Στη σχετική ψηφοφορία που έγινε στις 30 Απριλίου 1982 στη Νέα Υόρκη για τη νέα Σύμβαση, 130 κράτη ψήφισαν υπέρ, τέσσερα κατά και 17 τήρησαναποχή. Μέχρι το τέλος του 2008 επικύρωσαν τη Σύμβαση 157 χώρες, μεταξύ των οποίων η Κύπρος (12 Δεκεμβρίου 1988) και η Ελλάδα (21 Ιουλίου 1995). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Τουρκία και η Βενεζουέλα αρνήθηκαν να υπογράψουν τη Σύμβαση, επειδή και τα δύο αυτά κράτη έχουν μπροστά τους νησιά που δεν τους ανήκουν και έτσι εκ των πραγμάτων έχουν περιορισμένη ΑΟΖ.
Με βάση τα άρθρα 55-57 της νέας Σύμβασης, ως ΑΟΖ ορίζεται η πέραν και παρακείμενη της αιγιαλίτιδας ζώνης περιοχή σε πλάτος μέχρι 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης, εντός της οποίας το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα σε θέματα που έχουν σχέση με την εξερεύνηση, την εκμετάλλευση, την διατήρηση και διαχείριση τωνφυσικών πηγών ζώντων ή μη των υδάτων, του βυθού και του υπεδάφους της θάλασσας.
Ταυτόχρονα, οι δηλώσεις Νταβούτογλου (18/9/11) , ότι η Τουρκία ξεκινά έρευνες νότια του Καστελόριζου, σε συμφωνία με το «Βόρεια Κύπρο» δημιουργεί εκ των πραγμάτων μια περιοχή όπου ένα ενδεχόμενο ελεγχόμενο ή μη, θερμό επεισόδιο, «είναι προ των πυλών».
Σε μια τέτοια περίπτωση, το πιο ισχυρό όπλο της χώρας μας δεν βρίσκεται σε στρατιωτική κλιμάκωση αλλά στην διεθνοποίηση του θέματος, στη βάση του Διεθνούς δικαίου, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που έχει να εντείνει τις προσπάθειες να οριοθετήσει ΑΟΖ με τις υπόλοιπες όμορες χώρες ( Αλβανία, Ιταλία, Λιβύη, Αίγυπτο).
Το γεγονός το ότι η χώρα μας στερείται στρατηγική στην διεκδικήση του διεθνούς δικαίου, αφήνει μεγάλα περιθώρια αμφισβητήσεων των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας σήμερα από την Τουρκία, αύριο, ίσως και από άλλες γειτονικές χώρες.
Τώρα που το διεθνές δίκαιο καταρρακώνεται και ο ΟΗΕ παρακμάζει, σύμφωνα με τον καταστατικό του χάρτη, αφού δεν ανταποκρίνεται στους σημερινούς γεωπολιτικούς και διεθνείς συσχετισμούς, η πολιτική των «κανονιοφόρων» δυναμώνει στην Ανατολική Μεσόγειο και όχι μόνο. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πόσο αναγκαίο είναι η χώρα μας να προχωρήσει σε διμερείς αναβαθμισμένες στρατηγικού τύπου σχέσεις στα πλαίσια ακόμα, ακόμα και στα πλαίσια των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, με μια σειρά από χώρες των G-20 και να αρχίζει να απομακρύνεται από το πάγιο δόγμα «ανήκουμε στην Δύση».
Η σταθερή μας προσήλωση στις ειρηνικές, διαπραγματεύσεις βασισμένες αποκλειστικά στο διεθνές δίκαιο, με την διεθνοποίηση των θέσεων αυτών σε κάθε διεθνή οργανισμό είναι η μόνη διέξοδος που θα μας βγάλει από ελεγχόμενες η μη, στρατιωτικές εμπλοκές, επεισόδια και εντάσεις. Μόνο τα αστικά κόμματα έχουν να κερδίσουν από μια τέτοια δοκιμασμένη αδιέξοδη στρατηγική.
Συμπερασματικά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να είναι μόνο μια δύναμη σταθερής προσήλωσης στην ειρηνική διευθέτηση των όποιων προβλημάτων αντιμετωπίζει η χώρα μας. Πρέπει να είναι και μια δύναμη που υπερασπίζεται σθεναρά και αμετάκλητα το διεθνές δίκαιο, τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, τιςδιεθνείς συνθήκες, αξιοποιώντας με κάθε ευκαιρία στον δημόσιο λόγο του, επιχειρήματα, ιστορικά παραδείγματα ( εξαιρετικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη συμφωνία ΗΠΑ-Κούβας, κράτη που δεν έχουν επίσημες διπλωματικές σχέσεις, για την ΑΟΖ στην Καραϊβική, βασισμένη αποκλειστικά στο δίκαιο της Θάλασσας) , τεκμηριωμένες προτάσεις στις θέσεις του που είναι βασίζονται στην λαϊκή κυριαρχία και όχι με «εθνικιστικά παραληρήματα» που συνήθως συνοδεύονται από τραγωδίες και παλινωδίες για τον λαό μας και τους άλλους λαούς της περιοχής.
Πιο συγκεκριμένα, άμεσα, η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει σε ολοκληρωμένες και αποτελεσματικές διαπραγματεύσεις με την Αλβανία, την Λιβύη, την Ιταλία, την Αίγυπτο, σε πρώτη φάση, ώστε η ανακήρυξη ΑΟΖ να έχει ως επακόλουθο την οριοθέτηση ΑΟΖ, γιατί αλλιώς,μονομερής ανακήρυξη χωρίς τις προηγούμενες διαπραγμάτευσης για κοινή οριοθέτηση, οδηγούν τις υποθέσεις αυτές στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, διαδικασίες και αποτελέσματα εξαιρετικά αμφίβολα.
Η περίπτωση της Τουρκίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ, πρέπει να σχεδιαστεί έτσι, ώστε, για αυτονόητους λόγους, αφού πρώτα η χώρα μας πρεπει να έχει ολοκληρώσει και να έχει οριοθετήσει με όλες τις άλλες όμορες χώρες ΑΟΖ. Μια τέτοια διπλωματική προσέγγιση θα «αφοπλίσει» το πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο τις Τουρκίας σε διεθνή απομόνωση, στην περίπτωση που θα επιλέξει την πολιτική των κανονιοφόρων και της στρατιωτικής ισχύος.
Ο ρόλος του Ισραήλ στη γεωπολιτική, γεω-στρατηγική και ενεργειακή «σκακιέρα» στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι κινήσεις από την πλευρά του Ισραήλ σχετικά με την οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα σε Ελλάδα και Κύπρο αλλά και την ίδια την Κύπρο, είναι για τους εξής λόγους:
Αν αυτοί, ή περίπου αυτοί, είναι οι σχεδιασμοί του Ισραήλ, τι θα πρέπει να κάνει η Ελλάδα;
Να ακολουθήσει πολιτική περαιτέρω “δορυφοροποίησης” απέναντι στο Ισραήλ, όπως έκανε η παραδομένη αμερικανό- έμπνευστη κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου;
Η Ελλάδα δεν πρέπει να γίνει ούτε “δορυφόρος” του Ισραήλ, ούτε να συνεχίζει μια πολιτική “κατευνασμού” απέναντι στις απαράδεκτες βλέψεις της Άγκυρας.
Η χώρα μας, αντίθετα, πρέπει να προσανατολισθεί σε μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική με σαφή και διακριτά όρια από τα Ευρω- Ατλαντικά πλαίσια σε μια διαδικασία ουσιαστικής απεμπλοκής της.
Μια ανεξάρτητη, ειρηνική και πολυδιάστατη πολιτική που θα αξιοποιεί στη βάση αρχών δυνατότητες, ευκαιρίες και συμπτώσεις συμφερόντων με οποιαδήποτε γειτονική χώρα η και στρατηγικό ενεργειακό εταίρο, που εδράζονται στο Διεθνές Δίκαιο, χωρίς να υποκύπτει ούτε στις Ισραηλινές στρατιωτικές πτυχές της επεκτατικής πολιτικής του, ούτε στις Τουρκικές βλέψεις, που παρακάμπτουν σε Αιγαίο και Κύπρο, τη διεθνή νομιμότητα.
Αυτή η στρατηγική μπορεί να είναι δύσκολη και εξαιρετικά σύνθετη. Είναι η μόνη, όμως, άξια λόγου για την υπεράσπιση θεμελιωδών πατριωτικών, δημόσιων, ταξικών και περιφερειακών αξιών επωφελούς συνεργασίας σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή μας.