Ακολουθήστε μας

Ελλάδα

Από τον Μαρξ έως τον Λένιν και τον Στάλιν – Μια ριζωμένη προκατάληψη εναντίον των Ελλήνων

Δημοσιεύτηκε

στις

Μια ριζωμένη προκατάληψη εναντίον τωνASSOCIATED PRESS

Γιώργος Καραμπελιάς
Συγγραφέας, Πολιτικός Αναλυτής
Η προκατάληψη του Λένιν, των μπολσεβίκων, αλλά και της σταλινικής ηγεσίας στη συνέχεια, εναντίον της Ελλάδας και των Ελλήνων, όπως διεγράφη τόσο στην περίπτωση της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της στήριξης του Κεμάλ, όσο και στην περίπτωση του Μακεδονικού, αποτελεί συνέχεια μιας ανάλογης προκατάληψης του Μαρξ και του Ένγκελς παλιότερα;
Η προκατάληψη του Μαρξ και του Ένγκελς[1] έχει διαφορετική αφετηρία από εκείνη των Ρώσων μαθητών τους, ωστόσο, όπως θα δούμε, υπάρχουν ορισμένες κοινές σταθερές. Πράγματι, στους Μαρξ και Ένγκελς –στροφή που ολοκληρώνεται μετά το 1853, και την «αναβολή» της Επανάστασης στην Ευρώπη, που μετά το ξέσπασμα του 1848 μπήκε σε ύφεση–, η Ρωσία καθίσταται ο κατ’ εξοχήν εχθρός της ευρωπαϊκής Επανάστασης και οι Έλληνες, καθώς και οι ελληνικές και σλαβικές επαναστατικές απόπειρες, καταδικάζονται ως υποκινούμενες από τη Ρωσία!
Σε αυτά τα πλαίσια, η οθωμανική Τουρκία καθίσταται, «αντικειμενικά», σύμμαχος του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, και οι ελληνικές εξεγέρσεις –ακόμα και οι κρητικές επαναστάσεις– όργανα του τσαρισμού, ηθελημένα ή αθέλητα. Μέσα σε αυτήν τη λογική μάλιστα, οι Μαρξ και Ένγκελς ανακαλύπτουν σταδιακώς και με αυξανόμενη επίταση όλο και περισσότερες αρετές στους Τούρκους και όλο και περισσότερα ελαττώματα στους Έλληνες! Ο Ένγκελς, στα 1885, χαρακτήριζε όλους τους βαλκανικούς λαούς «νανοφυλές»:
Αυτά τα άθλια συντρίμμια πρώην εθνών, Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες και ο υπόλοιπος ληστοσυρφετός, που εμπνέει ενθουσιασμό στον φιλελεύθερο Φιλισταίο, για να ωφελούνται οι Ρώσοι…, θέλουν σώνει και καλά να κόψουν τους λαίμαργους λαιμούς τους. Αυτό θα ήταν πολύ ωραίο… αν κάθε μια από αυτές τις νανοφυλές δεν αποφάσιζε για ειρήνη ή για πόλεμο στην Ευρώπη[2].
Ο Μαρξ, κατά τη διάρκεια της κρητικής επανάστασης του 1867, δεν συγκινείται καθόλου από τις σφαγές των Τούρκων και το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου και σε επιστολή του στον Γάλλο σοσιαλιστή και εκδότη εφημερίδας Vermorel, τον επιπλήττει γιατί «κάνετε το φύλλο σας να απηχεί ρωσικά (και ελληνικά, γιατί οι Έλληνες είναι τα όργανα των Ρώσων) ψεύδη, για τη λεγόμενη επανάσταση της Κρήτης»[3]. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, όταν σε μια νέα Κρητική εξέγερση οι Τούρκοι προέβησαν σε νέες βιαιότητες εναντίον των Ελλήνων, ο Ένγκελς θα χαρακτηρίσει τους επαναστάτες «Κρητικούς προβατοκλέφτες»[4], σε μια έκφραση απόλυτης περιφρόνησης, ενώ αντίθετα πολύ συχνά χαρακτηρίζονται μυθεύματα της ρωσικής προπαγάνδας οι αναφορές σε τουρκικές βαρβαρότητες[5] και επανειλημμένα εξαίρεται ο «Τούρκος αγρότης» για τις αρετές του.
Σύμφωνα με τον Ένγκελς, οι Έλληνες της Τουρκίας έχουν απλώς «δεχθεί την ελληνική γλώσσα, μολονότι στην πραγματικότητα είναι σλαβικής καταγωγής»[6], ενώ εκθειάζεται ο Φαλμεράυερ. Αυτό το τελευταίο επιχείρημα ήταν και ψυχολογικά αναγκαίο, ώστε να απεκδυθούν οι πατέρες του μαρξισμού κάθε πιθανή ενοχή για την παρασπονδία τους απέναντι στους απογόνους των Ελλήνων που τόσο θαύμαζαν, όπως όλοι οι Δυτικοί διανοούμενοι. Απλούστατα δεν ήταν αυθεντικοί Έλληνες, αλλά μάλλον «Σλάβοι»!
Και όμως και οι ίδιοι, μέχρι το καλοκαίρι του 1853, θα τάσσονται μάλλον με το πλευρό των Ελλήνων. Ο Ένγκελς ήδη το 1846 κατήγγελλε την Ιερά Συμμαχία για τη στάση της απέναντι στους Έλληνες που υφίσταντο την τουρκική καταπίεση:
«Ακόμα και το θείο δικαίωμα του Μεγάλου Τούρκου να κρεμάει και να κομματιάζει τους Έλληνες υπηκόους του, υποστήριξε για ένα διάστημα η Ιερά Συμμαχία· αλλά η περίπτωση αυτή ήταν πολύ χτυπητή, κι οι Έλληνες πήραν την άδεια να ξεγλιστρήσουν από τον τουρκικό ζυγό»[7]. Το 1850 δε, σε κοινό τους κείμενο, οι Μαρξ-Ένγκελς υποστήριζαν πως «ο πόλεμος εναντίον της Τουρκίας είναι αναγκαστικά πόλεμος ευρωπαϊκός»[8]Σε επιστολή του ο Ένγκελς, γράφει στον Μαρξ ακόμα και τον Φεβρουάριο του 1853:
Είναι πολύ καλό από μίαν άποψη το ότι οι Times, έστω και προς το συμφέρον της Ρωσίας, χτυπούν επιτέλους την παλιά βλακεία των φιλισταίων σχετικά με την ακεραιότητα της Τουρκίας[9]!
Όμως, μόλις ένα μήνα μετά, αρχίζει η στροφή: Σε μια πρώτη στιγμή, απλώς η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν πρέπει να γίνει προς το συμφέρον της Ρωσίας, θέση που διατηρούν στα αμέσως επόμενα κείμενά τους ο Ένγκελς και ο Μαρξ μέχρι τον Αύγουστο του 1853:
H διατήρηση της τούρκικης ανεξαρτησίας ή, σε περίπτωση πιθανής διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ματαίωση του ρωσικού σχεδίου προσάρτησης, είναι ζήτημα ύψιστης σημασίας. Στο σημείο αυτό συμβαδίζουν τα συμφέροντα της Επαναστατικής Δημοκρατίας και της Αγγλίας[10].
Ο Μαρξ, τέλος, έγραφε, για τελευταία φορά, προς μια τέτοια κατεύθυνση, στις 5 Αυγούστου 1853, επικρίνοντας τους Δυτικούς:
Όντας πολύ αδύναμες (οι δυτικές δυνάμεις) ή πολύ δειλές για να επιχειρήσουν την ανασυγκρότηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την ίδρυση μιας ελληνικής επικράτειας ή μιας Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας σλαβικών κρατών, ο μόνος τους σκοπός είναι η διατήρηση του status quo, δηλαδή της κατάστασης της σήψης…[11]
Η εθνική αποκατάσταση των Ελλήνων και των Σλάβων των Βαλκανίων αποτελούσε ακόμα για τον Μαρξ μια ορθή πιθανή διέξοδο στο Ανατολικό Ζήτημα. Ήταν η τελευταία έκφραση μιας στάσης που λαμβάνει υπόψη της όχι μόνο τους ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων, αλλά και την ύπαρξη και τα συμφέροντα των λαών.
Ωστόσο, αμέσως μετά το καλοκαίρι του 1853, ο Μαρξ και ο Ένγκελς θα ολοκληρώσουν τη μετάβασή τους και θα ταυτιστούν ολοκληρωτικά και αμετάκλητα με τις θέσεις των «φιλισταίων», που κατήγγελλαν μόλις μερικούς μήνες πριν, και πλέον θα εμμένουν σταθερά –ή και εμμονικά– σε αυτές, σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους: Κάθε ανατροπή του staus quo στην Τουρκία είναι προς το συμφέρον της Ρωσίας και της «αντεπανάστασης», και οι Έλληνες ή οι λοιποί Βαλκάνιοι μεταβάλλονται, όπως είδαμε, σε περιτρίμματα λαών, τα συμφέροντα των οποίων δεν μετράνε διόλου σε αυτή την «επαναστατική ζυγαριά».
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, εξαιρετικά δυτικοί, οικονομιστές και «Γερμανοί», υποτιμούσαν εν τέλει βαθύτατα τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και τους Έλληνες, τους οποίους έβλεπαν σαν «εμπόδιο» στο ευρωπαϊκό προλεταριάτο και παρεμπιπτόντως στην Αγγλία, που προοριζόταν από τους νόμους της καπιταλιστικής συσσώρευσης να επαναστατικοποιήσει όλη την οικουμένη. Γι’ αυτό αδιαφορούσαν όχι μόνο για την τύχη μερικών δεκάδων χιλιάδων Κρητικών, αλλά και των εκατοντάδων εκατομμυρίων Ινδών, μπροστά στα συμφέροντα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και, συνεπώς, της ενίσχυσης του προλεταριάτου! Ο «δυτικός μαρξισμός», τον οποίο επικρίνει σε κάποιο βαθμό ο Πέρρυ Άντερσον[12], είναι στην πραγματικότητα ο αυθεντικός μαρξισμός.
Το πόσο «Γερμανοί» παρέμεναν εξάλλου ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν καταδεικνύεται μόνο στην περίπτωση της υποστήριξης της γερμανικής ενοποίησης κάτω από την Πρωσία του Βίσμαρκ, αλλά και από την πίστη τους ότι τίποτε δεν έπρεπε να διαταράσσει την πορεία του γερμανικού προλεταριάτου, κατ’ εξοχήν. Στην προαναφερθείσα επιστολή του στον Μπέμπελ, όπου χαρακτηρίζει ληστοσυρφετό τους βαλκανικούς λαούς, ο Ένγκελς, συνεχίζοντας, αποκαλύπτει τα βαθύτερα κίνητρά του:«Το κίνημά μας πάει τόσο ωραία μπροστά… και χρειαζόμαστε επιτέλους μερικά ακόμα χρόνια ήσυχης εξέλιξης κι ενίσχυσης, έτσι ώστε δεν είναι δυνατό να επιθυμούμε μια μεγάλη πολιτική έκρηξη…»[13] Και, προφανώς, δεν ήταν δυνατόν «άθλια συντρίμμια πρώην εθνών» να απειλούν την ειρηνική ανέλιξη του γερμανικού προλεταριάτου, με άκαιρες επαναστάσεις και πολέμους! Γι’ αυτό λοιπόν ας κατασταλούν τελικώς, από τους Άγγλους και τους Τούρκους! 

Οι μπολσεβίκοι και οι Έλληνες

Βέβαια, η προκατάληψη του Λένιν, του Τρότσκι ή του Στάλιν δεν έχει την ίδια αφετηρία με εκείνη των Μαρξ και Ένγκελς. Τώρα πλέον η Ρωσία έχει αντικαταστήσει τη Γερμανία ως πατρίδα της Επανάστασης, αλλά οι Έλληνες και οι εθνικές τους διεκδικήσεις βρίσκονται και πάλι στη «λάθος» πλευρά της Ιστορίας! Κατά παράδοξο τρόπο, δε, η Τουρκία βρίσκεται και πάλι στην πλευρά των συμμάχων της Επανάστασης, όπως συνέβαινε με τους Μαρξ και Ένγκελς· τότε γιατί συμμαχούσε με την Αγγλία κατά της Ρωσίας, τώρα γιατί συμμαχούσε με την επαναστατική Ρωσία και πάλι κατά της Αγγλίας, που είχε προς στιγμήν αποφασίσει να άρει την υποστήριξή της προς την Τουρκία! Και αμέσως μετά το 1922, στο βαλκανικό πεδίο, και πάλι η Ελλάδα «εμποδίζει» την Επανάσταση στη Βουλγαρία, η οποία ήταν επί θύραις, όπως ήταν κάποτε η ευρωπαϊκή για τους Μαρξ και Ένγκελς, και επομένως πρέπει να υποχωρήσει στο Μακεδονικό.
Προφανώς, η αποστολή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία το 1919, από την κυβέρνηση Βενιζέλου, λειτούργησε αρνητικά· διότι όχι μόνο αποτέλεσε ένα πρόσχημα για τη στήριξη του κεμαλισμού από τον Λένιν, αλλά είχε και δραματικές συνέπειες για τον ελληνισμό της Σοβιετικής Ένωσης, με τις διώξεις κατά των Ποντίων και την επιγενέστερη εξορία τους στην Κεντρική Ασία. Αρκεί όμως για να εξηγήσει τη σχεδόν εμμονική επικέντρωση των Ρώσων στον «ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα» της πολιτικής της Ελλάδας, που επαναλαμβάνεται σε απειράριθμες αποφάσεις της ΚΔ, της ΒΚΟ και του ΚΚΕ, τουλάχιστον μέχρι το 1934, σε ευθεία αντιπαράθεση με την ιστορική πραγματικότητα;
Τωόντι, η συμμαχία του Λένιν με τον Κεμάλ απέβη καθοριστική για τη σταθεροποίησή του κατά το 1921, επιτρέποντάς του να συνάψει στη συνέχεια συμμαχίες και με τις δυτικές δυνάμεις. Σε εκείνη τη φάση, ο εμφύλιος πόλεμος και η επέμβαση των δυτικών δυνάμεων είχαν ουσιαστικά λάβει τέλος, με την οριστική επικράτηση των μπολσεβίκων στις αρχές του 1921. Την ίδια στιγμή, όμως, τα τουρκικά στρατεύματα προήλαυναν στην Υπερκαυκασία και, στις 11 Μαρτίου 1921, κατέλαβαν και το Βατούμ. Αμέσως μετά, στις 16 Μαρτίου 1921, υπεγράφη η ρωσο-τουρκική συνθήκη, η οποία υπήρξε εξαιρετικά ευνοϊκή για την Τουρκία, όχι μόνο έναντι των Ελλήνων αλλά και έναντι των Αρμενίων, οι οποίοι κλήθηκαν μάλιστα «να υποστούν θυσίες για το συμφέρον του κομμουνισμού»[14]! Ήδη τον Μάιο του 1921, έφθασε στην Άγκυρα ένα πρώτο «έμβασμα» τεσσάρων εκατομμ. ρουβλίων, που επέτρεψαν πληρωθούν οι ιταλικές προμήθειες όπλων, ενώ ακολούθησαν άλλα έξι εκατομμ. ρούβλια και σημαντικές αποστολές όπλων και πολεμοφοδίων[15].
Αυτή η πολιτική των μπολσεβίκων σφράγισε αποφασιστικά και το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα. Το γεγονός ότι στο εσωτερικό του κυριάρχησε μια κατεξοχήν α-εθνική, ψευδο-διεθνιστική γραμμή, καθορίστηκε αποφασιστικά από τη Ρωσία και την Κομμουνιστική Διεθνή. Ήταν τόσο μεγάλη η αίγλη και η απήχηση της πρώτης επιτυχημένης σοσιαλιστικής επανάστασης, ώστε εκείνες οι φωνές που, στο εσωτερικό του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος, έβλεπαν τη σημασία του εθνικού ζητήματος σε μια χώρα η οποία δεν είχε πραγματοποιήσει την εθνική της ολοκλήρωση, πνίγηκαν κυριολεκτικά.Οι απόψεις του Ιθακήσιου Πλάτωνα Δρακούλη, του Πόντιου Γεώργιου Σκληρού και του Κωνσταντινουπολίτη Νίκου Γιαννιού[16], θα εξαφανιστούν κυριολεκτικά κάτω από τη στήριξη που θα προσφέρει η Κ.Δ. στην τουλάχιστον α-εθνική Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης και τους νεαρούς μπολσεβίκους του νεοσύστατου κομμουνιστικού κόμματος.
Η απόρριψη της Μικρασιατικής Εκστρατείας ως ιμπεριαλιστικής-επεκτατικής θα αποτελέσει την αφετηρία για την ex post άρνηση του όποιου εθνικοαπελευθερωτικού πυρήνα της «Μεγάλης Ιδέας», που με τη σειρά της αποτελεί το σημείο-κλειδί για τη διαμόρφωση της αεθνικής ιδεολογίας του ελληνικού κομουνιστικού κινήματος.
Στηριγμένη στο γεγονός της συμμαχίας του ελληνικού κράτους με τους Αγγλογάλλους, κύριο εχθρό των μπολσεβίκων τότε, η ανάλυση της ελληνικής αριστεράς θα επικεντρωθεί αποκλειστικά σε αυτό το ζήτημα και όχι στην εσωτερική πραγματικότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, κατά συνέπεια, των ελληνικών πληθυσμών εκεί. Τι θα έλεγαν σήμερα, π.χ., όταν οι Κούρδοι συμμαχούν ακόμα και με τις ΗΠΑ για να επιτύχουν την απελευθέρωσή τους; Ότι το κίνημά τους είναι «αντιδραστικό»; Αποσιωπούν έτσι το κεντρικό, ιστορικών διαστάσεων, γεγονός της ιστορικής ευκαιρίας που δινόταν στους Έλληνες του Πόντου και της Ιωνίας, τους Αρμενίους, τους Κούρδους, τους Άραβες και τους άλλους λαούς της αυτοκρατορίας, να αποτινάξουν έναν προαιώνιο ζυγό – που ήδη είχε αρχίσει να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά γενοκτονίας, με τη συνεπικουρία των Γερμανών. Για τους λαούς της περιοχής, οι λόγοι που έσπρωξαν τις δυτικές δυνάμεις να στραφούν κατά των Οθωμανών αποτελεί δευτερεύον γεγονός. Τέλος, ανακαλύπτουν και ένα «τουρκικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα», που αντιστεκόταν ενάντια στην «ιμπεριαλιστική επέμβαση» των Ελλήνων – αγνοώντας την παρουσία 2,5 εκατομμυρίων Ελλήνων και το γεγονός ότι αυτό το «εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα» εκδηλωνόταν κατ’ εξοχήν μέσα από την εθνοκάθαρση των χριστιανικών λαών της Μικράς Ασίας.
«Ξεχνούσαν» έτσι, πως ένας λαός κατακτητών, όπως ο τουρκικός, δεν είχε στην πραγματικότητα εσωτερικές επαναστατικές δυνατότητες, όπως απεδείχθη από όλη την ιστορική του διαδρομή, και οι αντιδράσεις του έπαιρναν υποχρεωτικά τη μορφή της γενοκτονίας των αλλοφύλων! Η βασική προϋπόθεση, όπως έλεγαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, για να αφυπνιστεί το αγγλικό προλεταριάτο και να εγκαταλείψει τον σοσιαλ-σωβινισμό του, θα ήταν να πάψει να εκμεταλλεύεται τους Ιρλανδούς. Έτσι και στην Τουρκία, η μόνη προϋπόθεση για να εμφανιστεί ένας όντως «δημοκρατικός λαός» θα ήταν να πάψει να καταπιέζει άλλους λαούς και μειονότητες. Και όμως, αυτή την αλφαβήτα, όχι απλώς του μαρξισμού, αλλά του κοινού νου, θα αρνούνται όλοι οι Έλληνες experts ès marxisme, ακολουθώντας τη σταθερά ανθελληνική σοβιετική πολιτική των πρώτων δεκαετιών.
Πιστεύω πως οι αιτίες γι’ αυτή την πολιτική είναι πολλές και έχουν βαθιές ιστορικές ρίζες, που συχνά παραθεωρούμε. Μια πρώτη –ιδιαίτερα σημαντική και παρασιωπούμενη αιτία– βρίσκεται στο γεγονός πως η Σοβιετική Ρωσία περιλάμβανε στους κόλπους της δεκάδες εκατομμύρια μουσουλμάνους – τουρκόφωνους στην πλειοψηφία τους. Έτσι, μια σταθερά της ρωσικής και σοβιετικής πολιτικής, παρά τον ανταγωνισμό της με την Τουρκία, είναι να παίρνει υπ’ όψη της το βάρος αυτών των μεγάλων πληθυσμών. Εξάλλου, το τουρκο-σοβιετικό σύμφωνο, υπεγράφη πέντε μέρες μετά την κατάληψη του ρώσικου τότε Βατούμ από τα τουρκικά στρατεύματα[17]

Ο «Μακεδονισμός»

Καθ’ όλη την ιστορική περίοδο της διαμόρφωσης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, από το 1918 μέχρι το 1935, η πολιτική της σοβιετικής ηγεσίας, της Κομμουνιστικής Διεθνούς (αλλά και της Κομινφόρμ μετά τον πόλεμο), θα επιβάλει μια ψευδο-διεθνιστική αντίληψη περί «ελληνικού ιμπεριαλισμού» και επεκτατισμού – και εξαιτίας της ανοικτά φιλοβουλγαρικής πολιτικής τους, με αφετηρία το Μακεδονικό Ζήτημα. Το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα ήταν ιδιαίτερα ασθενές και εθεωρείτο αμελητέα ποσότητα ενώ, αντίθετα, εθεωρείτο άμεσα εφικτή μια επανάσταση στη Βουλγαρία[18], με τη συνεργασία των Βουλγάρων «Μακεδόνων», η οποία θα πυροδοτούσε μια γενικευμένη έκρηξη στο σύνολο των Βαλκανίων. Συναφώς, η σοβιετική ηγεσία στήριζε ανοικτά τον μακεδονισμό των Βουλγάρων αγροτιστών και κομμουνιστών – που με τον Μπλαγκόεφ, τον Δημητρώφ, τον Κολάρωφ, πρωταγωνιστούσαν στο στερέωμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και συνοδοιπορούσαν με τους μπολσεβίκους ήδη από το 1914. Εξάλλου, το σχήμα, θεωρητικώς τουλάχιστον, εμφανιζόταν ως απολύτως «αντισωβινιστικό», δεν προέβλεπε ενσωμάτωση στη Βουλγαρία, αλλά τη συγκρότηση ενός νέου, ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους – στη φρασεολογία τουλάχιστον της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας. Άλλωστε, οι αποφάσεις των τελευταίων ήταν υποχρεωτικές για τα κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής, που αποτελούσαν τμήματά τους, υποκείμενα στον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό[19].
Όταν αναφερόμαστε σε επιβολή της σχετικής αντίληψης της Κομμουνιστικής Διεθνούς, κυριολεκτούμε. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Τρίτου Έκτακτου Συνεδρίου του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), το 1924Στο 5ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ, Μόσχα 17/6-8/7/1924), είχε ληφθεί η απόφαση «περί ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης», απόφαση που είχαν αποδεχτεί οι αντιπρόσωποι του ελληνικού ΚΚ στο συνέδριο, Παντελής Πουλιόπουλος και Σεραφείμ Μάξιμος, οι οποίοι και ανέλαβαν να τη μεταφέρουν στο ΣΕΚΕ-ΚΚΕ. Όμως, η τότε ηγεσία του κόμματος –ιδιαίτερα ο τότε γραμματέας, Θωμάς Αποστολίδης, καθώς και ο Γιάννης Κορδάτος– αντιδρούσε έντονα και «κωλυσιεργούσε», όπως άλλωστε και το γιουγκοσλαβικό ΚΚ, στην αποδοχή και εφαρμογή της «μακεδονικής γραμμής» της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, που κυριαρχούνταν από τους Βουλγάρους. Έτσι, το Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ (26/11-3/12 1924) συγκλήθηκε –μάλλον παρά τη θέληση της ηγεσίας του– από τον εκπρόσωπο της Κ.Δ., Ντιμίτρι Μανουήλσκι (ειδικό για τα βαλκανικά θέματα).
Στη συζήτηση πάνω στο εθνικό ζήτημα, ο Αποστολίδης προσπάθησε μάταια να αποκρούσει τους Μανουήλσκι και Πουλιόπουλο, καταδεικνύοντας πως, με την εγκατάσταση των προσφύγων και την ανταλλαγή των πληθυσμών, έχει πάψει να υφίσταται «Μακεδονικό Ζήτημα» στην Ελλάδα. Τελικώς, το συνέδριο υιοθέτησε το σύνθημα της «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και της ενιαίας και ανεξάρτητης Θράκης», αντικατέστησε τον Αποστολίδη, ορίζοντας ως νέο γραμματέα τον «διεθνιστή και μακεδονιστή» Παντελή Πουλιόπουλο, μελλοντικό ηγέτη του ελληνικού τροτσκισμού[20]Ο Πουλιόπουλος, μάλιστα, έθεσε σε περίοπτη θέση το Μακεδονικό στην ατζέντα του κόμματος, και σε σχετικό άρθρο του στον Ριζοσπάστη της 14/12/1924, υπό τον τίτλο «Το Μακεδονικό Ζήτημα», έγραφε:«Η ελληνική πλουτοκρατία καταδυναστεύει ένα μέρος του μακεδονικού και θρακικού λαού… Αν δεν συντρίψουμε τον εθνικό ζυγό της ντόπιας μπουρζουαζίας που βαρύνει στη Μακεδονία και στη Θράκη, δεν μπορούμε να τσακίσουμε τον κοινωνικό ζυγό της ίδιας μπουρζουαζίας που βαρύνει επάνω σ’ εμάς».
Το ελληνικό «τμήμα» προσαρμόστηκε εν τέλει στη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της ΒΚΟ και δεν έπαυε στη συνέχεια να επανέρχεται σε αυτήν παρά τις διώξεις των μελών του – ανάμεσά τους και με το περιβόητο «Ιδιώνυμο» του Βενιζέλου– καθώς και την απομαζικοποίηση που επέφερε· παρ’ όλα αυτά, πολύ συχνά, η ηγεσία του κόμματος κατηγορούνταν ότι δεν εφάρμοζε με ιδιαίτερη ζέση τη σχετική «γραμμή» και αυτή θα έπρεπε να επανεπιβεβαιώνεται.
Αυτή η πολιτική της σοβιετικής ηγεσίας και της Κομμουνιστικής Διεθνούς αποτελούσε στην πραγματικότητα συνέχεια της σλαβόφιλης πολιτικής την οποία εγκαινίασαν οι Ρώσοι από τον Κριμαϊκό Πόλεμο και εφεξής και την οποία συνέχισαν οι Σοβιετικοί. Αυτή η σλαβόφιλη πολιτική θα οδηγήσει τους Ρώσους να στηρίξουν συστηματικά τις σωβινιστικές διεκδικήσεις της Βουλγαρίας, κατά τον ύστερο 19ο αιώνα, ενώ οι μπολσεβίκοι θα τάσσονται προνομιακά υπέρ των Βουλγάρων συντρόφων τους ως προς το Μακεδονικό, που το θεωρούσαν κλειδί για να επιτύχουν την περιπόθητη επανάσταση στα Βαλκάνια, που θα έσπαζε την απομόνωση της Σ.Ε. Έτσι, η απελευθέρωση ενός μέρους της Μακεδονίας από τα ελληνικά στρατεύματα, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, μεταφραζόταν σε μια ακόμα εκδήλωση του ελληνικού «επεκτατισμού». Ξεχνούσαν, δηλαδή, ότι οι Έλληνες αποτελούσαν την πλειοψηφία στη Μακεδονία ήδη κατά την οθωμανική περίοδο· ότι μετά την κατάληψη της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρία ή του Μοναστηρίου από τη Γιουγκοσλαβία, όπου κατοικούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, ακολούθησαν ανταλλαγές πληθυσμών όχι μόνο με τους Τούρκους, αλλά και τους Βουλγάρους, με αποτέλεσμα να γίνει συντριπτική η πληθυσμιακή υπεροχή των Ελλήνων.
Η Ελλάδα, η οποία και διέθετε τους πολυπληθέστερους ανταλλαγέντες πληθυσμούς, υπήρξε συνολικά χαμένη και όχι κερδισμένη από τη διευθέτηση που ακολούθησε τους πολέμους της περιόδου 1912-1922. Η ανακίνηση, επομένως, ζητήματος «ανεξάρτητης Μακεδονίας-Θράκης», στις νέες συνθήκες, όπου οι Σλαβομακεδόνες αποτελούσαν μια μικρή μειονότητα στην ελληνική Μακεδονία, αποτελούσε ανοικτή παραβίαση του κοινού νου, όπως το υπογράμμιζε και ο ΓΓ. του ΚΚΕ Θωμάς Αποστολίδης το 1924. Αυτή η εμμονή τροφοδοτούσε στην πραγματικότητα τον βουλγαρικό επεκτατισμό που, είτε ως «μακεδονισμός», είτε ως βουλγαρική κατοχή κατά τον Β΄ Πόλεμο, επισώρευσε αναρίθμητες ωδίνες στους ελληνικούς πληθυσμούς.
Αλλά και ο βαθιά ριζωμένος μαρξιστικός οικονομισμός λειτουργούσε προς την κατεύθυνση της καταγγελίας του «ελληνικού ιμπεριαλισμού». Το γεγονός δηλαδή ότι οι Έλληνες αστοί και έμποροι κατείχαν έναν προνομιακό οικονομικό ρόλο, ως η κατ’ εξοχήν αστική τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο ακόμα και στη Νότια Ρωσία, μετέβαλλε τους Έλληνες σε «ιμπεριαλιστές»[21]! Ξεχνώντας ότι οι Έλληνες ανήκαν σε ένα κάποτε μεγάλο έθνος, που βρισκόταν κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, ότι είχαν υποστεί αναρίθμητες εκατόμβες τους μακρούς αιώνες της σκλαβιάς τους και ότι, τελικώς, το «ξίφος» αποφάσισε υπέρ του πραγματικού επεκτατισμού, του τουρκικού, ενώ η ελληνική παρουσία συρρικνώθηκε δραματικά και στα υπόλοιπα Βαλκάνια, κατά τη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Όσο για τη στενή, κάποτε, σχέση των Ελλήνων μεγαλεμπόρων με τις δυτικές δυνάμεις, ως οι εμπορικοί ενδιάμεσοί τους στα Βαλκάνια και την Ιωνία, αυτή δεν αναιρούσε τη θέση του ελληνικού λαού ως καταπιεζόμενου έθνους. Και αυτός ο οικονομισμός –σύμφυτος με τον μαρξισμό και θεμελιώδης ιδεολογική σταθερά του σταλινισμού– επεβλήθη σε όλη την αριστερά ανεξαιρέτως και προφανώς λειτουργούσε ως ενισχυτικό της σοβιετικής δυσπιστίας προς τους «Έλληνες», με δεδομένο μάλιστα το γεγονός ότι διέθεταν και το ασθενέστερο κομμουνιστικό κίνημα μέχρι τον Β΄ ΠΠ.
Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις, και σε εκείνη των Μαρξ-Ενγκελς και των Λένιν-Στάλιν, η ίδια περιφρόνηση προς τους μικρότερους λαούς, τα δεινά τους και τις επαναστάσεις τους, η ιδία κατά βάθος βαθιά ριζωμένη σωβινιστική λογική είτε δυτικού αγγλο-γερμανικού είτε ρώσικου χαρακτήρα.
[1] Βλ. K. Marx – Fr. Engels [Π. Κονδύλης (εισαγ. επιμ.)], Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, Γνώση, Αθήνα 1985.
[2] K. Marx – Fr. Engels [Η Ελλάδα, η Τουρκία, ό.π., σ. 454 (Ένγκελς, επιστολή στον Μπέμπελ 17-11-1885).
[3] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σσ. 423-424 (Επιστολή του Μαρξ στον Vermorel, 27/8/1867).
[4] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σ. 468 (Επιστολή του Ένγκελς στον Fr. A. Sorge, 17.8.1989).
[5] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σσ. 66-67 (Κονδύλης, «Εισαγωγή»), σσ. 214 (Μαρξ, άρθρο στην People’s Paper, 29.10.1853), σ. 428 (Ένγκελς, επιστολή στον Μαρξ 25.8.1876).
[6] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σσ. 98,122 (Ένγκελς, άρθρα στη Νew York Daily Tribune, στις 7.4.1853 και στις 21.4.1853).
[7] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σ. 81 (Ένγκελς, Northern Star, 4.4.1846).
[8] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σ. 86 (Κ. Μαρξ-Φρ. Ένγκελς, Neue Rheinische Zeinung, Φεβρουάριος 1850).
[9] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σ. 89 (Ένγκελς, επιστολή στον Μαρξ 9.3.1853).
[10] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σ. 111 (Ένγκελς, Νew York Daily Tribune, 12.4. 1853. βλ και 19.4ή στις 21.4 στην ίδια εφημερίδα καθώς και Μαρξ στην ίδια εφημερίδα 19 .7. και 5. 8.1853).
[11] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σ. 157 (Μαρξ, στη Νew York Daily Tribune, στην ίδια εφημερίδα 5. 8. 1853).
[12] Πέρρυ Άντερσον, Ο δυτικός μαρξισμός, Κέδρος, Αθήνα 2005.
[13] K. Marx – Fr. Engels, ό.π., σ. 454 (Ένγκελς, επιστολή στον Μπέμπελ 17-11-1885).
[14] Βλ. A. Skacko, «Armenija: na predstyascej Konferencii» (Η Αρμενία στην προκαταρκτική Συνδιάσκεψη), Zisn nacional’ nostej, 6(104) 1921, σ. 2, πρτθ. από τον Paul Dumont, Κεμάλ, ο δημιουργός της νέας Τουρκίας, Κούριερ Εκδοτική, Αθήνα 1998, σσ. 129, 230.
[15] Paul Dumont, Κεμάλ, ό.π., σσ. 131, 132,145,146.
[16] Βλ. Γ. Καραμπελιάς (επιμ.), Η αριστερά και το ανατολικό ζήτημα (Σκληρός, Γληνός Δραγούμης), Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1998· Παναγιώτης Νούτσος, Νίκος Γιαννιός, τυπωθήτω/Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 1997.
[17] Πρόκειται για μια σταθερά της ρωσικής πολιτικής, από τον τσάρο Αλέξανδρο μέχρι τον… Πούτιν. Ο τσάρος Αλέξανδρος, σύμφωνα με τον Καποδίστρια, δίσταζε να παρέμβει εναντίον της Τουρκίας το 1815-1816, δίοτι φοβόταν τις αντιδράσεις των μουσουλμανικών πληθυσμών της ρωσικής αυτοκρατορίας (βλ. Γ. Καραμπελιάς, 1821, Η παλιγγενεσία, Αθήνα 2015, ΕΕ, σ 279. ). Και σήμερα, και στην πολιτική του Πούτιν έναντι της Τουρκίας, προφανώς κάποιο ρόλο (sic) διαδραματίζουν τα 25 εκατομμ. μουσουλμάνων της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
[18] Βλ. σχετικά, Χέλμουτ Γκρούμπερ, Επανάσταση στην Ευρώπη (1917-1923), Κομμούνα, Αθήνα 1985, Μέρος ΙV, «1923, Το τέλος της παγκόσμιας επανάστασης, ο Βουλγαρικός Ιούνης και ο Γερμανικός Οκτώβρης», σσ. 239-304· Joseph Rothschild, TheCommunist Party Of Bulgaria: Origins And Development 1883-1936, Columbia UP, Νέα Υόρκη 1959.
[19] Πράγματι, οι αποφάσεις της ΚΔ δεν είχαν συμβουλευτικό χαρακτήρα, η Διεθνής ήταν το παγκόσμιο Κομμουνιστικό Κόμμα, και τα κατά τόπους εθνικά κόμματα ήταν υποχρεωμένα να εφαρμόζουν απαρέγκλιτα τις εντολές της.
[20] Βλ. Αλέξανδρος Δάγκας, Γιώργος Λεοντιάδης, Κομιντέρν και μακεδονικό ζήτημα, Το ελληνικό παρασκήνιο, 1924, Επίκεντρο, Αθήνα 2008· «Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ(ΚΚΕ)» – Πρακτικά, Ιστορικό Τμήμα ΚΕ του ΚΚΕ.
[21] Βλ. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Α΄ τόμος 1919-1949, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2012.
Πρώτη δημοσίευση στο Άρδην τ. 109

Ελλάδα

H FIBRAN γιορτάζει τα 50 χρόνια της με νέες επενδύσεις 45 εκατ. ευρώ

Δημοσιεύτηκε

στις

Αύξηση κύκλου εργασιών και κερδοφορίας το 2023, παρά τις πιέσεις από τις τιμές ενέργειας

Nέες επενδύσεις στην Ελλάδα, συνολικού ύψους 45 εκατ. ευρώ, τρέχει από φέτος η ελληνική πολυεθνική βιομηχανία παραγωγής μονωτικών υλικών FIBRAN. Σε συνδυασμό με τις επενδύσεις που έχουν προηγηθεί ή τρέχουν επίσης επί του παρόντος στις μονάδες της στο εξωτερικό ο Όμιλος «τρέχει» και φέτος –χρονιά σημειωτέον κατά την οποία εορτάζει τα 50 χρόνια από την ίδρυσή της –  ανοδικά, έχοντας ξεπεράσει στη χρήση 2023 το «φράγμα» των 200 εκατ. ευρώ τζίρου.

Όπως επισημαίνει σχετικά στη «Ν» η Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος της εταιρείας και του Ομίλου, Μαρία Δ. Αναστασιάδου Σαββαΐδου,  το επενδυτικό πρόγραμμα των 45 εκατ. ευρώ αφορά:

  • Νέα γραμμή εξηλασμένης πολυστερίνης στην έδρα της εταιρείας  στην Τερπνή Σερρών. Η νέα γραμμή θα παράγει προϊόντα μεγαλύτερου πάχους (20 cm) με τα καλύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά και αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Ιούλιο του 2025.
  • Επενδύσεις προσθήκης εξοπλισμού βελτίωσης ποιότητας και αυτοματισμού των παραγόμενων προϊόντων πετροβάμβακα τη μονάδα πετροβάμβακα της εταιρείας επίσης στην Τερπνή Σερρών.
  • Επενδύσεις στην ενέργεια για μετάβαση από την Μέση στην Υψηλή Τάση.
  • Νέες εγκαταστάσεις (αποθήκες κ.α.) στην Τερπνή.
  • Επενδύσεις σε ΑΠΕ στην Κεντρική Μακεδονία και
  • Νέα γραφεία Διοίκησης στην περιοχή της Θέρμης, στη Θεσσαλονίκη. Προβλέπεται μεταφορά της Διοίκησης σε αυτά σε ορίζοντα διετίας.

Έντονη εξωστρέφεια

Παράλληλα, ο Όμιλος επεκτείνει τις επενδύσεις του στην Ιταλία για τη βέλτιστη μακρόχρονη βιώσιμη αξιοποίηση των λατομείων στην Τοσκάνη και για βελτιστοποίηση του εξοπλισμού του εργοστασίου γύψου που εξαγόρασε μαζί με τα τρία λατομεία το 2021. Περαιτέρω, μάλιστα, όπως προσθέτει η κα.Αναστασιάδου Σαββαΐδου, ήδη εξετάζεται και μεσοπρόθεσμο επιχειρηματικό πλάνο επενδύσεων στα Βαλκάνια και την αφρικανική ήπειρο.

Συνολικά, επίσης, την προηγούμενη τριετία η FIBRAN ολοκλήρωσε επενδύσεις της τάξης των 100 εκατ. ευρώ που εκτός από τις προαναφερόμενες επενδύσεις στην Ιταλία αφορούσαν την αγορά εργοστασίου πετροβάμβακα στη Βουλγαρία και στην παραγωγή εξηλασμένης πολυστερίνης στη νέα της μονάδα παραγωγής στην Τσεχία, αμφότερα το 2022. Παράλληλα οι θυγατρικές εταιρείες του Ομίλου στη Σλοβενία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και τη Βουλγαρία παίζουν ενεργό ρόλο τόσο στην έρευνα και ανάπτυξη για την υιοθέτηση μοντέλων αειφορίας στη διαχείριση υλικών και στην εφαρμογή των συστημάτων μόνωσης και ξηράς δόμησης σε συνεργασία με τα κορυφαία πανεπιστημιακά ιδρύματα της Ευρώπης αλλά και ως ιδρυτικά μέλη ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών για τα δομικά υλικά και την κατασκευή.

Με εμπορική παρουσία σε 46 χώρες, εξαγωγές σε όλες τις ηπείρους και με παρουσία στα σημαντικότερα κατασκευαστικά έργα της Ευρώπης και του κόσμου, όπως προσθέτει η επικεφαλής της, κερδίζει την εμπιστοσύνη των κατασκευαστών, των επενδυτών και του μελετητικού κόσμου.

Εν κατακλείδι, η FIBRAN είναι ίσως ο μοναδικός όμιλος δομικών υλικών στην Ευρώπη που διαθέτει εργοστάσια με όλα τα μονωτικά υλικά (εξηλασμένη πολυστερίνη, πετροβάμβακα, διογκωμένη πολυστερίνη) και προϊόντα ξηράς δόμησης.  «Μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι δεν υπάρχουν κακά και καλά μονωτικά υλικά και το αποδεικνύουμε στην πράξη.  Αυτό που πρεσβεύουμε είναι ότι επιλέγουμε μονωτικά υλικά ανάλογα με τη χρήση της εφαρμογής, την τοποθεσία του κτιρίου, την ηλικία, τις περιβαλλοντικές και κλιματολογικές συνθήκες, τα ρίσκα και τους κινδύνους», σημειώνει η Πρόεδρος και CEO του Ομίλου.

Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι με το εργοστάσιο παραγωγής πετροβάμβακα στην Τερπνή, ένα από τα ελάχιστα που παράγουν με ηλεκτρικούς φούρνους σε όλο τον κόσμο,  και την πρόσφατη επένδυση στη Βουλγαρία η FIBRAN αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς πετροβάμβακα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Πάγιες αρχές του Ομίλου – και η πιο σημαντική παρακαταθήκη από τον ιδρυτή του, Δημήτρη Αναστασιάδη, όπως επισημαίνει η κα. Αναστασιάδου Σαββαΐδου, είναι το τετράπτυχο:

  • Σεμνότητα: Να μιλάνε οι πράξεις σου και όχι τα λόγια σου
  • Νοικοκυροσύνη: Να επενδύεις χωρίς εξαρτήσεις
  • Εξωστρέφεια: Δεν υπάρχουν σύνορα στη δράση αλλά ούτε και στα όνειρα
  • Ανθρωποκεντρικότητα: Ο κάθε άνθρωπος έχει ρίζες και ο σεβασμός στον συνάνθρωπο είναι προϋπόθεση για να επιστρέφει στις ρίζες του.

Στην Ελλάδα, επίσης, η μητρική εταιρεία συμμετέχει διαχρονικά σε ερευνητικά προγράμματα με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Πανεπιστήμιο Πατρών και το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και παράλληλα επενδύει σταθερά στο ανθρώπινο δυναμικό της που πλέον ξεπερνά τα 730 άτομα, όπως και στον κοινωνικό ιστό των περιοχών δραστηριοποίησης.

Σταθερά ανοδική πορεία

Με κύκλο εργασιών που ξεπέρασε το 2023 τα 200 εκατομμύρια ευρώ – συγκεκριμένα ανήλθε σε 200,723 εκατ. ευρώ, έναντι  199,976 εκατ. το 2022 – ο Όμιλος FIBRAN συνεχίζει κάθε χρόνο την ανοδική του πορεία.

Η ελληνική μητρική, με κύκλο εργασιών που ξεπέρασε τα 76 εκατομμύρια ευρώ – συγκεκριμένα ανήλθε σε 76,477 εκατ. ευρώ έναντι 72,786 εκατ. του 2022 – είχε την καλύτερη επίδοση στην ιστορία της. Σημειωτέον, δε, ότι το 2023 η ελληνική μητρική κατέγραψε κέρδη προ φόρων ύψους 9,710 εκατ. έναντι 4,074 εκατ. ευρώ του 2022 και μετά φόρων κέρδη ύψους 7,521 εκατ. ευρώ έναντι 2,526 εκατ. την προηγούμενη χρονιά, με το πολύ μεγάλο κόστος της ενέργειας και τις μειώσεις τιμών στις οποίες προέβη η εταιρεία να συμπιέζουν μάλιστα την κερδοφορία.
Αντίστοιχα, σε επίπεδο Ομίλου τα ενοποιημένα προ φόρων κέρδη ανήλθαν σε 15,736 εκατ. ευρώ έναντι 10,462 εκατ. του 2022 και τα ενοποιημένα μετά φόρων κέρδη σε 12,116 εκατ. έναντι 7,106 εκατ. ευρώ το 2022.

Το «ταξίδι» της FIBRAN ξεκίνησε από το όραμα του ιδρυτή της, αείμνηστου Δημήτρη Αναστασιάδη, για μια πρότυπη παραγωγική μονάδα μονωτικών υλικών σε μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη και μια Ελλάδα της παραγωγής και της προκοπής, που παράγει με τις δυνάμεις της προϊόντα καλύτερα από τον διεθνή ανταγωνισμό.

Τα 50 χρόνια διαδρομής της FIBRAN εορτάστηκαν με μια λαμπερή εκδήλωση στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, παρουσία του Υπουργού Ανάπτυξης, Τάκη Θεοδωρικάκου και διακεκριμένων εκπροσώπων του ελληνικού «επιχειρείν».

Ναυτεμπορική

Συνέχεια ανάγνωσης

Ελλάδα

FSRU Αλεξανδρούπολης: Σε εμπορική λειτουργία ο Τερματικός Σταθμός LNG

Δημοσιεύτηκε

στις

Σε λειτουργία ο πρώτος υπεράκτιος σταθμός φυσικού αερίου στη χώρα

Ξεκινά η Εμπορική Λειτουργία του Τερματικού Σταθμού LNG Αλεξανδρούπολης, με στόχο και την ανάδειξη της πόλης σε μια νέα ενεργειακή πύλη για ολόκληρη την Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Η Gastrade, ανακοινώνει ότι θέτει σε εμπορική λειτουργία τον Τερματικό Σταθμό LNG Αλεξανδρούπολης. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα ενεργειακά έργα σε Ευρωπαϊκό, Περιφερειακό, Εθνικό και τοπικό επίπεδο, που σχεδιάστηκε, κατασκευάστηκε, ανήκει και θα λειτουργείται από την Gastrade. Ένα έργο-ορόσημο που οραματίστηκε πριν από 15 χρόνια ο Δημήτρης Κοπελούζος.

Αποτέλεσμα μεγάλων συνεργασιών, με πρωτοποριακή σύλληψη το έργο συμβάλλει στην ενεργειακή ασφάλεια και στη διαφοροποίηση των πηγών και των οδών προμήθειας ενέργειας της Νοτιοανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, αναβαθμίζοντας καθοριστικά τον ρόλο και τη σημασία της Ελλάδας στον σύγχρονο ενεργειακό χάρτη της Ευρώπης, καθιστώντας την ενεργειακή πύλη  για εννέα και πλέον χώρες.

Από την Τελική Επενδυτική Απόφαση στην Έναρξη της Εμπορικής Λειτουργίας

Η υλοποίηση του έργου άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά με τη λήψη της Τελικής Επενδυτικής Απόφασης (FID) στις 27 Ιανουαρίου 2022 από τη Gastrade, Στη συνέχεια, οι χερσαίες και υπεράκτιες κατασκευαστικές εργασίες στην Αλεξανδρούπολη προχώρησαν ταχύτατα, ενώ τον Φεβρουάριο του 2023 ξεκίνησε η κατασκευή της πλωτής μονάδας αποθήκευσης και επαναεριοποίησης LNG (FSRU) στη Σιγκαπούρη. Το FSRU απέπλευσε από το ναυπηγείο Seatrium στις 26 Νοεμβρίου 2023, φτάνοντας στα νερά του Θρακικού Πελάγους στις 17 Δεκεμβρίου 2023, όπου και αγκυροβόλησε στη μόνιμη θέση του.

Με την επιτυχή ολοκλήρωση όλων των δοκιμών λειτουργίας και την έκδοση από το Υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος της άδειας Λειτουργίας του το περασμένο καλοκαίρι, το έργο τέθηκε σε λειτουργική ετοιμότητα επιτρέποντας επίσημα την έναρξη της εμπορικής λειτουργίας του Έργου.

Ο Τερματικός Σταθμός LNG Αλεξανδρούπολης αποτελείται εκτός από το FSRU, από  ένα υποθαλάσσιο και χερσαίο αγωγό μεταφοράς φυσικού αερίου, ο οποίος συνδέει το FSRU με το Ελληνικό Σύστημα Μεταφοράς («ΕΣΜΦΑ») και μέσω αυτού θα παραδίδει φυσικό αέριο εκτός από την Ελλάδα και στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Βόρεια Μακεδονία, τη Σερβία, τη Μολδαβία και την Ουκρανία στα ανατολικά, καθώς και την Ουγγαρία και Σλοβακία στα δυτικά. Η Πλωτή Μονάδα, που ονομάστηκε «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΙΣ» προς τιμήν της πόλης και των κατοίκων της, που αγκάλιασαν το φιλόδοξο αυτό σχέδιο από την αρχή, διαθέτει τεχνολογία αιχμής, με μέγιστη δυναμικότητα επαναεριοποίησης 5,5 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων ετησίως.

Η επόμενη μέρα

Ήδη 14 ελληνικές και διεθνείς εταιρείες συμμετέχουν εμπορικά στο έργο δεσμεύοντας σχεδόν το σύνολο της δυναμικότητας του με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον μέχρι το 2030. Ταυτόχρονα, η έναρξη της εμπορικής λειτουργίας του έργου, σηματοδοτεί την επέκταση της πρωτοβουλίας του Κάθετου Διαδρόμου, ενισχύοντας σημαντικά τη δυναμική του με στόχο τη δημιουργία ενός κόμβου συναλλαγών φυσικού αερίου στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Η ομάδα της Gastrade, μαζί με τους στρατηγικούς εταίρους και μετόχους της, Ελμίνα Κοπελούζου, Gaslog, ΔΕΠΑ Εμπορίας, Bulgartransgaz και ΔΕΣΦΑ, ευχαριστεί όλους τους φορείς που συνέβαλαν στην επιτυχή ολοκλήρωση αυτού του Εθνικού έργου και παραμένει αφοσιωμένη στη διασφάλιση ενός πιο βιώσιμου και ασφαλούς ενεργειακού μέλλοντος για την Ελλάδα και την Ευρώπη.

Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Gastrade Κωστής Σιφναίος ανέφερε χαρακτηριστικά:

«Είμαστε όλες και όλοι, η ομάδα της Gastrade, πραγματικά υπερήφανοι και ενθουσιασμένοι που φθάσαμε στο τέλος της μεγάλης αυτής διαδρομής με επιτυχία και παραδίδουμε στη χώρα μας και σε όλη τη περιοχή γύρω μας ένα τόσο σημαντικό έργο. Το όραμά μας είναι να λειτουργήσει το έργο αυτό στην αγορά με τρόπο φιλικό για τη κοινωνία της Αλεξανδρούπολης, το περιβάλλον και τους πελάτες μας, προσφέροντας μια σταθερή και αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση για όλη την περιφέρειά μας. Θέλουμε να γίνουμε σημείο αναφοράς για τη ποιότητα των υπηρεσιών που θα προσφέρουμε».

«Χρειάστηκαν το όραμα ενός ανθρώπου, δεκαπέντε χρόνια προσπάθειας και δύο σχεδόν χρόνια εντατικής τεχνικής προετοιμασίας, ώστε η Ελλάδα, η Αλεξανδρούπολη, να αποκτήσουν ένα έργο τομή για τα ενεργειακά δεδομένα της ευρύτερης ευρωπαϊκής περιφέρειας. Ο Τερματικός Σταθμός LNG Αλεξανδρούπολης, είναι πολλά περισσότερα από ένα επιχειρηματικό έργο. Είναι μια απτή απόδειξη των δυνατοτήτων που έχουμε στην Ελλάδα να δημιουργούμε ευρωπαϊκές υποδομές που απαντούν σε προβλήματα των καιρών μας, δίνοντας ευκαιρίες και προοπτικές για ένα καλύτερο και βιώσιμο ενεργειακά μέλλον» τονίζει η ιδρύτρια μέτοχος της Εταιρείας κυρία Ελμίνα Κοπελούζου.

«Η GasLog είναι περήφανη για το γεγονός ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του έργου από την αρχή, τη μετατροπή ενός πλοίου μεταφοράς LNG σε FSRU, την παράδοση της πλωτής μονάδας στην Αλεξανδρούπολη και την επιτυχή έναρξη λειτουργίας του Τερματικού Σταθμού Αλεξανδρούπολης, συμβάλλοντας ως μέτοχος αλλά και ως φορέας λειτουργίας του FSRU, τηρώντας παράλληλα τη δέσμευσή μας για την παροχή αξιόπιστων και καινοτόμων υπηρεσιών LNG σε παγκόσμια κλίμακα», δήλωσε ο κος Paolo Enoizi, Διευθύνων Σύμβουλος της GasLog.

«Η σημερινή μέρα σηματοδοτεί την έναρξη ενός νέου κεφαλαίου στο ενεργειακό τοπίο της περιοχής μας. Ο Τερματικός Σταθμός LNG Αλεξανδρούπολης, σχεδιασμένος με όραμα στραμμένο προς το μέλλον, αντιπροσωπεύει μια απτή λύση στις πιεστικές προκλήσεις της ενεργειακής ασφάλειας και της διαφοροποίησης των πηγών εφοδιασμού στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Μέσω αυτού του έργου, διασφαλίζουμε πρόσβαση σε πιο αξιόπιστες και ποικίλες πηγές ενέργειας, δημιουργώντας νέες οικονομικές ευκαιρίες για την τοπική κοινότητα και ενισχύουμε τη γεωπολιτική θέση του έθνους μας. Είμαστε πολύ περήφανοι για την καθοριστική συμβολή της ΔΕΠΑ Εμπορίας στην επιτυχή υλοποίηση αυτής της στρατηγικής υποδομής, η οποία θα αποφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα τόσο στην Ελλάδα όσο και στις γειτονικές της χώρες», δήλωσε ο Κωνσταντίνος Ξιφαράς, Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΠΑ Εμπορίας.

«Η έναρξη της εμπορικής λειτουργίας του FSRU Αλεξανδρούπολης αποτελεί σημαντικό ορόσημο για τη διασφάλιση της διαφοροποίησης του χαρτοφυλακίου προμηθειών και για την  εξασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας όχι μόνο για τη Βουλγαρία, αλλά και για την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η απόφαση, που ελήφθη το 2020, από τη Βουλγαρία και την Bulgartransgaz να γίνουν μέτοχοι με μερίδιο 20% στην Gastrade A.E. αποδείχθηκε στρατηγική. Σήμερα, το FSRU Αλεξανδρούπολης είναι αναμφίβολα μια κρίσιμη υποδομή που εξασφαλίζει πρόσβαση σε προμήθειες φυσικού αερίου από ασφαλείς και αξιόπιστες πηγές, όπως οι ΗΠΑ, το Κατάρ, η Αίγυπτος κ.λπ. Ο αυξανόμενος ρόλος του LNG για την περιοχή και η παρουσία αυτής της νέας δυνατότητας αποθήκευσης και επαναεριοποίησης LNG είναι υψίστης σημασίας για τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που στοχεύουν να διαφοροποιήσουν τον εφοδιασμό τους και να ανεξαρτητοποιηθούν από το ρωσικό φυσικό αέριο. Θα βελτιώσει επίσης την ρευστότητα και ολοκλήρωση της ενεργειακής αγοράς στην περιοχή μας,» σχολίασε ο Kiril Ravnachki, Εκτελεστικός Διευθυντής της Bulgartransgaz.

«Η έναρξη της εμπορικής λειτουργίας του Τερματικού Σταθμού LNG της Αλεξανδρούπολης (Alexandroupolis FSRU) αποτελεί ορόσημο, εδραιώνοντας την Ελλάδα ως βασική ενεργειακή πύλη για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και ευρύτερα. Ο νέος αυτός σταθμός εισαγωγής LNG, σε συνδυασμό με τον σταθμό LNG της Ρεβυθούσας και τις επενδύσεις του ΔΕΣΦΑ για την αύξηση της εξαγωγικής δυναμικότητας του ελληνικού δικτύου, καθώς και με πρωτοβουλίες όπως ο TAP, ο IGB και ο Κάθετος Διάδρομος, ενισχύουν περαιτέρω τις ενεργειακές υποδομές και τη διασυνδεσιμότητα της περιοχής,» πρόσθεσε η κυρία Maria Rita Galli, Διευθύνουσα Σύμβουλος του ΔΕΣΦΑ.

Nαυτεμπορική

Συνέχεια ανάγνωσης

Ελλάδα

Το παγκόσμιο συμφέρον, το συμφέρον τον αγορών και το συμφέρον της χώρας

Δημοσιεύτηκε

στις

Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης (Eurokinissi)

Μήπως αυτή η στρατηγική υπηρετεί τα συμφέροντα μιας μικρής ελίτ και τις προσωπικές φιλοδοξίες του Πρωθυπουργού για πλαισίωση του ιερατείου του Νταβός;

Χάρης Τοπαλίδης

Ήταν τελείως φυσικό, σε μια κοινωνία αποπροσανατολισμένη και προς ώρας γονατισμένη από τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα της φτωχοποίησης, του κορπορατισμού και της συρρίκνωσης της δημόσιας σφαίρας επικοινωνίας και γοητευμένης ταυτόχρονα από τις σειρήνες του life-style, να συμβεί και αυτό: Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης της να τοποθετηθεί στη Γ.Σ. του ΟΗΕ ότι: «το παγκόσμιο συμφέρον διαπερνά το μεμονωμένο συμφέρον των κρατών» και ταυτόχρονα να βραβευθεί στη ΝΥ από τον Α. Μπουρλά με το βραβείο «Global citizen 2024».

Σε ποίες συνθήκες της χώρας ή έστω της τρέχουσας διεθνούς συγκυρίας ανταποκρίνεται αυτή η στάση και η δραστηριότητα του πρώτου πολίτη της στο ανώτατο forum της διεθνούς σκηνής για την ετήσια παρουσίαση της πολιτικής και των θέσεων των κρατών στο διεθνές στερέωμα και τι υποδηλώνει για την ανταπόκρισή του ως Πρωθυπουργού σε αυτές;

Είναι σαφές ότι ο νεολογισμός του Πρωθυπουργού «παγκόσμιο συμφέρον» χρησιμοποιείται ως πολιτική έννοια και όχι ως κάτι ευρύτερο (π.χ. οικουμενικό συμφέρον που εμπλέκει ηθικές και αξιακές θεωρήσεις οικουμενικού χαρακτήρα). Οι πολιτικές οντότητες όμως που δραστηριοποιούνται στην παγκόσμια σκηνή, είναι τα κράτη τα οποία έχουν διαφορετικά και πολλές φορές αντιτιθέμενα συμφέροντα, όπως δείχνει η αιματοβαμμένη πορεία της Ιστορίας. Πώς είναι λοιπόν δυνατό να συγκεραστούν τα επιμέρους εθνικά συμφέροντα σε ένα παγκόσμιο συμφέρον; Πως, με ποιες διαδικασίες θα γίνει επιτέλους ο συγκερασμός – μετά από τόσους αιώνες Ιστορίας – και με ποιά παγκόσμια ιεραρχική οργάνωση θα ασκηθεί η πολιτική του παγκοσμίου συμφέροντος; Ή μήπως ο νεολογισμός του Πρωθυπουργού διαπνέεται απλά από μια ρομαντική και ιδεαλιστική προσέγγιση άλλων εποχών στο παγκόσμιο γίγνεσθαι που θεωρεί τον κοσμοπολιτισμό ως προϋπόθεση για την παγκόσμια ειρήνη και ευημερία και δεν μπορεί να κατηγορηθεί παρά μόνο για έλλειψη ρεαλισμού; Ή μήπως οι διεθνείς συνθήκες χαρακτηρίζονται σήμερα από μια ισορροπία στις διεθνείς σχέσεις, σταθερότητα στους διεθνείς συσχετισμούς, ευημερία στη διεθνή οικονομία και πνεύμα συνεργασίας στις διακρατικές σχέσεις που επιτρέπουν την πρωτοποριακά ρηξικέλευθη έστω προσέγγιση του παγκοσμίου συμφέροντος; Ή τέλος, μήπως παρά τη διεθνή και μάλιστα πολεμική αναταραχή που εξελίσσεται σήμερα γύρω της, η χώρα την οποία εκπροσωπεί, η Ελλάδα, απολαμβάνει υπό την ηγεσία του μια περίοδο δυναμισμού και σταθερότητας, έχοντας αντιμετωπίσει με επιτυχία τα χρόνια ζητήματα ανάπτυξης και τα προβλήματα εθνικής κυριαρχίας με τους γείτονές της και θέλει να αναβαθμίσει τη διεθνή της θέση εξάγοντας και προωθώντας την διεθνή αυτοπεποίθηση και τον κοσμοπολιτισμό που έχουν κατακτήσει οι πολίτες της;

Η προφανής ασυμβατότητα όλων των προηγούμενων ερωτημάτων, που θα μπορούσε να θέσει ένας καλόπιστος παρατηρητής, με τη ζέουσα πραγματικότητα που ζούμε σήμερα αποκαλύπτει για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα την πολιτική και ιδεολογική στράτευση και στόχευση της κυβέρνησης της ΝΔ και ταυτόχρονα ξεσκεπάζει τις αιτίες των κύριων παθογενειών της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ).

Η υπονόμευση της δημοκρατίας και της εθνικής κυριαρχίας

Η παγκόσμια διακυβέρνηση με τη δημιουργία μιας υπερεθνικής δομής διακυβέρνησης συνιστά από τη δεκαετία του 1970 τον απώτατο διακηρυγμένο στόχο των νεοφιλελεύθερων δυνάμεων της αγοράς. Με βάση το πρόταγμα τους, της μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας και της ανεξαρτησίας από τις πολιτικές αποφάσεις, μια υπερεθνική δομή διακυβέρνησης εξασφαλίζει την αυτορρυθμιζόμενη λειτουργία των αγορών σε παγκόσμια κλίμακα σε ένα τέτοιο πλαίσιο.

Το επίπεδο της ρυθμιστικής εξουσίας που είναι ωστόσο δυνατό να θεσμοθετηθεί σε μια τέτοια κλίμακα, είναι μηδαμινό έως ελάχιστο, γιατί μια τέτοια δομή εξουσίας δεν θα διέθετε δημοκρατική νομιμοποίηση και η αντιπροσωπευτικότητά της θα εξαντλούνταν στον υφιστάμενο ηγεμονικό συσχετισμό μεταξύ αναπτυγμένων – αναπτυσσόμενων χωρών (Βορρά-Νότου).

Όπως έχει τεκμηριώσει εμφατικά ο Γερμανός φιλόσοφος J. Habermas, μια πολιτική ρυθμιστική υπερεθνική δομή δεν είναι εφικτή χωρίς τη διαμεσολάβηση μακροπρόθεσμων κοινωνικών και πολιτιστικών διεργασιών σύγκλισης ανάμεσα στα κράτη, που προϋποθέτουν άλλες πολιτικές από αυτές της πολεμικής σύγκρουσης και της μονοπολικής διάρθρωσης της παγκόσμιας ισχύος, που κυριαρχούν σήμερα.

Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, και καθώς οι πρόνοιες της δημοκρατίας και οι εγγυήσεις του κράτους Δικαίου είναι κατακτήσεις των λαών σε εθνική κλίμακα, η σύσταση μιας πολιτικής ρυθμιστικής υπερεθνικής δομής ομοσπονδιακού τύπου συνιστά κατάφωρη παραβίαση των αρχών της δημοκρατικής λειτουργίας και της εθνικής κυριαρχίας. Προοιωνίζεται περαιτέρω μια κοινωνία τεράστιων κοινωνικών ανισοτήτων, χωρίς συλλογικά δικαιώματα.

Τα συμφέροντα της χώρας

Τι σημαίνει, στο πλαίσιο αυτό, η τοποθέτηση του πρωθυπουργού στον ΟΗΕ και η βράβευσή του από το Atlantic Council ένα think tank των ΗΠΑ στενά συνδεδεμένο με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (Νταβός);

Είναι κατ’ αρχήν σαφές ότι ως παγκόσμιο συμφέρον εννοείται το συμφέρον της Δύσης. Επομένως, συμμερίζεται απολύτως την πολεμική ανάγκη το συμφέρον της Δύσης να καταστεί παγκόσμιο συμφέρον. Κατά δεύτερο λόγο, και καθώς τα εθνικά συμφέροντα δεν μπορούν να συγκεραστούν σε ένα παγκόσμιο, όπως ρητά αναγνωρίζει, το υπερεθνικό συμφέρον που επικαλείται είναι το συμφέρον των αγορών, που «διαπερνά τα εθνικά συμφέροντα», στο οποίο στρατεύεται. Τοποθετείται δηλαδή, ως εάν η στράτευση της χώρας στο Δυτικό στρατόπεδο και στα συμφέροντα των αγορών συνιστά τη θεμελιώδη πολιτική της χώρας για την ανάπτυξη και την ασφάλειά της στο νέο διεθνές περιβάλλον. Επιχειρείται δηλαδή ένα άλμα στη θέση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και στον διεθνή της προσανατολισμό, καθώς ταυτίζει τα συμφέροντά της αποκλειστικά με αυτά των αναπτυγμένων κεφαλαιοκρατικά χωρών του Βορρά. Εδώ εγείρονται τα ερωτήματα: (α) μήπως υπάρχουν εγγυήσεις για υποστήριξη από τις τελευταίες στα πεδία της ανάπτυξης και της ασφάλειας, που, παρά το γεγονός ότι αντιβαίνουν στην πρόσφατη εμπειρία μας, έχουν δοθεί αλλά δεν τις γνωρίζουμε; (β) μήπως έχει μειωθεί, χωρίς να ομολογείται, τόσο η ισχύς της χώρας ώστε να είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει εκούσια ή ακούσια τις προτεραιότητες του Βορρά (καμία άλλη χώρα του Ευρωπαϊκού Νότου δεν έχει υιοθετήσει τόσο εμφατικά την Ατζέντα του) ακόμη και αν αντίκεινται στα σαφώς διαφορετικής φύσης συμφέροντα της χώρας; (γ) καθώς η χώρα κάθε άλλο παρά παρουσιάζει συγκριτικό πλεονέκτημα σε κεφάλαια και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, (το τραπεζικό της σύστημα δεν έχει καν ακόμη αποκτήσει την αυτονομία του από τα κεφάλαια των φορολογουμένων) πως εξηγείται η ταύτισή της με τα συμφέροντα των αυτορρυθμιζόμενων αγορών; (δ) ή μήπως αυτή η στρατηγική υπηρετεί τα συμφέροντα μιας μικρής ελίτ και τις προσωπικές φιλοδοξίες του Πρωθυπουργού για πλαισίωση του ιερατείου του Νταβός;

Ποια είναι όμως αυτή η Ατζέντα, σε τι αποσκοπεί και πως συνδέεται με τον φορέα της επιβράβευσης του Πρωθυπουργού στη Νέα Υόρκη; Πρόκειται για τη νεοφιλελεύθερη Ατζέντα της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης, όπως έχει σχεδιαστεί από το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, για την παγκόσμια προώθηση της μονοπολικής ηγεμονίας τους στην εποχή που ανοίγεται μπροστά μας και διαδέχεται τον φιλελευθερισμό. Η Ατζέντα αυτή, αναδιαρθρώνοντας ριζικά τις σχέσεις κεφαλαίου εργασίας υπέρ του κεφαλαίου και τις σχέσεις Βορρά Νότου υπέρ του Βορρά, έχει διχάσει τις ΗΠΑ, αλλά είναι κυρίαρχη στα ΜΜΕ και στις τρέχουσες πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης.  Πώς αυτό; κύριος φορέας της προώθησής της στην Ευρώπη, με γόνιμα όπως φαίνεται αποτελέσματα, είναι το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, στενά συνδεδεμένο με το Atlantic Council από το οποίο και εκπορεύθηκε, σε αναγνώριση των υπηρεσιών του Πρωθυπουργού, και η βράβευση του, ως παγκόσμιου Πολίτη το 2024.

Το καταληκτικό ερώτημα που εγείρεται είναι: πως είναι δυνατόν σήμερα, και η κυβέρνηση της ΝΔ και η αντιπολίτευση (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ) να αναγνωρίζουν τον ίδιο μέντορα της πολιτικής τους; Η ταύτιση με το  Πρόγραμμα του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ προβάλλεται από μεν τη νεοφιλελεύθερη ΝΔ, ως τεκμήριο της προσχώρησής της στη νέα λεωφόρο της προόδου από δε την Αριστερά/Κεντροαριστερά, ως ανταπόκρισή της στην Ατζέντα της νέας Μέκκας του σοσιαλισμού και της προοδευτικότητας.

Υπηρετεί αυτή η Ατζέντα τα συμφέροντα της χώρας; Την απάντηση πρέπει να την αναζητήσουμε στην εκλογική καταβαράθρωση του πολιτικού συστήματος, στη διαρκώς συρρικνούμενη απήχηση της κυβέρνησης και στην καχεξία της Αντιπολίτευσης αλλά και στην τεράστια άνοδο της Ακροδεξιάς.

Πηγή: Έθνος

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή