Ακολουθήστε μας

Ανθρώπινα Δικαιώματα

Νέλσον “Μαντίμπα” Μαντέλα και οι πολιτικοί του σήμερα

Δημοσιεύτηκε

στις

Ο Μαντίμπα ήταν σίγουρα ο τελευταίος μεγάλος πολιτικός της εποχής μας.

Σταύρος Καλεντερίδης

Στις μέρες μας, η πολιτική έχει χάσει πραγματικά κάθε νόημα και σκοπό αλλά ευτυχώς η ζωή και το έργο κάποιων μεγάλων πολιτικών, όπως ήταν ο Μαντίμπα, μπορεί να μας θυμίσει το ιδεώδες μιας πολιτικής υπέρ του πολίτη και υπέρ της ανθρωπότητας. Από τη μία η ζωή του Μαντίμπα, του πολιτικού με την απέραντη καλοσύνη και το φωτεινό χαμόγελο και από την άλλη η σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα αναδεικνύουν ποιες είναι οι αξιώσεις που πρέπει να έχουμε ως πολίτες από τους εκάστοτε πολιτικούς  της εποχής μας:

Ο Μαντίμπα ήταν πετυχημένος δικηγόρος και πρωτοπόρος στο αντικείμενό του καθώς είχε το μοναδικό νομικό γραφείο στη Ν. Αφρική που ήταν στελεχωμένο από «παιδιά της Αφρικής» και όχι από λευκούς αποικιοκράτες. Ακολουθώντας ένα τελείως διαφορετικό μονοπάτι, οι πολιτικοί του σήμερα είναι συνήθως αβροδίαιτοι επαγγελματίες-πολιτευτές, «αντιπρόσωποι» των πολιτών, δίχως καμία εργασιακή εμπειρία ή καταξίωση.

Το 1952 ο Μαντίμπα κινήθηκε στα βήματα του Μόχαντας “Μαχάτμα” Γκάντι και ξεκίνησε μια Ειρηνική Εκστρατεία κατά του απεχθούς Απαρτχάιντ που μάστιζε τη χώρα του.  Παρόλα αυτά, ο Μαντίμπα ήταν ένας απλός άνθρωπος και πολλές φορές υπέκυπτε σε σφάλματα πηγαίνοντας ενάντια και στην ίδια του τη φύση, πάντα όμως με γνώμονα το καλό της πατρίδος του. Το 1960 εκτελείται η «Σφαγή στο Sharpeville» όπου οι κατοχικές αστυνομικές δυνάμεις δολοφονούν 69 ειρηνικούς αφρικανούς διαδηλωτές. Εξοργισμένος ο Μαντίμπα αποδέχεται τη χρήση βίας για την απελευθέρωση της χώρας του. Μέσα από το λάθος τους αυτό ο Μαντίμπα θα εξαγνιστεί και θα αναδειχθεί ισχυρότερος από ποτέ. Ταυτόχρονα, κάθε σφάλμα, κάθε κακοδιαχείριση, κάθε απάτη και κάθε πράξη διαφθοράς από τους πολιτικούς του σήμερα φαίνεται πως γίνεται για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών και πολλές φορές ενάντια στο κοινό και συλλογικό συμφέρον.
Ο Μαντίμπα ήταν δεινός ρήτορας. Όταν συνελήφθη το 1962, αρνήθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του στη δίκη και αντ’ αυτού εξέδωσε έναν τρίωρο πολιτικό λόγο υπέρ της Ελευθερίας της Αφρικανικής ηπείρου. Η ποινή εναντίον του ήταν ισόβια κάθειρξη. Η ίδια ρητορική τέχνη που δημιουργήθηκε κατά την αρχαιότητα και τελειοποιήθηκε από Έλληνες, έχει καταλήξει σήμερα να υποβαθμίζεται σε χέρια συκοφαντών και δημαγωγών.
Τα επόμενα δεκαοχτώ χρόνια ο Μαντίμπα θα τα περάσει σε ένα κελί διαστάσεων 2,4 επί 2,1 μέτρων. Το πάντα δημιουργικό πνεύμα του βρήκε διέξοδο στην κηπουρική τέχνη και στην επαφή και τη φροντίδα της φύσης. Μία από τις πολλές μικρές του μάχες στη φυλακή ήταν η διαρκής απαίτηση χώρου για τον κήπο του, υπερασπιζόμενος κατά αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα των πολιτικών κρατουμένων για αξιοπρέπεια. Στον ελεύθερο του χρόνου, πάντα ανοιχτόμυαλος και διορατικός, δίδασκε στους συγκρατούμενους του, μελετούσε το Ισλάμ ενώ προσευχόταν σαν Χριστιανός και μάθαινε την «Αφρικάανς» (τη γλώσσα των αποικιοκρατών) για να μπορεί να επικοινωνεί με τους λευκούς δεσμοφύλακες και να τους εντάξει στο σκοπό του. Ο Μαντίμπαθα παραμείνει φυλακισμένος για τρεις συνολικά δεκαετίες για να απελευθερωθεί το 1990 και να λάμψει με το χαμόγελό του όλη η ανθρωπότητα. Στον αντίποδα, οι πολιτικοί του σήμερα φαίνονται αδύναμοι να κατανοήσουν αντίθετες απόψεις και προοπτικές και περιχαρακώνονται σε κενά πολιτικο-ιδεολογικά στεγανά, διχάζοντας κατά αυτό τον τρόπο τους εαυτούς τους αλλά και τους υπόλοιπους πολίτες.
Ο Μαντίμπα ήταν εμπνευσμένος. Όταν αποφυλακίστηκε, μετά από δεκαετίες εξαθλίωσης και βασανιστηρίων, ο Μαντίμπα είχε μέσα του μόνο κατανόηση και αγάπη. Έχοντας συγχωρέσει ήδη τους βασανιστές και δεσμοφύλακές του, το μοναδικό του μέλημα ήταν η ομόνοια του έθνους του. Κατά αυτόν τον τρόπο ο Μαντίμπα είχε συλλάβει ένα χειροπιαστό εθνικό όραμα για τη χώρα του – τη συμφιλίωση. Αντιθέτως και κοιτώντας στο σήμερα, η μείωση του χρέους, η πάταξη της  φοροδιαφυγής ή η επίλυση του μεταναστευτικού δεν αποτελούν οράματα παρά μόνο «ενδιάμεσες» πολιτικές, οι διευθετήσεις των οποίων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάτι θετικό, μεγάλο, ενωτικό και δημιουργικό – ένα σύγχρονο όραμα που απουσιάζει για δεκαετίες από την Ελλάδα.
Ο Μαντίμπα ήταν υπεράνω ιδεολογιών. Με το τέλος του Απαρτχάιντ και τις επικείμενες εκλογές  ο Μαντίμπα έθεσε τον εαυτό του υπεράνω πολιτικών ιδεολογιών ενώ είχε ως μοναδικό μέλημα την πατρίδα του. Ο Μαντίμπα ήταν επίσης υπεράνω κομμάτων. Υπερκομματικός όπως ο Περικλής και ο George Washington, ο Μαντίμπα αποφάσισε με ευθυκρισία ως ο πρώτος Αφρικανός Πρόεδρος της χώρας του, να δημιουργήσει μια κυβέρνησης εθνικής ομόνοιας έτσι ώστε να εκπροσωπείται απόλυτα και η λευκή μειοψηφία. Κάνοντας το ένα βήμα παραπάνω, διόρισε τον F. W. de Klerk, τελευταίο πρόεδρο του Απαρτχάιντ, ως πρώτο Αναπληρωτή Πρόεδρο στην κυβέρνησή του. Οι σημερινές κυβερνήσεις συνεργασίας δημιουργούνται αποκλειστικά λόγω πολιτικού αποτελέσματος και έλλειψης αυτοδυναμίας – είναι δηλαδή υποχρεωτικοί συνασπισμοί αντιπάλων και όχι ειλικρινής αλληλοϋποστήριξη πολιτικών για το γενικότερο καλό και συμφέρον. Αυτό βέβαια είναι αναμενόμενο δεδομένης της σκληρής και απόλυτης κομματικοποίησης της πολιτικής ζωής στην εποχή μας και του μονοπωλίου της εξουσίας από τα κόμματα.
Ο Μαντίμπα ήταν ενωτικός. Υπέρμαχος της φιλοσοφικής έννοιας «ουμπούντου» (πίστη σε έναν οικουμενικό δεσμό που ενώνει όλη την ανθρωπότητα), ο Μαντίμπα κάλεσε ως Πρόεδρος το έθνος να συγχωρέσει τον εαυτό του και να ζήσει με ειρήνη και ομόνοια. Με το τέλος του Απαρτχάιντ και βλέποντας διάφορες παραστρατιωτικές οργανώσεις λευκών και Αφρικανών έτοιμες να κατασπαράξουν τη χώρα με τη βία και το μίσος, ο Μαντίμπα αποφάσισε να καλέσει τον δεσμοφύλακα του στην πρώτη σειρά των επισήμων κατά την τελετή της προεδρικής του ορκωμοσίας και να δηλώσει με αυτό τον τρόπο σε ολόκληρη τη χώρα: «Αν εγώ μπορώ να συγχωρέσω αυτόν που με φυλάκισε και με κακομεταχειρίστηκε, τότε σίγουρα μπορείτε και εσείς να συγχωρέσετε τους γείτονές σας». Οι πολίτες τον άκουσαν και οι προβοκάτορες έχασαν την επιχειρηματολογία των λόγων και των όπλων τους.  Οι ίδιοι προβοκάτορες σήμερα βρίσκουν χώρο για να εκφράσουν τη ρητορική του μίσους πατώντας πάνω στα διασπαστικά και εθνοκτόνα σχόλια των πολιτικών μας, οι οποίοι βασίζονται στην κοινωνική διχόνοια για να τραβήξουν τους πολίτες μακριά από τα δικά τους λάθη και ανεπάρκειες.
Ως δεινός πολιτικός, ο Μαντίμπα επέφερε την πολυπόθητη εθνική ειρήνη και ομόνοια μέσω υψηλής (υπουργοποίηση λευκών πολιτικών) αλλά και χαμηλής πολιτικής (υποστήριξη του Ράγκμπυ ως εθνικού αθλήματος). Σήμερα, κάθε έκφανση της πολιτικής πρακτικής φαίνεται πως έχει αποτύχει, ενώ η αποτυχία αυτή είναι και ο λόγος απαξίωσης της πολιτικής και της απομάκρυνσης των πολιτών από τα δημόσια θέματα.
Ο Μαντίμπα εκπροσωπούσε και εξέφραζε τους συμπολίτες του και στη διεθνή πολιτική σκηνή, όπου ως Γενικός Γραμματέας της «Κίνησης των Αδεσμεύτων Χωρών» κατηγόρησε το Ισραήλ για τις σοβινιστικές πολιτικές του κατά των Παλαιστινίων και μετέπειτα χαρακτήρισε ως «τραγωδία» την επέμβαση των Η.Π.Α. στο Ιράκ. Στον αντίποδα δεσπόζουν οι Έλληνες πολιτικοί, οι οποίοι ταγμένοι υπέρ της μίας ή της άλλη ξένης δύναμης, προχωρούν σε δηλώσεις και πράξεις που δεν εκφράζουν τους Έλληνες πολίτες.
Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του Μαντίμπα ήταν η πολιτική ηθική και το πολιτικό μεγαλείο τα οποία τον οδήγησαν ως έναν σύγχρονο Cincinattus, στο να μην ξαναθέσει υποψηφιότητα για την προεδρία και να αποχωρήσει από την πολιτική σκηνή μετά από μία μόνο θητεία, ενώ η επανεκλογή του σε περίπτωση που το επιθυμούσε θεωρείτο δεδομένη. Η εκλογή και τα πολιτικά αξιώματα φαίνονται όμως πως είναι το κυριότερο μέλημα των πολιτικών της χώρας μας οι οποίοι δεν διστάζουν να θεσιθηρούν και να θυσιάζουν πολιτικές απόψεις, συμμαχίες και ιδεολογίες για την πολυπόθητη εκλογική νίκη.
Το πλέον όμως σημαντικό ήταν πως ο Μαντίμπα συνέχισε να προσφέρει εθελοντικά, αδιάκοπα και ανιδιοτελώς στη χώρα και στους συμπολίτες του. Αμέσως μετά την αποχώρησή του από τα κοινά δημιούργησε ένα κοινωφελές Ίδρυμα, με σκοπό να καταπολεμήσει τη μάστιγα του HIV/AIDS, να προωθήσει την αγροτική ανάπτυξη και τη δημιουργία σχολείων. Αν και όλα τα ανωτέρω στοιχεία και χαρακτηριστικά είναι μοναδικά και ενώνοντάς τα μπορεί να αναδημιουργήσει κανείς το παζλ του μεγαλείου του Μαντίμπα, αξίζει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στο τελευταίο στοιχείο αυτού του εμπνευσμένου πολιτικού, την διαρκή προσφορά του μετά την αποχώρηση από την πολιτική ζωή. Όταν δηλαδή κάθε του πράξη δεν είχε πολιτικό σκοπό ή σκοπιμότητα αλλά εξέφραζε τον ειλικρινή του πόθο για προσφορά. Έναν πόθο που σίγουρα δεν μοιράζονται οι πολιτικοί του σήμερα οι οποίοι αντί να χρησιμοποιούν το πολιτικό τους κεφάλαιο για να προσφέρουν στους πολίτες, αντιθέτως εκμεταλλεύονται τη φήμη τους για ιδιοτελείς σκοπούς: προσωπική και επαγγελματική επιτυχία για το άμεσο κοινωνικό τους περιβάλλον και φυσικά για τους ίδιους. Την ίδια επαγγελματική επιτυχία που όπως προαναφέρθηκε δεν κατέκτησαν ποτέ πριν ασχοληθούν με την πολιτική..
Η περαιτέρω σύγκριση με τον Μαντίμπα βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη.
Είναι αλήθεια πως δεν υπάρχουν πολιτικοί του αναστήματος του Μαντίμπα πουθενά σήμερα στον κόσμο. Κανείς πολιτικός της εποχής μας δεν μοιράζεται τα ευγενή χαρακτηριστικά του. Δίχως αυτά βέβαια, η πολιτική δεν μπορεί να θεωρηθεί πως δρα υπέρ των πολιτών και εύλογα λοιπόν συμπεραίνεται πως η κατωτέρου τύπου πολιτική δεν υπηρετεί ποτέ τους πολίτες. Σε μια εποχή λοιπόν που οι πολίτες δεν εκπροσωπούνται από μεγάλους και εμπνευσμένους πολιτικούς οι διέξοδοι για την κοινωνία είναι δύο. Η προφανής διέξοδος είναι η αναμονή για έναν υπερ-πολιτικό, ένα πολιτικό-σωτήρα. Η διέξοδος που μας προσφέρει όμως η ιστορία του Μαντίμπα είναι διαφορετική – προϋποθέτει την άμεση συμμετοχή των πολιτών, με τη μορφή κινήματος, ή όπως θα το ονομάζαμε στην Ελλάδα, προϋποθέτει Δημοκρατία. Η ιστορία του Μαντίμπα δεν είναι η ιστορία ενός ήρωα που οι πολιτικοί του σήμερα θα ήθελαν να πιστεύουμε. Είναι η ιστορία όλων αυτών των ανθρώπων της Ν. Αφρικής που υπερέβησαν τους εαυτούς τους όπως οι Walter Sisulu, Ahmed Kathrada, Steven Biko και Oliver Tambo. Κυρίως όμως είναι η ιστορία των απλών πολιτών που διψούσαν για Ελευθερία και Δικαιοσύνη. Των χιλιάδων πολιτών που διαμαρτυρήθηκαν, αγωνίσθηκαν, υπέφεραν και τελικά νίκησαν το Απαρτχάιντ και το μίσος στη Νότια Αφρική. Ήταν η συλλογική προσπάθεια και συμμετοχή αυτών των ανθρώπων που έγραψε μία από τις πιο επικές και ηρωικές ιστορίες του 20ου αιώνα.
Η ιστορία του Μαντίμπα λοιπόν απλώνει το φως στη για καιρό ξεχασμένη ιστορία της συμμετοχής, και της Δημοκρατίας. Την ιστορία της στιγμής που οι πολίτες αποκτούν την εξουσία στα χέρια τους και αναδημιουργούν την πολιτική πραγματικότητα και τη ζωή τους.
Δεν νομίζω πως είμαι ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος που θα το πει, αλλά θεωρώ πως πρέπει να ευγνωμονούμε την αρχαία και περήφανη Αφρικανική ήπειρο που χάρισε τον Μαντίμπα στην ανθρωπότητα. Ο Τάτα (πατέρας) του Νοτιοαφρικανικού έθνους, θα μας υπενθυμίζει για πάντα και για όσο υπάρχει Ιστορία, τι σημαίνει ευγενής πολιτική προσφορά και θα προκαλεί τους πολιτικούς της κάθε εποχής να υπερβούν τους εαυτούς τους και να ακολουθήσουν τα βήματα και τα επιτεύγματα μεγάλων πολιτικών προσωπικοτήτων, όπως του Νέλσον “Μαντίμπα” Μαντέλα.

Ανθρώπινα Δικαιώματα

The Hong Kong Post: Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας στοχεύει δημοσιογράφους και οικογένειες στο Χονγκ Κονγκ

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Οι δημοσιογράφοι και οι οικογένειές τους στο Χονγκ Κονγκ βιώνουν κλιμακούμενη παρενόχληση και απειλές από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, τόσο στο διαδίκτυο όσο και εκτός διαδικτύου. Η συχνότητα και η σοβαρότητα αυτών των περιστατικών έχουν αυξηθεί τους τελευταίους μήνες, όπως δήλωσε η πρόεδρος της Ένωσης Δημοσιογράφων του Χονγκ Κονγκ (HKJA) Selina Cheng κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στις 13 Σεπτεμβρίου.

Μια έρευνα από το HKJA αποκάλυψε ότι η συστηματική παρενόχληση κορυφώθηκε μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου του τρέχοντος έτους, με αξιοσημείωτη αύξηση από τα μέσα έως τα τέλη Αυγούστου. Αυτό το κύμα εκφοβισμού επηρέασε 15 οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων 13 Μέσων Ενημέρωσης και δύο ιδρυμάτων κατάρτισης δημοσιογραφίας. Μεταξύ των στόχων ήταν το HKJA, το Hong Kong Free Press, το Inmedia και το Hong Kong Feature. Ειδικοί υποστηρίζουν ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας στοχεύει να ασκήσει έλεγχο στο Χονγκ Κονγκ παρόμοιο με τον έλεγχο του στην ηπειρωτική Κίνα. Το ΚΚΚ φέρεται να ανακατεύεται στην ελευθερία του Τύπου στο Χονγκ Κονγκ, καθώς η χώρα επιτρέπει στους δημοσιογράφους να δημοσιεύουν επικριτικά ρεπορτάζ για την Κίνα και την κυβέρνησή της σε διεθνή Μέσα Ενημέρωσης.

Από τον Ιούνιο, ανώνυμα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παραπόνων από λογαριασμούς Microsoft Outlook, που υποτίθεται ότι προέρχονται από «πατριώτες», έχουν στοχεύσει τουλάχιστον 15 οικογένειες δημοσιογράφων, μαζί με τους εργοδότες ή τους ιδιοκτήτες τους. Αυτά τα μηνύματα, συχνά απειλητικά στη φύση, διέφεραν σε τόνους. Οι μεγαλύτερες οργανώσεις έλαβαν επίσημες καταγγελίες, ενώ τα μικρότερα μέσα αντιμετώπιζαν περισσότερα απειλητικά μηνύματα, μερικές φορές με τη φωτογραφία και το κείμενο του δημοσιογράφου που έμοιαζαν με σημείωμα λύτρων. Πιστεύεται ότι οι πτέρυγες κατασκοπείας του ΚΚΚ, δηλαδή το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας (MSS) και το Υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας (MPS), ενορχηστρώνουν αυτές τις δραστηριότητες. Στόχος τους είναι να εκφοβίσουν τη δημοσιογραφική κοινότητα είτε να εγκαταλείψει το επάγγελμά της είτε να εγκαταλείψει τη χώρα.

Από τον Αύγουστο, το Facebook έχει δει μια έκρηξη εχθρικών αναρτήσεων που στοχεύουν Μέσα Ενημέρωσης και δημοσιογράφους, χαρακτηρίζοντας τις νόμιμες αναφορές ως παράνομες ή ταραχές. Το HKJA ανακάλυψε ότι τουλάχιστον 36 δημοσιογράφοι από διάφορα Μέσα Ενημέρωσης κατονομάζονταν σε αυτές τις θέσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι παρενοχλητές επεξεργάστηκαν ή δημοσίευσαν απειλητικές καταχωρήσεις στη Wikipedia. Επιπλέον, σε τουλάχιστον τέσσερις περιπτώσεις, παρενοχλητικά μηνύματα στάλθηκαν στους αριθμούς τηλεφώνου της εργασίας ή του σπιτιού των δημοσιογράφων λίγο μετά τη δημοσίευση αυτών των αναρτήσεων.

Ο πρωταρχικός στόχος του ΚΚΚ είναι να εκφοβίσει τους δημοσιογράφους, τις οικογένειές τους ή τους συνεργάτες τους, διαταράσσοντας τις πηγές εισοδήματός τους ή τις κοινωνικές τους σχέσεις. Αυτή η στρατηγική στοχεύει να τους πιέσει, να τους απομονώσει και να τους απειλήσει, αναγκάζοντας τελικά τους δημοσιογράφους να παραιτηθούν από τη δουλειά ή τους συνδικαλιστικούς ρόλους τους. Ο Τσενγκ περιέγραψε αυτές τις επιθέσεις ως «συντονισμένες και συστηματικές», με στόχο τη δημοσιογραφική κοινότητα στο σύνολό της και όχι συγκεκριμένα άτομα. Η HKJA καταδίκασε αυτές τις τακτικές εκφοβισμού και επιβεβαίωσε τη δέσμευσή της να αντισταθεί στις προσπάθειες φίμωσης του Τύπου. Ωστόσο, στις δηλώσεις τους, απέφυγαν να εμπλέξουν άμεσα την κινεζική κομμουνιστική κυβέρνηση.

Ο Τσενγκ συνέκρινε την παρενόχληση με μια «εξόρμηση για ψάρεμα», όπου οι δράστες προχωρούν εάν ο στόχος δεν ανταποκριθεί. Τουλάχιστον τέσσερα θύματα που συμμετείχαν με τους παρενοχλητές αντιμετώπισαν κλιμακούμενες απειλές. Συμβούλεψε τους δημοσιογράφους να αναφέρουν αυτά τα περιστατικά στην αστυνομία, να ενημερώσουν τον Επίτροπο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (PCPD) και να αποφύγουν την αλληλεπίδραση με τους παρενοχλητές. Αν και ορισμένα μηνύματα ανέφεραν ζητήματα όπως οι εκλογές στην Ταϊβάν ή η απαγόρευση του Χονγκ Κονγκ για τα ιαπωνικά θαλασσινά, ο Τσενγκ σημείωσε ότι η παρενόχληση δεν φαίνεται να συνδέεται με συγκεκριμένες ιστορίες ή καταστήματα.

Στα τέλη Ιουλίου, ο Τσενγκ και δύο από τα μέλη της οικογένειάς της παρενοχλήθηκαν. Τα email κατηγορούσαν τους συγγενείς της ότι προωθούν «αντικινεζικά αισθήματα» και απείλησαν τους εργοδότες τους, προειδοποιώντας ότι μπορεί να κινδυνεύσουν να παραβιάσουν τον Νόμο Εθνικής Ασφάλειας ή το Άρθρο 23 εάν συνέχιζαν να συνδέονται με τα μέλη της οικογένειας του Τσενγκ.

Η HKJA, μαζί με τουλάχιστον τρεις δημοσιογράφους, έχει αναφέρει αυτά τα περιστατικά στην αστυνομία. Η HKJA κατήγγειλε αυτές τις ενέργειες ως εκφοβισμό και σοβαρή παραβίαση της ελευθερίας του Τύπου στο Χονγκ Κονγκ. Οι παρενοχλητές χρησιμοποίησαν τακτικές δυσφήμισης και εκφοβισμού για να εμποδίσουν τους δημοσιογράφους να εργάζονται ελεύθερα. Η Ένωση έχει επίσης προσεγγίσει πλατφόρμες όπως το Meta και η Wikipedia. Σε απάντηση, η Wikipedia απαγόρευσε έναν χρήστη που δημοσίευσε προσωπικά στοιχεία δημοσιογράφων. Επιπλέον, η HKJA κινεί νομικές ενέργειες και έχει υποβάλει καταγγελίες στον Επίτροπο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (PCPD).

Επιπλέον, τρία θύματα ανέφεραν ότι οι αποσκευές τους ερευνήθηκαν από το τελωνείο κατά την επανείσοδό τους στο Χονγκ Κονγκ και δύο από αυτά έλαβαν απειλητικά μηνύματα WhatsApp λίγο μετά την άφιξή τους. Η HKJA εξέφρασε ανησυχίες για πιθανές διαρροές κυβερνητικών δεδομένων, καθώς οι παρενοχλητές είχαν πρόσβαση σε προσωπικές πληροφορίες που δεν θα έπρεπε να είναι διαθέσιμες στο κοινό. Αν και δεν υπάρχουν άμεσες αποδείξεις που να συνδέουν την παρενόχληση με κυβερνητικές υπηρεσίες, η HKJA ζήτησε τη διεξαγωγή έρευνας και προέτρεψε τις αρχές να προστατεύσουν το απόρρητο των δημοσιογράφων.

Το HKJA ενθαρρύνει τους δημοσιογράφους και τις οικογένειές τους που υφίστανται παρενόχληση να αναζητήσουν επαγγελματική υποστήριξη, είτε μέσω του HKJA είτε μέσω των υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Ο Σύλλογος έχει δημιουργήσει υπηρεσίες συναισθηματικής συμβουλευτικής για να βοηθήσει όσους επηρεάζονται από αυτά τα περιστατικά. Συμβουλεύει επίσης τους δημοσιογράφους να προστατεύουν τα προσωπικά τους στοιχεία αποφεύγοντας την κοινή χρήση οικογενειακών φωτογραφιών στο διαδίκτυο και χρησιμοποιώντας ισχυρούς, μοναδικούς κωδικούς πρόσβασης με επαλήθευση σε δύο βήματα για τους λογαριασμούς τους.

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με αυτό το θέμα στην εβδομαδιαία συνέντευξη Τύπου του στις 17 Σεπτεμβρίου, ο Διευθύνων Σύμβουλος του Χονγκ Κονγκ Τζον Λι δήλωσε ότι όποιος χρειάζεται βοήθεια από τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου μπορεί να αναφερθεί στην αστυνομία ή σε αρμόδια τμήματα όπως το Τμήμα Μετανάστευσης ή τα Τελωνεία και Τμήμα ειδικών φόρων κατανάλωσης. «Οι αρχές επιβολής του νόμου θα χειριστούν τις υποθέσεις αμερόληπτα», διαβεβαίωσε.

ΠΗΓΗ: The Hong Kong Post

Συνέχεια ανάγνωσης

Ανθρώπινα Δικαιώματα

Καναδός που κρατήθηκε για 1000 ημέρες στην Κίνα για κατασκοπεία περιγράφει την οδυνηρή εμπειρία του

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Τον ανέκριναν για 6 έως 9 ώρες καθημερινά, τον έκλειναν σε μια καρέκλα για ώρες και τον αναγκάζανε να επιβιώνει με τρία μπολ με ρύζι την ημέρα.

Ένας Καναδός πολίτης που πέρασε 1.000 ημέρες στην κινεζική κράτηση αποκάλεσε την εμπειρία τίποτα λιγότερο από ψυχολογικά βασανιστήρια που δεν θα ξεχάσει. Το θύμα κρατήθηκε με κατηγορίες κατασκοπείας από τις κινεζικές αρχές και επέστρεψε στην πατρίδα του το 2021, σύμφωνα με ρεπορτάζ του CNN.

Ο λόγος για τον Michael Kovrig, είναι ένας από τους δύο Καναδούς πολίτες που κρατήθηκαν από την Κίνα για περισσότερες από 1.000 ημέρες για καταγγελίες κατασκοπείας, τέθηκε σε απομόνωση για έξι μήνες και υποβλήθηκε σε συνεχείς ανακρίσεις, κάτι που σύμφωνα με τον ίδιο ήταν ψυχολογικά βασανιστήρια.

«Ήταν ψυχολογικά, απολύτως, το πιο εξαντλητικό, οδυνηρό πράγμα που έχω ζήσει ποτέ», είπε ο Κόβριγκ στις πρώτες του δηλώσεις που έδωσε σε καναδικό ειδησεογραφικό οργανισμό CBC μετά την απελευθέρωση από την κινεζική φυλακή πριν από τρία χρόνια.

«Προσπαθούν να εκφοβίσουν, να βασανίσουν, να τρομοκρατήσουν και να σας εξαναγκάσουν να αποδεχτείτε την ψεύτικη εκδοχή της πραγματικότητας», είπε ο Κόβριγκ.

Ο Καναδός πολίτης είχε εμπλακεί σε μια τριετή διπλωματική διαμάχη που ξεκίνησε το 2021 όταν οι καναδικές αρχές συνέλαβαν την Meng Wanzhou, την οικονομική διευθύντρια του κινεζικού τεχνολογικού κολοσσού Huawei, στο Βανκούβερ με την κατηγορία της απάτης. Ο Κόβριγκ αφέθηκε ελεύθερος μόνο αφού οι εισαγγελείς των ΗΠΑ απέρριψαν το αίτημα έκδοσης και συμφώνησαν να αφήσουν ελεύθερο τον Μενγκ, σχεδόν δύο χρόνια αργότερα.

Ο Kovrig, ο οποίος ήταν πρώην διπλωμάτης, εργαζόταν ως ανώτερος σύμβουλος για το think tank International Crisis Group. Σύμφωνα με πληροφορίες, επέστρεφε στο σπίτι με τη σύντροφό του μετά το δείπνο στο Πεκίνο στις 10 Δεκεμβρίου 2018. Η σύντροφός του εκείνη την εποχή ήταν έξι μηνών έγκυος όταν συνελήφθη από τις κινεζικές αρχές.

«Ανεβήκαμε μια σπειροειδή σκάλα ακριβώς μπροστά από την πλατεία μπροστά από την πολυκατοικία μου και μπουμ. Υπήρχαν δώδεκα άντρες στα μαύρα με κάμερες πάνω τους γύρω μας, που φώναζαν στα κινέζικα, «Αυτός είναι», θυμάται ο Κόβριγκ.

Το ειδησεογραφικό ρεπορτάζ της Canadian Broadcasting Corporation (CBC) αναφέρθηκε στο ρεπορτάζ του CNN για τον Κόβριγκ, στο οποίο είχε πει ότι κατά τη σύλληψή του του πέρασαν χειροπέδες, του έδεσαν τα μάτια και τον πέταξαν σε ένα μαύρο SUV και στη συνέχεια τον πήγαν σε ένα κελί με επένδυση που θα ήταν το σπίτι του για τους επόμενους έξι μήνες.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ανθρώπινα Δικαιώματα

Απαγωγές φοιτητών στο Βελουχιστάν από το πακιστανικό καθεστώς!

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Η πακιστανική κυβέρνηση κλείνει συνεχώς τα μάτια στις κραυγές για δικαιοσύνη στο Βελουχιστάν.

Το Πακιστάν έχει μακρά ιστορία αναγκαστικών εξαφανίσεων και εξωδικαστικών δολοφονιών, με στόχο ιδιαίτερα υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ακτιβιστές μειονοτήτων που επικρίνουν την κυβέρνηση και τον στρατό, καθώς και άτομα που είναι ύποπτα για εμπλοκή με την αντιπολίτευση.

Εν μέσω συνεχιζόμενων εξαφανίσεων και εξωδικαστικών δολοφονιών στο Μπαλουχιστάν, δύο νεαροί άνδρες, ο Akhtar Shah και ο Sahaj Mengal, απήχθησαν βίαια από τα σπίτια τους από τις ένοπλες δυνάμεις του Πακιστάν στην περιοχή Killi Pandrani, όπως αναφέρει η “Balochistan Post“.

Στις 23 Σεπτεμβρίου, μεγάλος αριθμός πακιστανικών δυνάμεων περικύκλωσε την Killi Pandrani και πραγματοποίησαν επιδρομές σε σπίτια.

Κατά τη διάρκεια αυτής της επιχείρησης, συνέλαβαν τους δύο νεαρούς, τους έδεσαν τα μάτια και τους τοποθέτησαν με τη βία στα οχήματά τους. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν πληροφορίες για το πού βρίσκονται, ενώ οι αρχές της περιοχής δεν έχουν ακόμη δηλώσει το περιστατικό.

 

 

«Ανησυχούμε βαθιά για την εξαναγκαστική εξαφάνιση δύο μαθητών, του Musa Khaliqdad και του Sameer Majeed. Στις 22 Σεπτεμβρίου και οι δύο βρίσκονταν βίαια από τον στρατό του Πακιστάν στο Dasht Doro, ένα στρατιωτικό σημείο ελέγχου ενώ ταξίδευαν από το Gwadar στο Kapkapar. Προτρέπουμε τις πακιστανικές αρχές να αποκαλύψουν αμέσως πού βρίσκονται και να διασφαλίσουν την ασφαλή επιστροφή τους», δήλωσε το Pank (Τμήμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Εθνικού Κινήματος Baloch) στο X.

Σύμφωνα με τη “Balochistan Post”, 37 άνθρωποι εξαφανίστηκαν βίαια σε όλο το Βελουχιστάν μόνο τον Αύγουστο, ενώ 9 άτομα εξακολουθούν να αγνοούνται, ενώ βρέθηκαν 6 σοροί. Παρά τις πολυετείς διαμαρτυρίες, τις συγκεντρώσεις και την αυξανόμενη διεθνή ευαισθητοποίηση, η πακιστανική κυβέρνηση κλείνει συνεχώς τα μάτια στις κραυγές για δικαιοσύνη στο Βελουχιστάν.

Το Πακιστάν έχει μακρά ιστορία αναγκαστικών εξαφανίσεων και εξωδικαστικών δολοφονιών, με στόχο ιδιαίτερα υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ακτιβιστές μειονοτήτων που επικρίνουν την κυβέρνηση και τον στρατό, καθώς και άτομα που είναι ύποπτα για εμπλοκή με την αντιπολίτευση. Η ανεξέλεγκτη ισχύς του στρατού, σε συνδυασμό με μια συνένοχη κυβέρνηση, έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον φόβου και καταστολής.

Η εμμονή των εξαναγκαστικών εξαφανίσεων στο Μπαγκλαντές παραμένει μια κρίσιμη ανησυχία για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με ουσιαστικά στοιχεία που δείχνουν εκτεταμένες και συστηματικές καταχρήσεις από τις πακιστανικές δυνάμεις ασφαλείας. Ο λαός του ΒΕλουχιστάν καλεί επειγόντως για διεθνή προσοχή και παρέμβαση για την αντιμετώπιση αυτών των σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η αυξανόμενη συχνότητα εξαναγκαστικών εξαφανίσεων όχι μόνο παραβιάζει τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά υπογραμμίζει επίσης τις βάναυσες τακτικές που εφαρμόζει ο Πακιστανικός Στρατός για να φιμώσει τα αιτήματα του λαού των Μπαλώχ για αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή