Ακολουθήστε μας

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Αρχαιολογία. Μύθος και Πραγματικότητα ή χρησιμότητα του παρελθόντος;

Δημοσιεύτηκε

στις

Αγγελική Κοτταρίδη
Το καλοκαίρι του 1998 τοποθετήθηκε στην έξοδο του Μουσείου των Βασιλικών Τάφων των Αιγών ένα βιβλίο εντυπώσεων. Μέχρι το Σεπτέμβρη του 2000 μετρήθηκαν 19.165 καταχωρήσεις που συνήθως αντιστοιχούν σε μεμονωμένους επισκέπτες κάποτε όμως και σε μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες. Τα περισσότερα σχόλια είναι ενυπόγραφα. Η επεξεργασία αυτού του πολύτιμου υλικού που μας δείχνει την ανταπόκριση του κοινού σε μια διαφορετική από τα τρέχοντα αντιμετώπιση του θέματος «παρουσίαση αρχαιοτήτων» -αφού η έκθεση των θησαυρών στη Βεργίνα, στηριγμένη σε ένα αυστηρό σενάριο και χρησιμοποιώντας με επίγνωση το στοιχείο της ατμοσφαιρικότητας, απευθύνεται τόσο στη νόηση όσο και στο συναίσθημα του θεατή- στάθηκε η αφορμή για μια σειρά από σκέψεις.
Με εξαίρεση μερικούς που αρκούνται μόνο να υπογράψουν, δηλώνοντας έτσι την παρουσία τους στο συγκεκριμένο χώρο τη δεδομένη στιγμή, οι περισσότεροι επισκέπτες κάνουν σύντομα σχόλια:
Περίπου 0,5% που είναι όλοι έφηβοι μουντζουρώνουν, σχεδιάζουν θέματα από κόμικς ή κάνουν πλάκα με λιγότερο ή περισσότερο χυδαίο τρόπο για πράγματα άσχετα από το χώρο. Σχεδόν άλλοι τόσοι (0,6%) Έλληνες και ξένοι είναι εκείνοι που αισθάνονται την ανάγκη να υπογραμμίσουν το πέρασμα τους, κάνοντας αναφορά στον εαυτό τους «είμαι ο τάδε από εκεί και βρέθηκα και εδώ».

Ένα σημαντικό ποσοστό Ελλήνων, αλλά κυρίως ξένων επισκεπτών που φτάνει το 27,7% του συνόλου σχολιάζει το ίδιο το Μουσείο και τον τρόπο έκθεσης: από αυτούς το 26,7% σχολιάζει με τρόπο επαινετικό, χρησιμοποιώντας συχνά τον υπερθετικό βαθμό, ενώ μόνο το 1% διατυπώνει αρνητικές παρατηρήσεις ή αναφέρεται σε ενοχλητικές κατά τη γνώμη τους λεπτομέρειες.
Αρκετοί (5,8 %) Έλληνες και ξένοι επισημαίνουν γενικά τη σημασία που έχει η γνώση του παρελθόντος και της ιστορίας και 18% των επισκεπτών που είναι όλοι Έλληνες και κυρίως Έλληνες της αλλοδαπής, όπως σημειώνουν οι ίδιοι, τονίζουν ότι αισθάνθηκαν εθνική υπερηφάνεια ή ότι τονώθηκε η εθνική τους συνείδηση, ενώ άλλο ένα 9%, στο ίδιο κλίμα, αναφέρεται ιδιαίτερα στο μακεδονικό και τη σημασία των εκτιθέμενων ευρημάτων για την απόδειξη της ελληνικότητας της Μακεδονίας.
Πολλοί (24,7%) Έλληνες και ξένοι δηλώνουν ότι η επαφή τους με το συγκεκριμένο χώρο ήταν γι’ αυτούς μια συγκλονιστική εμπειρία, χρησιμοποιώντας επίθετα όπως συγκλονιστικό, εντυπωσιακό, amazing, fantastisch, ueberwaeltigend, fantastico κ.λ.π. και τέλος 13,7% μερικοί ξένοι, οι πιο πολλοί όμως Έλληνες ευχαριστούν τους αρχαιολόγους για την παρουσίαση και κυρίως για την ανακάλυψη των θησαυρών και φυσικά αναφέρονται ονομαστικά στο Μανόλη Ανδρόνικο, τον θρυλικό ανασκαφέα, το σχεδόν μυθικό πρότυπο του ερευνητή του παρελθόντος, με τρόπο συγκινητικό, συχνά με την ευχή να αναπαύει ο θεός την ψυχή του…
Μια μαθήτρια γράφει: «Ευτυχώς που υπάρχουν και οι εραστές των ονείρων. Για μας τις νέες γενιές η παρουσία του Μανόλη Ανδρόνικου είναι η ελπίδα για το δικό μας ιστορικό μέλλον».

Η διατήρηση της πατρογονικής κληρονομιάς είναι αναμφισβήτητα ένα πολυσυζητημένο θέμα: κύριο μέλημα διεθνών οργανισμών, ζήτημα συμβάσεων, νόμων και παντοειδών επιτροπών, αντικείμενο πολυεπίπεδης επιστημονικής έρευνας, ιδιαίτερα προσφιλές στους κύκλους των επαϊόντων. Στον απόηχο των μεγάλων πολιτικοκοινωνικών ιδεολογικών ρευμάτων που συντάραξαν το πρώτο μισό του 20ου αι. οι σύγχρονες κυβερνήσεις αναγνωρίζουν η μία μετά την άλλη την αξία της χρήσης των αρχαιοτήτων σαν δραστικού ιδεολογικού όπλου στον αγώνα των όποιων εδαφικών ή άλλων διεκδικήσεων των νέων εθνικών κρατών. Τα μνημεία γίνονται οι «καλύτεροι πρεσβευτές» απόψεων. Μεγάλες εκθέσεις οργανώνονται να καταδείξουν το μυστικό μεγαλείο της Αιγύπτου, τη δύναμη της Κίνας, τον πλούτο των Σουλτάνων, ή την εθνική ταυτότητα των Μακεδόνων…
Τα αρχαία ταξιδεύουν. Γίνονται προσιτά σε όλο και περισσότερους…
Οι άνθρωποι ταξιδεύουν επίσης, στην εποχή της αφθονίας, του αεροπλάνου και του ελεύθερου χρόνου πολύ περισσότερο από ότι στον καιρό του Βίνκελμαν και των Diletanti.
Για τις ευνοημένες από το κλίμα και την ιστορία χώρες ο τουρισμός είναι βασική πηγή πλούτου. Στον κόσμο της ελεύθερης αγοράς τα μνημεία γίνονται «το συγκριτικό πλεονέκτημα» και ο πολιτισμός “η βαριά βιομηχανία” …Έννοιες όπως συντήρηση – διαμόρφωση – ανάπλαση – ανάδειξη μνημείων πλουτίζουν το λεξιλόγιό μας και πρωτόγνωρα μέχρι τώρα ποσά εισρέουν στα ταμεία των αρχαιολογικών υπηρεσιών στα πλαίσια εθνικών ή διεθνών προγραμμάτων ανάπτυξης.
Η παρουσία κάποιου αρχαιολογικού χώρου που να συνδυάζεται κατά προτίμηση και με ένα μουσείο, διαφημισμένη κατάλληλα, τροφοδοτεί την ελπίδα της τουριστικής ανάπτυξης. Η προσέλευση επισκεπτών υπόσχεται εισροή κεφαλαίων, νέες θέσεις εργασίας, οικονομική ευμάρεια…Οι τοπικοί φορείς αρχίζουν να εκδηλώνουν έντονο το ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες που ωστόσο καλά θα έκαναν να βρίσκονται στο οικόπεδο του γείτονα. Η προβολή και η «αξιοποίηση» των μνημείων γίνεται αίτημα των τοπικών κοινωνιών, βρίσκει μια θέση στα πολιτικά προγράμματα και τις προεκλογικές εκστρατείες.
Στα πλαίσια της αρχής της ανταποδοτικότητας η «κοινωνικοποίηση» των μνημείων είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά και αναγκαία, αφού έμπρακτα νομιμοποιεί τις δαπάνες που απαιτούνται για τη συντήρησή τους και που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες. Η άμεση χρησιμότητα των μνημείων στο επίπεδο της οικονομίας, της πολιτικής ή ακόμη και της επιστήμης τεκμηριώνει ίσως το ενδιαφέρον ορισμένων -πάντα πολύ περιορισμένων – ομάδων που έχουν άμεσο όφελος, ωστόσο δεν παύει να είναι δευτερογενής και οπωσδήποτε απόλυτα εξαρτημένη από την επιθυμία των πολλών να γνωρίσουν με κάποιο τρόπο τα μνημεία του παρελθόντος.

Όμως τι είναι αυτό που κάνει τους τουρίστες να αφήνουν τη δροσιά της παραλίας και το χουζούρι των διακοπών για την πολύωρη ορθοστασία στα μουσεία, το κοπιαστικό σκαρφάλωμα σε δυσπρόσιτες ακροπόλεις και κάστρα, το στρίμωγμα σε υπόγειες κρύπτες, την περιπλάνηση στο λιοπύρι της ερήμου ή την αποπνικτική υγρασία της τροπικής ζούγκλας;
Γιατί οι ταξιδιώτες του καιρού μας διασχίζουν εκατοντάδες χιλιόμετρα να φτάσουν ευλαβικοί ή απλά περίεργοι εκεί, όπου «τα έθνη άλλοτε αλαζονικά, τώρα παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο», τι προσδοκούν στους τόπους που πέτρωσε η προσευχή σε άλλους θεούς, στις βαθιές σπηλιές που έκρυψαν τα όνειρά τους οι παμπάλαιοι άνθρωποι, εκεί όπου ήταν κάποτε παλάτια και θησαυροί και δόξες, τι ψάχνουν στα ερείπια των σπιτιών που αφάνισαν αρχαίες καταστροφές; Ποια μυστική συγκίνηση τους φέρνει ανάμεσα σε τάφους άγνωστων νεκρών θαμμένων στη λήθη του χρόνου; Σε ποια ερωτήματα βρίσκουν απάντηση οι εκατομμύρια αναγνώστες των αρχαιογνωστικών –επιστημονικών και παραεπιστημονικών- βιβλίων και περιοδικών, οι θεατές των αρχαιολογικών ντοκιμαντέρ, οι πλάνητες του διαδικτύου που επισκέπτονται πάλι και πάλι τις εικονικές αρχαιότητες;
Πώς γίνεται πράγματα άχρηστα που χάλασαν και πετάχτηκαν στα στρώματα καταστροφής των αιώνων, αντικείμενα που «πέθαναν» και θάφτηκαν, να ακολουθήσουν τους κυρίους τους στον Άδη, χιλιάδες χρόνια πριν, πώς γίνεται όλα αυτά να έρχονται πάλι στο φως, για να ξαναζήσουν, απρόσιτα και ακριβά, μη χρηστικά κι ωστόσο χρήσιμα πίσω από το κρύσταλλο των προθηκών ενός μουσείου;
Η αναζήτηση της υψηλής αισθητικής συγκίνησης είναι μια πιθανή απάντηση που όμως αφορά μια περιορισμένη ομάδα μνημείων, αφού λιγοστά είναι τα αριστουργήματα της τέχνης που επέζησαν, αφομοιώνοντας τις λαβωματιές του χρόνου, και μια ακόμη πιο περιορισμένη ομάδα επισκεπτών με ειδική παιδεία και γνώση και οπωσδήποτε δεν ερμηνεύει τη συγκίνηση του επισκέπτη μας στη Βεργίνα που γράφει:
«Αισθάνθηκα ότι επισκέφθηκα τους τάφους συγγενών μου, λουλούδια δεν άφησα, άφησα κομμάτια του εαυτού μου.» (30.6.98)
Η εδραίωση της ιστορικής ταυτότητας του έθνους μέσα από την αναζήτηση των αρχαίων προγόνων, το απαύγασμα αρχαίου κλέους που ακόμα φωτίζει τα βήματα λαών που κάποτε πρωτοστάτησαν και τώρα παραμέρισαν από το προσκήνιο της ιστορικής δράσης, αναγκασμένοι να αποδεχτούν μια θέση ταπεινότερη στην ιεραρχία της παγκόσμιας εξουσίας, πλούσιοι ωστόσο σαν παλιοί αριστοκράτες σε περγαμηνές εξαργυρώσιμες στο χρηματιστήριο της περηφάνιας, με άλλα λόγια, η ιστορική μνήμη που στηρίζει το παρόν και προοιωνίζεται το μέλλον, η μνήμη που μορφοποιείται μέσα από αυτά είναι οπωσδήποτε ένας από τους κύριους λόγους του ενδιαφέροντος που δείχνουν για τα μνημεία εκείνοι που βρέθηκαν να ζουν κοντά τους και συνεχίζουν ή πιστεύουν πως συνεχίζουν την παράδοση που κάποτε τα δημιούργησε.
Και δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που κατά κανόνα επικαλούνται εκείνοι που διαμορφώνουν τις εθνικές πολιτικές για τον πολιτισμό, ο ίδιος που οριοθετεί τον τρόπο θέασης των μνημείων στην εκπαιδευτική διαδικασία, σφραγίζοντας τις αντιλήψεις των επερχομένων. Όμως ούτε και αυτός μου φαίνεται απόλυτα επαρκής, αφού δεν εξηγεί το ενδιαφέρον των «άλλων», των ξένων, που κάποτε είναι μεγαλύτερο κι ακόμη πιο συγκινητικό…

Σε έναν άλλο δρόμο μας οδηγούν τα ποιητικά όσο και απροσδόκητα σχόλια δύο αισθαντικών επισκεπτών που ήρθαν φέτος τον Αύγουστο στις Αιγές:
«Όταν η ζωή είναι μικρή εδώ εγώ βρίσκω την αθανασία» (23.8.2000)
«Αν υπάρχει θάνατος, εδώ νικήθηκε» (16.8.2000)
Αντιμέτωπος με το αχανές μέλλον, όπου το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς είναι η βεβαιότητα του αδήριτου βιολογικού τέλους του ίδιου σαν ατόμου, ο άνθρωπος καταφεύγει στην αναζήτηση της γνώσης του παρελθόντος. Για να αντέξει το στιγμιαίο της δικής του ύπαρξης στο διηνεκές του χρόνου, αναγκάζεται να βυθιστεί στις ρίζες. Αναζητώντας τις απαρχές, ελπίζει να αναγνωρίσει τον Προαιώνιο Λόγο…
Φορέας ο ίδιος της ανεξίτηλης συλλογικής μνήμης που σφραγίζει τα ένστικτά του, με τη βιολογική αλληλουχία όλων των προγόνων καταγραμμένη στα μόρια του DNA των κυττάρων του, ο σύγχρονος ταξιδιώτης έχει την ελπίδα στους τόπους των ερειπίων, εκεί όπου η μνήμη συμπυκνώνεται και γίνεται ύλη, έστω και μόνο για μια στιγμή, να αγγίξει την ουσία της ύπαρξης. Μέσα από την αέναη εναλλαγή του εφήμερου με το αιώνιο να συνειδητοποιήσει την αδιάσπαστη συνέχεια, μέσα από την επίγνωση του αδιαλείπτως επαναλαμβανόμενου θανάτου του ατόμου να νιώσει με τον τρόπο της αφής την αθανασία του είδους…

Για να μάθει το δρόμο που ήταν να πορευτεί ανάμεσα στους ζωντανούς ο Οδυσσέας έπρεπε να ρωτήσει τους νεκρούς… οι Μύστες γνώριζαν ότι ο δρόμος της αθανασίας περνάει από την πηγή της Μνημοσύνης…

Για να μιλήσουν για το παρελθόν οι αρχαίοι κατέφυγαν στο μύθο, που ήταν γι’ αυτούς πραγματικός όσο για μας η ιστορία. Με τις Θεογονίες, τις γενεαλογίες και τους κύκλους των ηρώων καθόριζαν τις εποχές, άρθρωναν το χρόνο, ονόμαζαν το Λόγο, ερμήνευαν τις απαρχές και ανιστορούσαν την εξέλιξη του είδους. Οι ποιητές που υμνούσαν τα έργα των παλιών ανθρώπων καλούσαν τη Μούσα, να τραγουδήσει τη μνήμη… Οι Μούσες ήταν, όχι τυχαία, οι θυγατέρες της Μνημοσύνης.
Σήμερα ναός της Μνήμης είναι το Μουσείο. Τη θέση του μύθου την πήρε μεταξύ άλλων η αρχαιολογία, μια επιστήμη που αναζητά στο χώμα τα χνάρια των παλιών ανθρώπων, ταξινομεί τις εποχές και τα αντικείμενα μέσα στο χρόνο και προσπαθεί να ερμηνεύσει τις απαρχές. Ο αρχαιολόγος που επέλεξε να είναι το έλλογο διάμεσο ανάμεσα σ’ αυτούς που έφυγαν και αυτούς που είναι τώρα, αυτός που χαίρεται τη μοναδική και ανεπανάληπτη χαρά της ανακάλυψης, όταν το χώμα παραμερίζει και οι χαμένοι θησαυροί έρχονται πάλι στο φως, οφείλει όχι μόνο να προσπαθήσει να διαβάσει το ξεχασμένο μήνυμα ούτε αρκεί να μοιραστεί τη φροντίδα του σισύφειου έργου της ανάσχεσης του νόμου της φθοράς.
Πολύ περισσότερο, σε αντάλλαγμα για το προνόμιο της αφής που ζηλότυπα κρατάει, χρωστάει να γεμίσει με λόγο τη σιωπή των ερειπίων. Να μιλήσει για την εικόνα της κόρης που στοίχειωσε τον ασημένιο καθρέφτη, την προσευχή του ιερέα που δεν πρόλαβε να τελειώσει την ώρα που κάηκε ο ναός, εκείνο τα νεαρό παλικάρι που θάψανε με το βέλος στο στήθος, το βασιλιά που κοιμήθηκε κάτω από το χρυσό προσωπείο, για τη φωτιά που άναψε ο γιδοβοσκός στο ορεινό του καταφύγιο και το τσουκάλι που έσπασε γεμάτο σαλιγκάρια, όταν γίνηκε η καταστροφή, και ακόμη για το άγγιγμα του λιθοξόου που πέτρωσε στο χαμόγελο του ωραίου νέου, το χνάρι του μάστορα στον πηλό και εκείνο το ζευγάρι που νίκησε το φόβο του σεισμού κάνοντας έρωτα, για να το βρει ο Χάρος σφιχταγκαλιασμένο… Κι ακόμη να μιλήσει γι’ αυτά τα μάτια που μας κοιτάζουν έκπληκτα και σαν απορημένα μέσα από τις άδειες κόγχες τους κάθε φορά που το φως του ήλιου ταράζει την ησυχία των τάφων τους….


«Χωρίς εμάς είστε μειοψηφία
χωρίς εσάς οστά γεγυμνωμένα
και μην ακούς Πάνω και Κάτω Κόσμος
είσαστε η πατρίδα μας και εμείς ξενιτεμένοι.»    
M. Γκανάς
 «Το μέλλον του Παρελθόντος μας», 4ο Συνέδριο Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, 2000
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας έργο του Γιάννη Τσαρούχη.  
πηγή: Aντίφωνο

Επος 40 - Μάχη οχυρών - Μάχη της Κρήτης - Αντίσταση - Κατοχή - Εμφύλιος

D-Day: Η αρχή του τέλους για τους Ναζί «ξεκίνησε» από τις γαλλικές ακτές

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Ο όρος D-Day είναι γνωστός και άρρηκτα συνδεδεμένος με μια από τις πιο ιστορικές ημέρες του 20ου αιώνα, αυτή της απόβασης των Συμμάχων στη Νορμανδία κατά την διάρκεια του Β’ ΠΠ, σαν σήμερα στις 5 Ιουνίου του 1944.

Η απόβαση στη Νορμανδία ανέτρεψε τα δεδομένα στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων των Συμμάχων ενάντια στην γερμανική πολεμική μηχανή, που για πολλούς θεωρείται ως η «αρχή του τέλους» για τους Ναζί στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ποιο το υπόβαθρο πριν την απόβαση

Οι διαφωνίες των Συμμάχων για το αν θα έπρεπε να ασκηθεί πίεση από Νότο προς Βορρά ή να γίνει απόβαση μέσω Μάγχης, προκειμένου να ηττηθεί η Γερμανία, λύθηκαν στη Διάσκεψη της Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1943). Ο Στάλιν, υποστηριζόμενος από τις ΗΠΑ, επέμενε ότι η εισβολή στη Γαλλία ήταν ο μόνος τρόπος να ηττηθεί η Γερμανία.

Τον Ιανουάριο του 1944 άρχισε να προετοιμάζεται η επιχείρηση «Επικυρίαρχος» (Operation Overlord). O αμερικανός στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ ορίστηκε ανώτατος διοικητής, με βρετανούς διοικητές στο στρατό ξηράς, στο ναυτικό και την αεροπορία.Σύμφωνα με το σχέδιο, η επίθεση θα γινόταν σ’ ένα στενό μέτωπο στη Νορμανδία, στις βόρειες ακτές της Γαλλίας, από πέντε σώματα στρατού.

Για την πραγματοποίησή της, ο Αϊζενχάουερ έπρεπε να συγκροτήσει τον μεγαλύτερο στην ιστορία στόλο που επιχείρησε ποτέ απόβαση.

Τα προβλήματα για τον σχεδιασμό της D-Day

Σε περίπτωση επιτυχίας, η απόβαση θα αποτελούσε την απαρχή προέλασης μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων προς Ανατολάς μέσω της Γαλλίας, κατευθείαν στην καρδιά της ναζιστικής Γερμανίας.

Το βασικότερο μέλημα για τους σχεδιαστές της επιχείρησης ήταν να μη μάθουν οι Γερμανοί το σημείο της απόβασης. Έτσι, οι δυνάμεις τους θα ήταν αναγκασμένες να αναπτυχθούν σε ολόκληρη την ακτογραμμή.

Είχε καταρτιστεί εξάλλου σχέδιο παραπλάνησης, η επιχείρηση «Σωματοφύλακας» (Operation Bodygard), που κατόρθωσε πέραν πάσης προσδοκίας να πείσει τον Χίτλερ ότι κύριος στόχος ήταν η περιοχή του Καλέ, αρκετά βορειότερα της Νορμανδίας. Παρότι στη Γαλλία υπήρχαν 58 γερμανικές μεραρχίες, μόνο οι 14 βρίσκονταν στις ακτές της Νορμανδίας.Μεγάλη σημασία είχε και η αξιοποίηση της αεροπορικής υπεροχής των Συμμάχων, ώστε να εξουδετερωθεί η εχθρική πολεμική αεροπορία και να απομονωθεί το συγκοινωνιακό δίκτυο της Βόρειας Γαλλίας.

Ενώ τα σχέδια τής απόβασης καταρτίζονταν από Αμερικανούς και Βρετανούς στρατιωτικούς στην Αγγλία, ο Γερμανός στρατάρχης Έρβιν Ρόμελ – γνωστός ως «αλεπού της ερήμου», από την προηγούμενη θητεία του στο αφρικανικό μέτωπο- επιφορτισμένος με την αναχαίτιση της αναμενόμενης απόβασης, ενίσχυσε τη γερμανική αμυντική οχύρωση κατά μήκος της ακτής της Γαλλίας με υποβρύχια εμπόδια, δεξαμενές καυσίμων, ανθεκτικές στους βομβαρδισμούς, καθώς και με ναρκοπέδια.Το βασικό του πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να περιφρουρεί 3.000 μίλια δυτικοευρωπαϊκής ακτής, από την Ολλανδία έως τα ιταλικά σύνορα.

Η D-Day γίνεται πραγματικότητα

Η απόβαση στη βόρεια Γαλλία από την Αγγλία προγραμματίστηκε τελικά για τις 5 Ιουνίου 1944, αλλά αναβλήθηκε για ένα εικοσιτετράωρο, λόγω της κακοκαιρίας που επικρατούσε στο στενό της Μάγχης.

Συγκροτήθηκε ένας τεράστιος στόλος, με επικεφαλής τον άγγλο ναύαρχο Μπέρτραμ Ράμσεϊ, ο οποίος περιλάμβανε 1.200 πολεμικά πλοία, 10.000 αεροπλάνα, 4.126 αποβατικά σκάφη, 804 μεταγωγικά πλοία και εκατοντάδες τεθωρακισμένα άρματα αμφίβιων και άλλων αποστολών. 156.000 άνδρες (73.000 Αμερικανοί και 83.000 Βρετανο-Καναδοί) θα αποβιβάζονταν στη Νορμανδία, από τους οποίους 132.000 θα μεταφέρονταν με πλοία μέσω Μάγχης και 23.500 με αεροπλάνα.Τις χερσαίες δυνάμεις διοικούσε ο άγγλος στρατηγός Μπέρναρντ Μοντγκόμερι, που είχε απέναντί του ένα παλαιό γνώριμό του από τις επιχειρήσεις στην Αφρική, τον γερμανό στρατάρχη Έρβιν Ρόμελ.

Η απόβαση με την κωδική ονομασία «Ποσειδών» (Operation Neptune) άρχισε πριν από την αυγή της 6ης Ιουνίου (D-Day) σε πέντε ακτές κατά μήκος της Νορμανδίας, οι οποίες έφεραν τις κωδικές ονομασίες Utah (Γιούτα), Omaha (Όμαχα), Gold (Χρυσός), Juno (Ήρα) και Sword (Σπαθί).

Οι παραλίες που είχαν επιλεγεί για την απόβαση εκτείνονταν από τον ποταμόκολπο του Ορν ως το νοτιοδυτικό άκρο της χερσονήσου Κοταντέν.

Οι Σύμμαχοι στις ακτές της Νορμανδίας

Την παραμονή της επιχείρησης βρετανικές μονάδες καταδρομέων είχαν πέσει πίσω από της γραμμές του εχθρού, καταλαμβάνοντας γέφυρες – κλειδιά και αχρηστεύοντας τις επικοινωνίες των Γερμανών.

Οι τέσσερις ακτές καταλήφθηκαν εύκολα και γρήγορα από τις συμμαχικές δυνάμεις, ενώ στην πέμπτη, την «Όμαχα», αντιμετώπισαν σκληρή γερμανική αντίσταση.Με το σούρουπο μεγάλα προγεφυρώματα είχαν ήδη δημιουργηθεί και στις πέντε περιοχές της απόβασης και η τελική επιχείρηση για τη συντριβή τής Γερμανίας είχε αρχίσει.

Για την επιτυχία της απόβασης, καθοριστική ήταν η αεροπορική υπεροχή των Συμμάχων. Τα αεροπλάνα τους κατέστρεψαν τις περισσότερες γέφυρες του Σηκουάνα στ’ ανατολικά και του Λίγηρα στα νότια, εμποδίζοντας έτσι τους Γερμανούς να ενισχύσουν έγκαιρα τις προκεχωρημένες μονάδες τους στα προγεφυρώματα των ακτών της Νορμανδίας.

Το σχέδιο των Συμμάχων μετά τη D-Day

Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, οι Βρετανοί θα καταλάμβαναν τη στρατηγικής σημασίας πόλη Καν την πρώτη ημέρα της απόβασης.

Παρότι εξουδετέρωσαν γρήγορα τη γερμανική άμυνα, εν τούτοις έπρεπε να περιμένουν έως τις 9 Ιουλίου για να εισέλθουν νικηφόρα στην πόλη, εξαιτίας της εμφάνισης μιας μεραρχίας Πάντσερ, που καθήλωσαν τις δυνάμεις τους, αλλά και των διαφωνιών μεταξύ Αϊζενχάουερ και Μοντγκόμερι για θέματα τακτικής.

Στον τομέα τους, οι Αμερικανοί αντιμετώπισαν σοβαρή αντίσταση στη χερσόνησο Κοταντέν, αλλά τελικά κατέλαβαν το ζωτικής σημασίας λιμάνι του Χερβούργου στις 26 Ιουνίου.Οι συνεχείς συγκρούσεις έφθειραν τα γερμανικά στρατεύματα και στις 25 Ιουλίου ο στρατηγός Ομάρ Μπράντλεϊ διέσπασε το δυτικό μέτωπο και μέσα σε λίγες μέρες εξάλειψε κάθε αντίσταση στην πορεία του προς τον Σηκουάνα.

Αντεπίθεση των γερμανικών τεθωρακισμένων στο Μορτέν αποκρούστηκε (7-13 Αυγούστου). Στα τέλη Αυγούστου οι Σύμμαχοι διέσχισαν τον Σηκουάνα και τον Σεπτέμβριο βρίσκονταν μπροστά στα γερμανικά σύνορα.

Δείτε βίντεο:

Πηγή: San Simera            OnAlert

.

Συνέχεια ανάγνωσης

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Απόβαση στη Νορμανδία: Τι συνέβη στις 6 Ιουνίου 1944;

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Μπορεί να συμπληρώθηκαν 80 χρόνια από τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία, όσοι όμως την έζησαν διατηρούν τις μνήμες τους ζωντανές.

Η 80η επέτειος της απόβασης των συμμάχων στη γαλλική Νορμανδία εορτάζεται με μεγάλες τιμές και με την παρουσία αρχηγών κρατών, με προεξάρχοντες τους προέδρους των ΗΠΑ και της Γαλλίας, αλλά και την βασίλισσα Ελισάβετ της Μεγάλης Βρετανίας.

Τι ακριβώς συνέβη, όμως, στη Νορμανδία τον Ιούνιο του 1944;

Η προετοιμασία της απόβασης

Την περίοδο εκείνη, η πλάστιγγα του πολέμου μεταξύ των ενωμένων εθνών, υπό την γενική καθοδήγηση της Μεγάλης Βρετανίας, της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ και του φασιστικού Άξονα Γερμανίας – Ιαπωνίας (η Ιταλία είχε συνθηκολογήσει) είχε αρχίσει να γέρνει εις βάρος του δεύτερου, ειδικά στην Ευρώπη.

Οι Σοβιετικοί προέλαυναν στο ανατολικό μέτωπο, στο νότο Βρετανοί και Αμερικάνοι είχαν αποβιβαστεί στην Ιταλία και καταλάμβαναν εδάφη προς το Βορρά. Ο πιο «γρήγορος» δρόμος προς την καρδιά της Γερμανίας ήταν εκείνος μέσω της κατεχόμενης από τους ναζί Γαλλίας.

Όμως, η απόβαση στη Γαλλία ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτούσε προσεκτικό και λεπτομερή σχεδιασμό, καθώς η οχύρωση της βόρειας Γαλλίας από τους Γερμανούς ήταν άρτια.

Μήνες πριν την απόβαση στη Νορμανδία, οι συμμαχικές δυνάμεις εκτελούσαν πτήσεις στην περιοχή για να την καταγράψουν και να σχεδιάσουν την επιχείρηση.

Ακόμα και το BBC επιστρατεύτηκε, απευθύνοντας δημόσιο κάλεσμα στους ανθρώπους για να στείλουν φωτογραφίες και κάρτποσταλ των ευρωπαϊκών ακτών από τη Νορβηγία μέχρι τα Πυρηναία.

Μυστικές ομάδες ερευνούσαν τις ακτές ώστε να βρουν τις σωστές τοποθεσίες και πήραν μέχρι και δείγματα άμμου για να επιβεβαιώσουν ότι οι παραλίες μπορούσαν να αντέξουν των βάρος των συμμαχικών στρατιωτικών οχημάτων.

Μετεωρολόγοι, μαθηματικοί και επιστήμονες κάθε ειδικότητας επιστρατεύτηκαν για να οριστεί η ημερομηνία της επιχείρησης.

Το διάστημα 5 – 7 Ιουνίου κρίθηκε το καταλληλότερο για την απόβαση, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Βρετανού μαθηματικού Άρθουρ Τόμας, καθώς τότε η παλίρροια ήταν στο χαμηλότερο σημείο της και θα φαίνονταν τα κρυμμένα εμπόδια.

για τη συνέχεια Euronews

 

Συνέχεια ανάγνωσης

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Μακεδονικός Ἀγώνας καί ἐπέτειος θανάτου τοῦ Παύλου Μελᾶ – Λόγος στή μνήμη του

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

 

Του Κώστα Καραΐσκου
Η μεγάλη Ελληνική
Επανάσταση, που είχε τεράστιο αντίκτυπο
και σημασία παγκοσμίως, άρχισε το 1821
και πρακτικά τελείωσε έναν αιώνα μετά,
το 1922 με την Μικρασιατική Καταστροφή.
Συχνά όταν αναφερόμαστε στην απελευθέρωση
των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό,
μένουμε στο 1830, στην ίδρυση δηλαδή του
νεοελληνικού κράτους, υπό την κηδεμονία
των ξένων δυνάμεων.

Όμως τι γινόταν με τα
εκατομμύρια των Ελλήνων που έμειναν
έξω από εκείνο το φτωχό κρατίδιο, τι
γινόταν στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στη
Θράκη, στην Ιωνία, στον Πόντο, στην Κύπρο,
στην Κρήτη, στα άλλα νησιά; Ο Μακεδονικός
Αγώνας ήταν η ένδοξη εκείνη σελίδα της
ιστορίας μας, όπου ο ελληνισμός κάτω
από την οθωμανική κρατική κυριαρχία
αντιμετώπισε τον βουλγαρικό επεκτατισμό,
κατάφερε να επικρατήσει και να ετοιμάσει
την ώρα της απελευθέρωσης από τον
ελληνικό Στρατό. Στην αρχή αγωνίστηκαν
οι ντόπιοι Έλληνες, μόνοι τους για
χρόνια, κυρίως με τη στήριξη της Εκκλησίας
και απλών ανθρώπων που πάλεψαν ηρωικά,
ενώ από ένα σημείο και πέρα άρχισαν να
φτάνουν εθελοντές από την Ελλάδα και
να παίρνει ένοπλη μορφή η αντίσταση
κατά των Βούλγαρων κομιτατζήδων.

Η βουλγαρική προσπάθεια
κατά της Μακεδονίας ξεκίνησε με την
απόσχιση της Εκκλησίας τους, τη λεγόμενη
Εξαρχία, το 1870. Άρχισε ένας πόλεμος
προπαγάνδας, πιέσεων αλλά και ωμής βίας,
προκειμένου να γράφονται οι κάτοικοι
της οθωμανικής ακόμη Μακεδονίας σε
βουλγάρικα σχολεία και να καλούν
Βούλγαρους ιερείς. Αντιστάθηκαν σ΄ αυτό
όχι μόνο οι ελληνόφωνοι ή οι βλαχόφωνοι
κάτοικοι της Μακεδονίας αλλά και πολλοί
σλαβόφωνοι, οι λεγόμενοι «γραικομάνοι»
που έμεναν πιστοί στο Πατριαρχείο της
Κωνσταντινούπολης. Έτσι αυτό που
παρουσιαζόταν ως αντίθεση θρησκευτικής
μορφής ήταν στην πραγματικότητα εθνικής:
όποιος πήγαινε με τους Εξαρχικούς
γινόταν Βούλγαρος, ενώ Πατριαρχικοί
ήταν οι Έλληνες. Δάσκαλοι και κληρικοί
ηγήθηκαν της αντίστασης τις πρώτες
δεκαετίες, περιορίζοντας την βουλγαρική
προπαγάνδα και τρομοκρατία που ήρθε να
προστεθεί στην καταπίεση των Οθωμανών.
Κορυφαία μορφή του αγώνα αναδείχθηκε
ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός
Καραβαγγέλης, που κυκλοφορούσε – κι
ενίοτε λειτουργούσε – με την πιστόλα
κάτω από το ράσο ή πάνω στην Αγία Τράπεζα.
Κάποια στιγμή οι
Βούλγαροι διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν
να επιβληθούν δίχως όπλα. Το 1893 ιδρύθηκε
από τον Γκότσε Ντέλτσεφ και άλλους
Βούλγαρους στη Θεσσαλονίκη η Εσωτερική
Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση
(VMRΟ), υποτίθεται για την απελευθέρωση
των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας
από τους Οθωμανούς οι οποίοι κατέρρεαν.
Στο εσωτερικό της οργάνωσης αναπτύχθηκαν
δύο τάσεις: οι ενωτικοί ήθελαν άμεση
ένωση με τη Βουλγαρία, ενώ οι αυτονομιστές
μιλούσαν για «μακεδονικό» κράτος, πάντα
ενάντια στο ελληνικό στοιχείο της
περιοχής. Μετά το 1895 αγρίεψαν οι
συγκρούσεις και αναδείχθηκαν ηρωικές
μακεδονικές μορφές σαν τον καπετάν
Κώττα Χρήστου, τον καπετάν Λούκα, τον
καπετάν Ζέρβα, τον Χρήστο Αργυράκο, τον
Ηλία Κούνδουρο…
Το 1903 γίνεται στο
Μοναστήρι (Μπίτολα) η λεγόμενη εξέγερση
του Ίλιντεν, με σκοπό να φανεί στην
Ευρώπη ότι οι Βούλγαροι ξεσηκώνονται
κατά των Τούρκων για την απελευθέρωση
της Μακεδονίας. Όμως σε 10 μέρες οι Τούρκοι
καταπνίγουν την εξέγερση και ξεσπούν
κυρίως σε βάρος των Ελληνόβλαχων κατοίκων
της περιοχής που χτυπήθηκαν άγρια και
από τους Βούλγαρους. Λίγες μέρες μετά
έσβησε και η ταυτόχρονη εξέγερση των
Βουλγάρων στην Στράντζα της Αδριανούπολης.
Η επίσημη Ελλάδα μέχρι
τότε μόνο παρακολουθούσε, παρότι οι
Έλληνες πατριώτες ζητούσαν επέμβαση
υπέρ των μαχόμενων Μακεδόνων και οι
εθελοντές μαχητές πλήθαιναν. Το 1904 πήγε
μυστικά στη Μακεδονία, ως ζωέμπορος
υποτίθεται, ο αξιωματικός του ελληνικού
Στρατού και μέλος της ανώτερης κοινωνικής
τάξης, Παύλος Μελάς. Ο θάνατός του στη
Στάτιστα, στις 13 Οκτωβρίου 1904, τον
ανέδειξε ως ήρωα και κινητοποίησε όλες
τις εθνικές δυνάμεις, ντόπιες και μη.
Ήταν το αίμα που πότισε το δέντρο της
μακεδονικής ελευθερίας. Ακολούθησαν
6.000 εθελοντές που πολέμησαν μέχρι το
1908 στη Μακεδονία, οι μισοί από τους
οποίους ήταν Κρητικοί – υπήρξαν επίσης
πολλοί Μανιάτες αλλά και από άλλα μέρη
της χώρας. Και οι δύο Γενικοί Αρχηγοί
του Μακεδονικού Αγώνα, μετά τον Παύλο
Μελά, ήταν Κρητικοί, ο Γεώργιος Κατεχάκης
από το Ηράκλειο και ο Σφακιανός Γεώργιος
Τσόντος. Αξίζει να θυμίσουμε εδώ ότι
ακόμα η Κρήτη δεν ήταν καν μέρος του
ελληνικού κράτους! Η μάχη στη βαλτολίμνη
των Γιαννιτσών ήταν το διάσημο σκηνικό
πολέμου των αντίπαλων ανταρτικών ομάδων,
όπως το περιέγραψε η Πηνελόπη Δέλτα στα
«Μυστικά του Βάλτου». Αυτές οι αντάρτικες
ομάδες έλαβαν μέρος στους πολέμους που
ακολούθησαν, τόσο στο ελληνικό στρατόπεδο
όσο και οι αντίπαλες στο βουλγαρικό.
Κορυφαίας σημασίας
ήταν η δράση Ελλήνων διπλωματών, όπως
του Ίωνα Δραγούμη που ως διπλωμάτης στο
Μοναστήρι οργάνωσε την Μακεδονική
Άμυνα, με επιτροπές σε πόλεις και χωριά
της Δυτικής Μακεδονίας, ή του Πρόξενου
της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, Λάμπρου
Κορομηλά, ο οποίος συντόνιζε τις
αντάρτικες ελληνικές ομάδες. Από τους
κληρικούς, εκτός του Γερμανού Καραβαγγέλη,
ξεχώρισε ο μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος
Καλαφάτης, που μαρτύρησε το 1922 στη
Σμύρνη, ο εθνομάρτυρας Αιμιλιανός,
μητροπολίτης Γρεβενών που θανατώθηκε
βασανιστικά το 1910 κ.ά. Οι εκπαιδευτικοί
σαν τις δολοφονημένες νεαρές δασκάλες
Αικατερίνη Χατζηγεωργίου και Βελίκα
Τράικου κράτησαν όρθιο το ελληνικό
φρόνημα σε 1.000 περίπου σχολεία για 70.000
μαθητές.
Το 1908 η επανάσταση των
Νεοτούρκων έδωσε αμνηστεία στους
εμπόλεμους και υποσχέθηκε ισονομία και
ισοπολιτεία για όλους, όμως σύντομα
αποκαλύφθηκε η απάτη. Έπρεπε να
μεσολαβήσουν δύο βαλκανικοί πόλεμοι
και ένας παγκόσμιος για να απαλλαχθεί
η Μακεδονία και από την τουρκική κυριαρχία
και από την βουλγαρική επιβουλή, μάλιστα
αυτή η τελευταία εκδηλώθηκε και πάλι
κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την
βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής
Μακεδονίας και Θράκης. Το 1944 λοιπόν
εξέλιπε ο κίνδυνος για τη Μακεδονία από
την πλευρά των «ενωτικών» Βουλγάρων. Η
απειλή των «αυτονομιστών», παρότι πολύ
ασθενέστερη, έμελλε να επιβιώσει στα
πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο με
κέντρο τα Σκόπια και να αναβιώσει το
1991 με την ανεξαρτητοποίηση της λεγόμενης
«Δημοκρατίας της Μακεδονίας» ώς τις
μέρες μας.
Κλείνουμε με το γνωστό
«τιμούμε τη μνήμη των ηρώων που θυσιάστηκαν
για την ελευθερία» κτλ.
Τι σημαίνει όμως αυτό;
Ξέρουμε για ποιους μιλάμε, τι συνέβη
και γιατί; Ή τα θεωρούμε όλα παρελθόν
χωρίς νόημα στη σημερινή εποχή; Όποιος
νόμιζε κάτι τέτοιο, μόλις πέρυσι στις
Πρέσπες αποδείχθηκε ότι είναι πέρα για
πέρα λάθος. Το παρελθόν καθορίζει ό,τι
ζούμε σήμερα και το ξαναβρίσκουμε
διαρκώς μπροστά μας. Τιμούμε λοιπόν τον
Μακεδονικό Αγώνα όταν έχουμε την γνώση
και την αρετή που διδάσκει το ελληνικό
σχολείο, αυτό που στήριξε την κρίσιμη
ώρα την μία και μοναδική ελληνική
Μακεδονία!
ΠΗΓΗ: antibaro.gr

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή