Ακολουθήστε μας

Ανδρέας Θεοφάνους

Ανδρέας Θεοφάνους: Οι οικονομικές προκλήσεις και το διεθνές περιβάλλον

Δημοσιεύτηκε

στις

Του Ανδρέα Θεοφάνους*

Αναμφίβολα η Κύπρος αντιμετωπίζει σήμερα σοβαρές προκλήσεις στο οικονομικό πεδίο οι οποίες επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών καθώς και τις μελλοντικές προοπτικές της χώρας. Τα ζητήματα που έχουμε ενώπιον μας έχουν τόσο ενδογενή όσο και εξωγενή αίτια. Κάτω απ’ αυτές τις περιστάσεις είναι καθοριστικής σημασίας να κατανοήσουμε τα πολύπλοκα δεδομένα και να τοποθετηθούμε ανάλογα.

Στη σημερινή συγκυρία οι πολίτες βιώνουν, μεταξύ άλλων, το πρόβλημα της ακρίβειας. Και ενώ σύμφωνα με τις ανακοινώσεις ο πληθωρισμός έχει περιορισθεί κάτω από το 5% η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σκληρή. Εάν αξιολογήσουμε τις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών θα διαπιστώσουμε ότι οι αυξήσεις είναι σαρωτικές, κυμαίνονται μεταξύ 25% και 50%: το κόστος στέγασης, η τιμή του ρεύματος, της βενζίνης, του πετρελαίου, της διατροφής, οι τιμές των αυτοκινήτων και ούτω καθ’ εξής. Σημειώνεται επίσης ότι οι δόσεις δανειοληπτών των οποίων τα συμβόλαια προέβλεπαν κυμαινόμενα επιτόκια έχουν αυξηθεί κατά πολύ – σε κάποιες περιπτώσεις μέχρι και 50%.

Δεν είναι επίσης υπερβολή να λεχθεί ότι τα πραγματικά εισοδήματα της πλειοψηφίας των εργαζομένων αλλά και των συνταξιούχων έχουν μειωθεί σε σχέση με το 2010. Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν απανωτές κρίσεις οι οποίες διαμόρφωσαν ένα ζοφερό σκηνικό σε διεθνές επίπεδο: η κρίση της Ευρωζώνης, η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Τα δεδομένα αυτά συνέβαλαν στη δημιουργία πολύ δύσκολων συνθηκών. Με τις εξελίξεις στο Ισραήλ και τη Γάζα τα προβλήματα αυξάνονται. Είναι προφανές ότι η άνοδος των τιμών δεν μπορεί να αναχαιτισθεί μόνο με μια περιοριστική νομισματική πολιτική.

Ένας βασικός άξονας της κυπριακής οικονομίας ήταν και εξακολουθεί να είναι ο τομέας ακινήτων. Όπως εξελίχθηκαν τα δεδομένα με πωλήσεις οικιών και διαμερισμάτων σε υπηκόους άλλων χωρών οι τιμές καθώς και τα ενοίκια εκτοξευθήκαν στα ύψη. Το 1993 θα μπορούσε κάποιος να αγοράσει ένα διαμέρισμα τριών υπνοδωματίων σε κεντρική περιοχή της Λευκωσίας στην τιμή των £42.000 (€71.820). Σήμερα το ίδιο διαμέρισμα στην ίδιο περιοχή ξεπερνά τις €350.000. Στην ίδια περιοχή το ενοίκιο σε ένα τέτοιο διαμέρισμα θα ήταν την ίδια περίοδο γύρω στις £180 (€307,8) μηνιαίως. Σήμερα προσεγγίζει τα €1.000. Πέραν τούτου, το ενοίκιο που καταβάλλουν σήμερα οι νέοι ως ποσοστό του μισθού τους είναι πολύ πιο ψηλό από ό,τι πριν περίπου 30 χρόνια.

Η κατάσταση αυτή φέρνει τη νεότερη γενιά σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Είναι πολύ δύσκολο σήμερα για ένα νέο/μια νέα να αποκτήσει ιδιόκτητο διαμέρισμα ή κατοικία χωρίς τη βοήθεια των γονιών. Η υφιστάμενη κατάσταση πρέπει να αντιστραφεί καθώς τυχόν διαιώνισή της θα έχει ζοφερά αποτελέσματα.

Δεν υπάρχει σήμερα ένα ολοκληρωμένο οικονομικό υπόδειγμα. Δυστυχώς η κυπριακή οικονομία ως έχει σήμερα δεν μπορεί να απορροφήσει όλους τους νέους/τις νέες σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. Πέραν τούτου, με την ευρωπαϊκοποίηση και την παγκοσμιοποίηση ο πρωτογενής και δευτερογενής τομέας συρρικνώθηκαν. Επιπρόσθετα, σ΄ ένα μεγάλο βαθμό το τραπεζικό σύστημα καθώς και άλλοι μεγάλοι οργανισμοί σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας ανήκουν σήμερα σε ξένα κεφάλαια. Τα δεδομένα όπως έχουν εξελιχθεί εγείρουν σοβαρά ερωτήματα. Είναι δυνατόν να ανακοπεί αυτή η πορεία;

Το ζητούμενο είναι πώς η Κύπρος μπορεί να προωθήσει τομείς οικονομικής δραστηριότητας που να δημιουργούν πρόσθετη αξία. Στη σημερινή συγκυρία λαμβάνοντας υπ΄ όψιν όλα τα δεδομένα η Κύπρος πρέπει να κινηθεί με γοργούς ρυθμούς προς τη δημιουργία υποδομών που θα την καταστήσουν περιφερειακό παροχέα ανθρωπιστικών κρίσεων. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι δυνατό να συμβάλουν η ΕΕ καθώς και διεθνείς οργανισμοί.

Είναι κατανοητό ότι η Κύπρος ως κράτος της Ευρωζώνης έχει σοβαρούς περιορισμούς στην εξάσκηση οικονομικής πολιτικής. Επιπρόσθετα, είναι αναμενόμενο να επηρεαζόμαστε ως χώρα και από τις διεθνείς πολιτικές και τις οικονομικές εξελίξεις.

Παρά ταύτα, υπάρχουν πεδία δράσης τα οποία πρέπει να αναζητηθούν. Η δημοσιονομική και ευρύτερη οικονομική πολιτική δεν είναι μόνο ζήτημα επίτευξης ισοζυγισμένου προϋπολογισμού ή ακόμα και πλεονάσματος.  Το κράτος πρέπει να αναλάβει σοβαρά τον στρατηγικό, κοινωνικό και επιδιαιτητικό του ρόλο. Είναι επιτακτικό όπως ως αποτέλεσμα της οικονομικής δραστηριότητας να δημιουργείται επαρκής αριθμός θέσεων απασχόλησης με ικανοποιητικούς μισθούς.

Παρά το γεγονός ότι η Κύπρος αντιμετώπισε τον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης το 2013 και δέχθηκε ένα πολύ σκληρό Μνημόνιο εξυγίανσης εν τούτοις δεν προχώρησε επαρκώς με τον εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών και εσόδων καθώς και στην εξυγίανση του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η κατάσταση αυτή έχει ευρύτερες αρνητικές προεκτάσεις. Θα αναφερθώ μόνο σε τρία παραδείγματα τα οποία συχνά αποτελούν ζητήματα συζήτησης στα ΜΜΕ καθώς και σε άλλα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.

Πρώτο, θεωρώ ότι το συνταξιοδοτικό πρέπει να τύχει περαιτέρω επεξεργασίας με στόχο τον εξορθολογισμό του καθώς και τη δημιουργία ενός δίκαιου συστήματος. Βασικός πυλώνας αυτής της φιλοσοφίας θα πρέπει να είναι η ύπαρξη ενός κατώτατου και ανώτατου ποσού κρατικής σύνταξης. Για παράδειγμα, μπορεί η κατώτατη κρατική σύνταξη να είναι €750 και η ανώτατη €4.750. Θα πρέπει επίσης να υπάρχει συμψηφισμός κρατικών συντάξεων ενώ ταυτόχρονα εννοείται ότι θα λαμβάνονται υπ’ όψιν οι αποκοπές των εργαζομένων για τον υπολογισμό της σύνταξής τους.

Δεύτερο, επειδή συχνά γίνεται λόγος για κακοδιαχείριση σε δημόσιους οργανισμούς φέρω ως παράδειγμα το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Εάν συνεχισθούν οι υφιστάμενες πρακτικές δεν θα αποφευχθεί μια μεγάλη κρίση στο εν λόγω ίδρυμα. Μεταξύ άλλων, πρέπει να επαναξιολογηθεί το ύψος της κρατικής χορηγίας καθώς και ο τρόπος διάθεσης όλων των εσόδων του Οργανισμού. Είναι επίσης, μεταξύ άλλων, επιβεβλημένο να υπάρξουν κάποιες συγκρίσεις σε σχέση με το τι γίνεται σε ξένα πανεπιστήμια. Γενικά, τα έσοδα των πανεπιστημίων προκύπτουν από κρατικές χορηγίες, δίδακτρα, ιδιωτικές χορηγίες καθώς και πόρους από ερευνητικά προγράμματα. Θεωρώ ότι εάν γίνουν οι ανάλογες μετρήσεις και συγκρίσεις θα διαπιστωθεί ότι υπάρχουν σοβαρά περιθώρια βελτίωσης (περιλαμβανομένου εξοικονόμησης πολύτιμων πόρων) του τρόπου λειτουργίας του Πανεπιστημίου Κύπρου. Και πρέπει να κατανοηθεί ότι το κράτος δεν έχει απεριόριστους πόρους. Είναι επίσης καθοριστικής σημασίας να συγκριθεί ο τρόπος διοίκησης του Πανεπιστημίου Κύπρου με αυτά του εξωτερικού – μεταξύ άλλων, ποιος είναι ο ρόλος και οι αρμοδιότητες του εκάστοτε διοικητικού και πρυτανικού συμβουλίου, καθώς και του διοικητικού προσωπικού. Στα πλαίσια αυτά είναι απαραίτητο να υπάρχει διάκριση εξουσιών και αρμοδιοτήτων. Εάν αυτές οι αρχές παραβιάζονται, αναπόφευκτα πλήττεται η χρηστή διοίκηση με αρνητικές προεκτάσεις.

Τρίτο, είναι σημαντικό να επαναξιολογηθεί το χάσμα που υπάρχει στους όρους απασχόλησης μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Το χάσμα αυτό, που δεν τολμά κανένας να αγγίξει, είναι μια από τις βασικές γενεσιουργούς αιτίες των πελατειακών σχέσεων. Από αυτό προκύπτουν πολλές στρεβλώσεις οι οποίες διαιωνίζονται.

Εν κατακλείδι θεωρώ ότι η Κύπρος δεν μπορεί να συνεχίσει με τον τρόπο που λειτουργεί σήμερα. Θα πρέπει να υπάρξουν υπερβάσεις για την εθνική επιβίωση και την κοινωνική δικαιοσύνη.

 

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ανδρέας Θεοφάνους

Απαιραίτητη η παρουσία της Κύπρου στη διεθνή αγορά προβολής ιδεών

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Ανυπαρξία της Μεταλονήσου στη μη επαρκή κατανόηση του ρόλου των δεξαμενών σκέψης και της συστηματικής παρουσίας στη διεθνή αγορά προβολής και ανταλλαγής ιδεών.

Η Τουρκία δεν αρκείται στη στρατιωτική της ισχύ. Αντιλαμβάνεται τη σημασία της ηθικής υπεροχής και της διακίνησης ιδεών στο διεθνές πεδίο.

Του Ανδρέα Θεοφάνους

Όπως έχει ήδη δημοσιευθεί, η τουρκική κυβέρνηση προχώρησε σε έκδοση νέου βιβλίου στην Αγγλική και την Τουρκική με τίτλο “WHO IS TO BLAME? THE PRESENT CANNOT BE SEPARATED FROM THE PAST”. Το βιβλίο, το οποίο προλογίζει ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν, προωθεί το τουρκικό αφήγημα για τα τεκταινόμενα στην Κύπρο καθώς και τους πολιτικούς στόχους της Άγκυρας. Μεταξύ άλλων, η έκδοση αυτή αιτιολογεί την εισβολή, την οποία περιγράφει ως ειρηνευτική επιχείρηση, καθώς και τα κατοχικά δεδομένα. Η συγκεκριμένη έκδοση ενώ δεν διεκδικεί ακαδημαϊκές περγαμηνές, έχει τη δική της πολιτική σημασία καθώς την προλογίζει ο ίδιος ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν.

Η Τουρκία δεν αρκείται στη στρατιωτική της ισχύ. Αντιλαμβάνεται τη σημασία της ηθικής υπεροχής και της διακίνησης ιδεών στο διεθνές πεδίο. Γι΄ αυτό επιθυμεί διακαώς την αιτιολόγηση των ενεργειών της. Διάβασα τη σχετική έκδοση η οποία, μεταξύ άλλων, αποσπασματικά επαναλαμβάνει κάποιες τοποθετήσεις και ισχυρισμούς. Παράλληλα σημειώνω ότι στην έκδοση υπάρχουν, αναφορές οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Οι απόλυτες τοποθετήσεις καθώς και η προβολή της θέσης ότι οι Τουρκοκύπριοι ήταν/είναι τα μόνα θύματα προβληματίζουν. Δεν υπάρχει ούτε μια γραμμή η οποία να αναφέρεται στα εγκλήματα των Τούρκων έναντι των Ελλήνων ή έστω και σε τουρκικά λάθη. Προφανώς η έκδοση αυτή αντικατοπτρίζει και τον τρόπο σκέψης/αξιολόγησης του Κυπριακού από την Τουρκία και το κατοχικό καθεστώς.

Και η Κύπρος; Έχω κατ΄ επανάληψιν εκφράσει την κριτική μου για την εν πολλοίς ανυπαρξία της χώρας μας στον τομέα αυτό και τη μη επαρκή κατανόηση του ρόλου των δεξαμενών σκέψης και της συστηματικής παρουσίας στη διεθνή αγορά προβολής και ανταλλαγής ιδεών. Η θλιβερή αυτή κατάσταση δεν είναι ανεξάρτητη και από τη σύγχυση που παρατηρείται στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα καθώς και από την απουσία ολοκληρωμένης στρατηγικής για το Κυπριακό. Θεωρώ απαραίτητη τη δραστική αλλαγή αυτής της κατάστασης. Πρέπει να κατανοηθεί από την πολιτεία, την επιχειρηματική τάξη και την κοινωνία ότι μια τέτοια αλλαγή είναι απαραίτητη για την ίδια την εθνική μας επιβίωση. 64 χρόνια μετά τη δεσμευμένη ανεξαρτησία, 50 χρόνια μετά την εισβολή και 20 χρόνια μετά την ένταξη στην ΕΕ καμιά κυβέρνηση δεν έδωσε την απαιτούμενη σημασία στα ζητήματα αυτά. Έτσι δεν αποτελεί έκπληξη ότι η Κύπρος δεν έχει παράδοση στα συγκεκριμένα ζητήματα καθώς και επαρκή κατανόηση των συναφών δεδομένων. Το κόστος όμως είναι υψηλό.

Δράττομαι της ευκαιρίας να σημειώσω ότι τους τελευταίους 6 μήνες, ασχολούμαι συστηματικά και με ένα νέο μου βιβλίο στην Αγγλική. Προκαταρκτικός τίτλος είναι “WHAT REALLY HAPPENED TO CYPRUS – A critical assessment and the way forward”. Ομολογουμένως η νέα αυτή εργασία αντλεί από το βιβλίο μου που εκδόθηκε το 2023 με τίτλο «ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΣΜΕΥΜΕΝΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΟΥ 1960 ΣΤΙΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ – Συνοπτική Αξιολόγηση του Κυπριακού και της Πολιτικής όλων των Προέδρων (Εκδόσεις Hippasus, 2023). Όμως δεν αποτελεί μια απλή μετάφραση καθώς, μεταξύ άλλων, υπάρχουν ουσιαστικές προσθήκες, διαφοροποιήσεις καθώς και αφαιρέσεις.

Ένας βασικός στόχος του καινούριου βιβλίου είναι η προβολή της ιστορικής αλήθειας διεθνώς καθώς και η κατάθεση ενός αφηγήματος για την Κύπρο. Εκ των πραγμάτων τοποθετούμαι και σε σχέση με τις θέσεις και ισχυρισμούς άλλων πλευρών, περιλαμβανομένης και της τουρκικής. Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν την πορεία και τους στόχους του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων θεωρώ την εργασία αυτή ως υποχρέωση. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι μια προσεγμένη και τεκμηριωμένη εργασία είναι δυνατό να έχει θετικές προεκτάσεις σε διάφορα επίπεδα, περιλαμβανομένου και τον επηρεασμό διαφόρων κέντρων αποφάσεων.

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ανδρέας Θεοφάνους

50 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ: Μια αποτίμηση της περιόδου και η επόμενη μέρα

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Το καλοκαίρι του 1974 υπήρξαν συγκλονιστικά γεγονότα τα οποία διαφοροποίησαν δραστικά την ιστορική πορεία της Κύπρου. Έκτοτε τα κατοχικά δεδομένα εδραιώνονται και εμβαθύνονται, ενώ παράλληλα διαφαίνεται ότι η Τουρκία δεν αρκείται στη διχοτόμηση. Η πολιτική που έχει ακολουθηθεί τα τελευταία 50 χρόνια δεν ήταν αποτελεσματική. Αντίθετα, είναι προφανές ότι απέτυχε.

Η κρίση του 1974

Το πραξικόπημα της Χούντας εναντίον του Προέδρου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974 έδωσε μοναδική ευκαιρία στην Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο 5 μέρες αργότερα, στις 20 Ιουλίου. Αξιολογώντας τα ιστορικά δεδομένα είναι προφανές ότι αφ’ ενός η Κύπρος προδόθηκε και αφ’ ετέρου υπήρξε ανοχή έναντι της τουρκικής επιδρομής. Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αποτρέψουν το χουντικό πραξικόπημα αλλά δεν το έπραξαν. Και όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, ο στόχος του Κίσσινγκερ ήταν η αποτροπή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου.

Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, η προτεραιότητα της κυβέρνησης Καραμανλή ήταν η σταθερότητα και η ανόρθωση της χώρας. Θεωρήθηκε επίσης ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να εμπλακεί σε πόλεμο με την Τουρκία. Πέραν τούτου, το γεγονός της μη αντίδρασης της Αθήνας διευκόλυνε τα τουρκικά σχέδια. Ούτε η Βρετανία αντέδρασε. Το Λονδίνο θεωρούσε ότι μια δυναμική αντίδραση μπορούσε να λάβει χώρα μόνο σε συνεργασία με τις ΗΠΑ. Θα ήταν δυνατό όπως η Ελλάδα και η Βρετανία ως εγγυήτριες δυνάμεις να ενεργούσαν από μόνες τους για να προστατεύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν το έπραξαν όμως.

Η Σοβιετική Ένωση είχε καταδικάσει έντονα το πραξικόπημα της Χούντας εναντίον του Μακαρίου. Όμως η αντίδρασή της έναντι της τουρκικής επιδρομής δεν ήταν ανάλογη της στάσης που επέδειξε στην κρίση του 1964. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι και η στάση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ έναντι της τουρκικής επιδρομής ήταν χλιαρή. Μέχρι σήμερα, δεν χρησιμοποιήθηκαν οι όροι εισβολή και κατοχή. Πάνω από όλα το Κυπριακό αξιολογείται ως ένα διακοινοτικό πρόβλημα και η Τουρκία εν πολλοίς θεωρείται τρίτο μέρος. Η ανοχή που επιδεικνύεται έναντι του τουρκικού σωβινισμού είναι πρωτοφανής. Ενδεικτικό του γεγονότος αυτού είναι οι ίσες αποστάσεις «για τα δυο μέρη στην Κύπρο» όπως αποτυπώνονται στις συναφείς Εκθέσεις του ΓΓ του ΟΗΕ.

Η καταστροφή που υπέστη η Κύπρος ήταν βιβλικών διαστάσεων. Η Τουρκία κατέλαβε το 37% του εδάφους της χώρας και προέβη σε εθνικό ξεκαθάρισμα. Χιλιάδες οι πρόσφυγες, οι νεκροί, οι τραυματίες και οι αγνοούμενοι. Ένα μεγάλο μέρος των υποδομών καθώς και της οικονομικής δραστηριότητας λάμβαναν χώρα στα εδάφη που καταλήφθηκαν. Υπήρχε επίσης ανασφάλεια, ανεργία και ως εκ τούτου χιλιάδες Έλληνες Κύπριοι ήταν σε αναζήτηση προοπτικής σε άλλες χώρες. Παρά την τουρκική επιδρομή και τις πολλαπλές αντιξοότητες, η Κυπριακή Δημοκρατία επιβίωσε. Μέχρι και σήμερα, η Τουρκία θεωρεί την Κυπριακή Δημοκρατία ως «εκλιπούσα» και προσπαθεί να την καταστρέψει.

Η αποδοχή της oμοσπονδίας και ο μακροχρόνιος αγώνας

Αρχές Νοεμβρίου του 1974, σε ομιλία του στην Γκαλερί Αργώ, ο Προεδρεύων Γλαύκος Κληρίδης τόνισε ότι υπό τις περιστάσεις, η μόνη εφικτή λύση ήταν η διπεριφερειακή δικοινοτική ομοσπονδία. Η τοποθέτηση αυτή ήταν εν πολλοίς αποτέλεσμα των παραινέσεων των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γερμανίας και της Ελλάδας.

Στις 30 Νοεμβρίου και 1 Δεκεμβρίου 1974 σε σύσκεψη της ελλαδικής και κυπριακής ηγεσίας στην Αθήνα, εν πολλοίς έγινε αποδεκτή η ομοσπονδία ως βάση για τη διευθέτηση του Κυπριακού. Και τούτο χωρίς μελέτη και επαρκή κατανόηση του τι συνεπαγόταν. Ο Μακάριος είχε πολλούς ενδοιασμούς. Κάποια στιγμή όμως δήλωσε ότι μια πολυπεριφερειακή δικοινοτική ομοσπονδία θα ήταν ανεκτή. Στις 12 Φεβρουαρίου 1977 υπήρξε η συμφωνία υψηλού επιπέδου Μακαρίου-Ντενκτάς. Ο Πόλυς Πολυβίου άσκησε κριτική τόσο στον Μακάριο όσο και στον Κληρίδη για την αποδοχή της ομοσπονδίας.

Ο Μακάριος θεωρούσε την αποδοχή της ομοσπονδίας και την κατάθεση χάρτη με δυο περιφέρειες ως τις ύστατες οδυνηρές υποχωρήσεις. Πρέπει να σημειωθεί ότι είχε λάβει υποσχέσεις από διάφορες χώρες, κυρίως από τις ΗΠΑ, ότι με αυτές τις γενναίες υποχωρήσεις θα άνοιγε ο δρόμος για οριστική διευθέτηση του Κυπριακού. Η τουρκική πλευρά όμως δεν ανταποκρίθηκε. Η απογοήτευση του Μακαρίου ήταν μεγάλη και στην τελευταία του ομιλία στις 20 Ιουλίου 1977 διακήρυξε ότι η απάντηση στην τουρκική αδιαλλαξία ήταν ο μακροχρόνιος αγώνας.

Η συνέχιση της πολιτικής του ιστορικού συμβιβασμού και το εσωτερικό μέτωπο

Ο Σπύρος Κυπριανού που διαδέχθηκε τον Μακάριο διακήρυξε ότι θα συνέχιζε την πολιτική του προκατόχου του. Ήταν όμως την πολιτική του ιστορικού συμβιβασμού που θα ακολουθούσε με συνέπεια και όχι εκείνη του μακροχρόνιου αγώνα που διακήρυξε ο Μακάριος λίγο πριν τον θάνατό του.

Στις 19 Μαΐου 1979 υπήρξε η συμφωνία υψηλού επιπέδου Κυπριανού-Ντενκτάς. Ο Κύπριος Πρόεδρος εργάστηκε συστηματικά και βελτίωσε τη συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς. Ο Σπύρος Κυπριανού απέδιδε μεγάλη σημασία στην εφαρμογή των βασικών ελευθεριών καθώς και στη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το χάσμα μεταξύ των δυο πλευρών ήταν όμως τεράστιο.

Μεταξύ των Ελληνοκυπρίων υπήρχαν τρεις τάσεις. Η πρώτη υποστήριζε αυτό που στην πορεία του χρόνου επικράτησε και αποκαλείται ως «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με το σωστό περιεχόμενο». Η δεύτερη ήταν πολύ πιο ευέλικτη καθώς, μεταξύ άλλων, εν πολλοίς προσπερνούσε τα ζητήματα της εκ περιτροπής προεδρίας και της παρθενογένεσης. Ο στόχος ήταν η κατάληξη σε συμφωνία το συντομότερο δυνατό. Η τρίτη απέρριπτε την ιδέα της ομοσπονδίας ως βάση για λύση στο Κυπριακό.

Οι διάφορες πρωτοβουλίες και το στίγμα τους

Όλα τα σχέδια και οι ιδέες που κατατέθηκαν μετά το 1974 για διευθέτηση του Κυπριακού στηρίζονταν σε μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία. Αρχικά ήταν το Αμερικανοβρετανικοκαναδικό Σχέδιο (1978), οι Δείκτες Γκουεγιάρ (1984-85), οι Ιδέες Γκάλι (1992), το Σχέδιο Ανάν (2002-04) και το Πλαίσιο Γκουτέρες (2017). Οι βασικοί πυλώνες των Σχεδίων αυτών ήταν η συναινετική δημοκρατία, η διζωνικότητα και η πολιτική ισότητα. Υποστηρίζεται επίσης ότι και η παρθενογένεση αποτελούσε χαρακτηριστικό των Σχεδίων. Παράλληλα, σε μεγάλο βαθμό νομιμοποιείτο ο εποικισμός ενώ διατηρούντο οι εγγυήσεις. Η συνταγματική δομή καθώς και το νέο τρικέφαλο κρατικό μόρφωμα θα είχαν ασφαλώς αρνητικές επιπτώσεις σε θέματα διακυβέρνησης και οικονομίας.

Λαμβάνοντας υπ’όψιν όλα τα δεδομένα, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι δεν υπήρξε χαμένη ευκαιρία μετά το 1974. Έχοντας επίσης υπόψιν τον έλεγχο που ασκεί η Τουρκία σε όλα τα επίπεδα στα κατεχόμενα εδάφη, μια συμφωνία για ομοσπονδία μεταξύ των δύο κοινοτήτων ενδέχεται στην ουσία να είναι μια ομοσπονδία των εδαφών που ελέγχονται από την Κυπριακή Δημοκρατία με την Τουρκία. Οι συνέπειες μιας τέτοιας συμφωνίας θα είναι από οδυνηρές έως καταστροφικές.

Πώς προχωρούμε σήμερα

Είναι καθοριστικής σημασίας να κατανοηθούν επαρκώς τα σημερινά δύσκολα δεδομένα και να υπάρξει μια ολοκληρωμένη στρατηγική. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Τουρκία έχει ως στόχο την καταστροφή της κρατικής οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον στρατηγικό έλεγχο της Μεγαλονήσου. Ελάχιστος στόχος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η προάσπιση της ελεύθερης Κύπρου και η μη επιδείνωση του status quo και μέγιστος στόχος η αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας στα πλαίσια ενός ιδιότυπου ομοσπονδιακού κράτους. Προς αυτήν την κατεύθυνση είναι σημαντικό να κατατεθεί συγκεκριμένη πρόταση καθώς και η υιοθέτηση μιας εξελικτικής προσέγγισης. Συγκεκριμένες εισηγήσεις επί τούτων έχω ήδη καταθέσει. Θα ήταν θεμιτό να γίνουν κάποιες τροποποιήσεις ή/και να υπάρξουν προσθήκες για την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Η ουσία είναι να διαφυλαχθεί η φιλοσοφία και η μεθοδολογία της προσέγγισης αυτής.

Στη σημερινή συγκυρία απαιτείται η συνεχής αναβάθμιση όλων των συντελεστών ισχύος: άμυνα, οικονομία, δημογραφικά δεδομένα, αφήγημα, αξιοποίηση της γνώσης, της συμμετοχής στην ΕΕ καθώς και άλλων δικτύων συνεργασίας, αξιακό σύστημα και αποτελεσματική ηγεσία. Επιπρόσθετα, μια πραγματιστική εξωτερική πολιτική αποτελεί προτεραιότητα. Τέλος υπογραμμίζεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να καταστεί ένα κράτος πρότυπο καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα συμβάλει καθοριστικά στον μεγάλο στόχο της εθνικής επιβίωσης.

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Συνέχεια ανάγνωσης

Video

Δεν υπάρχει σοβαρό κράτος που να συζητάει για τη διάλυσή του (ΔΔΟ)

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Ανδρεας Θεοδάνους: Καταστροφή! Δεν υπάρχει σοβαρό κράτος που να συζητάει για τη διάλυσή του.

«50 χρόνια Τουρκικής κατοχής – Μια αποτίμηση της περιόδου και η επόμενη μέρα»

Διάλεξη του Καθηγητή Ανδρέα Θεοφάνους στις 9 Ιουλίου 2024.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή