Ακολουθήστε μας

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ἡ Μάχη τοῦ Κλειδίου – 29 Ἰουλίου 1014

Δημοσιεύτηκε

στις

Ἡ νίκη τῶν Βυζαντινῶν κατὰ τῶν Βουλγάρων (πάνω) καὶ ὁ θάνατος τοῦ Σαμουὴλ τῆς Βουλγαρίας (κάτω)
Ἡ Μάχη τοῦ Κλειδίου (γνωστὴ καὶ μὲ τὸ ὄνομα Μάχη τῆς ὁροσειρᾶς Μπέλλες) διεξήχθη στὶς 29 Ἰουλίου 1014 μεταξύ της Βυζαντινῆς καὶ τῆς Βουλγαρικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ μάχη ἀποτέλεσε τὸ ἀποκορύφωμα τῆς 50χρόνης διαμάχης μεταξύ του Σαμουὴλ τῆς Βουλγαρίας καὶ τοῦ Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου. Ἡ μάχη τελείωσε μὲ νίκη τῶν Βυζαντινῶν.
Ἡ μάχη διεξήχθη στὴν περιοχὴ μεταξύ των βουνῶν τῶν Μπέλλων καὶ του Ογκραζντέν, στὸ σημερινὸ βουλγάρικο χωριό Κλειδίον. Ἡ ἀποφασιστικὴ μάχη ἔγινε στὶς 29 Ἰουλίου, μὲ ἐπίθεση τῶν Βυζαντινῶν, ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Νικηφόρου Ξιφία, ἡ ὁποία εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν καταστροφὴ τῶν Βουλγάρων. Αὐτὴ ἡ μάχη ἀποτέλεσε μεγάλο πλῆγμα γιὰ τοὺς Βούλγαρους. Οἱ Βούλγαροι στρατιῶτες αἰχμαλωτίστηκαν καὶ τυφλώθηκαν μετὰ ἀπὸ διαταγὴ τοῦ Βασιλείου Β’, ὁ ὁποῖος ἀργότερα πῆρε τὸ ὄνομα «Βουλγαροκτόνος». Ὁ Σαμουὴλ ἐπέζησε ἀπὸ τὴ μάχη, ἀλλὰ πέθανε 2 μῆνες ἀργότερα, ἀπὸ καρδιακὴ ἀνεπάρκεια. Θεωρεῖται πῶς πέθανε ὅταν εἶδε τοὺς τυφλοὺς Βούλγαρους στρατιῶτες.
Παρὰ τὰ ἀποτελέσματα τῆς μάχης, ἡ Πρώτη Βουλγαρικὴ Αὐτοκρατορία δὲν καταστράφηκε, ἀλλὰ δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς Βυζαντινούς. Γιὰ αὐτό, τὸ 1018, ἡ Βουλγαρικὴ Αὐτοκρατορία καταστράφηκε ἀπὸ τὸν Βασίλειο Β’.

Οἱ συγκρούσεις Βυζαντίου-Βουλγαρίας ξεκίνησαν τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν οἱ Βούλγαροι, ὑπὸ τὴν ἡγεσία του Χαν Ασπαρούχ, κατέλαβαν, κοντὰ στον Δούναβη, μιὰ ἐπαρχία της Ανατολικὴς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ὡς ἀποτέλεσμα, οἱ Βούλγαροι ἀναγκάστηκαν νὰ ἀντιμετωπίσουν μιὰ σειρὰ πολέμων μὲ τὸ Βυζάντιο.
Τὸ 986, ἡ Βουλγαρία δέχθηκε ἐπίθεση ἀπὸ τὸν βορρᾶ ἀπὸ τὸν Πρίγκιπα τοῦ Κιέβου, Σφιατοσλάφ. Εν τῷ μεταξύ, λόγω τῶν ἐπιθέσεων του Συμεών στο Βυζάντιο, ἡ Βουλγαρικὴ Αὐτοκρατορία ἔχασε πολλὴ δύναμη. Κατά τὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν συγκρούσεων, οἱ ἐπιδρομεῖς ἀπὸ το Κίεβο νικηθηκαν ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν σὲ πόλεμο μὲ τοὺς Βούλγαρους, μιὰ συνεχόμενη σύγκρουση μετὰ τὴν πτώση τῆς βουλγαρικῆς πρωτεύουσας, Πρεσλάβ, τὸ 971. Αὐτὸ εἶχε τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παραίτησης του Μπορὶς Β’ ἀπὸ τοὺς αὐτοκρατορικούς του τίτλους, καὶ τὴν παραχώρηση τῆς ἀνατολικῆς Βουλγαρίας στοὺς Βυζαντινούς. Οι Βυζαντινοὶ κατέλαβαν τὴν ἀνατολικὴ Βουλγαρία, ἀλλὰ τὰ ἀνεξάρτητα ἐδάφη τῆς δυτικῆς Βουλγαρίας παρέμειναν αὐτόνομα καὶ ὑπὸ τὴν ἡγεσία των Κομητόπουλων – Νταβίντ, Μωυσῆ, Ἀρόν καὶ Σαμουὴλ – ἀντιστάθηκαν ἐναντίον τοῦ Βυζαντίου.
Τὸ 976, στὸν θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε ὁ Βασίλειος Β’, καὶ πρῶτος στόχος τοῦ ἦταν ἡ κατάληψη τῆς Βουλγαρίας. Ἀντίπαλοί του ἦταν οἱ Δυτικοὶ Βούλγαροι, ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Σαμουήλ. Ἡ πρώτη ἐκστρατεία τοῦ Βασιλείου ἦταν καταστροφική, ὁ Βυζαντινὸς Αὐτοκράτορας παραλίγο νὰ πεθάνει ὅταν οἱ Βούλγαροι ἐκμηδένισαν τὸν βυζαντινὸ στρατό στις Πύλες τοῦ Τραϊανοῦ, τὸ 986.
Τὰ ἑπόμενα δεκαπέντε χρόνια, ὅσο ὁ Βασίλειος ἦταν ἀπασχολημένος μὲ τὶς ἐπαναστάσεις ἐναντίον του καὶ τὶς ἐπιθέσεις των Φατιμίντ στην Ἀνατολία, ὁ Σαμουὴλ ἀνακατέλαβε τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ πρώην βουλγαρικὰ ἐδάφη καὶ μετέφερε τὸν πόλεμο στὸ Βυζάντιο. Ὡστόσο, ἡ ἐπίθεσή του στὴ Νότια Ελλαδα, χάρη στὴν ὁποία ἔφθασαν στην Κόρινθο, τελείωσε μὲ μεγάλη ἥττα τῶν Βουλγάρων στη μάχη τοῦ Σπερχείου το 996. Ἡ ἑπόμενη φάση τοῦ πολέμου ξεκίνησε τὸ 1000, ὅταν ὁ Βασίλειος ξεκίνησε μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἐπιθέσεις στὴ Βουλγαρία. Κατέλαβε τη Μοισία, καὶ τὸ 1003, τὰ σώματα τοῦ κατέλαβαν το Βίντιν. Τὸν ἑπόμενο χρόνο, ὁ Βασίλειος κατατρόπωσε τὸν Σαμούηλ στη μάχη στὰ Σκόπια. Τὸ 1005, ὁ Βασίλειος ἐπανέκτησε τὸν ἔλεγχο στὴ Θεσσαλία καὶ σὲ μέρη τῆς νότιας Μακεδονιας. Σὲ αὐτὰ καὶ τὰ ἑπόμενα χρόνια, οἱ Βυζαντινοὶ εἰσέβαλαν ἀρκετὲς φορὲς στὴ Βουλγαρία, λεηλατώντας τὴν ὕπαιθρο. Παρὰ τὶς μερικὲς ἐπιτυχίες, οἱ Βυζαντινοὶ δὲν κατάφεραν νὰ νικήσουν ἀποφασιστικά. Ἡ βουλγαρικὴ ἀντεπίθεση, τὸ 1009, στη μάχη τῆς Κρέτας ἀπέτυχε, παρόλο αὐτά, ἡ νίκη τῶν Βυζαντινῶν δὲν ἦταν ἀποφασιστική, ἀλλὰ οἱ Βούλγαροι εἶχαν χάσει πολλὲς δυνάμεις. Σύμφωνα μὲ τὸν Βυζαντινὸ ἱστορικό, Ἰωάννη Σκυλίτζη: «Ὁ Αὐτοκράτορας Βασίλειος Β’ συνέχιζε τὶς ἐπιθέσεις στὴ Βουλγαρία, καταστρέφοντας τὰ πάντα στὸν δρόμο του. Ὁ Σαμουὴλ ἦταν ἀνίκανος νὰ τὸν σταματήσει σὲ ἀνοιχτῆ μάχη, καὶ ἔτσι, ἔχανε τὴ δύναμή του». Το ἀποκορύφωμα τοῦ πολέμου ἦρθε τὸ 1014, ὅταν ὁ Σαμουήλ, ὡς ἡγέτης τοῦ στρατοῦ, προσπάθησε νὰ σταματήσει τὸν βυζαντινὸ στρατὸ πρὶν αὐτὸς εἰσέλθει στὴ βουλγαρικὴ ἐνδοχώρα.
Ὁ Σαμουὴλ ἤξερε πῶς οἱ Βυζαντινοὶ θὰ ἐπιτίθονταν στὴ χώρα του ἀπὸ τὶς ὀρεινὲς περιοχές. Οἱ Βούλγαροι ἔχτισαν τάφρους κατὰ μῆκος τῶν συνόρων τους, εἰδικὰ στὸ πέρασμα τοῦ Κλειδίου στον Στρυμόνα, καθὼς αὐτὸ ὁδηγοῦσε στὴν καρδιὰ τῆς Βουλγαρίας. Ὁ Σαμουὴλ ὀχύρωσε περισσότερο τὴν ὀροσειρά Μπέλλες καὶ τὸ Κάστρο στὸν Στρυμόνα. Ο ποταμὸς τοῦ Στρυμόνα ἦταν ἰδανικὸ μέρος γιὰ ἐπιθέσεις καὶ χρησιμοποιήθηκε ἀρκετὲς φορὲς ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς. Ὡστόσο, ὁ Σαμουὴλ ἐπέλεξε τὸν Στρυμόνα γιὰ ἀμυντικὴ τακτικὴ – βρισκόταν στὸν δρόμο ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη μέχρι τὴ Θράκη, στὰ ἀνατολικά, καὶ μέχρι την Οχρίδα, στὰ δυτικά. Τα σύνορα αὐτὰ φρουροῦνταν ἀπὸ μεγάλες βουλγαρικὲς δυνάμεις.
Ὁ Σαμουὴλ ἀποφάσισε νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν Βασίλειο Β’ καὶ τὸν στρατό του στὸ Κλείδιο, ὄχι μόνο λόγω τῶν ἡττῶν στὰ πεδία τῆς μάχης, ἀλλὰ καὶ λόγω τῶν ἀνησυχιῶν σχετικὰ μὲ τὴν ἐποπτεία τοῦ μεταξύ της ἀριστοκρατίας, ἡ ὁποία εἶχε ἀποδυναμωθεῖ ἀπὸ τὶς ἐκστρατεῖες τοῦ Βασιλείου. Τὸ 1005, ὁ διοικητὴς του Δυρραχίου, λιμανιοῦ τῆς Ἀδριατικῆς, παρέδωσε τὴν πόλη στὸν Βασίλειο Β’. Για νὰ ἀντιμετωπίσει τὴ βυζαντινὴ ἀπειλή, ὁ Σαμουὴλ συγκέντρωσε 45.000 στρατιῶτες. Ο Βασίλειος Β’ ἐπίσης συγκέντρωσε ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ στρατιωτῶν, καὶ ὅρισε διοικητὴ τον Νικηφόρο Ξιφία, ὁ ὁποῖος εἶχε καταλάβει τὶς παλαιὲς βουλγαρικὲς πρωτεύουσες Πλισκα και Πρεσλαβ, τὸ 1001.
Ὁ βυζαντινὸς στρατὸς ἔφθασε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ περνώντας ἀπὸ τὴν Κομοτηνή, τη Δράμα καὶ τις Σέρρες εφθασε στὸ χωριὸ τοῦ Κλειδίου στὸν ποταμὸ Στρυμόνα. Ἐκεῖ, βρῆκε ἕνα χοντρὸ ξύλινο τεῖχος μὲ Βούλγαρους στρατιῶτες. Οι Βυζαντινοὶ ἐπιτέθηκαν ἀμέσως, ἀλλὰ ὑποχώρησαν μὲ βαριὲς ἀπώλειες.
Ὁ Σαμουήλ, γιὰ νὰ ἀπομακρύνει τὸν Βασίλειο ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς μάχης, ἔστειλε μεγάλο στρατὸ στη Νεστορίτσα. Οι Βούλγαροι τῆς Νεστορίτσας ἔφθασαν ὡς τη Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ δέχθηκαν μεγάλη ἥττα ἀπὸ τον στρατηγό Θεοφυλακτο Βοτανειάτη καὶ ἀπὸ τὸν γιό του, Μιχαήλ. Ὁ Θεοφύλακτος αἰχμαλώτισε πολλοὺς Βούλγαρους καὶ βάδισε στὰ βόρεια γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Βασίλειο.
Ἡ πρώτη ἀπόπειρα τοῦ Βασιλείου γιὰ νὰ συντρίψει τοὺς ὑπερασπιστὲς τοῦ περάσματος ἦταν ἀνεπιτυχής, καθὼς ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀμυνόμενων ἀνέρχονταν στοὺς 15.000-20.000 Βούλγαρους. Παρά τὶς δυσκολίες, ὁ Βυζαντινὸς Αὐτοκράτορας ἀρνήθηκε νὰ σταματήσει τὴν ἐπίθεση. Διέταξε τὸν Νικηφόρο Ξιφία νὰ μεταφέρει τὰ σώματά του στὸ Βελάσιο, γιὰ νὰ περικυκλώσει τοὺς Βούλγαρους, ὅσο ὁ ὑπόλοιπος βυζαντινὸς στρατὸς θὰ πολιορκοῦσε τὸ τεῖχος. Ο Ξιφίας ὁδήγησε τὰ σώματά του σὲ ἕνα μονοπάτι, πίσω ἀπὸ τὶς θέσεις τῶν Βουλγάρων. Στις 29 Ἰουλίου, ὁ Ξιφίας ἐπιτέθηκε στοὺς Βούλγαρους, ἀφοῦ τοὺς περικύκλωσε. Οἱ Βούλγαροι στρατιῶτες ἄφησαν τὸ ὀχυρὸ καὶ κατευθύνθηκαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴ νέα ἀπειλή, δίνοντας στὸν Βασίλειο τὴν εὐκαιρία νὰ καταστρέψει τὸ τεῖχος.
Ἐξαιτίας τῆς σύγχυσης ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ πεδίο τῆς μάχης, πολλὰ βουλγαρικὰ στρατεύματα καταστράφηκαν, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα ἀπεγνωσμένα προσπαθοῦσαν νὰ φύγουν στὴ Δύση. Ὁ Σαμουὴλ καὶ ὁ γιὸς του, Γκαβὶλ (Γαβριὴλ) Ραντομίρ, κατευθύνθηκαν στὰ ἀνατολικὰ ἀπὸ τὸ ὀχυρό τους στη Στρώμνιτσα, ἀλλὰ καταστράφηκαν στὶς μάχες στὸ Μοκριέβο. Πολλοί Βούλγαροι στρατιῶτες σκοτώθηκαν καὶ ἄλλοι αἰχμαλωτίστηκαν. Ο Αὐτοκράτορας Σαμούηλ σώθηκε χάρη στὴν ἀνδρεία τοῦ γιοῦ του, καὶ μὲ ἀσφάλεια ἔφθασαν στὸ Πρίλεπ. Από τὸ Πρίλεπ, ὁ Σαμουὴλ ἔφθασε στην Πρέσπα ενω ὁ γιὸς τοῦ κατευθύνθηκε στὴ Στρώμνιτσα γιὰ νὰ συνεχίσει τὴ μάχη.
Μετὰ τὴ νίκη στὴ μάχη τοῦ Κλειδίου, ὁ Βασίλειος Β’ κατευθύνθηκε στὴ Στρώμνιτσα, ὀχυρὸ-κλειδὶ στὴν κοιλάδα του Βαρδάρη. Στὸν δρόμο τους γιὰ τὴν πόλη, οἱ Βυζαντινοὶ κατέλαβαν τὸ ὀχυρό του Ματσούκιον. Ο Βυζαντινὸς Αὐτοκράτορας ἔστειλε ἕνα στρατό, ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Βοτανειάτη, γιὰ νὰ περικυκλώσει τὴ Στρώμνιτσα καὶ νὰ καταστρέψει τὰ τείχη τῆς πόλης, καθὼς ἐπίσης καὶ νὰ καθαρίσει τὸν δρόμο πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη. Μὲ τὰ ὑπόλοιπα σώματά του, ὁ Βασίλειος ἔμεινε γιὰ νὰ καταστρέψει τελείως τὴν πόλη. Στὴν ἀρχὴ οἱ Βούλγαροι ἄφησαν τὸν Βοτενειάτη νὰ καταστρέψει τὶς ὀχυρώσεις τους, ἀλλὰ περικύκλωσαν αὐτὸν καὶ τὸν στρατό του καὶ τὸν ἔσφαξαν. Στὴ μάχη, ὁ Γκαβρὶλ Ραντομὶρ σκότωσε τὸν Βοτανειάτη μὲ τὸ δόρυ του. Ως ἀποτέλεσμα, ὁ Βασίλειος Β’ ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει τὴν πολιορκία τῆς Στρώμνιτσας καὶ ὑποχώρησε. Στὴν ἐπιστροφή, ὁ Βασίλειος ἔπεισε τον κουβικουλάριο Σεργιο νὰ παραδώσει τὸ ὀχυρό του Μελένικου, τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦσε τὸν κεντρικὸ δρόμο πρὸς τη Σόφια, ἀπὸ τὰ νότια. 
Ὁ Σκυλίτζης θεωρεῖ πῶς ὁ Βασίλειος αἰχμαλώτισε 15.000 στρατιῶτες (14.000 σύμφωνα μὲ τον Κεκαυμένο). Σύγχρονοι ἱστορικοί, ὅπως ὀ Βασὶλ Ζλατάρσκι, ἰσχυρίζονται πῶς αὐτοὶ οἱ ἀριθμοὶ εἶναι ἀπίθανοι καὶ ὑπερβολικοί. Τὸν 14ο αἰώνα, τὸ ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου Μαννάση, Χρονικόν, μεταφράστηκε στὰ βουλγάρικα. Ὁ Μαννάσης καταγράφει πῶς στὴ μάχη αἰχμαλωτίστηκαν 8.000 στρατιῶτες. Ὁ Βασίλειος χώρισε τοὺς αἰχμάλωτους σὲ ὁμάδες τῶν 100 ἀνδρῶν, τυφλώνοντας τοὺς 99 αἰχμαλώτους σὲ κάθε ὁμάδα καὶ ἀφήνοντας τὸν τελευταῖο μὲ ἕνα μάτι, γιὰ νὰ ὁδηγεῖ τοὺς ὑπόλοιπους στὴν πατρίδα τους – αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὸν θάνατο τοῦ Βοτανειάτη, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ ἀγαπημένος τοῦ στρατηγός. Άλλη αἰτία γιὰ αὐτὴ τὴν πράξη, ἦταν ὅτι στὰ μάτια τῶν Βυζαντινῶν, οἱ Βούλγαροι ἦταν ἐπαναστάτες κατὰ τῆς ἐξουσίας τους, καὶ πῶς ἡ τύφλωση ἦταν ἡ πιθανὴ τιμωρία γιὰ τοὺς ἀντάρτες. Για αὐτὴ τὴν πράξη, ὁ Βασίλειος ἔλαβε τὸ ἐπίθετο «Βουλγαροκτόνος». Στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1014, ὁ Σαμουὴλ πέθανε ἀπὸ καρδιακὴ ἀνεπάρκεια, ὅταν εἶδε τοὺς τυφλούς του στρατιῶτες. 
Ὁ θάνατος τοῦ Βοτανειάτη καὶ τὰ μετέπειτα τέσσερα χρόνια του πολέμου ἔδειξαν πῶς ἡ βυζαντινὴ ἐπιτυχία δὲν ἦταν πλήρης. Μερικοί σύγχρονοι ἱστορικοὶ θεωροῦν πῶς ἡ ἥττα τῶν Βουλγάρων δὲν ἦταν πλήρης, ὅπως περιέγραψαν ὁ Σκυλίτζης καὶ ὁ Κεκαυμένος. Άλλοι ἱστορικοὶ δίνουν ἔμφαση στὸν θάνατο τοῦ Σαμουὴλ καὶ θεωροῦν αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὡς μεγάλο πλῆγμα γιὰ τὴ Βουλγαρία. Ο Γκαβρὶλ Ραντομὶρ καὶ ὀ Ιβᾶν Βλαντισλάφ σταθηκαν ἀνίκανοι νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς Βυζαντινούς, καὶ τελικὰ ἡ Βουλγαρία καταλήφθηκε τὸ 1018. Αυτό τὸν χρόνο, ὁ Τσάρος Ἰβᾶν Βλαντισλὰφ σκοτώθηκε στη μάχη στὸ Δυρράχιο, καὶ ἡ Βουλγαρία ἔγινε ἐπαρχία τοῦ Βυζαντίου, μέχρι τὸ 1185, ὅποτε διεξήχθη ἡ ἐπιτυχὴς ἐξέγερση των αδερφῶν Ἄσεν.
Στὴ μάχη τοῦ Κλειδίου, ὁ βουλγαρικὸς στρατὸς ὑπέστη βαριὲς ἀπώλειες, καὶ αὐτὸ ἦταν ἀποφασιστικὸς παράγοντας γιὰ τὴν τελικὴ νίκη τοῦ Βυζαντίου στὸν πόλεμο. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς διοικητὲς ἀποφάσισαν νὰ παραδοθοῦν ἐθελοντικὰ στὸν Βασίλειο Β’.
Ἡ μάχη εἶχε ἀντίκτυπο στους Σέρβους καὶ στους Κροάτες, οἱ ὁποῖοι ἀναγκάστηκαν νὰ ἀναγνωρίσουν τὴ δύναμη τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα, μετὰ τὸ 1018. Τα σύνορά της Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας αποκασταθηκαν στὸν Δούναβη, δίνοντας στὸ Βυζάντιο τὸν ἔλεγχο τῆς βαλκανικῆς χερσονήσου ἀπὸ τὸν Δούναβη στὴν Πελοπόννησο καὶ ἀπὸ τὴν Ἀδριατικὴ μέχρι τὴ Μαύρη Θάλασσα.
Ἀναδημοσίευση 30-7-2018

Επος 40 - Μάχη οχυρών - Μάχη της Κρήτης - Αντίσταση - Κατοχή - Εμφύλιος

D-Day: Η αρχή του τέλους για τους Ναζί «ξεκίνησε» από τις γαλλικές ακτές

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Ο όρος D-Day είναι γνωστός και άρρηκτα συνδεδεμένος με μια από τις πιο ιστορικές ημέρες του 20ου αιώνα, αυτή της απόβασης των Συμμάχων στη Νορμανδία κατά την διάρκεια του Β’ ΠΠ, σαν σήμερα στις 5 Ιουνίου του 1944.

Η απόβαση στη Νορμανδία ανέτρεψε τα δεδομένα στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων των Συμμάχων ενάντια στην γερμανική πολεμική μηχανή, που για πολλούς θεωρείται ως η «αρχή του τέλους» για τους Ναζί στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ποιο το υπόβαθρο πριν την απόβαση

Οι διαφωνίες των Συμμάχων για το αν θα έπρεπε να ασκηθεί πίεση από Νότο προς Βορρά ή να γίνει απόβαση μέσω Μάγχης, προκειμένου να ηττηθεί η Γερμανία, λύθηκαν στη Διάσκεψη της Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1943). Ο Στάλιν, υποστηριζόμενος από τις ΗΠΑ, επέμενε ότι η εισβολή στη Γαλλία ήταν ο μόνος τρόπος να ηττηθεί η Γερμανία.

Τον Ιανουάριο του 1944 άρχισε να προετοιμάζεται η επιχείρηση «Επικυρίαρχος» (Operation Overlord). O αμερικανός στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ ορίστηκε ανώτατος διοικητής, με βρετανούς διοικητές στο στρατό ξηράς, στο ναυτικό και την αεροπορία.Σύμφωνα με το σχέδιο, η επίθεση θα γινόταν σ’ ένα στενό μέτωπο στη Νορμανδία, στις βόρειες ακτές της Γαλλίας, από πέντε σώματα στρατού.

Για την πραγματοποίησή της, ο Αϊζενχάουερ έπρεπε να συγκροτήσει τον μεγαλύτερο στην ιστορία στόλο που επιχείρησε ποτέ απόβαση.

Τα προβλήματα για τον σχεδιασμό της D-Day

Σε περίπτωση επιτυχίας, η απόβαση θα αποτελούσε την απαρχή προέλασης μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων προς Ανατολάς μέσω της Γαλλίας, κατευθείαν στην καρδιά της ναζιστικής Γερμανίας.

Το βασικότερο μέλημα για τους σχεδιαστές της επιχείρησης ήταν να μη μάθουν οι Γερμανοί το σημείο της απόβασης. Έτσι, οι δυνάμεις τους θα ήταν αναγκασμένες να αναπτυχθούν σε ολόκληρη την ακτογραμμή.

Είχε καταρτιστεί εξάλλου σχέδιο παραπλάνησης, η επιχείρηση «Σωματοφύλακας» (Operation Bodygard), που κατόρθωσε πέραν πάσης προσδοκίας να πείσει τον Χίτλερ ότι κύριος στόχος ήταν η περιοχή του Καλέ, αρκετά βορειότερα της Νορμανδίας. Παρότι στη Γαλλία υπήρχαν 58 γερμανικές μεραρχίες, μόνο οι 14 βρίσκονταν στις ακτές της Νορμανδίας.Μεγάλη σημασία είχε και η αξιοποίηση της αεροπορικής υπεροχής των Συμμάχων, ώστε να εξουδετερωθεί η εχθρική πολεμική αεροπορία και να απομονωθεί το συγκοινωνιακό δίκτυο της Βόρειας Γαλλίας.

Ενώ τα σχέδια τής απόβασης καταρτίζονταν από Αμερικανούς και Βρετανούς στρατιωτικούς στην Αγγλία, ο Γερμανός στρατάρχης Έρβιν Ρόμελ – γνωστός ως «αλεπού της ερήμου», από την προηγούμενη θητεία του στο αφρικανικό μέτωπο- επιφορτισμένος με την αναχαίτιση της αναμενόμενης απόβασης, ενίσχυσε τη γερμανική αμυντική οχύρωση κατά μήκος της ακτής της Γαλλίας με υποβρύχια εμπόδια, δεξαμενές καυσίμων, ανθεκτικές στους βομβαρδισμούς, καθώς και με ναρκοπέδια.Το βασικό του πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να περιφρουρεί 3.000 μίλια δυτικοευρωπαϊκής ακτής, από την Ολλανδία έως τα ιταλικά σύνορα.

Η D-Day γίνεται πραγματικότητα

Η απόβαση στη βόρεια Γαλλία από την Αγγλία προγραμματίστηκε τελικά για τις 5 Ιουνίου 1944, αλλά αναβλήθηκε για ένα εικοσιτετράωρο, λόγω της κακοκαιρίας που επικρατούσε στο στενό της Μάγχης.

Συγκροτήθηκε ένας τεράστιος στόλος, με επικεφαλής τον άγγλο ναύαρχο Μπέρτραμ Ράμσεϊ, ο οποίος περιλάμβανε 1.200 πολεμικά πλοία, 10.000 αεροπλάνα, 4.126 αποβατικά σκάφη, 804 μεταγωγικά πλοία και εκατοντάδες τεθωρακισμένα άρματα αμφίβιων και άλλων αποστολών. 156.000 άνδρες (73.000 Αμερικανοί και 83.000 Βρετανο-Καναδοί) θα αποβιβάζονταν στη Νορμανδία, από τους οποίους 132.000 θα μεταφέρονταν με πλοία μέσω Μάγχης και 23.500 με αεροπλάνα.Τις χερσαίες δυνάμεις διοικούσε ο άγγλος στρατηγός Μπέρναρντ Μοντγκόμερι, που είχε απέναντί του ένα παλαιό γνώριμό του από τις επιχειρήσεις στην Αφρική, τον γερμανό στρατάρχη Έρβιν Ρόμελ.

Η απόβαση με την κωδική ονομασία «Ποσειδών» (Operation Neptune) άρχισε πριν από την αυγή της 6ης Ιουνίου (D-Day) σε πέντε ακτές κατά μήκος της Νορμανδίας, οι οποίες έφεραν τις κωδικές ονομασίες Utah (Γιούτα), Omaha (Όμαχα), Gold (Χρυσός), Juno (Ήρα) και Sword (Σπαθί).

Οι παραλίες που είχαν επιλεγεί για την απόβαση εκτείνονταν από τον ποταμόκολπο του Ορν ως το νοτιοδυτικό άκρο της χερσονήσου Κοταντέν.

Οι Σύμμαχοι στις ακτές της Νορμανδίας

Την παραμονή της επιχείρησης βρετανικές μονάδες καταδρομέων είχαν πέσει πίσω από της γραμμές του εχθρού, καταλαμβάνοντας γέφυρες – κλειδιά και αχρηστεύοντας τις επικοινωνίες των Γερμανών.

Οι τέσσερις ακτές καταλήφθηκαν εύκολα και γρήγορα από τις συμμαχικές δυνάμεις, ενώ στην πέμπτη, την «Όμαχα», αντιμετώπισαν σκληρή γερμανική αντίσταση.Με το σούρουπο μεγάλα προγεφυρώματα είχαν ήδη δημιουργηθεί και στις πέντε περιοχές της απόβασης και η τελική επιχείρηση για τη συντριβή τής Γερμανίας είχε αρχίσει.

Για την επιτυχία της απόβασης, καθοριστική ήταν η αεροπορική υπεροχή των Συμμάχων. Τα αεροπλάνα τους κατέστρεψαν τις περισσότερες γέφυρες του Σηκουάνα στ’ ανατολικά και του Λίγηρα στα νότια, εμποδίζοντας έτσι τους Γερμανούς να ενισχύσουν έγκαιρα τις προκεχωρημένες μονάδες τους στα προγεφυρώματα των ακτών της Νορμανδίας.

Το σχέδιο των Συμμάχων μετά τη D-Day

Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, οι Βρετανοί θα καταλάμβαναν τη στρατηγικής σημασίας πόλη Καν την πρώτη ημέρα της απόβασης.

Παρότι εξουδετέρωσαν γρήγορα τη γερμανική άμυνα, εν τούτοις έπρεπε να περιμένουν έως τις 9 Ιουλίου για να εισέλθουν νικηφόρα στην πόλη, εξαιτίας της εμφάνισης μιας μεραρχίας Πάντσερ, που καθήλωσαν τις δυνάμεις τους, αλλά και των διαφωνιών μεταξύ Αϊζενχάουερ και Μοντγκόμερι για θέματα τακτικής.

Στον τομέα τους, οι Αμερικανοί αντιμετώπισαν σοβαρή αντίσταση στη χερσόνησο Κοταντέν, αλλά τελικά κατέλαβαν το ζωτικής σημασίας λιμάνι του Χερβούργου στις 26 Ιουνίου.Οι συνεχείς συγκρούσεις έφθειραν τα γερμανικά στρατεύματα και στις 25 Ιουλίου ο στρατηγός Ομάρ Μπράντλεϊ διέσπασε το δυτικό μέτωπο και μέσα σε λίγες μέρες εξάλειψε κάθε αντίσταση στην πορεία του προς τον Σηκουάνα.

Αντεπίθεση των γερμανικών τεθωρακισμένων στο Μορτέν αποκρούστηκε (7-13 Αυγούστου). Στα τέλη Αυγούστου οι Σύμμαχοι διέσχισαν τον Σηκουάνα και τον Σεπτέμβριο βρίσκονταν μπροστά στα γερμανικά σύνορα.

Δείτε βίντεο:

Πηγή: San Simera            OnAlert

.

Συνέχεια ανάγνωσης

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Απόβαση στη Νορμανδία: Τι συνέβη στις 6 Ιουνίου 1944;

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Μπορεί να συμπληρώθηκαν 80 χρόνια από τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία, όσοι όμως την έζησαν διατηρούν τις μνήμες τους ζωντανές.

Η 80η επέτειος της απόβασης των συμμάχων στη γαλλική Νορμανδία εορτάζεται με μεγάλες τιμές και με την παρουσία αρχηγών κρατών, με προεξάρχοντες τους προέδρους των ΗΠΑ και της Γαλλίας, αλλά και την βασίλισσα Ελισάβετ της Μεγάλης Βρετανίας.

Τι ακριβώς συνέβη, όμως, στη Νορμανδία τον Ιούνιο του 1944;

Η προετοιμασία της απόβασης

Την περίοδο εκείνη, η πλάστιγγα του πολέμου μεταξύ των ενωμένων εθνών, υπό την γενική καθοδήγηση της Μεγάλης Βρετανίας, της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ και του φασιστικού Άξονα Γερμανίας – Ιαπωνίας (η Ιταλία είχε συνθηκολογήσει) είχε αρχίσει να γέρνει εις βάρος του δεύτερου, ειδικά στην Ευρώπη.

Οι Σοβιετικοί προέλαυναν στο ανατολικό μέτωπο, στο νότο Βρετανοί και Αμερικάνοι είχαν αποβιβαστεί στην Ιταλία και καταλάμβαναν εδάφη προς το Βορρά. Ο πιο «γρήγορος» δρόμος προς την καρδιά της Γερμανίας ήταν εκείνος μέσω της κατεχόμενης από τους ναζί Γαλλίας.

Όμως, η απόβαση στη Γαλλία ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτούσε προσεκτικό και λεπτομερή σχεδιασμό, καθώς η οχύρωση της βόρειας Γαλλίας από τους Γερμανούς ήταν άρτια.

Μήνες πριν την απόβαση στη Νορμανδία, οι συμμαχικές δυνάμεις εκτελούσαν πτήσεις στην περιοχή για να την καταγράψουν και να σχεδιάσουν την επιχείρηση.

Ακόμα και το BBC επιστρατεύτηκε, απευθύνοντας δημόσιο κάλεσμα στους ανθρώπους για να στείλουν φωτογραφίες και κάρτποσταλ των ευρωπαϊκών ακτών από τη Νορβηγία μέχρι τα Πυρηναία.

Μυστικές ομάδες ερευνούσαν τις ακτές ώστε να βρουν τις σωστές τοποθεσίες και πήραν μέχρι και δείγματα άμμου για να επιβεβαιώσουν ότι οι παραλίες μπορούσαν να αντέξουν των βάρος των συμμαχικών στρατιωτικών οχημάτων.

Μετεωρολόγοι, μαθηματικοί και επιστήμονες κάθε ειδικότητας επιστρατεύτηκαν για να οριστεί η ημερομηνία της επιχείρησης.

Το διάστημα 5 – 7 Ιουνίου κρίθηκε το καταλληλότερο για την απόβαση, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Βρετανού μαθηματικού Άρθουρ Τόμας, καθώς τότε η παλίρροια ήταν στο χαμηλότερο σημείο της και θα φαίνονταν τα κρυμμένα εμπόδια.

για τη συνέχεια Euronews

 

Συνέχεια ανάγνωσης

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Μακεδονικός Ἀγώνας καί ἐπέτειος θανάτου τοῦ Παύλου Μελᾶ – Λόγος στή μνήμη του

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

 

Του Κώστα Καραΐσκου
Η μεγάλη Ελληνική
Επανάσταση, που είχε τεράστιο αντίκτυπο
και σημασία παγκοσμίως, άρχισε το 1821
και πρακτικά τελείωσε έναν αιώνα μετά,
το 1922 με την Μικρασιατική Καταστροφή.
Συχνά όταν αναφερόμαστε στην απελευθέρωση
των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό,
μένουμε στο 1830, στην ίδρυση δηλαδή του
νεοελληνικού κράτους, υπό την κηδεμονία
των ξένων δυνάμεων.

Όμως τι γινόταν με τα
εκατομμύρια των Ελλήνων που έμειναν
έξω από εκείνο το φτωχό κρατίδιο, τι
γινόταν στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στη
Θράκη, στην Ιωνία, στον Πόντο, στην Κύπρο,
στην Κρήτη, στα άλλα νησιά; Ο Μακεδονικός
Αγώνας ήταν η ένδοξη εκείνη σελίδα της
ιστορίας μας, όπου ο ελληνισμός κάτω
από την οθωμανική κρατική κυριαρχία
αντιμετώπισε τον βουλγαρικό επεκτατισμό,
κατάφερε να επικρατήσει και να ετοιμάσει
την ώρα της απελευθέρωσης από τον
ελληνικό Στρατό. Στην αρχή αγωνίστηκαν
οι ντόπιοι Έλληνες, μόνοι τους για
χρόνια, κυρίως με τη στήριξη της Εκκλησίας
και απλών ανθρώπων που πάλεψαν ηρωικά,
ενώ από ένα σημείο και πέρα άρχισαν να
φτάνουν εθελοντές από την Ελλάδα και
να παίρνει ένοπλη μορφή η αντίσταση
κατά των Βούλγαρων κομιτατζήδων.

Η βουλγαρική προσπάθεια
κατά της Μακεδονίας ξεκίνησε με την
απόσχιση της Εκκλησίας τους, τη λεγόμενη
Εξαρχία, το 1870. Άρχισε ένας πόλεμος
προπαγάνδας, πιέσεων αλλά και ωμής βίας,
προκειμένου να γράφονται οι κάτοικοι
της οθωμανικής ακόμη Μακεδονίας σε
βουλγάρικα σχολεία και να καλούν
Βούλγαρους ιερείς. Αντιστάθηκαν σ΄ αυτό
όχι μόνο οι ελληνόφωνοι ή οι βλαχόφωνοι
κάτοικοι της Μακεδονίας αλλά και πολλοί
σλαβόφωνοι, οι λεγόμενοι «γραικομάνοι»
που έμεναν πιστοί στο Πατριαρχείο της
Κωνσταντινούπολης. Έτσι αυτό που
παρουσιαζόταν ως αντίθεση θρησκευτικής
μορφής ήταν στην πραγματικότητα εθνικής:
όποιος πήγαινε με τους Εξαρχικούς
γινόταν Βούλγαρος, ενώ Πατριαρχικοί
ήταν οι Έλληνες. Δάσκαλοι και κληρικοί
ηγήθηκαν της αντίστασης τις πρώτες
δεκαετίες, περιορίζοντας την βουλγαρική
προπαγάνδα και τρομοκρατία που ήρθε να
προστεθεί στην καταπίεση των Οθωμανών.
Κορυφαία μορφή του αγώνα αναδείχθηκε
ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός
Καραβαγγέλης, που κυκλοφορούσε – κι
ενίοτε λειτουργούσε – με την πιστόλα
κάτω από το ράσο ή πάνω στην Αγία Τράπεζα.
Κάποια στιγμή οι
Βούλγαροι διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν
να επιβληθούν δίχως όπλα. Το 1893 ιδρύθηκε
από τον Γκότσε Ντέλτσεφ και άλλους
Βούλγαρους στη Θεσσαλονίκη η Εσωτερική
Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση
(VMRΟ), υποτίθεται για την απελευθέρωση
των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας
από τους Οθωμανούς οι οποίοι κατέρρεαν.
Στο εσωτερικό της οργάνωσης αναπτύχθηκαν
δύο τάσεις: οι ενωτικοί ήθελαν άμεση
ένωση με τη Βουλγαρία, ενώ οι αυτονομιστές
μιλούσαν για «μακεδονικό» κράτος, πάντα
ενάντια στο ελληνικό στοιχείο της
περιοχής. Μετά το 1895 αγρίεψαν οι
συγκρούσεις και αναδείχθηκαν ηρωικές
μακεδονικές μορφές σαν τον καπετάν
Κώττα Χρήστου, τον καπετάν Λούκα, τον
καπετάν Ζέρβα, τον Χρήστο Αργυράκο, τον
Ηλία Κούνδουρο…
Το 1903 γίνεται στο
Μοναστήρι (Μπίτολα) η λεγόμενη εξέγερση
του Ίλιντεν, με σκοπό να φανεί στην
Ευρώπη ότι οι Βούλγαροι ξεσηκώνονται
κατά των Τούρκων για την απελευθέρωση
της Μακεδονίας. Όμως σε 10 μέρες οι Τούρκοι
καταπνίγουν την εξέγερση και ξεσπούν
κυρίως σε βάρος των Ελληνόβλαχων κατοίκων
της περιοχής που χτυπήθηκαν άγρια και
από τους Βούλγαρους. Λίγες μέρες μετά
έσβησε και η ταυτόχρονη εξέγερση των
Βουλγάρων στην Στράντζα της Αδριανούπολης.
Η επίσημη Ελλάδα μέχρι
τότε μόνο παρακολουθούσε, παρότι οι
Έλληνες πατριώτες ζητούσαν επέμβαση
υπέρ των μαχόμενων Μακεδόνων και οι
εθελοντές μαχητές πλήθαιναν. Το 1904 πήγε
μυστικά στη Μακεδονία, ως ζωέμπορος
υποτίθεται, ο αξιωματικός του ελληνικού
Στρατού και μέλος της ανώτερης κοινωνικής
τάξης, Παύλος Μελάς. Ο θάνατός του στη
Στάτιστα, στις 13 Οκτωβρίου 1904, τον
ανέδειξε ως ήρωα και κινητοποίησε όλες
τις εθνικές δυνάμεις, ντόπιες και μη.
Ήταν το αίμα που πότισε το δέντρο της
μακεδονικής ελευθερίας. Ακολούθησαν
6.000 εθελοντές που πολέμησαν μέχρι το
1908 στη Μακεδονία, οι μισοί από τους
οποίους ήταν Κρητικοί – υπήρξαν επίσης
πολλοί Μανιάτες αλλά και από άλλα μέρη
της χώρας. Και οι δύο Γενικοί Αρχηγοί
του Μακεδονικού Αγώνα, μετά τον Παύλο
Μελά, ήταν Κρητικοί, ο Γεώργιος Κατεχάκης
από το Ηράκλειο και ο Σφακιανός Γεώργιος
Τσόντος. Αξίζει να θυμίσουμε εδώ ότι
ακόμα η Κρήτη δεν ήταν καν μέρος του
ελληνικού κράτους! Η μάχη στη βαλτολίμνη
των Γιαννιτσών ήταν το διάσημο σκηνικό
πολέμου των αντίπαλων ανταρτικών ομάδων,
όπως το περιέγραψε η Πηνελόπη Δέλτα στα
«Μυστικά του Βάλτου». Αυτές οι αντάρτικες
ομάδες έλαβαν μέρος στους πολέμους που
ακολούθησαν, τόσο στο ελληνικό στρατόπεδο
όσο και οι αντίπαλες στο βουλγαρικό.
Κορυφαίας σημασίας
ήταν η δράση Ελλήνων διπλωματών, όπως
του Ίωνα Δραγούμη που ως διπλωμάτης στο
Μοναστήρι οργάνωσε την Μακεδονική
Άμυνα, με επιτροπές σε πόλεις και χωριά
της Δυτικής Μακεδονίας, ή του Πρόξενου
της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, Λάμπρου
Κορομηλά, ο οποίος συντόνιζε τις
αντάρτικες ελληνικές ομάδες. Από τους
κληρικούς, εκτός του Γερμανού Καραβαγγέλη,
ξεχώρισε ο μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος
Καλαφάτης, που μαρτύρησε το 1922 στη
Σμύρνη, ο εθνομάρτυρας Αιμιλιανός,
μητροπολίτης Γρεβενών που θανατώθηκε
βασανιστικά το 1910 κ.ά. Οι εκπαιδευτικοί
σαν τις δολοφονημένες νεαρές δασκάλες
Αικατερίνη Χατζηγεωργίου και Βελίκα
Τράικου κράτησαν όρθιο το ελληνικό
φρόνημα σε 1.000 περίπου σχολεία για 70.000
μαθητές.
Το 1908 η επανάσταση των
Νεοτούρκων έδωσε αμνηστεία στους
εμπόλεμους και υποσχέθηκε ισονομία και
ισοπολιτεία για όλους, όμως σύντομα
αποκαλύφθηκε η απάτη. Έπρεπε να
μεσολαβήσουν δύο βαλκανικοί πόλεμοι
και ένας παγκόσμιος για να απαλλαχθεί
η Μακεδονία και από την τουρκική κυριαρχία
και από την βουλγαρική επιβουλή, μάλιστα
αυτή η τελευταία εκδηλώθηκε και πάλι
κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την
βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής
Μακεδονίας και Θράκης. Το 1944 λοιπόν
εξέλιπε ο κίνδυνος για τη Μακεδονία από
την πλευρά των «ενωτικών» Βουλγάρων. Η
απειλή των «αυτονομιστών», παρότι πολύ
ασθενέστερη, έμελλε να επιβιώσει στα
πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο με
κέντρο τα Σκόπια και να αναβιώσει το
1991 με την ανεξαρτητοποίηση της λεγόμενης
«Δημοκρατίας της Μακεδονίας» ώς τις
μέρες μας.
Κλείνουμε με το γνωστό
«τιμούμε τη μνήμη των ηρώων που θυσιάστηκαν
για την ελευθερία» κτλ.
Τι σημαίνει όμως αυτό;
Ξέρουμε για ποιους μιλάμε, τι συνέβη
και γιατί; Ή τα θεωρούμε όλα παρελθόν
χωρίς νόημα στη σημερινή εποχή; Όποιος
νόμιζε κάτι τέτοιο, μόλις πέρυσι στις
Πρέσπες αποδείχθηκε ότι είναι πέρα για
πέρα λάθος. Το παρελθόν καθορίζει ό,τι
ζούμε σήμερα και το ξαναβρίσκουμε
διαρκώς μπροστά μας. Τιμούμε λοιπόν τον
Μακεδονικό Αγώνα όταν έχουμε την γνώση
και την αρετή που διδάσκει το ελληνικό
σχολείο, αυτό που στήριξε την κρίσιμη
ώρα την μία και μοναδική ελληνική
Μακεδονία!
ΠΗΓΗ: antibaro.gr

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή