωτική υπεροχή», «οι υπάρχουσες στρατιωτικές επιλογές» και «η αποστροφή στον ίδιο τον πόλεμο».

Εξετάζοντας τα γεγονότα στην Ουκρανία και τη ρωσική εισβολή μπορούμε να αξιολογήσουμε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ρωσικής πλευράς, με βάση τα προαναφερθέντα σημεία.

Πρώτα από όλα, η προκλητική συμπεριφορά των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ που είχαν υπερβεί προ πολλού, την κόκκινη γραμμή έχει χαράξει η Ρωσία, έκαναν τη Μόσχα να έχει ένα ισχυρό προαίσθημα ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος.

Δεύτερον, η Ρωσία δεν έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τη στρατιωτική ισορροπία με τη Δύση, βραχυπρόθεσμα. Εκτίμησε όμως ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί την αστάθειά της.

Τρίτον, η Ρωσία έκρινε ότι έχει απόλυτο στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Ουκρανίας, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Ρωσίας στο ναυτικό και στην αεροπορία. Υπάρχουν όμως περιορισμοί στη χρήση αυτών των στρατιωτικών πλεονεκτημάτων από τις ΗΠΑ, στο έδαφος της Ουκρανίας. Επομένως, γενικά, η Ρωσία έχει πλεονέκτημα στο μέτωπο της Ουκρανίας.

Τέταρτον, η αντίληψη της Ρωσίας για τις δικές της στρατιωτικές επιλογές είναι ότι είναι δυνατό να λυθεί το πρόβλημα της Ουκρανίας μέσω μιας βραχυπρόθεσμης, ή μεσοπρόθεσμης στρατιωτικής επιχείρησης. Οι στρατιωτικές επιλογές των ΗΠΑ, ήταν εμφανές ότι δεν περιλαμβάνουν την αποστολή στρατευμάτων απευθείας στην Ουκρανία για να πολεμήσουν, ούτε περιλαμβάνουν μεγάλης κλίμακας βοήθεια στην Ουκρανία για να αλλάξει η ισορροπία Ρωσίας και Ουκρανίας. Τα στρατιωτικά, πληθυσμιακά και οικονομικά πλεονεκτήματα της Ρωσίας δεν θα μπορούσαν να ανατραπούν από τη δυτική βοήθεια.

Πέμπτο, λόγω της εκτίμησής της για τη διεθνή οικονομική και πολιτική κατάσταση, η Ρωσία πιστεύει ότι είναι δυνατό να διεξαχθεί πόλεμος και μπορεί να αποκομίσει στρατηγικά οφέλη από αυτόν, επομένως δεν υπάρχει ισχυρή αποστροφή στον πόλεμο.

Μπορεί να ειπωθεί ότι μεταξύ των πέντε σημείων, ο μόνος παράγοντας που θα μπορούσε να ωθήσει το Κρεμλίνο να κρίνει ότι ο πόλεμος δεν θα είναι αποδοτικός για τη Ρωσία, είναι μόνο το στρατιωτικό πλεονέκτημα των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά αυτό το πλεονέκτημα ─κυρίως ναυτικό και αεροπορικό─ μπορεί να αποδυναμωθεί στο μέτωπο της Ουκρανίας. Κρίνοντας από την εξέλιξη του θέματος, πρέπει να πούμε ότι δεν υπάρχει μεγάλη απόκλιση σε αυτή την κρίση.

Ως αποτέλεσμα, η Ρωσία πήρε τελικά την απόφαση να αναλάβει στρατιωτικούς κινδύνους και ήταν πρόθυμη να ρισκάρει.

Στη συνέχεια, μπορούμε να αξιολογήσουμε την τρέχουσα διαδικασία κρίσης των ΗΠΑ για το ζήτημα της Κίνας σε σχέση με τα στενά της Ταϊβάν.

Πρώτον, οι ΗΠΑ πιστεύουν ότι η Κίνα δεν θα αναλάβει στρατιωτική δράση κατά της Ταϊβάν βραχυπρόθεσμα, αλλά μακροπρόθεσμα, επομένως οι συγκρούσεις δεν μπορεί να αποφευχθούν σε βάθος χρόνου. Από την άλλη, το Πεκίνο θεωρεί ότι θα πρέπει να τελειώσει με την επανένωση της Ταϊβάν, μέχρι το 2049.

Δεύτερον, στο θέμα των αλλαγών στη στρατιωτική ισορροπία. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διαθέτουν μια γενική στρατιωτική υπεροχή, αλλά η Κίνα έχει πλέον αποκτήσει σχετικό πλεονέκτημα έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών στα στενά της Ταϊβάν και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση, βραχυπρόθεσμα. Αλλά οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι της Κίνας στο θέμα των πυρηνικών όπλων. Όμως μακροπρόθεσμα, αυτό το τρέχον πυρηνικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ αναμένεται να μειωθεί, στον βαθμό που το Πεκίνο εξοπλίζεται μαζικά. Στην εξίσωση μπαίνει και ο παράγοντας των υπερηχητικών πυραύλων του Πεκίνου, οι οποίοι δεν έχουν δοκιμαστεί σε πραγματικές συνθήκες πολέμου, αλλά αποτελούν ένα όπλο που λείπει από το αμερικανικό οπλοστάσιο. Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν αλλαγές στη στρατιωτική ισορροπία την τελευταία 20ετία υπέρ της Κίνας και η Ουάσιγκτον τις υπολογίζει σοβαρά.

Τρίτον, η αντιληπτή στρατιωτική υπεροχή. Οι πολιτικοί των ΗΠΑ και ορισμένοι φορείς λήψης αποφάσεων πιστεύουν ότι έχουν στρατιωτική υπεροχή έναντι της Κίνας. Οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ και ορισμένοι στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ που έχουν σχετικά βαθιά κατανόηση των στρατιωτικών ζητημάτων, αντιλαμβάνονται τη σχετική τοπική στρατιωτική υπεροχή της Κίνας στην Ταιβάν. Αντίθετα, από την προσωπική οπτική γωνία του Τζο Μπάιντεν, της Νάνσι Πελόζι και άλλων, υπάρχει η εντύπωση ότι ο στρατός των ΗΠΑ έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα.

Τέταρτον, οι στρατιωτικές επιλογές που αναγνωρίζονται από την πλευρά των ΗΠΑ. Η αμερικανική πλευρά θεωρούσε ότι οι στρατιωτικές επιλογές της Κίνας δεν περιλαμβάνουν την κατάρριψη του αεροπλάνου της Πελόζι, όπως και ότι δεν περιλαμβάνουν επίθεση πλήρους κλίμακας στην Ταϊβάν. Πιο πιθανές επιλογές θα είναι ο ναυτικός και αεροπορικός αποκλεισμός, οι υπερπτήσεις πάνω από το νησί της Ταϊβάν ή η κατάρριψη στρατιωτικού αεροσκάφους της Ταϊβάν, ή η κατάληψη του Penghu, του Kinmen, ή κάποιων από τα μικρότερα νησιά.

Πέμπτο, ο εμπορικός πόλεμος Κίνας-ΗΠΑ και οι κυρώσεις των ΗΠΑ στη Ρωσία είναι επωφελείς για τις ΗΠΑ ─αλλά όχι για την Ευρώπη─ από μια ορισμένη σκοπιά. Ως εκ τούτου, αν και οι ΗΠΑ είναι απολύτως απρόθυμες να πολεμήσουν έναν πόλεμο που δεν έχουν τη βεβαιότητα ότι θα κερδίσουν, βασίζονται στην πιθανότητα οι στρατιωτικές επιλογές της Κίνας να είναι «καμία απάντηση» ή ότι η Κίνα «έχει μόνο μια μικρή απάντηση» που είναι διαχειρίσιμη. Με βάση την παραπάνω λογική, οι ΗΠΑ δεν έχουν αρκετή αποστροφή στον πόλεμο.

Τελικά, φαίνεται από τις πρόσφατες εξελίξεις, ότι οι ΗΠΑ ήταν πρόθυμες να πάρουν ρίσκα.

Το ερώτημα είναι εάν οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να εμπλακούν σε κρίσεις. Κρίνοντας από τις προηγούμενες κρίσεις, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα και την επιθυμία να εμπλακούν σε κρίσεις, αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι αν μια σύγκρουση με έναν αντίπαλο δεν είναι πολύ επικίνδυνη και το αποτέλεσμα είναι βέβαιο ότι δεν θα είναι δυσμενές για τις ΗΠΑ. Εάν οι ΗΠΑ έχουν μια αβέβαιη οπτική για αυτό το ζήτημα, όπως είναι η περίπτωση του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας, τότε η στάση τους είναι διαφορετική. Ως εκ τούτου, το πρόβλημα μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών είναι ότι η κινεζική πλευρά θέλει να πάρει την πρωτοβουλία διαχείρισης, υπολογίζοντας ότι θα υπάρξουν ευνοϊκότερες συγκυρίες.

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης της Ταιβάν, η αμερικανική δομή λήψης πολιτικών αποφάσεων βρέθηκε εκτός ισορροπίας ─ ο Λευκός Οίκος, το Πεντάγωνο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διαφώνησαν στις παραμέτρους του ταξιδιού της Νάνσι Πελόζι. Αν δεν υπάρξουν νέες εξελίξεις, η αμερικανική πολιτική λήψης αποφάσεων κινείται ήδη σε επικίνδυνη κατεύθυνση. Παράλληλα, μεσολαβούν και οι εκλογές του Νοεμβρίου, που μπορεί να αλλάξουν το πολιτικό τοπίο στις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, ένας πιθανός αποφασιστικός παράγοντας, είναι το πόση στρατιωτική πίεση μπορεί να ασκήσει η Κίνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην περιοχή της Ταιβάν, το επόμενο διάστημα.

Συνέχεια ανάγνωσης

Αιγαίο

“Συμφωνία – ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ – των Αθηνών”!

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Η Τoυρκία κατήγγειλε την Ελλάδα για την πρόθεση της Αθήνας να ανακηρύξει δύο θαλάσσια πάρκα (ανεμογεννητριών)!
Και φτάσαμε στο σημείο η Τουρκία να κατηγορεί την Ελλάδα, ότι προσπαθεί να δημιουργήσει «τετελεσμένα» – η Ελλάδα! – σε θαλάσσιες περιοχές που αποτελούν «ανοιχτές διαφορές» μεταξύ των δύο κρατών…
Να σημειωθεί ότι από τα δύο αυτά πάρκα το ένα βρίσκεται στο… Ιόνιο (όπου δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε «ανοιχτή διαφορά» με την Τουρκία), ενώ το άλλο βρίσκεται στο Αιγαίο, και εκτείνεται από δυτικά της Μήλου ως τη Νίσυρο, δηλαδή εντεύθεν της μέσης γραμμής του Αιγαίου!
Κι όλα αυτά, ενώ έχουμε υπογράψει, πριν τέσσερις μήνες υποτίθεται, «Συμφωνία περί Φιλίας» με την Τουρκία, την περιβόητη η «Συμφωνία των Αθηνών»!
Την οποία τώρα μας καταγγέλλουν ότι την «παραβιάζουμε», λέει!
Πώς είναι δυνατόν να “παραβιάζουμε” μια Συμφωνία που ΔΕΝ είναι “δεσμευτική”; Για τίποτα και κανένα από τα δύο μέρη;
* Πρώτον να σημειώσουμε ότι «τετελεσμένα» (fait accompli, στη διπλωματική γλώσσα) ονομάζονται πρωτοβουλίες ενός κράτους που ξεπερνούν τα όρια δικαιοδοσίας της κυριαρχίας του ή των κυριαρχικών του δικαιωμάτων, και επιβάλλονται χωρίς προηγούμενες διαπραγματεύσεις με άλλα «ενδιαφερόμενα» κράτη…
Η δημιουργία αιολικών πάρκων μέσα στην ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη ή μέσα σε θαλάσσιες ζώνες ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων – και μάλιστα σε περιοχές στις οποίες κανένα άλλο κράτος δεν μπορεί να διεκδικήσει κυριαρχικά δικαιώματα – ΔΕΝ είναι πολιτική “επιβολής τετελεσμένων»!
Είναι άσκηση κυριαρχίας ή άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Για την οποία δεν οφείλει να διαβουλευτεί με κανένα άλλο κράτος…
Αντίθετα, «τετελεσμένα» έχουμε όταν η Τουρκία κηρύσσει την «Γαλάζια Πατρίδα» και καταπατά κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας σε συμφωνία με την «κυβέρνηση» της Λιβύης (Τουρκολυβικό μνημόνιο) παραβιάζοντας το Δίκαιο της Θάλασσας. Και μάλιστα με τρόπο ώστε τελικά, τη “Συμφωνία” αυτή, ΔΕΝ την αναγνωρίζει κανένα άλλο κράτος!
ΟΥΤΕ καν το Κοινοβούλιο της Λιβύης!
ΟΥΤΕ το Ανώτατο Δικαστήριο της Λιβύης…
Έχουμε λοιπόν, μια χώρα – την Τουρκία – που επιβάλλει η ίδια «τετελεσμένα» σε βάρος μας, να κατηγορεί… εμάς, ότι εμείς προσπαθούμε, λέει, να επιβάλλουμε “τετελεσμένα” σε περιοχές που έτσι κι αλλιώς είναι δικές μας ή δικής μας δικαιοδοσίας…
Και πάντως, περιοχές όπου εκείνοι δεν έχουν κανένα λόγο.
* Αυτά παθαίνουν όσοι υπογράφουν «Συμφωνίες περί Φιλίας» με γείτονες τους που επιβάλλουν τετελεσμένα σε βάρος τους. Τελικά έρχονται οι… «φίλοι» μας και κατηγορούν εμάς ότι εμείς επιβάλλουμε τετελεσμένα σε βάρος τους, πάνω στα δικά μας!
Εκεί που μας χρώσταγαν μας παίρνουν και το βόδι…
Αυτά παθαίνουν όσοι βιάζονται να υπογράψουν «Συμφωνίας περι Φιλίας» χωρίς προηγουμένως να απαιτήσουν την άρση των τετελεσμένων του αντιπάλου.
Ουσιαστικά έρχονται οι Τούρκοι και ασκούν βέτο σε οποιαδήποτε ελληνική απόφαση στις θαλάσσιες περιοχές της Ελλάδας. Παντού!
* Στην αρχή με τη λεγόμενη “Συμφωνία των Αθηνών” “ξεπλύναμε” την Τουρκία – αφού η διεθνής κοινότητα διαπίστωσε ότι διακηρύσσουμε τη «φιλία» μας με χώρα που δημιουργεί τετελεσμένα σε βάρος μας! Άρα διαμηνύσαμε στη διεθνή κοινότητα, να ΜΗ αντιμετωπίζει την Τουρκία ως “αναθεωρητική δύναμη” ή ως “επιθετική χώρα”!
Και τώρα διαπιστώνουμε ότι η ΜΗ δεσμευτική αυτή Συμφωνία μας δένει τα χέρια παντού (κατά της ερμηνεία της Άγκυρας), ακόμα και πάνω στις ζώνες των αδιαμφισβήτητα δικών μας κυριαρχικών δικαιωμάτων!
Αν αυτό δεν είναι ΑΠΟΤΥΧΙΑ εξωτερικής Πολιτικής, τι είναι;
* Υπάρχει και συνέχεια όμως: Η Ελλάδα «απάντησε» εμμέσως ότι το θέμα δεν είναι «διμερές», είναι… “Ευρωπαϊκό”, λέει, αφού με τα Αιολικά θαλάσσια πάρκα (τα οποία θα χρηματοδοτήσει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης) η Ελλάδα εφαρμόζει την Ευρωπαϊκή Περιβαλλοντική Πολιτική για την «Πράσινη Μετάβαση».
Η αλλιώς: Τρία πουλάκια κάθονταν και μάσαγαν τομπάκο!
— Πρώτον η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ εθνικό θέμα για κάθε χώρα μέλος της Ένωσης.
Οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΔΕΝ έχουν «υποχρέωση» ΟΥΤΕ «αυτόματη δικαιοδοσία» να υπερασπιστούν την κυριαρχία ή τα κυριαρχικά δικαιώματα ενός κράτους-μέλους, όταν απειλούνται από ένα γειτονικό ΜΗ μέλος της Ένωσης.
Αν, όμως, η χώρα-μέλος που θίγεται διαμαρτυρηθεί και αντιδράσει στα «τετελεσμένα» του «καταπατητή», τότε η Ενωμένη Ευρώπη έχει την υποχρέωση να συμπαρασταθεί στο κράτος-μέλος. Και η «συμπαράσταση» αυτή δεν είναι «αυτόματη», είναι συνήθως κατόπιν πολλών «διαβουλεύσεων» μεταξύ των υπολοίπων κρατών-μελών, και πάντως πουθενά δεν προβλέπεται έμπρακτη ή, πολύ περισσότερο, στρατιωτική συμπαράσταση.
Όπως στην περίπτωση του Τουρκολυβικού μνημονίου – που θίγει ανοιχτά την Ελλάδα – η Ευρωπαϊκή Ένωση δήλωσε τελικά ότι ΔΕΝ το θεωρεί «νόμιμο» (γιατί δεν είναι), αλλά πέραν αυτού ΔΕΝ έκανε τίποτα για να το ακυρώσει.
Και στους δύο κύκλους διεθνών διαπραγματεύσεων για το Λιβυκό, η Τουρκία κλήθηκε να συμμετάσχει, ενώ την Ελλάδα, που ευθέως θίγεται από το Τουρκολυβικό Μνημόνιο οι ευρωπαίοι εταίροι ΔΕΝ την προσκάλεσαν καν…
Συνεπώς, όταν θίγονται τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, το πρόβλημα είναι πρωτίστως ΔΙΚΟ μας! Κι αν αντιδράσουμε σοβαρά, ίσως μπορούμε να περιμένουμε κάποιου είδους «συμπεράσταση» από τους εταίρους μας. Αλλά, αν δεν αντιδράσουμε και απλώς “μεταθέσουμε την ευθύνη” στους εταίρους μας, αυτοί ΔΕΝ πρόκεται να αντιδράσουν!
Όπως φαίνεται, έχουμε βρει ένα τρόπο, ευσχήμως, να απεμπολήσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
— Όσον αφορά την «Πράσινη Μετάβαση», οι Τούρκοι δεν λένε να ΜΗ γίνουν αιολικά πάρκα. Απλώς επιμένουν ότι θα πρέπει η Ελλάδα να διαπραγματευθεί προηγουμένως μαζί τους το ποιός θα έχει την εκμετάλλευσή τους, ακόμα κι αν ανήκουν σε περιοχές (δυτικά της Μήλου – στη Φαλκονέρα – δηλαδή απέναντι από τις ακτές της Πελοποννήσου) όπου ουδείς αμφισβήτησε ποτέ την Ελληνική δικαιοδοσία.
Και δημιουργούν προηγούμενο, για να τους “χρωστάμε”!
Δηλαδή για να μας πούν αύριο, ότι εντάξει, δεχθήκαμε να ασκήσετε τα δικά σας κυριαρχικά δικαιώματα… έξω από τις ακτές της Πελοποννήσου, τώρα κι εσείς πρέπει να δεχθείτε ότι κι εμείς θα ασκήσουμε κυριαχικά δικαιώματα (που το Διεθνές Δίκαιο ΔΕΝ τους τα αναγνωρίζει) γύρω από τα Ελληνικά νησιά στο Ανατολικό Αιγαίο, ή ανατολικά της Κρήτης ή νοτίως του Καστελλόριζου. Όπου όλοι οι διεθνείς Χάρτες οι οποίοι αποτυπώνουν το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας προβλέπουν ότι ισχύει η Ελληνική Δικαιοδοσία.
Μ’ άλλα λόγια, μας λένε να μοιράσουν μαζί μας… τα δικά μας! Να μας αφήσουν κάποιο μέρος των δικών μας, κι ύστερα εμείς να δεχθούμε να καταπατήσουν όλα τα υπόλοιπα – επίσης ΔΙΚΑ μας!
Εκεί οδηγεί, μεταξύ πολλών άλλων, και η «Συμφωνία των Αθηνών», που μόλις προ τετραμήνου υπογράψαμε!
Αυτό ΔΕΝ ονομάζεται «Πολιτική αρχών». Αυτό ονομάζεται ΜΗ Πολιτική!
Ή ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ από την (Εξωτερική) Πολιτική…
Η Πολιτική δεν αφορά ποιες «αρχές» θα διακηρύσσουμε διεθνώς. Αλλά πώς προασπιζόμαστε τα εθνικά μας συμφέροντα.
Αν υποστηρίζουμε τις σωστές «αρχές», αλλά όταν απειλούμαστε μεταθέτουμε την ευθύνη σε άλλους, τότε απλώς ΔΕΝ έχουμε Πολιτική…

Ως γνωστόν, με ευχές και με “αρχές”… δεν βάφονται αυγά!

* Κάποιοι δικοί μας μιλούν για “αποκλιμάκωση” ως μόνιμη επιδίωξη της Εξωτερικής μας Πολιτικής.
Η “αποκλιμάκωση” είναι ένας στιγμιαίος χειρισμός, σε μια κρίσιμη στιγμή. ΔΕΝ είναι “Πολιτική”.
Αν διακηρύσσεις ότι επιδιώκεις μονίμως την “αποκλιμάκωση”, ουσιαστικά παρακινείς τους απέναντι να κλιμακώνουν συνεχώς εναντίον σου, ώστε εσύ να “αποκλιμακώνεις” υποχωρώντας – κι έτσι να κερδίζουν σε βάρος σου χωρίς να ρίχνουν σφαίρα και χωρίς να διακινδυνεύουν το παραμικρό! Με διαρκείς εκφοβισμούς σε βάρος σου, χωρίς ρίσκο (by fright, not by fight).
* Οι δικοί μας μιλάνε ακόμα για “εξομάλυνση” των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ως μόνιμη πολιτική επιδίωξη.
Μπορεί να υπάρχει “εξομάλυνση” με μια Τουρκία που διεκδικεί όλο και περισσότερο και συνεχώς κλιμακώνει τις έμπρακτες προκλήσεις της και τα τετελεσμένα της σε βάρος μας;
Το ζητούμενο της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής είναι ΠΩΣ θα εξουδετερώσουμε την τουρκική προκλητικότητα και τον τουρκικό αναθεωρητισμό, όχι πώς θα… “εξομαλύνουμε” τις σχέσεις μας με τον τουρκικό “αναθεωρητισμό”.
* Και το πιο γελοίο απ’ όλα είναι όταν προσπαθούμε εμείς, εδώ, στην Ελλάδα, να “δικαιολογήσουμε” τις τωρινές τουρκικές προκλήσεις, αποδίδοντάς τις στους εσωτερικούς πολιτικούς ανταγωνισμούς μέσα στην Τουρκία.
Δηλαδή, λένε κάποιοι δικοί μας, μη δίνετε σημασία και μη “τσιμπάτε”, δεν τα εννοούν αυτά οι Τούρκοι. Τα λένε μόνο για εσωτερική κατανάλωση…
— Πριν τις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, μας έλεγαν ότι οι ΝΟΤΑΜ που έβγαιναν για την αποστρατιωτκοποίηση των νησιών μας ήταν προεκλογικό πυροτέχνημα γιατί ανέβαινε η υποψηφιότητα Ιμάμογλου…
— Μετά τις εκλογές, μας λένε πως οι ενστάσεις της Τουρκίας για τα αιολικά πάρκα έξω από τη Μήλο, οφείλονται στο ότι έχασε ο Ερντογάν τις αυτοδιοικητικές εκλογές (τις οποίες είχε χάσει και πριν τέσσερα χρόνια, επίσης)…
Γενικώς αν τους πιστέψουμε, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν τα “εννοεί” η Τουρκία. Όλα τα κάνει για “εσωτερικούς λόγους”, λέει…
Εκείνο που τους διαφεύγει είναι ότι και το βασικό κόμμα της Αντιπολίτευσης στην Τουρκία, το Ρεπουμπλικανικό, είναι εξ ίσου προκλητικό και επιθετικό έναντι της Ελλάδας. Όπως και το άλλο κόμμα της Αντιπολίτευσης, το λεγόμενο “Καλό Κόμμα”…
Συνεπώς η επιθετικότητα κατά της Ελλάδας είναι ΚΟΙΝΟ σημείο σύγκλισης ανάμεσα στην κυβέρνηση Ερντογάν και στην Αντιπολίτευσή του.
Κι εμείς εδώ καθησυχάζουμε εαυτούς και αλλήλους, ότι όλες αυτές οι δηλώσεις γίνονται “για εσωτερικούς λόγους”, λέει, και να μην τις παίρνουμε στα σοβαρά…
Οι επιθετικές δηλώσεις κατά της Ελλάδας, απ’ ΟΛΟΚΛΗΡΗ την πολιτική ηγεσία της χώρας, διαμορφώνουν τις προσδοκίες του Τουρκικού λαού και την μακροχρόνια Πολιτική της χώρας απέναντί μας.
Αντίθετα η υποβάθμιση και η αγνόησή τους, εκ μέρους της δικής μας ηγεσίας, απλώς δείχνει ότι εμείς ΔΕΝ έχουμε καμία απολύτως πολιτική απέναντι στην Τουρκία.
Τώρα μάλιστα συρόμαστε και στην αιχμαλωσία.
Διότι όταν εν ονόματι μιας ΜΗ δεσμευτικής “Συμφωνίας περί Φιλίας”, η Τουρκία διατυπώνει ενστάσεις για αιολικά πάρκα έξω από τις ακτές της Πελοποννήσου, αυτό σημαίνει ότι έχουμε σιωπηλώς αποδεχθεί να ΜΗΝ κάνουμε απολύτως τίποτα, οπουδήποτε, αν δεν τους ρωτήσουμε. Αν δεν πάρουμε την άδειά τους.
Για να εκμεταλλευτούμε τα δικά μας πρέπει να τους παραχωρήσουμε κάποια άλλα – επίσης δικά μας – κάπου αλλού.
Αυτό δεν είναι Συμφωνία περί Φιλίας. Είναι εύσχημη Συνθηκολόγηση.
Αυτό δεν είναι “Συμφωνία των Αθηνών”.
Είναι μάλλον, Συμφωνία ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ των Αθηνών…
Συνέχεια ανάγνωσης

Απόψεις

Παρακμή της Θεσσαλονίκης και Αθηνοκεντρισμός! Η αλήθεια με αριθμούς

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

του Γιώργου Μιχαηλίδη*

Aπό τη μία πλευρά: η χώρα της χρονιάς, η πρωταθλήτρια της Ευρώπης, το μεγαλύτερο έργο αστικής ανάπλασης στην Ευρώπη. Από την άλλη: η Θεσσαλονίκη της παρακμής, η φραπεδούπολη, η φωλιά της αντιδραστικής συντήρησης και η επιτομή της μιζέριας. Παράλληλα, η μόνιμη συμβουλή: όχι εύκολες καταγγελίες, να αναλάβετε πρωτοβουλίες. Τί ισχύει τελικά και γιατί; φταίει η κρίση για την παρακμή της Θεσσαλονίκης; φταίει η Αθήνα; φταίει η ανεπάρκεια των Θεσσαλονικέων; Αν προχωρήσουν δέκα big projects θα αλλάξει η εικόνα της και η δυναμική της πόλης; Γιατί δεν έγινε Μιλάνο, Βαρκελώνη ή έστω Σμύρνη;

Η σίγουρη απάντηση είναι ότι, πέρα από τις αδυναμίες του τοπικού πολιτικού, οικονομικού και πολιτιστικού συστήματος (που και αυτές έχουν κάθε άλλο παρά απλή εξήγηση), έχει διαμορφωθεί τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια ένα συγκεκριμένο οικονομικό υπόστρωμα που σταθερά ορίζει την πόλη ως ένα παρακμάζον, δευτερεύον, σχεδόν μόνο καταναλωτικό αστικό κέντρο. Και πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε συζήτηση για το τί μέλλει γενέσθαι, καλόν είναι να εντοπιστούν, να παρουσιαστούν και ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, τα σημερινά οικονομικά μεγέθη της Θεσσαλονίκης. Και να συγκριθούν και με αυτά της Αττικής, γιατί ο ανταγωνισμός λειτουργεί μεταξύ πόλεων, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και μάλιστα από πολλούς προβάλλεται ως κινητήρας της αστικής ανάπτυξης. Αλλά και γιατί επί δεκαετίες η ανάπτυξη της χώρας είναι εκ των πραγμάτων αθηνοκεντρική.

Καταρχάς, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη Θεσσαλονίκη όχι μόνο είναι πλέον στο 60% της Αττικής αλλά και μειώνεται συνεχώς. Ακόμη χειρότερα, είναι ακριβώς στις περιόδους ανάπτυξης όπου η μεν Αττική κερδίζει η δε Θεσσαλονίκη χάνει. Τελικό αποτέλεσμα; σήμερα ο νομός Θεσσαλονίκης δεν είναι ο κάποτε δεύτερος αλλά πλέον ο ΕΝΑΤΟΣ στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα.

Σήμερα επίσης (και αυτό είναι καθοριστικό για τη λήψη αποφάσεων είτε των οικονομικών δυνάμεων του τόπου είτε των ελληνικών κυβερνήσεων) οι επιχειρήσεις της Αττικής κάνουν τζίρο ΟΚΤΩ φορές μεγαλύτερο από αυτές της Θεσσαλονίκης. Δηλαδή, η «οικονομική δύναμη» της Αττικής είναι οκταπλάσια της Θεσσαλονίκης (είναι εξάλλου και το 68% όλης της χώρας). Ακόμα και στη μεταποίηση (όπου άλλοτε η Θεσσαλονίκη ήταν το συγκριτικά ισχυρότερο βιομηχανικό κέντρο της χώρας) οι επιχειρήσεις της Αττικής κάνουν πλέον τζίρο ΕΝΝΙΑ φορές μεγαλύτερο από τις επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης.

Είναι ακριβώς η όξυνση της αποβιομηχάνιση της χώρας το 1990-2000 (με πολλές ενδο- και εξωγενείς αιτίες) που επέδρασε καταλυτικά στην περιθωριοποίηση της Θεσσαλονίκης μέσα σε μια εθνική οικονομία προσανατολισμένη (σε ένα βαθμό αναπόφευκτα λόγω ένταξης στην Ευρωζώνη και σε ένα βαθμό χάρις σε ένα εκούσιο έλλειμμα αναπτυξιακής πολιτικής) στις υπηρεσίες και στις κατασκευές. Είναι πριν από 20-25 χρόνια που η πόλη έχασε τα μισά εργοστάσια της και έμεινε με μια μισο-άδεια Βιομηχανική Περιοχή, άναρχες επαγγελματικές συγκεντρώσεις και εκατοντάδες βιοτεχνικά κτίρια εκπλειστηριαζόμενα σήμερα προς malls, logistic centers, Airbnb, και η παραγωγικότητα έφτασε να είναι 30% έως 60% χαμηλότερη από ό,τι σε οποιαδήποτε περιοχή της Αττικής.

Είναι γεγονός, όχι μίζερη καταγγελία, η απόκλιση μεταξύ Αττικής και υπόλοιπης Ελλάδας που συνεχώς μεγαλώνει εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια και, επιπλέον, διευρύνεται στις φάσεις ανάπτυξης ή ανάκαμψης.

Ως τελικό αποτέλεσμα, σήμερα στην Αττική συγκεντρώνεται το 55% του κινητού και ακίνητου πλούτου της χώρας και οι καταθέσεις εκεί είναι ΕΞΗ φορές αυτές της Θεσσαλονίκης ενώ η (κατά τον ΕΝΦΙΑ) αξία των ακινήτων της, 4 φορές αυτή της Κεντρικής Μακεδονίας.

Καθόλου παράξενα, η ανεργία στην ευρύτερη περιοχή (Κεντρική Μακεδονία) είναι 30% υψηλότερη από ό,τι στην Αττική και μάλιστα η απόκλιση ΑΥΞΑΝΕΤΑΙ στο μέτρο που υποχωρεί η επίπτωση της οικονομικής κρίσης. Καθόλου παράξενα επίσης, ένας στους 8 Θεσσαλονικείς εργάζεται στον κλάδο της εστίασης και παροχής καταλύματος (ένας στους 11 στην τουριστική Αττική).

Απέναντι σε αυτά τα δεδομένα, η συνήθης προτροπή είναι: big projects. Το πόσο εύκολη, αποδοτική και αποτελεσματική για τη μείωση των ανισοτήτων είναι αυτή η λύση, είναι εξαιρετικά αμφίβολο. Εξάλλου, πάντα θα ακυρώνεται από τον «ανταγωνισμό»: για το παραλιακό μέτωπο της Αθήνας «δρομολογούνται» έργα 16 φορές μεγαλύτερα από ό,τι γι’ αυτό της Θεσσαλονίκης, για τις υποδομές αερομεταφορών 6 φορές και βέβαια κάθε Αθηναίος έχει ήδη 3 φορές πυκνότερο δίκτυο μετρό από αυτό που ΘΑ έχει κάθε Θεσσαλονικιός (ενώ σε έναν άλλον τομέα, καθόλου αδιάφορο, η Αθήνα έχει 10 φορές τα θέατρα της Θεσσαλονίκης).

Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι ο «αθηνοκεντρισμός» εποφθαλμιά τη «νύφη του Θερμαϊκού»; Όχι. Απλά σημαίνουν ότι η διαδρομή μέχρι να βγει η Θεσσαλονίκη από την παρακμή θα είναι μακρά, ότι οι συνθήκες και οι τάσεις είναι εναντίον της και ότι μόνες τους οι δυνάμεις της πόλης δεν επαρκούν. Αν δεν σχεδιαστεί μια βολονταριστική ΕΘΝΙΚΗ στρατηγική για την πόλη, αν δεν ξεκινήσει μια ΣΥΝΟΛΙΚΗ για όλη τη χώρα πολιτική αντιμετώπισης των περιφερειακών ανισοτήτων που ξεπηδούν αναπόφευκτα από τη στηριγμένη στο υπάρχον μοντέλο οικονομική ανάκαμψη, η εξέλιξη θα είναι πολύ περισσότερο δυσμενής. Και, φυσικά, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη.

Και τί μας νοιάζει; Θα μας νοιάζει όταν θα μετρούμε τη «γεωγραφία της δυσαρέσκειας», κοινωνικής, ιδεολογικής, πολιτισμικής, πολιτικής, ή όταν θα ψάχνουμε να ερμηνεύσουμε εκλογικά αποτελέσματα με ανασκαφές στην εποχή του Σαμπρή πασά ή του Μαξ Μέρτεν ή του Γκοτζαμάνη …

*Ο Γιώργος Μιχαηλίδης είναι Σύμβουλος Ανάπτυξης. Δίδαξε στα Πανεπιστήμια Θεσσαλίας και Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Πολεοδομία-Χωροταξία στο Universite de Paris IV – Sorbonne. Αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Κοινωνιολογία στο École des hautes études en sciences sociales (EHESS). Οικονομικά στο École des hautes études en sciences sociales (EHESS).

Συνέχεια ανάγνωσης

Απόψεις

Προς μία νέα γεωπολιτική κοσμογονία

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Ο πλανήτης βιώνει κοσμογονικές αλλαγές εν μέσω δυο ενεργών μετώπων  τα οποία προς ώρας δεν παρουσιάζουν καμία συγκρουσιακή ύφεση και ουδείς βρίσκεται σε θέση να γνωρίζει με βεβαιότητα την έκβασή τους. Η μόνη εξασφαλισμένη διαπίστωση είναι ο δομικός μετασχηματισμός της γεωπολιτικής σκακιέρας και η επανακατανομή ισχύος στο διεθνές σύστημα.

Οι ιστορικές δείκτες μας υπενθυμίζουν επανειλημμένα πως τα πιόνια δε μένουν ποτέ στατικά και καμία μορφή παγκόσμιου status quo δε διέπεται από αθανασία ιδίως όταν έχει οικοδομηθεί πάνω σε ηγεμονικά θεμέλια και οι μπετόβεργές του είναι χρωματισμένες με το αίμα χιλιάδων αθώων αμάχων στη μισή υδρόγειο. Η νίκη του φιλελευθερισμού μετά την κατάρρευση της τελευταίας σύγχρονης αυτοκρατορίας, ερυθρής απόχρωσης, όπως φάνηκε εκ των υστέρων ήταν φευγαλέα και ιδίως οι παγκόσμιες εξελίξεις της τελευταίας διετίας πιθανολογείται από μία πληθώρα επιστημονικών αναλύσεων πως σύντομα θα δοθεί η χαριστική βολή στη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων με κεντρικό θεμελιωτή τις ΗΠΑ ή υπό μία πιο πραγματολογική προσέγγιση, τουλάχιστον την αισθητή μείωση της παγκόσμιας στρατιωτικής, οικονομικής και πολιτικής επιρροής της Αμερικής επί των 2/3 της οικουμένης.

Το αφήγημα της PAX AMERICANA έχει αρχίσει να αιμορραγεί και να ξεφτίζει λόγω της αποκάλυψης του υποκριτικού κελύφους που την προφύλασσε από κάθε κριτική την οποία μάλιστα βάφτιζε τρομοκρατική ή αναθεωρητική. Οι υποσχέσεις του αμερικανοτραφούς φιλελευθερισμού για ειρήνη, ευμάρεια και δημοκρατία στο σύνολο του πλανήτη διαψεύσθηκαν οικτρά και εξέπνευσαν κάτω από τα ερείπια που άφησαν πίσω τους οι αστεροστόλιστες βόμβες της χώρας της ελευθερίας και της ευαισθησίας για τα περιώνυμα ανθρώπινα δικαιώματα. Με την αποδυνάμωση της δυτικόκτιστης τάξης πραγμάτων διαλύεται και ο αφρός της ουτοπίας που καλλιεργούσε επί μία τριακονταετία για έναν κόσμο δήθεν ισότητας, δημοκρατικής μεταρρύθμισης και αμοιβαίου σεβασμού. Η μετατόπιση όλων των ειδών ισχύος προς ανατολάς και η ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των παγκόσμιων παικτών καλούν πολλούς πρώην ανένδοτους και ελαφρόμυαλους ουτοπιστές να πατήσουν ξανά στη γη, διαψεύδοντας τους πανηγυρικά. Η τραγικότερη φιγούρα της νεότερης φιλελεύθερης σχολής, ο Francis Fukuyama ο οποίος στο έργο του ‘’το τέλος της ιστορίας’’ προβαίνει σε μία επιπόλαιη εκτίμηση για την οριστική επικράτηση του φιλελευθερισμού τη μη επαλήθευση του οποίου παρακολουθούμε να διαδραματίζεται ζωντανά επί του παρόντος.

Οι φιλελεύθερες διόπτρες στέκονται ανίκανες να αντιμετωπίσουν τη μυωπία με την οποία ο μέσος άνθρωπος ατενίζει τα διεθνή συμβάντα και ενίοτε κρίνει βάσει της δικής του ψυχικής αγνότητας και ηθικής. Προσθετικά ο λιμπεραλιστής διεθνολόγος αδυνατεί ή εθελοτυφλεί εμπρός στην επιθυμία των ‘’μη εχόντων’’ να διατρανώσουν το ανάστημά τους απέναντι στους ‘’έχοντες ‘’ της διεθνούς σκηνής, διεκδικώντας το μερίδιο επιρροής που τους αναλογεί. Δίνοντας τη δέουσα προσοχή στην τακτική συσσώρευσης ισχύος, από πλευράς του κινεζικού δράκου και της ρωσικής αρκούδας, που  συνιστά έναν εκ των βασικών πυλώνων της λειτουργίας του άναρχου διεθνούς στον οποίο επικεντρώνεται η επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων. Η μόχλευση λοιπόν της ισχύος στην απόπειρα εξισορρόπησης μεταξύ των σύγχρονων Μεγάλων Δυνάμεων  δικαιώνει τον  Θουκυδίδη, τον Machiavelli,τον Hobbes, τον Morgenthau και πολλούς ακόμα ρεαλιστές μελετητές του φαινομένου των Διεθνών Σχέσεων βγάζοντας από την κατάψυξη την παρεξηγημένη όσο καμία άλλη, θεωρία του ρεαλισμού.

Η  αμφισβήτηση της πλανητικής μονοπολικότητας  των ΗΠΑ είναι γεγονός και μπορεί να επιβεβαιωθεί από την πρωτοβουλία της σύστασης νέων διεθνών οργανισμών στελεχωμένων  από εξωδυτικές δυνάμεις με δημοφιλέστερο όλων  τoν συνασπισμό των BRICS ο οποίος αποτελεί την πιο τρανή έκφραση αμφισβήτησης της κυριαρχίας του Βορρά.

Φιλοδοξούν να δώσουν ένα βροντερό παρόν στο διεθνές γεωστρατηγικό και οικονομικό παίγνιο παραθέτοντας τους δικούς τους όρους απέναντι στον παραπαίοντα παγκόσμιο ηγεμόνα. Η μετάβαση στην πολυπολικότητα αποκτά αυξανόμενες υποστηρικτικές ενδείξεις όσο κυλά ο  χρόνος.

Αρχικά ας παρουσιάσουμε την ιστορία του αναφερόμενου συνασπισμού. Ουσιαστικά επρόκειτο για έναν πολιτικό σύνδεσμο με διεθνή χαρακτήρα και το ακρωνύμιό του στηρίζεται στα αρχικά της ονομασίας των κρατών που τον συναποτελούν. Ιδρυτές του αποτελούν η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία και, η Βραζιλία με τη νότια Αφρική να προσχωρεί λίγο αργότερα στον οργανισμό. Εισηγητές της πρωτοβουλίας υπήρξαν οι τέσσερεις πρώτες χώρες οι οικονομίες των οποίων στις αρχές του αιώνα μας σημείωσαν πρωτοφανείς ρυθμούς ανάπτυξης και έλαβαν τον τίτλο των ‘’αναπτυσσόμενων οικονομιών’’. Συμβάλλουσες  παράμετροι σε αυτή την αναπτυξιακή εκρηκτικότητα συνιστούν οι ογκώδεις πληθυσμιακοί αριθμοί των χωρών αυτών καθώς και οι αχανείς τους εκτάσεις. Η επίσημη συγκρότηση του οικονομικού αυτού συνασπισμού πραγματώθηκε τον Ιούνιο του 2009 στο Αικατερίνεμπουργκ της Ρωσίας. Στην κοινή τους δήλωση οι ηγέτες του παγκόσμιου νότου αιτούνταν τη δημιουργία ενός δίκαιου διεθνούς συστήματος που θα εδράζεται στην πολυπολικότητα.

Επιπλέον διαρκούσης της Συνόδου Κορυφής, οι συμμετέχοντες γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους για την κοπή ενός νέου παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος το οποίο θα ήταν σταθερό, θα είχε αντίκρισμα και θα βρισκόταν σε θέση να συναγωνιστεί το δολάριο. Παρ’ όλα αυτά, αρχή του οργανισμού αποτελεί η οικονομική ανεξαρτησία εκάστου μέλους και η ελευθερία να συναλλάσσεται χρησιμοποιώντας το εθνικό του νόμισμα. Προσθετικά  παρατηρήσαμε τους BRICS να προβαίνουν στην ίδρυση του δικού τους τραπεζικού ιδρύματος γνωστό και ως Αναπτυξιακή Τράπεζα των BRICS. H ίδρυσή της έγινε το 2014 και επί της ουσίας σκοπός της είναι να αποτελέσει το ‘’αντίπαλον δέος’’ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Εδρεύει στη Σανγκάη για το λόγο του ότι η Κίνα κατέχει τον υψηλότερο αριθμό συναλλαγματικών αποθεμάτων από τους συμμετέχοντες στον οργανισμό.

Η αύξηση της επιρροής του εν λόγω αντιδυτικού οργανισμού είναι δεδομένο πως θα οδηγήσει στη μεταβολή των συσχετισμών στην παγκόσμια οικονομία αλλά και στον τομέα της ενέργειας. Αξιοσημείωτο είναι πως οι BRICS  σύντομα θα καλύπτουν το 40% της διεθνούς οικονομίας και η θέση τους αναμένεται να γνωρίσει ακόμα μεγαλύτερη επίρρωση σε βάθος χρόνου με την ένταξη νέων μελών στους κόλπους τους τα οποία μάλιστα συνιστούν βασικούς κατόχους πετρελαϊκών αποθεμάτων και εξαγωγείς αυτού. Τα κράτη αυτά αποτελούν το Ιράν, τα Ηνωμένα Αραβικά και τη Σαουδική Αραβία, σημειωτέον τον μακράν στενότερο σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η συμμετοχική διόγκωσή τους θα τους χαρίσει με μαθηματική ακρίβεια ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο  πάνω στην παγκόσμια πετρελαϊκή ποσότητα και κατά συνέπεια θα τους βοηθήσει να αντιπαλέψουν από θέση ισχύος πλέον τον άλλο ισχυρό οργανισμό συνεργασίας, τη G7. Βάσει ποσοτικών ερευνών η ομάδα του νότου θα διαχειρίζεται το 65,4% των αποθεμάτων αργού πετρελαίου ενώ η G7 μόνο το 3,9% αυτού.

Επιπρόσθετα η διείσδυση του σχετικά νεαρού αυτού οικονομικού οργανισμού στη μαύρη ήπειρο καθώς και ο προσεταιρισμός των χωρών του κόλπου σηματοδοτεί αφενός την αισθητή ύφεση της οικονομικής αλλά και πολιτικής επιρροής της Δύσης στις περιοχές αυτές ιδίως με την υπογραφή αμοιβαίας στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ της Ρωσίας  (ηγέτιδας δύναμης της συνεννόησης) και του Νίγηρα καθώς και τη συνακόλουθη επενδυτική πολιτική της Κίνας στην Αφρική και αφετέρου πως το συνεργατικό πλαίσιο των ΒRICS  δε βλέπει μαύρα πρόβατα σε αντίθεση με τη δυτική-αντιρεαλιστική φιλοσοφία εξεύρεσης ‘’δημοκρατικών’’ εταίρων.

Κατά συνέπεια παρατηρούμε την ανάπτυξη συνεργατικών σχέσεων των διευθυντικών στελεχών της συμμαχίας (Ρωσία, Κίνα)  χώρες τις οποίες η Συλλογική Δύση θεωρεί παρίες όπως την Περσία και τη Βόρεια Κορέα. Η εξελισσόμενη σύγκρουση στη Γάζα δίνει μία ευκαιρία στις δυτικές δυνάμεις και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ να προσπαθήσουν να επανακτήσουν ξανά το λόγο τους στην ευρύτερη περιοχή όμως η προαναφερθείσα στροφή αρκετών κρατών του κόλπου πλέον προς την αγκαλιά των BRICS καταδεικνύει πως μακροπρόθεσμα ο αμερικανικός παράγοντας θα εξοστρακιστεί ισοβίως από το συγκεκριμένο, στρατηγικής σημασίας, γεωγραφικό διαμέρισμα.

Ειδικότερα η Κίνα φαίνεται να κατέχει τη θέση του μεγάλου κερδισμένου καθώς πρωτοστάτησε στη επαναπροσέγγιση δύο ορκισμένων εχθρών ήτοι της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν, οι οποίες άρχισαν να ατενίζουν με φιλική ματιά τις εμπορικές φιλοδοξίες της χώρας του δράκου για τη διάνοιξη μίας νέας οδού του μεταξιού και την επακόλουθη αύξηση της επιρροής της ως αντιστάθμισμα στην κυριαρχική πολιτική του Λευκού Οίκου.

Ωστόσο παρ’ όλες  τις ως τώρα θετικές επιδόσεις της πρωτοβουλιακής οντότητας των BRICS βαρυσήμαντες είναι και οι ισορροπίες που εκδηλώνονται στα σπλάχνα του οργανισμού όπως η παραδοσιακή εδαφική αντιπαράθεση μεταξύ Ινδίας και Κίνας, τέτοιου τύπου εσωτερικές διαταραχές αποτελούν σημαντική αιτία κωλυσιεργίας για την ίδρυση κοινού νομίσματος. Αυτοί όμως οι ανασταλτικοί παράγοντες στην πραγματικότητα επηρεάζουν ελάχιστα το επιτυχές μέλλον που θα σημειώσει η χαλαρή αυτή μορφή συνεργασίας και αυτό χάρις στην απουσία εξαναγκασμών οποιουδήποτε μέλους προς κάποιο συγκεκριμένο τρόπο δράσης αλλά και ισότιμη σχέση ανάμεσα τους και ανυπαρξία ιεραρχικών δομών σε αντιδιαστολή με τις δυτικογενείς συμμαχίες. Επιπρόσθετα η αφόρητη πίεση που βιώνουν οι  Αμερικανοί εξαιτίας των διλημμάτων στρατιωτικής φύσης που αφορούν στην ταυτόχρονη χορήγηση αρωγών σε Ουκρανία και Ισραήλ επιτρέπει στους Κινέζους να αποκτήσουν πιο θεμελιώδες  βήμα στον Κόλπο και να μετατρέψουν την περιοχή σε μία ζώνη αντιπαράθεσης μεταξύ ηπειρωτικών-ευρασιατικών και ναυτικών δυνάμεων διότι καθόλου άγνωστη δεν είναι και η διείσδυση του στενού πλέον συνεργάτη της Κίνας που δεν αποτελεί άλλον από τη ρωσική αρκούδα.

Το Σινικό έθνος επενδύει σε ποικίλους τομείς από το εμπόριο και τη αμυντική βιομηχανία έως τον πολιτισμό και τη διπλωματία. Η διαφαινόμενη μετάβαση από τη γερασμένη PAX AMERICANA σε μία PAX SINICA θα αποτελούσε μία ουσιαστική γεωπολιτική τομή καθώς θα αναδιαμόρφωνε τους εμπορικούς συσχετισμούς αλλά και το βαθμό ελεύθερης λήψης πρωτοβουλιών από τα μικρότερα ή μεσαία σε ισχύ, κράτη. Ο κάπως αυθαίρετος όρος της ‘’Κινεζικής Τάξης Πραγμάτων ‘’ επιστρατεύεται για να περιγράψει την κίνηση ματ που δέχεται η δυτική θαλασσοκρατία από τον ευρασιατικό ηπειρωτισμό και την οικοδόμηση ενός νέου και διαφορετικού κόσμου εδραζόμενου στην πολυπολικότητα όπου δε θα απαιτείται το άκουσμα της ανάσας του ατλαντιστή ώστε να αναπνεύσουν και οι λοιποί κρατικοί δρώντες τη υδρογείου της.

Γνωστό είναι επίσης πως ένας εκ των υψηλότερων στόχων των BRICS ίσως και ο υψηλότερος είναι η σταδιακή αποδολαριοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας και η αξιακή υποτίμηση του δολαρίου ως κεντρικού μέσου συναλλαγών. Σε γενικές γραμμές σημειώνεται μία ολοένα και εντεινόμενη απεξάρτηση ορισμένων κρατών από το δολάριο όσον αφορά τις συναλλαγματικές τους ανάγκες με τους ιδρυτές των BRICS φυσικά να ηγούνται σε αυτό τον αποχαιρετισμό του αμερικανικού νομίσματος θερμαίνοντας ταυτοχρόνως τις πιστωτικές μηχανές για την παραγωγή ενός αντινομίσματος το οποίο μπορεί  ακόμα να φαίνεται αρκετά μακρινό αλλά και μόνο η εγκατάλειψη του δολαρίου θα αποτελέσει ένα ανεπανόρθωτο λάβωμα στο κορμί της δυτικής ηγεμονίας διότι θα επιφέρει υπερπληθωρισμό στο εσωτερικό της αμερικανικής επικράτειας.

Ταυτόχρονα οι μετοχές των κεντρικών τραπεζών της Κίνας παρουσιάζουν κατακόρυφη αύξηση. Οι αναπτυσσόμενες χώρες με ισχνή τεχνολογικό αποτύπωμα και αποκλεισμένες σε  μεγάλο βαθμό από τις δυτικές αγορές θα ωθηθούν να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές βοήθειας και ανταλλαγής τεχνολογικών προϊόντων με αποτέλεσμα να πλησιάσουν περισσότερο την Κίνα και τη Ρωσία και πιθανώς να εκφράσουν επιθυμία για ένταξη στον οργανισμό. Η εξέλιξη αυτή θα είναι καταλυτική για τη γιγάντωση της χρηματοοικονομικής και γεωπολιτικής επιρροής του Παγκόσμιου Νότου.

Μία ακόμα ένδειξη του ότι η πλάστιγγα γέρνει προς τη πλευρά των νέων διεκδικητών, αποτελούν τα χασματικά νούμερα αντιπροσώπευσης ,μεταξύ των BRICS και της G7, του παγκόσμιου ΑΕΠ και του πληθυσμού αντίστοιχα  με τους πρώτους να εκπροσωπούν το 37% του διεθνούς ΑΕΠ και το 42% του παγκόσμιου πληθυσμού ενώ οι δεύτεροι μόνο το 30%.  To γενικότερο έρεισμα που έχει η συμφωνία των BRICS διεθνώς με ιδιαίτερη εστίαση στα άπορα κράτη αποτελεί την ουσιαστικότερη απειλή για την ηγεμονία της Δύσης. Μέσω της αλληλεπίδρασής τους με τους νέους εκφραστές της ισχύος τα φτωχότερα έθνη βρίσκουν για πρώτη φορά ευκαιρία και δυνατότητα να προωθήσουν τα συμφέροντά τους και να κοινωνικοποιηθούν με ισότιμους όρους. Πρέπει να θεωρείται κάτι παραπάνω από βέβαιο πως ο διεθνής αποκλεισμός τους, που επήλθε μέσω των αντιδυτικών πολιτικών του παρελθόντος θα μοχλευθεί από τον συνασπισμό της εναλλακτικής οδού.

Στον αντίποδα η Δύση στερείται ενός αντίστοιχου εργαλείου προς χρήση ένεκα της αληθούς ενοχής της και αναξιοπιστίας που έχει προκαλέσει στα μάτια των εξωδυτικών πληθυσμών. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως η εμφανώς αποτυχημένη πολιτική των κυρώσεων που εφαρμόζει η Δύση, οπλοποιώντας το δολάριο, εναντίον της Ρωσίας, της Βενεζουέλας και του Ιράν θα πληγεί σοβαρά εάν τελικά προκύψει αντινόμισμα από τους  BRICS. H διαπίστωση αυτή μπορεί εύκολα να σπρώξει τα μέλη του οργανισμού να παραμερίσουν τις μικρής κλίμακας έριδες ή διαφωνίες τους και να συσπειρωθούν ακόμα πιο έντονα ώστε να δρομολογήσουν την αποκαθήλωση του δολαρίου από το παγκόσμιο στερέωμα εκμεταλλευόμενοι την δυσαρέσκεια των αναπτυσσόμενων κρατών που έχει προκύψει από τη συνεχή πολεμοκάπηλη πολιτική των αμερικανικών κυβερνήσεων στο υπόλοιπο ημισφαίριο αλλά και από την εμμονή τους για μονομερή αξιοποίηση των παγκόσμιων αποθεμάτων πλούτου. Το αντινόμισμα όποτε και αν αυτό κατορθώσει να έχει ομαλή γέννα είναι βέβαιο ότι θα αγκαλιαστεί από το σύνολο των συμμετεχόντων στα εγχειρήματα των BRICS  διότι θα υπάρχει το πρόσφορο έδαφος για κάτι τέτοιο.

Το νέο έτος θα μπορούσαμε να παραδεχτούμε πως έφερε πραγματική ευτυχία στον οργανισμό αφού από τις πρώτες κιόλας ημέρες υποδέχεται στον πυρήνα του πέντε νέα μέλη (Αίγυπτο, Αιθιοπία Ιράν, Σαουδική Αραβία και ΗΑΕ). Η εξέλιξη αυτή ανασχηματίζει πλέον το παγκόσμιο τοπίο καθώς ενισχύει την πολυπολικότητα και αυτονομεί όλο και περισσότερα έθνη από τα κελεύσματα της Ουάσιγκτον της οποίας η κυριαρχία αμφισβητείται με μεγαλύτερη τόλμη. Το μόνο παραπάτημα και ατυχία για τους BRICS  το 2024 είναι η απότομη αλλαγή πλεύσης της Αργεντινής λόγω της εκλογής του αμερικανόφιλου Χαβιέρ Μιλέι και την απόφαση του για ολοκληρωτική δολαριοποίηση της οικονομίας της χώρας του! Ωστόσο η Δύση και κυρίως οι ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωπες με έναν πολυσχιδή ανταγωνιστή άνευ προηγουμένου καθώς αυτός αμφισβητεί ευθέως την οικονομική, πολιτική και ορισμένα από τα κεντρικά στελέχη του, την στρατιωτική  κυριαρχία της.

Συνδυαστικά με τους δύο πολέμους αντιπροσώπων που μαίνονται αυτή τη στιγμή  σε Μέση Ανατολή και Ανατολική Ευρώπη τους οποίους οι δυτικές ελίτ φαίνεται πως χάνουν ή τουλάχιστον δέχονται επαχθή πίεση κυρίως στον εμπορικό της τομέα ο οποίος αιμορραγεί ακατάπαυστα εδώ και περίπου ενάμισι χρόνο, τα μοτίβα του γεωπολιτικού ψηφιδωτού αλλάζουν και η ανθρωπότητα μπαίνει ξανά σε μία νέα τροχιά η οποία όπως όλες οι προβλέψεις συγκλίνουν θα επισφραγίσει τη μεταψυχροπολεμική εποχή και θα προλειάνει το έδαφος για την ανατολή μίας νέας τάξης που θα χαράξει νέες γραμμές στους χάρτες, αυτή του πολυκεντρισμού, ο οποίος θα αντικαταστήσει το μονοπολικό αμερικανικό παγκοσμισμό. Ένα τέτοιου τύπου διεθνές σύστημα θα παράσχει μακροπρόθεσμα μεγαλύτερη σταθερότητα στον πλανήτη διότι κανένας πόλος δε θα βρίσκεται θέση να αποκτήσει υπέρμετρη ισχύ ώστε να συμπιέσει τους έτερους δρώντες.

Εν κατακλείδι ο πολυπολισμός καθιστά πιο δεδομένη την ειρηνική συνύπαρξη εφόσον δε θα υπάρχουν ‘’μη έχοντες ‘’ ούτε περιφρονημένοι στη διεθνή ζωή ώστε να αναγκάζονται να επιζητούν διαρκώς περισσότερο μερίδιο. Ο πιο ισχυρός δείκτης των επικείμενων εξελίξεων είναι ο χρόνος, στηριζόμενοι στον οποίο θα γίνουμε θεατές της στάσης που θα τηρήσει η εγκλωβισμένη Δύση. Θα υπακούσει άραγε τη φωνή της σύνεσης όπως ανέφερε και ο  σοφός Θουκυδίδης ή θα μιλήσει η αλαζονεία και θα συνεχιστεί η έμπρακτη εφαρμογή της βουλιμίας εμπρός μάλιστα σε μία σχεδόν βέβαιη ήττα των δυτικών δυνάμεων σε ένα δυνητικό θέατρο συγκρούσεων; Τούτο το συμπέρασμα εκπορεύεται  από την αδυναμία των δυτικών κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους αντιπροσώπους του ευρασιατικού στρατοπέδου που έχουν ήδη ζεστάνει τις κάνες των όπλων τους. Η ιστορία μαρτυρεί πως ουδεμία ηγεμονία δύναται να μακροημερεύσει και τώρα βιώνουμε απλώς το πλήρωμα του χρόνου.

Δημήτρης Παπαδογιάννης, Φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης ΕΚΠΑ

Πηγές:
BANKING NEWS
ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ
HUFFPOST
NEWS BREAK

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή