Ακολουθήστε μας

Δημογραφικό

Οταν οι νέοι μας αυτοεξορίζονται

Δημοσιεύτηκε

στις

Γιάννης Μαρίνος

Το δημογραφικό έχει εξελιχθεί σε μείζον πρόβλημα και δυστυχώς η ριζική αντιμετώπισή του δεν περιλαμβάνεται στις προτεραιότητες των πολιτικών μας

«Αιγύπτιος απειλούσε να σφάξει τη βουλγάρα φίλη του». «Συμμορίες γεωργιανών ληστών λυμαίνονται την Αττική». «Αλβανοί κα- κοποιοί επανδρώνουν το οργανωμένο έγκλημα». Το ότι αλλοδαποί κυριαρχούν στα καθημερινά δελτία εγκληματικότητας είναι μια οδυνηρή πραγματικότητα. Συνιστά όμως και απόδειξη της πληθυσμιακής αλλοίωσης στη χώρα μας, που οφείλεται στην τραγική υπογεννητικότητα των Ελλήνων, η οποία οδηγεί σε βαθμιαία εξαφάνιση της ελληνικότητας των κατοίκων της. Τα τελευταία χρόνια είναι ασταμάτητες η μείωση γεννήσεων και η γήρανση του ελληνικού πληθυσμού.

Στις μέρες μας έχουμε πλέον φτάσει οι θάνατοι να είναι ετησίως 36.000 περισσότεροι σε σχέση με τις γεννήσεις. Η δε τάση αυτή προβλέπεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα το έτος 2050, όπως αναμένεται, ο πληθυσμός της Ελλάδας να έχει μειωθεί στα 8 εκατομμύρια (έναντι 10 εκατομμυρίων σήμερα). Και από αυτά τα 8 εκατομμύρια τα 2.800.000 θα είναι γέροντες. Ας σημειωθεί επίσης ότι τη νεανικότητα του ελληνικού πληθυσμού αποδεκατίζει, εκτός από την υπογεννητικότητα, και η φυγή των νεανικότερων ηλικιών, που μεταναστεύουν σε αναζήτηση καλύτερης τύχης.

Και θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι εκείνοι οι νέοι μας που μεταναστεύουν είναι οι διαθέτοντες πτυχία, ταλέντο και υψηλή εξειδίκευση. Με αποτέλεσμα οι ελληνικές επιχειρήσεις μάταια να αναζητούν πια προσωπικό με αυξημένα προσόντα.

Σε σχετικό άρθρο του στην «Καθημερινή» (24/12) ο καθηγητής κ. Νίκος Μαραντζίδης αναφέρει ότι ακόμα και στο μικροσκοπικό Λουξεμβούργο έχουν ήδη εγκα- τασταθεί 4.000 Ελληνες. Περπατάς στους δρόμους του και ακούς να συνομιλούν ελληνικά, επισημαίνει. Ανάλογη εισροή παρατηρείται και στην άλλοτε φτωχή Τσεχία. Ηδη η άλλοτε ακμάζουσα Ελλάδα έχει περι- έλθει στις τάξεις των φτωχότερων χωρών της ΕΕ και μόνο η Βουλγαρία βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση. Και όπως διαπιστώνει ο αρθρογράφος, οι περισσότερες ελληνικές οικογένειες, ανεξαρτήτως βιοτικού επιπέδου, είναι πια εξαγωγείς παιδιών. Στο παρελθόν πολλοί νέοι μας σπούδαζαν στο εξωτερικό αλλά επέστρεφαν αισιόδοξοι ότι θα βρουν απασχόληση ανάλογη με τα προσόντα τους και με αντίστοιχες υψηλότερες αποδοχές. Κανένας δεν έφευγε από την Ελλάδα με την ιδέα ότι δεν θα ξαναγύριζε, όπως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια που είχε σημειωθεί μαζική μετανάστευση ιδίως στη Γερμανία, κυρίως ανειδίκευτων νέων. Φυσικά δεν είναι κακό να φεύγει κανείς από τη χώρα του αναζητώντας καλύτερη τύχη και άλλο να εξαναγκάζεται επειδή δεν βρίσκει θέση ανάλογη με τα προσόντα του..

για τη συνέχεια  ΟικονομικόςΤαχυδρόμος

Συνέχεια ανάγνωσης

Δημογραφικό

Indemography: Η γήρανση του πληθυσμού μας

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Περιγραφή: Tα Ηνωμένα Έθνη έχουν θεσπίσει από το 1990, την πρώτη Οκτωβρίου σαν Διεθνή Ημέρα της Ηλικιωμένων. Η ημέρα αυτή είναι και μια ευκαιρία στις ανεπτυγμένες κυρίως χώρες όπου το πλήθος και το ειδικό βάρος της ηλικιακής αυτής ομάδας αυξάνεται ταχύτατα, να ενσκήψουν στα προβλήματα που αυτή αντιμετωπίζει και, ταυτόχρονα, και στις προκλήσεις που θέτει η δημογραφική γήρανση. Πολλά δε από τα ερωτήματα που τίθενται στις χώρες αυτές είναι κοινά, όπως: ποιες είναι οι συνέργειες για μια ολοκληρωμένη κα συντονισμένη πολιτική, που, εκτός των άλλων, θα επιτρέψει στους ηλικιωμένους να έχουν μια υγιή και ενεργή γήρανση; ποιες οι πολλαπλές προκλήσεις που θέτει η μη αναστρέψιμη μεσοπρόθεσμα δημογραφική αυτή γήρανσης;

Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η διεθνής αυτή ημέρα πέρασε σχεδόν απαρατήρητη -και όχι μόνον από τα ΜΜΕ- παρόλο που η γήρανση προβληματίζει ιδιαίτερα καθώς ενώ ο συνολικός πληθυσμός μας αυξήθηκε κατά 39% ανάμεσα στις αρχές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας και σήμερα, οι 65 ετών και άνω αυξήθηκαν 4,6 φορές (από 520 χιλ. σε 2,4 εκατομμύρια) ενώ οι 85 ετών και άνω πολλαπλασιάστηκαν επι 20 (600 χιλ. σήμερα έναντι 30 μόλις χιλ. το 1951).

Η ραγδαία αυτή αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων αναδεικνύει, εκτός των άλλων, και τη σημασία της προαγωγής της υγείας καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Δεν είναι έτσι τυχαίο ότι το 2024 το κεντρικό θέμα της Διεθνούς Ημέρας των Η.Ε είναι «Γήρανση με αξιοπρέπεια: η σημασία της ενίσχυσης των συστημάτων υγείας και φροντίδας για τους ηλικιωμένους παγκοσμίως». Τα θέματα αυτά, συνήθως απουσιάζουν στη χώρα μας από τον δημόσιο διάλογο για τη γήρανση και τις προκλήσεις που αυτή θέτει, ένα διάλογο που μονοπωλείται από τους οικονομολόγους οι οποίοι δίδουν έμφαση στις αρνητικές συνέπειες που απορρέουν από την αυξανόμενη αναλογία των ηλικιωμένων (περιορισμένες δυνατότητες προσαρμογής στις νέες συνθήκες, μειωμένη κινητικότητα, δυσκολία απόκτησης νέων γνώσεων, ακαμψία στην αγορά της εργασίας κ.λπ.) ενώ επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στην επάγωγη της δημογραφικής γήρανσης ταχύτατη ανάπτυξη των δαπανών που αφορούν, κυρίως, τις συντάξεις και την υγεία/ περίθαλψη των ηλικιωμένων σε συνδυασμό με την μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας. Οι σχέσεις όμως είναι πλέον περίπλοκες απ’ ό,τι συνήθως παρουσιάζονται καθώς υπεισέρχονται τρεις συνιστώσες: η δημογραφική, η οικονομική, και η κοινωνικο-πολιτική (θεσμική). Η τελευταία αυτή διάσταση είναι σχεδόν απούσα στον δημόσιο διάλογο και σε αυτήν αναφερόμαστε συνοπτικά στο δεύτερο μέρος του σύντομου αυτού άρθρου.

Γράφει ο Βύρων Κοτζαμάνης

Tα Ηνωμένα Έθνη έχουν θεσπίσει από το 1990, την πρώτη Οκτωβρίου σαν Διεθνή Ημέρα της Ηλικιωμένων, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη σημασία που αποδίδεται στην ηλικιακή αυτή ομάδα από την διεθνή κοινότητα. Η ημέρα αυτή είναι και μια ευκαιρία στις ανεπτυγμένες κυρίως χώρες όπου το πλήθος και το ειδικό βάρος της ηλικιακής αυτής ομάδας αυξάνεται ταχύτατα, να ενσκήψουν στα προβλήματα που αυτή αντιμετωπίζει και, ταυτόχρονα, και στις προκλήσεις που θέτει η δημογραφική γήρανση, μια γήρανση που οφείλεται τόσο στη συρρίκνωση της γονιμότητας των μεταπολεμικών γενεών όσο και στην αύξηση των προσδόκιμων ζωής μας. Πολλά δε από τα ερωτήματα που τίθενται στις χώρες αυτές είναι κοινά, όπως: ποιες είναι οι συνέργειες για μια ολοκληρωμένη κα συντονισμένη πολιτική, που, εκτός των άλλων, θα επιτρέψει στους ηλικιωμένους να έχουν μια υγιή και ενεργή γήρανση; ποιες οι πολλαπλές προκλήσεις που θέτει η μη αναστρέψιμη μεσοπρόθεσμα αυτή γήρανση;

Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η διεθνής αυτή ημέρα έχει περάσει σχεδόν απαρατήρητη παρόλο που η γήρανση μας προβληματίζει ιδιαίτερα καθώς, ενώ ο συνολικός πληθυσμός μας αυξήθηκε κατά 39% ανάμεσα στις αρχές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας και σήμερα, οι 65 ετών και άνω αυξήθηκαν 4,6 φορές (από 520 χιλ. σε 2,4 εκατομμύρια) ενώ οι 85 ετών και άνω πολλαπλασιάστηκαν επι 20 (600 χιλ. σήμερα έναντι 30 μόλις χιλ. το 1951). Η Ελλάδα έχοντας το 23% του πληθυσμού της 65 ετών και άνω εντάσσεται έτσι στις πλέον γερασμένες χώρες της Ε.Ε ενώ θα παραμείνει στην ομάδα αυτή και τις τρείς επόμενες δεκαετίες. Χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα όμως και από έντονες χωρικές διαφοροποιήσεις καθώς το ποσοστό των 65 ετών και άνω κυμαίνεται από 12,6% (ελάχιστο, Π.Ε Μυκόνου) έως 33,9 % (μέγιστο, Π.Ε Ευρυτανίας), ενώ το ποσοστό των 85 και άνω στον πληθυσμό των ηλικιωμένων αυξάνεται ταχύτατα (6% το 1951 αλλά 16% το 2023). Οδεύουμε, επομένως, προς έναν εκρηκτικό συνδυασμό «γήρανσης» και

«υπεργηρίας» σε σχεδόν από 1 στις 4 Περιφερειακές Ενότητες της χώρας μας, με αποτέλεσμα σύντομα (πολύ πριν από το 2050) να έχουμε μια ομάδα όπου το 1/3 του πληθυσμού τους θα είναι 65 ετών και άνω, ενώ ταυτόχρονα το 1/4 των ηλικιωμένων θα είναι «υπέργηροι». Λαμβάνοντάς υπόψη δε ότι στις μετά το 1970 γενεές έχουμε μείωση της γαμηλιότητας και αύξηση τόσο των διαζυγίων όσο και του ποσοστού αυτών που δεν αποκτήσουν παιδιά θα έχουμε ένα διαρκώς αυξανόμενο πλήθος ατόμων που θα βρεθεί μετά τα 65 του με πολύ λίγα άτομα στο στενό του οικογενειακού περιβάλλον.

Η αύξηση του πλήθους των ηλικιωμένων σε ένα φθίνοντα πληθυσμό δεν αποτελεί φυσικά μια ελληνική ιδιαιτερότητα, καθώς το αυτό ισχύει ήδη σήμερα σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες ενώ στην κατάσταση αυτή θα βρεθούν όλες σχεδόν τις αμέσως επόμενες δυο δεκαετίες. Καθώς δε η ραγδαία αυτή αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων αναδεικνύει, εκτός των άλλων, και τη σημασία της προαγωγής της υγείας καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής δεν είναι τυχαίο ότι το 2024 το κεντρικό θέμα της Διεθνούς Ημέρας των Η.Ε είναι «Γήρανση με αξιοπρέπεια: Η σημασία της ενίσχυσης των συστημάτων υγείας και φροντίδας για τους ηλικιωμένους παγκοσμίως». Στο πλαίσιο αυτό, στη θα συζητηθούν οι πολιτικές, η νομοθεσία και οι πρακτικές που ενισχύουν τα συστήματα υγείας και φροντίδας για τους ηλικιωμένους, θα τονιστεί η επείγουσα ανάγκη για την επέκταση των ευκαιριών κατάρτισης και εκπαίδευσης στη γηριατρική και τη γεροντολογία ως και για την αντιμετώπιση της έλλειψης προσωπικού φροντίδας ενώ θα αναδειχθεί και η σημασία τόσο των ληπτών φροντίδας όσο και των φροντιστών τους.

Τα θέματα αυτά, συνήθως απουσιάζουν στη χώρα μας από τον δημόσιο διάλογο για τη γήρανση και τις προκλήσεις που αυτή θέτει. Οι οικονομολόγοι ειδικότερα που μονοπωλούν το πεδίο δίδουν έμφαση στις αρνητικές συνέπειες που απορρέουν από την αυξανόμενη αναλογία των ηλικιωμένων (περιορισμένες δυνατότητες προσαρμογής στις νέες συνθήκες, μειωμένη κινητικότητα, δυσκολία απόκτησης νέων γνώσεων, ακαμψία στην αγορά της εργασίας κ.λπ.) ενώ επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στην επάγωγη της δημογραφικής γήρανσης ταχύτατη ανάπτυξη των δαπανών που αφορούν, κυρίως, τις συντάξεις και την υγεία/ περίθαλψη των ηλικιωμένων σε συνδυασμό με την μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας.

Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάλυσης βρισκόμαστε μπροστά σε μια σχετικά απλή σχέσης αιτίου- αιτιατού, όπου οι δαπάνες για τους ηλικιωμένους αποτελούν την εξαρτημένη μεταβλητή, η δε δημογραφική γήρανση συνιστά τον καθοριστικό παράγοντα εκτόξευσής τους στα ύψη. Όμως, οι σχέσεις είναι πλέον περίπλοκες απ’ ό,τι

συνήθως παρουσιάζονται καθώς υπεισέρχονται τρεις συνιστώσες: η δημογραφική, η οικονομική, και η κοινωνικο-πολιτική (θεσμική). Όσον αφορά την τελευταία αυτή διάσταση θα ισχυρισθούμε ότι οι ανεπτυγμένες κοινωνίες (της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης) «κατασκεύασαν» εν πολλοίς τη γήρανσή τους: επιθυμώντας να την ταυτίσουν με μια περίοδο κατάκτησης της ελευθερίας σε βάρος των καταναγκασμών του χρόνου πέτυχαν τελικά να διευρύνουν την εξάρτηση των ηλικιωμένων στον οικονομικό, κοινωνικό και ιατρικό τομέα. Με τις πολιτικές δε που υιοθετήθηκαν και που θεωρητικά είχαν ως στόχο τη διεύρυνση της αυτονομίας των ηλικιωμένων, ενίσχυσαν την εξάρτησή τους, ορίζοντάς τους βασικά ως απλούς αποδέκτες υπηρεσιών και περιχαρακώνοντάς τους σε εξειδικευμένα δίκτυα κατανάλωσης, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται ως ομάδα που «επωφελείται» μονομερώς της μεταφοράς κοινωνικών πόρων. Ταυτίζοντας έτσι τη γήρανση με ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα άτομα επιβιώνουν εις «βάρος» της κοινωνίας έθεσαν ταυτόχρονα σε κίνηση τους μηχανισμούς που οδηγούν στην κοινωνική υποβάθμιση της ομάδα αυτής.

Βρισκόμαστε πλέον και στη Ελλάδα – όπως και στις περισσότερες γηράσκουσες ανεπτυγμένες χώρες-, σε μια κρίσιμη καμπή, σε μια αβέβαιη μεταβατική περίοδο. Η μέλλουσα ιστορία της γήρανσής μας δεν έχει ακόμη γραφεί και οι κοινωνικοί φορείς διστάζουν να επιλέξουν ανάμεσα στα υπάρχοντα σενάρια, σενάρια που δεν έχουν ούτε την ίδια οικονομική και κοινωνική βαρύτητα, ούτε τις ίδιες πιθανότητες επαλήθευσης. Η χειρότερη επιλογή συνίσταται, κατά τη γνώμη μας, στον εγκλωβισμό της κοινωνίας μας στις υπάρχουσες δομές και μηχανισμούς λειτουργίας, στους παρόντες μηχανισμούς σύλληψης και θεώρησης των «προβλημάτων», στην εμμονή στα ισχύοντα συστήματα αφαίρεσης κοινωνικών πόρων και αναδιανομής. Η καλύτερη συνίσταται στη διεύρυνση των ηλικιακών συνόρων, στη δημιουργία εναλλακτικών επιλογών ανάμεσα στην εργασία, τον ελεύθερο χρόνο και την εκπαίδευση στη διάρκεια των διαδοχικών κύκλων της ζωής, στη μερική κατάργηση των τειχών που διαχωρίζουν την ενεργή από τη μη ενεργή ζωή, στην ανάδειξη και αξιοποίηση του τεραστίου αποθέματος δυνάμεων και πόρων που κατέχουν τα άτομα της αποκαλούμενης ευσχήμως «τρίτης» ή ακόμη και «τέταρτης» ηλικίας». Συνίσταται, επίσης, στη δόμηση νέων πολιτικών, στην «επανεφεύρεση» της γήρανσης και στην αναδόμηση των θεσμών, στην αλλαγή των νοοτροπιών, στην αναθεώρηση της οπτικής γωνίας σύλληψης και προσέγγισης του «προβλήματος» και, τέλος, στη δυναμική, οργανωμένη εμφάνιση στο προσκήνιο των άμεσα ενδιαφερομένων που θα πάψουν να αποτελούν μόνον στατιστικές κατηγορίες.

Η πρόκληση είναι παρούσα: Από τις λύσεις που θα δοθούν, θα κριθεί και στη χώρα μας αν ο κοινωνικός στιγματισμός, η περιθωριοποίηση των «ηλικιωμένων» -επάγωγο της έως σήμερα θεωρούμενης απουσίας

«συλλογικής χρησιμότητάς» τους- θα αρθεί, εάν το κοινωνικό ρολόι θα προλάβει το βιολογικό, εάν η ανισορροπία ανάμεσα στις δύο βασικές συνιστώσες της γήρανσης (κοινωνική /δημογραφική), είναι δυνατόν να ανατραπεί. Από τις επιλογές που θα γίνουν θα κριθεί επίσης, εάν «ευγενείς» δραστηριότητες (όπως η φροντίδα- θεραπεία) που θεωρούνται σήμερα ακόμη σε μεγάλο βαθμό ως μη «παραγωγικές» θα αποκτήσουν τη θέση που τους ανήκει, ώστε να δυναμιτίσουν την οικονομία του μέλλοντος σε συνδυασμό και με την αυξημένη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών για τους ηλικιακά μεγαλύτερους. Οι τρόποι προσαρμογής μας στη γήρανση ποικίλλουν φυσικά και είναι άμεση συνάρτηση των πολιτικών που θα υιοθετηθούν και του χρόνου που θα έχουμε από τη στιγμή που θα αποφασίσουμε να δράσουμε. Το ερώτημα δε που βάσιμα δύναται να τεθεί είναι εάν οι προαναφερθείσες αναδιαρθρώσεις και ανακατατάξεις μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς -εκτός των άλλων- αλλαγές στο παραγωγικό μας μοντέλο και στους τρόπους παραγωγής και διανομής του συλλογικού πλούτου, αλλαγές που απαιτούνται εξαιτίας -εκτός των άλλων- και των δημογραφικών μας εξελίξεων. Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό θα κριθεί και εάν η συλλογική και διαγενεακή αλληλεγγύη που όλοι επικαλούνται είναι μύθος ή πραγματικότητα…

*Διευθυντής ερευνών, ΙΔΕΜ

Συνέχεια ανάγνωσης

Δημογραφικό

Indemography: Όλο και λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία! Οι γεννήσεις σε ηλικία 40 ετών και άνω και η συμβολή τους στους δείκτες γονιμότητας

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Η μετατόπιση της ηλικίας απόκτησης παιδιών σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία είναι η κύρια αιτία της έκρηξης αυτής αν και ,την τελευταία δεκαετία, έπαιξαν κάποιο ρόλο η αύξηση του πλήθους και του ειδικού βάρους των 40+ στον πληθυσμό αναπαραγωγικής ηλικίας καθώς και οι πρόοδοι των τεχνικών υποβοηθουμένης γονιμότητας και η προσφυγή σε αυτές ενός όλου και μεγαλύτερου αριθμού ζευγαριών.

Του Βύρωνος Κοτζαμάνη*

Εάν εξετάσουμε την μεταβολή του πλήθους των γεννήσεων μετα το 1990 ανά μεγάλες ηλιακές ομάδες θα διαπιστώσουμε ότι ενώ το σύνολό τους μειώθηκαν σημαντικά (-30%) οι προερχόμενες από γυναίκες ηλικίας 40 και άνω γεννήσεις πενταπλασιάσθηκαν «ζυγίζοντας» 7 φορές περισσότερο (1,4% του συνόλου στις αρχές της δεκαετίας του ’90, 9-10% το 2023-24), ενώ την ίδια περίοδο οι γεννήσεις από γυναίκες ηλικίας 30-39 ετών σχεδόν διπλασιάσθηκαν και οι προερχόμενες από τις ηλιακές ομάδες 20-29 και <20 ετών κατέρρευσαν.

Που οφείλεται όμως η «έκρηξη» των μετα τα 39 έτη γεννήσεων; Πόσο «ζυγίζει» η γονιμότητα των γυναικών 40-49 ετών στους ετήσιους δείκτες (δείκτες που μόλις υπερβαίνουν το 1,3 παιδιά/γυναίκα) σήμερα και πριν από 30 χρόνια; ποια η συμμετοχή της γονιμότητας των 40-49 ετών στον τελικό αριθμό παιδιών που έφεραν στο τέλος του αναπαραγωγικού τους κύκλου (στα 50 τους έτη) οι γυναίκες των διαδοχικών γενεών;

Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι σαφείς. Η μετατόπιση της ηλικίας απόκτησης παιδιών σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία είναι η κύρια αιτία της έκρηξης αυτής αν και ,την τελευταία δεκαετία, έπαιξαν κάποιο ρόλο η αύξηση του πλήθους και του ειδικού βάρους των 40+ στον πληθυσμό αναπαραγωγικής ηλικίας καθώς και οι πρόοδοι των τεχνικών υποβοηθουμένης γονιμότητας και η προσφυγή σε αυτές ενός όλου και μεγαλύτερου αριθμού ζευγαριών. Όσον αφορά την συμμετοχή τους στους ετήσιους δείκτες γονιμότητας, αν και αυξάνουσα, η είναι περιορισμένη. Περιορισμένη επίσης είναι και η συμμετοχή στον τελικό αριθμό παιδιών που έκαναν οι γυναίκες που γεννήθηκαν το 1951, 1961, 1971 και το 1981: αν η γονιμότητα των 40 + ήταν μηδενική οι 1000 γυναίκες που γεννήθηκαν το 1951 θα έκαναν 2023 αντί για 2048 παιδιά ( 25 λιγότερα), αυτές που γεννήθηκαν το 1961 39 λιγότερα (1850 αντί για 1889) και οι γεννηθείσες το 1981 1410 αντί 1505 (95 λιγότερα). `

Οι πρόοδοι των τεχνικών υποβοηθουμένης γονιμότητας και η διευρυμένη πρόσβαση σε αυτές δεν πρόκειται να οδηγήσουν τις δυο επόμενες δεκαετίες σε μια αύξηση των προερχομένων από γυναίκες 40 ετών και άνω γεννήσεων, ακόμη και αν συνεχισθεί η αύξηση της μέσης ηλικίας στην τεκνογονία, καθώς το πλήθος των γυναικών των ηλικιών αυτών, εν απουσία μετανάστευσης, θα μειωθεί σημαντικά (κατά 35% ανάμεσα στο 2022 και το 2042). Οι γεννήσεις αυτές θα συμβάλλουν περιορισμένα όμως και στην τελική γονιμότητα των γενεών, στον αριθμό δηλαδή των παιδιών που θα φέρουν κατά μέσο όρο στον κόσμο όσοι γεννήθηκαν μετά το 1981. Η ανακοπή των πτωτικών τάσεων και η ανόρθωση των δεικτών γονιμότητας είναι επομένως ανέφικτη εάν δεν δημιουργηθεί στη χώρα μας ένα εξαιρετικά ευνοϊκό για την δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση του επιθυμητού αριθμού παιδιών περιβάλλον που θα επιτρέψουν στις νεότερες γενεές να φέρουν στο κόσμο τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν. Αυτό το περιβάλλον, αν δημιουργηθεί, εκτός του ότι θα οδηγήσει στον περιορισμό και των ιδιαίτερα υψηλών ποσοστών ατεκνίας και στην επιβράδυνση της αύξησης της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών, θα επιτρέψει ταυτόχρονα σε όσους επιθυμούν να κάνουν ένα δεύτερο και στη συνέχεια ένα τρίτο κ.ο.κ παιδί να υλοποιήσουν επιθυμία τους αυτή.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ

Οι γεννήσεις στη χώρα μας που τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες υπερβαίνουν τις 140 χιλ. συρρικνώνονται ταχύτατα μετά το 1980, τα δυο δε τελευταία χρόνια είναι λιγότερες και από 73 χιλ. παρόλο που το πλήθος των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία (20-49 ετών) το 2023-24 ελάχιστα διαφοροποιείται από αυτό πρώτης μεταπολεμικής της περιόδου (1,9 εκατομ. σήμερα έναντι 1,7-1,9 το 1951-1979). Εξετάζοντας δε τις μεταβολές τους ανά μεγάλες ηλιακές ομάδες θα διαπιστώσουμε ότι αν το σύνολο των γεννήσεων μειώθηκε σημαντικά μετά το 1990 οι προερχόμενες από γυναίκες ηλικίας 40 ετών και άνω υπερπενταπλασιάσθηκαν (1,45 χιλ. το 1991-92, 7,5 χιλ. το 2023-24), με αποτέλεσμα να

«ζυγίζουν» 7 φορές περισσότερο: 1,4% του συνόλου στις αρχές της δεκαετίας του ’90, 8-9% το 2023-24 (Πίνακας 1). Την ίδια περίοδο οι γεννήσεις που προήλθαν από γυναίκες ηλικίας 30-39 ετών σχεδόν διπλασιάσθηκαν (28,5 χιλ. το 1991-92, 45 χιλ. το 2023-24), ενώ οι προερχόμενες από τις ηλιακές ομάδες 20-29 και <20 ετών κατέρρευσαν καθώς αποτελούν πλέον μόνον το 27% και 2,5% του συνόλου έναντι του 65% και 7% σαράντα χρόνια πριν.

Η ταχύτατη αυξητική τάση των προερχομένων από την τελευταία δεκαετία του αναπαραγωγικού κύκλου των γυναικών γεννήσεων οφείλεται εν μέρει μόνον στην αύξηση του ειδικού βάρους των 40-49 ετών στο εσωτερικό της ομάδας 20-49 ετών την περίοδο αυτή (από 30% το 1991 στο 42% το 2023). Οφείλεται βασικά στο ότι οι γυναίκες που βρίσκονται σε ηλικία απόκτησης παιδιών τις τελευταίες τέσσερεις δεκαετίες κάνουν τα παιδιά τους σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, γεγονός που αποτυπώνεται και στη μέση ηλικία στην τεκνοποίηση τόσο στο σύνολο των γεννήσεων όσο και στην απόκτηση του πρώτου παιδιού( Πίνακας 1). Η ηλικία αυτή μετά από μια πρώτη περίοδο μείωσης ανάμεσα στο 1956 και τις αρχές της δεκαετίας του’80 αυξάνεται ταχύτατα: +7,4 σχεδόν χρόνια στο σύνολο των γεννήσεων ανάμεσα στο 1984 (25,9 έτη) και το 2023 (32,3) και +7 έτη στην απόκτηση του πρώτου παιδιού. Οφείλεται τέλος, εν μέρει, και στις προόδους των τεχνικών υποβοηθουμένης γονιμότητας ως και στην προσφυγή σε αυτές ενός όλου και μεγαλύτερου αριθμού ζευγαριών γεγονός που αποτυπώνεται και στην αύξηση του ειδικού βάρους των πολυδυνάμων τοκετών, το ποσοστό των οποίων τριπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1981 και τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας.

Πίνακας 1

Έτος

Γεννήσεις

Γεννήσεις γυναικών 40-49 ετών,

% του συνόλου

Γυναίκες

20-49

ετών

Γυναίκες

40-49 ετών,

% των γυναικών 20-49 ετών

Ετήσιοι δείκτες

γονιμότητάς

Μέση ηλικία στη γέννηση (έτη)

Διάμεση ηλικία στη γέννηση (έτη)

Μέση ηλικία στη γέννηση (έτη)

Συμβολή της γονιμότητας των 40-49 ετών στον ετήσιο δείκτη

(%)

.000

Eκατομ.

παιδιά/

γυναίκα

όλες οι

γεννήσεις

όλες οι

γεννήσεις

Πρώτες

γεννήσεις

1951

155,42

1,71

28,1

1961

150,72

2,42

1,90

26,7

2,13

28,7

26,0

3.62

1971

141,13

2.47

1,85

33,0

2,32

27,4

25,0

2.29

1981

140,95

1.62

2,00

34,8

2,09

26.1

27,5

24,2

1.66

1991

102,62

1.38

2,08

29,7

1,36

27,4

25,7

1.58

2001

102,28

2.29

2,37

30,8

1,24

29,3

27,7

2.55

2011

106,12

4.59

2,34

35,3

1,39

30,5

29,3

4,30

2012

100,19

4.93

2,31

35,9

1,34

30,7

29,6

4,57

2013

93,97

5.25

2,27

36,5

1,29

30,9

31,8

29,9

4,83

2014

92,04

5.30

2,22

37,6

1,30

31,3

32,0

30,0

4,78

2015

91,69

5.89

2,18

38,3

1,33

31,3

32,3

30,2

5,23

2016

92,73

6.46

2,15

38,9

1,38

31,4

32,4

30,3

5,61

2017

88,44

6.97

2,11

39,3

1,35

31,5

32,5

30,4

5,98

2018

86,33

7.55

2,07

39,7

1,35

31,6

32,6

30,4

6.40

2019

84,76

8.20

2,03

40,0

1,34

31,7

32,7

30,6

6,87

2020

84,5

8.23

2,00

40,4

1,39

31,7

32,7

30,7

6,74

2021

85,35

9.52

1,95

41,1

1,43

32,1

33,0

31,0

7,76

2022

76,1

9.74

1,91

41,7

1.32

32,2

33,0

31,0

7,82

2023

72,0*

10,0

1,87*

41,9*

<1,30

>32,2*

>33,2*

31,2 *

8,0*

2024

<70.5*

8,5 *

2032

1,63*

37,3*

2042

1,45*

34.9*

*Εκτιμήσεις

Πηγή : ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat, επεξεργασία των δεδομένων ΙΔΕΜ

 

‌* Διευθυντής ερευνών, ΙΔΕΜ

https://indemography.gr

Την περίοδο δε που οι προεχόμενες από γυναίκες ηλικίας 40 ετών και άνω γεννήσεις αυξάνονται μειώνονται ταχύτατα και οι ετήσιοι δείκτες γονιμότητας (δείκτες που δεν επηρεάζονται από το πλήθος των γυναικών 20-49 ετών και την ποσοστιαία κατανομή τους ανά ηλικία). Οι δείκτες αυτοί καταρρέουν καθώς από 2,0 παιδιά/γυναίκα τα πρώτα έτη της δεκαετίας του ‘80 συρρικνώνονται στο 1,3 το 2023-24, έχοντας λάβει ακόμη χαμηλότερες τιμές το 1998-2001(1,23-1,25). Η συνεχής αύξηση της μέσης και ηλικίας και η διακύμανσή των ετήσιων δεικτών μετα το 1984 σε επίπεδα χαμηλότερα του 1,5 παιδιά /γυναίκα (Πίνακας 1), επίπεδα που υπολείπονται σημαντικά του «ορίου αναπαραγωγής» (των 2,05 δηλαδή παιδιών/γυναίκα που «απαιτούνται» για να μην μειωθεί μεσο-μακροπρόθεσμα, εν απουσία μετανάστευσης ο πληθυσμός μας) αποτυπώνουν έμμεσα και τη μείωση της τελικής γονιμότητας των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1935. Όλες αυτές οι γενεές, ιδιαίτερα όμως όσες γεννήθηκαν μετά τα τέλη τις δεκαετίας του ‘50 έκαναν όλο και λίγο λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία: 2 παιδιά στα 26 τους οι γεννηθείσες το 1955 αλλά μόνον 1,5 στα 31έτη όσες γεννήθηκαν το 1981 (Πίνακας 2).

Πόσο όμως «ζυγίζει» η γονιμότητα των 40-49 ετών στους ετήσιους δείκτες σήμερα και πριν από 30 χρόνια; Η συμμετοχή στους δείκτες αυτούς, αν και αυξάνουσα είναι περιορισμένη (Πίνακας 1, τελευταία στήλη): 1,6 % το 1991 και 8% το 2023- 24, γεγονός που σημαίνει ότι αν οι γεννήσεις αυτές δεν υπήρχαν οι τιμές των ετήσιων δεικτών θα ήταν ελάχιστα χαμηλότερες (μόλις κατά 0,01-0,2 παιδιά/γυναίκα).

Το ίδιο ερώτημα μπορούμε φυσικά να θέσουμε και για την γονιμότητα των γενεών: ποια δηλαδή η συμμετοχή της γονιμότητας των 40-49 ετών στον τελικό αριθμό παιδιών που έφεραν στο τέλος του αναπαραγωγικού τους κύκλου-στα 50 τους έτη- οι γυναίκες που γεννήθηκαν το 1951, 1961, 1971 και το 1981; (Πίνακας 2). Από τις αναλύσεις του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών προκύπτει ότι αν η γονιμότητα των 40+ ήταν μηδενική οι 1000 γυναίκες που γεννήθηκαν το 1951 θα έκαναν 25 παιδιά λιγότερα (2023 αντί για 2048 παιδιά), αυτές που γεννήθηκαν το 1961 39

λιγότερα (1850 αντί για 1889) και οι γεννηθείσες το 1981 1410 αντί 1505 (95 λιγότερα). Επομένως η συμβολή της γονιμότητας των 40-49 ετών στον τελικό αριθμό των παιδιών που έκαναν οι γενεές 1951-1981 παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη.

Πίνακας 2

Γενεές

Τελική γονιμότητα

Ποσοστό

%

ατεκνίας

Μέση ηλικία των γενεών στη

γέννηση (έτη)

Συμβολή της γονιμότητας των

40-49 ετών στη τελική γονιμότητα των γενεών (%)

Παιδιά

/γυναίκα

όλες οι γεννήσεις

1930-35

2,25

13,0

28,0*

3,0*

1951

2,05

9,5

26,2

1,2

1956

1,98

9,6

25,8

1,3

1961

1,89

11,3

26,2

2.1

1966

1,75

15,8

27,5

3,1

1971

1,57

21,5

29,1

4,0

1976

1,55

23,0

30,4

5,6

1981*

1,50*

24,0*

31,0*

6,3*

1986*

1,45*

25,0*

31,5*

7,0*

*Εκτιμήσεις

Πηγή : ΕΛΣΤΑΤ, επεξεργασία των δεδομένων ΙΔΕΜ

Οι πρόοδοι των τεχνικών υποβοηθουμένης γονιμότητας και η διευρυμένη πρόσβαση σε αυτές με την κάλυψη του κόστους τους δεν πρόκειται , ακόμη και αν συνεχισθεί η αύξηση της μέσης ηλικίας στην τεκνογονία, να οδηγήσουν τις δυο επόμενες δεκαετίες σε αύξηση των προερχομένων από γυναίκες 40 ετών και άνω γεννήσεων καθώς το πλήθος των γυναικών των ηλικιών αυτών εν απουσία μετανάστευσης θα μειωθεί από 795 χιλ. το 2022 στις 600 χιλ. το 2032 και στις 500 χιλ. το 2042 (-37%). Οι γεννήσεις δε αυτές λίγο θα συμβάλλουν και στον αριθμό των παιδιών που θα φέρουν κατά μέσο όρο στον κόσμο οι γενεές που γεννήθηκαν μετά τα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Για να ανακοπεί η πτωτική πορεία και, στη συνέχεια για να ανορθωθεί η γονιμότητα των γενεών αυτών θα πρέπει να δημιουργηθεί στη χώρα μας ένα εξαιρετικά ευνοϊκό για την δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση του επιθυμητού αριθμού παιδιών ο περιβάλλον. Το περιβάλλον αυτό θα οδηγήσει στη μείωση στις νεότερες γενεές των ποσοστών ατεκνίας και στην επιβράδυνση της αύξησης της ηλικίας απόκτησης παιδιών και, ταυτόχρονα, θα δώσει την δυνατότητα σε όσους επιθυμούν να κάνουν ένα δεύτερο και στη συνέχεια ένα τρίτο κ.ο.κ παιδί να υλοποιήσουν την επιθυμία τους αυτή.

Τους βασικούς άξονες για την επίτευξη του στόχου αυτού έχουμε ήδη εκθέσει σε προηγούμενες δημοσιεύσεις του ΙΔΕΜ και δεν θα επανέλθουμε. Θα υπενθυμίσουμε απλά ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται με βάση τόσο τις αναλύσεις μας όσο και αυτές ερευνητικών ιδρυμάτων της αλλοδαπής στις χώρες εκείνες που χαρακτηρίζονται: ι) από το μεγαλύτερο «χάσμα»

-fertility gap- ανάμεσα στον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν οι γενεές 1970-75 και σε αυτόν που θα αποκτήσουν (οι Γαλλίδες των γενεών αυτών π.χ θα κάνουν 5% λιγότερα παιδιά από αυτά που επιθυμούν, ενώ εμείς θα κάνουμε 20% λιγότερα) και ιι) από την μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στο ποσοστό των γυναικών που επιθυμούν να αποκτήσουν ένα τουλάχιστον παιδί και στο ποσοστό εκεινων που θα μείνουν άτεκνες, με αποτέλεσμα το ποσοστό ατεκνίας στις γενεές που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 να εγγίζει στην Ελλάδα το 23% στο έναντι του 15% στη Γαλλία. Οι προαναφερθείσες διαφορές αποτυπώνουν και τις διαφοροποιημένες πολιτικές ανάμεσα στις δυο χώρες, πολιτικές που έχουν σαν αποτέλεσμα στην μεν Γαλλία όλες οι μεταπολεμικές γενεές μέχρι και αυτές του 1980 να αποκτούν λίγο περισσότερα από 2 παιδιά/ γυναίκα σε αντίθεση με τη χώρα μας όπου όλες οι μετά το 1960 γενεές απέκτησαν λιγότερα από 2 παιδιά, οι δε νεότερες από αυτές πολύ λιγότερα (μόλις1,5 παιδιά/ όσες γεννήθηκαν το 1981)….

 

*Ο Βύρων Κοτζαμάνης είναι Δρ. Ανθρωπιστικών Επιστημών. Καθηγητής Δημογραφίας και Επιστημονικός Υπεύθυνος του χρηματοδοτουμένου από το ΕΛΙΔΕΚ ερευνητικού προγράμματος “Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα» (2020-23). Ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και εν συνεχεία καθηγητής Δημογραφίας στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (ΤΜΧΠΠΑ) και επισκέπτης-συνεργαζόμενος ερευνητής του Εθνικού Ινστιτούτου Δημογραφίας της Γαλλίας. Διευθυντής του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Π.Θ. (1998-2019) και του ελληνο-γαλλικού Master (Παν. Θεσσαλίας και Bordeaux) “Πληθυσμός, Ανάπτυξη, Στρατηγικές Προοπτικές” (2007-2016). Εμπειρογνώμων της ΕΕ στο πλαίσιο της Τεχνικής Βοήθειας (PHARE and CARDS) για την αναδιοργάνωση των Στατιστικών Υπηρεσιών των βαλκανικών χωρών.

Πρόεδρος και εν συνεχεία επίτιμος Πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Γαλλόφωνων Δημογράφων και Πρόεδρος της Διεθνούς Επιστημονικής Ένωσης Demobalk. Επιστημονικός υπεύθυνος ερευνητικών προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από εθνικούς και διεθνείς φορείς, συγγραφέας και επιμελητής βιβλίων για τις δημογραφικές εξελίξεις στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια ως και δεκάδων άρθρων που πραγματεύονται θέματα αναπαραγωγής του πληθυσμού, μετανάστευσης, σύστασης και διάλυσης των συμβιώσεων και δημογραφικής πολιτικής .

Ερευνητικά πεδία: οι δημογραφικές εξελίξεις στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, οι επιπτώσεις της κρίσης στις δημογραφικές συνιστώσες στις χώρες της νοτίου Ευρώπης, δημογραφικές προβολές και δημογραφικές πολιτικές, χωρικές διαστάσεις των δημογραφικών συνιστωσών, μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές στην Ελλάδα.

Λωφ. Συγγρού 154, Αθήνα, 17671

Συνέχεια ανάγνωσης

Δημογραφικό

Νέα ανάρτηση Ελον Μασκ για το δημογραφικό της Ελλάδας

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Σε μόνιμη αγωνία για το δημογραφικό της Ελλάδας φαίνεται να βρίσκεται ο Ελον Μασκ.

Μετά την ανάρτησή του στις 15 Απριλίου όπου έκανε λόγο για πληθυσμιακή κατάρρευση της χώρας μας, ο Μασκ επανήλθε σήμερα με μία ακόμη αναφορά του στο X, γράφοντας:

«Ουάου, ο αριθμός των ανθρώπων που πέθαναν είναι περίπου διπλάσιος από όσα βρέφη γεννήθηκαν στην Ελλάδα».

ΠΗΓΗ: Ναυτεμπορική

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή