Ακολουθήστε μας

Ιστορία - Πολιτισμός

Ενδίδοντας στην εμπορική λογική. Το παράδειγμα της παρένθετης μητρότητας

Δημοσιεύτηκε στις

Με αφορμή τον νόμο 5089/2024 «Ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και άλλες διατάξεις», ο οποίος ψηφίστηκε πρόσφατα στη Βουλή,[1] το ζήτημα της παρένθετης μητρότητας απασχόλησε έντονα τον δημόσιο διάλογο. Με τον όρο «παρένθετη μητρότητα» εννοείται η αναπαραγωγική μέθοδος, κατά την οποία μία γυναίκα κυοφορεί και γεννά ένα παιδί για λογαριασμό ενός άλλου προσώπου. Στην Ελλάδα, η μέθοδος αυτή επετράπη για πρώτη φορά με τον νόμο 3089/2002. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1 του νόμου αυτού δημιούργησε το άρθρο 1458 του Αστικού κώδικα, σύμφωνα με το οποίο «η μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γονιμοποιημένων ωαρίων, ξένων προς την ίδιαν, και η κυοφορία από αυτήν επιτρέπεται με δικαστική άδεια που παρέχεται πριν από τη μεταφορά, εφόσον υπάρχει έγγραφη και χωρίς αντάλλαγμα συμφωνία των προσώπων που επιδιώκουν να αποκτήσουν τέκνο και της γυναίκας που θα κυοφορήσει, καθώς και του συζύγου της, αν αυτή είναι έγγαμη».[2] «Η δικαστική άδεια», συνεχίζει το άρθρο, «παρέχεται υστέρα από αίτηση της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτή είναι ιατρικώς αδύνατο να κυοφορήσει και ότι η γυναίκα που προσφέρεται να κυοφορήσει είναι, εν όψει της κατάστασης της υγείας της, κατάλληλη για κυοφορία».[3]

Διαβάζοντας το άρθρο 1458 καταλαβαίνουμε, πρώτον, ότι το ελληνικό δίκαιο δεν επιτρέπει τη λεγόμενη «πλήρη υποκατάστατη μητρότητα», δηλαδή την σπερματέγχυση (in vivo). Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό ορίζει ότι επιτρέπεται «μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γονιμοποιημένων ωαρίων, ξένων προς την ιδία».[4] Συνεπώς, νόμιμη είναι μόνο η λεγόμενη «μερική υποκατάστατη μητρότητα», δηλαδή η κύηση ύστερα από εξωσωματική γονιμοποίηση (in vitro) και μεταφορά των γονιμοποιημένων ωαρίων στην μήτρα της κυοφόρου. Για την εξωσωματική γονιμοποίηση μπορούν να χρησιμοποιηθούν ωάρια είτε της μελλοντικής μητέρας είτε τρίτης δότριας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί επιπλέον ότι η ελληνική νομοθεσία επιτρέπει τη δωρεά γαμετών χωρίς να ορίζει ότι στην περίπτωση της παρένθετης μητρότητας το παιδί που θα γεννηθεί θα πρέπει υποχρεωτικά να είναι γενετικά συνδεδεμένο με έναν από τους δύο γονείς. Αυτό οδηγεί στη σκέψη ότι επιτρέπεται η λεγόμενη «διπλή δωρεά γαμετών», δηλαδή σπέρματος και ωαρίων.[5] Δεύτερον, διαβάζοντας το άρθρο 1458 του Αστικού κώδικα σε συνδυασμό με τα άρθρα 1455[6] και 1456[7] του ίδιου κώδικα που εισήγαγε ο νόμος 3089/2002, είναι σαφές πως η μέθοδος αυτή επιτρέπεται για λογαριασμό μιας άγαμης γυναίκας[8] ή ενός ετερόφυλου ζευγαριού.[9] Συνεπώς, τα εμπλεκόμενα στη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας πρόσωπα είναι η μελλοντική μητέρα ή οι μελλοντικοί γονείς, η κυοφόρος γυναίκα και, εάν είναι απαραίτητη η δωρεά γαμετών, η δότρια ωαρίων ή/και ο δότης σπέρματος.

Η παρένθετη μητρότητα στην Ελλάδα ρυθμίζεται καταρχήν από τον νόμο 3089/2002 και έπειτα από τους νόμους που τον συμπλήρωσαν και τον τροποποίησαν, ήτοι τους νόμους 3305/2005, 4707/2014 και 4958/2022. Ο πρόσφατος νόμος 5089/2024 «Ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και άλλες διατάξεις» δεν διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της παρένθετης μητρότητας στα ομόφυλα ζευγάρια ή τους άγαμους άνδρες. Επιτρέπει όμως, υπό προϋποθέσεις, την αναγνώριση της γονεϊκής σχέσης που έχει δημιουργηθεί νομίμως στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένης, επί της αρχής τουλάχιστον, της γονεϊκής σχέσης που έχει δημιουργηθεί μεταξύ δύο ανδρών ή δύο γυναικών και ενός παιδιού που γεννήθηκε μέσω παρένθετης μητρότητας σε χώρα που επιτρέπει την πρακτική αυτή και για πρόσωπα ίδιου φύλου.[10] Υπό το δεδομένο αυτό, μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι η παρένθετη μητρότητα αποτέλεσε αντικείμενο εκτεταμένης συζήτησης.[11]

Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται σε ένα από τα βασικά επιχειρήματα που εκφράζονται συχνά κατά της αναπαραγωγικής αυτής μεθόδου, αυτό της εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου σώματος και της αναπαραγωγής.[12] Αρχικά, εστιάζει στη νομική αποτύπωση του όρου αυτού, δηλαδή στις προϋποθέσεις συμβατότητας της παρένθετης μητρότητας με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αξίας του ανθρώπου[13] ή, με άλλα λόγια, στα στοιχεία του ελληνικού δικαίου, τα οποία λειτουργούν προστατευτικά κατά της εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου σώματος και της αναπαραγωγής (Ι). Στη συνέχεια, επιχειρεί να καταδείξει τα στοιχεία που, στο παρόν θεσμικό, νομικό και οικονομικό, πλαίσιο της παρένθετης μητρότητας στην Ελλάδα, υπονομεύουν την πλήρη προστασία κατά της εμπορευματοποίησης (ΙΙ).

Ι. Η αξία του ανθρώπου ως όριο στην εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου σώματος

Με τον όρο «εμπορευματοποίηση» αποδίδεται η μετατροπή ενός αγαθού ή μίας διαδικασίας σε εμπόρευμα, δηλαδή σε κάτι, από την εκμετάλλευση του οποίου μπορεί ένα πρόσωπο να αποκομίσει κέρδος. Στο χώρο της παρένθετης μητρότητας, ο κίνδυνος εμπορευματοποίησης αφορά, αφενός, το σώμα και τις αναπαραγωγικές λειτουργίες της κυοφόρου, αφετέρου, το παιδί που θα γεννηθεί. Έτσι, έχει διατυπωθεί ευρέως η άποψη ότι η λεγόμενη «επ’ αμοιβή» ή «εμπορική» παρένθετη μητρότητα είναι αντίθετη με την αρχή της αξίας του ανθρώπου.[14] Η τελευταία κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας».[15] Επιπλέον, το άρθρο 7 § 2 του Συντάγματος προβλέπει ότι «τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως νόμος ορίζει».[16] Τέλος, το άρθρο 106 § 2 ορίζει ότι «η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας».[17] Βασικό θεμέλιο της συνταγματικής προστασίας της αξίας του ανθρώπου συνιστά το άρθρο 2 § 1, το οποίο λόγω θέσης και περιεχόμενου μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ερμηνευτικό εργαλείο των υπόλοιπων διατάξεων του Συντάγματος.[18]

Όπως σημειώνουν πολλοί συγγραφείς,[19] η έννοια «αξία του ανθρώπου» σχετίζεται με την αναγνώριση του τελευταίου από το δίκαιο «ως υποκειμένου δικαίου», δηλαδή ως «φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων»,[20] Παρουσιάζει δε μια αντικειμενική και μια υποκειμενική διάσταση. Η πρώτη δεν αφορά σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά, αντίθετα, αναφέρεται στον κάθε άνθρωπο και ενδιαφέρει το σύνολο της κοινωνίας. Το περιεχόμενό της είναι, λοιπόν, ανεξάρτητο από τη βούληση συγκεκριμένων υποκειμένων δικαίου και παραπέμπει, με βάση την ερμηνεία, στην οποία προβαίνουν πολλοί και πολλές συγγραφείς,[21] στο καντιανό αξίωμα, με βάση το οποίο οι άνθρωποι πρέπει να λειτουργούν μόνο ως σκοπός και όχι ως μέσo επίτευξης σκοπών.[22] Η δεύτερη διάσταση της «αξίας του ανθρώπου» συνδέεται με τον φορέα αυτής, δηλαδή με το κάθε συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο και τα δικαιώματά του. Και οι δύο προστατεύονται από το Σύνταγμα και η πρώτη θεωρείται προϋπόθεση της δεύτερης.[23]

Κατά την κρατούσα άποψη, η επ’ αμοιβή παρένθετη μητρότητα θεωρείται αντίθετη στο άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος ακριβώς γιατί μετατρέπει την κυοφόρο γυναίκα και το παιδί από υποκείμενα σε αντικείμενα δικαίου: η μεν κυοφόρος υποβιβάζεται σε αναπαραγωγική μηχανή, καθώς το σώμα και οι αναπαραγωγικές της λειτουργίες χρησιμοποιούνται για χάρη άλλων ανθρώπων έναντι πληρωμής· το δε παιδί μετατρέπεται σε εμπόρευμα, αφού θεωρείται ότι, καταθέτοντας χρήματα στην κυοφόρο, οι μελλοντικοί γονείς στην ουσία το αγοράζουν.[24] Βέβαια, ορισμένοι συγγραφείς εκφράζουν τη σκέψη ότι η θεσμοθετημένη αμοιβή θα καθιστούσε μεν την παρένθετη μητρότητα μια οικονομική συναλλαγή με κερδοσκοπικό χαρακτήρα, η οποία όμως δεν θα ήταν εξ ορισμού ασυμβίβαστη με την αρχή της αξίας του ανθρώπου, αλλά ότι αντίθετα θα αποτελούσε μια μορφή κοινωνικής και συμβολικής αναγνώρισης της σωματικής εργασίας που καλείται να καταβάλλει η κυοφόρος, κάτι το οποίο, κατά μία εκδοχή αυτής της άποψης, θα μπορούσε να συμβάλλει στην προώθηση της ελευθερίας και της χειραφέτησης των γυναικών.[25] Η σκέψη αυτή δεν πείθει, ωστόσο, τον Έλληνα νομοθέτη, ο οποίος θεωρεί ότι μόνο η λεγόμενη «αλτρουιστική» παρένθετη μητρότητα, αυτή δηλαδή η οποία διεξάγεται χωρίς αμοιβή της κυοφόρου, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, αλλά και τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα ∆ικαιώματα και τη Βιοϊατρική, γνωστή ως σύμβαση του Οβιέδο, η οποία προβλέπει ότι «το ανθρώπινο σώμα και τα τμήματά του δεν αποτελούν, ως τέτοια, πηγή οικονομικού οφέλους».[26] Όρισε, λοιπόν, ότι η παρένθετη μητρότητα είναι μεν επιτρεπτή αλλά γίνεται πάντοτε «χωρίς αντάλλαγμα».[27] Συνεπώς, θεωρεί ότι μόνο η εμπορική παρένθετη μητρότητα είναι per se αντίθετη με την αρχή προστασίας της αξίας του ανθρώπου.

Ο Έλληνας νομοθέτης επιτρέπει την αναπαραγωγική αυτή μέθοδο αναφέροντας μάλιστα στην εισηγητική έκθεση του νόμου 3089/2002 ότι η απόφαση συμμετοχής σε αυτή εμπίπτει στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας,[28] το οποίο περιλαμβάνει τόσο το δικαίωμα των μελλοντικών γονέων πρόσβασης στην αναπαραγωγή[29] όσο και την απόφαση της κυοφόρου να αποφασίζει η ίδια το πώς θα διαθέτει το σώμα της.[30] Στο πλαίσιο αυτό, ο Έλληνας νομοθέτης εξηγεί ότι η αρχή της αξίας του ανθρώπου και τα δικαιώματα όλων των εμπλεκόμενων στη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας προσώπων γίνονται σεβαστά μέσω των νομικών διαδικασιών της στάθμισης και της εναρμόνισης.[31] Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι το δικαίωμα πρόσβασης των μελλοντικών γονέων στην αναπαραγωγή εναρμονίζεται με την αρχή της αξίας του ανθρώπου, το συμφέρον του παιδιού και τα δικαιώματα της κυοφόρου, γιατί η παρένθετη μητρότητα επιτρέπεται μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, γίνεται χωρίς αμοιβή και κυρίως υπόκειται σε προηγούμενη δικαστική άδεια.[32] Σχετικά με το τελευταίο στοιχείο, ο νόμος 3089/2002 προβλέπει ότι η γυναίκα που επιθυμεί να αποκτήσει παιδί μέσω παρένθετης μητρότητας υποβάλλει στο δικαστήριο τη σύμβαση που έχει υπογράψει η ίδια και, αν είναι παντρεμένη ή έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, ο σύζυγος ή σύντροφός της, με την υποψήφια κυοφόρο και ενδεχομένως τον σύζυγο ή σύντροφό αυτής.[33] Αφού καταθέσει τη σύμβαση, ζητεί την άδεια από το αρμόδιο δικαστήριο.[34] Για να δοθεί αυτή η άδεια, το δικαστήριο ελέγχει ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του νόμου και, συνεπώς, επιβεβαιώνει ότι δεν υπήρξε αμοιβή.

Εκτός από την υποχρέωση διερεύνησης της καταβολής ή όχι αμοιβής, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να διερευνήσει αν ασκήθηκαν ψυχολογικές ή οικονομικές πιέσεις στην υποψήφια κυοφόρο.[35] Σίγουρα, από τη στιγμή που η τελευταία έχει υπογράψει τη σύμβαση και είναι δικαιοπρακτικά ικανή, είναι πάρα πολύ δύσκολο να αποδειχθεί ότι η συναίνεσή της είναι προϊόν πιέσεων.[36] Σε κάθε περίπτωση όμως, ο δικαστής μπορεί να ζητήσει να εμφανιστεί η κυοφόρος στο δικαστήριο, καθώς και να καταθέσουν μάρτυρες πέραν του ενός που απαιτεί ο νόμος.[37] Έτσι, θα έχει στη διάθεσή του περισσότερα στοιχεία προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση.[38]

Επιπλέον αυτών των στοιχείων, ο νόμος 3089/2002 ορίζει πως απαραίτητη προϋπόθεση για την διεξαγωγή παρένθετης μητρότητας είναι οι δύο γυναίκες που συμμετέχουν στη διαδικασία, δηλαδή η μελλοντική μητέρα και η κυοφόρος, να έχουν, και οι δύο, την κατοικία τους στην Ελλάδα.[39] H διάταξη αυτή, η οποία καταργήθηκε το 2014,[40] θεωρούνταν ότι προστατεύει από τον «αναπαραγωγικό τουρισμό», εφόσον ορίζει πως για να αποκτήσει παιδί μέσω παρένθετης μητρότητας στην Ελλάδα μία γυναίκα πρέπει να έχει οργανικό σύνδεσμο με τη χώρα. Με άλλα λόγια, η καταργηθείσα διάταξη επεδίωκε να μην καταστεί η Ελλάδα προορισμός για γυναίκες και ζευγάρια των οποίων οι χώρες καταγωγής απαγορεύουν την παρένθετη μητρότητα, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην Γαλλία.[41]

Ο νόμος 3305/2005 συμπληρώνει τον 3089/2002, ορίζοντας ότι σε περίπτωση αμοιβής, όχι μόνο οι μελλοντικοί γονείς δεν δικαιούνται να προβούν σε παρένθετη μητρότητα, αλλά επιπλέον υπέχουν ποινικές κυρώσεις.[42] Πέρα από την αμοιβή της κυοφόρου, η ελληνική νομοθεσία τιμωρεί ποινικά και διάφορες άλλες πράξεις που έχουν εμπορικό χαρακτήρα και συμβάλλουν στη συγκρότηση μιας «αγοράς παρένθετης μητρότητας», όπως η αγοραπωλησία γενετικού υλικού[43] ή η διαφήμιση της παρένθετης μητρότητας.[44]

Με βάση τα παραπάνω, παρατηρούμε ότι επί της αρχής υπάρχουν στο ελληνικό δίκαιο εχέγγυα διασφάλισης όχι μόνο του μη εμπορικού χαρακτήρα της παρένθετης μητρότητας αλλά και της απουσίας πιέσεων της υποψήφιας κυοφόρου από τους μελλοντικούς γονείς. Βέβαια, πολλοί και πολλές συγγραφείς αμφισβητούν την σωστή λειτουργία αυτών[45] ή πολύ περισσότερο θεωρούν ότι οι πιο πρόσφατοι νόμοι λειτουργούν προς αντίθετη κατεύθυνση ευνοώντας τον λεγόμενο «αναπαραγωγικό τουρισμό» και την εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου σώματος και της αναπαραγωγής.[46] Η ανάλυση που ακολουθεί αναφέρει επιγραμματικά τα διαφορετικά σημεία κριτικής της θεωρίας και αναδεικνύει πώς το υπάρχον θεσμικό, νομικό και οικονομικό, πλαίσιο επιτρέπει ήδη την δημιουργία μιας «αγοράς παρένθετης μητρότητας» στην Ελλάδα αδυνατώντας να προστατέψει πλήρως κατά της εμπορευματοποίησης.

ΙΙ. Η αποδυνάμωση της προστασίας κατά της εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου σώματος

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Έλληνας νομοθέτης θεωρεί ότι προστατεύει κατά της εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου σώματος και της αναπαραγωγής γιατί απαγορεύει την επ’ αμοιβή παρένθετη μητρότητα. Και στην αλτρουιστική της όμως εκδοχή, η αναπαραγωγική αυτή μέθοδος θα μπορούσε κατά περίπτωση να θεωρηθεί αντίθετη στα δικαιώματα της κυοφόρου, και συγκεκριμένα στην προσωπική της ελευθερία,[47] την ιδιωτική της ζωή[48] καθώς και την αξιοπρέπειά της[49] καθώς η μακρά διάρκεια της εγκυμοσύνης και η ενδεχομένως μειονεκτική, κοινωνικά και οικονομικά, θέση της σε σχέση με τους μελλοντικούς γονείς θα μπορούσαν να την καταστήσουν ευάλωτη σε πιέσεις για να δεχτεί να συμμετάσχει στην διαδικασία ή ακόμη για να αλλάξει τον τρόπο ζωής της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, προκειμένου αυτός να ταιριάζει σε αυτό που οι μελλοντικοί γονείς θεωρούν καλύτερο για το παιδί τους. Πράγματι, αν εξαιρεθούν οι περιπτώσεις, στις οποίες κυοφόρος δέχεται να γίνει μία συγγενής ή φίλη της μελλοντικής μητέρας, δηλαδή μία γυναίκα η οποία τεκμαίρεται, έστω μαχητά, ότι δρα ανιδιοτελώς και δίχως να της έχουν ασκηθεί πιέσεις, συνήθως η κυοφόρος βρίσκεται σε δυσμενέστερη ταξικά θέση από τους μελλοντικούς γονείς. Συνεπώς, είναι πιθανό να δέχεται πιέσεις οικονομικής ή ψυχολογικής φύσης από αυτούς. Αυτό μπορεί να συμβεί εάν για παράδειγμα η κυοφόρος είναι συνάδελφος ιεραρχικά κατώτερη ενός εκ των γονέων ή, ακόμη περισσότερο, ξένη, μετανάστρια, που εργάζεται ως οικιακή βοηθός στο σπίτι τους.

Επιπλέον, όπως σημειώνεται ευρέως στη θεωρία,[50] καταργώντας την προϋπόθεση της διπλής κατοικίας και ορίζοντας ότι δεν είναι πλέον απαραίτητο και οι δύο γυναίκες που συμμετέχουν στη διαδικασία να έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα, ο νόμος 4707/2014[51] ευνοεί τον λεγόμενο «αναπαραγωγικό τουρισμό», δηλαδή τις μετακινήσεις από μία χώρα σε μία άλλη, με σκοπό την πρόσβαση στις αναπαραγωγικές τεχνολογίες, εφόσον επιτρέπει σε πολίτες και κατοίκους άλλων χωρών να έρθουν στη χώρα μας απλώς και μόνο για να αποκτήσουν παιδί μέσω παρένθετης μητρότητας. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη μελέτη της νομολογίας,[52] η οποία καταδεικνύει ότι τα ενδιαφερόμενα για παρένθετη μητρότητα πρόσωπα είναι τόσο Έλληνες και Ελληνίδες που διαμένουν στην Ελλάδα όσο και πολίτες και κάτοικοι άλλων χωρών, στις οποίες η πρακτική αυτή δεν επιτρέπεται, όπως η Γαλλία,[53] ή επιτρέπεται και είναι πολύ πιο ακριβή σε σχέση με την Ελλάδα, όπως ορισμένες Πολιτείες των ΗΠΑ.[54] Με δεδομένο ότι τα πρόσωπα αυτά είναι λιγότερο πιθανό να συνδέονται με φιλικούς ή συγγενικούς δεσμούς με κάποια γυναίκα στην Ελλάδα η οποία θα μπορούσε να δεχτεί να συμμετάσχει ανιδιοτελώς στην διαδικασία, ο κίνδυνος της εμπορευματοποίησης μεγαλώνει.

Τέλος, παρά το γεγονός ότι απαγορεύονται πράξεις όπως η αμοιβή της κυοφόρου, η αγοραπωλησία γενετικού υλικού και η διαφήμιση της παρένθετης μητρότητας, το ελληνικό δίκαιο δεν καταφέρνει να εμποδίσει την εισχώρηση της εμπορικής λογικής στο χώρο της αναπαραγωγικής αυτής μεθόδου. Κι αυτό γιατί η παρένθετη μητρότητα προϋποθέτει τη διεξαγωγή σειράς ιατρικών πράξεων και ελέγχων οι οποίες, στο πλαίσιο του υπάρχοντος υποχρηματοδοτούμενου συστήματος δημόσιας υγείας της χώρας, διενεργούνται σε ιδιωτικές κλινικές (για την ακρίβεια στις λεγόμενες «μονάδες ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής» οι οποίες λειτουργούν κατά βάση σε ιδιωτικά νοσοκομεία και κλινικές).[55] Στο μεγαλύτερο δε μέρος τους οι πράξεις αυτές δεν καλύπτονται ασφαλιστικά.[56] Συνεπώς, στην Ελλάδα, όπως και αλλού, υπάρχει μια «αγορά παρένθετης μητρότητας», από την οποία ωφελούνται πολλοί άνθρωποι[57] πλην της άμεσα εμπλεκόμενης κυοφόρου, η οποία όπως αναφέρθηκε παραπάνω δεν αμείβεται.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο νόμος 3305/2005 προβλέπει ότι η κυοφόρος δεν αμείβεται μεν, αλλά δικαιούται κάλυψη των δαπανών στις οποίες προβαίνει «για την επίτευξη της κυοφορίας, την κυοφορία, τον τοκετό και τη λοχεία», καθώς και αποζημίωση για «κάθε θετική ζημία» για αποχή της από την εργασία της, καθώς και «αμοιβές για εξαρτημένη εργασία», τις οποίες στερήθηκε λόγω απουσίας σχετιζόμενης με την παρένθετη μητρότητα.[58] Δικαιολογητική βάση της ρύθμισης αυτής συνιστά το γεγονός ότι τα παραπάνω ποσά καταβάλλονται με σκοπό όχι την προσκόμιση κέρδους, αλλά την αποκατάσταση ζημιών. Με άλλα λόγια, η λογική του νομοθέτη είναι ότι η κυοφόρος δεν θα μπορεί μεν να χρησιμοποιεί το σώμα και τις αναπαραγωγικές της λειτουργίες για να κερδίζει χρήματα, αλλά όμως ότι δεν θα αναλαμβάνει η ίδια το κόστος των εξόδων της παρένθετη μητρότητας και δεν θα υφίσταται ζημίες εξαιτίας της συμμετοχής της σε αυτή. Στην ίδια βάση, ο νόμος 3305/2005 ορίζει επιπλέον ότι το ύψος των καλυπτόμενων δαπανών και αποζημιώσεων καθορίζεται με απόφαση της Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.[59] Εν προκειμένω, η Αρχή δηλώνει αφενός ότι το ύψος του καταβλητέου ποσού των δαπανών «προκύπτει από τις αποδείξεις που έχουν εκδοθεί κατά τον προβλεπόμενο από τη φορολογική νομοθεσία τύπο»[60] και αφετέρου ότι η αποζημίωση για αποχή από την εργασία «δεν μπορεί υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ».[61]

Εντούτοις, επιπλέον αυτών των αποζημιώσεων, η Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής προβλέπει σε πρόσφατη απόφασή της ότι η κυοφόρος δικαιούται ακόμη αποζημίωση για «σωματική καταπόνηση ύψους 10.000 ευρώ για μονήρη κύηση και 15.000 ευρώ για πολύδυμη κύηση».[62] Η Αρχή κινείται στην ίδια λογική με το νόμο 4958/2022, ο οποίος δεν αναφέρεται μεν σε αποζημίωση για σωματική καταπόνηση της κυοφόρου, αλλά ακολουθώντας μια παλιότερη απόφαση της Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής,[63] προβλέπει αποζημίωση για «βιολογική καταπόνηση» υπέρ του δότη σπέρματος και της δότριας ωαρίων.[64] Παρότι η καταπόνηση των παραπάνω προσώπων, και κυρίως της δότριας και της κυοφόρου που, εν αντιθέσει με το δότη, υποβάλλονται σε χειρουργικές επεμβάσεις,[65] είναι αδιαμφισβήτητη, παρατηρούμε ότι οι αποζημιώσεις για σωματική/βιολογική καταπόνηση καταβάλλονται κάθε φορά που ένα πρόσωπο προβαίνει σε δωρεά γαμετών ή συναινεί να συμμετάσχει σε παρένθετη μητρότητα ανεξαρτήτως κάποιας θετικής ή αποθετικής ζημίας. Συνεπώς, ο μόνος τρόπος για να μην θεωρηθούν κάποιας μορφής αμοιβή τα παραπάνω ποσά είναι να θεωρηθούν αποζημίωση για ζημία από καταπόνηση.

Σε κάθε περίπτωση, με δεδομένο ότι τα ασφαλιστικά ταμεία δεν καλύπτουν παρά μέρος μόνο του κόστους των παραπάνω ιατρικών πράξεων, η κάλυψη των εξόδων της παρένθετης μητρότητας (και, εφόσον αυτή είναι απαραίτητη, της δωρεάς γαμετών), αλλά και η καταβολή των παραπάνω αποζημιώσεων βαραίνουν τους μελλοντικούς γονείς. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότιτο επιχείρημα περί εμπορευματοποίησης του σώματος και της αναπαραγωγής δεν συνδέεται μόνο με την υποκρυπτόμενη αμοιβή της κυοφόρου, αλλά και με την αγορά που συγκροτείται γύρω από την παρένθετη μητρότητα. Η αγορά αυτή αφενός, ενσωματώνει ανισότητες, αφού αποκλείει όσους και όσες δεν μπορούν να καλύψουν το κόστος της παρένθετης μητρότητας και αφετέρου, παρουσιάζει διασυνοριακά χαρακτηριστικά λόγω της κατάργησης της προϋπόθεσης κατοικίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.[66]

Επίλογος

Με βάση τα παραπάνω, είναι σαφές πως το ελληνικό σύστημα προστασίας κατά της εμπορευματοποίησης παρουσιάζει σοβαρές ρωγμές. Υπ’ αυτό το πρίσμα, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος προστασίας κατά της εμπορευματοποίησης του σώματος και της αναπαραγωγής είναι η απόλυτη απαγόρευση της παρένθετης μητρότητας, δηλαδή η απαγόρευση τόσο της αλτρουιστικής όσο και της εμπορικής παρένθετης μητρότητας. Η άποψη αυτή υιοθετείται σε πολλές χώρες, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία, όπου ο νομοθέτης κηρύσσει ανίσχυρη κάθε «σύμβαση που έχει ως αντικείμενο την αναπαραγωγή ή την κύηση για λογαριασμό άλλου»[67] και δηλώνει ότι η διάταξη αυτή είναι «δημόσιας τάξης»,[68] δηλαδή ότι δεν μπορεί να παρακαμφθεί με αντίθετη συμφωνία ιδιωτικού δικαίου. Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να σκεφτούμε επίσης ότι η νομική αναγνώριση της αλτρουιστικής παρένθετης μητρότητας δεν οδηγεί αναγκαστικά σε εμπορευματοποίηση, εφόσον τα εχέγγυα προστασίας που μπορεί να παρέχει η ελληνική έννομη τάξη ισχυροποιηθούν και λειτουργούν στην πράξη.

 

[1] Νόμος 5089/2024 (ΦΕΚ Α 27/16.02.2024).

[2] Άρθρο 1 του νόμου 3089/2002, ο οποίος εισήγαγε το άρθρο 1458 του Αστικού κώδικα.

[3] Αυτ.

[4]Αυτ. (δική μας υπογράμμιση).

[5] Βλ. Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου 711/2015.

[6] Βλ. άρθρο 1 του νόμου 3089/2002, ο οποίος εισήγαγε το άρθρο 1455 του Αστικού κώδικα, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του οποίου «η ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή (τεχνητή γονιμοποίηση) επιτρέπεται μόνο για να αντιμετωπίζεται η αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο ή για να αποφεύγεται η μετάδοση στο τέκνο σοβαρής ασθένειας».

[7] Βλ. άρθρο 1 του νόμου 3089/2002, ο οποίος εισήγαγε το άρθρο 1456 του Αστικού κώδικα, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του οποίου «κάθε ιατρική πράξη που αποβλέπει στην υποβοήθηση της ανθρώπινης αναπαραγωγής, σύμφωνα με τους όρους του προηγούμενου άρθρου, διενεργείται με την έγγραφη συναίνεση των προσώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο. Αν η υποβοήθηση αφορά άγαμη γυναίκα, η συναίνεση αυτής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση ελεύθερης ένωσης, του άνδρα με τον οποίο συζεί́ παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο».

[8] Κουμουτζής Ν., «Άρθρο 1458» στο Γεωργιάδης Α., Σταθόπουλος Μ., Αστικός Κώδικας. Τόμος VII. Οικογενειακό δίκαιο (άρθρα 1346-1504), Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, 2007 (2η έκδοση), σ. 606-607. Διχογνωμία υπάρχει σχετικά με το ζήτημα πρόσβασης στην παρένθετη μητρότητα των άγαμων ανδρών. Ορισμένα δικαστήρια αναγνώρισαν την πρόσβαση σε άγαμους άνδρες θεωρώντας ότι ο νόμος 3089/2002 έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 4 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας, καθώς η παροχή πρόσβασης μόνο σε άγαμες γυναίκες που παρουσιάζουν ιατρική αδυναμία απόκτησης απογόνων με φυσικό τρόπο συνιστά διακριτική μεταχείριση εις βάρος των ανδρών. Με βάση αυτό το σκεπτικό, επιβάλλεται αναλογική εφαρμογή των άρθρων 1455, 1456 και 1458 του Αστικού κώδικα (βλ. για παράδειγμα Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 2827/2008· Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 13707/2009). Άλλα δικαστήρια έκριναν αντίθετα ότι η προϋπόθεση της ιατρικής αναγκαιότητας αφορά εξ ορισμού μόνο τις γυναίκες, επομένως ότι δεν πρόκειται για όμοιες καταστάσεις και ότι δεν εφαρμόζεται η αρχή της ισότητας. Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτών των δικαστηρίων, «μόνο η γυναίκα κυοφορεί και γεννά και άρα αυτή μόνο μπορεί να έχει σχετική ιατρική αδυναμία, ώστε να επιτρέπεται να προσφεύγει στην παρένθετη μητέρα· αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος που ο νόμος δεν προβλέπει γενικά τη δυνατότητα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής για τους άγαμους και μοναχικούς άνδρες με τους οποίους το τέκνο που θα γεννηθεί δεν θα συνδέεται βιολογικά μαζί τους· το ότι δηλαδή για να αποκτήσουν αυτοί παιδί, θα χρειαζόταν ακριβώς η προσφυγή στην παρένθετη μητρότητα που όμως σημαίνει κάλυψη μιας ιατρικής αδυναμίας που δεν είναι δική τους» (Εφετείο Αθηνών 3357/2010). Συνεπώς, με βάση τη δεύτερη αυτή άποψη, η δικαστική άδεια παρέχεται εξ ορισμού «μόνο σε γυναίκα και όχι σε άνδρα» (βλ. ακόμη Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 8641/2017). Το ζήτημα έχει αποτελέσει αντικείμενο ευρείας συζήτησης στη θεωρία (μεταξύ άλλων βλ. Κουμουτζή Ν., «Άρθρο 1458», ό.π., σ. 623-626).

[9] Κουμουτζής Ν., «Άρθρο 1458», ό.π., σ. 607.

[10] Άρθρο 11 του νόμου 5089/2024.

[11] Σχετικά δε με τον όρο «παρένθετη μητρότητα», αυτός δεν είναι ο μόνος ο οποίος χρησιμοποιείται στην ελληνική γλώσσα για την περιγραφή αυτής της αναπαραγωγικής μεθόδου. Αντίθετα, η εισηγητική έκθεση του νόμου 3089/2002 κάνει λόγο τόσο για «παρένθετη μητρότητα» όσο και για «δανεισμό μήτρας» [βλ. Εισηγητική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ιατρική υποβοήθηση στην αναπαραγωγή», σ.3-4 (§ IΙ.1)]. Επιπλέον, στο πλαίσιο του πρόσφατου διαλόγου χρησιμοποιήθηκε ο όρος «παρένθετη κύηση» [βλ. για παράδειγμα Ζαφειρόπουλο Κ., «Παρένθετη κύηση. Υποχώρηση στην ακροδεξιά», 29 Ιανουαρίου 2024, διαθέσιμο στο https://www.efsyn.gr/ellada/koinonia/420328_parentheti-kyisi-ypohorisi-stin-akrodexia (πρόσβαση: 05.02.2024)]. Μεταξύ αυτών, επικρατέστερος είναι ο όρος «παρένθετη μητρότητα», ο οποίος αναγράφεται ρητά τόσο στους νόμους που ψηφίστηκαν μετά το νόμο 3089/2002, και κυρίως στο νόμο 3305/2005 (άρθρο 3 § 9 και άρθρο 13), όσο και στη νομολογία (βλ. πχ. Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών 299/2018). Γι’ αυτόν τον λόγο, ο όρος αυτός θα χρησιμοποιηθεί στο παρόν άρθρο.

[12] Στο πλαίσιο του πρόσφατου διαλόγου, βλ. για παράδειγμα μεταξύ πολλών άλλων δημοσιευμάτων «Με αφορμή τη συζήτηση για την παρένθετη μητρότητα», 10 Ιανουαρίου 2024, διαθέσιμο στο https://www.rizospastis.gr/story.do?id=12379951 (πρόσβαση : 01.02.2024)· Λινού Α., «Τα δικαιώματα των παιδιών από παρένθετη κύηση», 6 Φεβρουαρίου 2024, διαθέσιμο στο https://www.tovima.gr/print/opinions/ta-dikaiomata-ton-paidion-apo-parentheti-kyisi/ (πρόσβαση: 01.02.2024). Σχετικά με τις διαφορετικές νομικές στάσεις απέναντι στην παρένθετη μητρότητα καθώς και την φεμινιστική κριτική αυτής, βλ. Ρεθυμιωτάκη Ε., Μαροπούλου Μ. και Τσακιστράκη Χρ., Φεμινισμός και Δίκαιο, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2015, σ.152 (διαθέσιμο στο https://repository.kallipos.gr/handle/11419/6177).

[13] Άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος.

[14] Μεταξύ πολλών άλλων βλ. για παράδειγμα Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012 (4η έκδοση), σ. 900· Κριάρη-Kατράνη Ι., Βιοϊατρικές εξελίξεις και Συνταγματικό δίκαιο: Συνταγματικά θέματα σχετικά με τις μεθόδους ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και τις εφαρμογές της γενετικής, Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 117· Παυλόπουλο Π., «Ανθρώπινη αξία και εμπορευματοποίηση του σώματος-Η βιοηθική πρόκληση στον 21° αιώνα», 14 Ιουνίου 2019, διαθέσιμο στο www.prokopiospavlopoulos.gr [πρόκειται για ομιλία του Π. Παυλόπουλου ως Προέδρου της Δημοκρατίας στην ημερίδα «Ανθρώπινη αξία και εμπορευματοποίηση του σώματος: Η βιοηθική πρόκληση στον 21° αιώνα» που έλαβε χώρα στις 4 Ιουνίου 2019 υπό την αιγίδα της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής (σημερινή Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και Τεχνοηθικής)].

[15] Άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος.

[16] Άρθρο 7 § 2 του Συντάγματος (δική μας υπογράμμιση).

[17] Άρθρο 106 § 2 του Συντάγματος (δική μας υπογράμμιση).

[18] Χρυσόγονος Κ. Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σ. 109.

[19] Βλ. για παράδειγμα, Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, ό.π. σ. 899· Βιδάλη Τ., Βιοδίκαιο. Πρώτος τόμος. Το πρόσωπο, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ. 190-191.

[20] Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, ό.π., σ. 899.

[21] Χρυσόγονος Κ. Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π. σ. 110· Κριάρη-Kατράνη Ι., Βιοϊατρικές εξελίξεις και Συνταγματικό δίκαιo, ό.π., σ. 117.

[22] Kant I., Η μεταφυσική των ηθών, Σμίλη, 2013 (μετάφραση : Κωνσταντίνος Ανδρουλιδάκης).

[23] Βιδάλης Τ., Βιοδίκαιο. Πρώτος τόμος. Το πρόσωπο, ό.π., σ. 190-191.

[24] Αυτή η άποψη είχε υποστηριχθεί σθεναρά τόσο κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στη Βουλή σχετικά με την ψήφιση του νόμου 3089/2002 (βλ. για παράδειγμα Κουτσουράδη Α. και Αγαλοπούλου Π., Ιατρική υποβοήθηση στην αναπαραγωγή-Νόμος 3089/2002, 2002: Προπαρασκευαστικές εργασίες-Συζήτηση στη Βουλή, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 269-270 (λόγος Κωνσταντίνου Γείτονα κατά τη Συνεδρίαση Γ’ της Συνόδου ΚΔ’ της Πέμπτης 21 Νοεμβρίου 2002) όσο και στη θεωρία (βλ. για παράδειγμα Κριάρη-Kατράνη Ι., Βιοϊατρικές εξελίξεις και Συνταγματικό δίκαιο, ό.π., σ.117).

[25] Σχετικά με αυτήν την σκέψη βλ. μεταξύ άλλων Χατζή Α., «Το Δίκαιο των Βιβλίων και το Δίκαιο της Πράξης». Η Πτώση του Νομικού Φορμαλισμού και η Οικονομική Ανάλυση του Δικαίου», διαθέσιμο στο http://users.uoa.gr/~ahatzis/Gemtos_volume.pdf, σ. 709-736.

[26] Άρθρο 21 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση µε τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής. Σχετικά με τη συμφωνία της αλτρουιστική παρένθετη μητρότητα με τη συνταγματική αρχή της αξίας του ανθρώπου και τη Σύμβαση του Οβιέδο, βλ. Εισηγητική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ιατρική υποβοήθηση στην αναπαραγωγή», ό.π., σ. 1 (§ I.4). Σχετικά με τη συμφωνία της αλτρουιστική παρένθετη μητρότητα και της αρχής της αξίας του ανθρώπου, βλ. επίσης Κριάρη-Κατράνη I., «Το Σύνταγμα και το Σχέδιο Νόμου της Ειδικής Νομοπαρσκευστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης “Ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή”», ΧρΙΔ, B/2002, σ. 679-688 (βλ. συγκεκριμένα σ. 687).

[27] Βλ. άρθρο 1 του νόμου 3089/2002 ό.π.

[28] Άρθρο 5 § 1 του Συντάγματος.

[29] Στο δικαίωμα των γονέων στην αναπαραγωγή αναφέρονται τόσο η εισηγητική έκθεση του νόμου 3089/2002 [Εισηγητική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ιατρική υποβοήθηση στην αναπαραγωγή», ό.π., σ. 1 (§ I.4)], όσο και η νομολογία (βλ. πχ. Πολυμελές πρωτοδικείο Ηρακλείου 14/2019), καθώς και πολλοί και πολλές συγγραφείς της θεωρίας (βλ. πχ. Παπαχρίστου Θ., «Lex deilex populi ?», ΧρΙΔ II, B/2002, σ. 673-675· Κριάρη-Kατράνη Ι., Βιοϊατρικές εξελίξεις και Συνταγματικό δίκαιο, ό.π.· Τροκάνα Θ., Ανθρώπινη αναπαραγωγή: Η ιδιωτική αυτονομία και τα όριά της, Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011). Συγκεκριμένα, με βάση την εισηγητική έκθεση του νόμου 3089/2002, «η προσφυγή στις ιατρικές μεθόδους, προκειμένου να αποκτηθούν τέκνα, εντάσσεται στο προστατευτικό πεδίο του Συντάγματος, αρκεί η άσκηση του δικαιώματος στην αναπαραγωγή να μην προσκρούει σε δικαιώματα άλλων, να μην παραβιάζει το Σύνταγμα και να μην προσβάλλει τα χρηστά ήθη». Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι το δικαίωμα αυτό δεν κατοχυρώνεται ρητά στο νόμο.

[30] Εν αντιθέσει με το δικαίωμα των γονέων στην αναπαραγωγή η εισηγητική έκθεση του νόμου 3089/2002 δεν αναφέρεται στην αυτοδιάθεση της κυοφόρου. Εντούτοις, από τη στιγμή που η παρένθετη μητρότητα επιτρέπεται και η έκθεση παραπέμπει στο άρθρο 5 § 1, μπορούμε να σκεφτούμε ότι αυτό εμπεριέχει, πέρα από δικαίωμα των γονιών στην αναπαραγωγή, και το δικαίωμα της κυοφόρου να αποφασίζει πώς θα διαθέτει το σώμα της.

[31] Εισηγητική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ιατρική υποβοήθηση στην αναπαραγωγή», ό.π. σ. 1 (§§ I.4-I.6).

[32] Βλ. άρθρο 1 του νόμου 3089/2002 ό.π.

[33] Αυτ.

[34] Βλ. άρθρο 6 του νόμου 3089/2002.

[35] Αυτό θεωρούμε ότι απορρέει από το συνδυασμό των παρακάτω άρθρων: άρθρο 4 του νόμου 3089/2002 σύμφωνα με το οποίο «στις περιπτώσεις των άρθρων […] 1458 […] του Αστικού Κώδικα […], εφαρμόζεται η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας» και άρθρα 744 και 759 § 3 του Κώδικα πολιτικής δικονομίας σύμφωνα με τα οποία «το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να εξετάζει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος» και «το δικαστήριο, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάζει αυτεπαγγέλτως κάθε τι που κατά την κρίση του είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων».

[36] Αυτό βέβαια δεν είναι αδύνατο. H θεωρία αναφέρεται συχνά στη δυνατότητα επίκλησης των άρθρων 178 και 179 στο χώρο της παρένθετης μητρότητας, όπως καταδεικνύουν  τόσο οι τοποθετήσεις των μελών της επιτροπής που είχε αναλάβει την προετοιμασία του νομοσχεδίου (βλ. Κουτσουράδη Α. και Αγαλοπούλου Π., Ιατρική υποβοήθηση στην αναπαραγωγή-Νόμος 3089/2002, ό.π.) όσο και πολλά έργα (βλ. πχ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ε., «Η θεμελίωση της συγγένειας με την μητέρα στην περίπτωση του “δανεισμού μήτρας”: μια νομοθετική πρόταση»,  Aρμ 1994, σ.1233-1236· Βαθρακοκοίλη Β., Ερμηνεία-Νομολογία του Αστικού Κώδικα, Σάκκουλας, 2004, σ. 576, Παντελίδου Κ., «Ζητήματα του νέου θεσμού της παρένθετη μητρότητας», Aρμ 2004, σ. 182).

[37] Άρθρο 4 του νόμου 3089/2002 σε συνδυασμό με τα άρθρα 744 και 759 § 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας, βλ. επίσης μεταξύ άλλων Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών 409/2022.

[38] Σχετικά με αυτό το ζήτημα βλ. επίσης Παπαχρίστου Θ., Η τεχνητή αναπαραγωγή στον αστικό κώδικα, Σάκκουλας, 2003· Βιδάλη Τ., Zωή χωρίς πρόσωπο.Το Σύνταγμα και η χρήση του ανθρώπινου γενετικού υλικού, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 1999· Κουμουτζή Ν., «Ερμηνεία των άρθρων 1457-1458» στο Γεωργιάδης Α. και Σταθόπουλος Μ. (επιμ.), Ερμηνεία Αστικού Κώδικα. Τόμος 8. Οικογενειακό δίκαιο, Π.Ν. Σάκκουλας Δίκαιο και Οικονομία, 2007, σ. 582-632· Rokas Κ., «Limites et flexibilité dans la mise en œuvre du cadre juridique grec en matière de gestation pour autrui» στο Boillet Ο., Roca Ι., Escoda Μ., De Luze Ε. (επιμ.), La gestation pour autrui. Approches juridiques internationales, Anthemis – Helbing Lichtenhahn Verlag, 2018, σ. 102.

[39] Άρθρο 8 του νόμου 3089/2002.

[40] Άρθρο 17 του νόμου 4707/2014, το οποίο τροποποιεί το άρθρο 8 του νόμου 3089/2002.

[41] Αυτό είχε υποστηριχθεί τόσο κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στη Βουλή (βλ. για παράδειγμα Κουτσουράδη Α. και Αγαλοπούλου Π., Ιατρική υποβοήθηση στην αναπαραγωγή-Νόμος 3089/2002, ό.π., σ.341) όσο και στη θεωρία (βλ. για παράδειγμα Παπαχρίστου Θ., Η τεχνητή αναπαραγωγή στον αστικό κώδικα, ό.π., σ. 52).

[42] Άρθρο 26 § 8 εδ. 1 του νόμου 3305/2005.

[43] Άρθρο 26 § 2 του νόμου 3305/2005.

[44] Άρθρο 26 § 8 εδ. 2 του νόμου 3305/2005.

[45] Βλ. για παράδειγμα Hatzis A., «Just the ovena law and economics approach to gestational surrogacy contracts» στο Boele-Woelki Κ., Perspectives for unification or harmonisation of family law in Europe, Intersentia, 2003, σ. 412-433· Χατζή Α., «Το Δίκαιο των Βιβλίων και το Δίκαιο της Πράξης»., ό.π.· Πανάγο Κ., Παρένθετη μητρότητα: Ελληνικό νομικό καθεστώς και εγκληματολογικές προεκτάσεις, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011, σ. 96-97· Ραβδά Π., «Παρένθετη μητρότητα: οι προσδοκίες του νομοθέτη στη δοκιμασία των στατιστικών δεδομένων» στο Παπαχρίστου Θ. και Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ε.(επιμ.), Το οικογενειακό δίκαιο στον 21° αιώνα. Από τις συγκυριακές στις δομικές αλλαγές, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, σ. 67-89 (πιο συγκεκριμένα βλ. σ. 84).

[46] Βλ. για παράδειγμα Παπαχρίστου Θ., «Μια ατυχής νομοθετική επιλογή», ΧρΙΔ, 8/2014, σ. 640· Ρεθυμιωτάκη Ε., Μαροπούλου Μ. και Τσακιστράκη Χρ., Φεμινισμός και Δίκαιο, ό.π.· Βιδάλη Τ., «Παρένθετη μητρότητα και αναπαραγωγικής τουρισμός» στο Καιάφα-Γκμπάντι Μ., Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ε. και Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε. (επιμ.), Η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή στην Ευρώπη: Κοινωνικά, ηθικά και νομικά ζητήματα, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2015, σ. 181-185.

[47] Άρθρο 5 § 1 του Συντάγματος.

[48] Άρθρο 9 § 1 του Συντάγματος.

[49] Άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος.

[50] Παπαχρίστου Θ., «Μια ατυχής νομοθετική επιλογή», ό.π.· Ρεθυμιωτάκη Ε., Μαροπούλου Μ. και Τσακιστράκη Χρ., Φεμινισμός και Δίκαιο, ό.π.· Βιδάλη Τ., «Παρένθετη μητρότητα και αναπαραγωγικής τουρισμός», ό.π.

[51] Άρθρο 17 του νόμου 4707/2014.

[52] Ravdas P., « Surrogate motherhood in Greece: Statistical data derived from court decisions », Bioethica, 3(2), σ. 39-58.

[53] Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 4966/2016.

[54] Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών 299/2018.

[55] Άρθρα 16 επ. του νόμου 3305/2005, καθώς και άρθρο 16 του νόμου 4958/2022.

[56] Βλ. για παράδειγμα τον τροποποιημένο κανονισμό παροχών υγείας του Εθνικού Οργανισμού Παροχών Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) (ΦΕΚ 4898/01.11.2018).

[57] Οι ιατρικές πράξεις που είναι αναγκαίες για την παρένθετη μητρότητα είναι φυσικά νόμιμες και διενεργούνται, όπως είναι λογικό, κατόπιν αμοιβής.

[58] Άρθρο 13 του νόμου 3305/2005.

[59] Η Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής είναι ανεξάρτητη αρχή την οποία ίδρυσε ο ίδιος νόμος με σκοπό τον έλεγχο και την εποπτεία της διεξαγωγής των νέων μεθόδων αναπαραγωγής (βλ. Άρθρα 19-25 του νόμου 3305/2005).

[60] Άρθρο 2 της Απόφασης 36/2008 της Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΦΕΚ 670/16.04.2008).

[61] Άρθρο 4 της Απόφασης 36/2008 της Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, όπ.

[62] Άρθρο 2 § 3 της Απόφασης 1704/2022 της Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΦΕΚ 5224/B’/26.10.2022).

[63] Απόφαση 54/2014 της Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΦΕΚ 2683/Β’/09.10.2014).

[64] Άρθρο 5 του νόμου 4958/2022. Περαιτέρω, ο νόμος ορίζει ότι «το ύψος των καλυπτόμενων δαπανών και της αποζημίωσης καθορίζεται με απόφαση της Αρχής», η οποία με τη σειρά της προβλέπει ότι «το συνολικό ποσό αποζημίωσης» για το δότη σπέρματος «δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερο από το ποσό των 400 ευρώ και ανώτερο από το ποσό των 700 ευρώ» και ότι αντίστοιχα «το συνολικό ποσό αποζημίωσης» για την δότρια ωαρίων «δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερο από το ποσό των 2.200 ευρώ και ανώτερο από το ποσό των 3.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της αποζημίωσης για βιολογική καταπόνηση, η οποία ορίζεται στο ποσό των 1.700 ευρώ» [Απόφαση 1679/2022 της Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (5224/B’/26.10.2022)].

[65] Η δότρια υποβάλλεται σε ωοληψία και η κυοφόρος σε υποδοχή στη μήτρα της του εμβρύου. Όπως προαναφέρθηκε, το ελληνικό δίκαιο δεν επιτρέπει τη λεγόμενη «πλήρη υποκατάστατη μητρότητα», δηλαδή την σπερματέγχυση. Αντίθετα, νόμιμη είναι μόνο η λεγόμενη μερική υποκατάστατη μητρότητα», στην οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα ωάρια της μελλοντικής μητέρας ή τρίτης δότριας. Γι’ αυτό και, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, η κυοφόρος δεν υποβάλλεται σε ωοληψία, αλλά μόνο σε υποδοχή του εμβρύου. Ενδέχεται, ωστόσο, να προβεί επιπλέον σε καισαρική τομή για να γεννήσει. Ο δότης σπέρματος αντίθετα δεν προβαίνει σε κάποια χειρουργική επέμβαση. Εντούτοις, δεν είναι αδύνατο να υποστηριχθεί ότι η δωρεά γενετικού υλικού προκαλεί, λόγω του αντικειμένου της, δηλαδή λόγω της δωρεάς στοιχείων της γενετικής ταυτότητας, και σε αυτόν καταπόνηση.

[66] Το φαινόμενο της διασυνοριακής παρένθετης μητρότητας ευνοείται, σε ένα βαθμό, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΔΔΑ) περί παρένθετης μητρότητας (Cour EDH, 26 juin 2014, Mennesson cFrance et Labassée cFrance (déf.)Requ. n°65192/11 et n°65941/11· Cour EDH, 21 juillet 2016, Foulon et Bouvet cFrance (déf.), Requ. n° 9063/14 et n° 10410/14· Cour EDH, 19 janvier 2017, Laborie cFrance (déf.), Requ. n° 44024/13) και σε μεγαλύτερο βαθμό, από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) (CJUE, 2021, V.М.АcStolichna obshtinarayon «Pancharevo», Aff. C 490/20). Η ανάλυση αυτής της νομολογίας ξεπερνά εντούτοις τα όρια αυτού του άρθρου. Σχετικά βλ. Ρόκα Κ., «Αναγνώριση στην Ελλάδα συγγένειας υπέρ ζευγαριών ίδιου φύλου μετά την απόφαση Pancharevo, Ιατρικό Δίκαιο-Βιοηθική, τ. 52, Ιανουάριος-Ιούλιος 2022.

[67] Βλ. άρθρο 16-7 του γαλλικού Αστικού κώδικα (δική μας μετάφραση). Κατά το πρωτότυπο κείμενο «toute convention portant sur la procréation ou la gestation pour autrui est nulle».

[68] Βλ. άρθρο 16-7 του γαλλικού Αστικού κώδικα (δική μας μετάφραση). Κατά το πρωτότυπο κείμενο «les dispositions du présent chapitre sont d’ordre public».

Η Μαρία Καλογήρου είναι υποψήφια Διδάκτορας Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Paris Nanterre και μέλος του Κέντρου Έρευνας και Μελετών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (CREDOF).

Η διδακτορική της διατριβή αφορά το δίκαιο της παρένθετης μητρότητας στην Ελλάδα και τη Γαλλία και εκπονείται υπό την επίβλεψη της Καθηγήτριας Stéphanie Hennette-Vauchez.

Έχει διδάξει Συνταγματικό, Διοικητικό και Ενωσιακό Δίκαιο στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Paris Nanterre και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί στην ελληνική και τη γαλλική γλώσσα.

Ο Σταύρος Καλεντερίδης, ξεκίνησε τις σπουδές του στην Αθήνα, σπουδάζοντας Πολιτική Επιστήμη στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έπειτα από τέσσερα χρόνια συμμετοχής στα φοιτητικά όργανα συνδιοίκησης της σχολής του και σε διάφορες οργανώσεις νέων, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό. Στη Βοστόνη των Η.Π.Α. ολοκλήρωσε δύο μεταπτυχιακά προγράμματα, στις Διεθνείς Σχέσεις (Αμερικανική εξωτερική πολιτική) και στην Επικοινωνία (Πολιτική Επικοινωνία), ενώ παράλληλα εργάστηκε στο Ελληνικό Προξενείο της Βοστόνης, στη σχολή του ως βοηθός έρευνας και σε δύο πολιτικές καμπάνιες Αμερικανών πολιτικών (Δημοκρατικών – Ρεπουμπλικάνων). Μετά από τρία χρόνια στις Η.Π.Α., άκουσε το κάλεσμα της πατρίδας του και επέστρεψε πίσω με μεγάλο πόθο για προσφορά στην Ελλάδα. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος δύο κοινωφελών οργανισμών, του δέλτα – πολιτική επανάσταση (πολιτικός οργανισμός) και της Λεοντίδας (ίδρυμα προώθησης θεμάτων ιστορίας, πολιτισμού και δημοκρατίας). Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα, ασχολείται με διάφορα εγχειρήματα πολιτικής διπλωματίας και δημοκρατίας, γράφει πολιτικά άρθρα, σχολιάζει την επικαιρότητα και συνεχίζει την προσωπική του μελέτη στην ιστορία και την πολιτική φιλοσοφία.

Ιστορία - Πολιτισμός

Προκόπης Παυλόπουλος: Ο Κωνσταντίνος Κούμας ως εμβληματικός εκπρόσωπος του Ελληνικού Διαφωτισμού με έμφαση στην έννοια και την σημασία της Παιδείας

Πώς και γιατί ο διαφωτιστικός στοχασμός του Κωνσταντίνου Κούμα περί Παιδείας εκφράζει αυθεντικώς και τις αυτονόητες «οφειλές» του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού προς το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και προς τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Σε ομιλία του, με τίτλο «Σκέψεις για την έννοια και την σημασία της Παιδείας στο πλαίσιο του Διαφωτισμού του Κωνσταντίνου Κούμα», κατά την σχετική εκδήλωση που οργάνωσε η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λάρισας, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

«Πρόλογος

Όπως έχει αποδείξει η έως σήμερα πολυσχιδής δράση της, η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λάρισας -η οποία έχει τις απώτερες ρίζες της, από το 1891, στην Βιβλιοθήκη Αχιλλέως Περραιβού που αγοράσθηκε τότε από το Δημοτικό Συμβούλιο Λάρισας, και από τον Μάϊο του 2013 λειτουργεί αδιαλείπτως στο ιδιόκτητο κτίριό της επί της οδού 28ης Οκτωβρίου 9, στο κέντρο της Λάρισας- πέραν των άλλων διασώζει αλλά και μετακενώνει την μεγάλη πνευματική παρακαταθήκη ενός διαπρεπούς λογίου και κορυφαίου εκπροσώπου του Ελληνικού Διαφωτισμού, εμβληματικού Διδασκάλου του Γένους: Του Κωνσταντίνου Κούμα, του οποίου φέρει επάξια και τιμητικώς το όνομα. Υπό τα δεδομένα αυτά συμμετέχω στην σημερινή εκδήλωση εδώ, μαζί σας, με αισθήματα ύψιστου σεβασμού στην ανεκτίμητη συνεισφορά του σε ό,τι αφορά την πνευματική πορεία του Τόπου μας μέσα στον χρόνο. Και σας ευχαριστώ ειλικρινώς γιατί μου παρέχετε την ευκαιρία να μοιρασθώ μαζί σας ορισμένες –οπωσδήποτε ατελείς λόγω της έκτασής τους μέσα στον λίγο χρόνο που μου αναλογεί- σκέψεις ειδικώς ως προς την έννοια και την σημασία της Παιδείας στο πλαίσιο του Διαφωτισμού του Κωνσταντίνου Κούμα. Μένω μόνο σε αυτή την πτυχή του τεράστιου έργου του Κωνσταντίνου Κούμα διότι πιστεύω ότι αφενός η Παιδεία, εν γένει, κατέχει περίοπτη θέση εντός αυτού και, αφετέρου, ο in concreto στοχασμός του Κωνσταντίνου Κούμα διατηρεί πάντα πολύτιμα στοιχεία μιας απαστράπτουσας διαχρονίας. Πολλώ μάλλον όταν ο στοχασμός του ανατρέχει, οιονεί εκ καταγωγής, στην lato sensu Παιδεία που μας έχει κληροδοτήσει το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα -και, συνακόλουθα, ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός ως πνευματικό σύνολο –καθιστώντας με τον τρόπο αυτό ευκρινώς ορατή την αξία της προβολής του στο μέλλον, όχι μόνο για εμάς, τους Έλληνες, αλλά και ως «κτμα ς εί μλλον», κατά Θουκυδίδη, για τον σύγχρονο Πολιτισμό υφ’ όλες του τις διαστάσεις.

Ι. Ο Κωνσταντίνος Κούμας ως κορυφαίος εκπρόσωπος του Ελληνικού Διαφωτισμού

Ο βίος, οι σπουδές και η διδασκαλία του Κωνσταντίνου Κούμα, που αναδεικνύουν στο πέρασμα του χρόνου ολοένα και περισσότερο το αναγεννησιακό πνεύμα του, αιτιολογούν με αμάχητα τεκμήρια τον χαρακτηρισμό του ως κορυφαίου εκπροσώπου του Ελληνικού Διαφωτισμού. Και δη εκπροσώπου, ο οποίος έχει προσφέρει στον Ελληνικό Διαφωτισμό τον δικό του, αυθεντικώς πρωτότυπο, πνευματικό οβολό.

Α. Αντιπροσωπευτικά βιογραφικά στοιχεία για τον Κωνσταντίνο Κούμα

Προς την κατεύθυνση αυτή είναι ενημερωτικώς απαραίτητες οι στοιχειώδεις εκείνες ψηφίδες της βιογραφίας του Κωνσταντίνου Κούμα, οι οποίες παρατίθενται στην συνέχεια.

1. Γιος του αρχικώς εύπορου γουναρά Μιχαήλ Κούμα, ο Κωνσταντίνος Κούμας γεννήθηκε στην Λάρισα το 1777 και έζησε εκεί έως το 1787. Τότε η οικογένειά του μετακόμισε στον Τύρναβο, όπου και πήρε τα πρώτα του μαθήματα από τον οικονόμο της Εκκλησίας του Τυρνάβου, Ιωάννη Πέζαρο. Φοίτησε στον Τύρναβο, με εξαιρετικές επιδόσεις, έως την ηλικία των 19 ετών και έγινε ακάματος δέκτης μιας διδασκαλίας που εκτεινόταν από τους Αρχαίους Έλληνες Κλασσικούς έως τα βασικά φιλοσοφικά διδάγματα της εποχής τους, σε συνδυασμό με μαθήματα εμβάθυνσης στα μαθηματικά και στην φυσική. Ήταν τότε που ο Κωνσταντίνος Κούμας άφησε να διαφανεί, εκτός από το ενδιαφέρον του για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες, και η εμφατική κλίση του προς τις Θετικές Επιστήμες. Αυτή την κλίση τεκμηριώνουν πολλά μετέπειτα συγγράμματά του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ιδίως η συλλογή «Σειράς στοιχειώδους των Μαθηματικών και Φυσικών Πραγματειών. Εκ διαφόρων Συγγραφέων», τόμοι 8, Βιέννη, 1807, η «Χημείας Επιτομή», τόμοι 2, Βιέννη, 1812, και η «Σύνοψις Επιστημών δια τους πρωτοπείρους περιέχουσα Αριθμητικήν, Γεωμετρίαν, νέαν Γεωγραφίαν, Αστρονομίαν, Λογικήν και Ηθικήν», Βιέννη, 1819. Τούτο αιτιολογεί επαρκώς εκείνο το οποίο αναφέρθηκε προηγουμένως ως προς τα αναγεννησιακά χαρακτηριστικά της ευρύτερης μόρφωσής του.

α) Το 1796 επέστρεψε στην Λάρισα και με προτροπή του Λαρισινού Ιεράρχη Διονυσίου Καλιάρχη ταξίδεψε στις «Παρίστριες Ηγεμονίες», για να υπηρετήσει στην αυλή της οικογένειας Υψηλάντη. Πλην όμως, και μη βρίσκοντας κάποιο έστω και βιοποριστικό ενδιαφέρον σε αυτή την ενασχόλησή του, πολύ γρήγορα επέστρεψε στην Λάρισα και επιδόθηκε οριστικά στην διδασκαλία, η οποία τον είχε εμπνεύσει ευθύς εξ αρχής.

β) Έτσι το 1797 άρχισε να διδάσκει μαθηματικά, και συγκεκριμένα άλγεβρα, στην Σχολή της Λάρισας, με βάση τα σχετικά μαθήματα που είχε πάρει μαθητεύοντας στα Αμπελάκια, κοντά στον εκ Κεφαλληνίας ορμώμενο ιατρό Σπυρίδωνα Ασάνη. Για βιοποριστικούς και πάλι λόγους αναχώρησε την επόμενη χρονιά από την Λάρισα και άρχισε να διδάσκει στην Τσαριτσάνη, ενώ μετά τον θάνατο της συζύγου του, το 1799, σε κατάσταση βαθιάς θλίψης κατέφυγε εκ νέου στα Αμπελάκια.

2. Στα τέλη του 1803 ο Κωνσταντίνος Κούμας ακολούθησε, μετά από πρόσκλησή του, τον Άνθιμο Γαζή στην Βιέννη, για να συνεργασθεί μαζί του στην έκδοση ελληνικού λεξικού, το οποίο ουδέποτε ολοκληρώθηκε. Παρέμεινε όμως στην Βιέννη ως οικοδιδάσκαλος στην οικία του Στέφανου Μόσχου, σπουδάζοντας ταυτοχρόνως στο τοπικό Πανεπιστήμιο καθαρά και εφαρμοσμένα μαθηματικά και μεταφράζοντας, ταυτοχρόνως, έργα από τα γαλλικά στα αρχαία ελληνικά. Και το έπραξε με την εδραία πεποίθηση ότι τα αρχαία ελληνικά είναι εκείνα στα οποία ταιριάζει, οιονεί εκ φύσεως, η συγγραφή των μαθηματικών συγγραμμάτων.

α) Το όνομα του Κωνσταντίνου Κούμα είχε πια γίνει γνωστό ευρύτερα, και το 1809 έλαβε πρόσκληση από τους κατοίκους της Σμύρνης για να μετεγκατασταθεί εκεί και να συνεργασθεί με τον Κωνσταντίνο Οικονόμου στην Δημόσια Σχολή, η οποία μόλις είχε ιδρυθεί. Ανταποκρινόμενος -και λόγω της κακής οικονομικής του κατάστασης μετά τον θάνατο του πατέρα του- στην ως άνω πρόσκληση, ο Κωνσταντίνος Κούμας μετακόμισε στην Σμύρνη και δίδαξε στην «Δημόσια Σχολή» φιλοσοφία, ηθική, μαθηματικά, φυσική και χημεία, ενώ παραλλήλως οργάνωσε εργαστήρια πειραμάτων, εξοπλίζοντάς τα μάλιστα με τα κατάλληλα, σύγχρονα για την εποχή, όργανα. Η Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης αντέδρασε στην λειτουργία της Δημόσιας Σχολής, με το πρόσχημα ότι η τελευταία είχε απομακρυνθεί από την εκκλησιαστική διδασκαλία, και πέτυχε το κλείσιμό της, μόλις ένα χρόνο μετά την έναρξη της λειτουργίας της. Όμως ο, επίμονος και στους διδακτικούς στόχους του, Κωνσταντίνος Κούμας εξασφάλισε, με την συμπαράσταση του Αδαμαντίου Κοραή, την επαναλειτουργία της καλύπτοντας τα έξοδά της με εράνους μεταξύ των Ομογενών. Η Δημόσια Σχολή μετονομάσθηκε σε Φιλολογικό Γυμνάσιο, το οποίο κατέστη στην συνέχεια ονομαστό στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο.

β) Η φήμη του Κωνσταντίνου Κούμα ως λογίου με ευρύτατη μόρφωση εξαπλωνόταν διαρκώς, και το 1813 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος του ζήτησε επιμόνως να δεχθεί την διεύθυνση («σχολαρχία») του Κουροτσεσμείου Σχολείου, στο οποίο όμως παρέμεινε μόλις για ένα χρόνο. Στην συνέχεια ο Κωνσταντίνος Κούμας επέστρεψε στην Σμύρνη, στο Φιλολογικό Γυμνάσιο, όπου και δίδαξε για δύο ακόμα χρόνια. Ήταν τότε που ο Κωνσταντίνος Κούμας έφθασε στο απόγειο της πνευματικής του ακμής και η ακτινοβολία του εξαπλώθηκε και στον ευρωπαϊκό χώρο.

Β. Η εμπνευσμένη εντρύφηση του Κωνσταντίνου Κούμα στο πεδίο του Ελληνικού Διαφωτισμού

Από τον Οκτώβριο του 1817 ο Κωνσταντίνος Κούμας ταξίδεψε στην Βιέννη, με στόχο τόσο την έκδοση των ώριμων πλέον συγγραμμάτων του όσο και την διεύρυνση των επιστημονικών του γνώσεων.

1. Παραλλήλως, επισκέφθηκε πολλά Γερμανικά Πανεπιστήμια και ήλθε σε επαφή με τα πιο προβεβλημένα επιστημονικά –και κατ’ εξοχήν φιλοσοφικά- ρεύματα της εποχής εκείνης. Αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας και των Καλών Τεχνών από το Πανεπιστήμιο της Λειψίας, το 1820. Οι δε Βασιλικές Ακαδημίες του Βερολίνου και του Μονάχου του απένειμαν τον επίζηλο τίτλο του επίτιμου μέλους τους.

α) Μετά τις ως άνω διαδρομές του ο Κωνσταντίνος Κούμας επέστρεψε στην Σμύρνη. Όμως το Φιλολογικό Γυμνάσιο είχε πάψει να λειτουργεί και εκείνος αρνήθηκε την πρόταση που του έγινε να αναλάβει την διεύθυνση της «Ευαγγελικής Σχολής». Τότε άρχισε να μεταφράζει το «Ελληνογερμανικό λεξικό» του Ρεϊμέρου, πλην όμως η έκρηξη της Εθνεγερσίας του 1821 διέκοψε τις εργασίες του, αφού ολόκληρη η περιουσία του –καθώς και η πλουσιότατη βιβλιοθήκη του- δημεύθηκε από τα όργανα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Σμύρνη.

β) Υπό τις συνθήκες αυτές διέφυγε, αφού επιβιβάσθηκε σε ένα αυστριακό πλοίο, στην Τεργέστη και στην συνέχεια βρέθηκε πάλι στην Βιέννη. Συνελήφθη, με εντολή του Μέτερνιχ, από την Αυστριακή Αστυνομία με την κατηγορία της συμμετοχής του σε συνωμοτικά κινήματα, αλλά γρήγορα αφέθηκε ελεύθερος, όμως με αυστηρούς περιοριστικούς όρους.

2. Η μετέπειτα περίοδος είναι και η πιο παραγωγική για τον Κωνσταντίνο Κούμα, με πρωτότυπες συγγραφές, μεταφράσεις και σχολιασμούς κειμένων.

α) Το σύνολο του έργου του επηρεάσθηκε από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, όμως οι ρίζες του παρέμεναν βαθιά Ελληνικές.

α1) Γεγονός το οποίο δεν ερχόταν σε αντίθεση με το ευρύτερο διαφωτιστικό ρεύμα της εποχής, αν αναλογισθεί κανείς τις πολύτιμες έως αναντικατάστατες «οφειλές» του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού ιδίως προς το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και προς τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό, όπως θα επεξηγηθεί εκτενέστερα στην συνέχεια.

α2) Ως προς την γλώσσα του Κωνσταντίνου Κούμα, πρέπει να τονισθεί η ευθεία αντίθεσή του προς την αρχαΐζουσα γλώσσα, την οποία έκρινε ως εγγενές εμπόδιο για την κατά τα διδάγματα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού επιχείρηση προώθησης της ελληνόφωνης εκπαίδευσης, σύμφωνα και με την βαθιά πεποίθησή του αναφορικά με τον ακραιφνώς κοινωνικό χαρακτήρα της Παιδείας εν γένει. Πρέπει δε να επισημανθεί και να διευκρινισθεί πως, κυρίως σε ό,τι αφορά την γλώσσα, ο Κωνσταντίνος Κούμας υπήρξε ένας από τους πιο πιστούς και συνεπείς ακολούθους του Αδαμαντίου Κοραή.

β) Από την πλειάδα των συγγραμμάτων του Κωνσταντίνου Κούμα σκόπιμο είναι να αναφερθούν, ως περισσότερο εκφραστικά –βεβαίως καθένα με βάση το ειδικότερο περιεχόμενό του- του υπό την ευρεία του όρου έννοια Ελληνικού Διαφωτισμού του, κατά προτεραιότητα τα εξής:

β1) «Σύνοψις της Ιστορίας της Φιλοσοφίας», Βιέννη, 1818.

β2) «Σύνταγμα Φιλοσοφίας», τόμοι 4, Βιέννη, 1818-1820.

β3) «Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων έως των ημερών μας», τόμοι 12, Βιέννη, 1830-1832. Ειδικώς ως προς τις «Ιστορίες» πρέπει να τονισθεί και το ότι ο 12ος τόμος εμπεριέχει μια πλήρη και εξαιρετικά τεκμηριωμένη ιστορική καταγραφή της πορείας του Έθνους των Ελλήνων από την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, έως τις μέρες του Κωνσταντίνου Κούμα, και συγκεκριμένα έως το 1832.

β4) «Γραμματική δια σχολεία», Βιέννη, 1833.

II. Η Παιδεία, προεχόντως ως Παιδαγωγία, στον διαφωτιστικό στοχασμό του Κωνσταντίνου Κούμα

Από το σύνολο του διαφωτιστικού στοχασμού του Κωνσταντίνου Κούμα επιλέγω, στο πλαίσιο της σημερινής μου ανάλυσης, το τμήμα εκείνο –το οποίο οπωσδήποτε κατέχει περίοπτη θέση στο όλο έργο του- που αφορά την Παιδεία, ιδίως ως προς το μέρος της το σχετικό με την Παιδαγωγία. Απαραίτητη ως προς αυτό είναι η προσφυγή στις εκτεταμένες σκέψεις του Κωνσταντίνου Κούμα, όπως συντίθενται κατά κύριο λόγο στο σύγγραμμά του «Σύνταγμα Φιλοσοφίας» (4ος τόμος) αλλά και σε άλλα, μικρότερα, μελετήματά του (π.χ. «Παιδαγωγία, περί Παιδείας και Σχολείων» , στο Ερμής ο Λόγιος, τεύχος 18, σελ. 730-731).

Α. Η Παιδεία ως Παιδαγωγία κατά τον Κωνσταντίνο Κούμα

Την παιδαγωγική διάσταση της Παιδείας εκφράζει εναργώς, κατά τον Κωνσταντίνο Κούμα, το αξίωμα ότι ο Άνθρωπος γίνεται αυτός που είναι «χι δι μις», αλλά «λλ κατ’ λίγον, κα βαθμηδν». Ήτοι με την έννοια ότι ο Άνθρωπος διαθέτει ορισμένες αρχικές δυνάμεις ή και διαθέσεις, «α ποαι ναπτυσσόμεναι κατ’ λίγον γίνονται ες ατν νεργο διότητες κα ξεις». Περαιτέρω δε, πάντα κατά τον Κωνσταντίνο Κούμα, ο Άνθρωπος δεν μπορεί να επιτύχει τον κατά την φύση του σκοπό του «ε μ δι τς νατροφς κα παιδείας». Αλλά μιας Παιδείας η οποία πρέπει να είναι κτήμα όλων. Από τα όσα παρατίθενται αμέσως στην συνέχεια προκύπτει, μεταξύ άλλων, και η επιρροή επί του Κωνσταντίνου Κούμα, ως προς τις περί Παιδείας και Παιδαγωγίας αντιλήψεις του, των I. Kant και J. J. Rousseau.

  1. Ειδικότερα ο Κωνσταντίνος Κούμας δέχεται ότι τα μέσα «τῆς τοῡ σώματος αὐξήσεως» συνθέτουν την Ανατροφή. Ενώ τα μέσα «τῆς ἀναπτύξεως τῶν ψυχικῶν δυνάμεων» συνθέτουν την Παιδεία. Μαζί δε και οι δύο, ήτοι Ανατροφή και Παιδεία, συνθέτουν την Αγωγή. Και, εν τέλει, η επιστήμη «τις διδάσκει πῶς πρέπει ν νατρέφεται κα ν παιδεύεται νθρωπος νομάζεται Παιδαγωγία».

α) Ο Κωνσταντίνος Κούμας δέχεται περαιτέρω ότι χωρίς την Παιδεία ο Άνθρωπος ουδεμία γνώση μπορεί να αποκτήσει. Επέκεινα, μετέχοντας σταδιακώς της ορθής Παιδείας ο Άνθρωπος διά της Παιδαγωγίας «αποκαθιστάνεται», κατά τον Πλάτωνα, προκειμένου να καταστεί το όν προς το οποίο προορίζεται εκ καταγωγής. Και δη το όν, το οποίο καταξιώνεται μέσα από την ειρηνική και θεάρεστη συμβίωσή του με τους συνανθρώπους του στο πλαίσιο του οικείου κοινωνικού συνόλου.

α1) Από την κατά τα προεκτεθέντα φύση της Παιδείας συνάγεται, κατά τον Κωνσταντίνο Κούμα, ότι προκειμένου να έχει την κατά τα προμνημονευόμενα ευεργετική επίδραση επί του Ανθρώπου η Παιδεία πρέπει να «ξαπλωθε ες λα τ πρόσωπα», και σε καθένα ανάλογα με το «πούργημα» ή το «πάγγελμά» του: Ουδέν έθνος νομιμοποιείται να θεωρηθεί πεπαιδευμένο ούτε μπορεί να προαχθεί επιστημονικώς, αν εντός αυτού μόνον ορισμένα μέλη του μετέχουν της Παιδείας και τα περισσότερα παραμένουν στο σκοτάδι της απαιδευσίας.

α2) Διά της οδού αυτής ο Κωνσταντίνος Κούμας οδηγήθηκε στο τελικό συμπέρασμα, σύμφωνα με το οποίο για να καταστεί η Παιδεία κοινό κτήμα πρέπει να ιδρυθούν «κοινά παιδευτήρια», όπου οι μαθητές αποκτούν τις γνώσεις που αναλογούν στον καθένα με βάση την ηλικία του. Κατά τούτο δε «πσα πόλις, πν πολίχνιον, πσα μικρ κώμη κα γρς πρέπει ν χουν τ νάλογα τν κατοίκων των παιδευτήρια». Επιπροσθέτως, και κατ’ ακολουθία, τα «διδασκαλεία» κατά τον Κωνσταντίνο Κούμα διακρίνονται, κατά βάση, σε εκείνα του πρώτου βαθμού –για τα «αρχάρια παιδία»– και στα επόμενα των ανώτερων βαθμίδων. Τα οποία και χαρακτηρίζονται ως «μερικότερα», διότι παρέχουν μερικότερες και ολοένα και περισσότερο εξειδικευμένες γνώσεις, χρήσιμες κατ’ εξοχήν για το επάγγελμα που ελευθέρως επιλέγει ο καθένας.

β) Από τις κατά τα ως άνω θέσεις του Κωνσταντίνου Κούμα περί Παιδείας και Παιδαγωγίας προκύπτει σαφώς και μια μορφή, πρωτόγνωρης για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, κατά κάποιο τρόπο δημοκρατικής θεώρησης του Διαφωτισμού, ως φιλοσοφικού ρεύματος που εξ ορισμού κατατείνει στην μόρφωση των ανθρώπων ως μελών του κοινωνικού συνόλου.

β1) Διότι κατά τις θέσεις αυτές του Κωνσταντίνου Κούμα είναι πρόδηλο πως στα «διδασκαλεία», και οπωσδήποτε σε εκείνα του πρώτου βαθμού, πρέπει να έχουν ελεύθερη πρόσβαση όλοι οι άνθρωποι, άρα όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Δεν απέχει, λοιπόν, πολύ από την πραγματικότητα το να δεχθούμε πως υπό τα κατά τ’ ανωτέρω δεδομένα ο Κωνσταντίνος Κούμας δικαιούται –και, γιατί όχι, πρέπει- να θεωρείται ως πνευματικός προπομπός της αρχής της δωρεάν Παιδείας.

β2) Στοιχεία της οποίας συναντάμε σήμερα, ως κορυφαία δείγματα εκδημοκρατισμού της Παιδείας, ιδίως στις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1, 2, 3 και 4 του Συντάγματος, όπου και θεσπίζονται τόσο το αντίστοιχο Θεμελιώδες Δικαίωμα όσο και οι εντεύθεν προκύπτουσες υποχρεώσεις του Κράτους.

2. Κατ’ ουσία, λοιπόν, η «Καθαρά Παιδαγωγική» του Κωνσταντίνου Κούμα έχει ως σκοπό την θεωρητική κατάρτιση του μαθητή, με απώτερο στόχο την ηθική του τελειότητα.

α) Τούτο επιτυγχάνεται μέσω της Αγωγής, η οποία οφείλει να κινείται πάνω σε τρεις άξονες:

α1) Ο πρώτος άξονας αφορά την «Σωματική Αγωγή», η οποία περιλαμβάνει τους κάθε είδους κανόνες υγιεινής για την κατάλληλη διάπλαση και την σωστή φυσική ανάπτυξη του σώματος. Και ο Κωνσταντίνος Κούμας καλεί τον αρμόδιο παιδαγωγό να εξασφαλίζει στους νέους, κατά την έναρξη της ήβης, την «ρετν τς σεμνότητος» προκειμένου να εναρμονίζεται η Αγωγή με τα διδάγματα της Ηθικής.

α2) Ο δεύτερος άξονας αφορά την «Θεωρητική Αγωγή», μέσω της οποίας ενεργοποιούνται οι θεωρητικές αλλά και οι πρακτικές δυνατότητες του μαθητή. Στο σημείο αυτό ο Κωνσταντίνος Κούμας επισημαίνει την μεγάλη βαρύτητα της καλλιέργειας και της κατ’ ακολουθίαν αυτής ανάπτυξης του νου και της κρίσης, παραλλήλως προς την ανάπτυξη της γλώσσας ως καθοριστικής και καταλυτικής σημασίας μέσου έκφρασης.

α3) Ο τρίτος άξονας αφορά την «Πρακτική Αγωγή», η οποία και κορυφώνει την Αγωγή εν συνόλω. Διότι κατά τον Κωνσταντίνο Κούμα η «Πρακτική Αγωγή», ως μέρος της «Καθαράς Παιδαγωγικής», επικεντρώνεται στα μέσα δια των οποίων ο Άνθρωπος υποτάσσει τους επιμέρους σκοπούς του στον μέγιστο σκοπό της Ηθικής.

β) Από τα όσα ήδη εκτέθηκαν αναδύεται ευκρινώς η αξία της διαφωτιστικής αντίληψης του Κωνσταντίνου Κούμα για την Παιδεία, καθ’ ό μέτρο η αντίληψή του αυτή ενέχει πέραν των αμιγώς ανθρωπιστικών και σαφή δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Τούτο προκύπτει και εκ του ότι, κατά τον Κωνσταντίνο Κούμα, εν τέλει η Παιδεία στοχεύει, αθροιστικώς και συμπληρωματικώς, στο να αναδείξει και να κατοχυρώσει τον Άνθρωπο:

β1) Ως ενάρετο ον, καθ’ ό μέτρο η Παιδεία διασφαλίζει τον έλλογο και συνειδητό φρονηματισμό, ο οποίος οδηγεί στην Αρετή.

β2) Ως ευσεβή Χριστιανό, αφού η απόκτηση αυτής της ιδιότητας είναι conditio sine qua non για την ολοκλήρωση του Ανθρώπου ως εικόνας και ομοίωσης του Δημιουργού του. Εξ ου και στην περί Παιδείας και Παιδαγωγικής διδασκαλία του Κωνσταντίνου Κούμα προέχει η ανάγκη ίδρυσης και αμιγώς θεολογικών σχολείων, ιδίως για να εκπαιδεύουν «τούς μέλλοντες ερες το ψίστου κα ποιμένες τν εσεβν».

β3) Ως αγαθό Πολίτη, ο οποίος επειδή εν πάση περιπτώσει είναι μέλος του οικείου κοινωνικού συνόλου και πρέπει να συμπεριφέρεται με τρόπο που διασφαλίζει την αρμονική συμβίωση και την κοινωνική συνοχή, οφείλει να εμφορείται και από τα ανάλογα, πρόσφορα, δημοκρατικά φρονήματα.

Β. Πώς και γιατί ο διαφωτιστικός στοχασμός του Κωνσταντίνου Κούμα περί Παιδείας εκφράζει αυθεντικώς και τις αυτονόητες «οφειλές» του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού προς το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και προς τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό

Από την σύντομη ανάλυση που προηγήθηκε συνάγεται, μάλλον ευχερώς, ότι ο διαφωτιστικός στοχασμός του Κωνσταντίνου Κούμα, πέραν της αυτοτελούς και κατάδηλης αξίας του για την Παιδεία και την Παιδαγωγία, συνιστά ιστορικό φιλοσοφικό, και όχι μόνο, ορόσημο για την ανάδειξη των αυτονόητων «οφειλών» του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού προς το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και, άρα, προς τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό. Τούτο έχει ως αφετηρία και θεμελιώδη αιτία την βαθιά συνδυαστική γνώση του Κωνσταντίνου Κούμα σε ό,τι αφορά την ουσία και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, καθώς και του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού. Επομένως, ο διαφωτιστικός στοχασμός του Κωνσταντίνου Κούμα είναι τόσο επίκαιρος και ως προς αυτή την συγκεκριμένη πτυχή του, όσο επίκαιρες είναι, αντιστοίχως, οι ρίζες του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος και του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού ως αντηρίδες του σύγχρονου Πολιτισμού μας: Η Παιδεία και η δίδυμη αδελφή της, η Παιδαγωγία, όπως αναδύθηκαν από τα αναντικατάστατα φιλοσοφικώς –αλλά και σε άλλα επιστημονικά πεδία- προτάγματα του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος και του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού ιδίως υπό την έποψη της ελεύθερης και αδιάλειπτης «επιλαθευτικής» πνευματικής δημιουργίας, συνιστούν τις μόνες αυθεντικές πνευματικές σταθερές στην πορεία του Ανθρώπου προς την καταξίωσή του, δηλαδή προς την υπεράσπιση της αξίας του καθώς και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Ως προς τούτο δεν έχουμε παρά να αναχθούμε ξανά στον κατά τα προεκτεθέντα στοχασμό του Κωνσταντίνου Κούμα για την Αγωγή, η οποία δια της Παιδείας και της Παιδαγωγίας «αποκαθιστάνει» τον Άνθρωπο στον «θώκο» του, κατά τον προορισμό του όντως Όντος και του, κατά την πεμπτουσία του ως ενεργού μέλους του οικείου κοινωνικού συνόλου, Πολίτη. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται οι καταληκτικές σκέψεις που έπονται.

  1. Συγκεκριμένα, το πόσο οι προμνημονευόμενες διαπιστώσεις αναφορικά με τον διαφωτιστικό στοχασμό του Κωνσταντίνου Κούμα –αλλά και με τον στοχασμό του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού γενικότερα- και αναφορικά με την ανάλογη ευθεία σύνδεση της Παιδείας με την βελτίωση του Ανθρώπου, ως σκεπτόμενου Όντος και ως Πολίτη, συμβαδίζουν αρμονικά με την έννοια και τον σκοπό της Παιδείας κατά το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και, επομένως, κατά τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό, καταδεικνύεται με ενάργεια μέσα από ορισμένες σκέψεις του André Malraux στην ιστορική ομιλία του για την πρώτη φωταγώγηση της Ακρόπολης, την 28η Μαΐου 1959 (βλ. André Malraux, Les métamorphoses de la Grèce secrète, έκδ. του Institut Français d΄ Athènes, 1996, σελ. 9 επ., μετ. Βάσω Μέντζου). Σταχυολογώ τα εξής αποσπάσματα:

α) Κατ’ αρχάς, ο André Malraux επισημαίνει ότι η Αρχαία Ελλάδα ήταν η πρώτη που ανέδειξε τον τύπο του Ανθρώπου ο οποίος συνδυάζει τον Στοχαστή, ως κάτοχο της γνώσης, και τον Πολίτη, ως ενεργό πολιτικώς μέλος της Αθηναίων Πολιτείας: «Απέναντι στην Αρχαία Ανατολή, ξέρουμε σήμερα ότι η Ελλάδα δημιούργησε έναν τύπο ανθρώπου που δεν είχε υπάρξει ποτέ ως τότε. Η δόξα του Περικλή –του ανθρώπου αλλά και του μύθου που συνδέεται με το όνομά του- είναι ότι υπήρξε ο μεγαλύτερος υπηρέτης της πόλης και ταυτόχρονα φιλόσοφος και καλλιτέχνης. Ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής δεν θα μας συγκινούσαν με τον ίδιο τρόπο αν δεν ξέραμε ότι ήταν πολεμιστές. Για τον κόσμο η Ελλάδα είναι πάντα η σκεπτόμενη Αθηνά που ακουμπάει στο δόρυ της. Και ποτέ πριν από αυτήν η τέχνη δεν είχε συνενώσει το δόρυ με τη σκέψη.”

β) Και στην συνέχεια ο André Malraux εμβαθύνει, με την γνώριμη πνευματική του διορατικότητα, στην ουσία της Παιδείας και την σύλληψή της από το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα. Μια Παιδεία που είναι αμιγώς δημιούργημα του Πνεύματος, το οποίο αγωνίζεται αδιαλείπτως για να αποκαλύψει την αλήθεια ως προς τον κόσμο που μας περιβάλλει και που δεν συμβιβάζεται με καμία βεβαιότητα αλλά, όλως αντιθέτως και πολύ περισσότερο, θέτει διαρκώς ερωτήματα στον δρόμο προς την αέναη «επιλάθευση» : “Δεν θα πάψουμε ποτέ να το διακηρύσσουμε: ό,τι σημαίνει για μας η τόσο συγκεχυμένη λέξη παιδεία –το σύνολο των έργων της τέχνης και του πνεύματος- η Ελλάδα το μετέτρεψε, προς δόξαν της, σε μείζον μέσον διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου. Είναι ο πρώτος πολιτισμός χωρίς ιερό βιβλίο, όπου η λέξη ευφυΐα σήμαινε να θέτεις ερωτήματα. Ερωτήματα που έμελλε να γεννήσουν την κατάκτηση του κόσμου από το πνεύμα, της μοίρας από την τραγωδία, του θείου από την τέχνη και τον άνθρωπο.”

  1. Περαιτέρω, την πορεία εξέλιξης του Ελληνικού Πολιτισμού, σε όλη του την μακραίωνη διαδρομή, καταγράφει, πιστά και αξιόπιστα κυρίως η πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος στον δρόμο προς την επιστημονική –ουσιαστικώς την πρώτη στην ιστορία της επιστημονικής εξέλιξης- δημιουργία. Αυτή η πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος προς τη θεμελίωση της ολοκληρωμένης Επιστήμης και της Φιλοσοφίας με συστηματική δομή παραπέμπει, εν πολλοίς, στον μύθο του Προμηθέα, ο οποίος τίθεται στην υπηρεσία του Ανθρώπου –προκειμένου να του διδάξει τις τέχνες, μέσω της χρήσης της φωτιάς που έχει κλέψει από τους θεούς- με σκοπό να καταστήσει την ανθρώπινη δημιουργία δύναμη παραγωγής Πολιτισμού. Άρα δύναμη η οποία θα απελευθερώσει τον Άνθρωπο και από τον αρχέγονο φόβο του θανάτου. Σκοπό τον οποίο αποκαλύπτει στον Χορό ο Προμηθέας με τον συγκλονιστικό στίχο του Αισχύλου στον «Προμηθέα Δεσμώτη» (260): «Θνητούς γ’ παυσα μή προδέρκεσθαι μόρον» («Απέβαλα από τους θνητούς τον φόβο του θανάτου»). Και τούτο στοίχισε στον Προμηθέα την σύγκρουση ως και με τον Δία, σύγκρουση που σφραγίσθηκε με την τιμωρία της αλυσόδεσής του στον καυκασιανό βράχο.

α) Μέσα από αυτή την, οιονεί προμηθεϊκή, πορεία του το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα γέννησε, σχεδόν ταυτοχρόνως, την Επιστήμη και την Φιλοσοφία. Σήμερα η συνεισφορά αυτή του Ελληνικού Πνεύματος στον Πολιτισμό, εν γένει, φαίνεται ίσως φυσική. Όμως η ιστορική διαδρομή και έρευνα στο πεδίο κυρίως της Επιστήμης αρκεί για να καταδείξει ότι αυτή η προμηθεϊκή, κατά τ’ ανωτέρω, πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος συνιστά μία από τις πιο συγκλονιστικές –δίχως ίχνος υπερβολής- περιόδους της ανθρώπινης δημιουργίας, αφότου εμφανίσθηκε ο homo sapiens ως η τελείωση του homo sentiens. Και τούτο διότι, κατ’ ουσία και κατ’ αποτέλεσμα, σηματοδοτεί την αρχή της πνευματικής καταξίωσης του homo sapiens.

α1) Για να γίνει σαφέστερη και, επομένως, ακριβέστερη η ανάλυση που προηγήθηκε, πρέπει να διευκρινισθεί ότι το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα έφθασε στον κολοφώνα της διάπλασης της Επιστήμης μέσα από την «επαναστατική», μεθοδολογικώς, για την εποχή εκείνη μετατροπή της πληροφορίας σε Γνώση και της Γνώσης σε Σοφία.

α2) Με άλλα λόγια, το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα οδήγησε έτσι την εν γένει Παιδεία –υπό την έννοια του συνόλου των έργων του Πνεύματος και της Τέχνης, κατά τον André Malraux – της Αρχαίας Ελλάδας σε μια πρωτόγνωρη, με οιαδήποτε σύγκριση παρελθόντος, ολοκλήρωσή της, προσθέτοντάς της τους ακρογωνιαίους λίθους της, ήτοι την Επιστήμη και την Φιλοσοφία. Την τελευταία δε ιδίως με την μορφή της τελειοποίησης, κατά τα δεδομένα της εποχής, της επιστημονικής μεθόδου, ως θεμελιώδους εργαλείου αναζήτησης και επεξεργασίας της Γνώσης που έχει ως τελικό στόχο την διεπιστημονική της προσέγγιση μέχρι την, κατά το δυνατόν, ολιστική θεώρησή της. Θεώρηση η οποία βεβαίως και δεν οδηγεί στην, από μεθοδολογικής πλευράς, πλήρη εξομοίωση των επιμέρους επιστημονικών κλάδων, πλην όμως αναζητεί τα υπαρκτά κοινά σημεία μεταξύ τους, έτσι ώστε να αποφεύγονται, όσο αυτό είναι εφικτό, μεγάλες αντιφάσεις στο lato sensu πεδίο του επιστητού.

β) Και τούτο διότι ήταν οι Προσωκρατικοί εκείνοι που πρώτοι επιχείρησαν –και ουσιαστικώς πέτυχαν- να απαλλάξουν την ανθρώπινη διανόηση από τα προπατορικά δεσμά του μύθου και να την οδηγήσουν, σταδιακώς, προς την κατανόηση και εξήγηση του Κόσμου στις πραγματικές του, φυσικές, διαστάσεις.

β1) Ταυτοχρόνως, η ριζοσπαστική δημιουργική παρακαταθήκη των Προσωκρατικών υπήρξε, στην μετέπειτα πορεία του Πνεύματος, το σπουδαιότερο όπλο για την αντιμετώπιση των εμποδίων του κάθε είδους δογματισμού που έκανε, κατά καιρούς, την εμφάνισή του. Δογματισμού ο οποίος, εντέλει, έφθανε μέσα από ένα καταστροφικό πισωγύρισμα στο να μετατρέπει την όποια γνώση είχε προκύψει και πάλι σε απλή πληροφορία. Πληροφορία που μεταδιδόταν εφεξής μεταξύ των, δήθεν, επαϊόντων δίχως δυνατότητα αμφισβήτησής της εκ μέρους τους και, πολύ περισσότερο, τροποποίησης του περιεχομένου της προς την κατεύθυνση οιασδήποτε επιστημονικώς αποδεκτής εξέλιξής της.

β2) Αυτό, ακριβώς, το καταστροφικό πισωγύρισμα της ανθρώπινης Σκέψης και της καθήλωσής της στην κατεστημένη πληροφορία απέτρεψε το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα στην πορεία της ελεύθερης δημιουργίας του. Ουσιαστικώς δε το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα ουδέποτε, έστω και στις απαρχές της ανόδου του, συμβιβάσθηκε με μια τέτοια μεθοδολογική στασιμότητα που είναι, εκ των πραγμάτων και διαχρονικώς, ο κυριότερος πολέμιος της Επιστήμης. Και υπενθυμίζεται εκ νέου ότι το άλμα αυτό του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος δεν κατανοήθηκε πλήρως, ακόμη και με τα πνευματικά εργαλεία των απαρχών της σύγχρονης εποχής. Χρειάσθηκε πολύς χρόνος και μεγάλη προσπάθεια για να γίνει επαρκώς αντιληπτό το μέγεθος των επαναστατικών καινοτομιών της περιόδου και της συνεισφοράς των Προσωκρατικών στο πεδίο της επιστημονικής εξέλιξης, ιδίως κατά το αρχικό της στάδιο.

β3) Αλήθεια, πόσο αργότερα άραγε ο Max Weber, στην μελέτη του «Η επιστήμη ως επάγγελμα», ανέδειξε ότι η Επιστήμη σημαίνει το «ξεμάγεμα του κόσμου», την «απομάγευση του κόσμου» (“die Entzauberung der Welt”), ήτοι την απαλλαγή της Σκέψης, κατά την έρευνα του Κόσμου τούτου, από τα «μάγια» του κάθε είδους μύθου! Πραγματικά ό,τι συμβαίνει στον Κόσμο δεν είναι προϊόν κάποιας «θείας» παρέμβασης ούτε καν κάποιας «μοιραίας», οιονεί νομοτελειακής, εξέλιξης, ανεπίδεκτης λογικής έρευνας και επεξήγησης. Όλως αντιθέτως, κάθε φυσικό φαινόμενο έχει την αιτία του, άρα η πρόοδος της Επιστήμης μπορεί να εξηγηθεί μόνο με όρους αιτίου και αποτελέσματος. Όπου ως αίτιο εμφανίζεται αυτό το οποίο επιτρέπει στο αιτιατό να προκύψει υπό συνθήκες δυνατότητας επιστημονικής απόδειξης, που φυσικά και υπόκειται στην διαρκή δοκιμασία της «επιλάθευσης». Και με τον τρόπο αυτό, όπως υποστήριξε ο θεμελιωτής της νεότερης επαγωγικής μεθόδου Francis Bacon: Scientia nihil aliud est quam veritatis imago” («Η Επιστήμη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εικόνα της λήθειας»). Της ίδιας αλήθειας την οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχαν αρχίσει να αναζητούν αιώνες πριν οι Προσωκρατικοί, απορρίπτοντας εκ προοιμίου την τύχη και το τυχαίο ως μέσα εξήγησης των φυσικών, κυρίως, φαινομένων.

Επίλογος

Συνοψίζοντας τις αναλύσεις που προηγήθηκαν πρέπει, ευθύς εξ αρχής, να επισημανθεί ότι είναι βέβαιο πως αρκετές από τις επιμέρους θέσεις του Κωνσταντίνου Κούμα για την Παιδεία και την Παιδαγωγία, κατ’ εξοχήν σε ό,τι αφορά την σύνδεσή τους με την Αρετή και την Ηθική, κρίνονται σήμερα εν πολλοίς ξεπερασμένες από τα πορίσματα της Επιστήμης, με βάση τα διδάγματα των επιμέρους κλάδων της. Εξίσου όμως βέβαιο είναι πως ο διαφωτιστικός στοχασμός του Κωνσταντίνου Κούμα για την σημασία της Παιδείας και της Παιδαγωγίας σε ό,τι αφορά την τελείωση του Ανθρώπου κατά τον προορισμό του, ιδίως δε σε ό,τι αφορά την διαμόρφωση ελεύθερων μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου που ανταποκρίνονται στο πρότυπο του δημοκρατικού Πολίτη, διατηρεί πολύτιμα στοιχεία εγκυρότητας και, επέκεινα, επικαιρότητας. Όπως επίσης το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Κούμας, ως κορυφαίος εκπρόσωπος του Ελληνικού Διαφωτισμού, συνδέει ευθέως την ουσία της Παιδείας και της Παιδαγωγίας με τις αντίστοιχες ρίζες, πάνω στις οποίες στηρίχθηκε για να αναπτυχθεί το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, αναδεικνύει μιαν ακόμη πτυχή της διαχρονικώς επίκαιρης σημασίας της σκέψης του. Πρόκειται για την πτυχή εκείνη, η οποία φέρνει στο φως οιονεί αμάχητα τεκμήρια και για το μέγεθος της «οφειλής» του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στην ανεκτίμητη παρακαταθήκη του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος και του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού. Και ακόμη τούτο: Η όλη πνευματική διαφωτιστική συνεισφορά του Κωνσταντίνου Κούμα παρέχει, επιπλέον, σειρά στέρεων επιχειρημάτων υπέρ του ότι ο Ελληνικός Διαφωτισμός όχι μόνο δεν παρακολούθησε παθητικώς, εξειδικεύοντάς τα απλώς στο πλαίσιο της λληνικς εμπειρίας, τα πνευματικά ρεύματα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Αλλά τον εμπλούτισε στην διαχρονία του και τον θωράκισε, ως προς την αυθεντικότητά του, με εκείνες τις παρακαταθήκες του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος και του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού οι οποίες τον συνδέουν αδιαλείπτως με τις πηγές της απώτερης καταγωγής του. Πριν απ’ όλα όμως εμείς, οι Έλληνες, οφείλουμε να διατηρούμε στην συλλογική μνήμη μας όλα εκείνα, τα οποία προσέφερε ο διαφωτιστικός στοχασμός του Κωνσταντίνου Κούμα στον «Φωτισμό του Γένους» για την απαλλαγή του από τον σκοταδισμό και για την διαμόρφωση άξιων ταγών του Ελληνισμού. Δηλαδή εκείνα τα οποία τον έχουν κατατάξει, άπαξ διά παντός, μεταξύ των Διδασκάλων του Γένους.»

Συνέχεια ανάγνωσης

Ιστορία - Πολιτισμός

Προκόπης Παυλόπουλος: Πάπας Φραγκίσκος: Το τέλος της κοσμικής εποχής για το Βατικανό;

Η πολυσύνθετη πνευματική πορεία του Πάπα Φραγκίσκου

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Μιλώντας για την αυτοβιογραφία του Πάπα Φραγκίσκου, σε εκδήλωση που οργάνωσαν οι εκδόσεις Gutenberg, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επεσήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

Η αυτοβιογραφία του Πάπα Φραγκίσκου, την οποία εξέδωσαν στα ελληνικά (πρώτη έκδοση στα ιταλικά, από τον εκδοτικό οίκο Mondadori Libri S.p.A., Milano, 2025) οι εκδόσεις Gutenberg –αυτό δε και μόνο συνιστά μιαν αναμφισβήτητη εκδοτική επιτυχία, αν μάλιστα αναλογισθεί κανείς ότι πρόκειται για την πρώτη, ιστορικώς, αυτοβιογραφία Πάπα- και η οποία φέρει τον τίτλο «Ελπίδα», συντίθεται από ένα οιονεί ιδανικό πλέγμα credo και confessio που εκδηλώνεται δημοσίως, κατά κάποιο δε τρόπο urbi et orbi. Και για την ακρίβεια πλέγμα ενός πιστεύω και μιας εξομολόγησης, μέσω των οποίων ο Πάπας Φραγκίσκος θέτει, υπερβαίνοντας για πρώτη φορά πολλά και κρίσιμα για το Βατικανό παπικά εσκαμμένα, τον εαυτό του και τα πεπραγμένα του σε δημόσια θέα και αξιολόγηση με ένα διπλό στόχο. Από την μια πλευρά να απευθυνθεί στο ποίμνιό του και, από την άλλη πλευρά, να κριθεί από αυτό –και όχι μόνο ίσως- εν ζωή, ως ο εκκλησιαστικός ταγός του πολυπληθέστερου Δόγματος της Χριστιανοσύνης, της Καθολικής Εκκλησίας. Όμως η επισταμένη ανάγνωση της «Ελπίδας» μάλλον αποκαλύπτει και μιαν άλλη, μύχια, ανάγκη, γιατί όχι δε και φιλοδοξία, του Πάπα Φραγκίσκου, πάντα μακριά από τις σειρήνες της ευτελούς ματαιοδοξίας: Ήτοι την ανάγκη και φιλοδοξία να επικοινωνήσει δημοσίως, ως επικεφαλής του Καθολικισμού, τόσο με τους πιστούς των άλλων Χριστιανικών Δογμάτων υπό το πνεύμα της Χριστιανοσύνης, όσο και –εδώ δε προκαλείται ένα ευπρόσδεκτο ξάφνιασμα- με μέλη των άλλων Θρησκειών ανά τον Κόσμο. Άρα με κάθε άνθρωπο ένοικο του Πλανήτη μας, ξεπερνώντας έτσι τα κάθε είδους σύνορα που αιώνες τώρα χώριζαν -και χωρίζουν εν μέρει ακόμη- το Βατικανό από τον υπόλοιπο κόσμο.

Ι. Η πολυσύνθετη πνευματική πορεία του Πάπα Φραγκίσκου

Δύσκολα θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς ότι το παιδί εκείνο που γεννήθηκε, την 17η Δεκεμβρίου 1936, στην λαϊκή συνοικία Φλόρες του Μπουένος Άιρες, από οικογένεια ιταλών μεταναστών, ο κατά κόσμον Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, θα έφθανε, την 13η Μαΐου του 2013, στον θρόνο και θώκο του Επισκόπου Ρώμης, ως ο 266ος Πάπας της Καθολικής Εκκλησίας.

Α. Το πνευματικό υπόβαθρο

Οι ίδιες οι αρχικές σπουδές του, κατ’ εξοχήν στα πεδία της Χημείας και της Φιλοσοφίας, προοιωνίζονταν μιαν άλλη πορεία ζωής, με πρόδηλα τα αναγεννησιακά χαρακτηριστικά της επιστημονικής πολυμέρειας και πολυπρισματικότητας.

1. Όμως η μεγάλη στροφή στην ζωή του Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, πραγματικός σταθμός στην μετέπειτα εκκλησιαστική του κατεύθυνση και πορεία, συντελέσθηκε το 1969, όταν χειροτονήθηκε ιερέας της Καθολικής Εκκλησίας.

α) Το επέκεινα εκκλησιαστικό cursus honorum του μελλοντικού Πάπα Φραγκίσκου ήταν εντυπωσιακό: Έπαρχος των Ιησουιτών της Αργεντινής, το 1973, Βοηθός Επίσκοπος, το 1992, Αρχιεπίσκοπος του Μπουένος Άιρες, το 1998 και, εν τέλει, Καρδινάλιος της Καθολικής Εκκλησίας, το 2001, δώδεκα χρόνια πριν την σημαδιακή 13η Μαΐου, όταν το Παπικό Κονκλάβιο τον εξέλεξε, κατά τ’ ανωτέρω, νέο Επίσκοπο Ρώμης.

β) Μέσα από μιαν αφοπλιστική, κυριολεκτικώς, απλότητα σκέψεων ο Πάπας Φραγκίσκος αποκαλύπτει, ταυτοχρόνως, αφενός τα θεμελιώδη πνευματικά του εφόδια. Και, αφετέρου, τον τρόπο, με τον οποίο αντιλήφθηκε δι’ αυτών ευθύς εξ αρχής τον προσανατολισμό της εν γένει εκκλησιαστικής του διαδρομής. Αυτά τα εφόδια και αυτός ο προσανατολισμός μαρτυρούν αψευδώς περί των βασικών αντηρίδων, επί των οποίων θεμελίωσε το δικό του πλήρες σύστημα θρησκευτικών πεποιθήσεων, ως μέλος του Καθολικισμού και ως λειτουργός στην ιεραρχία της Καθολικής Εκκλησίας.

2. Από τα δεδομένα της αυτοβιογραφίας του Πάπα Φραγκίσκου ο αναγνώστης και μελετητής της μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τρεις είναι οι κατά τα προεκτεθέντα βασικές αντηρίδες:

α) Η πρώτη από αυτές είναι η Ελευθερία, ως στάση ζωής του ανθρώπου για την κατά τον προορισμό του υπεράσπιση της αξίας του και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, δηλαδή για την κατάκτηση του ορίου της εικόνας και της ομοίωσης του Δημιουργού του. Κατά την ουσία της Χριστιανικής Διδασκαλίας, ο Χριστιανός μόνον ελεύθερος μπορεί να πορευθεί στα μονοπάτια της Χριστιανοσύνης για την αναζήτηση της Αλήθειας. Περισσότερο δε για τον εκκλησιαστικό ταγό της Χριστιανοσύνης, πάντα κατά τον Πάπα Φραγκίσκο, «το Άγιο Πνεύμα» -ο οιονεί φυσικός καθοδηγητής στα βήματά του- «είναι ελευθερία». Με απλές λέξεις κατά το πνεύμα της Χριστιανοσύνης ο πραγματικός Χριστιανός, και ιδίως ο εκκλησιαστικός ταγός, αυτοκαθορίζεται διά του Αγίου Πνεύματος, και ουδέποτε ετεροκαθορίζεται υπό συνθήκες καταναγκασμού ή ακόμη και απλού συμβιβασμού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι θέσεις του Πάπα Φραγκίσκου για την Ελευθερία και την Αλήθεια εναρμονίζονται, στο ακέραιο, με την ευαγγελική περικοπή στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (8:32): «Γνώσεσθε τν λήθειαν, κα λήθεια λευθερώσει μς».

β) Η δεύτερη αντηρίδα, σύμφυτη και συμπληρωματική της πρώτης, είναι η βαθιά και ειλικρινής ενσυναίσθηση της σχετικότητας και της προσκαιρότητας των εγκοσμίων, ως αυθεντικώς εκφραστική της μεν θεώρησης και επίγνωσης της ζωής ως βίου, της δε θνητότητας ως νομοτελειακής κατάληξης της επί γης πορείας του ανθρώπου. Και τούτο διότι:

β1) Στο πλαίσιο της Χριστιανικής Διδασκαλίας κάθε ψευδαίσθηση επί γης αιωνιότητας είναι επιμέρους σύνδρομο της εωσφορικής αλαζονείας, δοθέντος ότι μια τέτοια αιωνιότητα νοείται μόνο μετά θάνατο και μόνον ως επιβράβευση των κατά Χριστόν έργων του ενάρετου Χριστιανού. Ο στίχος του Δαμασκηνού από την νεκρώσιμη ακολουθία, «ποα δξα στηκεν π γς μετθετος;», το πιστοποιεί ευκρινώς.

β2) Δίδυμη αδελφή της προμνημονευόμενης ενσυναίσθησης της σχετικότητας και της προσκαιρότητας των εγκοσμίων είναι η σύμφωνη προς αυτή ενσυναίσθηση της αμφιβολίας και του τέλους των βεβαιοτήτων. Χαρακτηριστική προς αυτή την κατεύθυνση είναι η ρήση του Πάπα Φραγκίσκου «ν’ αφήνουμε χώρο στην αμφιβολία», όπως και εκείνη «αν ο άνθρωπος λέει με βεβαιότητα ότι έχει συναντήσει τον Θεό, δεν μας τα λέει καλά». Ρήσεις οι οποίες οδηγούν στα έγκατα της Χριστιανοσύνης. Κατ’ επέκταση, σύμφωνα με τα δεδομένα της Χριστιανικής Διδασκαλίας και πέρα και έξω από τα κάθε είδους δόγματα, φθάνουμε στην Αλήθεια όχι μέσα από τον θερισμό των βεβαιοτήτων, δεδομένου μάλιστα ότι αυτές είναι ούτως ή άλλως δύσκολο να ανθίσουν και να καρπίσουν. Αλλά, όλως αντιθέτως, μέσα από την σπορά αμφιβολιών, όμως πάντα με οδηγό από την μια πλευρά την πίστη και από την άλλη πλευρά την ελπίδα. Σε κάθε περίπτωση η κατάκτηση της Αλήθειας είναι μέγεθος οριακό, όπως δείχνει και η εκκωφαντική σιωπή του Ναζωραίου στο ερώτημα του Ποντίου Πιλάτου (Κατά Ιωάννην, 18:38): «Τί στιν λήθεια;».

3. Και η τρίτη, κορωνίδα των δύο προηγούμενων, αντηρίδα είναι η ευθεία και αδιαμφισβήτητη σύνδεση της μοίρας καθενός με εκείνη του πλησίον, μέσα από μια έκρηξη άφατης και ανυπόκριτης αγάπης που γεννά την ελπίδα. Κατά τον Πάπα Φραγκίσκο «η ελπίδα γεννιέται όταν υπάρχει το “εμείς”; Όχι, έχει ήδη γεννηθεί με το “εσύ”. Όταν υπάρξει το “εμείς” αρχίζει μια επανάσταση». Και λίγο πιο κάτω διευκρινίζει σε ποια επανάσταση κυρίως αναφέρεται. Πρόκειται για «μια επανάσταση στοργής». Επιπλέον, μόνο μια τέτοια «εκπαίδευση στην αδελφικότητα και σε μια χειροπιαστή αλληλεγγύη μπορεί να ξεπεράσει την “κουλτούρα των αποβλήτων”». Μια κουλτούρα «που δεν αφαιρεί μόνο την τροφή και τα αγαθά, αλλά πρώτα από όλα τους ανθρώπους που περιθωριοποιούνται από τεχνοοικονομικά συστήματα». Πρόκειται για τα συστήματα εκείνα «στο κέντρο των οποίων, ακόμα και χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, συχνά δεν υπάρχει πια ο άνθρωπος, αλλά τα προϊόντα του».

Β. Οδεύοντας προς μια Κοινωνία Προσώπων

Αυτό το πνευματικό υπόβαθρο του Πάπα Φραγκίσκου, όπως αναδεικνύεται μέσα από την αυτοβιογραφία του, αποκαλύπτει και το τι είναι εκείνο το οποίο, κατά την δική του αντίληψη, διέπει και συνθέτει την πεμπτουσία της Χριστιανοσύνης -στην μέγιστη γενικότητά της- σε ό,τι αφορά την μέσω της κοινωνικής συνύπαρξης καταξίωση του ανθρώπου ως εικόνας και ομοίωσης του Δημιουργού του.

1. Η προμνημονευόμενη καταξίωση του ανθρώπου μέσω της αγαστής κοινωνικής συνύπαρξης δεν μπορεί να ολοκληρωθεί και να ευοδωθεί κατά την Χριστιανική Διδασκαλία παρά μόνο μέσω μιας πραγματικής Κοινωνίας Προσώπων.

α) Και τούτο, διότι ο Χριστιανισμός και η Διδασκαλία του στην βάση των Ευαγγελίων δεν αρκούνται σε μιαν απλή κοινωνική συνύπαρξη, όσο και αν αυτή είναι απολύτως σύμφωνη με τα προβλεπόμενα από τους κανόνες δικαίου οι οποίοι ρυθμίζουν κανονιστικώς τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις. Πολύ πέραν αυτού, στοχεύουν στο να οργανώσουν μια πραγματική Κοινωνία Προσώπων. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε αν χρειασθεί ακόμη και να υπερακοντίσουν, ενόψει των βασικών αρχών της Χριστιανικής Διδασκαλίας, τα κελεύσματα του Νόμου, πάντοτε βεβαίως προς την κατεύθυνση ενίσχυσής τους κατά τον γνήσιο λόγο θέσπισής του και τον επέκεινα θεσμικό προορισμό του.

β) Όχι όμως και εις βάρος του Νόμου, ήτοι κατά παραβίασή του -πλην ακραίων και εξαιρετικών περιπτώσεων, όπου η κρατική νομική επιταγή αντιτίθεται στον σκληρό πυρήνα του Ανθρωπισμού και, άρα, υπερβαίνει κάθε όριο οιασδήποτε στοιχειώδους δημοκρατικής του νομιμοποίησης- αφού στο πεδίο της Χριστιανικής Διδασκαλίας ισχύει πάντοτε η προτροπή του Χριστού (Κατά Ματθαίον, 22:21): «πόδοτε τ Καίσαρος Καίσαρι κα τ το Θεο τ Θε».

2. Συνθέτοντας τις θέσεις του Πάπα Φραγκίσκου για μια Κοινωνία Προσώπων υπό το πρίσμα της Χριστιανικής Διδασκαλίας, πρέπει να δεχθούμε και ότι οι θέσεις αυτές συγκλίνουν προς την κατεύθυνση της παραδοχής του ως προς το ποια είναι τα βασικά συστατικά στοιχεία, τα οποία διαμορφώνουν τον αξιακό πυρήνα της. Και τα στοιχεία αυτά της Κοινωνίας Προσώπων κατά την Χριστιανική Διδασκαλία, υπό την κατά τα Ευαγγέλια αυθεντική εκδοχή της, είναι τα εξής:

α) Πρώτον, ο Ανθρωπισμός, ως αρχή η οποία αποτελεί πραγματικό θεμέλιο για την κοινωνική συνύπαρξη και προοιωνίζεται, οιονεί εκ φύσεως, τις αρχές της Αλληλεγγύης και της Δικαιοσύνης.

α1) Ο Ανθρωπισμός, με τα στοιχεία που του προσέθεσε η Χριστιανική Διδασκαλία, συνίσταται στο ότι ο άνθρωπος, ως αυτοτελής προσωπικότητα με την δική του αξία, βρίσκεται στο επίκεντρο της οργάνωσης αλλά και του προορισμού κάθε συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου αλλά και ολόκληρης της Ανθρωπότητας. Όχι όμως ο άνθρωπος ως μονάδα, αλλά ο άνθρωπος ως μέλος ενός ευρύτατου κοινωνικού συνόλου, το οποίο υπερβαίνει έτσι κάθε είδους σύνορα, ακόμη και τα κρατικά. Ενός κοινωνικού συνόλου το οποίο ξεπερνά, κατά πολύ, τα όρια της αρχετυπικής απλής συνύπαρξης -όσο και αν αυτή είναι στις μέρες μας αρκούντως θεσμικώς θωρακισμένη- προκειμένου να διαμορφώσει πραγματική Κοινωνία Προσώπων.

α2) Πρέπει, βεβαίως, να διευκρινισθεί ότι αυτή η συλλογική θεώρηση του ανθρώπου ουδόλως θίγει την ατομική του υπόσταση και την πρωταρχική σημασία της για την υπεράσπιση της αξίας του και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Όλως αντιθέτως, είναι αυτός ο ευεργετικός ατομισμός -όταν δεν εμποδίζει ούτε, πολύ περισσότερο, αποτρέπει τον άνθρωπο να λειτουργήσει και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου- που μπορεί να υπηρετήσει, υπό τις ως άνω προϋποθέσεις, ιδίως την αρχή της Αλληλεγγύης.

β) Δεύτερον, η Αλληλεγγύη. Ως αρχή η οποία καθιερώνει τον κυριότερο συνεκτικό δεσμό μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου και, ταυτοχρόνως, εγγυάται την συνοχή της κοινωνικής συνύπαρξης, δηλαδή την κοινωνική συνοχή υφ’ όλες της τις εκφάνσεις. Η κατά την Χριστιανική Διδασκαλία Κοινωνία Προσώπων καθίσταται εφικτή, ως ουσιώδης μετεξέλιξη της απλής κοινωνικής συνύπαρξης, κυρίως μέσω της κατά την Ευαγγελική και την Πατερική Διδασκαλία Αλληλεγγύης, η οποία διαδραματίζει τον ρόλο του συνδετικού κρίκου μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου, κατά την λογική της ρήσης: « σ μισες, τέρ μ ποιήσς». Και, ακόμη περισσότερο, της ρήσης: «γάπα τόν πλησίον σου ς σεαυτόν».

γ) Τρίτον, η Ειρήνη, ως αρχή η οποία εγγυάται υπέρ της Κοινωνίας Προσώπων -άρα υπέρ του κοινωνικού συνόλου- την αρμονική συνύπαρξη, απαραίτητη για την παραγωγική κοινωνική συνδημιουργία.

γ1) Κατά την Χριστιανική Διδασκαλία, η πραγμάτωση των επιταγών του Ανθρωπισμού και της Αλληλεγγύης, υπό την προεκτεθείσα έννοιά τους, προϋποθέτει, ανυπερθέτως, την Ειρήνη. Και μάλιστα όχι μόνον ως πρωταρχική επιδίωξη αλλά και ως ενδιάθετη στάση ζωής. Με την έννοια ότι η εκ μέρους του ανθρώπου οικειοθελής τήρηση της συμπεριφοράς εκείνης, η οποία ανταποκρίνεται στα παραγγέλματα της Ειρήνης, τον οδηγεί στα όρια του τελικού προορισμού του, ήτοι στην ομοίωση προς τον Δημιουργό του.

γ2) Αυτή την πτυχή της Χριστιανικής Διδασκαλίας αποδίδει, με εξόχως δωρικό τρόπο, ο Μακαρισμός του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου (5:9): «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται». Ιδίως όμως στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (16:33) η Ειρήνη περιγράφεται, από τον ίδιο τον Χριστό στην εκεί ομιλία του προς τους Μαθητές του, ως καρπός της πνευματικής επικοινωνίας και ένωσής τους μαζί του. Άρα, κατά προέκταση της ρήσης αυτής στο διαχρονικό πλαίσιο της Χριστιανικής Διδασκαλίας εν γένει, και ως καρπός επικοινωνίας και ένωσης των ανθρώπων μεταξύ τους: «Λελάληκα μν τατα να ν μο ερήνην χητε» (16:33).

δ) Και, τέταρτον, η Δικαιοσύνη. Η κατά την Χριστιανική Διδασκαλία Δικαιοσύνη υπερβαίνει το κανονιστικώς δέον.

δ1) Και μετατρέπεται σε καθημερινή συμπεριφορά, την οποία ο άνθρωπος οφείλει να τηρεί πέρα και έξω από την θεσμική υποχρέωση που του επιβάλλει η κείμενη νομοθεσία. Επανέρχομαι λοιπόν, κατ’ ανάγκη, στην σημασία της Δικαιοσύνης εντός του πλαισίου της Χριστιανικής Διδασκαλίας: Η Πέμπτη Ωδή (Προσευχή Ησαΐου του Προφήτου, 26:9), που από την Παλαιά Διαθήκη ενσωματώθηκε στην Καινή Διαθήκη και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Χριστιανικής Διδασκαλίας, αποδίδει, με άκρως αντιπροσωπευτικό τρόπο, αυτή την έννοια της αρχής της Δικαιοσύνης: «Δικαιοσύνην μάθετε, ο νοικοντες π τς γς».

δ2) Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η διατύπωση αυτή ενέχει τέτοια γενικότητα, ώστε η αντίστοιχη προτροπή να απευθύνεται όχι μόνο στους ασκούντες, αμέσως ή εμμέσως, μιας μορφής κρατική εξουσία. Αλλά και σε όλα τα μέλη του οικείου κοινωνικού συνόλου, έτσι ώστε οι ασθενέστεροι να προστατεύονται από την αυθαιρεσία του αδίκου erga omnes. Συνδυαζόμενη δε, όπως είναι ευνόητο, με την αρχή της Αλληλεγγύης, η Δικαιοσύνη, πάντα κατά την Χριστιανική Διδασκαλία, με στήριγμα και την αναλογική Ισότητα οδηγεί στην διαμόρφωση της αρχής της Κοινωνικής Δικαιοσύνης μέσω της ίσης μεταχείρισης ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων και της άνισης μεταχείρισης ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων. Με την πρόσθετη προϋπόθεση ότι στην περίπτωση της άνισης μεταχείρισης ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων η ουσιαστική πραγμάτωση της Κοινωνικής Δικαιοσύνης επιβάλλει και την ισότητα στην αφετηρία δια της διασφάλισης ισότητας ευκαιριών.

ΙΙ. Ο Πάπας Φραγκίσκος «οιακοστρόφος» νέας πορείας για το Κράτος της Πόλης του Βατικανού;

Οι σκέψεις και θέσεις του Πάπα Φραγκίσκου, οι οποίες αναδύονται ευκρινώς μέσα από την αυτοβιογραφία του -και μάλιστα ακόμη και από τον τίτλο της που σηματοδοτεί την ελπίδα για κάτι σαφώς νέο και πολλά υποσχόμενο στην πορεία του Καθολικισμού εν γένει- καταδεικνύουν ότι για τον 266ο Ποντίφηκα της Καθολικής Εκκλησίας προέχει, και δη στα όρια του υπερχειλούς, η πνευματικότητα σε ό,τι αφορά την πορεία της στην σύγχρονη ταραγμένη εποχή μας. Άλλωστε, σε μια συμβολική κίνηση προσήλωσης σε αυτή την νέα πραγματικότητα -προσήλωσης που δείχνει επιπροσθέτως μια κοινή εκκλησιαστική προσέγγιση, προσαρμοσμένη πολύ περισσότερο στο αυθεντικό πνεύμα της Χριστιανικής Διδασκαλίας- αμέσως μόλις εξελέγη ο Πάπας Φραγκίσκος έσπευσε να κρατήσει μόνο τον τίτλο του Επισκόπου Ρώμης. Και κάπως έτσι το Βατικανό άρχισε να απομακρύνεται, αν όχι και να αποξενώνεται, από τα παραδοσιακά κοσμικά στοιχεία και χαρακτηριστικά της έκπαλαι σύνθετης κρατικοεκκλησιαστικής του οντότητας.

Α. Προς την κοσμική συρρίκνωση του Κράτους της Πόλης του Βατικανού;

Αν η τάση αυτή συνεχισθεί και στην εποχή των διαδόχων του Πάπα Φραγκίσκου, εφόσον βεβαίως και εκείνοι βαδίσουν πάνω στα ίδια πνευματικά χνάρια, τότε είναι προφανές πως η Καθολική Εκκλησία θα έχει αρχίσει να απογαλακτίζεται από τις οιονεί κλασικές κοσμικές αντηρίδες, πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η οικοδόμηση του Κράτους της Πόλης του Βατικανού, διαγράφοντας μετέπειτα ιστορικούς μαιάνδρους διακυμάνσεων στο αστερισμό της αντίστοιχης διακύμανσης της επιρροής των υπολειμμάτων του Παποκαισαρισμού.

1. Συγκεκριμένα, ο Παποκαισαρισμός υπήρξε ένα σκοτεινό και άκρως παρακμιακό πνευματικώς σύμπτωμα του Μεσαίωνα, όταν ο Πάπας, ως επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας και μπροστά στην «πρόκληση» εξασθενημένων και βαθύτατα διχασμένων κοσμικών ηγετών -κατ’ εξοχήν Βασιλέων ή και Φεουδαρχών- θέλησε να συγκεντρώσει, εκτός της θρησκευτικής και εκκλησιαστικής του ηγεσίας, και εκείνη της κοσμικής εξουσίας. Κύριος, και ουσιαστικώς άνευ ορίων, εκφραστής του Παποκαισαρισμού υπήρξε ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ (1161-1216). Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν εκείνος ο οποίος οργάνωσε την Δ΄ Σταυροφορία (1202-1204), που κατέληξε και στην στυγνή κατάκτηση και στην βάρβαρη λεηλασία της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Κωνσταντινούπολης. Από τις οποίες η Βασιλεύουσα ουδέποτε συνήλθε ουσιαστικώς, έως την τελική πτώση της το 1453.

2. Είναι γνωστό ότι ο μετέπειτα Καισαροπαπισμός ήταν το κύριο σύμπτωμα της αντίδρασης της κοσμικής εξουσίας στην επέλαση του Παποκαισαρισμού.

α) Για την ακρίβεια, και οπωσδήποτε άκρως συνοπτικώς, ο Καισαροπαπισμός εξαπλώθηκε ιδίως κατά την περίοδο του 14ου, του 15ου και του 16ου αιώνα. Και σήμανε την περίοδο, κατά την οποία η κοσμική διακυβέρνηση -ήτοι ο Βασιλιάς, και κατά κύριο λόγο ο Αυτοκράτορας- επιχείρησε να ποδηγετήσει, στην κυριολεξία, την θρησκευτική αλλά και πνευματική εξουσία της Καθολικής Εκκλησίας. Μάλιστα στην πιο προωθημένη μορφή του ο Καισαροπαπισμός ανέπτυξε το σύστημα, δια του οποίου ο πολιτειακός και πολιτικός φορέας της κοσμικής διακυβέρνησης διεκδίκησε και εν τέλει άσκησε εν πολλοίς και τον ρόλο του πραγματικού επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας.

β) Η σύγκρουση αυτή μεταξύ του Πάπα και της Καθολικής Εκκλησίας από την μια πλευρά και της κοσμικής εξουσίας από την άλλη έληξε, κατά κάποιο τρόπο, μέσω ενός συμβιβασμού τήρησης προσχημάτων σε ό,τι αφορά το κύρος του Ποντίφηκα, την 11η Φεβρουαρίου 1929, επί φασιστικής περιόδου στην Ιταλία. Ήταν τότε που με την Συνθήκη του Λατερανού ιδρύθηκε το Κράτος της Πόλης του Βατικανού, ως υβριδικός φορέας στο πλαίσιο του οποίου τον καταδήλως προέχοντα θρησκευτικό και πνευματικό ρόλο του Πάπα και Επισκόπου Ρώμης συμπληρώνει, κατά κάποιο τρόπο, η προσθήκη μιας σαφώς περιορισμένης κοσμικής εξουσίας εντός των ορίων του Κράτους της Πόλης του Βατικανού. Όπως καθίσταται προφανές, από τον πάλαι ποτέ Παποκαισαρισμό «stat rosa pristina nomine, nomina nuda tenemus», για να αναφερθούμε στο «De Contemptu Mundi» του βενεδικτίνου μοναχού του 12ου αιώνα Bernard de Cluny, και στο «Όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο (1980).

B. Η πνευματική και θρησκευτική παρακαταθήκη του Πάπα Φραγκίσκου στους διαδόχους του

Από την ίδια την αυτοβιογραφία του Πάπα Φραγκίσκου συνάγεται, όποια και αν είναι η ανάγνωσή της, ότι στα χρόνια της ποντιφηκικής του θητείας κατάφερε να διαγνώσει με καιρίως αποφασιστικό τρόπο το πόσο τα όποια υπολείμματα του Παποκαισαρισμού όχι μόνο δεν τονώνουν αλλά, όλως αντιθέτως, υπονομεύουν το κύρος της Καθολικής Εκκλησίας. Προεχόντως δε στην εποχή μας, κατά την οποία παρατηρείται μια ραγδαία αποδυνάμωση θεμελιωδών αρχών και αξιών αυτού τούτου του Πολιτισμού μας, και κατά κύριο λόγο των αρχών και αξιών που συνθέτουν τον πυλώνα του Ανθρωπισμού.

1. Ειδικότερα, για τον Πάπα Φραγκίσκο και κατά τα εμμέσως πλην σαφώς εκτιθέμενα σχετικώς στην αυτοβιογραφία του, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, ως πολιτειακό και πολιτικό θεσμικό οικοδόμημα το οποίο είναι προορισμένο να εγγυάται την Ελευθερία και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, εδράζεται πρωτίστως επί της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας.

α) Αρχής, η οποία αυτονοήτως αποκλείει την ανάμιξη στην πολιτική διακυβέρνηση κάθε φορέα, ο οποίος δεν είναι θωρακισμένος με την κατά το οικείο Σύνταγμα δημοκρατική νομιμοποίηση, άρα και της Εκκλησίας, της κάθε Εκκλησίας, όσο και αν είναι το πλήθος των πιστών της. Από την άλλη πλευρά ο Πάπας Φραγκίσκος έχει κατανοήσει το πόσο η αγαστή, πλην όμως στο μέτρο των αρμοδιοτήτων καθενός, συμπόρευση της Εκκλησίας με τους φορείς που διασφαλίζουν και την ως άνω διακυβέρνηση υπό όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αποβαίνει προς όφελος της ίδιας της Εκκλησίας, φυσικά τηρουμένης της προαναφερόμενης ρήσης του Ευαγγελίου «πόδοτε τ το Καίσαρος Καίσαρι». Την συμπόρευση αυτή διευκολύνει το γεγονός ότι η Χριστιανική Διδασκαλία -άρα και η Εκκλησία η οποία βασίζεται σε αυτήν- συναντά καίριας σημασίας αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Βεβαίως στο μέτρο που η μεν Αντιπροσώπευση αφορά τον Αντιπρόσωπο του Θεού επί γης, η δε Ελευθερία αφορά ιδίως την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και της ελεύθερης άσκησης των δικαιωμάτων ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός.

β) Συμπερασματικώς, για τον Πάπα Φραγκίσκο η Εκκλησία -επομένως και η Καθολική Εκκλησία- επιτελεί το έργο της και καταξιώνεται κοινωνικώς όταν, αποφεύγοντας κάθε διαγκωνισμό με την κοσμική εξουσία, υπερασπίζεται επιπλέον και την Δημοκρατική Αρχή καθώς και την Ελευθερία ως πεμπτουσία της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Δοθέντος ότι δι’ αυτού του τρόπου, και κατ’ εξοχήν δια της ακώλυτης άσκησης της Θρησκευτικής Ελευθερίας, η Καθολική Εκκλησία μπορεί να εμπνεύσει καθένα σε ό,τι αφορά την αυθεντικότητα του θρησκευτικού ρόλου της ως πεδίου κοινωνικής προσφοράς, ανεξάρτητα από το αν πιστεύει κάποιος ή όχι. Και αυτή η έμπνευση έχει τόσο μεγαλύτερη σημασία για την Εκκλησία γενικότερα, όσο η σύγχρονη κοσμική εξουσία, στα περισσότερα Κράτη του Πλανήτη, δεν έχει αρθεί στο ύψος των περιστάσεων τόσο ως προς την εμπέδωση της Αλληλεγγύης και της Δικαιοσύνης όσο και ως προς την εδραίωση ενός πραγματικού Κοινωνικού Κράτους Δικαίου. Κοινωνικού Κράτους Δικαίου ικανού να αντιμετωπίσει τον μεγαλύτερο σύγχρονο κίνδυνο για την κοινωνική συνοχή, δηλαδή τον κίνδυνο των κραυγαλέων ανισοτήτων και της εξ αυτών οιονεί ενδημικής επικράτησης της φτώχειας και της εξαθλίωσης.

2. Περαιτέρω, ως ασυμβίβαστος πολέμιος κάθε μορφής προσηλυτισμού ο Πάπας Φραγκίσκος δεν διεκδικεί κανένα «αλάθητο», ούτε δικό του ούτε για την Καθολική Εκκλησία και, πολύ περισσότερο, κανένα «πρωτείο», δογματικό ή άλλο, εντός της Χριστιανοσύνης εν γένει.

α) Τούτο σημαίνει, κατ’ επέκταση, και ότι έτσι ο Καθολικισμός δεν αντιδικεί ούτε ανοίγει χαρακώματα σε σχέση και με τα άλλα Δόγματα και τις άλλες Ομολογίες στο πεδίο της Χριστιανοσύνης, και πριν απ’ όλα με την Ορθοδοξία και με τον Προτεσταντισμό. Γεγονός το οποίο προδήλως διευκολύνει την ενότητα όλων των μελών του Σώματος της Χριστιανοσύνης καθιστώντας, μεταξύ άλλων, την Χριστιανική Διδασκαλία όχι επιβεβλημένη γνώση και conditio sine qua non για την σωτηρία του Ανθρώπου. Αλλά δείκτη πορείας για την σωτηρία του αυτή, ο οποίος υιοθετείται στην πράξη κατ’ ελεύθερη, απολύτως, επιλογή.

β) Μπορεί, λοιπόν, να αμφισβητήσει κανείς ότι δι’ αυτού του πλαισίου σκέψης είναι εφικτό να βρεθεί ένας κοινός τόπος για την του Χριστού Εκκλησία ώστε, υπό συνθήκες ενότητας και σύμπνοιας μέσω ενός γόνιμου και ειλικρινούς διαλόγου υπό όρους ισοτιμίας, να πρωτοστατήσει και στην αποστολή υπεράσπισης των θεμελιωδών αρχών και αξιών του Ανθρωπισμού, όταν αυτές συντρίβονται σήμερα ανάμεσα στις μυλόπετρες της «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού» παγκοσμίως;

Επίλογος

Η εποχή του Πάπα Φραγκίσκου θα μείνει, σε κάθε περίπτωση, στην εκκλησιαστική ιστορία ως η περίοδος, κατά την οποία το Κράτος της Πόλης του Βατικανού τείνει να αφήσει οριστικά πίσω του κάθε κληρονομιά που του παρέδωσαν τόσο οι σκοτεινοί και στείροι πνευματικώς αιώνες του Παποκαισαρισμού, όσο και ο αντίστοιχης χρονικής διάρκειας καταναγκασμός του Καισαροπαπισμού. Υπ’ αυτή την έννοια η κοσμική εξουσία φαίνεται να αποχωρεί από το Βατικανό δίχως να αφήνει ίχνος από μια πρότερη διαδρομή, κατά την οποία οι κοσμικές ματαιοδοξίες πλήγωσαν βαριά το Σώμα της Καθολικής Εκκλησίας. Αρκεί βεβαίως οι διάδοχοι του Πάπα Φραγκίσκου να μην διακόψουν στο μέλλον την συνέχεια της δικής του πνευματικής και θρησκευτικής παρακαταθήκης. Τότε θα μπορούμε να πούμε και ότι στον επισκέπτη του Κράτους της Πόλης του Βατικανού θα απομένουν, ως εμβληματικό αποτύπωμα μνήμης, όχι τα παπικά δώματα ή οι ευσταλείς φρουροί τους, αλλά σχεδόν αποκλειστικώς το πνευματικό μεγαλείο της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου και η λυτρωτική αύρα του Παρεκκλησίου της Καπέλα Σιξτίνα, με την απαράμιλλη τέχνη του Μιχαήλ Αγγέλου χαραγμένη ανεξίτηλα στην οροφή του και στον τοίχο του βωμού.»

Συνέχεια ανάγνωσης

Αναλύσεις

Θεόφιλος Γεωργιαδης, ο καταδρομέας της πανανθρώπινης ελευθερίας!

Με έναν τρόπο αναλυτικόν και επίμονον άνοιγε δρόμους πράξης, αντίστασης και συνέχειας

Δημοσιεύτηκε

στις

Γράφει ο Γιάννης Πεγειώτης

Ήθελα να γράψω αυτές τις ώρες για την ελπίδα του Έλληνος. Πολύ μας βασάνισε από παιδιά το ερώτημα της επιβίωσης μας ως Ελλήνων στην Κύπρο και κατά παντού της οικουμένης.

Κι ύστερα θυμήθηκα τον Θεόφιλον.Τελικά μπορείς να εικονίζεις την ελπίδα του Έλληνος δια των παράδειγμάτων

Ήταν μια συνάντηση αντικατοχικών στο αμφιθέατρο του Φιλοξένια. Αρχάς της δεκαετίας του ενενήντα.΄Ενα ρωμαλέο παιδί. ΄Ενας ηρωικός άντρας. Υπήρχαν τότε αρκετοί στην Λευκωσία που ακόμα αντιστέκονταν . Δεν τον είχα συναντήσει κι ας τον διάβαζα συχνά. Ήταν ο Θεόφιλος. Με έναν τρόπο αναλυτικόν και επίμονον άνοιγε δρόμους πράξης, αντίστασης και συνέχειας. ΄Ηταν από τα πιο καθαρά, πρακτικά και επίμονα μυαλά της νήσου.

Πολύ τον χάρηκα κι ας ψιθυρίζαν πολλά μας αδέρφια τότες. Εν υπερβολικός ο Θεόφιλος. Εν πολλά επίμονος ο Θεόφιλος. ΄Ηταν ο Θεόφιλος Γεωργιάδης. Ο καταδρομέας, ο βαθύς γνώστης, ο άνθρωπος της Κύπρου που πρώτος ξεκαθάρισε την όντως ουσιώδην απόκρισην στον Τουρκικόν επεκτατισμόν. Δεν μας ήθελε απομονωμένους,νοσηρούς,αυτάρεσκους στον αντικατοχικόν μας αγώναν. Μας ήθελε πρωτοπόρους,πρώτους στις συμμαχίες,μπροστάρηδες σε Πρωτοβουλίες στήριξης των συμμάχων μας.  Να κτυπούμε πόρτες να συμπαρασύρουμεν όσους των κομμάτων είχαν φιλότιμον…

Γι’ αυτό και ασχολήθηκαν μαζί του μυστικές υπηρεσίες, αρχές ασφαλείας ΔΥΤΙΚΩΝ κρατών.

Οραματιζόταν συμμαχίες λαών κατά του παντουρκισμού και των ανήθικων επεκτατιστών. Αγάπησε το Αντάρτικο των Κούρδων. Τους ατίθασους λαούς της Ανατολής. Τα κινήματα ελευθερίας. Αυτά που ανακάλυψαν οι Δυτικοί όταν κατερχόταν απειλητικόν το Ισλαμικόν Κράτος.

Ηταν δεκαετίες μπροστά ο Θεόφιλος. Αυτός ο άδρωπος του τόπου μας που ικέτευε για ένα μονόστηλο της εφημερίδας για να διαψεύδει την Τουρκικήν προπαγάνδα.

Αυτός ο δρομέας οκύπους ο συνεχώς εν εγρηγόρσει.”Πήρες το φαξ για τους Κούρδους μαχητές. Σε παρακαλώ γράψε κάτι για τους βουλευτές μας που πήγαν μάρτυρες υπεράσπισης στη δίκη των Κούρδων στη Γερμανία.”

Ο Θεόφιλος που πολύ τον κούραζαν οι ΄εριδες μας, η αναβλητικότητα μας. Ο Θεόφιλος της πρωτινής αγάπης . Ο Θεόφιλος που οσμιζόταν το κακό που θαρχόταν από τις πρεσβείες και τους χλιαρούς και εύκολους στον έμμεσο χρηματισμόν,στην τρυφηλή ζωήν.

Ο Θεόφιλος που δεν ήθελε να ανταλλάξουμεν την ελευθερίαν με την πρωτοεμφανιζόμενην τότε έννοια έκτρωμαν ” επανένωση”.

Μια νέα μελέτη των κειμένων και του βίου του θα καταδείξει που καταντήσαμε, που μας κατάντησαν…

Ο Θεόφιλος θυσιάστηκε για να ‘χει η Κύπρος μιαν καντήλαν φωτός απο εκείνη την λαμπάδαν του Καλού λόου στον Μασιαιράν. Είχεν την αγωνιστικότητα του Γρηγόρη, τον έρωταν ελευθερίας του, την ανυποχώρητην απόφαση του για μιαν πορείαν φωτός που όλοι χρωστούσαμεν στο νησί μας μα ολίγοι την ακολούθησαν μέχρι τέλους.

Ένας εξ αυτών των εκλεκτών ήταν και είναι ο Θεόφιλος Γεωργιαδης ο καταδρομέας της πανανθρώπινης ελευθερίας.

Τέσσερα χρόνια μετά θα τον θρηνούσα μόνος στην Λεμεσόν. ΄Ηταν Μάρτης και οι αντικατοχικοί θα ορφάνευαν ξανά.

Και τότε θα μας κατάκλυζεν θλίψη και αυτοκριτική. Γιατί δεν τον προσέχαμεν όσο έπρεπε. Πόσες φορές τον αφήσαμεν μόνον. Γιατι δεν επιμέναμεν να προστατευτεί. Γιατί χρειάστηκε η φονική ΜΙΤ για να καταλάβουμεν πόσον κορυφαίος και σημαντικός ΄Ελληνας καθόταν δίπλα μας στις αντικατοχικές συνάξεις.

Στράφου μιαν νύχτα Θεόφιλε. Βάλε μιαν φωνήν να ξυπνήσει η Χώρα ούλλη . Η νήσος Κύπρος και ο Ελληνισμός κατά παντού.

Συνέχεια ανάγνωσης

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Άμυνα9 ώρες πριν

Δανεισμός χωρίς φρένο για την άμυνα της ΕΕ

Η ανάγκη για την ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της Ευρώπης, ως βασική αρχή, γίνεται αποδεκτή, όχι μόνο από όλες τις...

Άμυνα10 ώρες πριν

Bloomberg: Ξεμένει από πυρίτιδα και TNT η Ευρώπη!

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έσκαψαν στα αποθέματα πυρομαχικών τους για να οπλίσουν την Ουκρανία. Αυτό πίεσε τα αποθέματα της ηπείρου σε...

Άμυνα10 ώρες πριν

Financial Times: Ευρωπαϊκό σχέδιο στρατιωτκής απεξάρτησης από τις ΗΠΑ!

Οι συζητήσεις στοχεύουν στο να αποφευχθεί πιθανό χάος που θα προκαλούσε μια αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ

Άμυνα11 ώρες πριν

Η Boeing προχωρά τα μαχητικά 6ης γενιάς των ΗΠΑ! Ο Τραμπ τα… βάφτισε F-47

Αυτά τα νέα, εξελιγμένα αεροσκάφη, θα αντικαταστήσουν την προηγούμενη γενιά, τα F-22 που χρησιμοποιούνται από την αμερικανική πολεμική αεροπορία εδώ...

Διεθνή11 ώρες πριν

Σημείο διαμάχης στην πολιτική του Πακιστάν!

Η πειρατεία του Jaffar Express τονίζεις τις μακροχρόνιες ανησυχίες για την ασφάλεια στη μεγαλύτερη επαρχία της χώρας

Δημοφιλή