Ακολουθήστε μας

Ανατολική Μεσόγειος

ΗΠΑ: Σε αναζήτηση στρατηγικής για τη Λιβύη

Δημοσιεύτηκε

στις

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου   2 Νοεμβρίου 2011

.
Ποια είναι η στρατηγική των Αμερικανών στη Λιβύη; Το ερώτημα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και λόγω της οξείας κρίσης στη χώρα αυτή, που ενδέχεται να προσλάβει, στην πιο ακραία περίπτωση, ακόμη και τη μορφή τουρκο-αιγυπτιακού πολέμου, αλλά και λόγω της συνήθους αυτή την εποχή “σύγκρουσης γραμμών” στην αμερικανική πρωτεύουσα, ιδίως μεταξύ “Παγκοσμιοποιητών” και “Νεοσυντηρητικών”, όπως και των στρατιωτικών ελίτ με τον Πρόεδρο Τραμπ. ‘Ενας τρόπος να ανιχνεύσουμε τι συμβαίνει είναι να εξετάσουμε το τι λένε τα αμερικανικά think tank.
.
Παρά τις διαφορές μεταξύ τους, διακρίνει κανείς την εντονότατη ανησυχία όλων για οποιαδήποτε επιρροή και στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας στη Λιβύη, που διατρέχει το σύνολο των επεξεργασιών των αμερικανικών “δεξαμενών σκέψης”. Σημαντικός αριθμός αναλυτών εκφράζει επίσης ανησυχία και για την τουρκική επιρροή στη χώρα αυτή, ενώ κάποιοι ανησυχούν και για τα αποτελέσματα της δράσης της Αιγύπτου και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
.
Ήδη από τον περασμένο Ιανουάριο, άρθρο στην σημαντικότερη επιθεώρηση εξωτερικής πολιτικής Foreign Affairs, που εκφράζει το mainstream αμερικανικό κατεστημένο (όχι όμως τους Νεοσυντηρητικούς ή τον Τραμπ), γραμμένο από τους Frederic Wehrey του Carnegie Endowment for International Peace και τον Jalel Harchaouli του Clingendael Institute, υπογραμμίζει την ανάγκη αμερικανικής επέμβασης στα λιβυκά πράγματα και εκδίωξης όλων των άλλων παικτών, ιδίως της Ρωσίας, της Τουρκίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Μόνο έτσι, υποστηρίζουν οι συγγραφείς, μπορούν οι ΗΠΑ να θέσουν τις βάσεις μιας οικονομικής ανάκαμψης και να εμποδίσουν την πορεία της χώρας προς την αποσύνθεση.
.
Η Λιβύη, υποστηρίζουν οι συγγραφείς, είναι μια ευκαιρία για τις ΗΠΑ να επιδείξουν τον “ηγετικό ρόλο” τους στην περιοχή, ένα πρόσφατο άρθρο όμως στη Wall Street Journal περιγράφει την κατάσταση στη Λιβύη μάλλον ως δείγμα του παγκόσμιου “μη ηγετικού” ρόλου που παίζουν πλέον οι ΗΠΑ.
.
Σε όλες πάντως τις εκθέσεις γίνεται σαφές ότι, αν και οι Αμερικανοί πολύ δύσκολα θα αποδεχθούν να περιέλθει η Λιβύη στον έλεγχο άλλων δυνάμεων, δεν είναι βέβαιο ότι συμφωνούν μεταξύ τους στις μεθόδους που θα γίνει αυτό. Στο μόνο που όλοι συμφωνούν είναι ότι θέλουν εκτός των συνομιλιών και της ρύθμισης τη Μόσχα, κάτι που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί, υπό τις παρούσες συνθήκες, εφικτό.
.
Η προσπάθεια επίτευξης αυτών των στόχων εξηγεί τον πρόσφατο πολλαπλασιασμό των διπλωματικών δραστηριοτήτων των ΗΠΑ σχετικά με τη Λιβύη, τα συχνά τηλεφωνήματα Τραμπ-Ερντογάν, αλλά και την προετοιμασία για ενδεχόμενη δράση της Αφρικανικής Διοίκησης (AFRICOM) των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Η διοίκηση πήρε την (ασυνήθιστη, διότι δεν είναι κανονικά έργο των ενόπλων δυνάμεων) πρωτοβουλία της να καταγγείλει τη Μόσχα για ενίσχυση με αεροσκάφη του Χαφτάρ και συμφώνησε ήδη στην ενίσχυση της παρουσίας της στη συνορεύουσα με τη Λιβύη Τυνησία.
.
Είναι σαφές επίσης από την ανάγνωση των σχετικών εκθέσεων, ότι αν κάτι ανησυχεί την Ουάσιγκτων είναι οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις και αν κάτι απεύχονται οι Αμερικανοί αναλυτές, είναι το ενδεχόμενο συμφωνίας μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας (ή και Αιγύπτου) εν σχέσει με τη Λιβύη.
.
Οικοδόμηση ‘Εθνους” ή σχέσεις με τοπικούς παράγοντες
.
Εδώ και περίπου ένα χρόνο, σημαίνοντες Αμερικανοί αναλυτές και δεξαμενές σκέψεις στρέφονται στην ιδέα εγκατάλειψης της πολιτικής δημιουργίας κεντρικού κράτους και κατευθύνονται προς τη “σύλληψη” μιας σειράς αποκεντρωμένων “πόλεων – κρατών”, λαμβάνοντας υπόψιν τους και τις αποτυχίες της πολιτικής που ακολούθησαν οι ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
.
Το αμερικανικό Ινστιτούτο Ειρήνης (USIP) αίφνης υπογραμμίζει σε σχετική έκθεσή του ότι οι ΗΠΑ πρέπει να αποδώσουν ιδιαίτερη σημασία στον “κρίσιμο για τη σταθερότητα της Λιβύης” νότο της χώρας (την περιοχή Φεζζάν), προκειμένου να ελεγχθούν οι αντάρτες που δρουν εκεί και τα πετρελαϊκά κοιτάσματα (“To keep the flow of oil, build peace”). Η περιοχή είναι κρίσιμη και για την δίοδο μεταναστών από την Αφρική προς την Ευρώπη. Για να ελεγχθεί η ροή πετρελαίου πρέπει η αμερικανική προσπάθεια να εστιασθεί στην “ασφάλεια τοπικού επιπέδου” και την εκπαίδευση τοπικών δυνάμεων ασφαλείας. Το USIP δεν περιορίζεται στη συγγραφή εκθέσεων, αλλά έχει και προγράμματα στη Λιβύη σε συνεργασία με τοπικές δομές.
.
Η υποστήριξη των “δημοτικών δομών”, αντίθετα με ό,τι επιχειρήθηκε στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, είναι επίσης μια βασική πολιτική που προτείνει η έκθεση του σημαίνοντος και υπερσυντηρητικού Heritage Foundation για τη Λιβύη.
.
Η ιδέα αυτή εμφανίσθηκε ήδη τον Φεβρουάριο του 2019 με την έκθεση του Brookings Institution και του Περιοδικού Foreign Policy υπό τον τίτλο “Ενδυναμώνοντας την αποκέντρωση: μια στρατηγική βασισμένη στις πόλεις για την ανοικοδόμηση της Λιβύης”. Αφού τονίζει την ανάγκη αμερικανικής “επιστροφής” στη Λιβύη, λόγω της κρίσιμης σημασίας της ανάμεσα στη Μέση Ανατολή και τη Νότιο Ασία αφενός, το Σαχέλ και το Μαγκρέμπ αφετέρου, αλλά και τον ανερχόμενο ρόλο της Ρωσίας, η έκθεση εισηγείται μια δομή περίπου “πόλεων-κρατών” με τις δικές τους ένοπλες ομάδες. Οι συγγραφείς υποθέτουν ότι μια τέτοια αναδιανομή εξουσίας στο εσωτερικό της χώρας υπέρ των τοπικών παικτών θα την κάνει περισσότερη σταθερή.
.
Με δεδομένο όμως ότι συχνά αυτό που κάνουν οι “τοπικές δομές” είναι να εκμεταλλεύονται προς όφελός τους την παραοικονομία, αν όχι και διάφορα λαθρεμπόρια περιλαμβανομένου του δουλεμπορίου, αλλά και σχετίζονται ενίοτε με τρομοκρατικές δραστηριότητες, κάποιος θα πρέπει να ελέγχει συνολικά την κατάσταση αυτή, και αυτός θα έπρεπε να είναι μια “ειρηνευτική δύναμη” του ΟΗΕ. Διερωτάται βέβαια κανείς πώς μπορεί να υπάρξει τέτοια δύναμη χωρίς συνεργασία με τη Ρωσία και την Κίνα, αμφότερες μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας.
.
Να φύγουν και οι Ρώσοι και οι Τούρκοι!
.
Το Εβραϊκό Ινστιτούτο για Υποθέσεις Εθνικής Ασφάλειας (JINSA) τάσσεται με ένταση υπέρ της ανάγκης ταυτόχρονης εκδίωξης της Ρωσίας και της Τουρκίας από τη Λιβύη. Το JINSA υπογραμμίζει την ανάγκη εντονότερης ναυτικής παρουσίας των ΗΠΑ και διορισμού ενός Ειδικού Απεσταλμένου που να διαπραγματευθεί έναν τερματισμό, ή τουλάχιστον, περιορισμό της διαμάχης στη Λιβύη.
.
Το νεοσυντηρητικό και φιλο-ισραηλινό Washington Institute σε ένα άρθρο του ήδη από τον Νοέμβριο υπογράμμισε την ανάγκη αντιμετώπισης της Ρωσίας στη Λιβύη, για την οποία προκρίνει όμως όχι τη συνεργασία με τον Χαφτάρ, όσο με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Αίγυπτο. Εκ των συγγραφέων του άρθρου, ο Ben Fishman επανήλθε τον Ιούνιο καλώντας σε διάλογο με ολες τις πλευρές, ώστε να αποφευχθεί μια “τουρκο-ρωσική” συμφωνία που θα εγκαταστήσει μόνιμα τη Μόσχα στη Λιβύη.
.
Οι ΗΠΑ μπορούν να παίξουν στις αντιθέσεις των εξωτερικών παικτών της διαμάχης στη Λιβύη για να επιβάλουν τις απόψεις τους, αποτρέποντας τον έλεγχο της Λιβύης από μια άλλη ξένη δύναμη, υπογράμμισε σε άρθρο του τον περασμένο μήνα ο Jonathan M. Winer, του Middle East Institute (MEI), πρώην ειδικός απεσταλμένος στη Λιβύη.
.
Οι ειδικοί του Ατλαντικού Συμβουλίου (Atlantic Council) θεωρούν ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση της Ρωσίας στην Λιβύη και τείνουν να υποστηρίξουν την κυβέρνηση της Τρίπολης, ενώ ένας, ο Emadeddin Badi, είναι μάλλον θετικός απέναντι στην Τουρκία και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους.
.
Ο πρώην Πρέσβης στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και νυν εμπειρογνώμων του Ατλαντικού Συμβουλίου, David Mack προειδοποίησε Αμπού Ντάμπι και Άγκυρα ότι “διακινδυνεύουν τη σταθερότητα της εταιρικής σχέσης τους σε θέματα εθνικής ασφάλειας με τις ΗΠΑ”, λόγω της δράσης τους στη Λιβύη. Από τις σφαίρες επιρροής που επιχειρούν να δημιουργήσουν στη Λιβύη η Αίγυπτος, η Ρωσία και η Τουρκία, το μόνο που θα προκύψει είναι “ζώνες καταφύγια για την τρομοκρατία και άλλες μορφές ανομίας”, υποστηρίζει ο κ. Mack, που επίσης θέλει ταυτόχρονα να αποκλείσει οποιαδήποτε συμμετοχή της Ρωσίας στη ρύθμιση.
.
Δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη Ρωσία και την Τουρκία στη Λιβύη, υποστήριξε στις 14 Ιουνίου, σε συνέντευξη προς το δίκτυο Al Arabiya, ο Richard Weitz, Διευθυντής Πολιτικο-στρατιωτικής Ανάλυσης στο Hudson Institute, εντούτοις προσθέτει, η κύρια προτεραιότητα οφείλει να είναι η αποτροπή ρωσικής στρατιωτικής δράσης στη Λιβύη, που θα δημιουργούσε προβλήματα στο ΝΑΤΟ.
.
Η αποτροπή της ρωσικής επιρροής στη Λιβύη πρέπει να είναι επίσης η κύρια επιδίωξη των Αμερικανών σύμφωνα με το Heritage Foundation.
.
Εύκολο βέβαια να το λες, πιο δύσκολο όμως να το κάνεις.
.

Πηγή: kosmodromio.gr
konstantakopoulos

Συνέχεια ανάγνωσης

Eυρώπη

Future Warfare: Πολεμικό Ναυτικό και επιχείρηση Prosperity Guardian στην Ερυθρά Θάλασσα

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Χωριανόπουλος Άγγελος από Future Warfare

Ο Yπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Λόιντ Όστιν, κατά την επικείμενη επίσκεψή του στη Μέση Ανατολή, θα ανακοινώσει την έναρξη της επιχείρησης Prosperity Guardian για την αντιμετώπιση των απειλών των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα. Αυτό συμπίπτει με την αναχαίτιση από αμερικανικά και βρετανικά πολεμικά πλοία μη επανδρωμένων αεροσκαφών που εκτοξεύουν οι Χούθι από την Υεμένη διακόπτωντας το παγκόσμιο εμπόριο. Πηγές της ιστοσελίδας από το Πολεμικό Ναυτικό αναφέρουν πως σχετικό αίτημα έχει σταλεί και σε ανώτατα πολιτικά γραφεία της κυβέρνησης χωρίς να έχει περάσει μέχρι στιγμής προς την ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού.

Το USS Carney κατέρριψε 14 μη επανδρωμένα αεροσκάφη, ενώ το HMS Diamond κατέστρεψε ένα με πύραυλο Sea Viper (ASTER-15), σηματοδοτώντας την πρώτη καταστροφή εναέριου στόχου του Βασιλικού Ναυτικού από τον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου. Η δράση αυτή έλαβε χώρα κοντά στο στενό Bab al-Mandab κατά τη διάρκεια ενός κύματος επίθεσης μη επανδρωμένων αεροσκαφών διάρκειας 45 λεπτών.

Οι Βρετανοί ανέφεραν ότι τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη στόχευαν ένα εμπορικό πλοίο, γεγονός που ώθησε το USS Carney να εμπλακεί σε επιχειρήσεις καταστολής τους. Λεπτομέρειες σχετικά με τον οπλισμό που χρησιμοποίησε το Carney δεν αποκαλύφθηκαν για να αποτραπεί στους Χούθι να αξιολογήσουν τα αμερικανικά αποθέματα πυρομαχικών.

Η CENTCOM επιβεβαίωσε την επιτυχή αναχαίτιση του μη επανδρωμένου αεροσκάφους χωρίς να αναφερθούν ζημιές ή τραυματισμοί. Ο εκπρόσωπος των Χούθι, Yahya Sare’e, ισχυρίστηκε ότι το drone επιτέθηκε στο Ισραήλ, αλλά δεν ανέφερε τα υπόλοιπα πλοία. Μετά τις πρόσφατες επιθέσεις των Χούθι σε φορτηγά πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα, μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες έχουν διακόψει τις διελεύσεις στην περιοχή. Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Λόιντ Όστιν θα ανακοινώσει την επιχείρηση Prosperity Guardian, η οποία επικεντρώνεται στη θαλάσσια ασφάλεια στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας, κατά τη διάρκεια της επικείμενης επίσκεψής του στη Μέση Ανατολή.

Ο Υπουργός Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου Grant Shapps τόνισε την απειλή για το διεθνές εμπόριο από τις πρόσφατες παράνομες επιθέσεις στην Ερυθρά Θάλασσα. Το Βασιλικό Ναυτικό διαβεβαιώνει τη δέσμευσή του για τη διασφάλιση της ελευθερίας της υπερατλαντικής ναυσιπλοΐας. Τα περιστατικά αυτά σηματοδοτούν την πρώτη αντιμετώπιση εναέριας απειλής από πολεμικό πλοίο του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1991, με το USS Carney να συμμετέχει επίσης σε παρόμοιες αμυντικές ενέργειες πρόσφατα.

Ο λόγος συγγραφής της ανάλυσης είναι να καταδείξει στο μέγιστο πως στο χαοτικά μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα εμφανίζονται ευκαιρίες εύρεσης ρόλου στην προστασία του παγκόσμιου εμπορίου από ασύμμετρες απειλές. Η Ελληνική Κυβέρνηση καλό θα ήταν να αντιληφθεί πως αν θελήσει να διαδραματίσει έναν ευρύτερο ρόλο στο Διεθνές Σύστημα, θα ήταν αναγκαίο να επιλέξει μια δομή ενιαίας αεροναυτικής ισχύος η οποία θα μπορούσε να προβάλλει ισχύ και σε επιχειρήσεις στην Ερυθρά Θάλασσα. Το Πολεμικό Ναυτικό θα μπορούσε να κινηθεί αναλόγως στην επιλογή Κορβέτων και της γενικότερης ανανέωσης του Στόλου. Η έννοια περί ανάπτυξης Ναυτικού Ανοιχτής Θαλασσης έχει μερικώς μεταβληθεί αλλά παραμένει επίκαιρη. Ο Στόλος δεν μπορεί να αποτελείται μονάχα από 3 (ή 4) φρεγάτες, 5 κορβέτες και εκσυγχρονισμένες μονάδες επιφανείας. Χρειάζονται πλώρες, όπλα και δίκτυα ISR.

Διαβάστε την συνέχεια 

Συνέχεια ανάγνωσης

AI

Το Ισραήλ ενσωματώνει αθόρυβα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης σε θανατηφόρες στρατιωτικές επιχειρήσεις

Δημοσιεύτηκε

στις

Οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν τεχνητή νοημοσύνη για να επιλέγουν στόχους για αεροπορικές επιδρομές και να οργανώνουν υλικοτεχνική υποστήριξη εν καιρώ πολέμου, καθώς οι εντάσεις κλιμακώνονται στα κατεχόμενα εδάφη και με τον επίδοξο αντίπαλο Ιράν.

Αν και ο στρατός δεν σχολίασε τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις, αξιωματούχοι λένε ότι αξιοποιεί τώρα ένα σύστημα συστάσεων τεχνητής νοημοσύνης που μπορεί να συγκεντρώνει τεράστιες ποσότητες δεδομένων για να επιλέξει στόχους για αεροπορικές επιδρομές.

Οι επόμενες επιδρομές μπορούν στη συνέχεια να επεξεργαστούν γρήγορα με ένα άλλο μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης που ονομάζεται Fire Factory, το οποίο χρησιμοποιεί δεδομένα σχετικά με εγκεκριμένους από τον στρατό στόχους για τον υπολογισμό των φορτίων πυρομαχικών, την ιεράρχηση και την ανάθεση χιλιάδων στόχων σε αεροσκάφη και drones, καθώς και προτείνει ένα χρονοδιάγραμμα.

Ενώ και τα δύο συστήματα επιβλέπονται από ανθρώπινους χειριστές που ελέγχουν και εγκρίνουν μεμονωμένους στόχους και σχέδια αεροπορικών επιδρομών, σύμφωνα με αξιωματούχο του Ισραηλινού Στρατού (IDF), η τεχνολογία εξακολουθεί να μην υπόκειται σε κανέναν διεθνή ή κρατικό κανονισμό.

Οι υποστηρικτές της υποστηρίζουν ότι οι προηγμένοι αλγόριθμοι μπορεί να ξεπεράσουν τις ανθρώπινες δυνατότητες και θα μπορούσαν να βοηθήσουν τον στρατό να ελαχιστοποιήσει τις απώλειες, ενώ οι επικριτές προειδοποιούν για τις δυνητικά θανατηφόρες συνέπειες της στήριξης σε όλο και πιο αυτόνομα συστήματα.

«Αν υπάρχει λάθος στον υπολογισμό της τεχνητής νοημοσύνης και αν η τεχνητή νοημοσύνη δεν εξηγείται, τότε ποιον κατηγορούμε για το λάθος;» είπε ο Ταλ Μίμραν, λέκτορας διεθνούς δικαίου στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και πρώην νομικός σύμβουλος του στρατού.

Οι λεπτομέρειες της επιχειρησιακής χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης από τον στρατό παραμένουν σε μεγάλο βαθμό απόρρητες, ωστόσο δηλώσεις στρατιωτικών αξιωματούχων υποδηλώνουν ότι ο IDF έχει αποκτήσει εμπειρία στο πεδίο της μάχης με τα αμφιλεγόμενα συστήματα.

Το 2021, ο Ισραηλινός Στρατός περιέγραψε τη σύγκρουση 11 ημερών στη Γάζα ως τον πρώτο «πόλεμο της τεχνητής νοημοσύνης» στον κόσμο, επικαλούμενος τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης για τον εντοπισμό σημείων εκτόξευσης πυραύλων και την ανάπτυξη σμήνων drones. Το Ισραήλ πραγματοποιεί επίσης επιδρομές στη Συρία και τον Λίβανο, με στόχο, όπως λέει, αποστολές όπλων σε πολιτοφυλακές που υποστηρίζονται από το Ιράν, όπως η Χεζμπολάχ.

Τους τελευταίους μήνες, το Ισραήλ εκδίδει σχεδόν καθημερινές προειδοποιήσεις προς το Ιράν για τον εμπλουτισμό του ουρανίου, δεσμευόμενο ότι δεν θα επιτρέψει στη χώρα να αποκτήσει πυρηνικά όπλα σε καμία περίπτωση.

Σε περίπτωση που οι δυο τους ξεκινήσουν στρατιωτική σύγκρουση, ο Ισραηλινός Στρατός αναμένει ότι οι Ιρανοί πληρεξούσιοι στη Γάζα, τη Συρία και τον Λίβανο θα αντεπιτεθούν, θέτοντας το έδαφος για την πρώτη σοβαρή πολυμέτωπη σύγκρουση για το Ισραήλ από τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ.

Τα εργαλεία που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη, όπως το Fire Factory, είναι προσαρμοσμένα για ένα τέτοιο σενάριο, σύμφωνα με αξιωματούχους του IDF.

Ο IDF χρησιμοποιεί εδώ και καιρό την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει επεκτείνει αυτά τα συστήματα σε διάφορες μονάδες, καθώς επιδιώκει να τοποθετηθεί ως παγκόσμιος ηγέτης στον αυτόνομο οπλισμό.

Μερικά από αυτά τα συστήματα κατασκευάστηκαν από ισραηλινούς αμυντικούς εργολάβους. Άλλα, όπως οι κάμερες ελέγχου συνόρων StarTrack, οι οποίες εκπαιδεύονται σε πλάνα χιλιάδων ωρών για την αναγνώριση ανθρώπων και αντικειμένων, αναπτύχθηκαν από τον στρατό.

Η ενασχόληση με αυτήν την πληθώρα πληροφοριών είναι ο σκοπός του Κέντρου Επιστήμης Δεδομένων και Τεχνητής Νοημοσύνης, που διευθύνεται από τη μονάδα 8200 του στρατού.

Ο μυστικός χαρακτήρας του τρόπου με τον οποίο αναπτύσσονται τέτοια εργαλεία έχει εγείρει σοβαρές ανησυχίες, συμπεριλαμβανομένου του ότι το χάσμα μεταξύ ημιαυτόνομων συστημάτων και πλήρως αυτοματοποιημένων μηχανημάτων θανάτωσης θα μπορούσε να μειωθεί εν μία νυκτί.

Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι μηχανές θα είχαν την εξουσία να εντοπίζουν και να χτυπούν στόχους, με τους ανθρώπους να απομακρύνονται εξ ολοκλήρου από τις θέσεις λήψης αποφάσεων.

Το Ισραήλ λέει ότι δεν σκοπεύει να αφαιρέσει την ανθρώπινη εποπτεία τα επόμενα χρόνια.

Πηγή: Bloomberg

Συνέχεια ανάγνωσης

Ανατολική Μεσόγειος

Stratfor: Πώς θέλει να υλοποιήσει ο Ερντογάν το όραμα της «μεγάλης Τουρκίας»

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Η (τελευταία;) θητεία αναμένεται να αφιερωθεί στην προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας «Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Γιατί η συγκυρία τον βοηθά, πώς επηρεάζονται Κύπρος και Ελλάδα. Ο ρόλος της Συρίας. Ο κίνδυνος του λάθους.

Πέντε χρόνια είναι πολύς χρόνος για έναν πολιτικό ηγέτη. Αλλά για ένα έθνος-κράτος όπως η Τουρκία, όπου η πρόοδος μετριέται με όρους δεκαετιών, είναι μόλις μία στιγμή. Μετά την επανεκλογή του στις 28 Μαΐου, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναμετράται με τον στόχο να καταστήσει την επόμενη (και πιθανώς τελευταία) θητεία του —η οποία λήγει το 2028— ένα καθοριστικό κεφάλαιο στην εν εξελίξει μετατροπή της Τουρκίας σε μια ανεξάρτητη μεγάλη δύναμη.

Τα επόμενα πέντε χρόνια είναι βέβαιο ότι ο Ερντογάν θα προχωρήσει κατά καιρούς σε στρατιωτικές επεμβάσεις, όπως ακριβώς έκανε από τότε που ανέλαβε την εξουσία, το 2002. Αν ενδιαφέρεται να αφήσει κληρονομιά διαρκείας, δεν αποκλείεται να μπει στον πειρασμό να ακολουθήσει βήματα χωρών όπως το Ισραήλ, η Ινδία και η Ρωσία, οι οποίες έχουν κατηγορηθεί -λιγότερο ή περισσότερο- ότι επέκτειναν δια της βίας την επιρροή και την ισχύ τους, παραβιάζοντας το μεταπολεμικό αξίωμα της εδαφικής ακεραιότητας και μη αλλαγής συνόρων.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι το πιο κραυγαλέο παράδειγμα επεκτατισμού. Αλλά οι ενέργειες του Ισραήλ και της Ινδίας στα παλαιστινιακά εδάφη και στο Κασμίρ αντίστοιχα προσφέρουν μια ιδέα για την ποικιλία των τρόπων με τους οποίους θα μπορούσε να δράσει η Τουρκία. Ο Ερντογάν θα μπορούσε, για παράδειγμα, να προβεί σε επιθετικές ενέργειες στη θάλασσα για να επεκτείνει τις διεκδικήσεις της Τουρκίας, να εγκαταστήσει δημοκρατίες μαριονέτες στη μεθόριο με τη Συρία ή ακόμη και να προσπαθήσει μια μονομερή προσάρτηση στην Κύπρο. Όμως, όλες αυτές οι ενέργειες θα απαιτούσαν προσεκτικό χρονοδιάγραμμα, ώστε να μη γυρίσουν μπούμερανγκ υπονομεύοντας τη φιλοδοξία του Ερντογάν να τον θυμούνται ως τον πρόεδρο που οδήγησε την Τουρκία στην πορεία να ξαναγίνει μεγάλη δύναμη.

Η οπτική Ερντογάν για τη μεγάλη Τουρκία

Όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Ερντογάν, το 2002, η Τουρκία ζούσε ακόμα στη σκιά των εταίρων της στο ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα των ΗΠΑ. Όμως ο Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) άρχισαν γρήγορα να διεκδικούν την ανεξαρτησία της χώρας από τη συμμαχία.

Σε μια πρώτη κίνηση το 2003, το τουρκικό κοινοβούλιο μπλόκαρε την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ από αμερικανικές βάσεις στην Τουρκία. Η κίνηση γέννησε δυσπιστία μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας — και η μνησικακία εδραιώθηκε με τα χρόνια, καθώς η Τουρκία άρχισε να χρησιμοποιεί τη στρατιωτική της δύναμη και το πολιτικό της κεφάλαιο για να αναδιαμορφώσει τη διεθνή φήμη της, από κοσμικό κράτος με τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ σε πρωτοϊσλαμιστικό, πρόθυμο να επέμβει σε συγκρούσεις κοντά ή και πιο μακριά, ανεξάρτητα από τη διεθνή κυρίαρχη γνώμη. Η Τουρκία δεν εγκατέλειψε το ΝΑΤΟ, ούτε το ΝΑΤΟ εγκατέλειψε την Τουρκία. Αλλά ο Ερντογάν είχε αποφασίσει πως η Τουρκία πρέπει να κοιτάξει τα δικά της συμφέροντα, μερικές φορές επιθετικά, κάτι που δεν έκανε το ΝΑΤΟ.

Ο Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία όταν σήμαινε η αρχή του τέλους για το μεταψυχροπολεμικό μονοπολικό momentum της αμερικανικής κυριαρχίας. Ακόμη και τότε, ο Ερντογάν δεν έβλεπε τον κόσμο με όρους «τέλους της ιστορίας», κατά Φράνσις Φουκουγιάμα, και επικράτησης του φιλελεύθερου δημοκρατικού καπιταλισμού, αλλά ως εφαλτήριο για ιστορικές δυνάμεις και ιδεολογίες προκειμένου προοπτικά να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους, ύστερα από σχεδόν έναν αιώνα καταστολής από τους παγκόσμιους πολέμους και τις ιδεολογικές διαμάχες του 20ού αιώνα. Η Τουρκία θα έμοιαζε γεωπολιτικά περισσότερο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία: μια μεγάλη δύναμη που, αν χρειαζόταν, θα επιδίωκε μονομερώς και επιθετικά το εθνικό συμφέρον της.

Δεν φαίνεται ότι η επόμενη θητεία Ερντογάν θα αλλάξει αυτή την προσέγγιση. Η Τουρκία δεν θέλει να είναι μέρος της Ανατολής ή της Δύσης, ή αναγκαστικά μέρος του ισλαμικού κόσμου (εκτός αν είναι ηγέτιδα δύναμη). Θέλει να είναι η Turkiye, βάσει της επίσημης αλλαγής ονομασίας του 2021. Όπως το βλέπει ο Ερντογάν, η Τουρκία είναι μια μεγάλη δύναμη από μόνη της, με ηγετικό ρόλο στη Μέση Ανατολή, το Ισλάμ, τη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, την Κεντρική Ασία, ακόμη και μέχρι την Αφρική. Και πιστεύει ότι τα επόμενα χρόνια θα καθορίζει τις πολιτικές του όλο και περισσότερο με στάτους μεγάλης δύναμης, ακόμη και οδηγώντας σε προσαρτήσεις εδαφών.

Ο Ερντογάν στην εποχή των προσαρτήσεων

Ιστορικά, πρωταρχικό χαρακτηριστικό των μεγάλων δυνάμεων είναι ο εδαφικός επεκτατισμός. Η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα, ούτε χτίστηκε με ειρηνικές εκλογές. Ωστόσο, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο επεκτατισμός έγινε ταμπού (σε μεγάλο βαθμό αντικαταστάθηκε με ιδεολογικό επεκτατισμό, μέσω θεσμών όπως το Σύμφωνο της Βαρσοβίας). Οι υπερδυνάμεις ανησυχούσαν ότι κράτη που θα προσπαθούσαν να κατακτήσουν το ένα το άλλο θα μπορούσαν να οδηγήσουν σ’ έναν καταστροφικό Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αλλά σήμερα αυτό το ταμπού έχει αποδυναμωθεί. Το Ισραήλ, η Ινδία και η Ρωσία τα τελευταία χρόνια έχουν προσαρτήσει εδάφη, επίσημα ή ανεπίσημα, με διάφορους βαθμούς επιτυχίας ή αποτυχίας, χωρίς να πυροδοτηθεί πυρηνικό ολοκαύτωμα ή διηπειρωτικές εχθροπραξίες. Και το έκαναν για να αναδιαμορφώσουν τα κοντινά τους εξωτερικά περιβάλλοντα και να εκπληρώσουν ιδεολογικές επιταγές. Για παράδειγμα, ο στρατηγικός φόβος της Ρωσίας για στρατιωτική περικύκλωσή της από τη Δύση επικαλύπτεται με τη ρωσοκεντρική κοσμοθεωρία που αρνείται την ουκρανική εθνικότητα.

για τη συνέχεια Euro2Day

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή