Ακολουθήστε μας

Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε σταυροδρόμι η Δύση: Διπλασιασμός της βοήθειας στο Κίεβο, συμβιβασμός ή ταπείνωση από τη Ρωσία

Δημοσιεύτηκε

στις

Σε αδιέξοδο ο πόλεμος

Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2022, έγινε μεγάλη συζήτηση για την εξεύρεση μιας «σανίδας σωτηρίας» που θα επέτρεπε στον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, να σώσει το πρόσωπό του από έναν πόλεμο που δεν θα μπορούσε να κερδηθεί. Τώρα, καθώς η Ουκρανία οδεύει προς τον τρίτο χρόνο υπεράσπισης του εαυτού της από τη ρωσική επιθετικότητα, η πρόταση επιμένει – αλλά όλο και περισσότερο, η Δύση είναι αυτή που χρειάζεται την έξοδο.

Οι προοπτικές της Ουκρανίας, έπειτα από δύο χρόνια εξαντλητικού πολέμου που έχει προκαλέσει τεράστιο ανθρώπινο φόρο αίματος, είναι αβέβαιες. Οι απώλειες στον πληθυσμό της, τόσο όσον αφορά τις απώλειες στο πεδίο της μάχης όσο και την «πλημμυρίδα» μετανάστευσης που ακολούθησε την εισβολή, θα είναι δύσκολο να διορθωθούν και θα μπορούσαν να έχουν καταστροφικές συνέπειες για την ήδη προβληματική οικονομία της Ουκρανίας.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά το κόστος του πολέμου αυξάνεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Η τελευταία κοινή εκτίμηση της ΕΕ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΗΕ για τις ανάγκες ανάκαμψης της Ουκρανίας τις ανεβάζει σε 486 δισ. δολάρια (περίπου 385,6 δισ. λίρες), ποσό αυξημένο κατά 75 δισ. δολάρια από πέρυσι. Αυτό σημαίνει ότι οι ανάγκες της Ουκρανίας αυξήθηκαν μέσα σε 12 μήνες κατά μιάμιση φορά το συνολικό ποσό που έχει διαθέσει η ΕΕ για τη στήριξη της Ουκρανίας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Σύμφωνα με τον ετήσιο δείκτη κινδύνων για το 2023 που καταρτίστηκε από τη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια, ένα παγκόσμιο φόρουμ για τη συζήτηση της διεθνούς πολιτικής ασφάλειας, η Ρωσία θεωρήθηκε ως ο κορυφαίος κίνδυνος από πέντε από τις χώρες της G7. Το 2024, την αντίληψη αυτή συμμερίζονται μόνο δύο μέλη της G7.

Δεδομένης της απολύτως κρίσιμης εξάρτησης της Ουκρανίας από την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη της G7, αυτό είναι ανησυχητικό. Δεν αποτελεί καλό οιωνό για την ικανότητα των πολιτικών ηγετών της Ευρώπης να διατηρήσουν την απαραίτητη δημόσια υποστήριξη για τη συνέχιση των μεταβιβάσεων βοήθειας. Οι ψηφοφόροι στη Γαλλία και τη Γερμανία, για παράδειγμα, ανησυχούν σημαντικά περισσότερο για τη μαζική μετανάστευση και τη ριζοσπαστική ισλαμική τρομοκρατία παρά για τα σχέδια του Πούτιν για την Ουκρανία.

Επιπλέον, η Ουκρανία δεν είναι η μόνη κρίση που απαιτεί την προσοχή της συλλογικής Δύσης. Ο πόλεμος στη Γάζα και η ευρύτερη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή είναι και θα παραμείνουν ψηλά στην ατζέντα. Αλλά υπάρχουν πολλά άλλα σημεία ανάφλεξης που συχνά αποτυγχάνουν να απασχολήσουν τα πρωτοσέλιδα των παγκόσμιων ειδήσεων.

Ο συνεχιζόμενος εμφύλιος πόλεμος στο Σουδάν, η εντεινόμενη σύγκρουση στην ανατολική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ Αιθιοπίας και Σομαλίας έχουν τη δυνατότητα να τροφοδοτήσουν άμεσα τον φόβο των δυτικών κοινοτήτων για μια ακόμη μαζική μεταναστευτική κρίση.

Οι πυρηνικές δολιοφθορές της Βόρειας Κορέας, η ιρανική χορηγία τρομοκρατικών εντολοδόχων σε όλη τη Μέση Ανατολή και η προφανής εδραίωση ενός νέου «άξονα του κακού» μεταξύ αυτών των δύο και της Ρωσίας είναι απίθανο να κατευνάσουν τα νεύρα στις δυτικές πρωτεύουσες.

Ένας ιδιαίτερα δαπανηρός αντιπερισπασμός

Σε αυτό το πλαίσιο, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει γίνει ένας σημαντικός και όλο και πιο δαπανηρός αντιπερισπασμός. Πολλοί ηγέτες – ιδίως στην Ευρώπη – ανησυχούν, ίσως δυσανάλογα, για την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και το πιθανό τέλος μιας ουσιαστικής διατλαντικής συμμαχίας. Εάν οι ΗΠΑ αποσύρουν την υποστήριξή τους, υπάρχει ο φόβος ότι η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία θα μπορούσε να εκθέσει την Ευρώπη ακόμη περισσότερο στη ρωσική επιθετικότητα από ό,τι συμβαίνει ήδη.

Το βασικό πρόβλημα είναι ότι οι απλές ρητορικές δεσμεύσεις για την υποστήριξη της Ουκρανίας δεν είναι απλώς ανούσιες αλλά και αντιπαραγωγικές. Διατηρούν την οφθαλμαπάτη ενός νικηφόρου πολέμου χωρίς να παρέχουν τις απαιτούμενες δυνατότητες. Όπως δήλωσε ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια στις 17 Φεβρουαρίου, οι ελλείψεις στρατιωτικού εξοπλισμού που αντιμετώπισε η Ουκρανία τους τελευταίους μήνες ήταν βασικός παράγοντας για την πρόσφατη απώλεια της πόλης Αβντίιβκα από τις ρωσικές δυνάμεις.

(Κάντε κλικ επάνω στην εικόνα για να μεγεθύνετε το χάρτη)

Μπορεί η γραμμή του μετώπου να μην έχει μετατοπιστεί περισσότερο από μερικές εκατοντάδες μέτρα ως αποτέλεσμα αυτής της απώλειας, αλλά ο ψυχολογικός αντίκτυπος είναι σημαντικός – μεταξύ άλλων και στη Δύση, όπου οι αμφιβολίες σχετικά με τη βούληση και την ικανότητα να στηρίξει η Ουκρανία τις προσπάθειές της αυξάνονται και πάλι. Εάν η σύγκρουση συνεχίσει στην τρέχουσα πορεία της – και ακόμη περισσότερο εάν το αφήγημα ενός πολέμου που δεν μπορεί να κερδηθεί αποκτήσει μεγαλύτερη έλξη – η δυτική υποστήριξη είναι απίθανο να αποτρέψει ακόμη και την Ουκρανία από το να χάσει άσχημα, οδηγώντας ενδεχομένως στο είδος της ολοκληρωτικής ήττας που φαντάστηκε ο Πούτιν στην πρόσφατη συνέντευξή του στον Τάκερ Κάρλσον.

Μια ουκρανική ήττα θα ήταν μια επικίνδυνη ταπείνωση για τη Δύση. Υπό το πρίσμα της συνεχιζόμενης ρητορικής για τη «σιδερένια δέσμευση» της Δύσης σε μια δίκαιη ειρήνη για την Ουκρανία, μια ρωσική νίκη θα επιτάχυνε την παρακμή της σημερινής διεθνούς τάξης. Θα εγκαινίαζε μια παρατεταμένη μεταβατική περίοδο σε κάτι πολύ λιγότερο ευνοϊκό – και όχι μόνο για τα δυτικά συμφέροντα.

Μια επιστροφή στην αντιπαράθεση των μπλοκ του ψυχρού πολέμου – αλλά με μια πιθανώς ισχυρότερη συμμαχία υπό την ηγεσία της Κίνας με τη Ρωσία, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα να αντιμετωπίζουν μια αποδυναμωμένη και λιγότερο ενωμένη δυτική συμμαχία – θα άφηνε ελάχιστα περιθώρια για την αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η κλιματική αλλαγή και η επισιτιστική ασφάλεια. Αυτό θα πρέπει επίσης να είναι μια προειδοποίηση για όσους στον παγκόσμιο Νότο πιστεύουν ότι έχουν ελάχιστα, αν όχι τίποτα, να διακινδυνεύσουν στην Ουκρανία.

Το ενδεχόμενο μιας συμβιβαστικής λύσης

Η αναζήτηση μιας διεξόδου στον πόλεμο της Ουκρανίας δεν σημαίνει ότι πρέπει να αφήσουμε τον Πούτιν να κερδίσει. Σημαίνει να δοθεί η δυνατότητα στην Ουκρανία να υπερασπιστεί τις περιοχές που βρίσκονται ακόμη υπό τον έλεγχό της. Αυτό θα απαιτήσει περισσότερη δυτική βοήθεια, αλλά και σοβαρή εξέταση της διαπραγμάτευσης για κατάπαυση του πυρός. Ο τερματισμός των μαχών θα έδινε χρόνο στη Δυτική Ευρώπη και την Ουκρανία να δημιουργήσουν ισχυρότερες εγχώριες αμυντικές δυνατότητες.

Η Ουκρανία έχει συνάψει διμερείς συμφωνίες ασφαλείας με το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τη Γερμανία – και είναι πιθανό να ακολουθήσουν συμφωνίες με άλλα μέλη της G7. Αυτές οι συμφωνίες θα παρείχαν μεγαλύτερη εγγύηση για την ουκρανική δημοκρατία και κυριαρχία από την επί του παρόντος μάταιη προσπάθεια πλήρους αποκατάστασης της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας – ή τις ελπίδες της για επικείμενη ένταξη στο ΝΑΤΟ, οι οποίες είναι απίθανο να εκπληρωθούν.

Η επανεκτίμηση των σημερινών πραγματικοτήτων στο πεδίο της μάχης με αυτόν τον τρόπο θα θεωρηθεί αναμφίβολα ως κατευνασμός από ορισμένους. Αλλά μια πιο κατάλληλη αναλογία θα μπορούσε να είναι αυτή της Δυτικής Γερμανίας το 1949 και, ακόμη περισσότερο, της Νότιας Κορέας το 1953, οι οποίες χρειάστηκε να καθιερώσουν διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα προκειμένου να εδραιώσουν την κυριαρχία τους απέναντι σε εχθρικές γειτονικές δυνάμεις. Η πρόκληση για την Ουκρανία και τους δυτικούς εταίρους της είναι να καθιερώσουν το ισοδύναμο του 38ου παραλλήλου της κορεατικής χερσονήσου.

Η εναλλακτική λύση, αν η Δύση δεν διπλασιάσει σοβαρά τη στρατιωτική υποστήριξη προς το Κίεβο, είναι μια αργή και βασανιστική ήττα στο πεδίο της μάχης, με εκτεταμένες συνέπειες πέρα από την Ουκρανία.

*Ο Stefan Wolff είναι καθηγητής Διεθνούς Ασφαλείας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμινγχαμ της Βρετανίας. Το άρθρο αναδημοσιεύεται αυτούσιο μέσω άδειας Creative Commons από τον ιστότοπο The Conversation.

liberal.gr

Ευρωπαϊκή Ένωση

ΕΕ: Η χρηματοδότηση ύψους 1,5 δισ. ευρώ για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανία, δεν επαρκεί

Δημοσιεύτηκε

στις

REUTERS/Thomas Peter

Έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου

Δεν ανταποκρίνεται στους στόχους ενίσχυσης της, το πρόγραμμα για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανία, ύψους 1,5 δισ. ευρώ, εκτιμά το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ).

Σε έκθεση που δημοσίευσε σήμερα, το ΕΕΣ ζητά αρτιότερο σχεδιασμό του προγράμματος για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία (EDIP) και καλύτερη ισορροπία μεταξύ των στόχων πολιτικής, του προτεινόμενου προϋπολογισμού και του χρονοδιαγράμματος. Η διαβούλευση με το ΕΕΣ επί της πρότασης, είναι υποχρεωτική.

Η ΕΕ, αντιμέτωπη με την επανεμφάνιση πολεμικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας στην Ευρώπη, έχει θέσει την άμυνα σε πολύ υψηλή θέση στην ατζέντα της. Η πρόταση EDIP προορίζεται ως το πρώτο βήμα για την εφαρμογή της ευρωπαϊκής βιομηχανικής στρατηγικής στον τομέα της άμυνας.

Στόχος είναι να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή βιομηχανική και τεχνολογική βάση στον τομέα της άμυνας (ΕΒΤΒΑ), ειδικότερα δε να διασφαλιστεί η έγκαιρη διαθεσιμότητα και προμήθεια αμυντικών προϊόντων. Παράλληλα επιδιώκεται η συμβολή στην ανάκαμψη, στην ανασυγκρότηση και στον εκσυγχρονισμό της αμυντικής ικανότητας της Ουκρανίας.

«Η νομοθετική πρόταση της ΕΕ για την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανικής ετοιμότητάς της, χρήζει αρτιότερου σχεδιασμού. Αναγκαία είναι επίσης η επίτευξη κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ των στόχων πολιτικής, του προτεινόμενου προϋπολογισμού και του σχετικού χρονοδιαγράμματος», δήλωσε ο Marek Opioła, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδιος για τη γνώμη.

Το ΕΕΣ επισημαίνει τον κίνδυνο, το χρηματοδοτικό κονδύλιο που προτείνεται, ύψους 1,5 δισ. ευρώ, να μην ανταποκρίνεται στις φιλοδοξίες του προγράμματος. Τονίζει ότι η Επιτροπή δεν αξιολόγησε το ύψος της ενωσιακής δημοσιονομικής στήριξης που απαιτείται για την υλοποίηση των προτεινόμενων μέσων πολιτικής.

Η στήριξη της Ουκρανίας

Όσον αφορά το μέσο στήριξης της Ουκρανίας, που περιλαμβάνεται στην πρόταση, το ΕΕΣ διαπιστώνει ότι δεν ορίζεται συγκεκριμένο χρηματοδοτικό κονδύλιο. Τα κράτη μέλη συμφώνησαν να χρησιμοποιήσουν τα κέρδη που αποφέρει η επένδυση δεσμευμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων με σκοπό τη στήριξη της Ουκρανίας · ένα ποσοστό των εσόδων θα μπορούσε να διοχετευθεί στην Ουκρανίας. Ωστόσο, το ΕΕΣ εκτιμά ότι η αδυναμία πρόβλεψης, τόσο του ύψους της χρηματοδότησης από τη συγκεκριμένη πηγή, όσο και της διάρκειάς της, ενέχει κινδύνους.

Πηγή: ΑΜΠΕ

Συνέχεια ανάγνωσης

Ευρωπαϊκή Ένωση

Η συνταγή Ντράγκι για να μην βλέπει η ΕΕ με τα κιάλια ΗΠΑ και Κίνα

Δημοσιεύτηκε

στις

Σωτήριες οι προτάσεις Ντράγκι

Το… κοινό μυστικό εκατομμυρίων Ευρωπαίων έβγαλε σε δημόσια θέα ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, παραδίδοντας την ογκώδη –και πολύ σημαντική- έκθεση που του είχαν ζητήσει η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για τις ενέργειες που θεωρούνται επείγουσες για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ένα περιβάλλον όπου ήδη η Κίνα και οι ΗΠΑ προηγούνται με διαφορά ασφαλείας.

Ο κ. Ντράγκι επέδειξε την ανάγκη που όλες οι κυβερνήσεις και όλα τα όργανα σχεδιασμού πολιτικών και λήψης απόφασης της ΕΕ ήδη γνώριζαν: Η Ένωση χρειάζεται μαζικές και επείγουσες –πρόσθετες- επενδύσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων για να… πλησιάσει ξανά τις δύο υπερδυνάμεις στην τεχνολογία, την καινοτομία και την έρευνα.

Όπως επισημαίνεται από μεγάλα ευρωπαϊκά πρακτορεία, επί της ουσίας ο Μάριο Ντράγκι προειδοποίησε την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι βρίσκεται αντιμέτωπη με «υπαρξιακή πρόκληση» αν δεν στραφεί σε μεγάλες επενδύσεις και αν δεν επαναφέρει και δεν εφαρμόσει τον μοχλό ανάπτυξης μέσω «έκδοσης εργαλείων κοινού χρέους», ομολόγων, κλπ.

Ο κ. Ντράγκι παρέδωσε σε λιτή δημόσια τελετή την έκθεσή του στην πρόεδρο της Κομισιόν την περασμένη Δευτέρα. Σε γενικές γραμμές, επισημαίνει –προειδοποιεί- πως η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε οικονομική υστέρηση σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα πρέπει να συνεχίσει την κοινή έκδοση χρέους για τη βελτίωση της παραγωγικότητας αλλά και την ενίσχυση της ασφάλειάς της (αμυντικές δαπάνες).

Η Ένωση χρειάζεται κατά τον ίδιο πολύ περισσότερο συντονισμό στη βιομηχανική πολιτική, ταχύτερες αποφάσεις και μαζικές επενδύσεις, αν θέλει να συμβαδίσει στον οικονομικό τομέα με ανταγωνιστές όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα.

Μετά την επιτυχία του ιστορικού σχεδίου ανάκαμψης έπειτα από την πανδημία της Covid, η ΕΕ θα πρέπει «να συνεχίσει την έκδοση εργαλείων κοινού χρέους για την χρηματοδότηση κοινών προγραμμάτων επενδύσεων με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και της ασφάλειας της ΕΕ», σημειώνει στην εισαγωγή της 400σέλιδης έκθεσης ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, επισημαίνοντας το οικονομικό «χάσμα» που χωρίζει την Ευρώπη από τις ΗΠΑ.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται επιπλέον επενδύσεις ύψους 750-800 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως — που αντιστοιχούν στο 5% του ΑΕΠ – , πολύ υψηλότερο του 1%-2% του Σχεδίου Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως επισημαίνει το Euronews.

170 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΕ 400 ΣΕΛΙΔΕΣ

«Οι ανάγκες για επενδύσεις είναι τεράστιες», προειδοποίησε ο Μάριο Ντράγκι κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στις Βρυξέλλες, παρουσία της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Επιμένοντας ότι υπάρχει ανάγκη «δραστικής αλλαγής» στην ευρωπαϊκή προσέγγιση, παρουσίασε ορισμένες από τις «170 προτάσεις του».

Η ιδέα της έκδοσης κοινού χρέους παραμένει πάντως κόκκινη γραμμή για πολλές χώρες της βόρειας Ευρώπης, με προεξάρχουσα την Γερμανία, που εξακολουθούν να φοβούνται ότι θα υπερχρεωθούν για να καλύψουν τις καθυστερήσεις των χωρών του ευρωπαϊκού νότου. Ήδη, λίγες ώρες μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης Ντράγκι, ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ δήλωσε πως η ΕΕ θα πρέπει να εργαστεί για την κινητοποίηση των αναπτυξιακών δυνάμεων του ιδιωτικού τομέα και όχι για περισσότερο δημόσιο δανεισμό.

“Ωστόσο, ο κοινός δανεισμός της ΕΕ δεν θα λύσει τα διαρθρωτικά προβλήματα”, δήλωσε ο Λίντνερ, προσθέτοντας ότι το κύριο πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη επιδοτήσεων, αλλά η γραφειοκρατία.

Ο Μάριο Ντράγκι αναγνωρίζει ότι αυτό το σχέδιο δεν είναι εφικτό, εκτός «αν συντρέξουν οι πολιτικές και θεσμικές συνθήκες», προσθέτει το Euronews.

Επισημαίνει την ανάγκη κινητοποίησης ιδιωτικών κεφαλαίων για την χρηματοδότηση της καινοτομίας, μέσω της δημιουργίας μίας πραγματικής «Ενωσης αγορών κεφαλαίων».

«Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα ανά κάτοικο έχει αυξηθεί σχεδόν επί δύο φορές στις Ηνωμένες Πολιτείες σε σχέση με την Ευρώπη από το 2000», προειδοποιεί ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην έκθεση αυτή, τη σύνταξη της οποίας υπενθυμίζουμε ζήτησε η πρόεδρος της Κομισιόν και προφανώς κάπως θα πρέπει να την αξιοποιήσει.

Τα πορίσματα της έκθεσης του Μάριο Ντράγκι προορίζονται να γίνουν πηγή έμπνευσης του έργου της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα πέντε προσεχή χρόνια.

Symbolbild zum Thema EU-Wirtschaft, Konjunkturrückgang, Rezession in der Eurozone

ΣΤΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΥΦΕΣΗ

Η Ευρωπαϊκή Ένωση πλήττεται από οικονομική στασιμότητα εδώ και ενάμισι χρόνο. Οι επιδόσεις της στην υπέρβαση της κρίσης που προκλήθηκε από την πανδημία ήταν χαμηλότερες σε σχέση με τις ΗΠΑ, όπως συνέβη και με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.

Η υστέρηση εξηγείται «κυρίως με τη μεγαλύτερη επιβράδυνση της παραγωγικότητας στην Ευρώπη» και αντιπροσωπεύει απειλή για το κοινωνικό της μοντέλο, προειδοποιεί ο Μάριο Ντράγκι.

«Αν η Ευρώπη δεν καταφέρει να γίνει παραγωγικότερη, θα είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε επιλογές. Δεν θα μπορούμε ταυτόχρονα να έχουμε ηγετική θέση στον τομέα των νέων τεχνολογιών, να είμαστε υπόδειγμα κλιματικής υπευθυνότητας και ανεξάρτητος παράγοντας στην διεθνή σκηνή. Δεν θα μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε το κοινωνικό μας μοντέλο. Θα πρέπει να αναθεωρήσουμε προς τα κάτω ορισμένες έως και το σύνολο των φιλοδοξιών μας. Πρόκειται για μία υπαρξιακή πρόκληση».

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΥΛΩΝΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΝΤΡΑΓΚΙ

Οι προτάσεις τις οποίες καταγράφει στην έκθεσή του ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: την τόνωση της καινοτομίας και την κάλυψη του χάσματος που υπάρχει αυτή τη στιγμή με τις ΗΠΑ, τον συνδυασμό της απανθρακοποίησης της οικονομίας με την ανταγωνιστικότητα, και την αύξηση της ασφάλειας και τη μείωση των εξαρτήσεων.

Ειδικά για τη διασύνδεση της ανταγωνιστικότητας με την πράσινη μετάβαση, ο κ. Ντράγκι επεσήμανε πως η αγορά ενέργειας της ΕΕ λειτουργεί βάσει ενός σχεδιασμού (Target Model) από την εποχή όπου στο ενεργειακό μείγμα κυριαρχούσαν το φυσικό αέριο και τα ορυκτά καύσιμα, κάτι που δεν ισχύει σήμερα, ενώ στην αγορά κυριαρχούν εδραιωμένα συμφέροντα, με αποτέλεσμα να μην αξιοποιούνται τα οφέλη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μεταξύ άλλων για μείωση των τιμών ενέργειας.

Τα κύρια ερωτήματα, κατά τον Μάριο Ντράγκι, είναι πώς θα χρηματοδοτηθούν οι τεράστιες επενδύσεις που χρειάζονται και πώς θα μπορέσουν οι 27 να συντονίσουν τις πολιτικές τους.

Όπως σημείωσε ο κ. Ντράγκι, η στρατηγική περιέχει 170 αναλυτικές προτάσεις, οι οποίες είναι αμέσως εφαρμόσιμες χάρη στο προβάδισμα της Ευρώπης όσον αφορά την ποιότητα της εκπαίδευσης, των συστημάτων υγείας και των συστημάτων κοινωνικής ευημερίας.

The flags of China and the European Union waving. International relations and diplomacy.

ΤΟ ΧΑΣΜΑ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΗΠΑ

Όσον αφορά τους πυλώνες της στρατηγικής που προτείνει, ο κ. Ντράγκι σημείωσε κατ’ αρχήν πως πρέπει να κλείσει το χάσμα στην καινοτομία με τις ΗΠΑ, καθώς η Ευρώπη βρίσκεται σε μια «στατική βιομηχανική δομή» με εταιρίες μεσαίου μεγέθους στους ίδιους τομείς όπως πριν 20 χρόνια, τη στιγμή που οι ΗΠΑ έχουν μεταβεί στην ψηφιακή εποχή.

Υπενθύμισε πως από το 2008, το 30% των εταιριών με αξία πέραν του 1 δις ευρώ εγκατέλειψαν την ΕΕ, με τις πλείστες να πηγαίνουν στις ΗΠΑ. Η αδυναμία στον τομέα της τεχνολογίας, όπως είπε, περιορίζει παράλληλα και την καινοτομία σε παραδοσιακούς τομείς.

Σε σχέση με τον δεύτερο πυλώνα, τον συνδυασμό της ανταγωνιστικότητας με την πράσινη μετάβαση, ο κ. Ντράγκι σημείωσε πως η αγορά ενέργειας της ΕΕ σήμερα «είναι ακόμα σχεδιασμένη για μια εποχή όταν το φυσικό αέριο και τα ορυκτά καύσιμα ήταν τα σημαντικά στοιχεία του ενεργειακού μείγματος».

Το 2020, συνέχισε, το φυσικό αέριο καθόριζε τις τιμές της ενέργειας κατά το 60%, παρά το ότι αποτελούσε μόλις 20% του μείγματος, ενώ στην αγορά κυριαρχούν «εδραιωμένα συμφέροντα» και η ενέργεια αποτελούσε μηχανή εσόδων για τους εθνικούς προϋπολογισμούς.

Το αποτέλεσμα, πρόσθεσε, είναι πως δεν μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα οφέλη των ανανεώσιμων για τους καταναλωτές, και για αυτό «πρέπει να στοχεύσουμε στην αποσύνδεση» ώστε οι πολίτες να δουν τη διαφορά στους λογαριασμούς.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ υπογράμμισε την ανάγκη καθαρών τεχνολογιών και την αύξηση της παροχής πράσινης ενέργειας, κάτι που κάνουν με κίνητρα οι ΗΠΑ, τη στιγμή που η Κίνα ανταγωνίζεται την ΕΕ στην παραγωγή αυτών των τεχνολογιών.

Τρίτον, ο κ. Ντράγκι αναφέρθηκε στον πυλώνα των προτάσεων που αφορούν την αύξηση της ασφάλειας και τη μείωση των των εξαρτήσεων, μεταξύ άλλων μέσω εξωτερικής οικονομικής πολιτικής, συμφωνίες με χώρες κλειδιά και οικοδόμηση των δυνατοτήτων της αμυντικής βιομηχανίας.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ

Μιλώντας στο πλαίσιο της συνέντευξης Τύπου, η κ. Φον ντερ Λάιεν υπογράμμισε πως από τότε που ζήτησε τη συγκεκριμένη έκθεση από τον κ. Ντράγκι, πριν έναν χρόνο, το θέμα της ανταγωνιστικότητας έχει κερδίσει δυναμική στις συζητήσεις των κρατών μελών, με την ίδια να το αναδεικνύει στις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη δεύτερη θητεία της τις οποίες δημοσίευσε τον Ιούλιο ενόψει της έγκρισης της υποψηφιότητας της από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Στην παρέμβασή της, η κ. Φον ντερ Λάιεν εστίασε σε τρεις εισηγήσεις της έκθεσης που θεώρησε σημαντικές: την ανάγκη να προχωρήσουν η ψηφιακή και η πράσινη μετάβαση – καθώς οι βάσεις έχουν μπει – μέσω της στήριξης στη βιομηχανία, την ανάγκη για ενίσχυση των δεξιοτήτων των εργαζομένων που θα παράγουν και θα χειρίζονται νέες τεχνολογίες, και την ανάγκη η ΕΕ να είναι ανθεκτική ώστε να καταστεί ανταγωνιστική εστιάζοντας σε ζητήματα όπως την πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες, απαραίτητα εξαρτήματα ή διασύνδεση στον τομέα της ενέργειας.

Εξηγώντας τη φιλοσοφία της ογκώδους έκθεσης, ο κ. Ντράγκι σημείωσε πως αν και έχει ειπωθεί πολλές φορές πως η ανάπτυξη στην ΕΕ επιβραδύνεται, έως και πριν δύο χρόνια δεν θα γινόταν η σημερινή συζήτηση. Ωστόσο σήμερα, επεσήμανε, το παγκόσμιο εμπόριο έχει επίσης επιβραδυνθεί, η αγορά της Κίνας είναι λιγότερη ανοιχτή και μάλιστα ανταγωνίζεται την ΕΕ, η Ευρώπη έχει χάσει τη Ρωσία ως κύρια πηγή φτηνής ενέργειας, και πλέον πρέπει να επενδύσει στην άμυνα της για πρώτη φορά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στο παρελθόν, σημείωσε, η Ευρώπη μπορούσε να επενδύει στην αύξηση του πληθυσμού, ο οποίος αναμένεται να μειωθεί σταδιακά την επόμενη δεκαετία, τη στιγμή που η παραγωγικότητα παραμένει αδύναμη και οι φιλοδοξίες αυξάνονται, τόσο στον τομέα της κλιματικής αλλαγής όσο και στην άμυνα, παράλληλα με την ανάγκη να διατηρηθεί το μοντέλο κοινωνικής πρόνοιας της ηπείρου.

«Οι επενδύσεις που προϋποθέτουν όλα αυτά είναι τεράστιες» τόνισε, κάνοντας λόγο για ανάγκη αύξησης των επενδύσεων κατά 5% του ΑΕΠ, στα επίπεδα που καταγράφηκαν τελευταία φορά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Η ανάπτυξη, συνέχισε, είναι κρίσιμης σημασίας ώστε η ΕΕ να μπορεί να διασφαλίσει τις ιδρυτικές αξίες της ευημερίας, της ισότητας, της ελευθερίας και της δημοκρατίας.

ΒΑΡΟΥΦΑΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ

Τον Μάρτιο του 2024, όταν οι Βρυξέλλες και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και πόλεις συγκλονίζονταν από τον ξεσηκωμό των οργανωμένων γεωργοκτηνοτρόφων, απαιτώντας αλλαγές στις πολιτικές της ΕΕ για την πράσινη μετάβαση και την προστασία του περιβάλλοντος και τη διαφύλαξη των συμφερόντων των αγροτών έναντι του αθέμιτου ανταγωνισμού που υφίστανται από συναδέλφους τους σε τρίτες χώρες, όπου δεν εφαρμόζονται τα αυστηρά και δαπανηρά κριτήρια καταλληλότητας προϊόντων που επιβάλλονται στην ΕΕ, ο οικονομολόγος Γιάνης Βαρουφάκης είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο στον ευρωπαϊκό Τύπο, το οποίο άγγιζε κάποια από τα θέματα που αγγίζει σήμερα και η έκθεση Ντράγκι.

Ο κ. Βαρουφάκης είχε γράψει μεταξύ άλλων σε εκείνο το άρθρο: «Επί πλέον, υπάρχουν δύο πρόσθετα προβλήματα που αγνοούνται εσκεμμένα. Το ένα είναι η Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ, που οι Βρυξέλλες διατυμπανίζουν αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν. Παραδείγματος χάριν, στην Ολλανδία το κορυφαίο οικολογικό πρόβλημα είναι τα νιτρικά άλατα που δηλητηριάζουν δεκαετίες τώρα τον υδροφόρο ορίζοντα. Μετά από δεκαετίες που η κυβέρνηση έκανε τα στραβά μάτια, ξάφνου – υπό την πίεση των Βρυξελλών – απαίτησε από τους Ολλανδούς αγρότες να λύσουν το πρόβλημα με δικό τους κόστος, μεταξύ άλλων μέτρων, “θυσιάζοντας” μία στις τρεις αγελάδες.

Ακόμα πιο δυσεπίλυτο είναι το δεύτερο πρόβλημα που προκάλεσε η 15ετής οικονομική ύφεση που ακολούθησε το τραπεζικό Κραχ του 2008. Το αποτέλεσμα των πανευρωπαϊκών πολιτικών λιτότητας, που ήταν η βασική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης αυτής, ήταν η κατάρρευση των επενδύσεων.

Τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής είναι καταιγιστικά: Η επενδυτική απεργία ευθύνεται για τη σημερινή αποβιομηχάνιση της Γερμανίας και της Βόρειας Ιταλίας ταυτόχρονα.

Ολόκληρο το βιομηχανικό καρτέλ της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης αποδομείται και, έτσι, αδυνατεί να χρηματοδοτεί την Κοινή Αγροτική Πολιτική, όπως είχε συμφωνηθεί με τους τσιφλικάδες του Βορρά από την δεκαετία του ’50.

Παράλληλα, μένει με άδεια τα ταμεία η Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ, με τα βάρη της να πέφτουν δυσανάλογα στους ώμους των αγροτών και των λαϊκών τάξεων.

Με άλλα λόγια», επισήμανε ο κ. Βαρουφάκης, «για τον ξεσηκωμό ακόμα και των πλουσιότερων Γερμανών και Ολλανδών μεγαλοαγροτών, που για πρώτη φορά συναγωνίζονται τους Έλληνες, Γάλλους και Ισπανούς συναδέλφους τους στις κινητοποιήσεις και στα μπλόκα, ευθύνεται ο ανόητος χειρισμός της αναπόφευκτης κρίσης του ευρώ».

Από το περιοδικό Insider

Συνέχεια ανάγνωσης

Ευρωπαϊκή Ένωση

Χαμενεΐ: «Να εξαφανιστεί από εδώ» η Δύση

Δημοσιεύτηκε

στις

Αλί Χαμενεΐ. Φωτ. Office of the Iranian Supreme Leader/WANA (West Asia News Agency) via REUTERS

Ανέφερε ότι «θρηνεί» για τον θάνατο του ηγέτη της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα

Τις «ΗΠΑ και ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες» που «ψευδώς υποστηρίζουν ότι φέρνουν ειρήνη και ηρεμία στην περιοχή» κατηγόρησε ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, για τις περιφερειακές εντάσεις στη Μέση Ανατολή, στις πρώτες του δηλώσεις μετά την πυραυλική επίθεση στο Ισραήλ.

Είπε ότι πρέπει να «χαθούν» από την περιοχή, ώστε οι χώρες της περιοχής να ζήσουν ειρηνικά.

Ανέφερε επίσης ότι «θρηνεί» για τον θάνατο του ηγέτη της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα, αλλά δεν ανέβαλε το πρόγραμμά του επειδή το πένθος του Ιράν είναι μια «αναζωογονητική και κινητήρια δύναμη».

Η εντολή εκτόξευσης πυραύλων στο Ισραήλ την Τρίτη δόθηκε από τον ανώτατο ηγέτη της χώρας – ο οποίος παραμένει σε ασφαλή τοποθεσία, δήλωσε ανώτερος Ιρανός αξιωματούχος στο πρακτορείο ειδήσεων Reuters.

Ναυτεμπορική

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή