Ακολουθήστε μας

Ελληνική Επανάσταση 1821

200 Χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης: Ιστορική αναδρομή, η σημασία της και τα διδάγματα της σήμερα

Δημοσιεύτηκε

στις

  Παναγιώτης Παπαδόπουλος   

Όπως κάθε ιστορικό γεγονός και κάθε ιστορική επέτειος, που έχουν τη δική τους και ξεχωριστή σημασία, έτσι και η 25η Μαρτίου για το Ελληνικό Έθνος δεν μπορεί να αποτελέσει την εξαίρεση. Και όντως δεν είναι. Το γεγονός ότι το Γένος εορτάζει εφέτος 200 χρόνια της Εθνικής Παλιγγενεσίας και του μεγάλου ξεσηκωμού για την απόκτηση της ελευθερίας του, αποδίδει ακόμα περισσότερη σημασία στη σημερινή επέτειο. Η σπουδαιότητα της αναδεικνύεται και αποδεικνύεται μέσα από την ιστορική ανάλυση που επιχειρείται πιο κάτω.

Τι ακριβώς όμως εορτάζει ο Ελληνισμός; 368 χρόνια από την πτώση της Πόλης, ο Ελληνισμός κατέστη υπόδουλος του Οθωμανού κατακτητή. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτέλεσε, και ήταν πράγματι, η ανερχόμενη δύναμη στη Μικρά Ασία και σταδιακά στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, ως διάδοχος-τρόπον τινά-του Βυζαντίου. Αργότερα, οι εκάστοτε Σουλτάνοι διεκδίκησαν και τον τίτλο του Χαλίφη, δηλ. την αρχηγία του Μουσουλμανικού κόσμου. Η δοκιμασία του ελληνισμού για τρεις και πλέον αιώνες ήταν τεράστια, τεράστιες όμως, όπως αποδείχθηκε, ήσαν και οι αντοχές του. Καθοριστικό ρόλο στην επιβίωση του διαδραμάτισε η Εκκλησία, πρωτίστως λόγω και της Οθωμανικής πολιτικής διακυβέρνησης, επειδή η Εκκλησία θεωρείτο ο επικεφαλής του Ελληνο-Ορθόδοξου έθνους (millet). Οι έμποροι και αρκετοί άλλοι που δραστηριοποιήθηκαν αργότερα σε παραπλήσια επαγγέλματα, οι λόγιοι, που εγκατέλειψαν την Πόλη πριν από την πτώση της (και συνεισέφεραν στην Ευρωπαική Αναγέννηση),  αποτέλεσαν επίσης μια από τις σημαντικές ομάδες του Ελληνισμού στον αγώνα για την ύπαρξη και επιβίωση του. Η Υψηλή Πύλη επίσης, επέλεξε διάφορες επιφανείς προσωπικότητες για να την υπηρετήσουν σε υψηλά αξιώματα της Οθωμανικής διακυβέρνησης (όπως δραγομάνοι, κλπ), κάτι που είχε θετικό αντίκτυπο στις σχέσεις του εκάστοτε Σουλτάνου με το Ελληνο-Ορθόδοξο έθνος. Η συγκεκριμένη κατηγορία αφορά τους Φαναριώτες, με σημαντική παρουσία στα δρώμενα της Αυτοκρατορίας, όχι όμως πάντα ωφέλιμη προς το Ελληνικό έθνος, γενικά.

Σε πλείστες περιπτώσεις, ο Ελληνισμός έγινε αποδέκτης ψεύτικων μηνυμάτων και ελπίδων για κάτι το καλύτερο, όπως το 1770 με τον Ρώσο Ναύαρχο Ορλώφ και την κάθοδο του στην Ελλάδα. Η προτροπή του προς τους Έλληνες για καταφυγή στα όπλα είχε ολέθριες συνέπειες για το γηγενή πληθυσμό (η κάθοδος του συνέπεσε στο μέσο του Πολέμου με τη Ρωσία, 1768-74). Η προσδοκία ότι οι ξένοι, όντας ισχυρότεροι, μπορούσαν να διεκδικήσουν εκ μέρους των Ελλήνων τη δική τους ελευθερία αποδείχθηκε ουτοπική. Τα Ορλωφικά ήταν απόδειξη της σκληρής πραγματικότητας και της πικρής αλήθειας (η αντίδραση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν άμεση και βίαιη), μια και η οποιαδήποτε μεγάλη δύναμη στην Ευρώπη κοίταζε να κατοχυρώσει πάνω από όλα τα δικά της συμφέροντα. Ακόμα χειρότερη εξέλιξη ήταν ότι η ιστορία του Ελληνισμού, αρχές του 19ου αιώνα, ήταν και η ιστορία των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Αυστρία, Ρωσία, Πρωσία, Γαλλία), οι οποίες με την πολιτική τους προκαθόριζαν και τις τύχες της Ευρώπης, κάτι που καθιστούσε το μέλλον του δυσοίωνο. Το πλαίσιο του ισοζυγίου δύναμης στην Ευρώπη, υπερίσχυε των οποιωνδήποτε μελλοντικών σκέψεων και σχεδιασμών περί του αντιθέτου. Η εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία απειλήθηκε με την εισβολή του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, τον Ιούνιο 1798 και την επέκταση της Γαλλικής επιρροής στη Μεσόγειο (κάτι που οδήγησε τη Βρετανία στην ίδια περιοχή και στη Μέση Ανατολή, γενικά, εγκαινιάζοντας και τον Ευρωπαικό ιμπεριαλισμό), εντός του ίδιου πλαισίου, αποτελούσε απτή απόδειξη των κινδύνων διατάραξης της ισχύουσας κατάστασης. Η πραγματικότητα καθιστούσε την οποιαδήποτε άλλη σκέψη περί του αντιθέτου, εκ των πραγμάτων, ανέφικτη, την δε οποιαδήποτε πρακτική απόπειρα αλλαγής άκρως δυσχερή.

Η Γαλλική Επανάσταση, ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία, επέφερε κοσμοιστορικές αλλαγές στην ανθρωπότητα, και ως εκ τούτου, ο Ελληνισμός δεν μπορούσε να παραμείνει ανεπηρέαστος. Ιδέες, όπως η δημοκρατία, η ελευθερία, η ισότητα, η συνταγματική διακυβέρνηση, η αδελφοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των πολιτών, πέραν της εθνικής συνείδησης και αναγέννησης των λαών, δημιούργησαν ένα εντελώς καινούργιο ιδεολογικό πλαίσιο για την ανθρωπότητα. Το κύμα εναντίον του απολυταρχισμού, του δεσποτισμού και του μοναρχικού αυταρχισμού γενικά βρήκε εκφραστές στην Αμερικανική Επανάσταση (το 1776), με τη Γαλλική να ακολουθεί κατά πόδας. Ο Ρήγας Φεραίος, ο Θούριος και η Χάρτα του (εμπνευσμένα και τα δυο από τα προαναφερθέντα ιδεώδη), ως επίσης και η Φιλική Εταιρεία, μπορούν κάλλιστα να χαρακτηρισθούν οι πρόδρομοι και οι θεμέλιοι λίθοι επί των οποίων οικοδομήθηκε το τι επακολούθησε για την Ελλάδα. Η ανταλλαγή ιδεών, ως απόρροια της Επανάστασης του 1789, και η διασπορά τους στην Ελλάδα, πρωτίστως μέσω των Ελλήνων εμπόρων, αποτέλεσε τον καταλύτη του ξεσηκωμού, μια και προλείανε το έδαφος, αποτελώντας ταυτόχρονα και το έναυσμα για τις μετέπειτα εξελίξεις.

Οι νέες ιδέες και αντιλήψεις ανάγονται στο πνεύμα του Ευρωπαικού Διαφωτισμού, κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα (με προσωπικότητες όπως τους Βολταίρο, Jean Jacques Rousseau, τον Κόμητα de Montesqieu και τους Εγκλυκλοπεδιστές), το οποίο δεν μπορούσε να μην επηρεάσει και την Ελλάδα. Αναφέρομαι σε ιστορικές μορφές, με πρώτο χρονολογικά τον Κύριλλο Λούκαρη, οραματιστή, και εξ ανάγκης αντίπαλο της ισοπεδωτικής τότε Καθολικής Εκκλησίας (ένδειξη τούτου ήταν η αντίθεση της στην απόκτηση τυπογραφείου εκ μέρους του Ορθόδοξου Πατριαρχείου), ο οποίος πλήρωσε με τη ζωή του το όραμα του. Ακολούθησαν ο Άνθιμος Γαζής, ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, ο Θεόφιλος Καίρης, ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Αθανάσιος Ψαλίδας, που διαδραμάτισαν σημαίνοντα και καταλυτικό ρόλο στην αναμόρφωση του Ελληνισμού, εμπλουτίζοντας τον με τις ιδέες της Ευρώπης, ιδίως στην εμμονή τους για την εκπαίδευση και τη μόρφωση του έθνους, αλλά σε βάσεις εντελώς νέες. Αρωγός στην όλη προσπάθεια στάθηκε το Ορθόδοξο Πατριαρχείο, όσο παράδοξο και αν αυτό ακούγεται. Οι εξισλαμισμοί και η εξασθένιση του Ελληνο-Χριστιανικού στοιχείου εντός της Αυτοκρατορίας, καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη αλλαγής πλεύσης όσον αφορά την εκπαίδευση, με την τελευταία να αποτελεί το ανάχωμα, μια σοβαρή και ισχυρή γραμμή άμυνας, ούτως ώστε η αντίσταση προς τους Οθωμανούς να γινόταν πιο αποτελεσματική.

Επιβάλλεται να σταθούμε στον Αδαμάντιο Κοραή, κληρωτό της εποχής του, εξέχουσα ιστορική φυσιογνωμία, και το θεμελιωτή της όλης προσπάθειας του Ελληνισμού να προκαθορίσει ο ίδιος το μέλλον του. Χωρίς αμφιβολία, ο ίδιος υπήρξε και ο ενορχηστρωτής της όλης προσπάθειας, προτρέποντας το Ελληνικό Έθνος να ακολουθήσει τη σωστή και πρέπουσα πορεία, αναπόφευκτα προς την ανεξαρτησία. Κοντά σε όλους αυτούς, και ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος απευθυνόταν στον απλό λαό, μιλούσε κρυπτογραφικά για το ‘’ποθούμενο,’’ επέμενε στην ισότητα ανδρών και γυναικών, στη μόρφωση και την αργία της Κυριακής και γενικά εξύψωνε το καταρρακωμένο ηθικό των ραγιάδων στην Αιτολωακαρνανία, την  Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία. Τελικά, πλήρωσε με τη ζωή του την αποστολή που εκτελούσε. Τέλος, θάταν μεγίστη παράλειψη να μην γινόταν αναφορά και σε άλλες δραστηριότητες, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην εμπέδωση της παροχής παιδείας στον Ελληνισμό, όπως στο πρώτο Κέντρο Ελληνισμού, που συστάθηκε στη Βενετία, και που ενισχύθηκε αργότερα με τη δημιουργία τυπογραφείου (από την οικογένεια των Γλυκύδων), τη χρηματοδότηση του οποίου ανέλαβαν στην πορεία Έλληνες από την Ήπειρο. Οι αδελφοί Ζωσιμάδες, επίσης από την Ήπειρο (εγκατεστημένοι στη Ρωσία), χρηματοδότησαν αδρά την έκδοση της βιβλιοθήκης του Κοραή, ούτως ώστε όλος ο πλούτος της γνώσης να καταστεί προσιτός προς το λαό.

Δυστυχώς, η κατάληξη των Πολέμων του Ναπολέοντα (ένα παράδοξο της Επανάστασης του 1789) και το Συνέδριο της Βιέννης το 1815 δημιούργησαν το Κονσέρτο της Ευρώπης και την περίφημη Τετραπλή Συμμαχία (αργότερα Πενταπλή, με τη συμμετοχή και της Γαλλίας, το 1818), το οποίο κατοχύρωσε την καθεστηκυία τάξη, εν ολίγοις το ισχύον στάτους κβο, χωρίς το οποιοδήποτε περιθώριο αλλαγής. Ιδέες όπως η ελευθερία, η εθνική συνείδηση, η δημοκρατία, και τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, απόρροια του Διαφωτισμού και των δύο Επαναστάσεων (της Αμερικανικής το 1776 και της Γαλλικής το 1789) έχασαν έδαφος και απειλήθηκαν με εξαφάνιση, μια και οι Μεγάλες Δυνάμεις έδωσαν στους εαυτούς τους το δικαίωμα παρέμβασης, εκεί όπου αυτές έκριναν ότι απειλείτο η σταθερότητα. Όχι όμως για πολύ, μια και οι νέες ιδέες είχαν ήδη ριζώσει. Η έννοιες της αυτοκρατορίας και της απόλυτης μοναρχίας δεν μπορούσαν να αντικαταστήσουν οράματα και ιδεώδη, όπως την ανεξάρτητη κρατική οντότητα, με κύριο συστατικό της στοιχείο την εθνική συνείδηση, η οποία σταδιακά έγινε ο κύριος φορέας του νέου ρεύματος. Έτσι, αρχής γενομένης με την Ισπανία (το Μάιο 1820), και λίγο αργότερα στην Ιταλία (με το Πιεδεμόντιο και την Νεάπολη) άρχισε ένα κύμα επαναστάσεων στην Ευρώπη ενάντια στις μοναρχίες (αν αυτές μπορούν να χαρακτηρισθούν εθνικές, συζητείται), με κύριο συστατικό την αντίδραση εναντίον του δεσποτισμού τους και την αποκατάσταση βασικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Τα κινήματα έλαβαν χώρα ενάντια στην πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων και το ευρύτερο πνεύμα που οι ίδιες δημιούργησαν. Με τα επεμβατικά τους δικαιώματα, που απέδωσαν στους εαυτούς τους (μέσω των διαφόρων Συνεδρίων που οι ίδιες συγκάλεσαν από το 1818, στην πόλη Aix-la-Chapelle, έως το 1822, στη Βερόνα), καθόριζαν ακόμα τις μοίρες πολλών. Οι διακηρύξεις και οι αποφάσεις τους μετουσιώθηκαν σε πράξη, τόσο στην Ιταλία όσο και την Ισπανία. Μάλιστα δε, στην πρώτη περίπτωση, τα αποτελέσματα ήσαν ευεργετικά για την Ελλάδα, λόγω του ότι πολλοί επαναστάτες Ιταλοί (οι carbonari) κατέφυγαν στην Ελλάδα και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους μεσούσης της επανάστασης.

Η Ελληνική Επανάσταση οφείλει πάρα πολλά σε πολλούς, όπως τη Φιλική Εταιρεία (με τους τρεις ιδρυτές της στην Οδησσό, Σκουφά, Ξάνθο και Τσακάλωφ, και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, Φαναριώτη, ως τον Πρόεδρο της). Υπογραμμίζεται ότι η μυστικότητα που επέβαλε η Φιλική Εταιρεία υπήρξε καθοριστικότατη για την επιτυχία του εγχειρήματος. Ο κατακτητής ορθόδοξος έμπορος και το ρεύμα του φιλελληνισμού (στα αρχικά στάδια από το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα) έπαιξαν το δικό τους καθοριστικό ρόλο. Στην τελευταία κατηγορία κατατάσσονται άτομα όπως ο Λόρδος Βύρωνας (τάφηκε στο Μεσολόγγι το 1824), ο Κόμης Σανταρόζας (σκοτώθηκε στη Σφακτηρία το Μάιο 1825), ο Samuel Grindley Howe (εθελοντής ιατρός από τη Βοστώνη), o George Jarvis (έτερος Αμερικανός εθελοντής), ο Frank Hastings (Βρετανός, που εκμίσθωσε με δικά του χρήματα το πρώτο πολεμικό πλοίο), ο Charles Fabvier, o Rene Francois de Chateaubriand, ο Thomas Gordon, ο George Finlay (μετέπειτα ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης, άνκαι στα γραφόμενα του αφήνει πολλά υπονοούμενα σε βάρος των Ελλήνων), ο Alexander Pushkin, o Wolfgang Von Goethe, ο Mettelshonn Barthodly (ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης) κα, όπου το ρεύμα του ρομαντισμού (κυριάρχησε στην  Ευρώπη τις αρχές του 19ου αιώνα) κατείχε δεσπόζουσα θέση και επηρέασε πολλούς. Ο ρομαντισμός, σε συνδυασμό με την αγάπη προς την Αρχαία Ελλάδα, η ταύτιση Ευρωπαικών αξιών με το ίδιο το αρχαιοελληνικό πνεύμα,  δημιούργησαν μια ακαταμάχητη έλξη, δύναμη και δυναμική, παρασύροντας αρκετούς, όπως το Βίκτωρα Ουγκώ (το συγγραφέα των Αθλίων) στο να υψώσουν τη φωνή τους υπέρ των Ελλήνων.

Όπως επισημαίνει ο ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς, η οικονομική άνθηση των εμπόρων και των πλοιοκτητών, έστω και αν διακόπηκε από τους Πολέμους του Ναπολέοντα, έθεσε τις βάσεις για τα μετέπειτα γεγονότα, ιδίως στη διασπορά των νέων ιδεών και αντιλήψεων. Επέφερε όμως και την οικονομική ένδεια στους Έλληνες κατοίκους των νησιών, μια και η βιομηχανική επανάσταση στη Βρετανία, σε συνδυασμό με το ναυτικό της να αλωνίζουν τους ωκεανούς, ανέδειξαν τη χώρα την πρώτη βιομηχανική δύναμη παγκοσμίως, με τα προιόντα της να κατακλύζουν την υφήλιο. Σε τοπικό επίπεδο, οι αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις και συνέπειες ενδυνάμωσαν έντονα τη δυσαρέσκεια του Ελληνικού λαού. Η διοικητική αποκέντρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (τον 18ο αιώνα), η οικονομική της εξασθένηση (εμφανής από το τέλος του 16ου αιώνα, λόγω πληθωρισμού, με την άκρατη εισαγωγή φθηνού ασημιού Από τη Νότια Αμερική), η άνοδος των τοπικών ηγεμόνων (οι  ayan και οι esraf, σε συνδυασμό με την ύπαρξη και δράση των πλούσιων γαιοκτημόνων της περιφέρειας, οι αποκαλούμενοι derebeys), ως αποτέλεσμα των προαναφερθέντων, και οι τάσεις προς την αυτονομία (όπως του Αλί Πασά από το Τεπελένι και του Mohammed Ali από την Καβάλα, και μετέπειτα στην Αίγυπτο), βοήθησαν σε σημαντικό βαθμό την εξέγερση. Όχι ολίγοι από τους μετέπειτα αγωνιστές και οπλαρχηγούς μαθήτευσαν και θήτευσαν κοντά στην αυλή του Αλί Πασά. Η εμπειρία που απεκόμισαν έμελλε να αποδειχθεί πολύτιμη. Η συνεχής εδαφική συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας, λόγω των ηττών που δέχθηκε στο πεδίο του πολέμου (απόρροια, οι Συνθήκες του Karlowitz το 1699, Passarowitz το 1718, Kucuk Kaynarci το 1774, Jassy το 1792, Βουκουρεστίου το 1812) την εξασθένησαν σημαντικά. Η Ευρωπαική υπεροχή έναντι της Υψηλής Πύλης ήταν κάτι που οι Σουλτάνοι άρχισαν να αναγνωρίζουν από τις αρχές του 18ου αιώνα (με την  εποχή του Τουλιπών, Lale Devri, του Σουλτάνου Ahmed III, 1701-33). Χωρίς υπερβολή, το κέντρο βάρους στην άσκηση εξουσίας είχε ήδη μετατοπισθεί προς την περιφέρεια, παρά τις προσπάθειες οικονομικής ανάκαμψης το 17ο αιώνα (κυρίως χάρις στην παρουσία των Μεγάλων Βεζύρηδων της οικογένειας Koprulu), όπου ένας συνδυασμός των τοπικών ηγετών, του ιερατείου (ulema) και των γενιτσάρων διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο και είχε αυξημένο λόγο στα τεκταινόμενα στην Κωνσταντινούπολη, δηλ. την ανάρρηση στην εξουσία του επόμενου Σουλτάνου.

Λόγω της οικονομικής άνθησης, αρκετοί προύχοντες, γαιοκτήμονες και έμποροι συνεισέφεραν αδρά στον αγώνα, έστω και αν χρειαζόταν να αποστασιοποιηθούν από την Υψηλή Πύλη, προς την οποία όφειλαν την ύπαρξη τους και τον πλούτο που απέκτησαν και συσώρευσαν. Κοντά σε όλους αυτούς, πρέπει να γίνει λόγος και για τη σχετική χαλάρωση που επέφερε στα διοικητικά η οθωμανική διακυβέρνηση, κάτι που διευκόλυνε αφάνταστα την άνοδο τοπικών ηγεμόνων, των οποίων ο ρόλος στην πορεία αποδείχθηκε καθοριστικός. Οι Φαναριώτες, προνομιούχοι μεγαλοαστοί στην Κωνσταντινούπολη και υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Οθωμανικού κράτους, δεν τάχθηκαν κατά μείζονα λόγο υπέρ της ανεξαρτησίας της Ελλάδας και της απόσχισης  της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι ίδιοι, διχασμένοι ιδεολογικά, μια και θεωρούσαν τους εαυτούς τους γνήσιους απόγονους των Βυζαντινών, τόσο όσον αφορά τον ακριβή τους ρόλο στη ζωή (αποτελούσαν μια κλειστή κοινωνία ευνοουμένων) όσο και το μελλοντικό όραμα τους στα τεκταινόμενα, είχαν άλλους προσανατολισμούς. Πιθανή κατάρρευση του Οθωμανικού κράτους τους έδιδε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για πρωταγωνιστικό ρόλο, σε μια αναβίωση του Βυζαντίου. Οι Φαναριώτες κράτησαν επαμφοτερίζουσα στάση έναντι του ξεσηκωμού, κυρίως λόγω και των ιδιάζουσων συνθηκών ύπαρξης τους, ανεξαρτήτως και των σχέσεων τους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που δεν ήσαν πάντα οι καλύτερες. Ήσαν μεν Οθωμανοί πολίτες, ευνοούμενοι της Υψηλής Πύλης, από την  άλλη όμως ένοιωθαν και έλληνες χριστιανοί. Ούτως όμως ή άλλως, η θέση τους, όπως και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήταν δεινή και το δίλημμα εμφανές, μια και ήσαν στο κέντρο της Αυτοκρατορίας και η οποιαδήποτε υποψία εκ μέρους της Υψηλής Πύλης για υποστήριξη των επαναστατών ισοδυναμούσε με εσχάτη προδοσία. Υπογραμμίζεται εδώ ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ πλήρωσε με τη ζωή του, έστω και αν προηγουμένως είχε αφορίσει τους επαναστάτες στην Ελλάδα (και το σύνταγμα του Ρήγα Φεραίου, πριν το τέλος 1820). Το ίδιο συνέβηκε και με πολλούς άλλους Φαναριώτες, ενώ ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς έφυγαν κρυφά από την Πόλη, με ορισμένους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην  επανάσταση.

Όσο και αν ξενίζει, ο ξεσηκωμός δεν ήταν πολύ οργανωμένος και όχι τόσο καλά  προγραμματισμένος. Άλλωστε, στα πρώτα του βήματα επήλθε η καταστροφή, όπως με τον Ιερό Λόχο του Αλέξανδρου Υψηλάντη και την ήττα στο Δραγατσάνι. Οι συνθήκες στις δύο επαρχίες, Μολδαβία και Βλαχία, δεν ήσαν και οι καλύτερες, εκτός της έντονης λαικής δυσαρέσκειας προς τους εκάστοτε ηγεμόνες (τους επικεφαλής της διακυβέρνησης), που ήσαν Φαναριώτες και τους γαιοκτήμονες. Η έντονη διαμάχη των τελευταίων, λόγω της βαριάς φορολογίας που επέβαλαν σε βάρος των λαικών στρωμάτων, η ψευδαίσθηση της λαικής υποστήριξης και η ύποπτη στάση που τήρησαν τα στρατεύματα τους μεσούσης της μάχης, καταδίκασαν το εγχείρημα σε οικτρά αποτυχία και τον ίδιο τον Υψηλάντη στην αιχμαλωσία των Αυστριακών. Απεναντίας, η Επανάσταση ήταν έργο πολλών ατομικών ενεργειών διαφόρων οπλαρχηγών, αρματολών και κλεφτών, προεξέχοντος του Κολοκοτρώνη, του Μακρυγιάννη, του Δημήτρη Υψηλάντη, των Μαυρομιχαλέων, του Νικηταρά, του Ανδρούτσου, του Μπότσαρη, του Καραισκάκη, κα. Ναι μεν η Συνέλευση της Επιδαύρου (Ιανουάριος του 1822) ψήφισε σύνταγμα, με τη διαχώριση εξουσιών, δεν υπήρχε όμως κεντρική κυβέρνηση που να συντόνιζε όλες τις ενέργειες προς την ανεξαρτησία.

Με βάση τη σύγχρονη έρευνα, η Υψηλή Πύλη και ο ίδιος ο Σουλτάνος, Μαχμούντ Β’, κατελήφθησαν εξ απροόπτου, μια και ουδείς ανέμενε την εξέγερση. Μάλιστα, διάφορες μαρτυρίες φέρουν το Σουλτάνο να είχε πέσει στα γόνατα και να αφρίζει από θυμό. Προφανώς, η Υψηλή Πύλη προσέδιδε χαρακτήρα θρησκευτικό στην εξέγερση, εξ ου και η έντονη δυσαρέσκεια της με τη Ρωσία, ότι δηλ. υποκινούσε τους Έλληνες ομόθρησκους της, παρέχοντας τους αδρή βοήθεια (να μην λησμονείται ότι ο Καποδίστριας διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου Αλέξανδρου Α’). Προφανώς, το στοιχείο του εθνικισμού, με βάση την εθνική συνείδηση, με τη γλώσσα και τη θρησκεία να αποτελούν τα κύρια της συστατικά, νεωτεριστικές ορολογίες και αντιλήψεις, απόρροια της Γαλλικής Επανάστασης, διέλαθε της προσοχής των Οθωμανών. Άλλο σημαντικό στοιχείο που επέδρασε θετικά προς την  επανάσταση ήταν και η οικονομική εξασθένηση του Οθωμανικού κράτους, λόγω των συνεχών πολέμων στους οποίου είχε εμπλακεί. Η οικτρά οικονομική κατάσταση, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία κεντρικού οργανωμένου στρατεύματος, είχε τεράστια θετική επίδραση προς την επανάσταση. Η ανυπαρξία συγκροτημένου τακτικού στρατού, οργανωμένου στα Ευρωπαικά πρότυπα, αναγνωρίσθηκε από τον Σελιμ Γ’ (στην εξουσία από το 1789), εξ ου και η ανάγκη για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων (το Nizam-i Cedid, για τη δημιουργία σύγχρονου στρατεύματος). Η προσπάθεια του όμως κατέληξε σε αποτυχία, με την έντονη δυσαρέσκεια και βίαιη αντίδραση των γενιτσάρων, που οδήγησε πρώτον, στην ανάκληση των νέων μέτρων και δεύτερον, στον παραμερισμό του από την εξουσία (το 1807). Αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω ήταν και οι σπασμωδικές ενέργειες του Οθωμανικού κράτους, ιδιαίτερα στη θάλασσα. Στην τελευταία κατηγορία, οι Έλληνες αποδείχθηκαν η μικρή Αγγλία, με σημαντικές προσωπικότητες, όπως τον Αντρέα Μιαούλη, το Δημήτρη Παπανικολή, τον Ιάκωβο Τομπάζη, τον Κωνσταντίνο Κανάρη, την οικογένεια Κουντουριώτη, κα, να καταφέρνουν, με τα πολλά κατορθώματα τους, ισχυρά πλήγματα κατά του Οθωμανικού στόλου. Ο αποκλεισμός που πέτυχαν κατά του στόλου της Υψηλής Πύλης επέδρασε θετικά και αποφασιστικά στην περαιτέρω εξέλιξη των γεγονότων.

Η έκταση της Επανάστασης ήταν ραγδαία, όχι όμως επιτυχής παντού. Οι προσδοκίες για παράλληλο ξεσήκωμα των Σέρβων και Βουλγάρων δεν ευοδώθηκαν, ενώ τα αποτυχημένα σχέδια για εμπρησμό του Αυτοκρατορικού Ναύσταθμου στην Πόλη και το Παλάτι του Σουλτάνου είχαν άκρως αρνητικές συνέπειες στον ελληνικό πληθυσμό εκεί και σε πολλά αστικά κέντρα, ο οποίος πλήρωσε με πολύ αίμα. Λόγω της συγκέντρωσης οθωμανικού στρατού σε αυτά και του ιππικού στη Μακεδονική πεδιάδα, οι εξεγέρσεις το 1822 καταπνίγηκαν στο αίμα στη Θεσσαλία, Μακεδονία και την Ήπειρο. Η Επανάσταση πήρε επίσης και τη μορφή ιερού αγώνα (ο Χριστιανισμός εναντίον του Ισλάμ), κάτι που εξώθησε αμφότερες τις πλευρές σε ωμότητες (όπως στην Τριπολιτσά και τη Χίο). Εξ ου και η απήχηση της προς τα έξω, δίδοντας το έναυσμα για την προσέλκυση εθελοντών. Οι θετικές εξελίξεις, παρά την έντονη αντίδραση του τότε Καγκελαρίου της Αυστρίας, Klement Von Metternich, όπου στις επιστολές του προς τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’ και το Λόρδο Castlereagh (Υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας) τους προέτρεπε να άφηναν κατά μέρος τις οποιεσδήποτε ανθρωπιστικές ευαισθησίες. Η σφαγή του Χίου (το 1822), τα πογκρόμ στη Θεσσαλονίκη και στην Κωνσταντινούπολη εναντίον των Χριστιανών από τους Μουσουλμάνους και η εξώθηση σε ωμότητες σε βάρος των εχθρών του Ισλάμ από την Υψηλή Πύλη γιγάντωσαν την αντίδραση στο εξωτερικό εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δημιούργησαν μια δυναμική προς όφελος της Επανάστασης (όπως με τη σύσταση πολλών εταιρειών υποστήριξης των Ελλήνων). Ο Thomas Gordon αναφέρεται στη Διακήρυξη των Φιλελλήνων (μετά την καταστροφή της Χίου και τις σφαγές στην Κύπρο, την 9η Ιουλίου 1821), με την οποία δίδεται το κέλευσμα για την αφύπνιση της κοινής γνώμης, ακριβώς λόγω των ωμοτήτων σε βάρος των Χριστιανών. Αξίζει εδώ να υπογραμμισθεί ότι τέτοια ήταν η αντίδραση του Βρετανικού λαού προς όφελος των Ελλήνων, που η κυβέρνηση στο Λονδίνο συμφώνησε να μην επιχειρήσει να σπάσει τον αποκλεισμό που επέβαλε ο Ελληνικός στόλος. Ανάλογη υπήρξε και η ανταπόκριση στις ΗΠΑ, με πολλούς πολιτικούς να τάσσονται υπέρ της Ανεξαρτησίας των Ελλήνων (όπως λχ. του Γερουσιαστή Daniel Webster, από τη Μασαχουσέτη) έστω και αν το Δόγμα Μονρόε (δημιούργημα του τότε Υπουργού των Εξωτερικών, κ. John Quincy Adams, με την εξαγγελία του το Δεκέμβριο 1823) εμπόδιζε την επίσημη  κυβέρνηση από του να επέμβει καθ’οιονδήποτε τρόπο.

Η έλλειψη κεντρικής οργάνωσης και συντονισμού, η παρουσία πολλών ατόμων με εντελώς διαφορετικό κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο και κουλτούρα αναπόφευκτα δημιούργησαν και τη διχόνοια. Η παρουσία πολλών προσωπικοτήτων και ο ανταγωνισμός για τη δόξα (όπως λχ. του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου), οι αντιζηλίες και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα πολλών οπλαρχηγών έφεραν εμφύλιες συρράξεις με ολέθρια αποτελέσματα (η φυλάκιση του Κολοκοτρώνη, η εκτέλεση του Οδυσσέα Ανδρούτσου, που αποτελούν μαύρη κηλίδα). Πρέπει ακόμα να γίνει λόγος και για πολλούς, που επέλεξαν την υποταγή και τη συνεργασία με τον εχθρό (οι νενέκοι). Ταυτόχρονα όμως, έφεραν και την αντίδραση της Υψηλής Πύλης, με το Σουλτάνο να ζητεί την αρωγή του Mohammed Ali της Αιγύπτου και του υιού του Ιμπραήμ. Ο Μαχμούντ Β’ (στην εξουσία από το 1808) επιθυμούσε διακαώς τον εκσυγχρονισμό του Οθωμανικού κράτους, για να αντιμετωπίσει τη διττή απειλή:  εσωτερικά, ήσαν οι γενίτσαροι που είχαν ήδη ανατρέψει τον προκάτοχο του, Σελίμ Γ’, έντονα αντίθετοι σε κάθε προσπάθεια αλλαγής και εκσυγχρονισμού του κράτους, μια και τα ερμήνευαν ως υπονόμευση της δικής τους ισχύος. Κοντά σε αυτούς και το ιερατείο και οι διάφοροι τοπικοί ηγεμόνες, όπου τα συμφέροντα τους συνέκλιναν στη δημιουργία μιας πανίσχυρης άτυπης συμμαχίας. Εξωτερικά, ήσαν οι Έλληνες άπιστοι και όλοι εκείνοι που τους παρείχαν αδρά την οποιαδήποτε αρωγή, πρωτίστως οι Ρώσοι, ως επίσης και οι δυνάμεις που εποφθαλμιούσαν την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1825, o Muhammad Ali ανταποκρίθηκε στην έκκληση του Σουλτάνου για βοήθεια. Στα προαναφερθέντα,  προστίθενται οι διαφωνίες των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο νέος Τσάρος Νικόλαος Α’ (στο θρόνο από το Δεκέμβριο 1825), επιθυμούσε δυναμική παρέμβαση προς όφελος των ομοθρήσκων του στην Ελλάδα, έστω και αν έθετε σε κίνδυνο την Ιερή Συμμαχία, δικό του δημιούργημα. Για τον ίδιο, ο μέγας ασθενής (έκφραση δική του) άρχισε να πνέει τα λοίσθια. Η Βρετανία, από την άλλη, τηρούσε μια πολύ επιφυλακτική στάση έναντι της Ρωσίας, φοβούμενη τάσεις εδαφικού επεκτατισμού της τελευταίας σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Εξωτερικώς, η ομογνωμία του Κονσέρτου της Ευρώπης άρχισε να διαταράσσεται από το 1824. Ναι μεν στα δύο Συνέδρια (Laybach, Ιανουάριος-Μαιος 1821 και Βερόνα, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1822) συζητήθηκε το Ελληνικό ζήτημα (πρωτίστως στο πρώτο), ουδεμία όμως απόφαση λήφθηκε (πέραν της Διακήρυξης που εκδόθηκε το Μάιο 1821), λόγω έντονων διαφωνιών, πολύ δε περισσότερο ουδεμία ενέργεια αναλήφθηκε (όπως λχ. με την Ιταλία και την Ισπανία, όπου η αποστολή στρατευμάτων κατέστηλε βίαια τις εξεγέρσεις). Στην Υψηλή Πύλη δόθηκε υπογραφή εν λευκώ για το χειρισμό της κρίσης που αντιμετώπιζε, ουδείς όμως διανοήθηκε ότι η τελευταία δεν θα μπορούσε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Για την  Ελληνική Επανάσταση, από την  άλλη, η καταδικαστική Διακήρυξη του Μαίου 1821 δεν ήταν και ότι το καλύτερο, επειδή δεν τις εξασφάλιζε την οποιαδήποτε υποστήριξη ως αντίβαρο προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, δοθέντος ότι ο πόθος για την ελευθερία αντιμετωπιζόταν με περισσή δυσπιστία και καχυποψία. Η κατάσταση καλυτέρευσε το τέλος 1822 (κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βερόνα), μετά που η Βρετανία εξέφρασε έντονες αντιρρήσεις  για το Ελληνικό ζήτημα, διαχωρίζοντας τη θέση της από τις υπόλοιπες δυνάμεις. Ναι μεν το Λονδίνο παρέμεινε ουδέτερο, επέμενε όμως να αναγνωρισθεί το δικαίωμα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους. Η επιβολή εκ μέρους της Ρωσίας της Σύμβασης του Ackerman (Ιούλιος 1826) εναντίον της Υψηλής Πύλης, με την οποία η τελευταία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη Μολδαβία και Βλαχία,  ήταν το προοίμιο της κοινής πολιτικής των τριών. Η Βρετανία, ιδίως διά στόματος του Πρέσβη της στην Υψηλή Πύλη, κ. Stratford Canning, δεν ήταν πλέον διατεθημένη να συναινεί στην καταστολή των επαναστάσεων και εθνικών εξεγέρσεων, αποστασιοποιούμενη έμπρακτα από τον Καγκελάριο της Αυστρίας, Klement Von Metternich. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, George Canning (στο αξίωμα από το 1822),  τάχθηκε υπέρ της Ελληνικής ανεξαρτησίας, σε αντίθεση με τον προκάτοχο του, Lord Castlereagh (από τους πρωτεργάτες του Συνεδρίου της Βιέννης το 1815), έστω και σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, φοβούμενος ίσως την επιρροή της Ρωσίας στην Ελλάδα μελλοντικά και τις επιπτώσεις της που κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Γαλλία, παρά το ότι συμμεριζόταν τους ίδιους φόβους αρχικά,  ακολούθησε τελικά τη Βρετανία.

Οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις για δικούς τους λόγους, βλέποντας την απήχηση του ξεσηκωμού και το ότι κέρδιζε έδαφος η επανάσταση προς τα έξω, άρχιζαν σταδιακά να κάνουν δεύτερες σκέψεις. Έτσι, Ρωσία και Βρετανία υπέγραψαν (Οκτώβριος 1826) το Πρωτόκολο της Αγίας Πετρούπολης, με το οποίο παραχωρείτο αυτονομία στην Ελλάδα, εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η στροφή τους, σε μια φάση όταν ο αγώνας άρχισε να δέχεται σοβαρά πλήγματα, λόγω της ενεργής ανάμειξης του Ιμπραήμ (πτώση του Μεσολογγίου, το 1826, ο θάνατος του Καραισκάκη, το 1827 και η πτώση των Αθηνών), αποδείχθηκε αποφασιστική, σε μία χρονική στιγμή που η Επανάσταση ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η διαφαινόμενη ήττα των επαναστατών συνέπεσε χρονικά με την ενδυνάμωση του Σουλτάνου και της πολιτικής του για ισχυροποίηση της κεντρικής διακυβέρνησης της Αυτοκρατορίας, αφού τον Ιούνιο 1826 διέταξε τη φυσική εξόντωση των γενιτσάρων. Εξ ου και η απροθυμία του για τον οποιονδήποτε συμβιβασμό, δοθέντος ότι η Υψηλή Πύλη είχε τώρα την πρωτοκαθεδρία των κινήσεων. Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία αποφάσισαν ότι οι Έλληνες δικαιούντο την ανεξαρτησία τους (με αποτέλεσμα το Πρωτόκολο του Λονδίνου, τον Ιούλιο 1827), στην ουσία την απόσχιση τους από την Οθωμανική επικράτεια και τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.

Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827) ήταν και η κατάληξη της απόφασης των τριών με την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια ως του πρώτου Κυβερνήτη να ακολουθεί. Να σημειωθεί εδώ ότι τόσο ο Επικεφαλής του Βρετανικού Στόλου, Ναύαρχος Edward Codrington, όσο και ο Πρέσβης της χώρας στην Πόλη ενήργησαν αυτόβουλα, και παρά τη θέληση του τότε Αρχηγού του Βρετανικού Στρατού, Δούκα του Ουέλλιγκτων (η διαφωνία του αποτελούσε ιστορική ειρωνεία, δοθέντος ότι ήταν το ίδιο άτομο που υπέγραψε το Πρωτόκολο της Αγίας Πετρούπολης), μια και το διακύβευμα ήταν η εδαφική ακεραιότητα του Οθωμανικού κράτους. Ο πόλεμος που ακολούθησε μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έφερε και την οριστική συμφωνία για τη σύσταση του Ελληνικού κράτους (Λονδίνο, Φεβρουάριος 1830), έστω και αν το Κονσέρτο της Ευρώπης, ως θέμα αρχής, δεν προέκρινε τη δημιουργία ανεξάρτητων εδαφικών οντοτήτων, με αμφιβόλου προέλευσης διακυβέρνηση, σε βάρος της διατάραξης της ευρύτερης σταθερότητας στην Ευρωπαική  Ήπειρο.

Σήμερα, 200 χρόνια μετά το ιστορικό γεγονός, τι μαθήματα μπορούν να αντληθούν; Ποία είναι τα διδάγματα της ιστορίας για όλους εμάς και συνάμα για πολλούς άλλους; Πρώτα από όλα, είναι το ιερό και απαράγραπτο δικαίωμα προς την ελευθερία, κάτι που έχει διαχρονική ισχύ και αξία, πέραν του ότι ήταν και είναι αδιαπραγμάτευτο. Μετά, η δημιουργία εθνικής συνείδησης με την νεώτερη έννοια του όρου και η εγκαθίδρυση ανεξάρτητης κρατικής οντότητας, με τη σύζευξη των δύο. Επιβάλλεται όμως να γίνει λόγος και για τον κακό δαίμονα της φυλής, που δεν είναι άλλος από τη διχόνοια, η οποία οδήγησε σε εμφύλιο σπαραγμό. Η διχόνοια δεν ήταν απλώς η διατύπωση διαφορετικής άποψης, αλλά αντίθετα εξέλαβε τη μορφή εμφυλίου πολέμου. Ορολογίες, όπως οι αυτόχθονες εναντίον των ετεροχθόνων, που εφεξής κατέστησαν κυρίαρχες έννοιες στην πολιτική ζωή της χώρας, οι εξουσίες της νέας κυβέρνησης (συγκέντρωση ή αποκέντρωση των εξουσιών), ο ακριβής μελλοντικός ρόλος των πρωταγωνιστών και ο έντονος ανταγωνισμός για τα αξιώματα ήσαν απτά παραδείγματα του χάσματος που δημιουργήθηκε. Το φαινόμενο έφερε την Επανάσταση στα πρόθυρα της κατάρρευσης, όπου προσωπικά κίνητρα, ο φθόνος, η ματαιοδοξία, οι αντιζηλίες και άλλα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, αλλότρια προς το καλώς νοούμενο συμφέρον της χώρας, υπερίσχυσαν. Δεν πρόλαβε η Επανάσταση να επιλέξει ως πρώτο Κυβερνήτη της χώρας τον Ιωάννη Καποδίστρια, και τα μέτρα του για το καλό των πολλών ενόχλησαν τους Κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι και τον σκότωσαν ενώ πήγαινε, χωρίς φρουρά, να εκκλησιασθεί στον Άγιο Σπυρίδωνα του Ναυπλίου, της πρώτης πρωτεύουσας της Ελλάδας.

Από πολιτικής πλευράς, η σημασία της Επανάστασης έγκειται στην εγκαθίδρυση ανεξάρτητου κράτους, δηλ. την απόσχιση του από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κάτι που αποτέλεσε προηγούμενο για άλλους λαούς λίγο αργότερα. Ευνόητο είναι ότι η Υψηλή Πύλη δεν είδε με καθόλου καλό μάτι τις νέες εξελίξεις, αφού ένιωσε να απειλείται η ύπαρξη της. Εφεξής, εγκαινιάσθηκε μια διελκυστίνδα στα ένδω της Αυτοκρατορίας:  αφενός, ήταν η εισαγωγή μεταρρυθμίσεων, με σκοπό η Αυτοκρατορία να συμβαδίζει με τα Ευρωπαικά πρότυπα, και η πρακτική εφαρμογή ιδεών όπως η ισότητα και η άσκηση συνταγματικής διακυβέρνησης. Αφετέρου όμως, κάθε κίνηση απόσχισης αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία, καχυποψία και δυναμική παρέμβαση από το κέντρο ισχύος. Η Ελληνική Επανάσταση δεν κατάφερε να επιφέρει εκείνες τις αλλαγές που θα άλλαζαν άρδην τα κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα της Ελλάδας. Η χώρα είχε πολύ δρόμο να διανύσει προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Ο εθνικός ξεσηκωμός ενέπνευσε πολλούς ανά την υφήλιο, μέχρι και την Αιτή, που ήταν και η πρώτη χώρα που αναγνώρισε το δικαίωμα των Ελλήνων για ανεξαρτησία. Ακόμα σπουδαιότερης σημασίας ήταν το ότι το ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος κατέστη το πρώτο στην Νοτιοανατολική Ευρώπη σε εθνικό επίπεδο, κάτι που αποτέλεσε και το έναυσμα για τους άλλους γειτονικούς λαούς (Σέρβους, Βούλγαρους, Ρουμάνους) να αγωνισθούν για κάτι ανάλογο. Επιπλέον, προσωπικά, τολμώ να πω ότι ο αγώνας απετέλεσε και ένα από τους παράγοντες για τις επαναστάσεις που ακολούθησαν αργότερα, το 1823 στην Ισπανία, το 1830 στη Γαλλία και το 1831 στην Πολωνία. Παράλληλα, ορισμένοι ιστορικοί κάνουν μνεία για τη δημιουργία φιλελεύθερης διεθνούς (liberal international), επειδή η εμπειρία που απεκόμισαν επαναστάτες από την Ιταλία (παρόντες στην Ελλάδα) και την Ισπανία, και η όλη εμπειρία από την Ελληνική Επανάσταση γενικά, αποδείχθηκε πολύτιμη λίγο αργότερα στη δική τους περίπτωση.

Στα αρνητικά καταγράφεται η ούτω καλούμενη προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, που παρεχόταν έστω και φαινομενικά, η οποία στις πλείστες περιπτώσεις απέβη καταστροφική για τα Ελληνικά συμφέροντα (επιβολή του Όθωνα, το 1832, ο αποκλεισμός κατά τη διάρκεια του Κριμαικού Πολέμου, 1853-56 και ο ΔΟΕ, ως απόρροια της ήττας του 1897). Η ωμότητα του Αγγλο-Ρωσικού ανταγωνισμού  διαφάνηκε το 1842, με τη δήλωση του τότε Πρέσβη της Βρετανίας στην Αθήνα Sir Edmund Lyons, ότι δηλ. ‘’μια ανεξάρτητη Ελλάδα είναι κάτι αδιανόητο. Επειδή δεν μπορεί να είναι Ρωσική, πρέπει κατ’ανάγκη να είναι Βρετανική.’’ Τηρουμένων των αναλογιών, αυτή συνεχίζει να υφίσταται με σημερινούς όρους σε διάφορες μορφές. Επιπλέον, η επήρεια των Μεγάλων Δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή πολιτικών, όπως του Αλέξανδρο Μαυροκορδάτου και του Ιωάννη Κωλέττη, των οποίων τα έργα και οι πράξεις τους πόρρω απείχαν του καλώς νοούμενου συμφέροντος της χώρας. Σήμερα, το μήνυμα της Εθνέγερσης του 1821 παραμένει επίκαιρο και αναλλοίωτο. Ιδιαίτερα όταν η εθνική κυριαρχία, η ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας αμφισβητούνται και απειλούνται ανοικτά, με την Κύπρο να τελεί υπό ημι-κατοχή, και την ύπαρξη της να τίθεται σε αμφιβολία, η προάσπιση τους αποτελεί ύψιστο καθήκον και υποχρέωση για όλους.

* Ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος είναι ιστορικός με θητεία στη Διπλωματική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών της Κύπρου, με τελευταία του υπηρεσία την Πρεσβεία στην Ουγγαρία.

Φιλελεύθερος
Συνέχεια ανάγνωσης

Ελληνική Επανάσταση 1821

27 Σεπτεμβρίου του 1831: Δολοφονείται ο Ιωάννης Καποδίστριας! Ο ρόλος του ως στρατιωτικού ηγέτη

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Για πολλούς ο Ιωάννης Καποδίστριας είναι ο κορυφαίος Έλληνας πολιτικός που γνώρισε η νεότερη Ελλάδα, που όμοιος του δεν έχει υπάρξει από τότε.

Ο αντικειμενικός σκοπός του Καποδίστρια ήταν να συνεχίσει τον πόλεμο και να εκδιώξει τα εχθρικά στρατεύματα από την ηπειρωτική Ελλάδα, ώστε τα διαπραγματευόμενα σύνορα του νέου κράτους να φτάνουν μέχρι τη γραμμή Άρτας- κόλπου Βόλου, σύνορα που θεωρούσε ότι μπορούσαν να εξασφαλιστούν στρατιωτικά

Του Σπύρου Μουτάφη

Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831 ο Ιωάννης Καποδίστριας δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο από μέλη της οικογένειας του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Για πολλούς ο Ιωάννης Καποδίστριας είναι ο κορυφαίος Έλληνας πολιτικός που γνώρισε η νεότερη Ελλάδα, που όμοιος του δεν έχει υπάρξει από τότε. Ο Καποδίστριας δημιούργησε το ελληνικό κράτος εκ του μηδενός και το έργο του αφορούσε το σύνολο των λειτουργιών του νεότευκτου κράτους. Μια ενδιαφέρουσα πτυχή του κυβερνήτη είναι εκείνη του στρατιωτικού ηγέτη, η οποία συνήθως παραγκωνίζεται από τον ρόλο του ως διπλωμάτη και ως κυβερνήτη. Ποιος ήταν, λοιπόν,ο στρατιωτικός ηγέτης Ιωάννης Καποδίστριας;

Η άφιξη του κυβερνήτη και η κατάσταση που υπήρχε

Τον Ιανουάριο του 1828 όταν ο Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα, έπειτα από την απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, η κατάσταση που υπήρχε ήταν αποκαρδιωτική. Η επανάσταση βρισκόταν σε δυσμενή κατάσταση, καθώς η πλειοψηφία των περιοχών που είχαν απελευθερωθεί τα πρώτα έτη της Επανάστασης είχαν περιέλθει στα χέρια του εχθρού ή ήταν έρμαιο του. Η εσωτερική κατάσταση ήταν εξίσου απελπιστική, καθώς η προσπάθεια του εχθρού να καταστρέψει τον ελληνικό πληθυσμό και τους οικονομικούς του πόρους του είχε ως συνέπεια σοβαρότατες απώλειες σε έμψυχο και υλικό δυναμικό1.

Η Υψηλή Πύλη θεωρούσε ότι μπορούσε ακόμα να καταπνίξει την Επανάσταση και ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ συνέχιζε να κρατά μια άτεγκτη στάση μη αποδεχόμενος καμία λύση, παρά τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων2.Γι ‘αυτό το σκοπό, ο Ιμπραήμ λεηλατούσε ανηλεώς την Πελοπόννησο, παράλληλα οι Οθωμανοί είχαν ισχυρά ερείσματα στην Στερεά3.

Η οργάνωση του στρατού από τον Καποδίστρια

Ο αντικειμενικός σκοπός του Καποδίστρια ήταν να συνεχίσει τον πόλεμο και να εκδιώξει τα εχθρικά στρατεύματα από την ηπειρωτική Ελλάδα, ώστε τα διαπραγματευόμενα σύνορα του νέου κράτους να φτάνουν μέχρι τη γραμμή Άρτας- κόλπου Βόλου, σύνορα που θεωρούσε ότι μπορούσαν να εξασφαλιστούν στρατιωτικά4.

Για να το πετύχει αυτό ο Καποδίστριας ανέλαβε ο ίδιος την διοίκηση του στρατού και του στόλου, διόρισε σε μείζονες θέσεις ικανά άτομα που διέθεταν την αποδοχή των υπολοίπων και αντικατέστησε τις παλιές φρουρές με νέα πειθαρχημένα τμήματα5. Έτσι, η Επανάσταση έλαβε νέα δυναμική και αναζωπυρώθηκε. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι την γενική διεύθυνση του πολέμου την ανέλαβε ο ίδιος ο Καποδίστριας6.

Ο Καποδίστριας προχώρησε στην οργάνωση των άτακτων σωμάτων του στρατού ,στην δημιουργία τακτικού στρατού και στην οργάνωση του στόλου, διορίζοντας σε υψηλές ηγετικές θέσεις του στρατού τον Κολοκοτρώνη, τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον στρατηγό Τσώρτς, συγχρόνως υψηλές θέσεις στον στόλο ανέλαβαν ο Μιαούλης, ο Σαχτούρης, ο Σαχίνης και ο πλοίαρχος ‘Αστιγξ7. Σε ότι αφορά την οργάνωση τακτικού στρατού Γάλλοι αξιωματικοί ανέλαβαν τον σημαντικό ρόλο να αποτελέσουν τον πυρήνα του τακτικού στρατού8.

Κάτι εξίσου σημαντικό με την αναδιοργάνωση του στρατού ήταν η δημιουργία της σχολής Ευελπίδων9και η ίδρυση στρατιωτικού νοσοκομείου στο Ναύπλιο το καλοκαίρι του 182810.

Το εσωτερικό μέτωπο

Πέρα από τον πόλεμο με τους Οθωμανούς και τους Αιγύπτιους ο κυβερνήτης έπρεπε να αντιμετωπίσει και την πειρατεία στο εσωτερικό, καθώς οι πειρατές λυμαίνονταν εμπορικά πλοία στο Αιγαίο τόσο ελληνικά όσο και Ευρωπαϊκά και πέρα από τις απτές συνέπειες που είχαν στην οικονομία και στην εσωτερική ασφάλεια αμαύρωναν την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό και δημιουργούσαν την εκνευρισμό στις Μεγάλες Δυνάμεις.

Η πρώτη αποστολή που ανατέθηκε στον αναδιοργανωμένο ελληνικό στόλο ήταν η πάταξη της πειρατείας στις Βόρειες Σποράδες και τη Γραμβούσα της Κρήτης, όπου οι πειρατές είχαν τις βάσεις τους11.Επικεφαλής της επιχείρησης ορίστηκε ο μπαρουτοκαπνισμένος και ικανότατος Μιαούλης, ο οποίος έφερε εις πέρας την αποστολή που του ανατέθηκε12και εξασφάλισε την ασφαλή διέλευση των πλοίων στο Αιγαίο. Ωστόσο, η εξάλειψη της πειρατείας αποδείχθηκε θνησιγενής επιτυχία καθώς έπειτα από λίγα έτη οι πειρατές επέστρεψαν στα νερά του Αιγαίου και μάλιστα μετά την δολοφονία του κυβερνήτη, υπήρξε έντονη δραστηριότητα των πειρατών, γεγονός που εν μέρει οφειλόταν στις οικονομικές και κοινωνικές παθογένειες του νεοπαγούς κράτος13.

Ευκολότερο ήταν το έργο της εξάλειψης της ληστείας της υπαίθρου, η οποία αντιμετωπίστηκε χάρι στην αναδιοργάνωση του στρατού και συγκεκριμένα των άτακτων στρατευμάτων14. Προς επίρρωση της εσωτερικής ασφάλειας ίδρυσε την Πολιταρχία, την πρώτη Ελληνική Αστυνομία στο Ναύπλιο, η οποία είχε διευρυμένα καθήκοντα και καταπολέμησε τις ασυδοσίες των στρατιωτών εις βάρος του τοπικού πληθυσμού15.

Η στρατιωτική στρατηγική του Καποδίστρια

Κατά την άφιξη του κυβερνήτη η ελεύθερη Ελλάδα αποτελούταν από το Ναύπλιο, μερικές πόλεις της Ανατολικής Πελοποννήσου, τη Μάνη, την περιοχή του Ισθμού μέχρι την Ελευσίνα, μια μικρή έκταση στην Δυτική Στερεά και τα νησιά του Αργοσαρωνικού16.

Ως αντικειμενικό σκοπό ο Καποδίστριας καθόρισε την απελευθέρωση της Στερεάς, διότι γνώριζε ότι η Πελοπόννησος θα ήταν ο πυρήνας του νέου κράτους, οι Μεγάλες Δυνάμεις και συγκεκριμένα η Αγγλία δεν υποστήριζαν τη θέση η Ελλάδα να συμπεριλαμβάνει και τη Στερεά, έτσι ο σκοπός του ήταν να φέρει αντιμέτωπες τις Μεγάλες Δυνάμεις με τετελεσμένα γεγονότα17. Στο διπλωματικό μέτωπο, ως δεινός διπλωμάτης που ήταν άρχισε τις διαπραγματεύσεις για τα σύνορα ζητώντας όσα περισσότερα μπορούσε μεταξύ αυτών την Κρήτη, την Ήπειρο, την Θεσσαλία, την Μακεδονία, την Σάμο και την Χίο18, παρόλο που γνώριζε τη δυσφορία των Μεγάλων Δυνάμεων με το να έχει η Ελλάδα τόσο διευρυμένα σύνορα.

Σε επιχειρησιακό επίπεδο ο στόλος ανέλαβε την κατάληψη της Χίου και τον ναυτικό αποκλεισμό αποκλεισμό της Κρήτης και τα παραλία της Πελοποννήσου ώστε να πλήξουν τον ανεφοδιασμό και γενικά την επιμελητεία του στρατού του Ιμπραήμ19.

Η τακτική του Καποδίστρια δεν ήταν η κατά μέτωπο επίθεση του εχθρού εναντίον του κέντρου βάρους του με σκοπό την εκμηδένιση του αλλά η έμμεση προσέγγιση. Αυτό αφορά την αποκοπή των γραμμών εφοδιασμού του εχθρού, την κατάληψη ασφαλών θέσεων και την επίθεση σε μεμονωμένα τμήματα του αντιπάλου20.

Μια μεταβολή που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της ελληνικής πλευράς ήταν η αλλαγή της συμπεριφοράς του στρατού απέναντι στους εχθρούς, δηλαδή η πολιτισμένη και όχι η απάνθρωπη συμπεριφορά έναντι των αιχμαλώτων και των αμάχων και η τήρηση των συμφωνηθέντων ανάμεσα στους αντιμαχόμενους. Γεγονός που μεσοπρόθεσμα οδηγούσε τους αντίπαλους στρατούς να συνθηκολογούν πιο εύκολα και να παραδίδουν φρούρια, κάτι που ανύψωσε το κύρος της Ελλάδας και εξοικονομούσε δυνάμεις για άλλα μέτωπα21.

Με την έναρξη του πολέμου της Ανδριανουπόλεως (1828-1829) τον Απρίλιο του 1828 ανάμεσα στη Ρωσία και την Οθωμανούς ο Καποδίστριας αξιοποίησε αυτό το γεγονός πείθοντας του Γάλλους να στείλουν στρατό στην Ελλάδα για να εξισορροπήσουν τη ρωσική επιρροή στο ελληνικό ζήτημα22. Η Γαλλία ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Καποδίστρια και έστειλε στρατό στην Πελοπόννησο υπό τον στρατηγό Μαιζών με αντικειμενικό σκοπό την εκδίωξη του αιγυπτιακού στρατού από τον Μοριά, η Γαλλία με αυτή την εμπλοκή της θα ανέστηνε το πληγωμένο της κύρος μετά την ήττα της το 1814-1815 και θα επανερχόταν στο προσκήνιο ως η μεγάλη δύναμη της Μεσογείου23.Ο Καποδίστριας πέτυχε τον στόχο του και ο Ιμπραήμ αποχώρησε από την Πελοπόννησο τον Αύγουστο του 1828, μη έχοντας πετύχει τον αντικειμενικό του σκοπό που δεν ήταν άλλος από την κατάπνιξη της Επανάστασης στον Μοριά, ενώ δέκα μήνες αργότερα οι Γάλλοι με τη σειρά τους αποχώρησαν από την Ελλάδα24.

Στο μέτωπο της Στερεάς ο ελληνικός στόλος απέκλεισε τον Αμβρακικό και ο κυβερνήτης συντόνισε τις ενέργειες του στρατού προς κατάληψη των φρουρίων της Ναυπάκτου, του Ρίου και της μαρτυρικής πόλης του Μεσολογγίου. Όσο ο στρατός έδινε μάχες στο πολεμικό πεδίο, ο κυβερνήτης έδινε τις δικές του στο διπλωματικό και μια από αυτές ήταν η άρνηση να διατάξει την αποχώρηση του στρατού από την Στερεά καθ’ υπόδειξη των Άγγλων, αρνούμενος ο Καποδίστριας βρήκε ως συμπαραστάτη τη Γαλλία25. Με την αποχώρηση του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο αποδέσμευσε δυνάμεις από τον Μοριά και τις μετέφερε στο μέτωπο της Στερεάς με αντικειμενικό σκοπό την απελευθέρωση και του υπόλοιπου τμήματος της. Η πλήρης κατάληψη της Στερεάς ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1829 με την μάχη της Πέτρας26.

Οι παραπάνω επιτυχίες αναδεικνύουν μια αγνοημένη πτυχή της πληθωρικής προσωπικότητας του κυβερνήτη, εκείνη του στρατιωτικού ηγέτη, ο οποίος ανέτρεψε τα δεδομένα και χάρη στην υψηλή στρατηγική του δημιούργησε τετελεσμένα σε πολεμικό επίπεδο και συνέβαλε τα μάλα, όχι μόνο στην ολοκλήρωση της επανάστασης αλλά κυρίως στην αναζωπύρωση της εναντίον δύο ισχυρών αντιπάλων. Με άλλα λόγια ο συντελέστης που αντέστρεψε τα δεδομένα ήταν η ανάληψη από τον Καποδίστρια της διακυβέρνησης της χώρας και κυρίως η ανάληψη της ηγεσίας της Επαναστάσεως27.

Ο Καποδίστριας ωστόσο δεν επέζησε προκειμένου να δει του κόπους τους δικούς του να ευοδώνονται ,διότι όταν καθορίστηκαν τα σύνορα της Ελλάδας το 1832, τα οποία ταυτίζονταν με εκείνα που είχε θέσει ως στόχο, ήταν ήδη δολοφονημένος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • Αντιπλοίαρχος Πρωτονοτάριος Δημ.ΠΝ, «Ιωάννης Καποδίστριας. Προσωπικότητα Διεθνούς κύρους Κυβερνήτης της Νεώτερης Ελλάδας. Σκιαγράφηση και σχολιασμός πτυχών της δραστηριότητας του σε σχέση με το ευρωπαϊκό/πολιτικό σκηνικό της εποχής εκείνης», στο pn_1821/Ιωάννης%20Καποδίστριας.%20Προοσωπικότητα%20διεθνούς%20κύρους.pdf
  • Δεσποτόπουλος Αλέξανδρος, «ΝΕΑ ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΙΑ ΕΚΒΑΣΗ ΤΗΣ 1828-1830», στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 29, Μέρος Γ’σσ.66-124, Εκδοτική Αθηνών, 2021( ειδική έκδοση με την εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ).
  • Διβάνη Λένα, Η ΕΔΑΦΙΚΗ ΟΛΟΚΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (1830-1947),Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη,2000.
  • Gallant W. Thomas , Νεότερη Ελλάδα: Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας, Αθήνα, Πεδίο,2017.
  • Κωνσταντάρας Κωνσταντίνος, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: ο ηγέτης, ο κυβερνήτης, ο διπλωμάτης, ο άνθρωπος, Αθήνα, Ήλεκτρον, 2017( ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ).

1Αντιπλοίαρχος Δημ Πρωτονοτάριος ΠΝ, «Ιωάννης Καποδίστριας. Προσωπικότητα Διεθνούς κύρους Κυβερνήτης της Νεώτερης Ελλάδας. Σκιαγράφηση και σχολιασμός πτυχών της δραστηριότητας του σε σχέση με το ευρωπαϊκό/πολιτικό σκηνικό της εποχής εκείνης» ,στο pn_1821/Ιωάννης%20Καποδίστριας.%20Προοσωπικότητα%20διεθνούς%20κύρους.pdf ,σ.176.

2 Thomas W. Gallant, Νεότερη Ελλάδα: Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας, Αθήνα, Πεδίο,2017, σ.103.

3 Κωνσταντίνος Κωνσταντάρας, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: ο ηγέτης, ο κυβερνήτης, ο διπλωμάτης, ο άνθρωπος, Αθήνα, Ήλεκτρον, 2017( ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ), σ.51.

4 Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, «ΝΕΑ ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΙΑ ΕΚΒΑΣΗ ΤΗΣ 1828-1830», στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 29, Μέρος Γ’, Εκδοτική Αθηνών, 2021( ειδική έκδοση με την εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ), σ,75.

5 Πρωτονοτάριος, «Καποδίστριας»,σ.177.

6 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ»,σ,75.

7 Κωνσταντάρας, Καποδίστριας, σ,54-55.

8 Gallant, Ελλάδα, σ.104.

9 Κωνσταντάρας, Καποδίστριας, σ.56

10 Ό,π.,.π,σ.133.

11 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ», σ.77.

12 Ό,π.

13 Κωνσταντάρας, Καποδίστριας,σ,115-117.

14 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ»,Δσ.77-78.

15 Κωνσταντάρας, Καποδίστριας, σ,107.

16 Ό,π.,σ.53.

17 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ», σ.90.

18 Λένα Διβάνη, Η ΕΔΑΦΙΚΗ ΟΛΟΚΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (1830-1947),Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη,2000,σ.106.

19 Πρωτονοτάριος, «Καποδίστριας»,σ,176-177.

20 Κωνσταντάρας, Καποδίστριας, σ,54.

21 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ»,σ,91.

22 Πρωτονοτάριος, «Καποδίστριας», σ,178.

23 Διβάνη, ολοκλήρωση, σ,104.

24 Πρωτονοτάριος, «Καποδίστριας», σ,178.

25 Διβάνη, Ολοκλήρωση, σ,108-109.

26 Πρωτονοτάριος, «Καποδίστριας», σ,178.

27 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ», σ,66.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ελληνική Επανάσταση 1821

23 Σεπτεμβρίου 1821: Η Άλωση της Τριπολιτσάς – Γεια και χαρά σας Μωραΐτες αδελφοί, τη λευτεριά η Ελλάδα μας χρωστά στη λεβεντιά σας

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Η θεμελίωση της Ελληνικής Επανάστασης στον Μοριά.

Του Σπύρου Μουτάφη

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 η Επανάσταση θα γνωρίσει την μεγαλύτερη έως τότε νίκη της με την άλωση της οθωμανικής πρωτεύουσας του Μοριά και θα θέσει τις βάσεις της πάνω στις οποίες θα πορευτεί στην συνέχεια.

Η Τριπολιτσά κατά την Οθωμανική περίοδο

Η στρατηγική θέση της Τριπολιτσάς

Η πόλη αποτελούσε το μείζον διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο όλης της Πελοποννήσου, καθώς εκεί είχε την έδρα του ο στρατιωτικός διοικητής1,ενώ ακόμα ήταν σημαντικό εμπορικό κέντρο σε οχυρή θέση, το οποίο προστατευόταν από τείχος2. Όποιος κατείχε την πόλη μπορούσε να προβάλει ισχύ σε ολόκληρη την περιφέρεια καθώς βρισκόταν στο κέντρο της χερσονήσου3.

Οι πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Μουσουλμάνοι, με τους Χριστιανούς να τους ακολουθούν, ενώ στην πόλη είχε αναπτυχθεί μια εβραϊκή κοινότητα και τις προηγούμενες δεκαετίες είχε φτάσει στην πόλη μικρός αριθμός Αλβανών4. Από την στιγμή που ξέσπασε ο αγώνας οι Χριστιανοί άρχισαν να αποχωρούν από την πόλη, ενώ αντίστροφη πορεία είχαν οι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι ήθελαν να εξασφαλίσουν την ασφάλεια τους μέσα στα τείχη της πόλης. Ο αριθμός των κατοίκων μετά από αυτές τις ανακατατάξεις βρισκόταν περίπου στις τριάντα πέντε χιλιάδες με μέγιστο αριθμό αυτό των σαράντα χιλιάδων5.

Τις παραμονές της Επανάστασης ο Οθωμανός διοικητής, θορυβούμενος από πληροφορίες για επικείμενη εξέγερση κάλεσε τους προκρίτους και επισκόπους στην πόλη, με πρόφαση μια σύσκεψη, ωστόσο όσοι πήγαν φυλακίστηκαν και κρατήθηκαν ως όμηροι.6

Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων | Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου

Η στρατηγική του Κολοκοτρώνη

Ο Κολοκοτρώνης είχε συνειδητοποιήσει ότι για να απελευθερωθεί η Πελοπόννησος έπρεπε να χτυπήσουν εκεί που βρισκόταν το κέντρο ισχύος του αντιπάλου και μέσω αυτού του αποφασιστικού πλήγματος θα παρέλυε ολόκληρη η οθωμανική διοίκηση της χερσονήσου.

Ωστόσο, οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί πρέσβευαν την ιδέα ότι έπρεπε να πολιορκούν ταυτόχρονα τα τοπικά κάστρα, όμως η στρατηγική του Κολοκοτρώνη επικράτησε και τον Απρίλιο άρχισε ο σταδιακός αποκλεισμός της πόλης, με τη δημιουργία στρατοπέδων γύρω από την Τριπολιτσά, με τυπικό αρχιστράτηγο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο οποίος ακολούθησε πιστά την σκέψη του Κολοκοτρώνη7.

Οι επαναστάτες άρχισαν να στρατολογούν άνδρες από τις γύρω περιοχές, με σκοπό την δημιουργία στρατιωτικών σωμάτων, στα οποία τον ρόλο των αξιωματικών θα είχαν οι Μανιάτες8. Απείχαν πάρα πολύ οι επαναστάτες από το να έχουν ένα συγκροτημένο στρατό και ιεραρχημένο, επίσης, ένα ακόμα μειονέκτημα ήταν ότι δεν είχαν και τα μέσα για εκπορθούν οχυρωμένες θέσεις9.

Οι Έλληνες διέκοψαν την υδροδότηση της πόλης, αν και στην πόλη υπήρχαν πηγάδια, όμως με την πάροδο του χρόνου η κατάσταση μέσα στη πόλη χειροτέρευε, ενώ δεν έλειψαν και οι επιδημίες .

Ο Χουρσίτ Πασάς, ο διοικητής της Πελοποννήσου, οποίος είχε εκστρατεύσει κατά του Αλή Πασά, έστειλε τον πιστό του αξιωματικό Μουσταφάμπεη με δύναμη 3.500 Αλβανών προς ενίσχυση της πόλης, ο οποίος εισήλθε στην πόλη10.

Μάχες έξω από την πόλη

Οι Οθωμανοί προσπάθησαν να σπάσουν τον αποκλεισμό από τις ελληνικές δυνάμεις, όμως οι προσπάθειες τους αποκρούστηκαν στο Βαλτέτσι( 12 Μαΐου) και στο χωριό Δολιανά(18 Μαΐου). Στο Βαλτέτσι ο Κολοκοτρώνης κέρδισε το προσωνύμιο «Γέρος του Μοριά» και ο Νικηταράς στο χωριό Δολιανά το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος»11. Η νίκη στο Βαλτέτσι ανέβασε το ηθικό των Ελλήνων και επιβεβαίωσε τις δυνατότητες τους στη μάχη, όταν όμως το ζητούμενο ήταν η απόκρουση της επίθεσης του αντιπάλου. Στις δύο μάχες το σκηνικό ήταν πανομοιότυπο, οι Έλληνες δημιουργούσαν κλειστά ταμπούρια και από εκεί μάχονταν12.

Τον Ιούνιο, έπειτα από αυτές τις επιτυχίες ο κλοιός άρχισε να σφίγγει γύρω από την πόλη με τους Έλληνες να προωθούν τις θέσεις τους πιο κοντά στην πόλη, ενώ ο αριθμός των Ελλήνων άρχιζε να αυξάνεται μετά τις επιτυχίες στις μάχες13.

Ο Δημήτριος Υψηλάντης έφτασε τις πρώτες ημέρες του Ιουλίου στο στρατόπεδο των Ελλήνων και αυτό εμψύχωσε τους Έλληνες. Ο Υψηλάντης με επιστολή του ζήτησε την παράδοση της πόλης χωρίς να λάβει απάντηση14.

Μια άλλη μάχη που διεξαγόταν ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές ήταν εκείνης της σοδειάς, με τους Οθωμανούς να βγαίνουν από την πόλη για να θερίσουν και αυτό οδηγούσε σε αψιμαχίες σε καθημερινή βάση15.Αυτή η μάχη είχε λάβει την μορφή πολέμου φθοράς, με απώλειες και για τις δύο πλευρές16.

Οι Οθωμανοί διεξήγαγαν μια επιχείρηση έξω από την ασφάλεια των τειχών, με σκοπό να ανεφοδιαστούν. Ο Γέρος του Μοριά είχε μεριμνήσει και είχε την ιδέα να φτιάξουν μια γράνα (τάφρο) έξω από την πόλη προς αντιμετώπιση του αντίπαλου ιππικού. Κατά την επιστροφή τους από τον ανεφοδιασμό στις 10 Αυγούστου οι Οθωμανοί υπέστησαν βαριά ήττα, η οποία θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν οι Έλληνες δεν καταπιάνονταν με την λαφυραγωγία17.Χάρι σε αυτή τη σύλληψη του Κολοκοτρώνη η μάχη ονομάστηκε «μάχη της Γράνας»18. Η επιτυχία της μάχης έφερε τους Έλληνες στη πεδιάδα μπροστά από τα τείχη, στην οποία είχαν δημιουργήσει οχυρώσεις, ταμπούρια και χαρακώματα μέσα στα οποία μάχονταν με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση19.

Η μεταφορά των Ελλήνων έξω από τα τείχη της πόλης, έπληξε περαιτέρω τους πολιορκούμενους με τους πρόσφυγες και τους φτωχούς να υποφέρουν περισσότερο από όλους και σαν να μην έφτανε αυτό μέσα στην πόλη έκανε την εμφάνιση του και ο τύφος20. Στο τέλος του Αυγούστου οι Οθωμανοί υπέστησαν δεινή ήττα στα Βασιλικά στη Φθιώτιδα και με σοβαρές απώλειες. Αυτό το οθωμανικό στράτευμα προοριζόταν για την Τρίπολη με σκοπό να λύσει την πολιορκία, ωστόσο οι οπλαρχηγοί της Στερεάς στέρησαν την τελευταία ελπίδα των Οθωμανών της Τριπολιτσάς21.

Διαπραγματεύσεις και συμφωνία με Αλβανούς

Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές για λύση της πολιορκίας και παράδοση της πόλης ναυάγησαν,22οδηγώντας πολλούς Μουσουλμάνους να διαπραγματευθούν την σωτηρία τους μόνοι τους , κάτι που ήταν συχνό φαινόμενο καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας.

Οι Αλβανοί της πόλης ήρθαν σε συνεννόηση με τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη με ζητούμενο να αποχωρήσουν αλώβητοι και πέτυχαν την συμφωνία. Οι Αλβανοί θα αποχωρούσαν από την πόλη ενώ ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά εγγυήθηκε για αυτό δίνοντας και ως ενέχυρο τον ανιψιό του23. Σημαντικότερο όμως, ίσως ήταν ,ότι έδωσε τον λόγο της τιμής του( έδωσε μπέσα) για να αποχωρήσουν και να πάνε να πολεμήσουν στο πλευρό του Αλή Πασά24. Ενδιαφέρον γεγονός είναι ότι όπως ο Κολοκοτρώνης τίμησε τον λόγο του έτσι και οι Τουρκαλβανοί ως ανταπόδοση έναν χρόνο περίπου αργότερα αποχώρησαν από τον στρατό του Δράμαλη όταν εκείνος έφτασε στην περιοχή του Ισθμού καθώς είχαν δώσει και εκείνη τον λόγο τους ότι δεν θα ξανά πολεμήσουν στην Πελοπόννησο25.Έτσι η πόλη έχασε το πλέον αξιόμαχο μέρος του πληθυσμού της και οι Έλληνες ήταν έτοιμοι να ορμήσουν μέσα στην πόλη.

Η άλωση

Στις 23 Σεπτεμβρίου η πόλη αλώθηκε, καθιστώντας αυτό το γεγονός τη μεγαλύτερη στρατιωτική επιτυχία έως τότε26.Η αντίσταση μέσα στην πόλη ήταν πενιχρή ενώ οι Έλληνες δεν έδειξαν για κανέναν έλεος, στιγματίζονταν αυτή τη σημαντική επιτυχία της Επανάστασης. Παρόλο τις οδηγίες του Υψηλάντη οι Έλληνες κατέσφαξαν τον πληθυσμό της πόλης27, ενώ τα λάφυρα δεν συγκεντρώθηκαν με σκοπό να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να δημιουργηθεί μια κεντρική διοίκηση αλλά στην πόλη οι ένοπλοι Έλληνες προχώρησαν σε πλιάτσικο. Από τη σφαγή δεν γλίτωσαν ούτε οι Εβραίοι της πόλης.

Η πόλη μετά την άλωση της έγινε η έδρα του ελεύθερου εδάφους και δημιούργησε τα θεμέλια πάνω στα οποία μπορούσε να θεμελιωθεί το νέο κράτος28.

Πηγές:

  • Μαργαρίτης Γιώργος, Ενάντια σε φρούρια και τείχη: Μια μικρή εισαγωγή για την Ελληνική Επανάσταση, Αθήνα, Διόπτρα, 2020.
  • Μιχαηλίδης Δ. Ιάκωβος , Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ο στρατιωτικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης, Αθήνα, Μεταίχιο,2020.
  • Χαζηαναστασίου Τάσος – Κασιμάτη Μαρία, Πολεμώντας το’ 21: Οι σημαντικότερες συγκρούσεις του Αγώνα της Ανεξαρτησίας στη στεριά και στη θάλασσα μέσα από τις πηγές, Αθήνα, Εναλλακτικές εκδόσεις,2020.
  • https://www.protothema.gr/stories/article/823454/23-septemvriou-1821-i-alosi-tis-tripolitsas/
  • https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

1https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

2Τάσος Χαζηαναστασίου-Μαρία Κασιμάτη, Πολεμώντας το 21: Οι σημαντικότερες συγκρούσεις του Αγώνα της Ανεξαρτησίας στη στεριά και στη θάλασσα μέσα από τις πηγές, Αθήνα, Εναλλακτικές εκδόσεις,2020, σ.73.

3 Γιώργος Μαργαρίτης, Ενάντια σε φρούρια και τείχη: Μια μικρή εισαγωγή για την Ελληνική Επανάσταση, Αθήνα, Διόπτρα, 2020,σ. 231.

4 Χατζηαναστασίου- Κασιμάτη, Πολεμώντας το ‘21,σ.73.

5Ο,π., σ.74

6 Χατζηαναστασίου- Κασιμάτη, Πολεμώντας το ‘21,σ.73

7https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

8 Μαργαρίτης, ενάντια,σ.236.

9 Χατζηαναστασίου- Κασιμάτη, Πολεμώντας,σ.74.

10 https://www.protothema.gr/stories/article/823454/23-septemvriou-1821-i-alosi-tis-tripolitsas/

11 https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

12 Μαργαρίτης, ενάντια, σ. 264.

13 Ό,π

14 Χατζηαναστασίου-Κασιμάτη, Πολεμώντας,σ.81.

15 Χατζηαναστασίου-Κασιμάτη, Πολεμώντας,σ.81.

16 Μαργαρίτης, ενάντια,σ.273.

17 https://www.protothema.gr/stories/article/823454/23-septemvriou-1821-i-alosi-tis-tripolitsas/

18 https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

19Μαργαρίτης, ενάντια,σ.274.

20 Ο.π,σ,276.

21 Χατζηαναστασίου-Κασιμάτη, Πολεμώντας, σ,91.

22 https://www.protothema.gr/stories/article/823454/23-septemvriou-1821-i-alosi-tis-tripolitsas/

23 Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ο στρατιωτικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης, Αθήνα, Μεταίχμιο,2020,σ.57.

24 Χατζηαναστασίου- Κασιμάτη, Πολεμώντας, σ,93.

25 https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

26 Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης,σ,58.

27 Ο.π.

28 Μαργαρίτης, ενάντια, σ,317.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ελληνική Επανάσταση 1821

23 Απριλίου 1821: Η μάχη της Αλαμάνας και ο ηρωικός θάνατος του Αθανασίου Διάκου

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

του Χρόνη Βάρσου

Φιλολόγου-Ιστορικού Ερευνητή

      Το 1821 ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς για τους Έλληνες στο πολεμικό πεδίο, λόγω της αποστασίας του φιλόδοξου και πολύ ισχυρού Αλή πασά των Ιωαννίνων (1788-1822) εναντίον του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ (1808-1839) ήδη από τον Μάιο του 1820. Η ανταρσία αντιμετωπίστηκε άμεσα και από το καλοκαίρι του 1820 πολυάριθμος οθωμανικός στρατός είχε σταλεί υπό τον αρχισερασκέρη Ισμαήλ Πασόμπεη στην Ήπειρο για να υποτάξει τον απείθαρχο Αλβανό πασά. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα καταλήφθηκε ουσιαστικά όλο το κράτος του Αλή, από το Μεσολόγγι μέχρι το Δυρράχιο ενώ τουλάχιστον 18.000 άνδρες του, υπό τον Ομέρ Βρυώνη, αυτομόλησαν στους σουλτανικούς και ο ίδιος πολιορκούνταν από το φθινόπωρο στο κάστρο των Ιωαννίνων. Παράλληλα οι Σουλιώτες υπό τον Μάρκο Μπότσαρη είχαν ανακαταλάβει από τον Δεκέμβριο του 1820 το Σούλι μετά από 17 χρόνια εξορίας στην Κέρκυρα και διεξήγαγαν επιτυχημένο πόλεμο με τους σουλτανικούς, «συμμαχώντας» εικονικά με τον πρώην αδυσώπητο εχθρό τους, Αλή πασά. 

 

Οι συνθήκες έγιναν ακόμη ευνοϊκότερες για την επιτυχία της ελληνικής επανάστασης, όταν τον Ιανουάριο του 1821 κλήθηκε να ηγηθεί του σουλτανικού στρατού στα Γιάννενα ο Χουρσίτ Αχμέτ πασάς, εμπειρότατος και ικανότατος διοικητής, που μόλις τον Νοέμβριο του 1820 είχε αναλάβει τη διοίκηση της Πελοποννήσου ως Μόρα-βαλεσή. Ο Χουρσίτ, πρώην μεγάλος βεζίρης και νικητής των Σέρβων επαναστατών την περίοδο 1809-1813, θεωρούνταν η καλύτερη επιλογή και τον Μάρτιο αντικατέστησε τον αποτυχημένο Πασόμπεη. Η τουρκική δύναμη στην Πελοπόννησο αποδυναμωνόταν έτσι αισθητά τόσο σε άντρες όσο και από τη φυσική της ηγεσία, μένοντας με τη λανθασμένη εντύπωση ότι οι πληροφορίες για τον ξεσηκωμό των ραγιάδων ήταν απλά φήμες του ραδιούργου Αλή.

 Η έναρξη της επανάστασης στην ανατολική Στερεά

 Στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες της Μολδαβίας και Βλαχίας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ήδη από τις 22 Φεβρουαρίου, σημείωνε επιτυχίες ενώ στις 25 Μαρτίου είχε φτάσει έξω από το Βουκουρέστι. Στα νησιά η επανάσταση μέσα στο Μάρτιο είχε φουντώσει και ο ελληνικός στόλος κυριαρχούσε πλήρως στη θάλασσα. Στην Πελοπόννησο από τα τέλη Μαρτίου τα κυριότερο κάστρα πολιορκούνταν από τους επαναστάτες, ενώ το κέντρο της οθωμανικής διοίκησης, η Τρίπολη, βρισκόταν, αρχές Απριλίου, αποκλεισμένη όλο και πιο στενά από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, με την εκεί τουρκική φρουρά να περιμένει απελπισμένα βοήθεια από τον Χουρσίτ στα Γιάννενα.

Οι αποφάσεις για την επανάσταση στη Στερεά πάρθηκαν στις 30 Ιανουαρίου 1821 στη σύσκεψη των αρματολών της Ρούμελης στο νησί της Λευκάδας. Εκεί αποφασίστηκε η επανάσταση να ξεκινήσει στις 25 Μαρτίου και ορίστηκαν υπεύθυνοι για τη δυτική Στερεά, οι Τσόγκας, Βαρνακιώτης και Καραϊσκάκης, ενώ για την ανατολική Στερεά, οι Ανδρούτσος και Πανουργιάς, που από τα τέλη του 1820 είχαν δραπετεύσει από τα Γιάννενα για τη Ρούμελη. Παράλληλα στις 12 Μαρτίου σε συνέλευση στην  Ι.Μ του Οσίου Λουκά Βοιωτίας, παρουσία του επισκόπου Σαλώνων Ησαΐα (1778-1821) και του αρματολού της Λιβαδειάς, Αθανασίου Διάκου (1788-1821), συμφωνήθηκε η συμμετοχή στην επανάσταση. Έτσι στην ανατολική Στερεά (αντίθετα με τη δυτική όπου δεν είχε σημειωθεί ακόμη καμία επαναστατική κίνηση) οι τουρκικές φρουρές εκκαθαρίστηκαν σχετικά γρήγορα το διάστημα 24 Μαρτίου – 13 Απριλίου 1821 από τη συντονισμένη δράση των Ελλήνων οπλαρχηγών (Δερβενοχώρια, Μεγαρίδα, Σάλωνα, Γαλαξίδι, Λιδωρίκι, Μαλανδρίνο, Λιβαδειά, Αταλάντη, Θήβα, Μενδενίτσα, Τουρκοχώρι).

Εξαιρώντας κανείς την περιοχή της Υπάτης (και φυσικά της Λαμίας που αποτελούσε μεγάλο οθωμανικό στρατιωτικό κέντρο, της Αθήνας και της Εύβοιας), όλη η ανατολική Στερεά έως το Σπερχειό ποταμό βρισκόταν πλέον υπό τον έλεγχο των επαναστατών που οχύρωσαν τα στενά των Θερμοπυλών. Ήδη από τις 10 Απριλίου οι Διάκος και Γιάννης Δυοβουνιώτης (1757-1831), αρματολός Ζητουνίου (Λαμίας) και Βοδονίτσας (Μενδενίτσας), ξεκίνησαν στις Κομποτάδες Φθιώτιδας συζητήσεις με τον αρματολό της Υπάτης (Πατραντζίκι), Μήτσο Κοντογιάννη, για να τον πείσουν να συμμετάσχει στην πολιορκία της. Οι δυνατότητες επίθεσης εναντίον του μεγάλου κάστρου της Λαμίας έγιναν αντικείμενο σύσκεψης στις 11 Απριλίου μεταξύ Διάκου και Δυοβουνιώτη στο χάνι της Αλαμάνας.

Στις 14 Απριλίου, 2.000 Έλληνες ένοπλοι υπό τους Διάκο, Δυοβουνιώτη και τον Πανουργιά (1759/67-1834), οπλαρχηγό των Σαλώνων (Άμφισσας), στρατοπέδευσαν στις Κομποτάδες όπου έγινε πολεμικό συμβούλιο (1η σύσκεψη) κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια και σχέδια για την επίθεση στην Υπάτη αλλά και την τύχη των 2.000 αιχμαλώτων Τούρκων της ανατολικής Στερεάς. Ταυτόχρονα έγινε και μια αναγνωριστική επίθεση στα Καλύβια Λαμίας από τον Κομνά Τράκα (200 άνδρες) που υποχώρησε στο Μπεκή (Σταυρός Λαμίας) οχυρωμένος στην εκκλησία του χωριού, του Ι.Ν Αγ. Αθανασίου, απέναντι στις πολύ ισχυρές τουρκικές δυνάμεις που βγήκαν από το κάστρο της Λαμίας για να τον αναχαιτίσουν. Μια ευφάνταστη πρωτοβουλία των οπλαρχηγών από τις Κομποτάδες να επιστρατεύσουν όλα τα υποζύγια και να φανούν ως επελαύνουσα «μονάδα ιππικού», απεγκλώβιζε το τμήμα του Κ. Τράκα και οι Τούρκοι εξαπατημένοι, υποχώρησαν.

 Η αντίδραση των Τούρκων

ο Χουρσίτ Αχμέτ πασάς

 Οι ανησυχητικές εξελίξεις στο μέτωπο της ανατολικής Στερεάς και ο κίνδυνος που συνεπαγόταν για την άμυνα της Τρίπολης, που ήδη βρισκόταν υπό ασφυκτικό κλοιό, έγιναν γρήγορα αντιληπτές από τον πολύπειρο Χουρσίτ πασά στα Γιάννενα. Διατηρώντας τους θησαυρούς και το χαρέμι του στην Τρίπολη και μη μπορώντας να επέμβει ο ίδιος προσωπικά για να καταστείλει την επανάσταση, αποφάσισε να δράσει άμεσα. Έτσι στις 3 Απριλίου έφτασαν από τα Γιάννενα στην Πάτρα 600 άνδρες υπό τον Γιουσούφ Σελήμ πασά Σερεσλή (πρώην μπέη των Σερρών) για ενίσχυση της πόλης. Στις 6 Απριλίου, επιπλέον 3.500 Τουρκαλβανοί υπό τον Μουσταφάμπεη, κεχαγιάμπεη του Χουρσίτ, αποβιβάστηκαν στο Ρίο της Πάτρας για να ενισχύσουν την πολιορκημένη Τρίπολη και στις 15 Απριλίου μπήκαν στο Αίγιο.

Παράλληλα στις 9 Απριλίου, ξεκίνησε από τα Γιάννενα άλλο ένα εξαιρετικά ισχυρό στράτευμα από 8.000 πεζούς και 800 ιππείς υπό τον Σεϊτ (Κιοσέ) Μεχμέτ, προσωρινό αναπληρωτή Μόρα Βαλεσή και έμπιστο του Χουρσίτ, και τον Ομέρ Βρυώνη, σαντζάκμπεη του Βερατίου, ικανότατο στρατιωτικό, γνώστη των Ελλήνων οπλαρχηγών της Στερεάς, αλλά διοικητή αμφίβολης αξιοπιστίας (πρώην έμπιστος του Αλή πασά, πρόσφατα αυτομολήσας στο σουλτανικό στρατόπεδο από το καλοκαίρι του 1820). Μαζί με τους δύο πασάδες εξεστράτευσαν οι ικανότατοι Αλβανοί αρχηγοί Τελεχάμπεης, Μουστάμπεης Κιαφεζέζης, Χασάν Τομαρίτσας και Μεχμέτ Τσαπάρης ενώ ο στρατός αποτελούνταν από 4.000 Αλβανούς από το στρατόπεδο του Χουρσίτ πασά καθώς και 5.000 επιστρατευθέντες Κονιάρους της Θεσσαλίας και άτακτους μουσουλμάνους της Μακεδονίας. Σκοπός τους ήταν αρχικά η καταστολή της επανάστασης στην ανατολική Στερεά και στη συνέχεια το πέρασμα του Κιοσέ Μεχμέτ μέσω του ισθμού της Κορίνθου προς Ναύπλιο και του Ομέρ Βρυώνη μέσω Ιτέας στο Αίγιο της Πελοποννήσου για ενίσχυση του κάστρου της Τριπολιτσάς, καθώς και ο παράλληλος συντονισμός της δράσης τους με τον Γιουσούφ πασά της Πάτρας και τον Μουσταφάμπεη στην Τρίπολη. Ο κίνδυνος για την πορεία της επανάστασης ήταν πλέον ορατός.

 Η άφιξη της τουρκικής στρατιάς και η πολιορκία της Υπάτης

ο Ομέρ Βρυώνης

 Οι οπλαρχηγοί στις Κομποτάδες έχοντας ήδη καθυστερήσει υπερβολικά στις επαφές με τον οπλαρχηγό Κοντογιάννη για την επιχείρηση κατάληψης της Υπάτης, έστειλαν το βράδυ 16 Απριλίου τον Κ. Τράκα με 250 άνδρες μέσω του Σταυρού (Μπεκή) Λαμίας, στο Καλαμάκι (Δερβέν Φούρκα) για αναγνώριση. Εκεί ο Τράκας αντιμετώπισε την επομένη το πρωί στις 17 την εμπροσθοφυλακή του τουρκικού στρατού (800 Γκέγκηδες και Τσάμηδες ιππείς υπό τους Τελεχάμπεη και Μουστάμπεη) που προωθούνταν από τον βορρά προς Λαμία. Στη μάχη που διεξήχθη στο χωριό Καλαμάκι, όπου οι Τούρκοι οχυρώθηκαν εντός του Ι.Ν Αγίου Νικολάου, αναμένοντας ενισχύσεις από το υπόλοιπο στράτευμα που πλησίαζε, σκοτώθηκαν 17 Έλληνες και 30 Τούρκοι. Ο Τράκας, μπροστά στον όγκο όμως των τουρκικών δυνάμεων που θα κατέφθαναν σε λίγο, επέστρεψε ξημερώματα 18 Απριλίου στις Κομποτάδες για να ενημερώσει τους οπλαρχηγούς για τις αρνητικές εξελίξεις.

Στο μέτωπο της Υπάτης ξεκίνησε στις 18 του μήνα έστω και με καθυστέρηση η επίθεση από 1.200 Έλληνες υπό τον Κοντογιάννη, που μεταπείστηκε τελικά να συμμετάσχει, και 2.000 ενόπλους υπό τους Διάκο, Πανουργιά, Δυοβουνιώτη, Γκούρα και Σαφάκα. Αφού απωθήθηκαν οι Τούρκοι από το Αργυροχώρι (Βογομίλ), η Υπάτη πολιορκήθηκε πιο στενά και άρχισαν μάχες εντός της κωμόπολης. Η τουρκική φρουρά από 800 ενόπλους, ετοιμαζόταν να συνθηκολογήσει και να μετακινηθεί την επομένη μέρα στη Λαμία, αλλά το απόγευμα έφτασε η στρατιά του Ομέρ Βρυώνη (4.000 πεζοί και 800 ιππείς στο Λιανοκλάδι) και του Κιοσέ Μεχμέτ (4.000 πεζοί στη Λαμία). Οι οπλαρχηγοί από την Υπάτη βλέποντας τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονταν, διέλυσαν την πολιορκία και έφυγαν το βράδυ της 18ης Απριλίου για τις Κομποτάδες, ενώ ο Κοντογιάννης υποχώρησε προς την ορεινή Ι.Μ Αγάθωνος για να προφυλαχθεί.

 Το σχέδιο των οπλαρχηγών

ο Αθανάσιος Διάκος

        Το βράδυ της 19ης Απριλίου έγινε μια καταδρομική επιχείρηση κατασκοπείας στο τουρκικό στρατόπεδο ώστε να εκτιμηθεί η πραγματική δύναμη του εκστρατευτικού σώματος. Στις 20 Απριλίου έγινε συμβούλιο των τριών οπλαρχηγών στις Κομποτάδες (2η σύσκεψη) όπου αποφασίστηκε, με δεδομένη την ισχύ και την επικινδυνότητα της τουρκικής προέλασης, να μετακινηθούν οι άμαχοι και τα γυναικόπαιδα σε ορεινές απρόσιτες τοποθεσίες για προστασία. Παράλληλα πάρθηκε και η απόφαση γενικής σφαγής των 2.000 Τούρκων αιχμαλώτων της ανατολικής Στερεάς υπό τον φόβο αυτομόλησης στους επελαύνοντες πασάδες αλλά και της κατασκοπείας. Για την υλοποίηση αυτής της σκληρής απόφασης εστάλη στα Σάλωνα ο Γκούρας.

 Την άλλη μέρα (21 Απριλίου) έγινε νέα σύσκεψη στη Χαλκωμάτα (μεταξύ Ι.Μ Δαμάστας και Ασωπού) για το σχέδιο αντιμετώπισης της τουρκικής στρατιάς. Η πρόταση του Δυοβουνιώτη, λόγω των ολιγάριθμων ελληνικών δυνάμεων (μόλις 1.500 άνδρες), για κατάληψη οχυρών θέσεων μόνο στην περιοχή Γοργοποτάμου – Αλεπόσπιτων, με δυνατότητα υποχώρησης στην Οίτη, απορρίφθηκε, αφού σύμφωνα με τους Διάκο και Πανουργιά έπρεπε να καταληφθούν οι δρόμοι που οδηγούσαν σε Βοιωτία και Σάλωνα ώστε να εμποδιστεί η κάθοδος του τουρκικού στρατού προς νότο. Έτσι αποφασίστηκε να τοποθετηθούν διάσπαρτες δυνάμεις σε όλο το μήκος του Σπερχειού νότια της Λαμίας. Περίπου 400 άνδρες υπό τον Δυοβουνιώτη οχυρώθηκαν σε Γοργοπόταμο – Αλεπόσπιτα – γέφυρα Φραντζή και την ορεινή θέση «Δέμα», θέτοντας φραγμό στη δίοδο προς Δωρίδα. Άλλοι 400 υπό τους Πανουργιά και επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα πήραν θέσεις άμυνας στη Χαλκωμάτα, και 200 υπό τον Κ. Τράκα και τον παπα-Ανδρέα από την Καλοσκοπή (Κουκουβίστα) Φωκίδας εντός του χωριού Ηράκλεια (Μουσταφάμπεη), προστατεύοντας τον δρόμο προς Σάλωνα. Ο Διάκος θα κάλυπτε με 200 άνδρες τη γέφυρα της Αλαμάνας (Καλύβας – Μπακογιάννης) και με 300 των οποίων ηγούνταν ο ίδιος, τις υπώρειες του Καλλιδρόμου στη θέση «Ποριά» κοντά στην Ι.Μ Δαμάστας, κλείνοντας το δρόμο προς Βοιωτία. Συνεπώς οι λιγοστές δυνάμεις των Ελλήνων κλήθηκαν να καλύψουν ένα εκτεταμένο μέτωπο μήκους σχεδόν 12 χλμ χωρίς σύνδεση, εφεδρείες και αλληλοϋποστήριξη μεταξύ τους, υπερασπιζόμενες 5 συνολικά τοποθεσίες απέναντι στον 6πλάσιο όγκο του οθωμανικού στρατού που θα εκκινούσε από Λιανοκλάδι και Λαμία.

 Η μάχη της Αλαμάνας

 

το πεδίο της μάχης

Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις για την ακριβή ημέρα διεξαγωγής της μάχης, η 23η Απριλίου, προκρίνεται ως η πιο σωστή ημερομηνία, σύμφωνα με τους Απ. Βακαλόπουλο, Δ. Κόκκινο και Ιω. Φιλήμονα. Οι Ν. Σπηλιάδης και Χρ. Περραιβός την τοποθετούν στις 14 Απριλίου, ενώ κατά τους Σπ. Τρικούπη, Γ. Κρέμο, Κων. Παπαρηγόπουλο και Λ. Κουτσονίκα υποστηρίζεται η 22α Απριλίου.

Το πρωί της 23ης ο Ομέρ Βρυώνης με 4.000 πεζούς και 800 ιππείς ξεκίνησε από το Λιανοκλάδι και από δυτικά διέβη τον πλημμυρισμένο Σπερχειό και επιτέθηκε αρχικά στις θέσεις των 400 ανδρών του Δυοβουνιώτη σε Γοργοπόταμο – Αλεπόσπιτα. Ο Δυοβουνιώτης μη αντέχοντας την πίεση των 12πλασιων εχθρικών δυνάμεων, υποχώρησε στην ορεινή θέση «Δέμα» προς τα Δυό Βουνά. Στη συνέχεια οι Τούρκοι απερίσπαστοι προσέβαλαν ταυτόχρονα τις θέσεις των 400 ανδρών του Πανουργιά στη Χαλκωμάτα και των 200 του Τράκα που αμύνονταν οχυρωμένοι εντός της Ηράκλειας σε σπίτια, τον μύλο και την εκκλησία του Ι.Ν Ζωοδόχου Πηγής. Η ηρωική αντίσταση του Πανουργιά κάμφθηκε γρήγορα και όταν ο ίδιος μεταφέρθηκε τραυματισμένος στην Ι.Μ Δαμάστας, η άμυνα κατέρρευσε. Ο 43χρονος επίσκοπος Σαλώνων Ησαϊας έπεσε ηρωικά στην υποχώρηση μαζί με τον αδελφό του, ιερομόναχο παπα-Γιάννη και 30 μοναχούς της Ι.Μ Προφήτη Ηλία μαζί με δεκάδες άλλους, ενώ οι υπόλοιποι μαζί με τον Πανουργιά υποχώρησαν προς το Καλλίδρομο. Ο Ομέρ Βρυώνης αφού άφησε λίγες δυνάμεις υπό τους Χασάν Τομαρίτσα και Μεχμέτ Τσαπάρη για την πολιορκία του Τράκα στην Ηράκλεια, στράφηκε ανατολικά με τον κύριο όγκο του στρατού του εναντίον των θέσεων του Διάκου προς Αλαμάνα – Ποριά – Ι.Μ Δαμάστας. Παράλληλα ο Κιοσέ Μεχμέτ, προελαύνοντας από τη Λαμία προς την Αλαμάνα, προσέβαλε κι αυτός ταυτόχρονα από βορρά με 4.000 στρατό τους 500 άνδρες του Διάκου.

Ήταν φανερό ότι καμιά πιθανότητα νίκης δεν υπήρχε. Πλέον ο Διάκος δεχόταν επίθεση από δυτικά και βόρεια από συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις, τουλάχιστον 18πλάσιες. Οι αμυνόμενοι στη γέφυρα της Αλαμάνας περικυκλώθηκαν ενώ οι αξιωματικοί του Διάκου, Καλύβας και Μπακογιάννης, προσπάθησαν να κάνουν αντιπερισπασμό οχυρωμένοι σε ένα χάνι δίπλα στη γέφυρα μαζί με ελάχιστους πολεμιστές (4 ή 10). Ο Διάκος βρισκόταν μπροστά στο δίλημμα της ηρωικής θυσίας ή της διαφυγής μέσω Καλλιδρόμου. Υποχώρησε λοιπόν από τα «Ποριά» στην πιο ορεινή θέση «Μανδροστάματα» κοντά στην Ι.Μ Δαμάστας όπου συνέχισε την αντίσταση, αρνούμενος πρόταση (μάλλον του Βασίλη Μπούσγου) να φύγει με το άλογο που έφερε ο ιπποκόμος του Μπισπιρίγκος με τη φράση: «ο Διάκος δεν φεύγει. Δεν αφήνει τους συντρόφους του». Ο αδελφός του Κωνσταντίνος σκοτώθηκε και το σώμα του χρησιμοποιήθηκε από τον Διάκο ως πρόχωμα. Επιπλέον τραυματίστηκε στο δεξί του χέρι από σφαίρα και το σπαθί του έσπασε. Του έμεναν πια ελάχιστοι άνδρες – λιγότεροι από 30-40 (ή 48). Ανάμεσα στους νεκρούς κείτονταν και ο Ηγούμενος του μοναστηριού, Νεόφυτος, μαζί με ένοπλους καλόγερους. Του έμεναν πια μόνο 10 άνδρες και τραυματισμένος όπως ήταν ο Διάκος και περικυκλωμένος από παντού, έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια των αντιπάλων του. Η τραγική συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Οι Καλύβας και Μπακογιάννης έκαναν απελπισμένη έξοδο από το χάνι για να σώσουν τον αρχηγό τους και βρήκαν ένδοξο θάνατο. Παρά τον ηρωισμό των υπερασπιστών, η μάχη είχε χαθεί και σύμφωνα με τον Ιω. Φιλήμονα πάνω από 200 Έλληνες ήταν νεκροί (ο Χρ. Περραιβός αναφέρει 87 νεκρούς, ο Ν. Σπηλιάδης 100, οι Σπ. Τρικούπης και Δ. Κόκκινος 300). Οι τουρκικές απώλειες περιορίζονταν σε 150 νεκρούς σύμφωνα με τον Φιλήμονα, 600 κατά τον Πουκεβίλ ή 500 κατά τον Μακρυγιάννη.

 Ο μαρτυρικός θάνατος του Διάκου στη Λαμία

 Ο Διάκος οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στη Λαμία. Του έγιναν προτάσεις από τους δύο πασάδες για «προσκύνημα» και εξισλαμισμό που απορρίφθηκαν με περιφρόνηση και γενναιότητα. Ο Ομέρ Βρυώνης γνωρίζοντάς τον προσωπικά από την αυλή του Αλή πασά στα Γιάννενα, ήθελε να τον σώσει προτείνοντάς του συνεργασία με στόχο την κάθοδό του στο Μοριά με συνοδεία προσκυνημένων οπλαρχηγών, αλλά ο διοικητής της Λαμίας, Χαλήλμπεης, απαιτούσε την παραδειγματική του τιμωρία. Έτσι ο ήρωας της Αλαμάνας βρήκε φρικτό μαρτυρικό θάνατο: εκτελέστηκε την επομένη ημέρα 24 Απριλίου με την απάνθρωπη μέθοδο του ανασκολοπισμού στη Λαμία, κοντά στην πλατεία Λαού, όπου και το σημερινό κενοτάφιο, πιθανός τόπος του μαρτυρίου. Γύρω του οι Τούρκοι έστησαν σε πασσάλους τα κομμένα κεφάλια των παλικαριών του, πεσόντων στη μάχη εκ των οποίων και το κεφάλι του Επισκόπου Ησαΐα και του αδελφού του Κωνσταντίνου. Σύμφωνα με οθωμανικά έγγραφα, όπως αναφέρεται στο βιβλίο “Η οργή του σουλτάνου. Αυτόγραφα διατάγματα του Μαχμούτ Β’ το 1821” (σελ. 77), το κεφάλι του και οι σημαίες των επαναστατών στάλθηκαν από τον Κιοσέ Μεχμέτ στην Κωνσταντινούπολη και στις 2/14 Μαΐου εκτέθηκαν στην εξωτερική πύλη του παλατιού.

 Συμπεράσματα-εκτιμήσεις

 Η συντριπτική ήττα και ο βάναυσος τρόπος θανάτου του Διάκου στα χέρια των Τούρκων, τρομοκράτησαν αρχικά το λαό της Ρούμελης, αλλά η ηρωική αντίσταση στην Αλαμάνα, κοντά στις αρχαίες Θερμοπύλες, τον μετέτρεψε στον κατεξοχήν αναγνωρίσιμο μάρτυρα για τον απελευθερωτικό σκοπό, ταυτίζοντάς τον με τον Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωνίδα, διάσημο ήρωα της μάχης εναντίον των Περσών το 480 π.Χ. Η μάχη της Αλαμάνας σώθηκε και στη λαϊκή παράδοση με το γνωστό δημοτικό τραγούδι:

Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκωμάτα

το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ΄ άλλο το Ζητούνι

το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:

‘’Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.

μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;

ουδ΄ ο Καλύβας έρχεται ουδ΄ο Λεβεντογιάννης

Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες’’

Ο Διάκος σαν τ΄ αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,

ψιλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:

‘’Τον ταιφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια,

δωσ’ τους μπαρούτι περισσή και βόλια με τις χούφτες,

γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,

που ναι ταμπούρια δυνατά κι΄ όμορφα μετερίζια’’.

Παίρνουνε τ΄ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,

στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια,

‘’Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε,

Σταθήτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε΄΄

Ψιλή βροχούλα έπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,

τρία γιουρούσια έκαμαν τα τρία αράδα αράδα,

έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.

τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.

βουλώσαν τα κουμπούρια του κι΄ ανάψαν τα τουφέκια,

κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει,

ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες

και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ΄ τη χούφτα

και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνε,

χίλιοι τον παν΄ από μπροστά και χίλιοι από κατόπι

Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:

‘’Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν΄ αλλάξεις,

Να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησία ν΄ αφήσεις;’’

Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:

‘’Πάτε κ’ εσείς κ΄ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε,

εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν΄ αποθάνω.

‘’Αν θέλετε χίλια φλουριά και χίλιους μαχμουτιέδες,

μόνο εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,

όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας’’.

Σαν τ’ άκουσ’ ο Χαλήλμπεης αφρίζει και φωνάζει:

-Χίλια πουγκιά σας δίνω ’γω κι’ ακόμα πεντακόσια,

το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,

γιατί θα σβήσει την Τουρκιά και όλο μας το ντοβλέτι.

Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν,

ολόρθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελούσε.

την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.

’’Σκυλιά κι ά με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη

ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι’ ο καπετάν Νικήτας,

που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το ντοβλέτι. 

  Αποτιμώντας κανείς την αξία της θυσίας του Διάκου και των συντρόφων του σε μια υποθετικά «χαμένη», όπως φάνηκε μάχη, συμπεραίνει αβίαστα ότι η υπόθεση της επανάστασης ωφελήθηκε πολύπλευρα. Σε τακτικό επίπεδο, η αντίσταση στην Αλαμάνα, σ’ αυτή την πρώτη μεγάλη μάχη εκ παρατάξεως της επανάστασης, καθυστέρησε 15 επιπλέον μέρες την τουρκική στρατιά που επέστρεψε στη Λαμία για ανάπαυση και ανεφοδιασμό και έδωσε έτσι πολύτιμο χρόνο στον Κολοκοτρώνη να οργανώσει καλύτερα την πολιορκία της Τρίπολης. Οι νικηφόρες μάχες στη συνέχεια, της Γραβιάς (8 Μαΐου) και των Βασιλικών (26 Αυγούστου), κατέδειξαν ότι η ενίσχυση της Τρίπολης διαμέσου της Στερεάς δεν ήταν εφικτή και όπως ήταν αναμενόμενο η πόλη έπεσε στις 23 Σεπτεμβρίου. Επιπλέον ο σουλτάνος και οι ευρωπαϊκές αυλές κατάλαβαν ότι η καταστολή της επανάστασης δεν ήταν εύκολη υπόθεση απέναντι σε έναν λαό αποφασισμένο να διεκδικήσει με κάθε τίμημα την ελευθερία του. Σε ηθικό επίπεδο, η θυσία του Διάκου κατέστη αιώνιο σύμβολο αντίστασης ενάντια στην τυραννία και φάρος του Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Η επανάσταση και ιδίως η ανατολική Στερεά, μπορεί να έχασε πολύ νωρίς έναν άξιο και γενναίο αρχηγό, αλλά όπως είπε και ο ίδιος στους δημίους του «η Ελλάδα έχει πολλούς Διάκους».

το άγαλμα του Διάκου στη Λαμία

** όλες οι ημερομηνίες που αναφέρονται αφορούν το παλαιό ιουλιανό ημερολόγιο

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979.

Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμοι Ε-Η, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1980-88.

Κόκκινος Διονύσιος Α., Η Ελληνική Επανάστασις, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1957.

Κολοβός Ηλίας, Σουκρού Ιλιτζάκ, Μοχαμάντ Σχαριάτ-Παναχί, Η οργή του σουλτάνου. Αυτόγραφα διατάγματα του Μαχμούτ Β΄ το 1821, εκδόσεις ΕΑΠ, Αθήνα 2021.

Κουτσονίκας Λάμπρος, Γενική Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1863.

Κρέμος Γεώργιος Π., Νεωτάτη Γενική Ιστορία. Ως τέταρτος τόμος συμπληρωματικός της Γενικής Ιστορίας του Αναστασίου Πολυζωίδου, εκδότης Σ. Κ. Βλαστός, Αθήνα 1890.

Λάππας Τάκης, Θανάσης Διάκος, Αθήνα 1949.

Πανουργιάς Πανουργιάς, Πανουργιάδες, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2012.

Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδόσεις Φάρος, Αθήνα 1984.

Περραιβός Χριστόφορος, Απομνημονεύματα πολεμικά 1820-1829, Αθήνα 1836.

Σπηλιάδης Νικόλαος, Απομνημονεύματα, εκδόσεις Χ. Ν. Φιλαδέλφεως, Αθήνα 1851.

Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Α΄, εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα 1993.

Φιλήμων Ιωάννης, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1859.

Φόρτης Σπυρίδων, Βιογραφία Αθανασίου Διάκου, Αθήνα 1874.

 

ΠΗΓΗ: varsos1821.gr

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή