Ακολουθήστε μας

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Το Κυπριακό στον ΟΗΕ

Δημοσιεύτηκε

στις

Στα πρώτα χρόνια μετά
το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι
διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις
απέφυγαν να εγείρουν δημόσια θέμα
απόδοσης της Κύπρου στην Ελλάδα. Η Κύπρος
δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο με
τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις
που υποβλήθηκε στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης
των Παρισίων, όπως άλλωστε είχε συμβεί
και στην αντίστοιχη Συνδιάσκεψη που
ακολούθησε τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου
Πολέμου.

Αυτή η σταθερή επιλογή της
Αθήνας βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στις
διπλωματικές παρακαταθήκες του Ελευθέριου
Βενιζέλου και συνοψιζόταν στο αξίωμα
ότι η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα δεν
μπορούσε να επιτευχθεί παρά μόνο εάν
προηγουμένως είχε εξασφαλισθεί η
βρετανική συναίνεση. Σύμφωνα με την
ίδια αντίληψη, οι εγκάρδιες ελληνοβρετανικές
σχέσεις δεν θα έπρεπε να διαταραχθούν
στον βωμό της δημόσιας ανακίνησης του
Κυπριακού, από τη στιγμή μάλιστα που
μια τέτοια κίνηση ήταν αμφίβολο εάν
μπορούσε να αποδώσει τα επιθυμητά
αποτελέσματα.

Ολα αυτά άλλαξαν το
καλοκαίρι του 1954 όταν η κυβέρνηση του
Αλέξανδρου Παπάγου έλαβε την απόφαση
της διεθνοποίησης του Κυπριακού. Η έξαψη
της ελληνικής κοινής γνώμης, αλλά και
η διαπίστωση της βρετανικής αδιαλλαξίας
να συζητήσει το θέμα σε διμερές επίπεδο
ή έστω να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο
μελλοντικής μεταβολής του καθεστώτος
του νησιού ασκούσαν ισχυρές πιέσεις
στην Αθήνα να εγκαταλείψει την τακτική
των ήπιων τόνων. Εξίσου καθοριστική
προς την ίδια κατεύθυνση ήταν η απειλή
του αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακάριου Γ΄
ότι σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν έθετε
το Κυπριακό ενώπιον του ΟΗΕ, τότε ο ίδιος
θα αναζητούσε κυβέρνηση τρίτου κράτους
(αραβικού ή ανατολικού) που θα ήταν
πρόθυμη να το πράξει. Σημαντικός
παράγοντας, τέλος, στην τελική διαμόρφωση
της άποψης του Παπάγου υπέρ της
διεθνοποίησης υπήρξε ο κυπριακής
καταγωγής γενικός διευθυντής του
ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, πρέσβης
Αλέξης Κύρου, ο οποίος το 1931 ως γενικός
πρόξενος της Ελλάδας στη Λευκωσία,
παραβλέποντας τις κυβερνητικές οδηγίες,
είχε συμβάλει στην εξέγερση των Ελλήνων
της Κύπρου εναντίον των βρετανικών
αποικιακών αρχών.
Με αίτημα την αυτοδιάθεση
Η πρώτη ελληνική προσφυγή
στον ΟΗΕ για το Κυπριακό κατατέθηκε τον
Αύγουστο του 1954. Προκειμένου να αποφύγει
διπλωματικούς σκοπέλους, η Ελλάδα δεν
ζητούσε την ένωση της Κύπρου με τη μητέρα
πατρίδα, αλλά την παροχή στους κατοίκους
του νησιού του δικαιώματος της
αυτοδιάθεσης. Ωστόσο, ήταν φανερό ότι
η εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης
στην Κύπρο (π.χ. μέσω της διεξαγωγής ενός
δημοψηφίσματος) θα κατέληγε στην ένωση.
Η ελληνική πλευρά πέτυχε την εγγραφή
της προσφυγής στην ημερήσια διάταξη
της 9ης Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, όμως
οι αριθμητικοί συσχετισμοί δεν επέτρεπαν
τη λήψη μιας ευνοϊκής απόφασης. Ετσι,
τον Δεκέμβριο 1954 η ελληνική αντιπροσωπεία
συγκατένευσε στη λύση της μη συζήτησης
του θέματος «προς το παρόν», υποστηρίζοντας
ότι με αυτόν τον τρόπο γινόταν δεκτό
ότι το ζήτημα εξακολουθούσε να εκκρεμεί
ενώπιον του διεθνούς οργανισμού.
Ατελέσφορη τακτική,
διάψευση ελπίδων
Η ελληνική προσφυγή
δεν είχε στεφθεί με επιτυχία. Αντίθετα,
είχε αναδείξει όλα τα μειονεκτήματα
που αναπόφευκτα συνόδευαν την απόφαση
της διεθνοποίησης. Η σύνθεση των μελών
του ΟΗΕ δεν ήταν τέτοια που να διευκολύνει
την υιοθέτηση ψηφισμάτων σαφώς
υποστηρικτικών των ελληνικών θέσεων:
το παλιρροϊκό κύμα της αποαποικιοποίησης
δεν είχε ακόμα φουσκώσει αρκετά για να
επιτρέψει την ανεξαρτητοποίηση και τη
συνακόλουθη είσοδο των νέων κρατών στα
Ηνωμένα Εθνη έτσι ώστε οι δικές τους
ψήφοι να καταστούν πλειοψηφικές στη
Γενική Συνέλευση. Ανεξάρτητα από αυτό,
ο ίδιος ρόλος του Οργανισμού είχε
υπερτιμηθεί από ελληνικής πλευράς:
ακόμα κι αν είχε επιτευχθεί ο μέγιστος
στόχος της λήψης μιας απόφασης υπέρ της
αυτοδιάθεσης, δεν θα επρόκειτο για
τίποτα περισσότερο από μια (σημαντική
αλλά όχι αποφασιστική) ηθική νίκη, καθώς
η Γενική Συνέλευση δεν είχε τη δυνατότητα
παρά μόνο διατύπωσης συστάσεων και όχι
επιβολής δεσμευτικών όρων. Επιπλέον, η
μετακίνηση του Κυπριακού από το αυστηρά
διμερές στο διεθνές πεδίο ήταν ανεπιθύμητη
από το Λονδίνο, με άμεσο αποτέλεσμα την
επιδείνωση των ελληνοβρετανικών σχέσεων.
Η προκαταβολικά αρνητική τοποθέτηση
των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της
ελληνικής προσφυγής στερούσε από την
Αθήνα την πιθανότητα της υποστήριξης
της Ουάσιγκτον, η οποία θα μπορούσε να
αμβλύνει τη βρετανική αδιαλλαξία. Η
αδύναμη διπλωματική θέση της Ελλάδας
διαπιστώθηκε και εντός του ευρύτερου
συμμαχικού πλαισίου, καθώς τα υπόλοιπα
μέλη του ΝΑΤΟ μοιραία έτειναν να
ταυτίζονται με τον ισχυρότερο από τους
εμπλεκόμενους στην υπόθεση, δηλαδή στην
προκειμένη περίπτωση με τη Μεγάλη
Βρετανία. Το χειρότερο: η προσφυγή στον
ΟΗΕ έδωσε τη δυνατότητα στην Τουρκία
να εμφανιστεί ως ενδιαφερόμενο μέρος
στο Κυπριακό, το οποίο στα μάτια της
διεθνούς κοινής γνώμης αποκτούσε ολοένα
και περισσότερο τα χαρακτηριστικά μιας
διένεξης με απρόβλεπτες συνέπειες σε
περιφερειακό επίπεδο.
Η συνάρτηση αυτών των
παραγόντων επηρέασε καθοριστικά την
τύχη της δεύτερης ελληνικής προσφυγής,
η οποία υποβλήθηκε στον ΟΗΕ το 1955. Η
αποτυχία ήταν παταγώδης, καθώς δεν
επιτεύχθηκε καν η εγγραφή του αιτήματος
της Ελλάδας στην ημερήσια διάταξη της
Γενικής Συνέλευσης. Στο μεταξύ, η έναρξη
του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ και
το ναυάγιο της τριμερούς διάσκεψης
Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας
για το Κυπριακό στο Λονδίνο, το οποίο
επισφραγίστηκε από τις –καθοδηγούμενες
από τις τουρκικές αρχές– βιαιότητες
σε βάρος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης
(Σεπτεμβριανά 1955), είχαν ήδη προσθέσει
νέες παραμέτρους στην πολύπλοκη
διπλωματική εξίσωση. Μετά την επιδείνωση
των ελληνοβρετανικών είχε πλέον επέλθει
και ο καταποντισμός των ελληνοτουρκικών
σχέσεων.
Τον Μάρτιο του 1956 η
αιφνιδιαστική σύλληψη του Μακάριου από
τις βρετανικές αρχές και η εξορία του
στις Σεϋχέλλες εξώθησε την κυβέρνηση
του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος
μόλις τον προηγούμενο μήνα είχε
επικρατήσει στις εκλογές, να καταθέσει
την τρίτη κατά σειρά ελληνική προσφυγή
στα Ηνωμένα Εθνη. Τον χειρισμό ανέλαβε
από τον Μάιο του ίδιου έτους ο νέος
υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος
Αβέρωφ-Τοσίτσας, ο οποίος εφάρμοσε μια
πολυεπίπεδη στρατηγική για την
αποτελεσματική προώθηση των ελληνικών
θέσεων πριν από τη συζήτησή τους στον
ΟΗΕ: πρωτίστως την καλλιέργεια στενότερων
σχέσεων με χώρες του Τρίτου Κόσμου
(Γιουγκοσλαβία και αραβικά κράτη) με
σκοπό την αύξηση του αριθμού των ψήφων
υπέρ του αιτήματος για την αυτοδιάθεση
του κυπριακού λαού. Αυτή τη φορά η μάχη
στα Ηνωμένα Εθνη περιλάμβανε και την
αντίκρουση βρετανικής προσφυγής, με
την οποία το Λονδίνο κατηγορούσε την
Αθήνα ότι ενίσχυε την ΕΟΚΑ. Τελικά, ούτε
το ελληνικό ούτε το βρετανικό σχέδιο
απόφασης τέθηκαν σε ψηφοφορία, αλλά
αντίθετα υιοθετήθηκε ομόφωνα η γενικόλογη
πρόταση της Ινδίας, η οποία έκανε λόγο
για την ανάγκη εξεύρεσης ειρηνικής,
δημοκρατικής και δίκαιης λύσης του
Κυπριακού σύμφωνης με τις αρχές και
τους σκοπούς του Χάρτη του ΟΗΕ.
Στην πραγματικότητα,
η Ελλάδα ήταν εγκλωβισμένη σε έναν
πολιτικό και διπλωματικό λαβύρινθο,
τον οποίο η ίδια είχε κατασκευάσει. Η
τακτική των προσφυγών στα Ηνωμένα Εθνη
είχε αποδειχτεί ατελέσφορη. Ομως ήταν
πλέον σχεδόν αδύνατον να μη συνεχιστεί,
καθώς σε αυτή την περίπτωση η εκάστοτε
ελληνική κυβέρνηση θα ήταν εκτεθειμένη
στις αντιδράσεις τόσο της αντιπολίτευσης
όσο και του Μακάριου. Ετσι, έστω κι αν
γνώριζε εκ των προτέρων ότι οι πιθανότητες
επιτυχίας ήταν ελάχιστες, η Αθήνα
προσέφυγε ξανά στον ΟΗΕ το 1957. Προσεκτικά
διατυπωμένο, το ελληνικό σχέδιο ψηφίσματος
ζητούσε από τη Γενική Συνέλευση να
εκφράσει απλώς την ευχή της για την
εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης
στην Κύπρο. Το αποτέλεσμα ήταν καλύτερο
από κάθε άλλη φορά: η ελληνική πρόταση
υπερψηφίστηκε από την πλειοψηφία των
παρόντων μελών της Γενικής Συνέλευσης
(31 υπέρ, 23 εναντίον, 24 αποχές), δεν
εξασφάλισε όμως την πλειοψηφία των δύο
τρίτων που απαιτούνταν από τον κανονισμό
για τη λήψη απόφασης. Ηταν το μέγιστο
που μπορούσε να επιτευχθεί.
Στο παρά πέντε απεφεύχθη
η ήττα στην τελευταία προσφυγή
Η πέμπτη και τελευταία
ελληνική προσφυγή, η οποία κατατέθηκε
τον Αύγουστο του 1958 και συζητήθηκε στο
τέλος του ίδιου έτους, απέδειξε ότι η
συγκυρία ήταν δυνατόν να στρέψει ακόμα
και τις διαδικασίες των Ηνωμένων Εθνών
σε βάρος της κυπριακής υπόθεσης. Οι
διεργασίες έλαβαν χώρα κάτω από τη βαριά
σκιά του Σχεδίου Μακμίλαν, το οποίο είχε
εξαγγελθεί τον Ιούνιο του 1958 και λίγο
αργότερα είχε αρχίσει να εφαρμόζεται
από τη Μεγάλη Βρετανία και την Τουρκία
ερήμην της Ελλάδας, απειλώντας να
οδηγήσει σε διχοτομική λύση του Κυπριακού.
Η δημόσια πρόταση του Μακάριου για τη
δεσμευμένη ανεξαρτησία της Κύπρου
(Σεπτέμβριος 1958) αποσκοπούσε ακριβώς
στην αποφυγή ενός τέτοιου σκοπέλου:
μάλιστα η ελληνική αντιπροσωπεία στον
ΟΗΕ επιδίωξε τη λήψη απόφασης από τη
Γενική Συνέλευση, η οποία να προσανατολιζόταν
σε αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, κατά τη
συζήτηση στον Οργανισμό δημιουργήθηκε
πλειοψηφικό ρεύμα υπέρ σχεδίου ψηφίσματος
ανεπιθύμητου από την Αθήνα, το οποίο
καλούσε «τις τρεις ενδιαφερόμενες
κυβερνήσεις» (δηλαδή τη βρετανική, την
ελληνική και την τουρκική) σε απευθείας
μεταξύ τους διαπραγματεύσεις για την
οριστική διευθέτηση του μελλοντικού
καθεστώτος του νησιού. Η ελληνική ήττα
αποτράπηκε κυριολεκτικά την τελευταία
στιγμή, μέσω της ομόφωνης υιοθέτησης
συναινετικής απόφασης, η οποία, όπως
και εκείνη του 1956, αναφερόταν αόριστα
στη συνέχιση των προσπαθειών για την
εξεύρεση ειρηνικής, δημοκρατικής και
δίκαιης λύσης στο Κυπριακό ζήτημα.
Σχεδόν κανείς δεν
μπορούσε τότε να μαντέψει ότι παράλληλα
με τη λήψη της απόφασης, στο περιθώριο
των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης οι
υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και
της Τουρκίας, Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας
και Φατίν Ζορλού αντίστοιχα, ξεκινούσαν
μυστικές συνομιλίες, οι οποίες θα έθεταν
τις βάσεις για τη συνομολόγηση μόλις
δύο μήνες αργότερα των Συμφωνιών της
Ζυρίχης και του Λονδίνου. Οι ελληνικές
προσφυγές στον ΟΗΕ δεν είχαν αποφέρει
–ούτε μπορούσαν από μόνες τους να
αποφέρουν– την επίλυση του Κυπριακού
στη βάση του δίκαιου αιτήματος των
Ελλήνων κατοίκων του νησιού για
αυτοδιάθεση. Η τελευταία όμως από αυτές
παρείχε την αφορμή για την κυοφορία της
δεσμευμένης ανεξαρτησίας της Κύπρου
μέσα από απευθείας ελληνοτουρκικές
διαπραγματεύσεις. Τα Ηνωμένα Εθνη, με
άλλα λόγια, δεν είχαν δώσει την πολυπόθητη
λύση, αλλά τον Δεκέμβριο του 1958 προσέφεραν
το κατάλληλο περιβάλλον για την απαρχή
γεφύρωσης του χάσματος ανάμεσα στην
Αθήνα και στην Αγκυρα, η οποία θα κατέληγε
στην ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
* Ο κ. Αντώνης Κλάψης
διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
ΠΗΓΗ: Καθημερινή

Επος 40 - Μάχη οχυρών - Μάχη της Κρήτης - Αντίσταση - Κατοχή - Εμφύλιος

D-Day: Η αρχή του τέλους για τους Ναζί «ξεκίνησε» από τις γαλλικές ακτές

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Ο όρος D-Day είναι γνωστός και άρρηκτα συνδεδεμένος με μια από τις πιο ιστορικές ημέρες του 20ου αιώνα, αυτή της απόβασης των Συμμάχων στη Νορμανδία κατά την διάρκεια του Β’ ΠΠ, σαν σήμερα στις 5 Ιουνίου του 1944.

Η απόβαση στη Νορμανδία ανέτρεψε τα δεδομένα στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων των Συμμάχων ενάντια στην γερμανική πολεμική μηχανή, που για πολλούς θεωρείται ως η «αρχή του τέλους» για τους Ναζί στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ποιο το υπόβαθρο πριν την απόβαση

Οι διαφωνίες των Συμμάχων για το αν θα έπρεπε να ασκηθεί πίεση από Νότο προς Βορρά ή να γίνει απόβαση μέσω Μάγχης, προκειμένου να ηττηθεί η Γερμανία, λύθηκαν στη Διάσκεψη της Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1943). Ο Στάλιν, υποστηριζόμενος από τις ΗΠΑ, επέμενε ότι η εισβολή στη Γαλλία ήταν ο μόνος τρόπος να ηττηθεί η Γερμανία.

Τον Ιανουάριο του 1944 άρχισε να προετοιμάζεται η επιχείρηση «Επικυρίαρχος» (Operation Overlord). O αμερικανός στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ ορίστηκε ανώτατος διοικητής, με βρετανούς διοικητές στο στρατό ξηράς, στο ναυτικό και την αεροπορία.Σύμφωνα με το σχέδιο, η επίθεση θα γινόταν σ’ ένα στενό μέτωπο στη Νορμανδία, στις βόρειες ακτές της Γαλλίας, από πέντε σώματα στρατού.

Για την πραγματοποίησή της, ο Αϊζενχάουερ έπρεπε να συγκροτήσει τον μεγαλύτερο στην ιστορία στόλο που επιχείρησε ποτέ απόβαση.

Τα προβλήματα για τον σχεδιασμό της D-Day

Σε περίπτωση επιτυχίας, η απόβαση θα αποτελούσε την απαρχή προέλασης μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων προς Ανατολάς μέσω της Γαλλίας, κατευθείαν στην καρδιά της ναζιστικής Γερμανίας.

Το βασικότερο μέλημα για τους σχεδιαστές της επιχείρησης ήταν να μη μάθουν οι Γερμανοί το σημείο της απόβασης. Έτσι, οι δυνάμεις τους θα ήταν αναγκασμένες να αναπτυχθούν σε ολόκληρη την ακτογραμμή.

Είχε καταρτιστεί εξάλλου σχέδιο παραπλάνησης, η επιχείρηση «Σωματοφύλακας» (Operation Bodygard), που κατόρθωσε πέραν πάσης προσδοκίας να πείσει τον Χίτλερ ότι κύριος στόχος ήταν η περιοχή του Καλέ, αρκετά βορειότερα της Νορμανδίας. Παρότι στη Γαλλία υπήρχαν 58 γερμανικές μεραρχίες, μόνο οι 14 βρίσκονταν στις ακτές της Νορμανδίας.Μεγάλη σημασία είχε και η αξιοποίηση της αεροπορικής υπεροχής των Συμμάχων, ώστε να εξουδετερωθεί η εχθρική πολεμική αεροπορία και να απομονωθεί το συγκοινωνιακό δίκτυο της Βόρειας Γαλλίας.

Ενώ τα σχέδια τής απόβασης καταρτίζονταν από Αμερικανούς και Βρετανούς στρατιωτικούς στην Αγγλία, ο Γερμανός στρατάρχης Έρβιν Ρόμελ – γνωστός ως «αλεπού της ερήμου», από την προηγούμενη θητεία του στο αφρικανικό μέτωπο- επιφορτισμένος με την αναχαίτιση της αναμενόμενης απόβασης, ενίσχυσε τη γερμανική αμυντική οχύρωση κατά μήκος της ακτής της Γαλλίας με υποβρύχια εμπόδια, δεξαμενές καυσίμων, ανθεκτικές στους βομβαρδισμούς, καθώς και με ναρκοπέδια.Το βασικό του πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να περιφρουρεί 3.000 μίλια δυτικοευρωπαϊκής ακτής, από την Ολλανδία έως τα ιταλικά σύνορα.

Η D-Day γίνεται πραγματικότητα

Η απόβαση στη βόρεια Γαλλία από την Αγγλία προγραμματίστηκε τελικά για τις 5 Ιουνίου 1944, αλλά αναβλήθηκε για ένα εικοσιτετράωρο, λόγω της κακοκαιρίας που επικρατούσε στο στενό της Μάγχης.

Συγκροτήθηκε ένας τεράστιος στόλος, με επικεφαλής τον άγγλο ναύαρχο Μπέρτραμ Ράμσεϊ, ο οποίος περιλάμβανε 1.200 πολεμικά πλοία, 10.000 αεροπλάνα, 4.126 αποβατικά σκάφη, 804 μεταγωγικά πλοία και εκατοντάδες τεθωρακισμένα άρματα αμφίβιων και άλλων αποστολών. 156.000 άνδρες (73.000 Αμερικανοί και 83.000 Βρετανο-Καναδοί) θα αποβιβάζονταν στη Νορμανδία, από τους οποίους 132.000 θα μεταφέρονταν με πλοία μέσω Μάγχης και 23.500 με αεροπλάνα.Τις χερσαίες δυνάμεις διοικούσε ο άγγλος στρατηγός Μπέρναρντ Μοντγκόμερι, που είχε απέναντί του ένα παλαιό γνώριμό του από τις επιχειρήσεις στην Αφρική, τον γερμανό στρατάρχη Έρβιν Ρόμελ.

Η απόβαση με την κωδική ονομασία «Ποσειδών» (Operation Neptune) άρχισε πριν από την αυγή της 6ης Ιουνίου (D-Day) σε πέντε ακτές κατά μήκος της Νορμανδίας, οι οποίες έφεραν τις κωδικές ονομασίες Utah (Γιούτα), Omaha (Όμαχα), Gold (Χρυσός), Juno (Ήρα) και Sword (Σπαθί).

Οι παραλίες που είχαν επιλεγεί για την απόβαση εκτείνονταν από τον ποταμόκολπο του Ορν ως το νοτιοδυτικό άκρο της χερσονήσου Κοταντέν.

Οι Σύμμαχοι στις ακτές της Νορμανδίας

Την παραμονή της επιχείρησης βρετανικές μονάδες καταδρομέων είχαν πέσει πίσω από της γραμμές του εχθρού, καταλαμβάνοντας γέφυρες – κλειδιά και αχρηστεύοντας τις επικοινωνίες των Γερμανών.

Οι τέσσερις ακτές καταλήφθηκαν εύκολα και γρήγορα από τις συμμαχικές δυνάμεις, ενώ στην πέμπτη, την «Όμαχα», αντιμετώπισαν σκληρή γερμανική αντίσταση.Με το σούρουπο μεγάλα προγεφυρώματα είχαν ήδη δημιουργηθεί και στις πέντε περιοχές της απόβασης και η τελική επιχείρηση για τη συντριβή τής Γερμανίας είχε αρχίσει.

Για την επιτυχία της απόβασης, καθοριστική ήταν η αεροπορική υπεροχή των Συμμάχων. Τα αεροπλάνα τους κατέστρεψαν τις περισσότερες γέφυρες του Σηκουάνα στ’ ανατολικά και του Λίγηρα στα νότια, εμποδίζοντας έτσι τους Γερμανούς να ενισχύσουν έγκαιρα τις προκεχωρημένες μονάδες τους στα προγεφυρώματα των ακτών της Νορμανδίας.

Το σχέδιο των Συμμάχων μετά τη D-Day

Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, οι Βρετανοί θα καταλάμβαναν τη στρατηγικής σημασίας πόλη Καν την πρώτη ημέρα της απόβασης.

Παρότι εξουδετέρωσαν γρήγορα τη γερμανική άμυνα, εν τούτοις έπρεπε να περιμένουν έως τις 9 Ιουλίου για να εισέλθουν νικηφόρα στην πόλη, εξαιτίας της εμφάνισης μιας μεραρχίας Πάντσερ, που καθήλωσαν τις δυνάμεις τους, αλλά και των διαφωνιών μεταξύ Αϊζενχάουερ και Μοντγκόμερι για θέματα τακτικής.

Στον τομέα τους, οι Αμερικανοί αντιμετώπισαν σοβαρή αντίσταση στη χερσόνησο Κοταντέν, αλλά τελικά κατέλαβαν το ζωτικής σημασίας λιμάνι του Χερβούργου στις 26 Ιουνίου.Οι συνεχείς συγκρούσεις έφθειραν τα γερμανικά στρατεύματα και στις 25 Ιουλίου ο στρατηγός Ομάρ Μπράντλεϊ διέσπασε το δυτικό μέτωπο και μέσα σε λίγες μέρες εξάλειψε κάθε αντίσταση στην πορεία του προς τον Σηκουάνα.

Αντεπίθεση των γερμανικών τεθωρακισμένων στο Μορτέν αποκρούστηκε (7-13 Αυγούστου). Στα τέλη Αυγούστου οι Σύμμαχοι διέσχισαν τον Σηκουάνα και τον Σεπτέμβριο βρίσκονταν μπροστά στα γερμανικά σύνορα.

Δείτε βίντεο:

Πηγή: San Simera            OnAlert

.

Συνέχεια ανάγνωσης

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Απόβαση στη Νορμανδία: Τι συνέβη στις 6 Ιουνίου 1944;

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Μπορεί να συμπληρώθηκαν 80 χρόνια από τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία, όσοι όμως την έζησαν διατηρούν τις μνήμες τους ζωντανές.

Η 80η επέτειος της απόβασης των συμμάχων στη γαλλική Νορμανδία εορτάζεται με μεγάλες τιμές και με την παρουσία αρχηγών κρατών, με προεξάρχοντες τους προέδρους των ΗΠΑ και της Γαλλίας, αλλά και την βασίλισσα Ελισάβετ της Μεγάλης Βρετανίας.

Τι ακριβώς συνέβη, όμως, στη Νορμανδία τον Ιούνιο του 1944;

Η προετοιμασία της απόβασης

Την περίοδο εκείνη, η πλάστιγγα του πολέμου μεταξύ των ενωμένων εθνών, υπό την γενική καθοδήγηση της Μεγάλης Βρετανίας, της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ και του φασιστικού Άξονα Γερμανίας – Ιαπωνίας (η Ιταλία είχε συνθηκολογήσει) είχε αρχίσει να γέρνει εις βάρος του δεύτερου, ειδικά στην Ευρώπη.

Οι Σοβιετικοί προέλαυναν στο ανατολικό μέτωπο, στο νότο Βρετανοί και Αμερικάνοι είχαν αποβιβαστεί στην Ιταλία και καταλάμβαναν εδάφη προς το Βορρά. Ο πιο «γρήγορος» δρόμος προς την καρδιά της Γερμανίας ήταν εκείνος μέσω της κατεχόμενης από τους ναζί Γαλλίας.

Όμως, η απόβαση στη Γαλλία ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτούσε προσεκτικό και λεπτομερή σχεδιασμό, καθώς η οχύρωση της βόρειας Γαλλίας από τους Γερμανούς ήταν άρτια.

Μήνες πριν την απόβαση στη Νορμανδία, οι συμμαχικές δυνάμεις εκτελούσαν πτήσεις στην περιοχή για να την καταγράψουν και να σχεδιάσουν την επιχείρηση.

Ακόμα και το BBC επιστρατεύτηκε, απευθύνοντας δημόσιο κάλεσμα στους ανθρώπους για να στείλουν φωτογραφίες και κάρτποσταλ των ευρωπαϊκών ακτών από τη Νορβηγία μέχρι τα Πυρηναία.

Μυστικές ομάδες ερευνούσαν τις ακτές ώστε να βρουν τις σωστές τοποθεσίες και πήραν μέχρι και δείγματα άμμου για να επιβεβαιώσουν ότι οι παραλίες μπορούσαν να αντέξουν των βάρος των συμμαχικών στρατιωτικών οχημάτων.

Μετεωρολόγοι, μαθηματικοί και επιστήμονες κάθε ειδικότητας επιστρατεύτηκαν για να οριστεί η ημερομηνία της επιχείρησης.

Το διάστημα 5 – 7 Ιουνίου κρίθηκε το καταλληλότερο για την απόβαση, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Βρετανού μαθηματικού Άρθουρ Τόμας, καθώς τότε η παλίρροια ήταν στο χαμηλότερο σημείο της και θα φαίνονταν τα κρυμμένα εμπόδια.

για τη συνέχεια Euronews

 

Συνέχεια ανάγνωσης

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Μακεδονικός Ἀγώνας καί ἐπέτειος θανάτου τοῦ Παύλου Μελᾶ – Λόγος στή μνήμη του

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

 

Του Κώστα Καραΐσκου
Η μεγάλη Ελληνική
Επανάσταση, που είχε τεράστιο αντίκτυπο
και σημασία παγκοσμίως, άρχισε το 1821
και πρακτικά τελείωσε έναν αιώνα μετά,
το 1922 με την Μικρασιατική Καταστροφή.
Συχνά όταν αναφερόμαστε στην απελευθέρωση
των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό,
μένουμε στο 1830, στην ίδρυση δηλαδή του
νεοελληνικού κράτους, υπό την κηδεμονία
των ξένων δυνάμεων.

Όμως τι γινόταν με τα
εκατομμύρια των Ελλήνων που έμειναν
έξω από εκείνο το φτωχό κρατίδιο, τι
γινόταν στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στη
Θράκη, στην Ιωνία, στον Πόντο, στην Κύπρο,
στην Κρήτη, στα άλλα νησιά; Ο Μακεδονικός
Αγώνας ήταν η ένδοξη εκείνη σελίδα της
ιστορίας μας, όπου ο ελληνισμός κάτω
από την οθωμανική κρατική κυριαρχία
αντιμετώπισε τον βουλγαρικό επεκτατισμό,
κατάφερε να επικρατήσει και να ετοιμάσει
την ώρα της απελευθέρωσης από τον
ελληνικό Στρατό. Στην αρχή αγωνίστηκαν
οι ντόπιοι Έλληνες, μόνοι τους για
χρόνια, κυρίως με τη στήριξη της Εκκλησίας
και απλών ανθρώπων που πάλεψαν ηρωικά,
ενώ από ένα σημείο και πέρα άρχισαν να
φτάνουν εθελοντές από την Ελλάδα και
να παίρνει ένοπλη μορφή η αντίσταση
κατά των Βούλγαρων κομιτατζήδων.

Η βουλγαρική προσπάθεια
κατά της Μακεδονίας ξεκίνησε με την
απόσχιση της Εκκλησίας τους, τη λεγόμενη
Εξαρχία, το 1870. Άρχισε ένας πόλεμος
προπαγάνδας, πιέσεων αλλά και ωμής βίας,
προκειμένου να γράφονται οι κάτοικοι
της οθωμανικής ακόμη Μακεδονίας σε
βουλγάρικα σχολεία και να καλούν
Βούλγαρους ιερείς. Αντιστάθηκαν σ΄ αυτό
όχι μόνο οι ελληνόφωνοι ή οι βλαχόφωνοι
κάτοικοι της Μακεδονίας αλλά και πολλοί
σλαβόφωνοι, οι λεγόμενοι «γραικομάνοι»
που έμεναν πιστοί στο Πατριαρχείο της
Κωνσταντινούπολης. Έτσι αυτό που
παρουσιαζόταν ως αντίθεση θρησκευτικής
μορφής ήταν στην πραγματικότητα εθνικής:
όποιος πήγαινε με τους Εξαρχικούς
γινόταν Βούλγαρος, ενώ Πατριαρχικοί
ήταν οι Έλληνες. Δάσκαλοι και κληρικοί
ηγήθηκαν της αντίστασης τις πρώτες
δεκαετίες, περιορίζοντας την βουλγαρική
προπαγάνδα και τρομοκρατία που ήρθε να
προστεθεί στην καταπίεση των Οθωμανών.
Κορυφαία μορφή του αγώνα αναδείχθηκε
ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός
Καραβαγγέλης, που κυκλοφορούσε – κι
ενίοτε λειτουργούσε – με την πιστόλα
κάτω από το ράσο ή πάνω στην Αγία Τράπεζα.
Κάποια στιγμή οι
Βούλγαροι διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν
να επιβληθούν δίχως όπλα. Το 1893 ιδρύθηκε
από τον Γκότσε Ντέλτσεφ και άλλους
Βούλγαρους στη Θεσσαλονίκη η Εσωτερική
Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση
(VMRΟ), υποτίθεται για την απελευθέρωση
των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας
από τους Οθωμανούς οι οποίοι κατέρρεαν.
Στο εσωτερικό της οργάνωσης αναπτύχθηκαν
δύο τάσεις: οι ενωτικοί ήθελαν άμεση
ένωση με τη Βουλγαρία, ενώ οι αυτονομιστές
μιλούσαν για «μακεδονικό» κράτος, πάντα
ενάντια στο ελληνικό στοιχείο της
περιοχής. Μετά το 1895 αγρίεψαν οι
συγκρούσεις και αναδείχθηκαν ηρωικές
μακεδονικές μορφές σαν τον καπετάν
Κώττα Χρήστου, τον καπετάν Λούκα, τον
καπετάν Ζέρβα, τον Χρήστο Αργυράκο, τον
Ηλία Κούνδουρο…
Το 1903 γίνεται στο
Μοναστήρι (Μπίτολα) η λεγόμενη εξέγερση
του Ίλιντεν, με σκοπό να φανεί στην
Ευρώπη ότι οι Βούλγαροι ξεσηκώνονται
κατά των Τούρκων για την απελευθέρωση
της Μακεδονίας. Όμως σε 10 μέρες οι Τούρκοι
καταπνίγουν την εξέγερση και ξεσπούν
κυρίως σε βάρος των Ελληνόβλαχων κατοίκων
της περιοχής που χτυπήθηκαν άγρια και
από τους Βούλγαρους. Λίγες μέρες μετά
έσβησε και η ταυτόχρονη εξέγερση των
Βουλγάρων στην Στράντζα της Αδριανούπολης.
Η επίσημη Ελλάδα μέχρι
τότε μόνο παρακολουθούσε, παρότι οι
Έλληνες πατριώτες ζητούσαν επέμβαση
υπέρ των μαχόμενων Μακεδόνων και οι
εθελοντές μαχητές πλήθαιναν. Το 1904 πήγε
μυστικά στη Μακεδονία, ως ζωέμπορος
υποτίθεται, ο αξιωματικός του ελληνικού
Στρατού και μέλος της ανώτερης κοινωνικής
τάξης, Παύλος Μελάς. Ο θάνατός του στη
Στάτιστα, στις 13 Οκτωβρίου 1904, τον
ανέδειξε ως ήρωα και κινητοποίησε όλες
τις εθνικές δυνάμεις, ντόπιες και μη.
Ήταν το αίμα που πότισε το δέντρο της
μακεδονικής ελευθερίας. Ακολούθησαν
6.000 εθελοντές που πολέμησαν μέχρι το
1908 στη Μακεδονία, οι μισοί από τους
οποίους ήταν Κρητικοί – υπήρξαν επίσης
πολλοί Μανιάτες αλλά και από άλλα μέρη
της χώρας. Και οι δύο Γενικοί Αρχηγοί
του Μακεδονικού Αγώνα, μετά τον Παύλο
Μελά, ήταν Κρητικοί, ο Γεώργιος Κατεχάκης
από το Ηράκλειο και ο Σφακιανός Γεώργιος
Τσόντος. Αξίζει να θυμίσουμε εδώ ότι
ακόμα η Κρήτη δεν ήταν καν μέρος του
ελληνικού κράτους! Η μάχη στη βαλτολίμνη
των Γιαννιτσών ήταν το διάσημο σκηνικό
πολέμου των αντίπαλων ανταρτικών ομάδων,
όπως το περιέγραψε η Πηνελόπη Δέλτα στα
«Μυστικά του Βάλτου». Αυτές οι αντάρτικες
ομάδες έλαβαν μέρος στους πολέμους που
ακολούθησαν, τόσο στο ελληνικό στρατόπεδο
όσο και οι αντίπαλες στο βουλγαρικό.
Κορυφαίας σημασίας
ήταν η δράση Ελλήνων διπλωματών, όπως
του Ίωνα Δραγούμη που ως διπλωμάτης στο
Μοναστήρι οργάνωσε την Μακεδονική
Άμυνα, με επιτροπές σε πόλεις και χωριά
της Δυτικής Μακεδονίας, ή του Πρόξενου
της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, Λάμπρου
Κορομηλά, ο οποίος συντόνιζε τις
αντάρτικες ελληνικές ομάδες. Από τους
κληρικούς, εκτός του Γερμανού Καραβαγγέλη,
ξεχώρισε ο μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος
Καλαφάτης, που μαρτύρησε το 1922 στη
Σμύρνη, ο εθνομάρτυρας Αιμιλιανός,
μητροπολίτης Γρεβενών που θανατώθηκε
βασανιστικά το 1910 κ.ά. Οι εκπαιδευτικοί
σαν τις δολοφονημένες νεαρές δασκάλες
Αικατερίνη Χατζηγεωργίου και Βελίκα
Τράικου κράτησαν όρθιο το ελληνικό
φρόνημα σε 1.000 περίπου σχολεία για 70.000
μαθητές.
Το 1908 η επανάσταση των
Νεοτούρκων έδωσε αμνηστεία στους
εμπόλεμους και υποσχέθηκε ισονομία και
ισοπολιτεία για όλους, όμως σύντομα
αποκαλύφθηκε η απάτη. Έπρεπε να
μεσολαβήσουν δύο βαλκανικοί πόλεμοι
και ένας παγκόσμιος για να απαλλαχθεί
η Μακεδονία και από την τουρκική κυριαρχία
και από την βουλγαρική επιβουλή, μάλιστα
αυτή η τελευταία εκδηλώθηκε και πάλι
κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την
βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής
Μακεδονίας και Θράκης. Το 1944 λοιπόν
εξέλιπε ο κίνδυνος για τη Μακεδονία από
την πλευρά των «ενωτικών» Βουλγάρων. Η
απειλή των «αυτονομιστών», παρότι πολύ
ασθενέστερη, έμελλε να επιβιώσει στα
πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο με
κέντρο τα Σκόπια και να αναβιώσει το
1991 με την ανεξαρτητοποίηση της λεγόμενης
«Δημοκρατίας της Μακεδονίας» ώς τις
μέρες μας.
Κλείνουμε με το γνωστό
«τιμούμε τη μνήμη των ηρώων που θυσιάστηκαν
για την ελευθερία» κτλ.
Τι σημαίνει όμως αυτό;
Ξέρουμε για ποιους μιλάμε, τι συνέβη
και γιατί; Ή τα θεωρούμε όλα παρελθόν
χωρίς νόημα στη σημερινή εποχή; Όποιος
νόμιζε κάτι τέτοιο, μόλις πέρυσι στις
Πρέσπες αποδείχθηκε ότι είναι πέρα για
πέρα λάθος. Το παρελθόν καθορίζει ό,τι
ζούμε σήμερα και το ξαναβρίσκουμε
διαρκώς μπροστά μας. Τιμούμε λοιπόν τον
Μακεδονικό Αγώνα όταν έχουμε την γνώση
και την αρετή που διδάσκει το ελληνικό
σχολείο, αυτό που στήριξε την κρίσιμη
ώρα την μία και μοναδική ελληνική
Μακεδονία!
ΠΗΓΗ: antibaro.gr

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή