Ακολουθήστε μας

Ανατολική Μεσόγειος

Οι θέσεις του Μπάιντεν για την Αν. Μεσόγειο και τα ελληνικά συμφέροντα

Δημοσιεύτηκε

στις

Ο Τζο Μπάιντεν με τον  Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΕΛΛΙΣ

Καθώς εισερχόμαστε στην τελική ευθεία της προεκλογικής περιόδου για τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε ευαίσθητη φάση.

Η Αθήνα –και όχι μόνον– είναι προβληματισμένη από την επιθετική συμπεριφορά της Αγκυρας. Ο Ταγίπ Ερντογάν προβάλλει το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και οι δραστηριότητες που αναπτύσσει σε ένα ευρύ γεωγραφικό μέτωπο είναι ανησυχητικές.

Η αναθεωρητική πολιτική που στοχεύει στην ανατροπή διεθνών συνθηκών, ώστε να μπορέσει «επιτέλους» η Τουρκία να επεκταθεί μέχρι τα σύνορα της καρδιάς του Τούρκου προέδρου, δεν μένει στη σφαίρα της θεωρίας, αλλά γίνεται πράξη με συγκεκριμένες κινήσεις στην περιφερειακή σκακιέρα, από τη Συρία μέχρι τη Λιβύη.

Αντιμέτωπη με αυτήν την αρνητική πραγματικότητα, η Ελλάδα επιχειρεί να αξιοποιήσει τη συμμετοχή της στην Ε.Ε. –πιο πρόσφατη ένδειξη, η χθεσινή επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Ενωσης στον Εβρο–, επενδύει στα τριμερή σχήματα συνεργασίας με Ισραήλ και Αίγυπτο, τα οποία έχει οικοδομήσει από κοινού με την Κύπρο, και προσβλέπει στον σταθεροποιητικό ρόλο της Αμερικής, η οποία παραμένει η χώρα με τη μεγαλύτερη επιρροή στον Τούρκο πρόεδρο.

Η Αθήνα δεν μπορεί να εναποθέτει πολλές ελπίδες στον σημερινό ένοικο του Λευκού Οίκου. Για μια σειρά από λόγους, ακόμη και προσωπικούς, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν χάνει ευκαιρία να προβάλλει τη φιλία του με τον Τούρκο ομόλογό του, ενώ δεν δείχνει να αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο διεθνές δίκαιο.

Μεγαλύτερη κατανόηση –αν και όχι πλήρη στήριξη– βρίσκει η Ελλάδα στα υπόλοιπα κομμάτια του θεσμικού παζλ της Ουάσιγκτον. Κυρίως στο Κογκρέσο, αλλά και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, όπως και στις δεξαμενές σκέψεις, όπου αναπτύσσεται έντονος προβληματισμός για τη συμπεριφορά του Ερντογάν.

Είναι βέβαιο ότι υπό το ίδιο πρίσμα προσεγγίζει το σκηνικό έντασης στην Αν. Μεσόγειο και ο Τζο Μπάιντεν. Ο έμπειρος πρώην αντιπρόεδρος και επί 36 χρόνια γερουσιαστής –πολλά εξ αυτών ως μέλος της επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων– είναι από τους λίγους Αμερικανούς πολιτικούς πρώτης γραμμής που γνωρίζουν τόσο καλά το παζλ της Αν. Μεσογείου, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό.

Γι’ αυτό δεν δικαιολογείται η εκκωφαντική σιωπή του. Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των Αμερικανών πολιτικών, ο Μπάιντεν γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα. Εχει άποψη. Αρα, δεν χρειάζεται να «ενημερωθεί» ή να «πεισθεί» για το τι συμβαίνει.

Εχει επισκεφθεί επανειλημμένως την Αγκυρα, όπως και την Αθήνα και τη Λευκωσία. Εχει συναντηθεί με διαφορετικούς ηγέτες και των τριών χωρών, και φυσικά πάμπολλες φορές με τον Ερντογάν, που βρίσκεται σταθερά στην εξουσία τα τελευταία 18 χρόνια.

Δεν αναμένει κανείς από τον Δημοκρατικό υποψήφιο πρόεδρο να ταχθεί τρόπον τινά μονομερώς «υπέρ» της Ελλάδας και της Κύπρου. Υπάρχουν συμφέροντα και συσχετισμοί.

Αυτό που μπορεί να κάνει στην τρέχουσα φάση της αυξημένης έντασης στην Αν. Μεσόγειο, τα αποτελέσματα της οποίας ίσως κληθεί να διαχειρισθεί ως πρόεδρος, είναι να καταθέσει τις δικές του θέσεις για τις εξελίξεις στην περιοχή, η οποία παραμένει αυξημένου ενδιαφέροντος για την Αμερική, όχι μόνο λόγω των πηγών ενέργειας της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά και άλλων χωρών, όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Συρία και η Λιβύη.

Δεν χρειάζεται να είναι «αντιτουρκική» η προσέγγισή του. Η Τουρκία είναι μια σημαντική χώρα που έχει ρόλο να παίξει. Απλά, πρέπει οι σύμμαχοι και εταίροι της –και πρωτίστως οι ΗΠΑ– να τη βοηθήσουν να αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να διαδραματίσει τον ρόλο που της αναλογεί αγνοώντας ή παραβιάζοντας τα δικαιώματα των γειτόνων της, που δεν είναι κάποιες μικρές, ανίσχυρες –πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά– χώρες.

Ο κ. Μπάιντεν προφανώς εστιάζει αυτές τις εβδομάδες στην επιλογή της γυναίκας –όπως έχει ήδη δεσμευθεί ότι θα πράξει– που θα είναι η υποψήφια αντιπρόεδρος. Είναι πάντα μια πολύ σημαντική επιλογή. Σε αυτή την περίπτωση ίσως ακόμη περισσότερο, λόγω της ηλικίας του Δημοκρατικού υποψηφίου.

Ωστόσο, με τις εκλογές να απέχουν μόλις τέσσερις μήνες και τον Τζο Μπάιντεν να προηγείται στις δημοσκοπήσεις με διαφορά, είναι ώρα ο ίδιος και το επιτελείο του εξωτερικής πολιτικής να χαράξουν μια συνολική στρατηγική για την περιοχή της Αν. Μεσογείου, με σαφή μηνύματα προς την Τουρκία, και να τη δημοσιοποιήσουν.

Καθημερινή

Συνέχεια ανάγνωσης

Eυρώπη

Future Warfare: Πολεμικό Ναυτικό και επιχείρηση Prosperity Guardian στην Ερυθρά Θάλασσα

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Χωριανόπουλος Άγγελος από Future Warfare

Ο Yπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Λόιντ Όστιν, κατά την επικείμενη επίσκεψή του στη Μέση Ανατολή, θα ανακοινώσει την έναρξη της επιχείρησης Prosperity Guardian για την αντιμετώπιση των απειλών των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα. Αυτό συμπίπτει με την αναχαίτιση από αμερικανικά και βρετανικά πολεμικά πλοία μη επανδρωμένων αεροσκαφών που εκτοξεύουν οι Χούθι από την Υεμένη διακόπτωντας το παγκόσμιο εμπόριο. Πηγές της ιστοσελίδας από το Πολεμικό Ναυτικό αναφέρουν πως σχετικό αίτημα έχει σταλεί και σε ανώτατα πολιτικά γραφεία της κυβέρνησης χωρίς να έχει περάσει μέχρι στιγμής προς την ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού.

Το USS Carney κατέρριψε 14 μη επανδρωμένα αεροσκάφη, ενώ το HMS Diamond κατέστρεψε ένα με πύραυλο Sea Viper (ASTER-15), σηματοδοτώντας την πρώτη καταστροφή εναέριου στόχου του Βασιλικού Ναυτικού από τον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου. Η δράση αυτή έλαβε χώρα κοντά στο στενό Bab al-Mandab κατά τη διάρκεια ενός κύματος επίθεσης μη επανδρωμένων αεροσκαφών διάρκειας 45 λεπτών.

Οι Βρετανοί ανέφεραν ότι τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη στόχευαν ένα εμπορικό πλοίο, γεγονός που ώθησε το USS Carney να εμπλακεί σε επιχειρήσεις καταστολής τους. Λεπτομέρειες σχετικά με τον οπλισμό που χρησιμοποίησε το Carney δεν αποκαλύφθηκαν για να αποτραπεί στους Χούθι να αξιολογήσουν τα αμερικανικά αποθέματα πυρομαχικών.

Η CENTCOM επιβεβαίωσε την επιτυχή αναχαίτιση του μη επανδρωμένου αεροσκάφους χωρίς να αναφερθούν ζημιές ή τραυματισμοί. Ο εκπρόσωπος των Χούθι, Yahya Sare’e, ισχυρίστηκε ότι το drone επιτέθηκε στο Ισραήλ, αλλά δεν ανέφερε τα υπόλοιπα πλοία. Μετά τις πρόσφατες επιθέσεις των Χούθι σε φορτηγά πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα, μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες έχουν διακόψει τις διελεύσεις στην περιοχή. Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Λόιντ Όστιν θα ανακοινώσει την επιχείρηση Prosperity Guardian, η οποία επικεντρώνεται στη θαλάσσια ασφάλεια στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας, κατά τη διάρκεια της επικείμενης επίσκεψής του στη Μέση Ανατολή.

Ο Υπουργός Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου Grant Shapps τόνισε την απειλή για το διεθνές εμπόριο από τις πρόσφατες παράνομες επιθέσεις στην Ερυθρά Θάλασσα. Το Βασιλικό Ναυτικό διαβεβαιώνει τη δέσμευσή του για τη διασφάλιση της ελευθερίας της υπερατλαντικής ναυσιπλοΐας. Τα περιστατικά αυτά σηματοδοτούν την πρώτη αντιμετώπιση εναέριας απειλής από πολεμικό πλοίο του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1991, με το USS Carney να συμμετέχει επίσης σε παρόμοιες αμυντικές ενέργειες πρόσφατα.

Ο λόγος συγγραφής της ανάλυσης είναι να καταδείξει στο μέγιστο πως στο χαοτικά μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα εμφανίζονται ευκαιρίες εύρεσης ρόλου στην προστασία του παγκόσμιου εμπορίου από ασύμμετρες απειλές. Η Ελληνική Κυβέρνηση καλό θα ήταν να αντιληφθεί πως αν θελήσει να διαδραματίσει έναν ευρύτερο ρόλο στο Διεθνές Σύστημα, θα ήταν αναγκαίο να επιλέξει μια δομή ενιαίας αεροναυτικής ισχύος η οποία θα μπορούσε να προβάλλει ισχύ και σε επιχειρήσεις στην Ερυθρά Θάλασσα. Το Πολεμικό Ναυτικό θα μπορούσε να κινηθεί αναλόγως στην επιλογή Κορβέτων και της γενικότερης ανανέωσης του Στόλου. Η έννοια περί ανάπτυξης Ναυτικού Ανοιχτής Θαλασσης έχει μερικώς μεταβληθεί αλλά παραμένει επίκαιρη. Ο Στόλος δεν μπορεί να αποτελείται μονάχα από 3 (ή 4) φρεγάτες, 5 κορβέτες και εκσυγχρονισμένες μονάδες επιφανείας. Χρειάζονται πλώρες, όπλα και δίκτυα ISR.

Διαβάστε την συνέχεια 

Συνέχεια ανάγνωσης

AI

Το Ισραήλ ενσωματώνει αθόρυβα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης σε θανατηφόρες στρατιωτικές επιχειρήσεις

Δημοσιεύτηκε

στις

Οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν τεχνητή νοημοσύνη για να επιλέγουν στόχους για αεροπορικές επιδρομές και να οργανώνουν υλικοτεχνική υποστήριξη εν καιρώ πολέμου, καθώς οι εντάσεις κλιμακώνονται στα κατεχόμενα εδάφη και με τον επίδοξο αντίπαλο Ιράν.

Αν και ο στρατός δεν σχολίασε τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις, αξιωματούχοι λένε ότι αξιοποιεί τώρα ένα σύστημα συστάσεων τεχνητής νοημοσύνης που μπορεί να συγκεντρώνει τεράστιες ποσότητες δεδομένων για να επιλέξει στόχους για αεροπορικές επιδρομές.

Οι επόμενες επιδρομές μπορούν στη συνέχεια να επεξεργαστούν γρήγορα με ένα άλλο μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης που ονομάζεται Fire Factory, το οποίο χρησιμοποιεί δεδομένα σχετικά με εγκεκριμένους από τον στρατό στόχους για τον υπολογισμό των φορτίων πυρομαχικών, την ιεράρχηση και την ανάθεση χιλιάδων στόχων σε αεροσκάφη και drones, καθώς και προτείνει ένα χρονοδιάγραμμα.

Ενώ και τα δύο συστήματα επιβλέπονται από ανθρώπινους χειριστές που ελέγχουν και εγκρίνουν μεμονωμένους στόχους και σχέδια αεροπορικών επιδρομών, σύμφωνα με αξιωματούχο του Ισραηλινού Στρατού (IDF), η τεχνολογία εξακολουθεί να μην υπόκειται σε κανέναν διεθνή ή κρατικό κανονισμό.

Οι υποστηρικτές της υποστηρίζουν ότι οι προηγμένοι αλγόριθμοι μπορεί να ξεπεράσουν τις ανθρώπινες δυνατότητες και θα μπορούσαν να βοηθήσουν τον στρατό να ελαχιστοποιήσει τις απώλειες, ενώ οι επικριτές προειδοποιούν για τις δυνητικά θανατηφόρες συνέπειες της στήριξης σε όλο και πιο αυτόνομα συστήματα.

«Αν υπάρχει λάθος στον υπολογισμό της τεχνητής νοημοσύνης και αν η τεχνητή νοημοσύνη δεν εξηγείται, τότε ποιον κατηγορούμε για το λάθος;» είπε ο Ταλ Μίμραν, λέκτορας διεθνούς δικαίου στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και πρώην νομικός σύμβουλος του στρατού.

Οι λεπτομέρειες της επιχειρησιακής χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης από τον στρατό παραμένουν σε μεγάλο βαθμό απόρρητες, ωστόσο δηλώσεις στρατιωτικών αξιωματούχων υποδηλώνουν ότι ο IDF έχει αποκτήσει εμπειρία στο πεδίο της μάχης με τα αμφιλεγόμενα συστήματα.

Το 2021, ο Ισραηλινός Στρατός περιέγραψε τη σύγκρουση 11 ημερών στη Γάζα ως τον πρώτο «πόλεμο της τεχνητής νοημοσύνης» στον κόσμο, επικαλούμενος τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης για τον εντοπισμό σημείων εκτόξευσης πυραύλων και την ανάπτυξη σμήνων drones. Το Ισραήλ πραγματοποιεί επίσης επιδρομές στη Συρία και τον Λίβανο, με στόχο, όπως λέει, αποστολές όπλων σε πολιτοφυλακές που υποστηρίζονται από το Ιράν, όπως η Χεζμπολάχ.

Τους τελευταίους μήνες, το Ισραήλ εκδίδει σχεδόν καθημερινές προειδοποιήσεις προς το Ιράν για τον εμπλουτισμό του ουρανίου, δεσμευόμενο ότι δεν θα επιτρέψει στη χώρα να αποκτήσει πυρηνικά όπλα σε καμία περίπτωση.

Σε περίπτωση που οι δυο τους ξεκινήσουν στρατιωτική σύγκρουση, ο Ισραηλινός Στρατός αναμένει ότι οι Ιρανοί πληρεξούσιοι στη Γάζα, τη Συρία και τον Λίβανο θα αντεπιτεθούν, θέτοντας το έδαφος για την πρώτη σοβαρή πολυμέτωπη σύγκρουση για το Ισραήλ από τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ.

Τα εργαλεία που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη, όπως το Fire Factory, είναι προσαρμοσμένα για ένα τέτοιο σενάριο, σύμφωνα με αξιωματούχους του IDF.

Ο IDF χρησιμοποιεί εδώ και καιρό την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει επεκτείνει αυτά τα συστήματα σε διάφορες μονάδες, καθώς επιδιώκει να τοποθετηθεί ως παγκόσμιος ηγέτης στον αυτόνομο οπλισμό.

Μερικά από αυτά τα συστήματα κατασκευάστηκαν από ισραηλινούς αμυντικούς εργολάβους. Άλλα, όπως οι κάμερες ελέγχου συνόρων StarTrack, οι οποίες εκπαιδεύονται σε πλάνα χιλιάδων ωρών για την αναγνώριση ανθρώπων και αντικειμένων, αναπτύχθηκαν από τον στρατό.

Η ενασχόληση με αυτήν την πληθώρα πληροφοριών είναι ο σκοπός του Κέντρου Επιστήμης Δεδομένων και Τεχνητής Νοημοσύνης, που διευθύνεται από τη μονάδα 8200 του στρατού.

Ο μυστικός χαρακτήρας του τρόπου με τον οποίο αναπτύσσονται τέτοια εργαλεία έχει εγείρει σοβαρές ανησυχίες, συμπεριλαμβανομένου του ότι το χάσμα μεταξύ ημιαυτόνομων συστημάτων και πλήρως αυτοματοποιημένων μηχανημάτων θανάτωσης θα μπορούσε να μειωθεί εν μία νυκτί.

Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι μηχανές θα είχαν την εξουσία να εντοπίζουν και να χτυπούν στόχους, με τους ανθρώπους να απομακρύνονται εξ ολοκλήρου από τις θέσεις λήψης αποφάσεων.

Το Ισραήλ λέει ότι δεν σκοπεύει να αφαιρέσει την ανθρώπινη εποπτεία τα επόμενα χρόνια.

Πηγή: Bloomberg

Συνέχεια ανάγνωσης

Ανατολική Μεσόγειος

Stratfor: Πώς θέλει να υλοποιήσει ο Ερντογάν το όραμα της «μεγάλης Τουρκίας»

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Η (τελευταία;) θητεία αναμένεται να αφιερωθεί στην προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας «Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Γιατί η συγκυρία τον βοηθά, πώς επηρεάζονται Κύπρος και Ελλάδα. Ο ρόλος της Συρίας. Ο κίνδυνος του λάθους.

Πέντε χρόνια είναι πολύς χρόνος για έναν πολιτικό ηγέτη. Αλλά για ένα έθνος-κράτος όπως η Τουρκία, όπου η πρόοδος μετριέται με όρους δεκαετιών, είναι μόλις μία στιγμή. Μετά την επανεκλογή του στις 28 Μαΐου, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναμετράται με τον στόχο να καταστήσει την επόμενη (και πιθανώς τελευταία) θητεία του —η οποία λήγει το 2028— ένα καθοριστικό κεφάλαιο στην εν εξελίξει μετατροπή της Τουρκίας σε μια ανεξάρτητη μεγάλη δύναμη.

Τα επόμενα πέντε χρόνια είναι βέβαιο ότι ο Ερντογάν θα προχωρήσει κατά καιρούς σε στρατιωτικές επεμβάσεις, όπως ακριβώς έκανε από τότε που ανέλαβε την εξουσία, το 2002. Αν ενδιαφέρεται να αφήσει κληρονομιά διαρκείας, δεν αποκλείεται να μπει στον πειρασμό να ακολουθήσει βήματα χωρών όπως το Ισραήλ, η Ινδία και η Ρωσία, οι οποίες έχουν κατηγορηθεί -λιγότερο ή περισσότερο- ότι επέκτειναν δια της βίας την επιρροή και την ισχύ τους, παραβιάζοντας το μεταπολεμικό αξίωμα της εδαφικής ακεραιότητας και μη αλλαγής συνόρων.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι το πιο κραυγαλέο παράδειγμα επεκτατισμού. Αλλά οι ενέργειες του Ισραήλ και της Ινδίας στα παλαιστινιακά εδάφη και στο Κασμίρ αντίστοιχα προσφέρουν μια ιδέα για την ποικιλία των τρόπων με τους οποίους θα μπορούσε να δράσει η Τουρκία. Ο Ερντογάν θα μπορούσε, για παράδειγμα, να προβεί σε επιθετικές ενέργειες στη θάλασσα για να επεκτείνει τις διεκδικήσεις της Τουρκίας, να εγκαταστήσει δημοκρατίες μαριονέτες στη μεθόριο με τη Συρία ή ακόμη και να προσπαθήσει μια μονομερή προσάρτηση στην Κύπρο. Όμως, όλες αυτές οι ενέργειες θα απαιτούσαν προσεκτικό χρονοδιάγραμμα, ώστε να μη γυρίσουν μπούμερανγκ υπονομεύοντας τη φιλοδοξία του Ερντογάν να τον θυμούνται ως τον πρόεδρο που οδήγησε την Τουρκία στην πορεία να ξαναγίνει μεγάλη δύναμη.

Η οπτική Ερντογάν για τη μεγάλη Τουρκία

Όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Ερντογάν, το 2002, η Τουρκία ζούσε ακόμα στη σκιά των εταίρων της στο ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα των ΗΠΑ. Όμως ο Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) άρχισαν γρήγορα να διεκδικούν την ανεξαρτησία της χώρας από τη συμμαχία.

Σε μια πρώτη κίνηση το 2003, το τουρκικό κοινοβούλιο μπλόκαρε την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ από αμερικανικές βάσεις στην Τουρκία. Η κίνηση γέννησε δυσπιστία μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας — και η μνησικακία εδραιώθηκε με τα χρόνια, καθώς η Τουρκία άρχισε να χρησιμοποιεί τη στρατιωτική της δύναμη και το πολιτικό της κεφάλαιο για να αναδιαμορφώσει τη διεθνή φήμη της, από κοσμικό κράτος με τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ σε πρωτοϊσλαμιστικό, πρόθυμο να επέμβει σε συγκρούσεις κοντά ή και πιο μακριά, ανεξάρτητα από τη διεθνή κυρίαρχη γνώμη. Η Τουρκία δεν εγκατέλειψε το ΝΑΤΟ, ούτε το ΝΑΤΟ εγκατέλειψε την Τουρκία. Αλλά ο Ερντογάν είχε αποφασίσει πως η Τουρκία πρέπει να κοιτάξει τα δικά της συμφέροντα, μερικές φορές επιθετικά, κάτι που δεν έκανε το ΝΑΤΟ.

Ο Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία όταν σήμαινε η αρχή του τέλους για το μεταψυχροπολεμικό μονοπολικό momentum της αμερικανικής κυριαρχίας. Ακόμη και τότε, ο Ερντογάν δεν έβλεπε τον κόσμο με όρους «τέλους της ιστορίας», κατά Φράνσις Φουκουγιάμα, και επικράτησης του φιλελεύθερου δημοκρατικού καπιταλισμού, αλλά ως εφαλτήριο για ιστορικές δυνάμεις και ιδεολογίες προκειμένου προοπτικά να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους, ύστερα από σχεδόν έναν αιώνα καταστολής από τους παγκόσμιους πολέμους και τις ιδεολογικές διαμάχες του 20ού αιώνα. Η Τουρκία θα έμοιαζε γεωπολιτικά περισσότερο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία: μια μεγάλη δύναμη που, αν χρειαζόταν, θα επιδίωκε μονομερώς και επιθετικά το εθνικό συμφέρον της.

Δεν φαίνεται ότι η επόμενη θητεία Ερντογάν θα αλλάξει αυτή την προσέγγιση. Η Τουρκία δεν θέλει να είναι μέρος της Ανατολής ή της Δύσης, ή αναγκαστικά μέρος του ισλαμικού κόσμου (εκτός αν είναι ηγέτιδα δύναμη). Θέλει να είναι η Turkiye, βάσει της επίσημης αλλαγής ονομασίας του 2021. Όπως το βλέπει ο Ερντογάν, η Τουρκία είναι μια μεγάλη δύναμη από μόνη της, με ηγετικό ρόλο στη Μέση Ανατολή, το Ισλάμ, τη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, την Κεντρική Ασία, ακόμη και μέχρι την Αφρική. Και πιστεύει ότι τα επόμενα χρόνια θα καθορίζει τις πολιτικές του όλο και περισσότερο με στάτους μεγάλης δύναμης, ακόμη και οδηγώντας σε προσαρτήσεις εδαφών.

Ο Ερντογάν στην εποχή των προσαρτήσεων

Ιστορικά, πρωταρχικό χαρακτηριστικό των μεγάλων δυνάμεων είναι ο εδαφικός επεκτατισμός. Η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα, ούτε χτίστηκε με ειρηνικές εκλογές. Ωστόσο, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο επεκτατισμός έγινε ταμπού (σε μεγάλο βαθμό αντικαταστάθηκε με ιδεολογικό επεκτατισμό, μέσω θεσμών όπως το Σύμφωνο της Βαρσοβίας). Οι υπερδυνάμεις ανησυχούσαν ότι κράτη που θα προσπαθούσαν να κατακτήσουν το ένα το άλλο θα μπορούσαν να οδηγήσουν σ’ έναν καταστροφικό Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αλλά σήμερα αυτό το ταμπού έχει αποδυναμωθεί. Το Ισραήλ, η Ινδία και η Ρωσία τα τελευταία χρόνια έχουν προσαρτήσει εδάφη, επίσημα ή ανεπίσημα, με διάφορους βαθμούς επιτυχίας ή αποτυχίας, χωρίς να πυροδοτηθεί πυρηνικό ολοκαύτωμα ή διηπειρωτικές εχθροπραξίες. Και το έκαναν για να αναδιαμορφώσουν τα κοντινά τους εξωτερικά περιβάλλοντα και να εκπληρώσουν ιδεολογικές επιταγές. Για παράδειγμα, ο στρατηγικός φόβος της Ρωσίας για στρατιωτική περικύκλωσή της από τη Δύση επικαλύπτεται με τη ρωσοκεντρική κοσμοθεωρία που αρνείται την ουκρανική εθνικότητα.

για τη συνέχεια Euro2Day

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή