Ακολουθήστε μας

Παιδεία

Η υπογεννητικότητα χτυπά την Παιδεία

Δημοσιεύτηκε

στις

Του ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΥΡΙΓΟΥ

Αν. Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο,

Υφυπουργού Παιδείας, αρμόδιου για την Ανώτατη Εκπαίδευση

Εδώ και δεκαετίες οι πόλεις της Ελλάδος αναζητούσαν να αποκτήσουν κάποιο πανεπιστημιακό τμήμα. Η υπογεννητικότητα που μαστίζει τη χώρα εδώ και δεκαετίες αλλάζει πλέον αυτήν την εικόνα. Αρκετά πανεπιστημιακά τμήματα θα γυρεύουν εφεξής εναγωνίως φοιτητές. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι.

Το 1999 οι υποψήφιοι στις Πανελλαδικές ήσαν 166.000 και διεκδικούσαν 71.000 θέσεις στην ανώτατη εκπαίδευση. Το πλήθος των υποψηφίων συνδέεται με το γεγονός ότι το 1980 είχαμε στη χώρα σχεδόν 150.000 γεννήσεις.

Φέτος θα διαγωνισθούν οι υποψήφιοι που γεννήθηκαν το 2003. Ήταν η χρονιά που οι γεννήσεις ήσαν ελάχιστα πάνω από τα 100.000 άτομα.

Το 2031 οι υποψήφιοι θα πέσουν γύρω στα 94.000 άτομα. Εάν σε αυτούς τους αριθμούς συνυπολογίσουμε ότι ποσοστό των γεννήσεων αφορά πρόσφυγες και μετανάστες που πολλοί έχουν φύγει από τη χώρα, οι αριθμοί γίνονται καταθλιπτικοί.

Όταν έχουμε έναν οριακά μεγαλύτερο αριθμό υποψηφίων από τις προσφερόμενες θέσεις, είναι προφανές ότι αρκετά τμήματα θα βρεθούν με σημαντικά μικρότερο αριθμό φοιτητών.

Είτε κάποιοι υποψήφιοι θα γράψουν κάτω από τη βάση εισαγωγής είτε κάποιες σχολές δεν ενδιαφέρουν τους υποψηφίους. Τα πρώτα σημάδια της επερχόμενης κρίσεως τα είδαμε εδώ και χρόνια. Ήταν όταν άρχισαν να εισέρχονται μαζικά στα ΑΕΙ μαθητές με ιδιαίτερα χαμηλούς βαθμούς.

Τα τελευταία χρόνια είχαμε εισακτέους σε κάποια ΑΕΙ που ουσιαστικά παρέδωσαν λευκή κόλλα… Το ελληνικό κράτος έκανε κάποια βήματα που όμως δεν είχαν ιδιαίτερα αποτελέσματα λόγω και του φόβου του πολιτικού κόστους.

Ώσπου την περίοδο 2018 – 2019 η περιβόητη «νομοθέτηση Γαβρόγλου» ώθησε την κατάσταση στα άκρα. Μια υποτίθεται φιλεργατική κυβέρνηση διέλυσε την τεχνολογική εκπαίδευση στην Ελλάδα. Με βάση τα τεχνολογικά ιδρύματα, έσπειρε σε όλη τη χώρα ακόμη περισσότερα πανεπιστημιακά τμήματα. Ιδρύθηκαν δεκάδες τμήματα που δεν είχαν ούτε ένα μέλος διδακτικού προσωπικού.

Ας μη μιλήσουμε για υποδομές, από βιβλιοθήκες έως εστίες και πανεπιστημιακά εστιατόρια. Παράλληλα, η «νομοθεσία Γαβρόγλου» δημιούργησε ισχυρά ΑΕΙ σε μεγάλα αστικά κέντρα. Η Ελλάδα έχει ένα υδροκεφαλικό κέντρο, την Αθήνα, όπου είναι συγκεντρωμένο το ήμισυ του ελληνικού πληθυσμού.

Η ενίσχυση των πανεπιστημιακών τμημάτων στην Αθήνα (και στη Θεσσαλονίκη) τίναξε στον αέρα εθνική στρατηγική δεκαετιών, που οδήγησε στην ίδρυση του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και του Πανεπιστήμιου Αιγαίου. Το κριτήριο για τον υποψήφιο φοιτητή και την οικογένειά του δεν είναι η αναμφισβήτητη ποιότητα των δύο συγκεκριμένων ΑΕΙ αλλά η απόσταση από την κατοικία του. (Εδώ προκύπτει κι ένα άλλο ερώτημα: Γιατί προτιμά ο υποψήφιος οινολόγος να σπουδάσει στην Αττική και όχι στη Δράμα, που είναι ονομαστή για τα αμπελοτόπια της;

Είναι σαν να λέμε ότι ένας Γάλλος θα προτιμήσει να σπουδάσει οινολογία στο Παρίσι και όχι στο Μπορντό με τα περίφημα κρασιά του…)

Για τη συνέχεια paron.GR

Συνέχεια ανάγνωσης

ΗΠΑ

The Singapore Post: Ανησυχητική πραγματικότητα! Πως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας χειραγωγεί την ερευνητική παραγωγή

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Συστηματική χειραγώγηση των ακαδημαϊκών πρακτικών από το κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) για να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση ανωτερότητας.

Η στρατηγική του ΚΚΚ να κυριαρχήσει στην παγκόσμια έρευνα είναι θεμελιωδώς λανθασμένη, δίνοντας προτεραιότητα στην ποσότητα έναντι της ποιότητας με τρόπο που υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια της ακαδημαϊκής ακεραιότητας.

Τα τελευταία χρόνια, είναι ελκυστικοί οι ισχυρισμοί για την άνοδο της Κίνας στην παγκόσμια ερευνητική παραγωγή, με εκθέσεις όπως η μελέτη του Αυστραλιανού Ινστιτούτου στρατηγικής πολιτικής (ASPI) που υποδηλώνει ότι η Κίνα τώρα ηγείται στο 90% της κρίσιμης τεχνολογικής έρευνας. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική εξέταση αποκαλύπτει μια ανησυχητική πραγματικότητα πίσω από αυτές τις στατιστικές, εκθέτοντας τη συστηματική χειραγώγηση των ακαδημαϊκών πρακτικών από το κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) για να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση ανωτερότητας.

Η στρατηγική του ΚΚΚ να κυριαρχήσει στην παγκόσμια έρευνα είναι θεμελιωδώς λανθασμένη, δίνοντας προτεραιότητα στην ποσότητα έναντι της ποιότητας με τρόπο που υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια της ακαδημαϊκής ακεραιότητας. Το 2015, το κόμμα ξεκίνησε ένα φιλόδοξο σχέδιο για την αύξηση της παρουσίας της Κίνας στην ακαδημαϊκή δημοσίευση επιβάλλοντας υψηλές ποσοστώσεις δημοσίευσης. Η πρωτοβουλία αυτή, ενώ ήταν επιτυχής στην ενίσχυση των πρώτων αριθμών, οδήγησε σε πολλαπλασιασμό της χαμηλής ποιότητας και συχνά δόλιας έρευνας.

Η πίεση για την κάλυψη αυτών των ποσοστώσεων έχει οδηγήσει σε “χαρτοβιομηχανίες”, οντότητες αφιερωμένες στην παραγωγή κατασκευασμένης έρευνας για δημοσίευση σε εθνικά περιοδικά. Νέοι γιατροί και επιστήμονες, αναγκασμένοι από τις απαιτήσεις εξέλιξης της σταδιοδρομίας, βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα σύστημα που εκτιμά ότι η δημοσίευση μετράει πάνω από την πραγματική επιστημονική συμβολή. Τα πανεπιστήμια έχουν επιδεινώσει αυτό το ζήτημα με την επιβολή πολλαπλών δημοσιεύσεων από μεταπτυχιακούς φοιτητές ως απαίτηση αποφοίτησης, ενώ οι καθηγητές ενθαρρύνονται με χρηματικές ανταμοιβές για δημοσιεύσεις, ανεξάρτητα από την αξία τους.

Οι συνέπειες αυτής της προσέγγισης που βασίζεται στην ποσότητα είναι σοβαρές και εκτεταμένες. Η λογοκλοπή, η διπλή έρευνα και η απόλυτη παραγωγή έχουν γίνει αχαλίνωτες στον κινεζικό ακαδημαϊκό κόσμο. Σύμφωνα με μια βάση δεδομένων που συνέταξε η αμερικανική μη κερδοσκοπική εταιρεία Crossref and Retraction Watch, περίπου το 46% των ανασυρμένων εγγράφων προέρχονται από πανεπιστήμια που συνδέονται με το KKK. Αυτός ο συγκλονιστικός αριθμός όχι μόνο υπογραμμίζει την κλίμακα του προβλήματος, αλλά και σκιάζει την αξιοπιστία της κινεζικής έρευνας στο σύνολό της.

Οι ηθικές παραβιάσεις επιδεινώνουν περαιτέρω το ζήτημα, με πολλές κινεζικές εφημερίδες να ανακαλούνται επειδή δεν έλαβαν την κατάλληλη συγκατάθεση από ερευνητικά υποκείμενα ή παραβίασαν άλλα ηθικά πρότυπα. Αυτή η αδιαφορία για τις θεμελιώδεις αρχές της έρευνας όχι μόνο θέτει σε κίνδυνο την ακεραιότητα των μεμονωμένων μελετών αλλά και διαβρώνει την εμπιστοσύνη στην ευρύτερη Κινεζική ακαδημαϊκή κοινότητα.

Η χειραγώγηση του ΚΚΚ επεκτείνεται στις πρακτικές παραπομπής, μια βασική μέτρηση για την αξιολόγηση του αντίκτυπου της έρευνας. Οι Κινέζοι ακαδημαϊκοί ενθαρρύνονται, αν όχι εξαναγκάζονται, να δώσουν προτεραιότητα στην αναφορά εγχώριων εφημερίδων σε σχέση με τις διεθνείς. Αυτή η πρακτική, σε συνδυασμό με γλωσσικά εμπόδια που περιορίζουν την πρόσβαση στην κινεζική έρευνα για διεθνείς μελετητές, δημιουργεί ένα στρεβλό τοπίο παραπομπών που διογκώνει τεχνητά τον αντιληπτό αντίκτυπο των κινεζικών εφημερίδων.

Επιπλέον, το χάσμα ποιότητας μεταξύ της κινεζικής και της διεθνούς έρευνας γίνεται εμφανές κατά την εξέταση των πηγών παραπομπής. Μόνο οι μισές από τις παραπομπές για κινεζικές εργασίες προέρχονται από αμερικανικές πηγές, μια αντανάκλαση του σκεπτικισμού μεταξύ των διεθνών ακαδημαϊκών σχετικά με την ποιότητα και την αξιοπιστία της κινεζικής έρευνας. Αυτό το χάσμα επιδεινώνεται περαιτέρω από την αποθάρρυνση του ΚΚΚ να παραθέτει αγγλόφωνες εργασίες, δημιουργώντας έναν αυτοενισχυμένο κύκλο που απομονώνει τον κινεζικό ακαδημαϊκό κόσμο από τον παγκόσμιο επιστημονικό λόγο.

Η ικανότητα της Κίνας να δημιουργεί έγκριτα περιοδικά, ένας κρίσιμος παράγοντας για την απόκτηση διεθνούς αναγνώρισης, παρεμποδίζεται σοβαρά από αυτές τις πρακτικές. Η επικράτηση της λογοκλοπής και της έρευνας χαμηλής ποιότητας υπονομεύει την αξιοπιστία των κινεζικών περιοδικών, καθιστώντας δύσκολο για αυτούς να κερδίσουν παγκόσμιο σεβασμό, ιδιαίτερα για τις αγγλόφωνες εκδόσεις. Αυτή η έλλειψη υψηλόβαθμων περιοδικών όχι μόνο επηρεάζει τον παγκόσμιο αντίκτυπο της κινεζικής έρευνας, αλλά συμβάλλει επίσης σε χαμηλότερα ποσοστά παραπομπών από διεθνείς ακαδημαϊκούς, μειώνοντας περαιτέρω τη θέση της Κίνας στην παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα.

Η επιρροή του ΚΚΚ στην ακαδημαϊκή έρευνα εκτείνεται πέρα από την απλή ενθάρρυνση των εγχώριων παραπομπών. Οι κυβερνητικές πολιτικές και η χρηματοδότηση υπαγορεύουν σε μεγάλο βαθμό τις ερευνητικές προτεραιότητες, συχνά εις βάρος της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της καινοτομίας. Οι μελετητές περιορίζονται από την εξερεύνηση θεμάτων που θεωρούνται ευαίσθητα από το κόμμα, όπως κριτικές των πολιτικών του Πεκίνου ή έρευνες για την πολιτιστική καταστολή των εθνοτικών μειονοτήτων. Αυτή η λογοκρισία όχι μόνο περιορίζει το πεδίο της κινεζικής έρευνας, αλλά και εμποδίζει τη διαπολιτισμική ακαδημαϊκή ανταλλαγή, προωθώντας ένα νησιωτικό και στάσιμο ακαδημαϊκό περιβάλλον.

Η έμφαση στην παραγωγή μεγάλου όγκου αμφισβητήσιμων εγγράφων εξαντλεί την καινοτόμο ικανότητα της Κίνας. Ενώ η Δύση εκτιμά την πρωτοτυπία, οδηγώντας σε πρωτοποριακές τεχνολογίες και εφαρμογές, η προσέγγιση της Κίνας συχνά ευνοεί την αντιγραφή και τη σταδιακή βελτίωση των υφιστάμενων τεχνολογιών. Αυτή η στρατηγική, ενώ είναι αποτελεσματική για την ταχεία κλιμάκωση και βελτίωση των υφιστάμενων καινοτομιών, περιορίζει σημαντικά την ανάπτυξη πραγματικά πρωτότυπων τεχνολογιών.

Η έμφαση στην ποσότητα έναντι της ποιότητας, σε συνδυασμό με αυστηρούς ιδεολογικούς ελέγχους, δημιουργεί ένα περιβάλλον αντίθετο με την πραγματική επιστημονική πρόοδο.

Η χειραγώγηση των ακαδημαϊκών πρακτικών από το ΚΚΚ αποκαλύπτει μια βαθιά ελαττωματική στρατηγική που δίνει προτεραιότητα στην εμφάνιση της κυριαρχίας πάνω από την πραγματική επιστημονική πρόοδο. Με τη διόγκωση της ερευνητικής παραγωγής με αμφισβητήσιμα μέσα, η Κίνα διακινδυνεύει όχι μόνο τη διεθνή αξιοπιστία της αλλά και το μακροπρόθεσμο καινοτόμο δυναμικό της. Η έμφαση στην ποσότητα έναντι της ποιότητας, σε συνδυασμό με αυστηρούς ιδεολογικούς ελέγχους, δημιουργεί ένα περιβάλλον αντίθετο με την πραγματική επιστημονική πρόοδο. Καθώς η παγκόσμια κοινότητα συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο αυτές τις πρακτικές, είναι ζωτικής σημασίας να επανεκτιμηθούν οι ισχυρισμοί της ακαδημαϊκής ηγεσίας της Κίνας. Η πραγματική επιστημονική πρόοδος βασίζεται στην ακεραιότητα, την καινοτομία και τον ανοιχτό λόγο—αρχές που είναι θεμελιωδώς αντίθετες με την τρέχουσα προσέγγιση του ΚΚΚ.

Για να ηγηθεί πραγματικά η Κίνα σε κρίσιμες τεχνολογίες, πρέπει να εγκαταλείψει τις παραπλανητικές πρακτικές της και να αγκαλιάσει την πραγματική ακαδημαϊκή ελευθερία και ακεραιότητα. Μέχρι τότε, οι ισχυρισμοί της κινεζικής κυριαρχίας στην ερευνητική παραγωγή θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό, αναγνωρίζοντάς τους για αυτό που είναι: μια προσεκτικά κατασκευασμένη ψευδαίσθηση που καλύπτει μια ανησυχητική πραγματικότητα ακαδημαϊκής κακής συμπεριφοράς και καταπνίγει την καινοτομία.

ΠΗΓΗ: The Singapore Post

Συνέχεια ανάγνωσης

Κρινιώ Καλογερίδου

Ο διαδραστικός ρόλος του εκπαιδευτικού στη σχολική τάξη

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Τα αναλυτικά προγράμματα, που ξεπερνούν τα στερεότυπα δεδομένα διδακτικών στρατηγικών και δεξιοτήτων ενός ικανού δασκάλου, παίρνουν φωτιά αυτές τις μέρες με την αρχή της νέας σχολικής χρονιάς.

  Παίρνουν φωτιά λόγω της αναδιαμόρφωσης και των αλλαγών που υφίστανται (σύνηθες φαινόμενο διακυβερνητικά) στο πλαίσιο της δυνατότητας διδασκαλίας ως δραστηριότητας και πρακτικής με νέους διδακτικούς στόχους.

   Λόγω και των εσωτερικών διαφορών που εκδηλώνονται και αφορούν τον χρόνο, τις συνθήκες διδασκαλίας, την ποιότητα των βιβλίων (έχουμε και καινούργια, παρεμπιπτόντως, και αλλαγές σε παλαιότερα), τις απαιτήσεις της κοινωνίας (πρωτίστως των γονέων και κηδεμόνων των μαθητών) και τα κριτήρια βάσει των οποίων θα εκτιμηθούν τα αποτελέσματα διδασκαλίας των εκπαιδευτικών.

   Θα εκτιμηθούν αξιολογικά με έμφαση στους νέους στόχους: την ανάπτυξη συλλογιστικής ικανότητας και κριτικής σκέψης στους μαθητές, ελευθεροφροσύνης, κοινωνικής αλληλεγγύης, φαντασίας, πρωτοβουλίας, αυτοπεποίθησης και δημιουργικότητας (σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο), με βάση τη διαδραστική σχέση δασκάλου-μαθητή στην σχολική τάξη.

 Σχέση που επιτρέπει στην πρώτο να έχει μακροχρόνια παιδική και εφηβική ηλικία, γιατί – παρά την σωματοψυχολογική του ωρίμανση – ο συγχρωτισμός με τους μαθητές επιμηκύνει την περίοδο της δικής του μαθητείας. Κάτι που παίζει τον ρόλο της στην ιδιομορφία του και τον κάνει να ξεχωρίζει στον πίνακα χαρακτήρων των ενηλίκων,

   Να ξεχωρίζει λόγω της ικανότητάς του να γίνεται νέο παιδί κατ’ έτος, να μιλά τη ”γλώσσα της νιότης” και να συνεννοείται με τους μαθητές του καλύτερα από τους γονείς τους, γιατί γνωρίζει να αντιμετωπίζει καλύτερα την νοοτροπία τους.

   Κι αυτή η τελευταία γνώση του δασκάλου δεν αποκτιέται εύκολα, παρά μόνο με ”σκεπτικισμό”, προσέγγιση των μαθητών του, ενεργοποίηση της συναισθηματικής νοημοσύνης τους και αληθινό ενδιαφέρον γι’ αυτούς.

   Ενδιαφέρον που δεν καταλήγει να γίνει (στην πρώτη κιόλας σύγκρουση μεταξύ τους) παρακολούθημα της παλιάς κι αναχρονιστικής μεθόδου χειραγώγησης των μαθητών, με τον εκπαιδευτικό (από θέση ισχύος) να τους αντιμετωπίζει ως εγωιστής, ματαιόδοξος, δεσποτικός και αδιάλλακτος, κατά,,, παράβαση της ρήσης του Άγγελου Τερζάκη:

  ”Πάει ο καιρός που ένα επιτήδειο μηδενικό απαιτούσε το σεβασμό, επειδή κατάφερε να σκαρφαλώσει σε μια καθέδρα. Όλο και περισσότερο από δω κι εμπρός ο διδάσκων θα κρίνεται, ο ηγέτης θα ελέγχεται, ο γονιός θα πρέπει να δείχνεται άξιος της αποστολής του” (απόσπασμα του δοκιμίου του ”Τα παιδιά με τα κλωνάρια”)…

   Πέρασαν χρόνια πολλά έκτοτε, ασφαλώς, και – με τον ιλιγγιώδη ρυθμό που εξελίσσονται οι κοινωνίες μας – η πραγματικότητα μεταξύ μαθητών και δασκάλων έκανε άλματα στο θέμα εκδημοκρατισμού της Εκπαίδευσης.

   Η αποδοτικότητα της διδασκαλίας εξακολουθεί να κρατάει τα σκήπτρα σ’ αυτήν, αλλά ο βασικός παράγοντας (σε ρόλο ”μεσάζοντα”) – στο θέμα διδασκαλία-μάθηση –  είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις ανάμεσα σε δασκάλους/καθηγητές-μαθητές.

   Σχέσεις που δημιουργούν το απαραίτητο κλίμα για να γίνουν ”εύπεπτες” οι γνώσεις και αποτελεσματική η ψυχοπαιδαγωγική μετάγγιση των εκπαιδευτών στους εκπαιδευόμενους, ώστε να επιτευχθεί η διάπλαση του ήθους και της αγωγής στους τελευταίους, παράλληλα με την εξελικτική πορεία τους στην μαθησιακή διδασκαλία.

   Να διαμορφωθεί και να καρποφορήσει η μέθοδος και η τέχνη του αληθινού δασκάλου (κατά τα πρότυπα της ”Μαιευτικής” του Σωκράτη), για να κάνει τους μαθητές να γεννούν υγιείς ιδέες και να γίνουν αυτοδύναμοι, ώστε να μη χρειάζονται τη συνδρομή ”βακτηρίας”.

   ”Ο μέτριος δάσκαλος λέει. Ο καλός δάσκαλος εξηγεί. Ο ανώτερος δάσκαλος εμπνέει”, κατά τον Αμερικανό συγγραφέα William Ward.

   Και εμπνέει, σίγουρα, όταν δεν χειραγωγεί τους μαθητές του, αλλά κατορθώνει να τους κάνει αυθύπαρκτους και ανεξάρτητους ανθρώπους οδηγώντας τους σταδιακά στον διανοητικό και ηθικό απογαλακτισμό τους.

   Εμπνέει, όταν τους κάνει να πατήσουν στα πόδια τους και να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν μόνοι τους τις δυσκολίες, γιατί – όπως λέει ο Γερμανός στοχαστής του 18ου αι. Georg Lichtenberg, ”Ό,τι τελικά κατάφερες να ανακαλύψεις μόνος σου, αφήνει κάποιο ίχνος στο μυαλό σου και έτσι μπορείς να το χρησιμοποιήσεις ξανά στο μέλλον, αν παραστεί ανάγκη”.

   Εμπνέει, όταν δεν περιορίζεται στο να δίνει πληροφορίες και να πλουτίζει σε γνώσεις τους μαθητές του απαντώντας στις απορίες τους τυπικά στο τέλος του μαθήματος, αλλά επινοεί στρατηγικές διδακτικές, για να κάνει ελκυστικό το μάθημά του και να κεντρίσει το ενδιαφέρον τους.

   Όταν συνερευνά μαζί τους ενισχύοντας τη συμμετοχή τους στη μαθησιακή διαδικασία και δεν αποστασιοποιείται από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κάθε φορά ή τη διαταραγμένη συμπεριφορά τους, αλλά στέκεται στο πλευρό τους έτοιμος να τους συμπαρασταθεί όταν απαιτηθεί.

   Όταν, πέρα από γράμματα, τρόπους, μουσική και αθλήματα, δουλεύει πάνω στην αγωγή, τον ψυχισμό και το ήθος τους. Για να έχει όμως αποτελέσματα αυτή η προσπάθειά του, θα πρέπει να γίνει ο ίδιος το πρότυπο των μαθητών του.

   Για να επηρεάσει το πνεύμα τους, να έχει ο ίδιος φωτεινό πνεύμα. Για να επηρεάσει το ήθος τους, να είναι ο ίδιος τίμιος στις σχέσεις του μαζί τους. Για να τους διδάσκει δικαιοσύνη, να είναι ο ίδιος δίκαιος και, για να τους διδάσκει συμπεριφορά, να είναι ο ίδιος έμπλεος από συναισθηματική νοημοσύνη ώστε να διαμορφώνει υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις με τους γύρω του και με τους μαθητές του.

 Να διαμορφώνει σχέσεις εμπιστοσύνης και αγάπης απαντώντας στην περιοδική επιθετικότητα και εμφισβήτησή τους (η οποία περισσεύει στις μέρες μας) με ανεκτικότητα, καλοσύνη, εμπιστοσύνη και στοργή.

  Στοργή και αγάπη, γιατί ”με την αγάπη που διεγείρει την παιδαγωγική ακτινοβολία” – όπως λέει ο Ευάγγελος Παπανούτσος – ”ο αληθινός δάσκαλος θα ξαναβρεί τον εαυτό του μέσα στο παιδί” (Ευ. Παπανούτσος: ”Οι δρόμοι της ζωής”).

   ”Θα γίνει, από ενήλικος, παιδί: άνθρωπος αγνός, δροσερός και εύπλαστος”. Άνθρωπος που θα βρει τον τρόπο να προσεγγίσει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις επιθυμίες των μαθητών του και τελικά να τους διαπαιδαγωγήσει.

 Να τους διαπαιδαγωγήσει θυσιάζοντας (στην ιδανική περίπτωση) και το ίδιο το ”εγώ” του, προκειμένου να τους καταστήσει αυτόνομους, αυθύπακτους και ανεξάρτητους, όπως ο Σωκράτης τους μαθητές του…

 

Κρινιώ Καλογερίδου

Συνέχεια ανάγνωσης

Video

Γιώργος Φίλης: Mavı Vatan στα σχολικά βιβλία οι Τούρκοι; ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου εμείς! Χρειαζόμαστε επειγόντως Εθνικό Όραμα και Στρατηγικό Σχεδιασμό για την πατρίδα – Να υπερασπιστούμε ιερά και όσια‪

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Στις εκκρεμότητες που έχουμε με την Τουρκία, δεν πρόκειται να μας δικαιώσει κανένα δικαστήριο, οι Έλληνες θα δικαιώσουν την πατρίδα, όταν υψώσουν τη φωνή τους στα δίκαιά τους.

 

Ο κ.Γιώργος Φίλης καθ.Γεωπολιτικής Ledra College Λευκωσίας και Διδάσκων Σχολές Ενόπλων Δυνάμεων αναλυτής Alpha, καλεσμένος στην νέα εκπομπή του STAR Κεντρικής Ελλάδας “Γνώση δια λόγου” με την Όλγα Λαθύρη, αναφέρθηκε εκτενώς στις γεωπολιτικές αλλαγές και τη θέση της Ελλάδας σε έναν κόσμο αβεβαιότητας που αλλάζει συνεχώς.

Σκιαγράφησε την εικόνα των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, με αφορμή ο βιβλίο της Γαλάζιας Πατρίδας που διδάσκονται από σήμερα οι Τούρκοι μαθητές, κάνοντας λόγο για επιβεβαίωση της αναθεωρητικής της τακτικής. Και αυτό γιατί υπάρχει ένα γενικότερο όραμα προς το λαό της και με αυτό γαλουχούνται πλέον οι επόμενες γενιές. Ο κ. Φίλης τόνισε ότι χρειαζόμαστε Όραμα Εθνικής Ενότητας και Συνοχής και επιτέλους, το Ελληνικό κράτος να επιτελέσει το ρόλο του απέναντι στο Ελληνικό Έθνος.

Δυστυχώς επεσήμανε, δεν υπάρχει Όραμα, ούτε έχουμε Εθνικούς Στόχους ως χώρα. Δεν μπορεί ότι πιο σωστό υπάρχει στην κουλτούρα μας και στον πολιτισμό μας, να μην είναι όραμα για τους Έλληνες. Χρειαζόμαστε επειγόντως Έλληνες Χριστιανούς Ορθόδοξους.

Στις εκκρεμότητες που έχουμε με την Τουρκία, δεν πρόκειται να μας δικαιώσει κανένα δικαστήριο, οι Έλληνες θα δικαιώσουν την πατρίδα, όταν υψώσουν τη φωνή τους στα δίκαιά τους. Αν αφήσουμε σε διεθνείς δικαστές, να μοιράσουν αυτά που μας ανήκουν, το πιθανότερο είναι να δικαιωθούν τα συμφέρονται των άλλων, πλην των Ελλήνων.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή