Ακολουθήστε μας

Ευρωπαϊκή Ένωση

Πρέπει άραγε να πληρώσουμε το χρέος; Υπάρχει κι άλλη λύση για τα χρέη

Δημοσιεύτηκε

στις

Παλαιότερα, υπήρχε ο Πρώτος Κόσμος, ο «Βορράς», ο οποίος υποτίθεται ότι αποτελούσε ένα μπλοκ ευημερίας. Ακολουθούσε ο Δεύτερος Κόσμος, στον οποίο ανήκαν οι χώρες του σοβιετικού μπλοκ, και ο Τρίτος Κόσμος, στον οποίο περιλαμβάνονταν οι φτωχές χώρες του «Νότου», οι οποίες, ήδη από τη δεκαετία του 1980, είχαν εξαναγκαστεί να υποκύψουν στις προσταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Ο Δεύτερος Κόσμος κατέρρευσε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Με τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, στον Πρώτο Κόσμο παρατηρήθηκαν σημαντικές αναταράξεις. Συνεπώς, στο εξής, καμία γεωγραφική διαίρεση δεν φαίνεται πλέον εύστοχη. Το μόνο που μπορούμε να διακρίνουμε πλέον είναι δύο κατηγορίες πληθυσμού: από τη μια υπάρχει μια χούφτα ατόμων που επωφελούνται από τον σύγχρονο καπιταλισμό, ενώ από την άλλη υπάρχει η πλειονότητα που τον υφίσταται, κυρίως μέσα από τον μηχανισμό του χρέους.

ΠΡΩΤΟΦΑΝΗ ΠΟΣΟΣΤΑ
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών, οι αδύναμοι κρίκοι της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκονταν στη Λατινική Αμερική, στην Ασία ή στις λεγόμενες «χώρες σε μεταβατικό στάδιο» του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Από το 2008, ήταν η σειρά της Ευρωπαϊκής Ενωσης να αρχίσει να προκαλεί αμφιβολίες. Ενώ το συνολικό εξωτερικό χρέος των χωρών της Λατινικής Αμερικής ανερχόταν κατά μέσον όρο στο 23% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος τους το 2009, το αντίστοιχο ποσοστό για τη Γερμανία ήταν 155%, για την Ισπανία 187%, για την Ελλάδα 191%, για τη Γαλλία 255%, για την Πορτογαλία 245% και για την Ιρλανδία 1.137%. Πρόκειται για πρωτοφανή επίπεδα.

Αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες μπορούν να αντλούν άφθονη ρευστότητα από την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (Fed), κυρίως μέσα από τη δημιουργία χρήματος, οι χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ δεν διαθέτουν παρόμοιο εργαλείο: το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) της απαγορεύει την άμεση χρηματοδότηση των κρατών. Ετσι, όταν την περίοδο 2007-2009 οι κυβερνήσεις κινητοποιήθηκαν για τη «διάσωση των τραπεζών» (η οποία κόστισε 1,2 τρισεκατομμύρια ευρώ που διατέθηκαν για την παροχή ρευστότητας και διαφόρων ειδών εγγυήσεων), η χρηματοδότηση των κρατών στηριζόταν στους θεσμικούς επενδυτές, κατά κύριο λόγο στις ασφαλιστικές εταιρείες, στα ασφαλιστικά ταμεία και στις… ιδιωτικές τράπεζες.

Επομένως, μία από τις αναπάντεχες συνέπειες της κρίσης υπήρξε το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου 2007-2009, αυτή επέτρεψε στους τραπεζίτες της Δυτικής Ευρώπης (Γερμανούς και Γάλλους κατά κύριο λόγο) να χρησιμοποιούν τα κεφάλαια που τους δάνεισαν η Fed και η ΕΚΤ για να αυξήσουν τις δραστηριότητές τους σε αρκετές χώρες (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία) και για να αποκομίσουν ιδιαίτερα σημαντικά κέρδη. Από τον Ιούνιο του 2007 (ξέσπασμα της κρίσης των subprimes) έως τον Σεπτέμβριο του 2008 (χρεοκοπία της Lehman Brothers), τα δάνεια που χορήγησαν οι ιδιωτικές τράπεζες της Δυτικής Ευρώπης στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 33%, περνώντας από τα 120 δισ. ευρώ στα 160 δισ. ευρώ.

Την άνοιξη του 2010, τη στιγμή που η ζώνη του ευρώ υφίσταται ισχυρές πιέσεις, η ΕΚΤ δανείζει τις ιδιωτικές τράπεζες με το προνομιακό επιτόκιο του 1%. Αντίθετα, για να δανείσουν χώρες όπως η Ελλάδα, οι τράπεζες απαιτούν ένα κατά πολύ υψηλότερο επιτόκιο: 4-5% για τρίμηνα έντοκα γραμμάτια και περίπου 12% για τίτλους δεκαετούς διάρκειας. Και ποια δικαιολογία προβάλλουν για να στηρίξουν παρόμοιες απαιτήσεις; Τον «κίνδυνο της στάσης πληρωμών» που επικρέμαται πάνω από τους τίτλους της χώρας. Η απειλή ήταν τόσο σοβαρή, ώστε, τον Μάιο του 2010, το επιτόκιο των δεκαετών τίτλων ξεπέρασε το 16,5%. Εξάλλου, για να «τροφοδοτήσει με ρευστότητα» την αγορά τίτλων του κρατικού χρέους, η ΕΚΤ εγγυάται στο εξής τις απαιτήσεις που βρίσκονται στα χέρια των ιδιωτικών τραπεζών, αγοράζοντας από αυτές κρατικούς τίτλους του δημοσίου χρέους, ενώ -θεωρητικά- απαγορεύει στον εαυτό της τη δυνατότητα να προβεί στον απευθείας δανεισμό αυτών ακριβώς των κρατών.

Αξίζει πραγματικά τον κόπο να προσπαθούμε με πείσμα να διατηρήσουμε στη ζωή έναν τόσο παράλογο μηχανισμό; Σε τελική ανάλυση, αφού οι τράπεζες απαιτούν υψηλά επίπεδα ανταμοιβής για τα χρήματα που δανείζουν επειδή σε αυτά ενσωματώνουν τον «κίνδυνο της στάσης πληρωμών», δεν θα ήταν λογικό να εξετάσουμε το ενδεχόμενο της παύσης της αποπληρωμής του χρέους ή ακόμα και την καταγγελία του τμήματος του χρέους που θεωρείται επαχθές; Συνήθως, απλά και μόνο η αναφορά αυτής της επιλογής πυροδοτεί περιγραφές για το τεράστιο χάος στο οποίο θα οδηγήσει οπωσδήποτε παρόμοια ενέργεια: Ο Κριστιάν Νουαγέ, διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, το θεωρεί «σενάριο της φρίκης»(1). Ωστόσο, από την πλευρά των πληθυσμών που υφίστανται την κρίση, μήπως το «σενάριο της φρίκης» συνίσταται στην εφαρμογή των προγραμμάτων λιτότητας που έχουν εξαγγελθεί;

Ο Χένρι Κίσινγκερ -αμερικανός πρώην υπουργός Εξωτερικών και αναλυτής τον οποίο κανένας δεν θα μπορούσε να υποπτευθεί για αυξημένη συμπάθεια και ευαισθησία προς τον Τρίτο Κόσμο- δήλωσε, το 1989, αναφερόμενος στα προγράμματα δομικής αναδιάρθρωσης και λιτότητας που προωθούσε το ΔΝΤ στις λατινοαμερικανικές χώρες: «Καμία δημοκρατική κυβέρνηση δεν μπορεί να ανεχτεί τις απαιτήσεις των διεθνών θεσμών για παρατεταμένη λιτότητα και δημοσιονομικές περικοπές στον τομέα των κοινωνικών υπηρεσιών(2)». Πόσω μάλλον που, καθώς τα παλαιότερα δάνεια αποπληρώνονται εν μέρει με τη σύναψη νέων δανείων, το δημόσιο χρέος δεν παύει να αυξάνεται παρά τη συνεχιζόμενη πληρωμή των δόσεων για την εξόφλησή του. Το 2009, οι κυβερνήσεις των αναπτυσσόμενων χωρών είχαν αποπληρώσει ποσά που αντιστοιχούσαν σχεδόν στο εκατονταπλάσιο από εκείνα που όφειλαν το 1970 (για την ακρίβεια, 98 φορές μεγαλύτερα). Παρ’ όλα αυτά, το χρέος τους είχε γίνει τριάντα δύο φορές υψηλότερο.

ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΡΕΙΑΣ
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, με την άρνησή τους να ενεργοποιήσουν τους μοχλούς που θα επέτρεπαν μια αλλαγή πορείας, αναγκάζουν τους λαούς τους να ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο. Κι όμως, τόσο για τον Βορρά όσο και για τον Νότο, υπάρχει και μιαν άλλη λύση. Πράγματι, κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών, ορισμένες χώρες κατόρθωσαν να σταματήσουν την εξυπηρέτηση του χρέους τους και να επιτύχουν τη διαγραφή ενός μέρους του. Το 2001, η Αργεντινή, η οποία, χάρη στην παύση της αποπληρωμής του χρέους της επί τριετία επέβαλε στους ιδιώτες δανειστές της μια μείωση που ξεπερνούσε το ήμισυ του χρέους της, το 2005, και, πιο πρόσφατα, ο Ισημερινός. Κι όλα αυτά, χωρίς να επικρατήσει το χάος.

Ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ, επικεφαλής των οικονομολόγων της Παγκόσμιας Τράπεζας την περίοδο 1997-2000, συμπεραίνει ότι «τόσο η θεωρία όσο και η πράξη αφήνουν να διαφανεί ότι είναι πολύ πιθανό να υπερέβαλαν όσοι έκαναν λόγο για πλήρες κλείσιμο της στρόφιγγας του δανεισμού»(3). Στην Αργεντινή, την περίοδο 2003-2010, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης ήταν της τάξης του 8%. Συνεπώς, η παύση των πληρωμών δεν έχει αναγκαστικά ως αποτέλεσμα τον κατακλυσμό που υπόσχονται οι Κασσάνδρες του χρέους. Μήπως όμως μπορεί επιπλέον να αποδειχθεί και θεμιτή;

Η ΧΑΡΤΑ ΤΟΥ ΟΗΕ
Για να δεσμεύεται από μια δανειακή σύμβαση, ένα κράτος πρέπει να έχει συναινέσει και η βούλησή του να έχει διαμορφωθεί ελεύθερα. Από αυτή τη συναίνεση γεννιέται η υποχρέωση αποπληρωμής του χρέους. Ωστόσο, η αρχή δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα, υπόκειται στους κανόνες νομιμότητας που έχει υιοθετήσει το διεθνές δίκαιο. Ετσι, το άρθρο 103 της Χάρτας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών διακηρύσσει τα εξής: «Σε περίπτωση σύγκρουσης των υποχρεώσεων των κρατών-μελών που προκύπτουν από την παρούσα χάρτα και των υποχρεώσεών τους από οποιαδήποτε άλλη διεθνή συμφωνία, τότε υπερισχύουν οι πρώτες». Στις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη Χάρτα περιλαμβάνονται και όσες προβλέπει το άρθρο 155: «Η ανύψωση του βιοτικού επιπέδου, η πλήρης απασχόληση και οι συνθήκες προόδου και ανάπτυξης μέσα σε οικονομική και κοινωνική τάξη».

Ανταποκρίνονται άραγε σε αυτές τις απαιτήσεις τα «σχέδια βοήθειας» που εκπόνησαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ για τις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες (και τα οποία είχαν ως στόχο να κατορθώσουν οι χώρες να εξοφλήσουν τους δανειστές τους); Το 2009, στη Λετονία επιβλήθηκε μείωση των δημοσίων δαπανών η οποία αντιστοιχούσε στο 15% του ΑΕΠ της, μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά 20%, μείωση των συντάξεων κατά 10% (η οποία βέβαια κρίθηκε αντισυνταγματική μερικούς μήνες αργότερα) και κλείσιμο πολλών σχολείων και νοσοκομείων. Ωστόσο, ήδη από το 1980, η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ διακήρυσσε: «Για παράδειγμα, ένα κράτος δεν μπορεί να κλείνει τα σχολεία του, τα πανεπιστήμιά του και τα δικαστήριά του, να καταργεί την αστυνομία του και να παραμελεί τις δημόσιες υπηρεσίες του σε σημείο ώστε να εκθέτει τον πληθυσμό του στην αταξία και στην αναρχία, απλά και μόνο για να εξοικονομήσει τα αναγκαία κονδύλια που θα του επιτρέψουν να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του απέναντι στους ξένους δανειστές του(4)».

Η Σύμβαση της Βιέννης του 1986, η οποία συμπληρώνει τη σύμβαση του 1969 για το δίκαιο των συμβάσεων(5), αναλύει τα διάφορα «ελαττώματα της ελεύθερης βούλησης», τα οποία μπορεί να επισύρουν την ακυρότητα μιας δανειακής σύμβασης: «Ενα κράτος ή ένας διεθνής οργανισμός που αναγκάζεται να υπογράψει μια σύμβαση εξαιτίας της δόλιας συμπεριφοράς ενός άλλου κράτους ή οργανισμού που έχει συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις, μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι ο δόλος συνιστά λόγο της ακυρότητας της βούλησής του και της συναίνεσής του να δεσμευτεί από αυτή τη σύμβαση». Δεν θα μπορούσαμε άραγε να χαρακτηρίσουμε ως δόλια και απατηλή τη συμπεριφορά του ΔΝΤ, δεδομένου του αβυσσαλέου χάσματος που χωρίζει την πραγματικότητα από όσα υπόσχεται η ρητορική του; Το άρθρο 1 του καταστατικού του ΔΝΤ θέτει ως στόχο «να διευκολύνει την επέκταση και την αρμονική ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στη δημιουργία και στη διατήρηση υψηλών επιπέδων απασχόλησης και πραγματικού εισοδήματος, καθώς επίσης και στην ανάπτυξη των παραγωγικών πόρων όλων των κρατών-μελών. Αυτοί είναι οι κυριότεροι στόχοι της οικονομικής πολιτικής». Ομως τα μέτρα που επιβάλλει ο θεσμός οδηγούν πολύ συχνά σε μια πολύ διαφορετική κατάσταση, στην αύξηση της ανεργίας, στη μείωση των εισοδημάτων, στις ιδιωτικοποιήσεις. Μπορούμε να μιλάμε για ελεύθερη βούληση και συναίνεση ενός κράτους όταν αυτό έχει βρεθεί παγιδευμένο στα διασταυρούμενα πυρά των κερδοσκόπων των χρηματαγορών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ;

ΠΙΘΑΝΗ ΣΤΑΣΗ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι υπάρχει ένας μακροσκελής κατάλογος επιχειρημάτων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παύση των πληρωμών και να νομιμοποιήσουν την απλούστατη και ξεκάθαρη καταγγελία των χρεών που θεωρούνται επαχθή(6). Εξάλλου, εδώ και μερικούς μήνες, η επιλογή αυτή προβάλλει ως κάτι το προφανές. Ακόμα και στους κύκλους των κερδοσκόπων: Σύμφωνα με τις τράπεζες επενδύσεων Morgan Stanley και JP Morgan, στα τέλη Ιουνίου οι αγορές εκτιμούσαν ότι η πιθανότητα να κηρύξει η Ελλάδα στάση πληρωμών έφτανε το 86% (έναντι 50% τον Απρίλιο).

Το φαινόμενο δεν διέφυγε της προσοχής των ισχυρών διαχειριστών του χρηματοοικονομικού τομέα.

Ανησυχώντας για το ενδεχόμενο να τους επιβληθεί μετακύλιση στο μέλλον της ημερομηνίας των πληρωμών ή μείωση της αξίας των τίτλων που κατέχουν (στο πλαίσιο μιας επαναδιαπραγμάτευσης την οποία προωθεί σήμερα το Βερολίνο), οι γαλλικές τράπεζες μείωσαν, το 2010, την έκθεσή τους στο ελληνικό δημόσιο χρέος από τα 19 στα 10 δισ. ευρώ. Και οι γερμανικές τράπεζες προέβησαν σε αντίστοιχη κίνηση, από τον Μάιο του 2010 έως τον Φεβρουάριο του 2011: Από τα 16 δισ. ευρώ, η έκθεσή τους υποχώρησε στα 10 δισ. ευρώ. Ανεπαίσθητα, δημόσιοι θεσμοί όπως το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αντικαθιστούν τους τραπεζίτες και τους υπόλοιπους ιδιώτες επενδυτές. Η ΕΚΤ κατέχει τίτλους του ελληνικού χρέους ύψους 66 δισ. ευρώ (δηλαδή το 20%), ενώ το ΔΝΤ και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν έως τώρα δανείσει στη χώρα 33,3 δισ. ευρώ. Η ίδια διαδικασία έχει δρομολογηθεί και για τις περιπτώσεις της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας. Κι όπως συνοψίζουν οι «New York Times», «αυτό σημαίνει ότι, σε περίπτωση αναδιάρθρωσης, εκείνοι που θα πληρώσουν τον λογαριασμό θα είναι οι φορολογούμενοι και όχι οι ιδιώτες επενδυτές(7)».

(1) Αναφέρεται από τους Ingrid Melander και Paul Taylor, «Mises en garde sur un possible reprofilage de la dette grecque», Reuters, 24 Μαΐου 2011.
(2) Αναφέρεται από τον Miguel Angel Espeche Gil, «Ilicituddel anza unilateral de los intereses de la deuda externa», Instituto hispano-luso-americano de derecho international, 15ο συνέδριο, 23-29 Απριλίου 1989, Αγιος Δομίνικος (Δομινικανή Δημοκρατία).
(3) «Sovereign debt: Notes on theoretical frameworks and policy analyses», στο έργο των Barry Herman, Jose Antonio Ocampo και Shari Spiegel (υπό τη διεύθυνσή τους), Overcoming Developing Country Debt Crises, Oxford University Press, 2010.
(4) Επετηρίδα της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ (ACDI), 1980, σελ.148.
(5) Η σύμβαση του1969 τέθηκε σε ισχύ το 1980, ενώ η σύμβαση του 1986 βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο στάδιο της κύρωσης.
(6) Για έναν πλήρη κατάλογο, βλέπε La Dette ou la Vie, κεφάλαια ΧΧ και ΧΧΙ, Aden-CADTM, Βρυξέλλες 2011.
(7) Landon Thomas Jr, «In Greece, some see a new Lehman», «The New York Times», 12 Ιουνίου 2011.
* Αντίστοιχα, εκπρόσωπος της γαλλικής επιτροπής για την Ακύρωση του Χρέους του Τρίτου Κόσμου (CADTM) και πρόεδρος της CADTM Βελγίου. Αυτό το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο «La Dette ou la Vie» ( Aden-CADTM, Βρυξέλλες, 2011), του οποίου υπήρξαν συντονιστές.
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=17/07/2011&id=293975

Ευρωπαϊκή Ένωση

ΕΕ: Η χρηματοδότηση ύψους 1,5 δισ. ευρώ για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανία, δεν επαρκεί

Δημοσιεύτηκε

στις

REUTERS/Thomas Peter

Έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου

Δεν ανταποκρίνεται στους στόχους ενίσχυσης της, το πρόγραμμα για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανία, ύψους 1,5 δισ. ευρώ, εκτιμά το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ).

Σε έκθεση που δημοσίευσε σήμερα, το ΕΕΣ ζητά αρτιότερο σχεδιασμό του προγράμματος για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία (EDIP) και καλύτερη ισορροπία μεταξύ των στόχων πολιτικής, του προτεινόμενου προϋπολογισμού και του χρονοδιαγράμματος. Η διαβούλευση με το ΕΕΣ επί της πρότασης, είναι υποχρεωτική.

Η ΕΕ, αντιμέτωπη με την επανεμφάνιση πολεμικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας στην Ευρώπη, έχει θέσει την άμυνα σε πολύ υψηλή θέση στην ατζέντα της. Η πρόταση EDIP προορίζεται ως το πρώτο βήμα για την εφαρμογή της ευρωπαϊκής βιομηχανικής στρατηγικής στον τομέα της άμυνας.

Στόχος είναι να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή βιομηχανική και τεχνολογική βάση στον τομέα της άμυνας (ΕΒΤΒΑ), ειδικότερα δε να διασφαλιστεί η έγκαιρη διαθεσιμότητα και προμήθεια αμυντικών προϊόντων. Παράλληλα επιδιώκεται η συμβολή στην ανάκαμψη, στην ανασυγκρότηση και στον εκσυγχρονισμό της αμυντικής ικανότητας της Ουκρανίας.

«Η νομοθετική πρόταση της ΕΕ για την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανικής ετοιμότητάς της, χρήζει αρτιότερου σχεδιασμού. Αναγκαία είναι επίσης η επίτευξη κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ των στόχων πολιτικής, του προτεινόμενου προϋπολογισμού και του σχετικού χρονοδιαγράμματος», δήλωσε ο Marek Opioła, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδιος για τη γνώμη.

Το ΕΕΣ επισημαίνει τον κίνδυνο, το χρηματοδοτικό κονδύλιο που προτείνεται, ύψους 1,5 δισ. ευρώ, να μην ανταποκρίνεται στις φιλοδοξίες του προγράμματος. Τονίζει ότι η Επιτροπή δεν αξιολόγησε το ύψος της ενωσιακής δημοσιονομικής στήριξης που απαιτείται για την υλοποίηση των προτεινόμενων μέσων πολιτικής.

Η στήριξη της Ουκρανίας

Όσον αφορά το μέσο στήριξης της Ουκρανίας, που περιλαμβάνεται στην πρόταση, το ΕΕΣ διαπιστώνει ότι δεν ορίζεται συγκεκριμένο χρηματοδοτικό κονδύλιο. Τα κράτη μέλη συμφώνησαν να χρησιμοποιήσουν τα κέρδη που αποφέρει η επένδυση δεσμευμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων με σκοπό τη στήριξη της Ουκρανίας · ένα ποσοστό των εσόδων θα μπορούσε να διοχετευθεί στην Ουκρανίας. Ωστόσο, το ΕΕΣ εκτιμά ότι η αδυναμία πρόβλεψης, τόσο του ύψους της χρηματοδότησης από τη συγκεκριμένη πηγή, όσο και της διάρκειάς της, ενέχει κινδύνους.

Πηγή: ΑΜΠΕ

Συνέχεια ανάγνωσης

Ευρωπαϊκή Ένωση

Η συνταγή Ντράγκι για να μην βλέπει η ΕΕ με τα κιάλια ΗΠΑ και Κίνα

Δημοσιεύτηκε

στις

Σωτήριες οι προτάσεις Ντράγκι

Το… κοινό μυστικό εκατομμυρίων Ευρωπαίων έβγαλε σε δημόσια θέα ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, παραδίδοντας την ογκώδη –και πολύ σημαντική- έκθεση που του είχαν ζητήσει η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για τις ενέργειες που θεωρούνται επείγουσες για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ένα περιβάλλον όπου ήδη η Κίνα και οι ΗΠΑ προηγούνται με διαφορά ασφαλείας.

Ο κ. Ντράγκι επέδειξε την ανάγκη που όλες οι κυβερνήσεις και όλα τα όργανα σχεδιασμού πολιτικών και λήψης απόφασης της ΕΕ ήδη γνώριζαν: Η Ένωση χρειάζεται μαζικές και επείγουσες –πρόσθετες- επενδύσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων για να… πλησιάσει ξανά τις δύο υπερδυνάμεις στην τεχνολογία, την καινοτομία και την έρευνα.

Όπως επισημαίνεται από μεγάλα ευρωπαϊκά πρακτορεία, επί της ουσίας ο Μάριο Ντράγκι προειδοποίησε την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι βρίσκεται αντιμέτωπη με «υπαρξιακή πρόκληση» αν δεν στραφεί σε μεγάλες επενδύσεις και αν δεν επαναφέρει και δεν εφαρμόσει τον μοχλό ανάπτυξης μέσω «έκδοσης εργαλείων κοινού χρέους», ομολόγων, κλπ.

Ο κ. Ντράγκι παρέδωσε σε λιτή δημόσια τελετή την έκθεσή του στην πρόεδρο της Κομισιόν την περασμένη Δευτέρα. Σε γενικές γραμμές, επισημαίνει –προειδοποιεί- πως η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε οικονομική υστέρηση σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα πρέπει να συνεχίσει την κοινή έκδοση χρέους για τη βελτίωση της παραγωγικότητας αλλά και την ενίσχυση της ασφάλειάς της (αμυντικές δαπάνες).

Η Ένωση χρειάζεται κατά τον ίδιο πολύ περισσότερο συντονισμό στη βιομηχανική πολιτική, ταχύτερες αποφάσεις και μαζικές επενδύσεις, αν θέλει να συμβαδίσει στον οικονομικό τομέα με ανταγωνιστές όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα.

Μετά την επιτυχία του ιστορικού σχεδίου ανάκαμψης έπειτα από την πανδημία της Covid, η ΕΕ θα πρέπει «να συνεχίσει την έκδοση εργαλείων κοινού χρέους για την χρηματοδότηση κοινών προγραμμάτων επενδύσεων με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και της ασφάλειας της ΕΕ», σημειώνει στην εισαγωγή της 400σέλιδης έκθεσης ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, επισημαίνοντας το οικονομικό «χάσμα» που χωρίζει την Ευρώπη από τις ΗΠΑ.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται επιπλέον επενδύσεις ύψους 750-800 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως — που αντιστοιχούν στο 5% του ΑΕΠ – , πολύ υψηλότερο του 1%-2% του Σχεδίου Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως επισημαίνει το Euronews.

170 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΕ 400 ΣΕΛΙΔΕΣ

«Οι ανάγκες για επενδύσεις είναι τεράστιες», προειδοποίησε ο Μάριο Ντράγκι κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στις Βρυξέλλες, παρουσία της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Επιμένοντας ότι υπάρχει ανάγκη «δραστικής αλλαγής» στην ευρωπαϊκή προσέγγιση, παρουσίασε ορισμένες από τις «170 προτάσεις του».

Η ιδέα της έκδοσης κοινού χρέους παραμένει πάντως κόκκινη γραμμή για πολλές χώρες της βόρειας Ευρώπης, με προεξάρχουσα την Γερμανία, που εξακολουθούν να φοβούνται ότι θα υπερχρεωθούν για να καλύψουν τις καθυστερήσεις των χωρών του ευρωπαϊκού νότου. Ήδη, λίγες ώρες μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης Ντράγκι, ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ δήλωσε πως η ΕΕ θα πρέπει να εργαστεί για την κινητοποίηση των αναπτυξιακών δυνάμεων του ιδιωτικού τομέα και όχι για περισσότερο δημόσιο δανεισμό.

“Ωστόσο, ο κοινός δανεισμός της ΕΕ δεν θα λύσει τα διαρθρωτικά προβλήματα”, δήλωσε ο Λίντνερ, προσθέτοντας ότι το κύριο πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη επιδοτήσεων, αλλά η γραφειοκρατία.

Ο Μάριο Ντράγκι αναγνωρίζει ότι αυτό το σχέδιο δεν είναι εφικτό, εκτός «αν συντρέξουν οι πολιτικές και θεσμικές συνθήκες», προσθέτει το Euronews.

Επισημαίνει την ανάγκη κινητοποίησης ιδιωτικών κεφαλαίων για την χρηματοδότηση της καινοτομίας, μέσω της δημιουργίας μίας πραγματικής «Ενωσης αγορών κεφαλαίων».

«Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα ανά κάτοικο έχει αυξηθεί σχεδόν επί δύο φορές στις Ηνωμένες Πολιτείες σε σχέση με την Ευρώπη από το 2000», προειδοποιεί ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην έκθεση αυτή, τη σύνταξη της οποίας υπενθυμίζουμε ζήτησε η πρόεδρος της Κομισιόν και προφανώς κάπως θα πρέπει να την αξιοποιήσει.

Τα πορίσματα της έκθεσης του Μάριο Ντράγκι προορίζονται να γίνουν πηγή έμπνευσης του έργου της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα πέντε προσεχή χρόνια.

Symbolbild zum Thema EU-Wirtschaft, Konjunkturrückgang, Rezession in der Eurozone

ΣΤΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΥΦΕΣΗ

Η Ευρωπαϊκή Ένωση πλήττεται από οικονομική στασιμότητα εδώ και ενάμισι χρόνο. Οι επιδόσεις της στην υπέρβαση της κρίσης που προκλήθηκε από την πανδημία ήταν χαμηλότερες σε σχέση με τις ΗΠΑ, όπως συνέβη και με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.

Η υστέρηση εξηγείται «κυρίως με τη μεγαλύτερη επιβράδυνση της παραγωγικότητας στην Ευρώπη» και αντιπροσωπεύει απειλή για το κοινωνικό της μοντέλο, προειδοποιεί ο Μάριο Ντράγκι.

«Αν η Ευρώπη δεν καταφέρει να γίνει παραγωγικότερη, θα είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε επιλογές. Δεν θα μπορούμε ταυτόχρονα να έχουμε ηγετική θέση στον τομέα των νέων τεχνολογιών, να είμαστε υπόδειγμα κλιματικής υπευθυνότητας και ανεξάρτητος παράγοντας στην διεθνή σκηνή. Δεν θα μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε το κοινωνικό μας μοντέλο. Θα πρέπει να αναθεωρήσουμε προς τα κάτω ορισμένες έως και το σύνολο των φιλοδοξιών μας. Πρόκειται για μία υπαρξιακή πρόκληση».

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΥΛΩΝΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΝΤΡΑΓΚΙ

Οι προτάσεις τις οποίες καταγράφει στην έκθεσή του ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: την τόνωση της καινοτομίας και την κάλυψη του χάσματος που υπάρχει αυτή τη στιγμή με τις ΗΠΑ, τον συνδυασμό της απανθρακοποίησης της οικονομίας με την ανταγωνιστικότητα, και την αύξηση της ασφάλειας και τη μείωση των εξαρτήσεων.

Ειδικά για τη διασύνδεση της ανταγωνιστικότητας με την πράσινη μετάβαση, ο κ. Ντράγκι επεσήμανε πως η αγορά ενέργειας της ΕΕ λειτουργεί βάσει ενός σχεδιασμού (Target Model) από την εποχή όπου στο ενεργειακό μείγμα κυριαρχούσαν το φυσικό αέριο και τα ορυκτά καύσιμα, κάτι που δεν ισχύει σήμερα, ενώ στην αγορά κυριαρχούν εδραιωμένα συμφέροντα, με αποτέλεσμα να μην αξιοποιούνται τα οφέλη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μεταξύ άλλων για μείωση των τιμών ενέργειας.

Τα κύρια ερωτήματα, κατά τον Μάριο Ντράγκι, είναι πώς θα χρηματοδοτηθούν οι τεράστιες επενδύσεις που χρειάζονται και πώς θα μπορέσουν οι 27 να συντονίσουν τις πολιτικές τους.

Όπως σημείωσε ο κ. Ντράγκι, η στρατηγική περιέχει 170 αναλυτικές προτάσεις, οι οποίες είναι αμέσως εφαρμόσιμες χάρη στο προβάδισμα της Ευρώπης όσον αφορά την ποιότητα της εκπαίδευσης, των συστημάτων υγείας και των συστημάτων κοινωνικής ευημερίας.

The flags of China and the European Union waving. International relations and diplomacy.

ΤΟ ΧΑΣΜΑ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΗΠΑ

Όσον αφορά τους πυλώνες της στρατηγικής που προτείνει, ο κ. Ντράγκι σημείωσε κατ’ αρχήν πως πρέπει να κλείσει το χάσμα στην καινοτομία με τις ΗΠΑ, καθώς η Ευρώπη βρίσκεται σε μια «στατική βιομηχανική δομή» με εταιρίες μεσαίου μεγέθους στους ίδιους τομείς όπως πριν 20 χρόνια, τη στιγμή που οι ΗΠΑ έχουν μεταβεί στην ψηφιακή εποχή.

Υπενθύμισε πως από το 2008, το 30% των εταιριών με αξία πέραν του 1 δις ευρώ εγκατέλειψαν την ΕΕ, με τις πλείστες να πηγαίνουν στις ΗΠΑ. Η αδυναμία στον τομέα της τεχνολογίας, όπως είπε, περιορίζει παράλληλα και την καινοτομία σε παραδοσιακούς τομείς.

Σε σχέση με τον δεύτερο πυλώνα, τον συνδυασμό της ανταγωνιστικότητας με την πράσινη μετάβαση, ο κ. Ντράγκι σημείωσε πως η αγορά ενέργειας της ΕΕ σήμερα «είναι ακόμα σχεδιασμένη για μια εποχή όταν το φυσικό αέριο και τα ορυκτά καύσιμα ήταν τα σημαντικά στοιχεία του ενεργειακού μείγματος».

Το 2020, συνέχισε, το φυσικό αέριο καθόριζε τις τιμές της ενέργειας κατά το 60%, παρά το ότι αποτελούσε μόλις 20% του μείγματος, ενώ στην αγορά κυριαρχούν «εδραιωμένα συμφέροντα» και η ενέργεια αποτελούσε μηχανή εσόδων για τους εθνικούς προϋπολογισμούς.

Το αποτέλεσμα, πρόσθεσε, είναι πως δεν μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα οφέλη των ανανεώσιμων για τους καταναλωτές, και για αυτό «πρέπει να στοχεύσουμε στην αποσύνδεση» ώστε οι πολίτες να δουν τη διαφορά στους λογαριασμούς.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ υπογράμμισε την ανάγκη καθαρών τεχνολογιών και την αύξηση της παροχής πράσινης ενέργειας, κάτι που κάνουν με κίνητρα οι ΗΠΑ, τη στιγμή που η Κίνα ανταγωνίζεται την ΕΕ στην παραγωγή αυτών των τεχνολογιών.

Τρίτον, ο κ. Ντράγκι αναφέρθηκε στον πυλώνα των προτάσεων που αφορούν την αύξηση της ασφάλειας και τη μείωση των των εξαρτήσεων, μεταξύ άλλων μέσω εξωτερικής οικονομικής πολιτικής, συμφωνίες με χώρες κλειδιά και οικοδόμηση των δυνατοτήτων της αμυντικής βιομηχανίας.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ

Μιλώντας στο πλαίσιο της συνέντευξης Τύπου, η κ. Φον ντερ Λάιεν υπογράμμισε πως από τότε που ζήτησε τη συγκεκριμένη έκθεση από τον κ. Ντράγκι, πριν έναν χρόνο, το θέμα της ανταγωνιστικότητας έχει κερδίσει δυναμική στις συζητήσεις των κρατών μελών, με την ίδια να το αναδεικνύει στις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη δεύτερη θητεία της τις οποίες δημοσίευσε τον Ιούλιο ενόψει της έγκρισης της υποψηφιότητας της από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Στην παρέμβασή της, η κ. Φον ντερ Λάιεν εστίασε σε τρεις εισηγήσεις της έκθεσης που θεώρησε σημαντικές: την ανάγκη να προχωρήσουν η ψηφιακή και η πράσινη μετάβαση – καθώς οι βάσεις έχουν μπει – μέσω της στήριξης στη βιομηχανία, την ανάγκη για ενίσχυση των δεξιοτήτων των εργαζομένων που θα παράγουν και θα χειρίζονται νέες τεχνολογίες, και την ανάγκη η ΕΕ να είναι ανθεκτική ώστε να καταστεί ανταγωνιστική εστιάζοντας σε ζητήματα όπως την πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες, απαραίτητα εξαρτήματα ή διασύνδεση στον τομέα της ενέργειας.

Εξηγώντας τη φιλοσοφία της ογκώδους έκθεσης, ο κ. Ντράγκι σημείωσε πως αν και έχει ειπωθεί πολλές φορές πως η ανάπτυξη στην ΕΕ επιβραδύνεται, έως και πριν δύο χρόνια δεν θα γινόταν η σημερινή συζήτηση. Ωστόσο σήμερα, επεσήμανε, το παγκόσμιο εμπόριο έχει επίσης επιβραδυνθεί, η αγορά της Κίνας είναι λιγότερη ανοιχτή και μάλιστα ανταγωνίζεται την ΕΕ, η Ευρώπη έχει χάσει τη Ρωσία ως κύρια πηγή φτηνής ενέργειας, και πλέον πρέπει να επενδύσει στην άμυνα της για πρώτη φορά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στο παρελθόν, σημείωσε, η Ευρώπη μπορούσε να επενδύει στην αύξηση του πληθυσμού, ο οποίος αναμένεται να μειωθεί σταδιακά την επόμενη δεκαετία, τη στιγμή που η παραγωγικότητα παραμένει αδύναμη και οι φιλοδοξίες αυξάνονται, τόσο στον τομέα της κλιματικής αλλαγής όσο και στην άμυνα, παράλληλα με την ανάγκη να διατηρηθεί το μοντέλο κοινωνικής πρόνοιας της ηπείρου.

«Οι επενδύσεις που προϋποθέτουν όλα αυτά είναι τεράστιες» τόνισε, κάνοντας λόγο για ανάγκη αύξησης των επενδύσεων κατά 5% του ΑΕΠ, στα επίπεδα που καταγράφηκαν τελευταία φορά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Η ανάπτυξη, συνέχισε, είναι κρίσιμης σημασίας ώστε η ΕΕ να μπορεί να διασφαλίσει τις ιδρυτικές αξίες της ευημερίας, της ισότητας, της ελευθερίας και της δημοκρατίας.

ΒΑΡΟΥΦΑΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ

Τον Μάρτιο του 2024, όταν οι Βρυξέλλες και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και πόλεις συγκλονίζονταν από τον ξεσηκωμό των οργανωμένων γεωργοκτηνοτρόφων, απαιτώντας αλλαγές στις πολιτικές της ΕΕ για την πράσινη μετάβαση και την προστασία του περιβάλλοντος και τη διαφύλαξη των συμφερόντων των αγροτών έναντι του αθέμιτου ανταγωνισμού που υφίστανται από συναδέλφους τους σε τρίτες χώρες, όπου δεν εφαρμόζονται τα αυστηρά και δαπανηρά κριτήρια καταλληλότητας προϊόντων που επιβάλλονται στην ΕΕ, ο οικονομολόγος Γιάνης Βαρουφάκης είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο στον ευρωπαϊκό Τύπο, το οποίο άγγιζε κάποια από τα θέματα που αγγίζει σήμερα και η έκθεση Ντράγκι.

Ο κ. Βαρουφάκης είχε γράψει μεταξύ άλλων σε εκείνο το άρθρο: «Επί πλέον, υπάρχουν δύο πρόσθετα προβλήματα που αγνοούνται εσκεμμένα. Το ένα είναι η Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ, που οι Βρυξέλλες διατυμπανίζουν αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν. Παραδείγματος χάριν, στην Ολλανδία το κορυφαίο οικολογικό πρόβλημα είναι τα νιτρικά άλατα που δηλητηριάζουν δεκαετίες τώρα τον υδροφόρο ορίζοντα. Μετά από δεκαετίες που η κυβέρνηση έκανε τα στραβά μάτια, ξάφνου – υπό την πίεση των Βρυξελλών – απαίτησε από τους Ολλανδούς αγρότες να λύσουν το πρόβλημα με δικό τους κόστος, μεταξύ άλλων μέτρων, “θυσιάζοντας” μία στις τρεις αγελάδες.

Ακόμα πιο δυσεπίλυτο είναι το δεύτερο πρόβλημα που προκάλεσε η 15ετής οικονομική ύφεση που ακολούθησε το τραπεζικό Κραχ του 2008. Το αποτέλεσμα των πανευρωπαϊκών πολιτικών λιτότητας, που ήταν η βασική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης αυτής, ήταν η κατάρρευση των επενδύσεων.

Τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής είναι καταιγιστικά: Η επενδυτική απεργία ευθύνεται για τη σημερινή αποβιομηχάνιση της Γερμανίας και της Βόρειας Ιταλίας ταυτόχρονα.

Ολόκληρο το βιομηχανικό καρτέλ της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης αποδομείται και, έτσι, αδυνατεί να χρηματοδοτεί την Κοινή Αγροτική Πολιτική, όπως είχε συμφωνηθεί με τους τσιφλικάδες του Βορρά από την δεκαετία του ’50.

Παράλληλα, μένει με άδεια τα ταμεία η Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ, με τα βάρη της να πέφτουν δυσανάλογα στους ώμους των αγροτών και των λαϊκών τάξεων.

Με άλλα λόγια», επισήμανε ο κ. Βαρουφάκης, «για τον ξεσηκωμό ακόμα και των πλουσιότερων Γερμανών και Ολλανδών μεγαλοαγροτών, που για πρώτη φορά συναγωνίζονται τους Έλληνες, Γάλλους και Ισπανούς συναδέλφους τους στις κινητοποιήσεις και στα μπλόκα, ευθύνεται ο ανόητος χειρισμός της αναπόφευκτης κρίσης του ευρώ».

Από το περιοδικό Insider

Συνέχεια ανάγνωσης

Ευρωπαϊκή Ένωση

Χαμενεΐ: «Να εξαφανιστεί από εδώ» η Δύση

Δημοσιεύτηκε

στις

Αλί Χαμενεΐ. Φωτ. Office of the Iranian Supreme Leader/WANA (West Asia News Agency) via REUTERS

Ανέφερε ότι «θρηνεί» για τον θάνατο του ηγέτη της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα

Τις «ΗΠΑ και ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες» που «ψευδώς υποστηρίζουν ότι φέρνουν ειρήνη και ηρεμία στην περιοχή» κατηγόρησε ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, για τις περιφερειακές εντάσεις στη Μέση Ανατολή, στις πρώτες του δηλώσεις μετά την πυραυλική επίθεση στο Ισραήλ.

Είπε ότι πρέπει να «χαθούν» από την περιοχή, ώστε οι χώρες της περιοχής να ζήσουν ειρηνικά.

Ανέφερε επίσης ότι «θρηνεί» για τον θάνατο του ηγέτη της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα, αλλά δεν ανέβαλε το πρόγραμμά του επειδή το πένθος του Ιράν είναι μια «αναζωογονητική και κινητήρια δύναμη».

Η εντολή εκτόξευσης πυραύλων στο Ισραήλ την Τρίτη δόθηκε από τον ανώτατο ηγέτη της χώρας – ο οποίος παραμένει σε ασφαλή τοποθεσία, δήλωσε ανώτερος Ιρανός αξιωματούχος στο πρακτορείο ειδήσεων Reuters.

Ναυτεμπορική

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή