Ακολουθήστε μας

Ελληνική Επανάσταση 1821

Ἡ μάχη τῆς Ἀλαμάνας

Δημοσιεύτηκε

στις

Γράφει ὁ Φώτιος Σταυρίδης 

Στίς ἀρχές Ἀπριλίου 1821, ἡ Ἀνατολική Στερεά φλεγόταν. Ὁ μοναδικός ὁπλαρχηγός πού δίσταζε νά ξεκινήσει ἦταν ὁ Μῆτσος Κοντογιάννης ἀρματολός τοῦ Πατρατζικίου (Ὑπάτης). Ὁ Διάκος μέ τόν Δυοβουνιώτη καί τόν Πανουργιᾶ προσπάθησαν ἐπανειλημμένως νά τόν μεταπείσουν, ἀλλά μάταια. Τελικά μετά ἀπό τήν πίεση τῶν ἀνηψιῶν του ὁ Κοντογιάννης ἀποφάσισε νά συνεργαστεῖ καί ἕνωσε τίς δυνάμεις του μέ τούς τρεῖς κλεφταρματολούς. Στίς 18 Ἀπριλίου οἱ Ἕλληνες μέ κεφαλές τούς Διάκο, Πανουργιᾶ, Δυοβουνιώτη, Δημήτρη Καλύβα, Μπακογιάννη, Μῆτσο Κοντογιάννη, Ἀνδρίκο Σαφάκα καί Κομνᾶ Τράκα ἐπιτέθηκαν στήν Ὑπάτη (Νέαι Πάτραι). Δυστυχῶς εἶχε χαθεῖ πολύτιμος χρόνος. Ἤδη πολυάριθμα τουρκικά στρατεύματα πλησίαζαν τίς ἐπαναστατημένες περιοχές.

Πράγματι ὁ Χουρσίτ πασᾶς, μαθαίνοντας στά Ἰωάννινα τίς πολεμικές κινήσεις τῶν γκιαούρηδων, διέταξε τόν Κιοσέ Μεχμέτ νά κατέβει ἐπικεφαλῆς ἰσχυρῶν στρατευμάτων στήν Πελοπόννησο διά μέσου τῆς Βοιωτίας καί τοῦ Ἰσθμοῦ καί νά καταστείλει ἀμέσως τήν ἐπανάσταση. Τόν Κιοσέ Μεχμέτ συνόδευσε καί ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, ὁ ὁποῖος εἶχε μόλις διοριστεῖ πασάς στό Βεράτιον τῆς Βορείου Ἠπείρου. Στίς 17 Ἀπριλίου οἱ δύο πασᾶδες ἔφθασαν στό Λιανοκλάδι δυτικά της Λαμίας καί οἱ φωτιές πού ἄναψαν οἱ ὀκτώ χιλιάδες ἄντρες τους μαρτυροῦσαν τήν παρουσία ἰσχυροῦ στρατεύματος. Ἄρον – ἄρον οἱ ἐπαναστάτες ἐγκατέλειψαν τό Πατρατζίκι (Ὑπάτη) καί ἔφυγαν γιά τούς Κομποτάδες.

«Ἐπειδή ὁ Χουρσήτ πασᾶς εἶχε καταπιαστεῖ μέ τήν πολιορκία τοῦ Ἀλῆ Τεπελενλῆ στά Γιάννενα καί δέν τοῦ ἦταν βολετό ὁ ἴδιος νά κατηφορίσει στόν ἐπαναστατημένο Μοριᾶ νά σώσει τούς θησαυρούς του καί τά χαρέμια του πού κινδύνευαν, ἔστειλε τόν κεχαγιά του, Κιοσέ Μεχμέτ μέ ὀχτώ χιλιάδες διαλεχτούς ἄντρες. Θά τόν ἀκολούθαγε κι’ ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, πασᾶς τοῦ Μπερατιοῦ. Ὁ Βρυώνης ἦταν πασᾶς βαθμοῦ δύο “ἱππουριτῶν” – ἀλογοουρές – γιά τοῦτο ὁ Χουρσήτ ἀναγκάστηκε νά βάλει τόν Κιοσέ Μεχμέτ “ἀνθ’ ἑαυτοῦ καί βαλήν τῆς Πελοποννήσου”, πού ἦταν ἀνώτερος, δηλαδή πασᾶς μέ τρεῖς ἀλογοουρές.

Φεύγοντας ἀπ’ τά Γιάννενα – 9 τοῦ Ἀπρίλη 1821 – ὁ Μεχμέτ θά σύναζε τέσσερες χιλιάδες Κονιάρους τῆς Θεσσαλίας καί Σαρικιούληδες τῆς Μακεδονίας, φημισμένους καβαλλάρηδες τῆς ἐποχῆς. Τή δύναμη αὐτή ἀκολουθάγανε κι’ οἱ ἀρχηγοί τῶν Τουρκαρβανιτάδων, ὁ Τελεχά μπέης, ὁ Χασᾶν Τομαρίτσας κι’ ὁ Μεχμέτ Τσάπαρης. Ἡ ψυχή ὅμως σ’ ὅλο τό ὀρδί ἦταν ὁ Ὀμέρ Βρυώνης.»

Τάκης Λάππας – Οἱ Ρουμελιῶτες στήν Ἐπανάσταση

 

Ὁ πραγματικός ἀρχηγός τῆς ἐκστρατείας ἦταν ὁ Ἀλβανός Ὀμέρ Βρυώνης, ὁ ὁποῖος γνώριζε τόσο τά ἐδάφη ὅσο καί τούς Ἕλληνες ἀρματολούς ἀπό τήν ἐποχή πού ὑπηρετοῦσαν μαζί τόν Ἀλή τῶν Ἰωαννίνων. Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης γνώριζε ἄπταιστα ἑλληνικά ἀφοῦ προερχόταν ἀπό ἐξισλαμισθείσα χριστιανική οἰκογένεια. Οἱ πρόγονοί του ἦταν Βυζαντινοί πρίγκηπες, οἱ ὁποῖοι μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης βρῆκαν καταφύγιο στή Βόρειο Ἤπειρο.

Στό μεταξύ, οἱ ὁπλαρχηγοί ἔκαναν μία σύσκεψη στούς Κομποτάδες, χωριό πού βρίσκεται νότια ἀπό τό Ζητούνι (Λαμία). Ἐκεῖ κάτω ἀπό τέσσερα θεόρατα πλατάνια τά ὁποῖα οἱ ντόπιοι ὀνόμαζαν “τά τέσσερα ἀδέλφια”, ἔγινε πολεμικό συμβούλιο. Ὁ Δυοβουνιώτης πρότεινε νά μήν χωρίσουν τίς δυνάμεις τους, ἀλλά ὅλοι μαζί νά ἀντιμετωπίσουν τόν ἐχθρό στόν Γοργοπόταμο. Δυστυχῶς ἡ ἄποψη τοῦ ἀρματολοῦ ἀπό τά “Δύο Βουνά” τῆς Οἴτης δέν εἰσακούστηκε. Ὁ Διάκος ἐπέμενε νά χωρίσουν τίς δυνάμεις τους καί νά κλείσουν τά περάσματα πού ὁδηγοῦσαν στίς ἐπαναστατημένες περιοχές.

«Οἱ ἐν Κομποτάδαις συνηγμένοι ὁπλαρχηγοί, πρίν νά σκεφθῶσι τότε περί τοῦ μέλλοντος κινήματος ἑαυτῶν, κατά πρῶτον ἔλαβον λόγον ὑπ’ ὄψιν τήν ἐκ τῶν ἑνόντων ἀσφάλειαν τῶν κινηθεισῶν ἐπαρχιῶν, ὡς ἐπαπειλουμένην ἔξωθεν, καί ἀναγκαίαν εὗρον διατάξαντες τήν ἄμεσον ἐξάλειψιν ὅλων τῶν παραδεδομένων Τούρκων τῆς Ἀμφίσσης, Δωρίδος, Λεβαδείας, Λοκρίδος καί Ὀποῦντος. Ἀπόφασις τοιαύτη κρίνεται βεβαίως καί παράσπονδος καί σκληρά, λαμβανομένης ὅμως ὑπ’ ὄψιν τῆς ἐποχῆς, ὡς καί τοῦ ἠθικοῦ τῶν Τούρκων, ὠμολόγηται ἐξ ἐναντίας ἔργον ἀπολύτου ἀνάγκης.»

Ἰωάννης Φιλήμων – Ἑλληνική Ἐπανάσταση

 

Οἱ ἀρματολοί ἀρχηγοί, ἀφοῦ ἔδωσαν ἐντολή νά ἐκτελεστοῦν ὅλοι οἱ ἄνδρες Τοῦρκοι αἰχμάλωτοι πού εἶχαν παραδοθεῖ ἀπό τίς προηγούμενες μάχες, ἔπιασαν τά περάσματα. Τή σκληρή καί βάρβαρη αὐτή ἀπόφαση τήν πῆραν γιά νά μήν ἔχουν ἐχθρική ἀπειλή στά μετόπισθεν. Ὁ Πανουργιᾶς μέ ἑξακόσιους ἄντρες κατέλαβε τά χωριά Μουσταφάμπεη (Ἡράκλεια Φθιώτιδος) καί Χαλκωμάτα. Μαζί του ἦταν ὁ Παπανδρέας Κοκκοβιστιανός, ὁ Ἐπίσκοπος Σαλώνων Ἠσαΐας καί ὁ Κομνᾶς Τράκας.Δυοβουνιώτης μέ τετρακόσιους περίμενε στόν Γοργοπόταμο ἐνῶ ὁ Διάκος μέ πεντακόσιους ὀχυρώθηκε στή γέφυρα τῆς Ἀλαμάνας.

Στήν Ἀλαμάνα (Σπερχειός ποταμός) ἄρχισε νά βρέχει καί ὁ Διάκος ἤλπιζε ὅτι τό βαλτωμένο χῶμα θά ἐμπόδιζε τίς κινήσεις τοῦ ἐχθροῦ. Ἀφοῦ γέμισε τόν τόπο κοφτερά παλούκια γιά νά ἐμποδίσει τό τουρκικό ἱππικό νά προελάσει, ἄρχισε νά μιλάει στούς ἄντρες του καί γιά νά τούς ἐμψυχώσει τούς ἔδειξε τίς Θερμοπύλες ὅπου πρίν ἀπό δύο χιλιάδες χρόνια οἱ τριακόσιοι Σπαρτιάτες τοῦ Λεωνίδα εἶχαν προσπαθήσει νά σταματήσουν τούς χιλιάδες Πέρσες. Στά ἴδια ματωμένα χώματα θά ἔμεναν καί οἱ τριακόσιοί του Διάκου γιά νά πολεμήσουν τούς χιλιάδες Τούρκους.

Στίς 23 Ἀπριλίου 1821, φάνηκε ἡ στρατιά τοῦ Ὀμέρ Βρυώνη, ἡ ὁποία μέ ὅλες τίς δυνάμεις της προσέβαλε καί διέλυσε εὔκολα τό σῶμα τοῦ Δυοβουνιώτη, ὁ ὁποῖος ἀποτραβήχτηκε στήν ὀρεινή θέση Δέμα καί ἀπό ἐκεῖ διαλύθηκε. Ὁ Μῆτρος Βάγιας ἦταν μεταξύ τῶν Ἑλλήνων πού σκοτώθηκαν κατά τήν ὀπισθοχώρηση τοῦ Δυοβουνιώτη. Στή συνέχεια ὁ Ὀμέρ Βρυώνης διέταξε τόν Χασᾶν Τομαρίτσα καί τόν Μεχμέτ Τσαπάρη νά ἐπιτεθοῦν στό Μουσταφάμπεη. Ἐκεῖ οἱ λίγοι ἄνδρες τοῦ Κομνᾶ Τράκα καί τοῦ Παπαντρέα ἀπό τά σπίτια πού ἦταν ὀχυρωμένοι ἀντιστάθηκαν σθεναρά μέ ἀποτέλεσμα οἱ Τοῦρκοι νά ἀποσυρθοῦν καί νά στραφοῦν πρός τή Χαλκωμάτα ὅπου βρισκόταν ὁ Πανουργιᾶς.

«Σάν δόθηκε τό σύνθημα, οἱ Τουρκαρβανίτες ξεχύθηκαν κατά τῆς Χαλκωμάτας ὅσο μπορούσανε πιό ἄγρια. Γιά νά κιοτέψουν τούς Ἕλληνες, τό ντουφεκίδι τούς συμπλήρωναν μέ φωνές καί σφυρίγματα. Τοῦ Πανουριᾶ ὅμως τά λιγοστά παλληκάρια δέν δειλιάζουν. Τούς δέχονται μ’ ἀπανωτές μπαταριές. Ἀντιστέκονται ἡρωϊκά μ’ ὅλο πού ὁ ἐχθρός εἶναι ἀσύγκριτα πιό πολύς. Μά ἡ καλή θέληση δέν φτάνει. Ἡ ἐχθρική κατεβασιά εἶναι τόσο μεγάλη πού δέν μποροῦν νά τήν κρατήσουν.

Φοβισμένοι οἱ Ἕλληνες φεύγουν ἀνάμεσα ἀπ’ τά πυκνά χαμόκλαδα καί τίς κουμαριές, ἀνεβαίνοντας πρός τά ψηλώματα τοῦ Καλλίδρομου. Ξωπίσω τούς οἱ Τουρκαρβανίτες τούς κυνηγᾶνε μέ πεῖσμα. Ὁ ἴδιος ὁ Πανουριᾶς φεύγει λαβωμένος. Ὅμοια καί ὁ Γιάννης Μαμούρης πού ἦταν κοντά του. Τή στιγμή κείνη πέφτει κι’ ὁ Δεσπότης Σαλώνων Ἠσαΐας. Τήν ἴδια τύχη μέ τό δεσπότη εἶχε κι’ ὁ ἀδελφός του πάπα Γιάννης κι’ ἕνας ἀνηψιός του.»

Ρουμελιῶτες στήν Ἐπανάσταση τοῦ Τάκη Λάππα

 

Μετά καί ἀπό τήν συντριβή τοῦ Πανουργιᾶ, οἱ δύο τουρκικές στρατιές τοῦ Ὀμέρ Βρυώνη καί τοῦ Κιοσέ Μεχμέτ στράφηκαν πρός τήν Γέφυρα τῆς Ἀλαμάνας καί τά Πουριά ὅπου περίμενε ὁ Διάκος μέ πεντακόσιους ἄνδρες.

«Πλησιάσαντες λοιπόν οἱ ἐχθροί ἀντίκρυ τῆς γέφυρας καί συσσωματωθέντες εἰς σχῆμα κυκλοειδές, ἠκροάζοντο μετ’ ἄκρας ἡσυχίας καί κατανύξεως τήν πρόν τόν Ἀλλάχ παράκλησιν, τήν ὁποίαν ἀνεγίνωσκον τουρκιστί οἱ δερβισάδες. Τελειωθείσης δέ τῆς παρακλήσεως ὤρμησαν κατά τῶν Ἑλλήνων.

Διάκος ὅμως διέταξε προλαβόντως νά φυλάττωσι καλῶς τάς θέσεις καί νά μή τολμήση τίς νά πυροβολίση πρίν ὁ ἴδιος δώση τό σημεῖον μέ τήν ἐκκένωσιν τοῦ ἰδίου τοῦ ὅπλου, ἀπεχόντων δέ τῶν ἐχθρῶν σχεδόν δέκα βημάτων, ἄρχισαν νά πυροβολίζωσι κατ’ αὐτῶν εὐστόχως καί ἀδιακόπως, ὥστε ἡ μάχη ἐγίνετο πεισματώδης ἀμφοτέρωθεν.

Μετά μιᾶς ὥρας σκληρᾶς καί αἱματώδης μάχης, μή δυνάμενοι νά διαβῶσιν, ἔστρεψαν τά νῶτα συμφώνως, ἐπανέλθοντες εἰς τόν πρῶτον τόπον τῆς προσευχῆς. Ὁ Βρύονης ὀργισθεῖς κατά τῶν ὁπλαρχηγῶν του καί ὑβρίσας τό στράτευμα διά τήν κατησχημένην ἐπιστροφήν του, ὤρμησε ὁ ἴδιος προσωπικῶς μετά διακοσίων σωματοφυλάκων, οἱ δέ στρατιῶται κεντούμενοι ἀπό φιλοτιμίαν καί καταισχύνην προέδραμον ἐκείνου καί οὕτως ἡ μάχη ἐσυγκροτεῖτο μέ περισσότερον πεῖσμα.»

Πολεμικά διαφόρων μαχῶν Χριστοφόρου Περραιβοῦ

 

Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀπό τούς μαχητές τοῦ Διάκου τόν ἐγκατέλειψαν μπροστά στόν μεγάλο ἀριθμό τῶν Τουρκαλβανῶν καί τελικά ὁ ἀρχηγός βρέθηκε νά πολεμάει μόνος του μέ 48 συντρόφους του. Σέ κάποια στιγμή ἔστειλε τόν Καλύβα καί τόν Μπακογιάννη νά ἐνισχύσουν τή μικρή φρουρά πού βρισκόταν σέ ἕνα χάνι δίπλα ἀπό τή γέφυρα τῆς Ἀλαμάνας.

Ὁ πιστός του σεΐζης (ἱπποκόμος) Ρουμάνης, τόν ὁποῖο τόν λέγανε καί Μπισμπιρίγκο ἐπειδή ἦταν μικρόσωμος, τοῦ ἔφερε τή φοράδα του τήν Ἀστέρω γιά νά τήν καβαλλήσει ὁ καπετάνιος του καί νά φύγει. “Ὁ Διάκος δέν φεύγει”, ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ τριαντατριάχρονου Κλέφτη καί ἀφοῦ κτύπησε τό ζῶο στά καπούλια γιά νά φύγει, προέτρεψε τόν ὑπηρέτη του νά φύγει κι αὐτός. Καί ἐνῶ τόσα ἐμπειροπόλεμα παλληκάρια εἶχαν ἐγκαταλείψει τόν ἀρχηγό τους, ὁ κοντός καί ἀδύναμος ὑπηρέτης ἔμεινε γιά νά πεθάνει μαζί του.

«Οἱ Ἀλβανοί ἀρχίζουν νά ζυγώνουν τά Πουριά, τό μέρος πού βρίσκεται ὁ ἀρχηγός. Κι ἀπ’ τή φυσική του κατασκευή ὁ τόπος κι ἀπ’ τήν ἀντίσταση τῶν Ἑλλήνων δέν εἶναι εὔκολο στούς Ἀλβανούς νά τό πατήσουν.

– Κώστα, πόσοι ἔχουμε ἀπομείνει;

– Δεκαοκτώ μείναμε Θανάση.

Ὁ ἐχθρός ἀρχίζει νά τριγυρίζει τόν λόφο τῶν Πουριῶν. Πιό πολλά εἶναι τά βόλια παρά ἡ βροχή πού πέφτει πάνω στούς Ἕλληνες. Ἀπό τούς δεκαοκτώ πού ἀπόμειναν, πρῶτος πέφτει ὁ ἡγούμενος τῆς Δαμάστας Νεόφυτος. Ὁ Διάκος σέ κείνη τή στιγμή πετάει τό ντουφέκι του. Τοῦ ἦταν ἄχρηστο ἀπό βλάβη. Πιό κεῖ ἦταν ἕνα παλληκάρι του, ὁ Δημήτρης Τσαμαλῆς. Ἁρπάζει τό ντουφέκι τοῦ ἀρχηγοῦ του καί καταφέρνει κρυφά νά φύγει καί νά γλυτώσει μέσα στά κλαριά.

Βόλι βρίσκει τόν Κώστα Μασαβέτα στό κεφάλι καί τόν σωριάζει νεκρό, χωρίς νά προκάνει νά πεῖ λέξη. Ὁ Θανάσης πού βρίσκεται πλάϊ, σέρνει τό κουφάρι τοῦ ἀδελφοῦ του μπροστά τοῦ λέγοντας μέ θλίψη:

– Κατακαϋμένε Κώστα! Τί κακά μαντάτα θά πάρει αὔριο ἡ μάνα μας!

Τό κουφάρι τοῦ ἀδελφοῦ του τό βάζει μπροστά του. Κλέφτης παλιός ὁ Διάκος, ἤθελε νά κρατήσει τήν παράδοση. Ἄν γλύτωνε αὐτός θά ἔκοβε τό κεφάλι τοῦ ἀδελφοῦ του καί θά τό ἔπαιρνε γιά νά μήν πέσει στοῦ ἐχθροῦ τά χέρια.»

Ὁ ἥρωας τῆς Ἀλαμάνας τοῦ Τάκη Λάππα

Διάκος κουβαλώντας τό πτῶμα τοῦ ἀδελφοῦ του Κώστα, κατόρθωσε νά φτάσει μέχρι τά Μανδροστάματα τῆς μονῆς τῆς Δαμάστας, πού ὑπῆρχαν βράχοι γιά νά ὀχυρωθεῖ. Ἀλλά δέν τοῦ ἔμειναν, πλέον παρά δέκα ἄνδρες. Ὁ Διάκος μέ ἀχρηστευμένο τό δεξί χέρι, λόγω τραυματισμοῦ στόν ὦμο ἀπό βόλι, κρατοῦσε τό σπαθί του πού εἶχε κι αὐτό σπάσει, μέ τό ἀριστερό καί μαχόταν μέ πεῖσμα. Δέν τοῦ ἔμεινε παρά μόνο ἡ λαβή.

Λέγεται ὅτι ζήτησε σάν τόν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο νά τοῦ πάρει τό κεφάλι κάποιος Χριστιανός. Ἀλλά εἶχε ἀπομείνει πλέον ὁλομόναχος. Γύρω, οἱ συντροφοί τοῦ κείτονταν νεκροί. “Προσκύνα Διάκο τόν πασᾶ νά σώσης τή ζωή σου.” Καί ἡ παράδοση βάζει στό στόμα τοῦ Διάκου τά λόγια: “Ὅσο εἴν’ ὁ Διάκος ζωντανός πασᾶ δέν προσκυνάει”.

Ἔπεσαν τότε πάνω τοῦ πέντε Τουρκαλβανοί (Ἀλβανοί μουσουλμάνοι) καί τόν ἔπιασαν ζωντανό. Ὁ Βασίλης Μποῦσγος πού μαχόταν στό πλευρό τοῦ κατάφερε νά ξεφύγει ἀνάμεσα στούς ἐχθρούς. Ὁ Διάκος ἦταν σέ τέτοια ἄθλια κατάσταση πού δέν μποροῦσε νά περπατήσει καί τόν φόρτωσαν ἁλυσοδεμένο πάνω σέ μουλάρι. Τότε φώναξε στά παλληκάρια πού πολεμοῦσαν στό χάνι: “Καλύβα, Μπακογιάννη, 10000 μέ κρατοῦν”. Τέσσερα παλληκάρια ἄνοιξαν τήν πόρτα τοῦ πανδοχείου, τράβηξαν τά σπαθιά τους καί ὅρμησαν μέσα ἀπό τούς Τούρκους γιά νά σώσουν τόν καπετάνιο τους. Δέν τά κατάφεραν καί ἔγιναν κομμάτια ἀπό τίς σπαθιές τῶν βαρβάρων.

Διάκος μεταφέρθηκε στό στρατόπεδο τῶν Ὀθωμανῶν, ὅπου ὁδηγήθηκε μπροστά στόν Ὀμέρ Βρυώνη καί τόν Κιοσέ Μεχμέτ. Τριγύρω οἱ Τοῦρκοι καί οἱ Ἀλβανοί φώναζαν χαρούμενοι καί ἀδείαζαν τά ντουφέκια τους στόν ἀέρα. Τά τουμπερλέκια καί οἱ σάλπιγγες ἀντηχοῦσαν χαρμόσυνα καί ὁ μουεζίνης ἔψελνε ὕμνους στόν Ἀλλάχ.

«- Ἐσύ εἶσαι ὁ Διάκος;

– Ἐγώ.

– Πῶς σ’ ἔπιασαν ζωντανό;

– Ἄν ἤξερα ὅτι δέν θά σκοτωνόμουν, θά κρατοῦσα ἕνα φουσέκι γιά τόν ἑαυτό μου.

– Ποιός εἶναι ὁ σκοπός πού πιάσατε τά ἄρματα;

– Οἱ Χριστιανοί ὅλοι σηκώθηκαν στ’ ἄρματα γιά νά ξεσκλαβωθοῦν.

– Ἄν θέλεις νά σοῦ χαρίσω τή ζωή νά μπεῖς στήν ὑπηρεσία μου.

– Οὔτε σέ δουλεύω, οὔτε σέ ὠφελῶ, ἄν σέ δουλέψω.

– Ἅμα χαθεῖς πῶς θά ἐλευθερώσεις τό μιλέτι (ἔθνος) σου;

– Τό Ρωμαίικο ἔχει πολλούς Διάκους.»

Παρ’ ὅλα αὐτά οἱ δύο πασᾶδες δέν ἤθελαν νά τόν θανατώσουν. Κρῖμα νά χαθεῖ τέτοιο παλληκάρι. Τοῦ ἔταξαν πλούτη, δόξα καί ἀξιώματα ἐάν γινόταν μουσουλμάνος. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε καί ὁ θρύλος λέει ὅτι τούς ἔβρισε: “Πᾶτε κι ἐσεῖς καί ἡ πίστη σας, μουρτᾶτες νά χαθεῖτε. Ἐγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέ νά πεθάνω”.

Ἐκείνη τή στιγμή ὅμως ἔπεσε στά πόδια τοῦ Ὀμέρ Βρυώνη ὁ μπέης τοῦ Ζητουνίου Χαλήλ πού βρισκόταν καί αὐτός στό τσαντίρι τῶν πασάδων. Τόν ἐξόρκισε νά θανατώσει τόν ἀρχηγό τῆς ἀνταρσίας. “Χάλασε τόν πασᾶ μου. Εἶναι αὐτός πού ἔδωσε διαταγή νά σφάξουν ὅλους τούς Τούρκους σ’ αὐτό τό βιλαέτι”.

«Τότε διετάγη ἡ ἀνασκολόπισις καί ἡ διά πυρᾶς ὄπτησις τούτου. Ἐξουσία ἀπαγχονίζουσα, ὡς τόν ἔσχατον κακοῦργον καί πατριάρχας καί ἀρχιερεῖς, οὐδόλως παράδοξον, ἄν ἐφήρμοττε καί κατά στρατιωτικῶν Ἑλλήνων τήν ὠμοτέραν θανατικήν ποινήν τοῦ πασσάλου καί τῆς πυρᾶς. Ὡς ἄν μή ἤρκουν δέ τοσαῦται ἄλλαι θηριωδίαι, ἐδέησεν, ὅπως καί διά τῆς προκειμένης ἀποφάσεως κατά τοῦ αἰχμαλώτου Διάκου γνωσθῆ τί ἐστι Τοῦρκος πασσᾶς, βαρβαρότης ἐν περιλήψει.

Μεθ’ ὀπόσους αἰώνας ἀνενεώθη ἡ περιώνυμος σκηνή τῶν Θερμοπυλῶν καί τούς βαρβάρους ἐπολέμησαν οἱ νέοι Ἕλληνες ἐκεῖ, ὅπου ἐπολέμησε ποτέ τήν ὅλην Ἀσίαν ἡ Ἑλλάς, τόν μέγαν βασιλέα τῶν Περσῶν ὁ ἥρως βασιλεύς τῆς Σπάρτης. Αὐτόθι ὁ Σπαρτιάτης Λεωνίδας ἀντιπροσωπεύθη ἐπαξίως παρά τοῦ Δωριέως Διάκου.

Καί ὁ εἷς καί ὁ ἄλλος, ὑπέρ τῆς ὅλης ἀγωνιζόμενοι Ἑλλάδος, τήν αὐτήν ἔλαβον παρά τῶν βαρβάρων τύχην, ὁ μέν πρῶτος μαστιγωθεῖς νεκρός, ὁ δέ δεύτερος ἀνασκολοπισθεῖς ζῶν.»

Φιλήμων Ἰωάννης

 

Οἱ πασᾶδες ἀποφάσισαν νά τόν θανατώσουν διά πασσαλώσεως, τό γνωστό γιά τήν ἐποχή παλούκωμα (ἀνασκολοπισμός). Στίς 24 Ἀπριλίου 1821 τόν μετέφεραν στό Ζητούνι καί ὅπως ἔδωσαν τόν Σταυρό τοῦ μαρτυρίου στόν Ἰησοῦ, ἔδωσαν καί στόν Διάκο νά κρατάει τόν τρομερό πάσσαλο. Μπροστά στήν πομπή βρίσκονταν οἱ Τοῦρκοι πού κρατοῦσαν τά μπαϊράκια καί τά κοντάρια μέ τά κεφάλια τῶν γκιαούρηδων. Ξεχώριζε τό κεφάλι μέ τή λευκή γενειάδα τοῦ δεσπότη Ἠσαΐα. Ἀκολουθοῦσαν τά μουλάρια πού ἦταν φορτωμένα μέ τσουβάλια γεμάτα μέ αὐτιά καί μύτες τῶν σκοτωμένων Ρούμ. Στήν πόλη, οἱ Τοῦρκοι καί οἱ Τουρκάλες βγῆκαν νά δοῦν τόν τρομερό Κλέφτη. Ἔβριζαν καί ἔφτυναν τόν γκιαούρη πού θέλησε νά χαλάσει τό ντοβλέτι.

Τότε λέγεται πώς ὁ Διάκος, σκεπτόμενος τήν Ἄνοιξη τῆς Ἑλλάδος, αὐτοσχεδίασε αὐτούς τούς στίχους: “Γιά ἰδές καιρό πού διάλεξε ὁ χάρος νά μέ πάρει, τώρα πού ἀνθίζουν τά κλαδιά καί βγάζει ἡ γῆ χορτάρι…”. Ἀναλογίστηκε γιά μία στιγμή τό σκληρό καί ἀτιμωτικό μαρτύριο πού τόν περίμενε καί γυρίζοντας πρός τούς Ἀλβανούς πού τόν συνόδευαν εἶπε: “Δέν βρίσκεται ἀνάμεσά σας κανένα παλληκάρι νά μέ σκοτώσει μέ μία πιστολιά, νά μέ γλυτώσει ἀπό τούς Χαλδούπηδες (Τοῦρκοι τῆς Ἀσίας);” Ἀλλά δέν βρέθηκε κανείς. Ἡ φοβερή αὐτή θανατική ποινή ἐκτελέστηκε στή Λαμία στίς 24 Ἀπριλίου 1821.

«Ἡ συνοδεία μέ τό μελλοθάνατο φτάνει στόν τόπο πού θά γινόταν ἡ τιμωρία του. Ἦταν στήν ἄκρη τῆς πολιτείας. Ἕνα μέρος πού χρησιμοποιοῦσαν γιά σφαγεῖα, γιομάτο κοπριά. Παρέκει ἕνα ἀνοιχτό ρέμα πού ξεχύνονταν ὅλοι οἱ ὑπόνομοι καί πετοῦσαν τά σκουπίδια. Ἐδῶ στά σφαγεῖα σταμάτησε ἡ συνοδεία μέ τό μελλοθάνατο ἀρχηγό. Ἦταν ἡ ὥρα δύο, ὕστερα ἀπό τό μεσημέρι. Καί ὁ ἀράπης δήμιος ἐκτέλεσε τό ἔργο του. Ἀφοῦ τόν σούβλισαν, τόν σήκωσαν ὄρθιο μέ τή σούβλα. Ὕστερα μπήξανε μέσα στήν κοπριά τό κάτω μέρος τῆς σούβλας, τόσο, ὅσο νά πατᾶνε καί τά πόδια τοῦ μάρτυρα, γιά νά κρατᾶνε τό βάρος καί στρίψανε τό κορμί κατά τό βασίλεμα. Τό κάνανε αὐτό γιά νά χτυπάει ἀδιάκοπα ὁ ἥλιος κατά πρόσωπο τόν παλουκωμένο.

Ὁλόγυρα ἀπ’ τό σουβλισμένο βάλανε πάνω στήν κοπριά κοντά ὀγδόντα κεφάλια. Τά εἶχαν κόψει ἀπό τά πτώματα τῶν Ἑλλήνων. Μέσα σ’ αὐτά ἦταν καί τό κεφάλι τοῦ Ἠσαΐα, τοῦ ἀδελφοῦ του πάπα Γιάννη, τοῦ Κώστα Μασαβέτα (ἀδελφοῦ τοῦ Θανάση Διάκου), τοῦ Μπακογιάννη, τοῦ Καλύβα, τοῦ Γιαννάκη Παπαχατζῆ, τοῦ Μπισμπιρίγκου καί τοῦ ἡγούμενου τῆς Δαμάστας Νεόφυτου. Ὕστερα ἀπό λίγο ὅλα τά κεφάλια τά γδάρανε μπροστά στόν σουβλισμένο ἀρχηγό τους. Ὁ Κιοσέ Μεχμέτ πασᾶς, πρόσταξε ἕξι μέρες νά μείνει ἐκεῖ τό σουβλισμένο κουφάρι τοῦ γκιαούρη γιά παραδειγματισμό. Ἕξη μέρες τό κράτησαν ἐκεῖ. Μαζί μέ τά κομμένα κεφάλια. Ἡ σήψη ὅμως ἔφερε βαριά ἀποφορά. Οἱ Τοῦρκοι ἀποφάσισαν τότε νά τό πάρουν ἀπό κεῖ. Ἀγγάρεψαν τούς Λαμιῶτες σιδηρουργούς Κεφάλα καί Φαραδῆμο καί αὐτοί μετέφεραν τό πτῶμα στό ρέμα. Τό πέταξαν καί τό σκέπασαν μέ κοπριές.»

Ὁ ἥρωας τῆς Ἀλαμάνας τοῦ Τάκη Λάππα

 

Ὁ ἐθνομάρτυρας βασανίστηκε γιά πολλές ὧρες πάνω στό παλούκι καί ζητοῦσε ἐπιμόνως κάποιος νά βρεθεῖ νά τόν θανατώσει. Μόνο ἕνας Ἀρβανίτης, Γκέκας χριστιανός τόν λυπήθηκε καί τόν πυροβόλησε ἀπό μακρυά. Εἶχε ἕτοιμο τό ἄλογο καί ἀμέσως μόλις ἀδείασε τό τουφέκι του τό καβάλησε καί ἔφυγε καλπάζοντας ἔξω ἀπό τήν πόλη γιατί οἱ Τοῦρκοι φύλακες ἄρχισαν νά πυροβολοῦν πρός τό μέρος του. Τό βόλι ὅμως πού πέτυχε τόν Διάκο δέν τόν θανάτωσε, ἁπλῶς τοῦ πρόσθεσε κι ἄλλη βαριά λαβωματιά.

Ὅταν ξεψύχησε ὁ Ρουμελιώτης Κλέφτης, οἱ Τοῦρκοι πέταξαν τό λείψανό του σέ ἕνα κοντινό χαντάκι πού τότε τό ὀνόμαζαν Σκατόρεμα. Λέγεται ὅτι κάποιοι Χριστιανοί βγῆκαν κρυφά τή νύκτα καί ἔθαψαν τό σῶμα του, ἄν καί κάτι τέτοιο ἀμφισβητεῖται. Λόγω τοῦ τρόμου πού εἶχαν πάρει οἱ Ρωμιοί, ἔμειναν κλεισμένοι στά σπίτια τους.

Ὁ χῶρος τῆς ταφῆς του εἶχε λησμονηθεῖ καί ἀνακαλύφθηκε ἀπό τόν ἀντισυνταγματάρχη Ρούβαλη, τό 1881. Τό 1886 ὁ Μιχαήλ Κατσίμπαλης χάρισε τήν γύψινη προτομή τοῦ ἥρωα καί ἔγινε τό πρῶτο μνημόσυνο. Ἡ ἐπιτροπή ἐκδουλεύσεων προηγουμένως τόν ἀναγνώρισε ὡς ἀνώτατο ἀξιωματικό πρώτης τάξεως καί ἐπεδίκασε μηνιαία σύνταξη στήν ἀδερφή του ὥς τόν θάνατό της, τό 1873. Τό 1892 ὁ συνταγματάρχης Χρῆστος Κατσικογιάννης ἔστησε ἕνα ξύλινο σταυρό καί καγκελόφραξε τό μέρος. Ὁ Λαμιώτης Ἀλεξίου πού εἶχαν ἀγγαρέψει οἱ Τοῦρκοι νά ἑτοιμάσει τή σούβλα γιά τόν Διάκο τό ἔφερε βαρέως στή συνείδησή του γιά ὅλη του τή ζωή. Πρίν πεθάνει, γέρος πιά 92 ἐτῶν (1882), ζήτησε συγχώρεση ἀπό τόν Θεό γί΄ αὐτή τοῦ τήν πράξη.

 «Ἐκομίσθη εἰς τόν ὀντάν τοῦ Χαλίλμπεη, ἀνεκρίθη καί νῦν μέν ἠπειλῆτο, νῦν δ’ ἐκολακεύετο, τόν ἐβίαζον νά εἴπη τά τῆς ἱερᾶς ἠμῶν ἐπαναστάσεως, ἀλλ’ ἠρνεῖτο εἰπῶν μόνον ὅτι τό ἑλληνικόν ἔθνος ἔλαβε τά ὅπλα σύσσωμον καί θέλει τήν ἀπελευθέρωσίν του. Διεμαρτυρήθησαν οἱ Τοῦρκοι προύχοντες, ἐξεμάνη ὁ Χαλίλμπεης καί ὁ Κιοσέ, ἐνῶ ὁ Ὀμέρ ἐσιώπα. Τῷ ἐπρότεινεν ὁ Ὀμέρ ὕστερον νά δεχθῆ τουρκικήν ὑπηρεσίαν κατά τῆς πατρίδος του, τήν ἀπέρριψεν.

Ὠργίσθη ὁ Χαλίλ. Τῷ ἀντιπρότειναν νά γείνη μουσουλμάνος, ἀγανακτῶν ἐξύβρισε τήν ὀθωμανικήν θρησκείαν καί ὀνομαστί τόν Μωάμεθ καί ἐρρίψας τόν καφέ, τόν ὁποῖον τῷ εἶχον προσφέρει, ἐπί τοῦ σανιδώματος τοῦ ὀντά, ἠγέρθη ρίψας καί τό φέσι τοῦ ἐπί παρακειμένου παραθύρου. Τῷ εἶπον:

“Θά θανατωθῆς Διάκο, ἀδίκως χωρίς νά ἐλευθερώσης τήν πατρίδα σου”, καί αὐτός ἀπεκρίθη: “ἡ Ἑλλάς ἔχει πολλούς Διάκους“.»

Γεώργιος Κρέμος – Ἀνάλεκτα 1876

 

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο “1821 – Ἡ Ἀπάντηση στήν τηλεόραση” (Σταυρίδης Φώτιος)

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Ελληνική Επανάσταση 1821

27 Σεπτεμβρίου του 1831: Δολοφονείται ο Ιωάννης Καποδίστριας! Ο ρόλος του ως στρατιωτικού ηγέτη

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Για πολλούς ο Ιωάννης Καποδίστριας είναι ο κορυφαίος Έλληνας πολιτικός που γνώρισε η νεότερη Ελλάδα, που όμοιος του δεν έχει υπάρξει από τότε.

Ο αντικειμενικός σκοπός του Καποδίστρια ήταν να συνεχίσει τον πόλεμο και να εκδιώξει τα εχθρικά στρατεύματα από την ηπειρωτική Ελλάδα, ώστε τα διαπραγματευόμενα σύνορα του νέου κράτους να φτάνουν μέχρι τη γραμμή Άρτας- κόλπου Βόλου, σύνορα που θεωρούσε ότι μπορούσαν να εξασφαλιστούν στρατιωτικά

Του Σπύρου Μουτάφη

Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831 ο Ιωάννης Καποδίστριας δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο από μέλη της οικογένειας του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Για πολλούς ο Ιωάννης Καποδίστριας είναι ο κορυφαίος Έλληνας πολιτικός που γνώρισε η νεότερη Ελλάδα, που όμοιος του δεν έχει υπάρξει από τότε. Ο Καποδίστριας δημιούργησε το ελληνικό κράτος εκ του μηδενός και το έργο του αφορούσε το σύνολο των λειτουργιών του νεότευκτου κράτους. Μια ενδιαφέρουσα πτυχή του κυβερνήτη είναι εκείνη του στρατιωτικού ηγέτη, η οποία συνήθως παραγκωνίζεται από τον ρόλο του ως διπλωμάτη και ως κυβερνήτη. Ποιος ήταν, λοιπόν,ο στρατιωτικός ηγέτης Ιωάννης Καποδίστριας;

Η άφιξη του κυβερνήτη και η κατάσταση που υπήρχε

Τον Ιανουάριο του 1828 όταν ο Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα, έπειτα από την απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, η κατάσταση που υπήρχε ήταν αποκαρδιωτική. Η επανάσταση βρισκόταν σε δυσμενή κατάσταση, καθώς η πλειοψηφία των περιοχών που είχαν απελευθερωθεί τα πρώτα έτη της Επανάστασης είχαν περιέλθει στα χέρια του εχθρού ή ήταν έρμαιο του. Η εσωτερική κατάσταση ήταν εξίσου απελπιστική, καθώς η προσπάθεια του εχθρού να καταστρέψει τον ελληνικό πληθυσμό και τους οικονομικούς του πόρους του είχε ως συνέπεια σοβαρότατες απώλειες σε έμψυχο και υλικό δυναμικό1.

Η Υψηλή Πύλη θεωρούσε ότι μπορούσε ακόμα να καταπνίξει την Επανάσταση και ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ συνέχιζε να κρατά μια άτεγκτη στάση μη αποδεχόμενος καμία λύση, παρά τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων2.Γι ‘αυτό το σκοπό, ο Ιμπραήμ λεηλατούσε ανηλεώς την Πελοπόννησο, παράλληλα οι Οθωμανοί είχαν ισχυρά ερείσματα στην Στερεά3.

Η οργάνωση του στρατού από τον Καποδίστρια

Ο αντικειμενικός σκοπός του Καποδίστρια ήταν να συνεχίσει τον πόλεμο και να εκδιώξει τα εχθρικά στρατεύματα από την ηπειρωτική Ελλάδα, ώστε τα διαπραγματευόμενα σύνορα του νέου κράτους να φτάνουν μέχρι τη γραμμή Άρτας- κόλπου Βόλου, σύνορα που θεωρούσε ότι μπορούσαν να εξασφαλιστούν στρατιωτικά4.

Για να το πετύχει αυτό ο Καποδίστριας ανέλαβε ο ίδιος την διοίκηση του στρατού και του στόλου, διόρισε σε μείζονες θέσεις ικανά άτομα που διέθεταν την αποδοχή των υπολοίπων και αντικατέστησε τις παλιές φρουρές με νέα πειθαρχημένα τμήματα5. Έτσι, η Επανάσταση έλαβε νέα δυναμική και αναζωπυρώθηκε. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι την γενική διεύθυνση του πολέμου την ανέλαβε ο ίδιος ο Καποδίστριας6.

Ο Καποδίστριας προχώρησε στην οργάνωση των άτακτων σωμάτων του στρατού ,στην δημιουργία τακτικού στρατού και στην οργάνωση του στόλου, διορίζοντας σε υψηλές ηγετικές θέσεις του στρατού τον Κολοκοτρώνη, τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον στρατηγό Τσώρτς, συγχρόνως υψηλές θέσεις στον στόλο ανέλαβαν ο Μιαούλης, ο Σαχτούρης, ο Σαχίνης και ο πλοίαρχος ‘Αστιγξ7. Σε ότι αφορά την οργάνωση τακτικού στρατού Γάλλοι αξιωματικοί ανέλαβαν τον σημαντικό ρόλο να αποτελέσουν τον πυρήνα του τακτικού στρατού8.

Κάτι εξίσου σημαντικό με την αναδιοργάνωση του στρατού ήταν η δημιουργία της σχολής Ευελπίδων9και η ίδρυση στρατιωτικού νοσοκομείου στο Ναύπλιο το καλοκαίρι του 182810.

Το εσωτερικό μέτωπο

Πέρα από τον πόλεμο με τους Οθωμανούς και τους Αιγύπτιους ο κυβερνήτης έπρεπε να αντιμετωπίσει και την πειρατεία στο εσωτερικό, καθώς οι πειρατές λυμαίνονταν εμπορικά πλοία στο Αιγαίο τόσο ελληνικά όσο και Ευρωπαϊκά και πέρα από τις απτές συνέπειες που είχαν στην οικονομία και στην εσωτερική ασφάλεια αμαύρωναν την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό και δημιουργούσαν την εκνευρισμό στις Μεγάλες Δυνάμεις.

Η πρώτη αποστολή που ανατέθηκε στον αναδιοργανωμένο ελληνικό στόλο ήταν η πάταξη της πειρατείας στις Βόρειες Σποράδες και τη Γραμβούσα της Κρήτης, όπου οι πειρατές είχαν τις βάσεις τους11.Επικεφαλής της επιχείρησης ορίστηκε ο μπαρουτοκαπνισμένος και ικανότατος Μιαούλης, ο οποίος έφερε εις πέρας την αποστολή που του ανατέθηκε12και εξασφάλισε την ασφαλή διέλευση των πλοίων στο Αιγαίο. Ωστόσο, η εξάλειψη της πειρατείας αποδείχθηκε θνησιγενής επιτυχία καθώς έπειτα από λίγα έτη οι πειρατές επέστρεψαν στα νερά του Αιγαίου και μάλιστα μετά την δολοφονία του κυβερνήτη, υπήρξε έντονη δραστηριότητα των πειρατών, γεγονός που εν μέρει οφειλόταν στις οικονομικές και κοινωνικές παθογένειες του νεοπαγούς κράτος13.

Ευκολότερο ήταν το έργο της εξάλειψης της ληστείας της υπαίθρου, η οποία αντιμετωπίστηκε χάρι στην αναδιοργάνωση του στρατού και συγκεκριμένα των άτακτων στρατευμάτων14. Προς επίρρωση της εσωτερικής ασφάλειας ίδρυσε την Πολιταρχία, την πρώτη Ελληνική Αστυνομία στο Ναύπλιο, η οποία είχε διευρυμένα καθήκοντα και καταπολέμησε τις ασυδοσίες των στρατιωτών εις βάρος του τοπικού πληθυσμού15.

Η στρατιωτική στρατηγική του Καποδίστρια

Κατά την άφιξη του κυβερνήτη η ελεύθερη Ελλάδα αποτελούταν από το Ναύπλιο, μερικές πόλεις της Ανατολικής Πελοποννήσου, τη Μάνη, την περιοχή του Ισθμού μέχρι την Ελευσίνα, μια μικρή έκταση στην Δυτική Στερεά και τα νησιά του Αργοσαρωνικού16.

Ως αντικειμενικό σκοπό ο Καποδίστριας καθόρισε την απελευθέρωση της Στερεάς, διότι γνώριζε ότι η Πελοπόννησος θα ήταν ο πυρήνας του νέου κράτους, οι Μεγάλες Δυνάμεις και συγκεκριμένα η Αγγλία δεν υποστήριζαν τη θέση η Ελλάδα να συμπεριλαμβάνει και τη Στερεά, έτσι ο σκοπός του ήταν να φέρει αντιμέτωπες τις Μεγάλες Δυνάμεις με τετελεσμένα γεγονότα17. Στο διπλωματικό μέτωπο, ως δεινός διπλωμάτης που ήταν άρχισε τις διαπραγματεύσεις για τα σύνορα ζητώντας όσα περισσότερα μπορούσε μεταξύ αυτών την Κρήτη, την Ήπειρο, την Θεσσαλία, την Μακεδονία, την Σάμο και την Χίο18, παρόλο που γνώριζε τη δυσφορία των Μεγάλων Δυνάμεων με το να έχει η Ελλάδα τόσο διευρυμένα σύνορα.

Σε επιχειρησιακό επίπεδο ο στόλος ανέλαβε την κατάληψη της Χίου και τον ναυτικό αποκλεισμό αποκλεισμό της Κρήτης και τα παραλία της Πελοποννήσου ώστε να πλήξουν τον ανεφοδιασμό και γενικά την επιμελητεία του στρατού του Ιμπραήμ19.

Η τακτική του Καποδίστρια δεν ήταν η κατά μέτωπο επίθεση του εχθρού εναντίον του κέντρου βάρους του με σκοπό την εκμηδένιση του αλλά η έμμεση προσέγγιση. Αυτό αφορά την αποκοπή των γραμμών εφοδιασμού του εχθρού, την κατάληψη ασφαλών θέσεων και την επίθεση σε μεμονωμένα τμήματα του αντιπάλου20.

Μια μεταβολή που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της ελληνικής πλευράς ήταν η αλλαγή της συμπεριφοράς του στρατού απέναντι στους εχθρούς, δηλαδή η πολιτισμένη και όχι η απάνθρωπη συμπεριφορά έναντι των αιχμαλώτων και των αμάχων και η τήρηση των συμφωνηθέντων ανάμεσα στους αντιμαχόμενους. Γεγονός που μεσοπρόθεσμα οδηγούσε τους αντίπαλους στρατούς να συνθηκολογούν πιο εύκολα και να παραδίδουν φρούρια, κάτι που ανύψωσε το κύρος της Ελλάδας και εξοικονομούσε δυνάμεις για άλλα μέτωπα21.

Με την έναρξη του πολέμου της Ανδριανουπόλεως (1828-1829) τον Απρίλιο του 1828 ανάμεσα στη Ρωσία και την Οθωμανούς ο Καποδίστριας αξιοποίησε αυτό το γεγονός πείθοντας του Γάλλους να στείλουν στρατό στην Ελλάδα για να εξισορροπήσουν τη ρωσική επιρροή στο ελληνικό ζήτημα22. Η Γαλλία ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Καποδίστρια και έστειλε στρατό στην Πελοπόννησο υπό τον στρατηγό Μαιζών με αντικειμενικό σκοπό την εκδίωξη του αιγυπτιακού στρατού από τον Μοριά, η Γαλλία με αυτή την εμπλοκή της θα ανέστηνε το πληγωμένο της κύρος μετά την ήττα της το 1814-1815 και θα επανερχόταν στο προσκήνιο ως η μεγάλη δύναμη της Μεσογείου23.Ο Καποδίστριας πέτυχε τον στόχο του και ο Ιμπραήμ αποχώρησε από την Πελοπόννησο τον Αύγουστο του 1828, μη έχοντας πετύχει τον αντικειμενικό του σκοπό που δεν ήταν άλλος από την κατάπνιξη της Επανάστασης στον Μοριά, ενώ δέκα μήνες αργότερα οι Γάλλοι με τη σειρά τους αποχώρησαν από την Ελλάδα24.

Στο μέτωπο της Στερεάς ο ελληνικός στόλος απέκλεισε τον Αμβρακικό και ο κυβερνήτης συντόνισε τις ενέργειες του στρατού προς κατάληψη των φρουρίων της Ναυπάκτου, του Ρίου και της μαρτυρικής πόλης του Μεσολογγίου. Όσο ο στρατός έδινε μάχες στο πολεμικό πεδίο, ο κυβερνήτης έδινε τις δικές του στο διπλωματικό και μια από αυτές ήταν η άρνηση να διατάξει την αποχώρηση του στρατού από την Στερεά καθ’ υπόδειξη των Άγγλων, αρνούμενος ο Καποδίστριας βρήκε ως συμπαραστάτη τη Γαλλία25. Με την αποχώρηση του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο αποδέσμευσε δυνάμεις από τον Μοριά και τις μετέφερε στο μέτωπο της Στερεάς με αντικειμενικό σκοπό την απελευθέρωση και του υπόλοιπου τμήματος της. Η πλήρης κατάληψη της Στερεάς ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1829 με την μάχη της Πέτρας26.

Οι παραπάνω επιτυχίες αναδεικνύουν μια αγνοημένη πτυχή της πληθωρικής προσωπικότητας του κυβερνήτη, εκείνη του στρατιωτικού ηγέτη, ο οποίος ανέτρεψε τα δεδομένα και χάρη στην υψηλή στρατηγική του δημιούργησε τετελεσμένα σε πολεμικό επίπεδο και συνέβαλε τα μάλα, όχι μόνο στην ολοκλήρωση της επανάστασης αλλά κυρίως στην αναζωπύρωση της εναντίον δύο ισχυρών αντιπάλων. Με άλλα λόγια ο συντελέστης που αντέστρεψε τα δεδομένα ήταν η ανάληψη από τον Καποδίστρια της διακυβέρνησης της χώρας και κυρίως η ανάληψη της ηγεσίας της Επαναστάσεως27.

Ο Καποδίστριας ωστόσο δεν επέζησε προκειμένου να δει του κόπους τους δικούς του να ευοδώνονται ,διότι όταν καθορίστηκαν τα σύνορα της Ελλάδας το 1832, τα οποία ταυτίζονταν με εκείνα που είχε θέσει ως στόχο, ήταν ήδη δολοφονημένος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • Αντιπλοίαρχος Πρωτονοτάριος Δημ.ΠΝ, «Ιωάννης Καποδίστριας. Προσωπικότητα Διεθνούς κύρους Κυβερνήτης της Νεώτερης Ελλάδας. Σκιαγράφηση και σχολιασμός πτυχών της δραστηριότητας του σε σχέση με το ευρωπαϊκό/πολιτικό σκηνικό της εποχής εκείνης», στο pn_1821/Ιωάννης%20Καποδίστριας.%20Προοσωπικότητα%20διεθνούς%20κύρους.pdf
  • Δεσποτόπουλος Αλέξανδρος, «ΝΕΑ ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΙΑ ΕΚΒΑΣΗ ΤΗΣ 1828-1830», στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 29, Μέρος Γ’σσ.66-124, Εκδοτική Αθηνών, 2021( ειδική έκδοση με την εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ).
  • Διβάνη Λένα, Η ΕΔΑΦΙΚΗ ΟΛΟΚΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (1830-1947),Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη,2000.
  • Gallant W. Thomas , Νεότερη Ελλάδα: Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας, Αθήνα, Πεδίο,2017.
  • Κωνσταντάρας Κωνσταντίνος, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: ο ηγέτης, ο κυβερνήτης, ο διπλωμάτης, ο άνθρωπος, Αθήνα, Ήλεκτρον, 2017( ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ).

1Αντιπλοίαρχος Δημ Πρωτονοτάριος ΠΝ, «Ιωάννης Καποδίστριας. Προσωπικότητα Διεθνούς κύρους Κυβερνήτης της Νεώτερης Ελλάδας. Σκιαγράφηση και σχολιασμός πτυχών της δραστηριότητας του σε σχέση με το ευρωπαϊκό/πολιτικό σκηνικό της εποχής εκείνης» ,στο pn_1821/Ιωάννης%20Καποδίστριας.%20Προοσωπικότητα%20διεθνούς%20κύρους.pdf ,σ.176.

2 Thomas W. Gallant, Νεότερη Ελλάδα: Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας, Αθήνα, Πεδίο,2017, σ.103.

3 Κωνσταντίνος Κωνσταντάρας, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: ο ηγέτης, ο κυβερνήτης, ο διπλωμάτης, ο άνθρωπος, Αθήνα, Ήλεκτρον, 2017( ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ), σ.51.

4 Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, «ΝΕΑ ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΙΑ ΕΚΒΑΣΗ ΤΗΣ 1828-1830», στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 29, Μέρος Γ’, Εκδοτική Αθηνών, 2021( ειδική έκδοση με την εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ), σ,75.

5 Πρωτονοτάριος, «Καποδίστριας»,σ.177.

6 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ»,σ,75.

7 Κωνσταντάρας, Καποδίστριας, σ,54-55.

8 Gallant, Ελλάδα, σ.104.

9 Κωνσταντάρας, Καποδίστριας, σ.56

10 Ό,π.,.π,σ.133.

11 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ», σ.77.

12 Ό,π.

13 Κωνσταντάρας, Καποδίστριας,σ,115-117.

14 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ»,Δσ.77-78.

15 Κωνσταντάρας, Καποδίστριας, σ,107.

16 Ό,π.,σ.53.

17 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ», σ.90.

18 Λένα Διβάνη, Η ΕΔΑΦΙΚΗ ΟΛΟΚΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (1830-1947),Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη,2000,σ.106.

19 Πρωτονοτάριος, «Καποδίστριας»,σ,176-177.

20 Κωνσταντάρας, Καποδίστριας, σ,54.

21 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ»,σ,91.

22 Πρωτονοτάριος, «Καποδίστριας», σ,178.

23 Διβάνη, ολοκλήρωση, σ,104.

24 Πρωτονοτάριος, «Καποδίστριας», σ,178.

25 Διβάνη, Ολοκλήρωση, σ,108-109.

26 Πρωτονοτάριος, «Καποδίστριας», σ,178.

27 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ», σ,66.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ελληνική Επανάσταση 1821

23 Σεπτεμβρίου 1821: Η Άλωση της Τριπολιτσάς – Γεια και χαρά σας Μωραΐτες αδελφοί, τη λευτεριά η Ελλάδα μας χρωστά στη λεβεντιά σας

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Η θεμελίωση της Ελληνικής Επανάστασης στον Μοριά.

Του Σπύρου Μουτάφη

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 η Επανάσταση θα γνωρίσει την μεγαλύτερη έως τότε νίκη της με την άλωση της οθωμανικής πρωτεύουσας του Μοριά και θα θέσει τις βάσεις της πάνω στις οποίες θα πορευτεί στην συνέχεια.

Η Τριπολιτσά κατά την Οθωμανική περίοδο

Η στρατηγική θέση της Τριπολιτσάς

Η πόλη αποτελούσε το μείζον διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο όλης της Πελοποννήσου, καθώς εκεί είχε την έδρα του ο στρατιωτικός διοικητής1,ενώ ακόμα ήταν σημαντικό εμπορικό κέντρο σε οχυρή θέση, το οποίο προστατευόταν από τείχος2. Όποιος κατείχε την πόλη μπορούσε να προβάλει ισχύ σε ολόκληρη την περιφέρεια καθώς βρισκόταν στο κέντρο της χερσονήσου3.

Οι πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Μουσουλμάνοι, με τους Χριστιανούς να τους ακολουθούν, ενώ στην πόλη είχε αναπτυχθεί μια εβραϊκή κοινότητα και τις προηγούμενες δεκαετίες είχε φτάσει στην πόλη μικρός αριθμός Αλβανών4. Από την στιγμή που ξέσπασε ο αγώνας οι Χριστιανοί άρχισαν να αποχωρούν από την πόλη, ενώ αντίστροφη πορεία είχαν οι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι ήθελαν να εξασφαλίσουν την ασφάλεια τους μέσα στα τείχη της πόλης. Ο αριθμός των κατοίκων μετά από αυτές τις ανακατατάξεις βρισκόταν περίπου στις τριάντα πέντε χιλιάδες με μέγιστο αριθμό αυτό των σαράντα χιλιάδων5.

Τις παραμονές της Επανάστασης ο Οθωμανός διοικητής, θορυβούμενος από πληροφορίες για επικείμενη εξέγερση κάλεσε τους προκρίτους και επισκόπους στην πόλη, με πρόφαση μια σύσκεψη, ωστόσο όσοι πήγαν φυλακίστηκαν και κρατήθηκαν ως όμηροι.6

Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων | Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου

Η στρατηγική του Κολοκοτρώνη

Ο Κολοκοτρώνης είχε συνειδητοποιήσει ότι για να απελευθερωθεί η Πελοπόννησος έπρεπε να χτυπήσουν εκεί που βρισκόταν το κέντρο ισχύος του αντιπάλου και μέσω αυτού του αποφασιστικού πλήγματος θα παρέλυε ολόκληρη η οθωμανική διοίκηση της χερσονήσου.

Ωστόσο, οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί πρέσβευαν την ιδέα ότι έπρεπε να πολιορκούν ταυτόχρονα τα τοπικά κάστρα, όμως η στρατηγική του Κολοκοτρώνη επικράτησε και τον Απρίλιο άρχισε ο σταδιακός αποκλεισμός της πόλης, με τη δημιουργία στρατοπέδων γύρω από την Τριπολιτσά, με τυπικό αρχιστράτηγο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο οποίος ακολούθησε πιστά την σκέψη του Κολοκοτρώνη7.

Οι επαναστάτες άρχισαν να στρατολογούν άνδρες από τις γύρω περιοχές, με σκοπό την δημιουργία στρατιωτικών σωμάτων, στα οποία τον ρόλο των αξιωματικών θα είχαν οι Μανιάτες8. Απείχαν πάρα πολύ οι επαναστάτες από το να έχουν ένα συγκροτημένο στρατό και ιεραρχημένο, επίσης, ένα ακόμα μειονέκτημα ήταν ότι δεν είχαν και τα μέσα για εκπορθούν οχυρωμένες θέσεις9.

Οι Έλληνες διέκοψαν την υδροδότηση της πόλης, αν και στην πόλη υπήρχαν πηγάδια, όμως με την πάροδο του χρόνου η κατάσταση μέσα στη πόλη χειροτέρευε, ενώ δεν έλειψαν και οι επιδημίες .

Ο Χουρσίτ Πασάς, ο διοικητής της Πελοποννήσου, οποίος είχε εκστρατεύσει κατά του Αλή Πασά, έστειλε τον πιστό του αξιωματικό Μουσταφάμπεη με δύναμη 3.500 Αλβανών προς ενίσχυση της πόλης, ο οποίος εισήλθε στην πόλη10.

Μάχες έξω από την πόλη

Οι Οθωμανοί προσπάθησαν να σπάσουν τον αποκλεισμό από τις ελληνικές δυνάμεις, όμως οι προσπάθειες τους αποκρούστηκαν στο Βαλτέτσι( 12 Μαΐου) και στο χωριό Δολιανά(18 Μαΐου). Στο Βαλτέτσι ο Κολοκοτρώνης κέρδισε το προσωνύμιο «Γέρος του Μοριά» και ο Νικηταράς στο χωριό Δολιανά το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος»11. Η νίκη στο Βαλτέτσι ανέβασε το ηθικό των Ελλήνων και επιβεβαίωσε τις δυνατότητες τους στη μάχη, όταν όμως το ζητούμενο ήταν η απόκρουση της επίθεσης του αντιπάλου. Στις δύο μάχες το σκηνικό ήταν πανομοιότυπο, οι Έλληνες δημιουργούσαν κλειστά ταμπούρια και από εκεί μάχονταν12.

Τον Ιούνιο, έπειτα από αυτές τις επιτυχίες ο κλοιός άρχισε να σφίγγει γύρω από την πόλη με τους Έλληνες να προωθούν τις θέσεις τους πιο κοντά στην πόλη, ενώ ο αριθμός των Ελλήνων άρχιζε να αυξάνεται μετά τις επιτυχίες στις μάχες13.

Ο Δημήτριος Υψηλάντης έφτασε τις πρώτες ημέρες του Ιουλίου στο στρατόπεδο των Ελλήνων και αυτό εμψύχωσε τους Έλληνες. Ο Υψηλάντης με επιστολή του ζήτησε την παράδοση της πόλης χωρίς να λάβει απάντηση14.

Μια άλλη μάχη που διεξαγόταν ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές ήταν εκείνης της σοδειάς, με τους Οθωμανούς να βγαίνουν από την πόλη για να θερίσουν και αυτό οδηγούσε σε αψιμαχίες σε καθημερινή βάση15.Αυτή η μάχη είχε λάβει την μορφή πολέμου φθοράς, με απώλειες και για τις δύο πλευρές16.

Οι Οθωμανοί διεξήγαγαν μια επιχείρηση έξω από την ασφάλεια των τειχών, με σκοπό να ανεφοδιαστούν. Ο Γέρος του Μοριά είχε μεριμνήσει και είχε την ιδέα να φτιάξουν μια γράνα (τάφρο) έξω από την πόλη προς αντιμετώπιση του αντίπαλου ιππικού. Κατά την επιστροφή τους από τον ανεφοδιασμό στις 10 Αυγούστου οι Οθωμανοί υπέστησαν βαριά ήττα, η οποία θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν οι Έλληνες δεν καταπιάνονταν με την λαφυραγωγία17.Χάρι σε αυτή τη σύλληψη του Κολοκοτρώνη η μάχη ονομάστηκε «μάχη της Γράνας»18. Η επιτυχία της μάχης έφερε τους Έλληνες στη πεδιάδα μπροστά από τα τείχη, στην οποία είχαν δημιουργήσει οχυρώσεις, ταμπούρια και χαρακώματα μέσα στα οποία μάχονταν με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση19.

Η μεταφορά των Ελλήνων έξω από τα τείχη της πόλης, έπληξε περαιτέρω τους πολιορκούμενους με τους πρόσφυγες και τους φτωχούς να υποφέρουν περισσότερο από όλους και σαν να μην έφτανε αυτό μέσα στην πόλη έκανε την εμφάνιση του και ο τύφος20. Στο τέλος του Αυγούστου οι Οθωμανοί υπέστησαν δεινή ήττα στα Βασιλικά στη Φθιώτιδα και με σοβαρές απώλειες. Αυτό το οθωμανικό στράτευμα προοριζόταν για την Τρίπολη με σκοπό να λύσει την πολιορκία, ωστόσο οι οπλαρχηγοί της Στερεάς στέρησαν την τελευταία ελπίδα των Οθωμανών της Τριπολιτσάς21.

Διαπραγματεύσεις και συμφωνία με Αλβανούς

Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές για λύση της πολιορκίας και παράδοση της πόλης ναυάγησαν,22οδηγώντας πολλούς Μουσουλμάνους να διαπραγματευθούν την σωτηρία τους μόνοι τους , κάτι που ήταν συχνό φαινόμενο καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας.

Οι Αλβανοί της πόλης ήρθαν σε συνεννόηση με τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη με ζητούμενο να αποχωρήσουν αλώβητοι και πέτυχαν την συμφωνία. Οι Αλβανοί θα αποχωρούσαν από την πόλη ενώ ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά εγγυήθηκε για αυτό δίνοντας και ως ενέχυρο τον ανιψιό του23. Σημαντικότερο όμως, ίσως ήταν ,ότι έδωσε τον λόγο της τιμής του( έδωσε μπέσα) για να αποχωρήσουν και να πάνε να πολεμήσουν στο πλευρό του Αλή Πασά24. Ενδιαφέρον γεγονός είναι ότι όπως ο Κολοκοτρώνης τίμησε τον λόγο του έτσι και οι Τουρκαλβανοί ως ανταπόδοση έναν χρόνο περίπου αργότερα αποχώρησαν από τον στρατό του Δράμαλη όταν εκείνος έφτασε στην περιοχή του Ισθμού καθώς είχαν δώσει και εκείνη τον λόγο τους ότι δεν θα ξανά πολεμήσουν στην Πελοπόννησο25.Έτσι η πόλη έχασε το πλέον αξιόμαχο μέρος του πληθυσμού της και οι Έλληνες ήταν έτοιμοι να ορμήσουν μέσα στην πόλη.

Η άλωση

Στις 23 Σεπτεμβρίου η πόλη αλώθηκε, καθιστώντας αυτό το γεγονός τη μεγαλύτερη στρατιωτική επιτυχία έως τότε26.Η αντίσταση μέσα στην πόλη ήταν πενιχρή ενώ οι Έλληνες δεν έδειξαν για κανέναν έλεος, στιγματίζονταν αυτή τη σημαντική επιτυχία της Επανάστασης. Παρόλο τις οδηγίες του Υψηλάντη οι Έλληνες κατέσφαξαν τον πληθυσμό της πόλης27, ενώ τα λάφυρα δεν συγκεντρώθηκαν με σκοπό να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να δημιουργηθεί μια κεντρική διοίκηση αλλά στην πόλη οι ένοπλοι Έλληνες προχώρησαν σε πλιάτσικο. Από τη σφαγή δεν γλίτωσαν ούτε οι Εβραίοι της πόλης.

Η πόλη μετά την άλωση της έγινε η έδρα του ελεύθερου εδάφους και δημιούργησε τα θεμέλια πάνω στα οποία μπορούσε να θεμελιωθεί το νέο κράτος28.

Πηγές:

  • Μαργαρίτης Γιώργος, Ενάντια σε φρούρια και τείχη: Μια μικρή εισαγωγή για την Ελληνική Επανάσταση, Αθήνα, Διόπτρα, 2020.
  • Μιχαηλίδης Δ. Ιάκωβος , Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ο στρατιωτικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης, Αθήνα, Μεταίχιο,2020.
  • Χαζηαναστασίου Τάσος – Κασιμάτη Μαρία, Πολεμώντας το’ 21: Οι σημαντικότερες συγκρούσεις του Αγώνα της Ανεξαρτησίας στη στεριά και στη θάλασσα μέσα από τις πηγές, Αθήνα, Εναλλακτικές εκδόσεις,2020.
  • https://www.protothema.gr/stories/article/823454/23-septemvriou-1821-i-alosi-tis-tripolitsas/
  • https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

1https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

2Τάσος Χαζηαναστασίου-Μαρία Κασιμάτη, Πολεμώντας το 21: Οι σημαντικότερες συγκρούσεις του Αγώνα της Ανεξαρτησίας στη στεριά και στη θάλασσα μέσα από τις πηγές, Αθήνα, Εναλλακτικές εκδόσεις,2020, σ.73.

3 Γιώργος Μαργαρίτης, Ενάντια σε φρούρια και τείχη: Μια μικρή εισαγωγή για την Ελληνική Επανάσταση, Αθήνα, Διόπτρα, 2020,σ. 231.

4 Χατζηαναστασίου- Κασιμάτη, Πολεμώντας το ‘21,σ.73.

5Ο,π., σ.74

6 Χατζηαναστασίου- Κασιμάτη, Πολεμώντας το ‘21,σ.73

7https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

8 Μαργαρίτης, ενάντια,σ.236.

9 Χατζηαναστασίου- Κασιμάτη, Πολεμώντας,σ.74.

10 https://www.protothema.gr/stories/article/823454/23-septemvriou-1821-i-alosi-tis-tripolitsas/

11 https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

12 Μαργαρίτης, ενάντια, σ. 264.

13 Ό,π

14 Χατζηαναστασίου-Κασιμάτη, Πολεμώντας,σ.81.

15 Χατζηαναστασίου-Κασιμάτη, Πολεμώντας,σ.81.

16 Μαργαρίτης, ενάντια,σ.273.

17 https://www.protothema.gr/stories/article/823454/23-septemvriou-1821-i-alosi-tis-tripolitsas/

18 https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

19Μαργαρίτης, ενάντια,σ.274.

20 Ο.π,σ,276.

21 Χατζηαναστασίου-Κασιμάτη, Πολεμώντας, σ,91.

22 https://www.protothema.gr/stories/article/823454/23-septemvriou-1821-i-alosi-tis-tripolitsas/

23 Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ο στρατιωτικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης, Αθήνα, Μεταίχμιο,2020,σ.57.

24 Χατζηαναστασίου- Κασιμάτη, Πολεμώντας, σ,93.

25 https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

26 Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης,σ,58.

27 Ο.π.

28 Μαργαρίτης, ενάντια, σ,317.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ελληνική Επανάσταση 1821

23 Απριλίου 1821: Η μάχη της Αλαμάνας και ο ηρωικός θάνατος του Αθανασίου Διάκου

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

του Χρόνη Βάρσου

Φιλολόγου-Ιστορικού Ερευνητή

      Το 1821 ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς για τους Έλληνες στο πολεμικό πεδίο, λόγω της αποστασίας του φιλόδοξου και πολύ ισχυρού Αλή πασά των Ιωαννίνων (1788-1822) εναντίον του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ (1808-1839) ήδη από τον Μάιο του 1820. Η ανταρσία αντιμετωπίστηκε άμεσα και από το καλοκαίρι του 1820 πολυάριθμος οθωμανικός στρατός είχε σταλεί υπό τον αρχισερασκέρη Ισμαήλ Πασόμπεη στην Ήπειρο για να υποτάξει τον απείθαρχο Αλβανό πασά. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα καταλήφθηκε ουσιαστικά όλο το κράτος του Αλή, από το Μεσολόγγι μέχρι το Δυρράχιο ενώ τουλάχιστον 18.000 άνδρες του, υπό τον Ομέρ Βρυώνη, αυτομόλησαν στους σουλτανικούς και ο ίδιος πολιορκούνταν από το φθινόπωρο στο κάστρο των Ιωαννίνων. Παράλληλα οι Σουλιώτες υπό τον Μάρκο Μπότσαρη είχαν ανακαταλάβει από τον Δεκέμβριο του 1820 το Σούλι μετά από 17 χρόνια εξορίας στην Κέρκυρα και διεξήγαγαν επιτυχημένο πόλεμο με τους σουλτανικούς, «συμμαχώντας» εικονικά με τον πρώην αδυσώπητο εχθρό τους, Αλή πασά. 

 

Οι συνθήκες έγιναν ακόμη ευνοϊκότερες για την επιτυχία της ελληνικής επανάστασης, όταν τον Ιανουάριο του 1821 κλήθηκε να ηγηθεί του σουλτανικού στρατού στα Γιάννενα ο Χουρσίτ Αχμέτ πασάς, εμπειρότατος και ικανότατος διοικητής, που μόλις τον Νοέμβριο του 1820 είχε αναλάβει τη διοίκηση της Πελοποννήσου ως Μόρα-βαλεσή. Ο Χουρσίτ, πρώην μεγάλος βεζίρης και νικητής των Σέρβων επαναστατών την περίοδο 1809-1813, θεωρούνταν η καλύτερη επιλογή και τον Μάρτιο αντικατέστησε τον αποτυχημένο Πασόμπεη. Η τουρκική δύναμη στην Πελοπόννησο αποδυναμωνόταν έτσι αισθητά τόσο σε άντρες όσο και από τη φυσική της ηγεσία, μένοντας με τη λανθασμένη εντύπωση ότι οι πληροφορίες για τον ξεσηκωμό των ραγιάδων ήταν απλά φήμες του ραδιούργου Αλή.

 Η έναρξη της επανάστασης στην ανατολική Στερεά

 Στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες της Μολδαβίας και Βλαχίας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ήδη από τις 22 Φεβρουαρίου, σημείωνε επιτυχίες ενώ στις 25 Μαρτίου είχε φτάσει έξω από το Βουκουρέστι. Στα νησιά η επανάσταση μέσα στο Μάρτιο είχε φουντώσει και ο ελληνικός στόλος κυριαρχούσε πλήρως στη θάλασσα. Στην Πελοπόννησο από τα τέλη Μαρτίου τα κυριότερο κάστρα πολιορκούνταν από τους επαναστάτες, ενώ το κέντρο της οθωμανικής διοίκησης, η Τρίπολη, βρισκόταν, αρχές Απριλίου, αποκλεισμένη όλο και πιο στενά από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, με την εκεί τουρκική φρουρά να περιμένει απελπισμένα βοήθεια από τον Χουρσίτ στα Γιάννενα.

Οι αποφάσεις για την επανάσταση στη Στερεά πάρθηκαν στις 30 Ιανουαρίου 1821 στη σύσκεψη των αρματολών της Ρούμελης στο νησί της Λευκάδας. Εκεί αποφασίστηκε η επανάσταση να ξεκινήσει στις 25 Μαρτίου και ορίστηκαν υπεύθυνοι για τη δυτική Στερεά, οι Τσόγκας, Βαρνακιώτης και Καραϊσκάκης, ενώ για την ανατολική Στερεά, οι Ανδρούτσος και Πανουργιάς, που από τα τέλη του 1820 είχαν δραπετεύσει από τα Γιάννενα για τη Ρούμελη. Παράλληλα στις 12 Μαρτίου σε συνέλευση στην  Ι.Μ του Οσίου Λουκά Βοιωτίας, παρουσία του επισκόπου Σαλώνων Ησαΐα (1778-1821) και του αρματολού της Λιβαδειάς, Αθανασίου Διάκου (1788-1821), συμφωνήθηκε η συμμετοχή στην επανάσταση. Έτσι στην ανατολική Στερεά (αντίθετα με τη δυτική όπου δεν είχε σημειωθεί ακόμη καμία επαναστατική κίνηση) οι τουρκικές φρουρές εκκαθαρίστηκαν σχετικά γρήγορα το διάστημα 24 Μαρτίου – 13 Απριλίου 1821 από τη συντονισμένη δράση των Ελλήνων οπλαρχηγών (Δερβενοχώρια, Μεγαρίδα, Σάλωνα, Γαλαξίδι, Λιδωρίκι, Μαλανδρίνο, Λιβαδειά, Αταλάντη, Θήβα, Μενδενίτσα, Τουρκοχώρι).

Εξαιρώντας κανείς την περιοχή της Υπάτης (και φυσικά της Λαμίας που αποτελούσε μεγάλο οθωμανικό στρατιωτικό κέντρο, της Αθήνας και της Εύβοιας), όλη η ανατολική Στερεά έως το Σπερχειό ποταμό βρισκόταν πλέον υπό τον έλεγχο των επαναστατών που οχύρωσαν τα στενά των Θερμοπυλών. Ήδη από τις 10 Απριλίου οι Διάκος και Γιάννης Δυοβουνιώτης (1757-1831), αρματολός Ζητουνίου (Λαμίας) και Βοδονίτσας (Μενδενίτσας), ξεκίνησαν στις Κομποτάδες Φθιώτιδας συζητήσεις με τον αρματολό της Υπάτης (Πατραντζίκι), Μήτσο Κοντογιάννη, για να τον πείσουν να συμμετάσχει στην πολιορκία της. Οι δυνατότητες επίθεσης εναντίον του μεγάλου κάστρου της Λαμίας έγιναν αντικείμενο σύσκεψης στις 11 Απριλίου μεταξύ Διάκου και Δυοβουνιώτη στο χάνι της Αλαμάνας.

Στις 14 Απριλίου, 2.000 Έλληνες ένοπλοι υπό τους Διάκο, Δυοβουνιώτη και τον Πανουργιά (1759/67-1834), οπλαρχηγό των Σαλώνων (Άμφισσας), στρατοπέδευσαν στις Κομποτάδες όπου έγινε πολεμικό συμβούλιο (1η σύσκεψη) κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια και σχέδια για την επίθεση στην Υπάτη αλλά και την τύχη των 2.000 αιχμαλώτων Τούρκων της ανατολικής Στερεάς. Ταυτόχρονα έγινε και μια αναγνωριστική επίθεση στα Καλύβια Λαμίας από τον Κομνά Τράκα (200 άνδρες) που υποχώρησε στο Μπεκή (Σταυρός Λαμίας) οχυρωμένος στην εκκλησία του χωριού, του Ι.Ν Αγ. Αθανασίου, απέναντι στις πολύ ισχυρές τουρκικές δυνάμεις που βγήκαν από το κάστρο της Λαμίας για να τον αναχαιτίσουν. Μια ευφάνταστη πρωτοβουλία των οπλαρχηγών από τις Κομποτάδες να επιστρατεύσουν όλα τα υποζύγια και να φανούν ως επελαύνουσα «μονάδα ιππικού», απεγκλώβιζε το τμήμα του Κ. Τράκα και οι Τούρκοι εξαπατημένοι, υποχώρησαν.

 Η αντίδραση των Τούρκων

ο Χουρσίτ Αχμέτ πασάς

 Οι ανησυχητικές εξελίξεις στο μέτωπο της ανατολικής Στερεάς και ο κίνδυνος που συνεπαγόταν για την άμυνα της Τρίπολης, που ήδη βρισκόταν υπό ασφυκτικό κλοιό, έγιναν γρήγορα αντιληπτές από τον πολύπειρο Χουρσίτ πασά στα Γιάννενα. Διατηρώντας τους θησαυρούς και το χαρέμι του στην Τρίπολη και μη μπορώντας να επέμβει ο ίδιος προσωπικά για να καταστείλει την επανάσταση, αποφάσισε να δράσει άμεσα. Έτσι στις 3 Απριλίου έφτασαν από τα Γιάννενα στην Πάτρα 600 άνδρες υπό τον Γιουσούφ Σελήμ πασά Σερεσλή (πρώην μπέη των Σερρών) για ενίσχυση της πόλης. Στις 6 Απριλίου, επιπλέον 3.500 Τουρκαλβανοί υπό τον Μουσταφάμπεη, κεχαγιάμπεη του Χουρσίτ, αποβιβάστηκαν στο Ρίο της Πάτρας για να ενισχύσουν την πολιορκημένη Τρίπολη και στις 15 Απριλίου μπήκαν στο Αίγιο.

Παράλληλα στις 9 Απριλίου, ξεκίνησε από τα Γιάννενα άλλο ένα εξαιρετικά ισχυρό στράτευμα από 8.000 πεζούς και 800 ιππείς υπό τον Σεϊτ (Κιοσέ) Μεχμέτ, προσωρινό αναπληρωτή Μόρα Βαλεσή και έμπιστο του Χουρσίτ, και τον Ομέρ Βρυώνη, σαντζάκμπεη του Βερατίου, ικανότατο στρατιωτικό, γνώστη των Ελλήνων οπλαρχηγών της Στερεάς, αλλά διοικητή αμφίβολης αξιοπιστίας (πρώην έμπιστος του Αλή πασά, πρόσφατα αυτομολήσας στο σουλτανικό στρατόπεδο από το καλοκαίρι του 1820). Μαζί με τους δύο πασάδες εξεστράτευσαν οι ικανότατοι Αλβανοί αρχηγοί Τελεχάμπεης, Μουστάμπεης Κιαφεζέζης, Χασάν Τομαρίτσας και Μεχμέτ Τσαπάρης ενώ ο στρατός αποτελούνταν από 4.000 Αλβανούς από το στρατόπεδο του Χουρσίτ πασά καθώς και 5.000 επιστρατευθέντες Κονιάρους της Θεσσαλίας και άτακτους μουσουλμάνους της Μακεδονίας. Σκοπός τους ήταν αρχικά η καταστολή της επανάστασης στην ανατολική Στερεά και στη συνέχεια το πέρασμα του Κιοσέ Μεχμέτ μέσω του ισθμού της Κορίνθου προς Ναύπλιο και του Ομέρ Βρυώνη μέσω Ιτέας στο Αίγιο της Πελοποννήσου για ενίσχυση του κάστρου της Τριπολιτσάς, καθώς και ο παράλληλος συντονισμός της δράσης τους με τον Γιουσούφ πασά της Πάτρας και τον Μουσταφάμπεη στην Τρίπολη. Ο κίνδυνος για την πορεία της επανάστασης ήταν πλέον ορατός.

 Η άφιξη της τουρκικής στρατιάς και η πολιορκία της Υπάτης

ο Ομέρ Βρυώνης

 Οι οπλαρχηγοί στις Κομποτάδες έχοντας ήδη καθυστερήσει υπερβολικά στις επαφές με τον οπλαρχηγό Κοντογιάννη για την επιχείρηση κατάληψης της Υπάτης, έστειλαν το βράδυ 16 Απριλίου τον Κ. Τράκα με 250 άνδρες μέσω του Σταυρού (Μπεκή) Λαμίας, στο Καλαμάκι (Δερβέν Φούρκα) για αναγνώριση. Εκεί ο Τράκας αντιμετώπισε την επομένη το πρωί στις 17 την εμπροσθοφυλακή του τουρκικού στρατού (800 Γκέγκηδες και Τσάμηδες ιππείς υπό τους Τελεχάμπεη και Μουστάμπεη) που προωθούνταν από τον βορρά προς Λαμία. Στη μάχη που διεξήχθη στο χωριό Καλαμάκι, όπου οι Τούρκοι οχυρώθηκαν εντός του Ι.Ν Αγίου Νικολάου, αναμένοντας ενισχύσεις από το υπόλοιπο στράτευμα που πλησίαζε, σκοτώθηκαν 17 Έλληνες και 30 Τούρκοι. Ο Τράκας, μπροστά στον όγκο όμως των τουρκικών δυνάμεων που θα κατέφθαναν σε λίγο, επέστρεψε ξημερώματα 18 Απριλίου στις Κομποτάδες για να ενημερώσει τους οπλαρχηγούς για τις αρνητικές εξελίξεις.

Στο μέτωπο της Υπάτης ξεκίνησε στις 18 του μήνα έστω και με καθυστέρηση η επίθεση από 1.200 Έλληνες υπό τον Κοντογιάννη, που μεταπείστηκε τελικά να συμμετάσχει, και 2.000 ενόπλους υπό τους Διάκο, Πανουργιά, Δυοβουνιώτη, Γκούρα και Σαφάκα. Αφού απωθήθηκαν οι Τούρκοι από το Αργυροχώρι (Βογομίλ), η Υπάτη πολιορκήθηκε πιο στενά και άρχισαν μάχες εντός της κωμόπολης. Η τουρκική φρουρά από 800 ενόπλους, ετοιμαζόταν να συνθηκολογήσει και να μετακινηθεί την επομένη μέρα στη Λαμία, αλλά το απόγευμα έφτασε η στρατιά του Ομέρ Βρυώνη (4.000 πεζοί και 800 ιππείς στο Λιανοκλάδι) και του Κιοσέ Μεχμέτ (4.000 πεζοί στη Λαμία). Οι οπλαρχηγοί από την Υπάτη βλέποντας τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονταν, διέλυσαν την πολιορκία και έφυγαν το βράδυ της 18ης Απριλίου για τις Κομποτάδες, ενώ ο Κοντογιάννης υποχώρησε προς την ορεινή Ι.Μ Αγάθωνος για να προφυλαχθεί.

 Το σχέδιο των οπλαρχηγών

ο Αθανάσιος Διάκος

        Το βράδυ της 19ης Απριλίου έγινε μια καταδρομική επιχείρηση κατασκοπείας στο τουρκικό στρατόπεδο ώστε να εκτιμηθεί η πραγματική δύναμη του εκστρατευτικού σώματος. Στις 20 Απριλίου έγινε συμβούλιο των τριών οπλαρχηγών στις Κομποτάδες (2η σύσκεψη) όπου αποφασίστηκε, με δεδομένη την ισχύ και την επικινδυνότητα της τουρκικής προέλασης, να μετακινηθούν οι άμαχοι και τα γυναικόπαιδα σε ορεινές απρόσιτες τοποθεσίες για προστασία. Παράλληλα πάρθηκε και η απόφαση γενικής σφαγής των 2.000 Τούρκων αιχμαλώτων της ανατολικής Στερεάς υπό τον φόβο αυτομόλησης στους επελαύνοντες πασάδες αλλά και της κατασκοπείας. Για την υλοποίηση αυτής της σκληρής απόφασης εστάλη στα Σάλωνα ο Γκούρας.

 Την άλλη μέρα (21 Απριλίου) έγινε νέα σύσκεψη στη Χαλκωμάτα (μεταξύ Ι.Μ Δαμάστας και Ασωπού) για το σχέδιο αντιμετώπισης της τουρκικής στρατιάς. Η πρόταση του Δυοβουνιώτη, λόγω των ολιγάριθμων ελληνικών δυνάμεων (μόλις 1.500 άνδρες), για κατάληψη οχυρών θέσεων μόνο στην περιοχή Γοργοποτάμου – Αλεπόσπιτων, με δυνατότητα υποχώρησης στην Οίτη, απορρίφθηκε, αφού σύμφωνα με τους Διάκο και Πανουργιά έπρεπε να καταληφθούν οι δρόμοι που οδηγούσαν σε Βοιωτία και Σάλωνα ώστε να εμποδιστεί η κάθοδος του τουρκικού στρατού προς νότο. Έτσι αποφασίστηκε να τοποθετηθούν διάσπαρτες δυνάμεις σε όλο το μήκος του Σπερχειού νότια της Λαμίας. Περίπου 400 άνδρες υπό τον Δυοβουνιώτη οχυρώθηκαν σε Γοργοπόταμο – Αλεπόσπιτα – γέφυρα Φραντζή και την ορεινή θέση «Δέμα», θέτοντας φραγμό στη δίοδο προς Δωρίδα. Άλλοι 400 υπό τους Πανουργιά και επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα πήραν θέσεις άμυνας στη Χαλκωμάτα, και 200 υπό τον Κ. Τράκα και τον παπα-Ανδρέα από την Καλοσκοπή (Κουκουβίστα) Φωκίδας εντός του χωριού Ηράκλεια (Μουσταφάμπεη), προστατεύοντας τον δρόμο προς Σάλωνα. Ο Διάκος θα κάλυπτε με 200 άνδρες τη γέφυρα της Αλαμάνας (Καλύβας – Μπακογιάννης) και με 300 των οποίων ηγούνταν ο ίδιος, τις υπώρειες του Καλλιδρόμου στη θέση «Ποριά» κοντά στην Ι.Μ Δαμάστας, κλείνοντας το δρόμο προς Βοιωτία. Συνεπώς οι λιγοστές δυνάμεις των Ελλήνων κλήθηκαν να καλύψουν ένα εκτεταμένο μέτωπο μήκους σχεδόν 12 χλμ χωρίς σύνδεση, εφεδρείες και αλληλοϋποστήριξη μεταξύ τους, υπερασπιζόμενες 5 συνολικά τοποθεσίες απέναντι στον 6πλάσιο όγκο του οθωμανικού στρατού που θα εκκινούσε από Λιανοκλάδι και Λαμία.

 Η μάχη της Αλαμάνας

 

το πεδίο της μάχης

Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις για την ακριβή ημέρα διεξαγωγής της μάχης, η 23η Απριλίου, προκρίνεται ως η πιο σωστή ημερομηνία, σύμφωνα με τους Απ. Βακαλόπουλο, Δ. Κόκκινο και Ιω. Φιλήμονα. Οι Ν. Σπηλιάδης και Χρ. Περραιβός την τοποθετούν στις 14 Απριλίου, ενώ κατά τους Σπ. Τρικούπη, Γ. Κρέμο, Κων. Παπαρηγόπουλο και Λ. Κουτσονίκα υποστηρίζεται η 22α Απριλίου.

Το πρωί της 23ης ο Ομέρ Βρυώνης με 4.000 πεζούς και 800 ιππείς ξεκίνησε από το Λιανοκλάδι και από δυτικά διέβη τον πλημμυρισμένο Σπερχειό και επιτέθηκε αρχικά στις θέσεις των 400 ανδρών του Δυοβουνιώτη σε Γοργοπόταμο – Αλεπόσπιτα. Ο Δυοβουνιώτης μη αντέχοντας την πίεση των 12πλασιων εχθρικών δυνάμεων, υποχώρησε στην ορεινή θέση «Δέμα» προς τα Δυό Βουνά. Στη συνέχεια οι Τούρκοι απερίσπαστοι προσέβαλαν ταυτόχρονα τις θέσεις των 400 ανδρών του Πανουργιά στη Χαλκωμάτα και των 200 του Τράκα που αμύνονταν οχυρωμένοι εντός της Ηράκλειας σε σπίτια, τον μύλο και την εκκλησία του Ι.Ν Ζωοδόχου Πηγής. Η ηρωική αντίσταση του Πανουργιά κάμφθηκε γρήγορα και όταν ο ίδιος μεταφέρθηκε τραυματισμένος στην Ι.Μ Δαμάστας, η άμυνα κατέρρευσε. Ο 43χρονος επίσκοπος Σαλώνων Ησαϊας έπεσε ηρωικά στην υποχώρηση μαζί με τον αδελφό του, ιερομόναχο παπα-Γιάννη και 30 μοναχούς της Ι.Μ Προφήτη Ηλία μαζί με δεκάδες άλλους, ενώ οι υπόλοιποι μαζί με τον Πανουργιά υποχώρησαν προς το Καλλίδρομο. Ο Ομέρ Βρυώνης αφού άφησε λίγες δυνάμεις υπό τους Χασάν Τομαρίτσα και Μεχμέτ Τσαπάρη για την πολιορκία του Τράκα στην Ηράκλεια, στράφηκε ανατολικά με τον κύριο όγκο του στρατού του εναντίον των θέσεων του Διάκου προς Αλαμάνα – Ποριά – Ι.Μ Δαμάστας. Παράλληλα ο Κιοσέ Μεχμέτ, προελαύνοντας από τη Λαμία προς την Αλαμάνα, προσέβαλε κι αυτός ταυτόχρονα από βορρά με 4.000 στρατό τους 500 άνδρες του Διάκου.

Ήταν φανερό ότι καμιά πιθανότητα νίκης δεν υπήρχε. Πλέον ο Διάκος δεχόταν επίθεση από δυτικά και βόρεια από συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις, τουλάχιστον 18πλάσιες. Οι αμυνόμενοι στη γέφυρα της Αλαμάνας περικυκλώθηκαν ενώ οι αξιωματικοί του Διάκου, Καλύβας και Μπακογιάννης, προσπάθησαν να κάνουν αντιπερισπασμό οχυρωμένοι σε ένα χάνι δίπλα στη γέφυρα μαζί με ελάχιστους πολεμιστές (4 ή 10). Ο Διάκος βρισκόταν μπροστά στο δίλημμα της ηρωικής θυσίας ή της διαφυγής μέσω Καλλιδρόμου. Υποχώρησε λοιπόν από τα «Ποριά» στην πιο ορεινή θέση «Μανδροστάματα» κοντά στην Ι.Μ Δαμάστας όπου συνέχισε την αντίσταση, αρνούμενος πρόταση (μάλλον του Βασίλη Μπούσγου) να φύγει με το άλογο που έφερε ο ιπποκόμος του Μπισπιρίγκος με τη φράση: «ο Διάκος δεν φεύγει. Δεν αφήνει τους συντρόφους του». Ο αδελφός του Κωνσταντίνος σκοτώθηκε και το σώμα του χρησιμοποιήθηκε από τον Διάκο ως πρόχωμα. Επιπλέον τραυματίστηκε στο δεξί του χέρι από σφαίρα και το σπαθί του έσπασε. Του έμεναν πια ελάχιστοι άνδρες – λιγότεροι από 30-40 (ή 48). Ανάμεσα στους νεκρούς κείτονταν και ο Ηγούμενος του μοναστηριού, Νεόφυτος, μαζί με ένοπλους καλόγερους. Του έμεναν πια μόνο 10 άνδρες και τραυματισμένος όπως ήταν ο Διάκος και περικυκλωμένος από παντού, έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια των αντιπάλων του. Η τραγική συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Οι Καλύβας και Μπακογιάννης έκαναν απελπισμένη έξοδο από το χάνι για να σώσουν τον αρχηγό τους και βρήκαν ένδοξο θάνατο. Παρά τον ηρωισμό των υπερασπιστών, η μάχη είχε χαθεί και σύμφωνα με τον Ιω. Φιλήμονα πάνω από 200 Έλληνες ήταν νεκροί (ο Χρ. Περραιβός αναφέρει 87 νεκρούς, ο Ν. Σπηλιάδης 100, οι Σπ. Τρικούπης και Δ. Κόκκινος 300). Οι τουρκικές απώλειες περιορίζονταν σε 150 νεκρούς σύμφωνα με τον Φιλήμονα, 600 κατά τον Πουκεβίλ ή 500 κατά τον Μακρυγιάννη.

 Ο μαρτυρικός θάνατος του Διάκου στη Λαμία

 Ο Διάκος οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στη Λαμία. Του έγιναν προτάσεις από τους δύο πασάδες για «προσκύνημα» και εξισλαμισμό που απορρίφθηκαν με περιφρόνηση και γενναιότητα. Ο Ομέρ Βρυώνης γνωρίζοντάς τον προσωπικά από την αυλή του Αλή πασά στα Γιάννενα, ήθελε να τον σώσει προτείνοντάς του συνεργασία με στόχο την κάθοδό του στο Μοριά με συνοδεία προσκυνημένων οπλαρχηγών, αλλά ο διοικητής της Λαμίας, Χαλήλμπεης, απαιτούσε την παραδειγματική του τιμωρία. Έτσι ο ήρωας της Αλαμάνας βρήκε φρικτό μαρτυρικό θάνατο: εκτελέστηκε την επομένη ημέρα 24 Απριλίου με την απάνθρωπη μέθοδο του ανασκολοπισμού στη Λαμία, κοντά στην πλατεία Λαού, όπου και το σημερινό κενοτάφιο, πιθανός τόπος του μαρτυρίου. Γύρω του οι Τούρκοι έστησαν σε πασσάλους τα κομμένα κεφάλια των παλικαριών του, πεσόντων στη μάχη εκ των οποίων και το κεφάλι του Επισκόπου Ησαΐα και του αδελφού του Κωνσταντίνου. Σύμφωνα με οθωμανικά έγγραφα, όπως αναφέρεται στο βιβλίο “Η οργή του σουλτάνου. Αυτόγραφα διατάγματα του Μαχμούτ Β’ το 1821” (σελ. 77), το κεφάλι του και οι σημαίες των επαναστατών στάλθηκαν από τον Κιοσέ Μεχμέτ στην Κωνσταντινούπολη και στις 2/14 Μαΐου εκτέθηκαν στην εξωτερική πύλη του παλατιού.

 Συμπεράσματα-εκτιμήσεις

 Η συντριπτική ήττα και ο βάναυσος τρόπος θανάτου του Διάκου στα χέρια των Τούρκων, τρομοκράτησαν αρχικά το λαό της Ρούμελης, αλλά η ηρωική αντίσταση στην Αλαμάνα, κοντά στις αρχαίες Θερμοπύλες, τον μετέτρεψε στον κατεξοχήν αναγνωρίσιμο μάρτυρα για τον απελευθερωτικό σκοπό, ταυτίζοντάς τον με τον Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωνίδα, διάσημο ήρωα της μάχης εναντίον των Περσών το 480 π.Χ. Η μάχη της Αλαμάνας σώθηκε και στη λαϊκή παράδοση με το γνωστό δημοτικό τραγούδι:

Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκωμάτα

το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ΄ άλλο το Ζητούνι

το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:

‘’Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.

μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;

ουδ΄ ο Καλύβας έρχεται ουδ΄ο Λεβεντογιάννης

Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες’’

Ο Διάκος σαν τ΄ αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,

ψιλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:

‘’Τον ταιφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια,

δωσ’ τους μπαρούτι περισσή και βόλια με τις χούφτες,

γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,

που ναι ταμπούρια δυνατά κι΄ όμορφα μετερίζια’’.

Παίρνουνε τ΄ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,

στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια,

‘’Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε,

Σταθήτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε΄΄

Ψιλή βροχούλα έπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,

τρία γιουρούσια έκαμαν τα τρία αράδα αράδα,

έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.

τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.

βουλώσαν τα κουμπούρια του κι΄ ανάψαν τα τουφέκια,

κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει,

ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες

και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ΄ τη χούφτα

και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνε,

χίλιοι τον παν΄ από μπροστά και χίλιοι από κατόπι

Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:

‘’Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν΄ αλλάξεις,

Να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησία ν΄ αφήσεις;’’

Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:

‘’Πάτε κ’ εσείς κ΄ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε,

εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν΄ αποθάνω.

‘’Αν θέλετε χίλια φλουριά και χίλιους μαχμουτιέδες,

μόνο εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,

όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας’’.

Σαν τ’ άκουσ’ ο Χαλήλμπεης αφρίζει και φωνάζει:

-Χίλια πουγκιά σας δίνω ’γω κι’ ακόμα πεντακόσια,

το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,

γιατί θα σβήσει την Τουρκιά και όλο μας το ντοβλέτι.

Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν,

ολόρθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελούσε.

την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.

’’Σκυλιά κι ά με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη

ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι’ ο καπετάν Νικήτας,

που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το ντοβλέτι. 

  Αποτιμώντας κανείς την αξία της θυσίας του Διάκου και των συντρόφων του σε μια υποθετικά «χαμένη», όπως φάνηκε μάχη, συμπεραίνει αβίαστα ότι η υπόθεση της επανάστασης ωφελήθηκε πολύπλευρα. Σε τακτικό επίπεδο, η αντίσταση στην Αλαμάνα, σ’ αυτή την πρώτη μεγάλη μάχη εκ παρατάξεως της επανάστασης, καθυστέρησε 15 επιπλέον μέρες την τουρκική στρατιά που επέστρεψε στη Λαμία για ανάπαυση και ανεφοδιασμό και έδωσε έτσι πολύτιμο χρόνο στον Κολοκοτρώνη να οργανώσει καλύτερα την πολιορκία της Τρίπολης. Οι νικηφόρες μάχες στη συνέχεια, της Γραβιάς (8 Μαΐου) και των Βασιλικών (26 Αυγούστου), κατέδειξαν ότι η ενίσχυση της Τρίπολης διαμέσου της Στερεάς δεν ήταν εφικτή και όπως ήταν αναμενόμενο η πόλη έπεσε στις 23 Σεπτεμβρίου. Επιπλέον ο σουλτάνος και οι ευρωπαϊκές αυλές κατάλαβαν ότι η καταστολή της επανάστασης δεν ήταν εύκολη υπόθεση απέναντι σε έναν λαό αποφασισμένο να διεκδικήσει με κάθε τίμημα την ελευθερία του. Σε ηθικό επίπεδο, η θυσία του Διάκου κατέστη αιώνιο σύμβολο αντίστασης ενάντια στην τυραννία και φάρος του Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Η επανάσταση και ιδίως η ανατολική Στερεά, μπορεί να έχασε πολύ νωρίς έναν άξιο και γενναίο αρχηγό, αλλά όπως είπε και ο ίδιος στους δημίους του «η Ελλάδα έχει πολλούς Διάκους».

το άγαλμα του Διάκου στη Λαμία

** όλες οι ημερομηνίες που αναφέρονται αφορούν το παλαιό ιουλιανό ημερολόγιο

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979.

Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμοι Ε-Η, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1980-88.

Κόκκινος Διονύσιος Α., Η Ελληνική Επανάστασις, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1957.

Κολοβός Ηλίας, Σουκρού Ιλιτζάκ, Μοχαμάντ Σχαριάτ-Παναχί, Η οργή του σουλτάνου. Αυτόγραφα διατάγματα του Μαχμούτ Β΄ το 1821, εκδόσεις ΕΑΠ, Αθήνα 2021.

Κουτσονίκας Λάμπρος, Γενική Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1863.

Κρέμος Γεώργιος Π., Νεωτάτη Γενική Ιστορία. Ως τέταρτος τόμος συμπληρωματικός της Γενικής Ιστορίας του Αναστασίου Πολυζωίδου, εκδότης Σ. Κ. Βλαστός, Αθήνα 1890.

Λάππας Τάκης, Θανάσης Διάκος, Αθήνα 1949.

Πανουργιάς Πανουργιάς, Πανουργιάδες, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2012.

Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδόσεις Φάρος, Αθήνα 1984.

Περραιβός Χριστόφορος, Απομνημονεύματα πολεμικά 1820-1829, Αθήνα 1836.

Σπηλιάδης Νικόλαος, Απομνημονεύματα, εκδόσεις Χ. Ν. Φιλαδέλφεως, Αθήνα 1851.

Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Α΄, εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα 1993.

Φιλήμων Ιωάννης, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1859.

Φόρτης Σπυρίδων, Βιογραφία Αθανασίου Διάκου, Αθήνα 1874.

 

ΠΗΓΗ: varsos1821.gr

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή