Ακολουθήστε μας

Ελληνική Επανάσταση 1821

Προκόπης Παυλόπουλος: Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έβαλε ανεξίτηλη την «σφραγίδα» του στην ευόδωση της Εθνεγερσίας

Δημοσιεύτηκε

στις

Φόρο τιμής στον “Γέρο του Μοριά” απέτινε ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Στην ομιλία του, κατά την εκδήλωση που οργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών προς τιμήν του «Πατριωτικού Ομίλου Απογόνων Αγωνιστών 1821 και Ιστορικών Γενών της Ελλάδας», με θέμα «Φόρος Τιμής στον «Γέρο του Μοριά» Θεόδωρο Κολοκοτρώνη: Η ανεκτίμητη συμβολή του στην ευόδωση της Εθνεγερσίας και στην Ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους», ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:                  

Διακόσια, και πλέον, χρόνια από την «έκρηξη» της Επανάστασης του 1821 η Ιστορία έχει «εκδώσει» την αμετάκλητη «ετυμηγορία» της για την ανυπέρβλητη Εθνική συνεισφορά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του θρυλικού «Γέρου του Μοριά»: Από την μια πλευρά ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης -φυσικά μαζί με πολλούς άλλους μεγάλους Αγωνιστές που πρωταγωνίστησαν μαζί του- έβαλε ανεξίτηλη την «σφραγίδα» του στην ευόδωση της Εθνεγερσίας, με κορυφαίες στιγμές την Άλωση της Τριπολιτσάς και την Μάχη στα Δερβενάκια.  Και από την άλλη πλευρά -και αυτή η «πτυχή» της ιστορικής του διαδρομής δεν πρέπει, κατ’ ουδένα τρόπο, να υποτιμάται – τασσόμενος «στο πλευρό» του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και επιδεικνύοντας υποδειγματικό πολιτικό, υπό την ευρεία του όρου έννοια, ήθος πατριωτικής εμβέλειας, «κατέθεσε» απλόχερα την καθοριστικής σημασίας συνεισφορά του στην τελική, κρίσιμη, προσπάθεια για την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το 1830.  Έτσι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τίμησε με τον δικό του ανεπανάληπτο τρόπο, στο ακέραιο και έως το τέλος της ζωής του, και τον όρκο που έδωσε το 1818, όταν μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Πάνω σε αυτές τις δύο, ιστορικώς συμπληρωματικές μεταξύ τους, όψεις της όλης προσωπικότητάς του εδράζεται η σύντομη ανάλυση που ακολουθεί και που είναι αφιερωμένη στον «Εθνεγέρτη» Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Ι. Η στρατιωτική-πολεμική ιδιοφυία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

Η ιστορική αποτίμηση των γεγονότων της πορείας της Επανάστασης του 1821 καταλήγει, και μάλιστα με αμάχητα, επίσης ιστορικώς, τεκμήρια στο ότι η οριστική ευόδωση της Εθνεγερσίας οφείλει τα μέγιστα στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Η διαπίστωση αυτή ουδόλως μειώνει την πολύπλευρη συμβολή όλων των άλλων μεγάλων Αγωνιστών και Συμπολεμιστών του στον αγώνα για την Ελευθερία και για την  Εθνική Ανεξαρτησία.  Κάθε άλλο. Όμως, και κατά γενική πλέον ομολογία, δίχως την στρατιωτική-πολεμική ιδιοφυία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ο αγώνας αυτός μάλλον δεν θα είχε την κατάληξη εκείνη, η οποία θεμελίωσε την πιο στέρεη «αντηρίδα» για την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Την στρατιωτική-πολεμική ιδιοφυία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη συνέθεταν ιδίως οι σπάνιες ικανότητές του να συνδυάζει, κατά τις περιστάσεις, τις μεθόδους της «πολιορκίας» του αντιπάλου, κυρίως όταν ο τόπος και ο χρόνος του έδιναν τ’ αντίστοιχα περιθώρια οργάνωσης και εκτέλεσής της. Και του «κλεφτοπολέμου», κυρίως όταν επρόκειτο ν’ αντιμετωπίσει πολύ ανώτερα, αριθμητικώς και σε ό,τι αφορά τον εξοπλισμό τους, στρατεύματα σε ανοιχτό πεδίο.  Η πρώτη από τις ως άνω μεθόδους του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη «σημάδεψε» ιστορικώς την Άλωση της Τριπολιτσάς, αν και κατ’ ακρίβεια θα έπρεπε να γίνεται λόγος μάλλον για την Απελευθέρωση της Τριπολιτσάς.  Και η δεύτερη -οπωσδήποτε όμως κατά μεγάλο μέρος σε συνάρτηση με την πρώτη, όπως θα διευκρινισθεί στην συνέχεια- ήταν εκείνη η οποία έκρινε την νικηφόρα έκβαση της Μάχης στα Δερβενάκια.

Α. Η Άλωση-Απελευθέρωση της Τριπολιτσάς

Πριν από κάθε άλλη σχετική αναφορά, πρέπει να επισημανθεί ότι το μέγιστο μέρος της επιτυχίας της επιχείρησης –εφεξής κατά την κρατούσα ορολογία- Άλωσης της Τριπολιτσάς ανήκει, δικαιωματικώς, στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.  Η Ιστορία αναδεικνύει ότι ο «Γέρος του Μοριά»  συνέλαβε, σχεδίασε και έκανε πράξη το στρατήγημα αυτό στηριζόμενος στην, οιονεί «ενορατική», αντίληψη ότι μόνον η πτώση και κατάληψη της τότε «Πρωτεύουσας της Πελοποννήσου», της Τριπολιτσάς, θα μπορούσε να βάλει τις βαθιές ρίζες, τις οποίες είχε απόλυτη ανάγκη η Επανάσταση του 1821 για να ευδοκιμήσει.

  1. Πραγματικά,  ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε πλήρη επίγνωση ότι η Τριπολιτσά, ως το ουσιαστικό διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της Πελοποννήσου, έπρεπε οπωσδήποτε, για λόγους συμβολισμών αλλά πρωτίστως για λόγους ουσίας, να «πέσει στα χέρια»των αγωνιζόμενων Ελλήνων.  Έτσι ώστε η Εθνεγερσία ν’ αποκτήσει «παμπελοποννησιακή» εμβέλεια και, με τον τρόπο αυτό, να συντηρήσει «άσβεστη»την προσδοκία και την προοπτική επικράτησής της σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, αλλά και περαιτέρω επέκτασής της, με την προτεραιότητα να «γέρνει» προς την περιοχή της Ρούμελης.

α) Το ότι το στρατήγημα με κεντρικό στόχο την κατάληψη και την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς ανήκει, ουσιαστικώς καθ’ ολοκληρία, στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη προκύπτει ιστορικώς εκ του ότι άλλοι Οπλαρχηγοί Αγωνιστές δεν διέθεταν, παρά την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική εμπειρία και γενναιότητά τους, τις ίδιες μεγάλες δυνατότητες ανάλογου πολεμικού σχεδιασμού.  Και πρότειναν την διεξαγωγή τοπικών μαχών για την κατάληψη επιμέρους, διάσπαρτων, στρατηγικών σημείων και μικρών οικισμών, θεωρώντας ότι έτσι θα ήταν δυνατό ο αγώνας της Εθνεγερσίας να καταγάγει «εύκολες» νίκες.

β) Είναι όμως προφανές ότι αν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε υιοθετήσει τις απόψεις τους, η Επανάσταση του 1821 θα διέτρεχε τον κίνδυνο να «εκφυλισθεί» αγωνιστικώς, μέσ’ από τοπικές συμπλοκές σημαντικού κόστους σε ανθρώπινες ζωές και μικρής, έως σχεδόν μηδενικής, στρατηγικής ωφέλειας.  Ενώ, ταυτοχρόνως, οι οθωμανοί θα είχαν όλο τον χρόνο να οχυρωθούν ακόμη πιο αποτελεσματικά μέσα στην Τριπολιτσά, όταν μάλιστα κρατούσαν εκεί σε ομηρία εκτός από τον υπόλοιπο πληθυσμό και μεγάλο αριθμό Ελλήνων Προκρίτων της ευρύτερης περιοχής.

  1. Την στρατιωτική-πολεμική ιδιοφυία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη κατέδειξε, πέραν της προαναφερόμενης κατανόησης της στρατηγικής σημασίας της Τριπολιτσάς, και ο τρόπος με τον οποίο οργάνωσε τον αποκλεισμό της και, εν τέλει, την μάχη για την κατάληψή της.

α) Επιλέγοντας -μεθοδικώς, και με στόχο την περικύκλωση και τον αποκλεισμό της Τριπολιτσάς από οιαδήποτε επικοινωνία, ικανή να της διασφαλίσει την στρατιωτική ενίσχυση και τον κάθε είδους ανεφοδιασμό- συγκεκριμένες περιοχές, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καθοδήγησε τους αγωνιζόμενους Έλληνες σε τοπικές μάχες, εντεταγμένες όμως σ’ έναν ευρύτερο, κατά τα προεκτεθέντα, σχεδιασμό.  Μάχες που ήταν εξαιρετικά πιθανό ότι θα είχαν νικηφόρα κατάληξη, και δη με μικρό κόστος σε ανθρώπινες απώλειες.  Πρώτα ήλθε η νίκη στο Λεβίδι, την 14η Απριλίου, για ν’ ακολουθήσουν οι διαδοχικές νίκες στο Βαλτέτσι, μεταξύ 12ης και 13ης Μαΐου και στα Βέρβενα και στα Δολιανά, την 18η Μαΐου.  Τέλος η «Μάχη της Γράνας», όπως έμεινε γνωστή στην Ιστορία της Εθνεγερσίας, υπήρξε το αποκορύφωμα του όλου στρατηγήματος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη για την Άλωση της Τριπολιτσάς.  Η «Γράνα» δεν ήταν μια προϋπάρχουσα τοποθεσία στην περιοχή, αλλά ένα χαράκωμα συνολικού μήκους 700 μ., περίπου, το οποίο υπό την επίβλεψη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη έσκαψαν περί την Τριπολιτσά αγωνιστές και ντόπιοι κάτοικοι εκτός της Πόλης.  Όταν, μέσα σ’ ελάχιστο χρόνο και παρά τις επιθέσεις των οθωμανών, η «Γράνα» ολοκληρώθηκε και ήταν πλήρως επιχειρησιακή, τον Αύγουστο του 1821, είχε ταυτοχρόνως ολοκληρωθεί και ο ασφυκτικός αποκλεισμός της Τριπολιτσάς.  Η πτώση της ήταν πλέον προδιαγεγραμμένη.

β)  Το πρωινό της 23ης Σεπτεμβρίου του 1821, πάντοτε υπό την καθοδήγηση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη -καίτοι ορισμένες, άστοχες και υπερβολικές,  επιθετικές ενέργειες των πολιορκητών επιχειρήθηκαν πέρα και έξω από τις εντολές του και ήταν εντελώς ξένες προς την αυθεντικώς γενναία στρατιωτική και πολεμική του νοοτροπία- η Τριπολιτσά καταλήφθηκε και απελευθερώθηκε. Και μετέπειτα, σχεδόν έως το τέλος της Εθνεγερσίας, υπήρξε το «στρατηγείο» του Αγώνα για ολόκληρη την Πελοπόννησο, και όχι μόνο. Τέσσερα ήταν τα επιμέρους στρατιωτικά σώματα των πολιορκητών της Τριπολιτσάς.  Το πολυπληθέστερο, αριθμώντας περίπου 2.500 άνδρες, τελούσε υπό την ηγεσία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.  Ενώ τα τρία άλλα τελούσαν, αντιστοίχως, υπό την ηγεσία των Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Χρήστου «Αναγνώστη»  Παπαγεωργίου-Αναγνωσταρά και Παναγιώτη Γιατράκου.

γ)   Και ακόμη τούτο ως προς το μοναδικό ηγετικό πρότυπο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: Ο «Γέρος του Μοριά» είχε, αμέσως και δίχως ίχνος μεμψιμοιρίας, αποδεχθεί το εγχείρημα της κατάληψης και της απελευθέρωσης της Τριπολιτσάς να τεθεί υπό την υπέρτατη ηγεσία του Δημητρίου Υψηλάντη και υπό την αρχιστρατηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Η Ιστορία όμως, κατά «δικαίαν κρίσιν», εξέδωσε μάλλον ευθύς εξ αρχής την «ετυμηγορία» της, αναγνωρίζοντας τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ως την κορυφαία ηγετική προσωπικότητα της Άλωσης της Τριπολιτσάς.

  1. Σήμερα το χρέος μας, ως Ελλήνων, έναντι των Αγωνιστών της Εθνεγερσίας και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη πρέπει να επικεντρώνεται στο να τιμούμε εμπράκτως την Ιερή Μνήμη τους αφενός συνάγοντας, με βάση το παράδειγμά τους, τ’ αναγκαία διδάγματα για το δικό μας Εθνικό Χρέος, όταν το απαιτεί η σωτηρία της Πατρίδας. Και, αφετέρου, υπερασπιζόμενοι την ιστορική αλήθεια για την κατάληψη και την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, περαιτέρω δε ακυρώνοντας αδιαλείπτως την παραχάραξη της Ιστορίας, την οποία ακόμη και στις μέρες μας -ίσως με μεγαλύτερο θράσος και μεγαλύτερη ένταση- επιδιώκει η Τουρκία.  Προς αυτή την κατεύθυνση είναι ανάγκη να προστεθούν και τα εξής:

α) Η ιστορική αλήθεια επιβάλλει ν’ αποδεχθούμε ότι κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις για την κατάληψη και την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς χύθηκε πολύ αίμα. Η στάση ορισμένων από τους πολιορκητές της Τριπολιτσάς  -στάση κατά την οποία, δυστυχώς, επικράτησαν καθ’ υπερβολή και τα συναισθήματα των καταπιεσμένων κάτω από το «κυκλώπειο» βάρος της σκλαβιάς τεσσάρων αιώνων- δεν έχει καμία σχέση με την νοοτροπία και το μέτρο ευθύνης που το Έθνος των Ελλήνων έχει επιδείξει, δίχως εξαίρεση, σε ανάλογες περιπτώσεις. Πρέπει όμως στο σημείο τούτο να επισημανθούν και τ’ ακόλουθα, τα οποία η πλευρά της Τουρκίας θέλει, για τους δικούς της ανομολόγητους σκοπούς, ν’ «αγνοεί»: 

α1)    Πρώτον, εκείνοι που ηγήθηκαν κατά τη μάχη για την κατάληψη και την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, με πρώτο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, όχι μόνο δεν επικρότησαν τις ακρότητες και την αιματοχυσία αλλά έκαναν τα πάντα για να την αποφύγουν.

α2) Δεύτερον, και προς επίρρωση αυτού του γεγονότος, πρέπει να υπενθυμίζουμε ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αλλά και άλλοι Οπλαρχηγοί ζήτησαν -ακριβώς για ν’ αποφευχθούν οι αιματηρές υπερβολές- και συγκεκριμένα επανειλημμένως, από τους πολιορκούμενους οθωμανούς να παραδοθούν ειρηνικά, εγγυώμενοι την ασφάλειά τους.  Όμως οι οθωμανοί όχι μόνον απέρριψαν κάθε τέτοια πρόταση, αλλά και οι απαντήσεις τους προς την Ελληνική πλευρά ήταν, το λιγότερο, ιταμές και προκλητικές.  Επομένως, η τακτική αυτή των οθωμανών δεν μπορεί να μην προσθέτει το δικό της βάρος στην «ζυγαριά» της Ιστορίας σε ό,τι αφορά τα γεγονότα της εποχής εκείνης.

β) Αυτό όμως το οποίο εμείς, οι Έλληνες, οφείλουμε ν’ αντιτάσσουμε όχι μόνο προς την Τουρκία αλλά και προς όλους εκείνους, διεθνώς  -ευτυχώς λίγους βεβαίως- οι οποίοι «συμμερίζονται» τις θέσεις της, είναι πως αποτελεί τουλάχιστον πρόκληση απέναντι στην Ελλάδα αλλά, κυρίως, και απέναντι στην ίδια την Ιστορία να επιχειρούν την εξίσωση της αιματοχυσίας κατά την Μάχη της Άλωσης της Τριπολιτσάς με τα στυγερά εγκλήματα της Τουρκίας εις βάρος των Ελλήνων, και όχι μόνο.

β1) Πριν απ’ όλα η Τουρκία οφείλει να θυμάται τους ποταμούς αίματος των Ελλήνων κατά τους τέσσερις αιώνες σκλαβιάς, αρχής γενομένης από την ανελέητη σφαγή κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.  Όπως επίσης οφείλει να θυμάται το αδιανόητο μαρτύριο που υπέμειναν οι αγωνιζόμενοι Έλληνες και το αίμα που χύθηκε, «κρουνηδόν», κατά τους τέσσερις αιώνες σκλαβιάς υπό τον οθωμανικό ζυγό «ελαυνόμενο» από την βαρβαρότητα των εκάστοτε Σουλτάνων.  Αναφέρομαι εδώ, εν είδει παραδείγματος και μόνο, στις παρατηρήσεις και διαπιστώσεις του Γάλλου περιηγητή της εποχής εκείνης Jean-François-Maxime Raybaud -που κάθε άλλο παρά ευνοϊκά είχε κρίνει αρχικώς την στάση των Ελλήνων κατά την Άλωση της Τριπολιτσάς- στο βιβλίο του «Memoires sur la Grèce» (Paris, 1824, σελ. ΧΙΙΙ-ΧΙVγια τα ιστορικά γεγονότα της 23ης Σεπτεμβρίου του 1821. Μεταξύ άλλων, ο Raybaud αναφέρει στο εν λόγω βιβλίο του: «Η Ελλάδα δεν μπορούσε να βγει από την άβυσσο, στην οποία είχε βυθισθεί εξαιτίας της πολύχρονης δουλείας, ούτε με συμβιβασμούς, ούτε με θαύματα, αλλά με πολύ θάρρος».

β2)  Ολοκληρώνοντας τον σύντομο αυτόν απολογισμό για τα ιστορικά δεδομένα που αφορούν την κατάληψη και την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, είναι επιβεβλημένο να τονισθούν και τα εξής ως προς το απύθμενο θράσος των ηγεσιών της Τουρκίας να επιχειρούν αδιανόητους «συμψηφισμούς» μεταξύ των δικών τους βάρβαρων εγκλημάτων εις βάρος του Έθνους των Ελλήνων και της αιματοχυσίας κατά την Μάχη της Άλωσης της Τριπολιτσάς: Τίποτα, και με κανένα τρόπο, δεν μπορεί να «ξεπλύνει» στην διαδρομή της Ιστορίας τα εγκλήματα και την βαρβαρότητά τους όχι μόνο κατά τους τέσσερις αιώνες σκλαβιάς, αλλά και μετά την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους.  Ειδικότερα, τίποτα δεν μπορεί ν’ αποσιωπήσει το ποια είναι η πραγματική Τουρκία με αποκλειστική ευθύνη των κατά καιρούς ηγεσιών της.  Εκείνων, που με δικούς τους σχεδιασμούς και δικές τους εντολές διέπραξαν, κτηνωδώς, τις Γενοκτονίες των Ελλήνων του Πόντου και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, στις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς και τον αποδεκατισμό, κυριολεκτικώς, της πάλαι ποτέ κραταιάς Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, ιδίως μεταξύ 1955-1965.  Κατά τούτο και είναι παραπάνω από επιβεβλημένο το χρέος μας, ως Ελλήνων, να κάνουμε τα πάντα προκειμένου οι Γενοκτονίες αυτές ν’ αναγνωρισθούν πέραν της Ελλάδας και διεθνώς, πρωτίστως δε εντός της Ευρωπαϊκής μας Οικογένειας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Β.  Η Μάχη στα Δερβενάκια

Αν η κατάληψη και απελευθέρωση της Τριπολιτσάς διασφάλισε, όπως επεξηγήθηκε προηγουμένως, την εμπέδωση της Επανάστασης του 1821, η Μάχη στα Δερβενάκια «αναζωπύρωσε» την «φλόγα» της, η οποία κινδύνευε να σβήσει όταν οι οθωμανοί είχαν πάρει την απόφαση, με ισχυρό και καλά οργανωμένο στράτευμα, να εξαλείψουν το πολύτιμο «κεκτημένο» της εδραίωσης του Αγώνα για την Ανεξαρτησία στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου. Και, καθώς ήδη επισημάνθηκε ακροθιγώς, ήταν η Μάχη στα Δερβενάκια, η οποία επέτρεψε στον «Γέρο του Μοριά» να εφαρμόσει στην πράξη και τις δύο συνιστώσες της στρατιωτικής-πολεμικής του ιδιοφυίας, ήτοι εκείνη της «πολιορκίας» και εκείνη του «κλεφτοπολέμου».

  1. Περί τα μέσα του 1822, και μπροστά στον ορατό «κίνδυνο» περαιτέρω εξάπλωσης της Επανάστασης του 1821 ύστερα από την κατάληψη και την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, η «Υψηλή Πύλη» αποφάσισε να βάλει οριστικό τέλος στην Εθνεγερσία των Ελλήνων. Για την επίτευξη αυτού του στόχου ανατέθηκε στον Μαχμούτ Πασά Δράμαλη η αποστολή ανακατάληψης όλων των εδαφών της Πελοποννήσου, τα οποία είχαν κατορθώσει ν’ απελευθερώσουν και να κρατούν υπό τον έλεγχό τους οι αγωνιζόμενοι Έλληνες. Το, εξαιρετικά μεγάλο για τα δεδομένα της εποχής –και μάλιστα σε σύγκριση με το προδήλως υποδεέστερο αριθμητικώς έμψυχο δυναμικό των Ελλήνων- στράτευμα του Δράμαλη αποτελούσαν 23.000, περίπου, πολύ καλά οπλισμένοι μαχητές, τους οποίους επικουρούσε ένα σώμα 7.000 βοηθητικών οθωμανών, κυρίως για την συντήρησή τους, για τον ανεφοδιασμό τους και για την εκτέλεση άλλων δευτερευουσών εργασιών.

α) Στις αρχές Ιουλίου του 1822 το στράτευμα του Δράμαλη επέδραμε στην Πελοπόννησο από την περιοχή της Κορινθίας.  Αρχικώς κατέλαβε, αμαχητί, τον Ακροκόρινθο και στην συνέχεια εισέβαλε στην Αργολική πεδιάδα. Την 13η Ιουλίου του 1822 κατέλαβε την πόλη του Άργους και στην συνέχεια άρχισε να πολιορκεί το Κάστρο της, το οποίο υπερασπιζόταν ένα ολιγάριθμο -πλην όμως γενναίως μαχόμενο- απόσπασμα Ελλήνων μαχητών. Ο Δράμαλης ακολούθησε αυτή την «επιθετική» τακτική στηριζόμενος, υπεροπτικώς, στην στρατιωτική του υπεροχή και υποτιμώντας πλήρως τις Ελληνικές δυνάμεις, δίχως να υπολογίσει επίσης και δύο θεμελιώδεις, στρατηγικώς, παραμέτρους:  Αφενός την εδαφική ιδιομορφία της Αργολικής πεδιάδας, η οποία ήταν οιονεί «περίκλειστη» εξαιτίας των γύρω ορεινών όγκων και, επομένως, «ευάλωτη» στον αποκλεισμό της. Και, αφετέρου, το γεγονός ότι όλη την άνοιξη του 1822 ελάχιστες βροχές είχαν πέσει στην περιοχή, έτσι δε και το νερό σπάνιζε και η παραγωγή αγαθών ήταν δραματικά μειωμένη. Επιπροσθέτως, εκείνο το καλοκαίρι έως και τον Ιούλιο ήταν ασυνήθιστα θερμό.

β) Ο επικεφαλής των Ελλήνων απέναντι στο στράτευμα του Δράμαλη Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, με βάση αυτά τα δεδομένα, αντιλήφθηκε αμέσως ότι θα ήταν μάταιο και καταστροφικό να επιχειρήσει ευθεία στρατιωτική αντιπαράθεση.

β1)    Και αποφάσισε ν’ «αξιοποιήσει» αρχικώς την πρώτη από τις κατά τα προεκτεθέντα δύο «συνιστώσες» της στρατιωτικής -πολεμικής του ιδιοφυίας, εκείνη μιας μορφής πολιορκίας, στην πραγματικότητα δε ασφυκτικού αποκλεισμού του στρατεύματος του Δράμαλη. Πολλώ μάλλον όταν προς αυτή την κατεύθυνση συνέτειναν ευθέως και όλες οι δυσχερείς για τον εχθρό συνθήκες που επισημάνθηκαν προηγουμένως, στις οποίες είχε αρχίσει να προστίθεται και το πλεονέκτημα για τους Έλληνες ότι ο Δράμαλης έχανε πολύτιμο χρόνο και καθυστερούσε αναλόγως προσπαθώντας να καταλάβει, όπως προεκτέθηκε, το Κάστρο του Άργους. Κάστρο, το οποίο υπερασπίζονταν ακόμη με αποτελεσματικότητα οι λίγοι Έλληνες μαχητές που είχαν οχυρωθεί εντός αυτού.

β2)    Για να επιτύχει πιο αποτελεσματικά τον «πολιορκητικό» στόχο του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης άρχισε να καίει, με «καταδρομικές» κινήσεις των  Ελλήνων μαχητών, ό,τι απέμενε από τα σπαρτά και την εν γένει γεωργική παραγωγή στον Αργολικό κάμπο και σε συνορεύουσες με αυτόν περιοχές. Ταυτοχρόνως, οργάνωσε τον αποκλεισμό του στρατεύματος του Δράμαλη στην περιοχή της Πόλης του Άργους, το οποίο έτσι οδηγήθηκε σε πραγματική λιμοκτονία λόγω ελλιπέστατου ανεφοδιασμού και σταδιακής ελαχιστοποίησης των αποθεμάτων νερού. Το όλο πολιορκητικό σχέδιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ολοκλήρωσε και πάλι η διορατικότητά του, η οποία τον οδήγησε ν’ αντιληφθεί ότι έπρεπε αφενός ν’ αποκλείσει την διαφυγή του στρατεύματος του Δράμαλη προς την υπόλοιπη Αργολίδα και προς την Αρκαδία. Και, αφετέρου, να τον αναγκάσει κατ’ αυτόν τον τρόπο να επιλέξει ως μόνη διέξοδο διαφυγής την επιστροφή στην Κόρινθο. Διέξοδο, την οποία ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατέστησε ανέφικτη μέσω της οργανωμένης -κατ’ ουσία με μεθόδους «κλεφτοπολέμου»- πολεμικής υπεράσπισης των Στενών των Δερβενακίων, της μόνης διόδου φυγής προς την Κόρινθο.

β3) Μέσα σε αυτό το πλαίσιο «φραγής» της πορείας του στρατεύματος του Δράμαλη προς την λοιπή Αργολίδα και προς την Αρκαδία, κατ’ εντολή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ο Πλαπούτας, με 800 περίπου άνδρες, ανέλαβε στο Σχινοχώρι την φύλαξη της βορειοδυτικής πλευράς της Αργολίδας.  Ενώ οι Νικηταράς και Παπαφλέσσας, επίσης με 800 περίπου άνδρες, ανέλαβαν στο Στεφάνι και στο Αγιονόρι, αντιστοίχως, την φύλαξη της διάβασης προς την Κορινθία μέσω της Κλένιας.

  1. Το νέο «στρατήγημά» του -μετά από εκείνο που οδήγησε στην κατάληψη και στην απελευθέρωση της Τριπολιτσάς- έδειξε πώς και γιατί οι προβλέψεις του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη επιβεβαιώθηκαν στην πράξη και οδήγησαν το οθωμανικό στράτευμα στην «παγίδα» της αναγκαστικής οπισθοχώρησης.

α) Πραγματικά ο Δράμαλης, έχοντας επιπλέον χάσει ένα, έστω και όχι καθοριστικής σημασίας, μέρος από το στράτευμά του λόγω των κακουχιών κατά την παραμονή στο Άργος -παραμονή την οποία, κατά τα όσα διευκρινίσθηκαν, επιμήκυνε ασκόπως η πολιορκία του Κάστρου του Άργους- αναγκάσθηκε ν’ αρχίσει την υποχώρηση προς την Κόρινθο και να περάσει, αναποδράστως, από τα Στενά των Δερβενακίων. Εκεί όμως, όπως το είχε σχεδιάσει επιμελώς, τον περίμενε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τους άνδρες του, στους οποίους την κρίσιμη ώρα προστέθηκαν τόσο οι  πολιορκούμενοι στο Κάστρο του Άργους -οι οποίοι στο μεταξύ είχαν καταφέρει να διαφύγουν από τους πολιορκητές τους οθωμανούς- όσο και τα στρατιωτικά αποσπάσματα των Πλαπούτα, Νικηταρά και Παπαφλέσσα που δεν ήταν ανάγκη πια να φυλάσσουν τις, κατά τ’ ανωτέρω, τοποθεσίες προς την Αργολίδα και προς την Αρκαδία και άλλα, πλην των Στενών των Δερβενακίων, περάσματα.

β) Υπό τις συνθήκες αυτές στα Στενά των Δερβενακίων διεξήχθη, την 26η Ιουλίου του 1822, η εμβληματική εκείνη μάχη, η Μάχη των Δερβενακίων, η οποία αποσόβησε τον κίνδυνο καταστολής, εκ μέρους του οθωμανικού στρατεύματος, της Εθνεγερσίας.

β1) Στα Στενά των Δερβενακίων, και με δεδομένο το ότι οι Έλληνες -συνολικώς λιγότεροι από 3.000- είχαν ν’ αντιμετωπίσουν έναν πολύ υπέρτερο αριθμητικώς και καλά εξοπλισμένο αντίπαλο, ακολούθησαν κατά βάση, πάντοτε κατά το «στρατήγημα» του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη όπως επεξηγήθηκε, την τακτική του «κλεφτοπολέμου». Όσο ο Δράμαλης με το στράτευμά του, κινούμενος προς την Κόρινθο, «έμπαινε» στα Στενά των Δερβενακίων, τόσο οι Έλληνες πολεμιστές από την μια πλευρά του «έκοβαν» κάθε δίοδο νέας υποχώρησης προς την Αργολική πεδιάδα. Και, από την άλλη πλευρά, επετίθεντο ξαφνικά «ταμπουρωμένοι» στις γύρω πλαγιές, αποδεκατίζοντας συστηματικά το εχθρικό στράτευμα.

β2) Η Μάχη των Δερβενακίων εξελίχθηκε για τον Δράμαλη και το στράτευμά του σε πανωλεθρία, με τουλάχιστον 3.000 νεκρούς και τραυματίες, και έμεινε στην Ιστορία ως «η σφαγή του Δράμαλη». Οι απώλειες των Ελλήνων ανήλθαν στους 200 νεκρούς.  Ο Δράμαλης υποχώρησε ατάκτως προς την Τίρυνθα. Η τελική ουσιαστική καταστροφή του στρατού του συντελέστηκε λίγες μέρες αργότερα, την 28η Ιουλίου του 1822, κατά την Μάχη στο Αγιονόρι. Ο Δράμαλης πέθανε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους κατά μια εκδοχή από μαρασμό, εξαιτίας της ταπεινωτικής ήττας του, ενώ κατ’ άλλη από τον τύφο που μάστιζε το στράτευμά του. Ο συνδυασμός των δύο αυτών εκδοχών είναι όμως εκείνος, ο οποίος ίσως αποδίδει πιο πιστά την ιστορική πραγματικότητα.

 

ΙΙ. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην πορεία προς την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους

Η «απαστράπτουσα» προσωπικότητα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη «σημάδεψε», όπως ήδη μνημονεύθηκε, ευεργετικώς όχι μόνο τον Αγώνα της Εθνεγερσίας αλλά και την όλη διαδρομή έως την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, το 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Και τούτο διότι την στρατιωτική-πολεμική ιδιοφυία του «Γέρου του  Μοριά» συμπλήρωνε, με ιδανικό τρόπο, η «σοφία» του συνδυασμένη με την, παροιμιώδη, θυμοσοφία του.  «Σοφία», η οποία «αναδυόταν» από την μακρά πείρα του όχι μόνον αναφορικά με την πεμπτουσία της ιδιοσυστασίας του Έθνους των Ελλήνων, αλλά και αναφορικά με ορισμένα διαχρονικά και μεγάλα ελαττώματά μας -με πιο «αντιπροσωπευτικά» εκείνα του διχασμού και του φθόνου- ιδίως όταν αυτά «εκπορεύονταν» από τους τότε Πολιτικούς. Και δη Πολιτικούς οι οποίοι δεν είχαν στοιχειώδη μάχιμη συμβολή στον Αγώνα για την Ανεξαρτησία.

Α. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο «κατευνασμός των παθών» κατά την περίοδο έως την ευόδωση της Εθνεγερσίας

Όλ’ αυτά τα προσόντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, μαζί με το κύρος του ως «Στρατηγού» της Επανάστασης του 1821, του επέτρεψαν να διαδραματίσει ουσιώδη ρόλο για τον «κατευνασμό των παθών», τα οποία πολλές φορές έθεσαν σε «θανάσιμο» κίνδυνο την ίδια την Εθνεγερσία. Τούτο δεν σημαίνει ότι ο «Γέρος του Μοριά» δεν είχε τις δικές του ανθρώπινες στιγμές ή και αδυναμίες, κυρίως όταν έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει την άδικη αμφισβήτηση και τις αδιανόητες προσβολές εις βάρος του, κατά κανόνα από  την «χορεία» των πολιτικών του αντιπάλων. Όμως ακόμη και σε αυτές τις, θλιβερές για τον «Εθνεγέρτη», στιγμές στο τέλος πρυτάνευε μέσα του                     -δοθέντος ότι ήταν αφιερωμένος «ψυχή τε και σώματι» στην απελευθέρωση της Πατρίδας και στην σωτηρία του Έθνους- η «επιείκεια» και η «καταλαγή».  Τα παραδείγματα που παρατίθενται στην συνέχεια προς αυτή την κατεύθυνση αφορούν μόνο την περίοδο έως την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, ήτοι έως το 1830, όχι όμως και την μετέπειτα περίοδο της Βασιλείας του Όθωνα, κατά την οποία επίσης υπέστη τα «πάνδεινα» ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. 

  1. Μεταξύ Οκτωβρίου του 1824 και Μαΐου του 1825 διαδραματίσθηκε ο δεύτερος κύκλος της, παρ’ ολίγον μοιραίας, εμφύλιας σύγκρουσης μεταξύ των Ελλήνων. Οι «Κυβερνητικοί» υποπτευόντουσαν τους Στρατιωτικούς για την καλλιέργεια «δικτατορικών» τάσεων. Ενώ οι «Αντικυβερνητικοί» «εκτόξευαν» εναντίον των αντιπάλων τους την κατηγορία ότι, μεταξύ άλλων, σκόπευαν να υποταχθούν στις απαιτήσεις των Άγγλων.

α) Και όλ’ αυτά ενώ η Εθνεγερσία «έφθινε» καταθλιπτικώς και η σύμπραξη του Σουλτάνου με τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου για την οργάνωση της επιδρομής του γιού του τελευταίου, Ιμπραήμ Πασά, στην Πελοπόννησο βρισκόταν «επί θύραις».  Η εμφύλια διαμάχη μεταξύ των Ελλήνων άρχισε να οξύνεται μετά το πέρας της Β΄ Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος, την 18η Απριλίου του 1823. Οι «Κυβερνητικοί» απέκτησαν μεγάλη υπεροχή, συνεργαζόμενοι ιδίως με ισχυρούς οικονομικώς παράγοντες, νησιώτες εφοπλιστές και γαιοκτήμονες, ενώ τους συνέδραμαν ορισμένοι Οπλαρχηγοί και επιφανείς Έλληνες του Εξωτερικού.  Πέραν τούτου, είχαν την οικονομική δύναμη που τους εξασφάλιζε το «πρώτο δάνειο» της Ανεξαρτησίας.

β) Παρά το δίκαιο πολλών εκ των θέσεών του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αποδυναμωμένος και αργότερα περίλυπος                  -από την δολοφονία του γιου του, Πάνου, την 13η Νοεμβρίου του 1824- επιδίωξε τον συμβιβασμό και τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Την 22α Μαΐου του 1824 αναγνώρισε την Κυβέρνηση Κουντουριώτη, και μάλιστα μετέβη στο Ναύπλιο για να δηλώσει προς αυτή τον σεβασμό του και την υποταγή του στους «νόμους της Πατρίδας». 

  1. Οι «Κυβερνητικοί» όχι μόνο δεν τον εμπιστεύθηκαν αλλά, όλως αντιθέτως, τον συνέλαβαν την 6η Φεβρουαρίου 1825. Μετά από μια δίκη «παρωδία», ο «Γέρος του Μοριά» φυλακίσθηκε στην Μονή του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα.

α) Στην αποβάθρα του Ναυπλίου, όταν επιβιβαζόταν για να πλεύσει προς την Ύδρα προκειμένου να «εκτίσει την ποινή» του, ο όχλος που κατηύθυνε η ίδια η Κυβέρνηση τον αποδοκίμαζε, πετώντας του πέτρες και αποφάγια, με μια πέτρα να τον τραυματίζει στο μάτι!  Οι «υβριστές» έκαναν πίσω όταν ο «Γέρος του Μοριά» πρόταξε τ’ αλυσοδεμένα χέρια του και τους ρώτησε, θλιμμένος αλλά υπερήφανος, αν του άξιζε τέτοια «καταισχύνη». Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έμεινε φυλακισμένος στην Μονή του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα έως την 17η Μαΐου του 1825.

β) Όμως ακόμη και οι συνθήκες της αποφυλάκισής του έδειξαν από την μια πλευρά σε τι κατάσταση είχε περιαγάγει την Εθνεγερσία η εμφύλια διαμάχη. Και, από την άλλη πλευρά, το ηθικό μεγαλείο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και την αφοσίωσή του στον αγώνα για την απελευθέρωση της Πατρίδας και για την σωτηρία του Έθνους:

β1) Η Κυβέρνηση αποφάσισε την αποφυλάκιση του «Γέρου του Μοριά» ύστερα από γενική κατακραυγή, και όταν πλέον ο Ιμπραήμ και το στράτευμά του ήταν ήδη στην Πελοπόννησο. Η οποία «στέναζε» από την «σφαγή» και την «φωτιά» και είχαν πια καταληφθεί από τον Ιμπραήμ το Ναβαρίνο και η Σφακτηρία,  ενώ την ίδια περίοδο ο Κιουταχής πολιορκούσε το Μεσολόγγι. Τότε έγινε, επιτέλους, αντιληπτό ότι μόνον υπό την ηγεσία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ήταν δυνατό ν’ αντιμετωπισθεί ο «θανάσιμος» κίνδυνος για την Επανάσταση του 1821.  Η Κυβέρνηση των Κουντουριώτη, Κωλέττη και Μαυροκορδάτου εξέδωσε διάταγμα γενικής αμνηστίας, κατ’ εφαρμογή του οποίου αποφυλακίσθηκε και ο «Γέρος του Μοριά».  Αμέσως μετά διορίσθηκε Γενικός Αρχιστράτηγος και ο κόσμος τον υποδέχθηκε μ’ ενθουσιασμό στο Ναύπλιο.

β2) Τα όσα διαδραματίσθηκαν αμέσως μετά την κατά τα ως άνω έλευσή του στο Ναύπλιο αποδεικνύουν και το Εθνικό «μέταλλο» της ψυχής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Καθώς διηγούνται, ήταν τότε που ανέβηκε σε μια μεγάλη πέτρα και μίλησε στο πλήθος, το οποίο τον επευφημούσε λέγοντας: «Έλληνες, πριν βγω στ’ Ανάπλι έρριξα στη θάλασσα τα πικρά τα περασμένα. Κάντε κι εσείς το ίδιο. Στο δρόμο που περνάγαμε, για να ’ρθούμε στην εκκλησιά, είδα να σκάβουν κάποιοι ανθρώποι.  Ρώτησα και μου είπαν πως σκάβουν να βρούνε κρυμμένο θησαυρό.  Εκεί,  στο λάκκο μέσα, ρίξτε και τα μίση τα δικά σας.  Έτσι θα βρεθεί κι ο χαμένος θησαυρός.» Ο «Γέρος του Μοριά», μετά την αποφυλάκισή του, «πήρε τ’ άρματά» του και οργάνωσε το «ευάριθμο» στράτευμά του για να πολεμήσει τον Ιμπραήμ με την γνωστή του μέθοδο: Τον «κλεφτοπόλεμο», τον οποίο συνέχισε αδιαλείπτως έως ότου έφθασε στην Πελοπόννησο ο Γάλλος Στρατηγός Νικόλαος-Ιωσήφ Μαιζών, το 1828, κατ’ εντολή του Βασιλιά Καρόλου Ι΄ της Γαλλίας προκειμένου να ηγηθεί του Γαλλικού στρατεύματος που είχε ως αποστολή την εκδίωξη του Ιμπραήμ από τον Μοριά. 

Β.  Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και  Ιωάννης Καποδίστριας: Η εμβληματική σύμπραξή τους για την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους

    Όπως ήδη επισημάνθηκε, η όλη αποτίμηση της ανεκτίμητης συμβολής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη θα ήταν προδήλως ιστορικώς ελλιπής δίχως την προσθήκη εκείνη, η οποία καταδεικνύει και την συνεισφορά του στην ευόδωση της Εθνεγερσίας διά της ίδρυσης του Νεότερου Ελληνικού Κράτους με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το 1830. Όμως η κατά τα ως άνω αποτίμηση θα ήταν επίσης ιστορικώς ελλιπής δίχως την ανάδειξη και εκείνων των γεγονότων, τα οποία «φωτίζουν» τις κυριότερες πτυχές της «σύμπραξης» του «Γέρου του Μοριά» -κατ’ ακρίβεια δε της αμέριστης συμπαράστασής του προς αυτόν- με τον πρώτο Κυβερνήτη της απελευθερωμένης Ελλάδας, τον Ιωάννη Καποδίστρια.

  1. Η γνωριμία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη με τον Ιωάννη Καποδίστρια ανάγεται αρκετά πριν η Γ΄ Εθνοσυνέλευση αποφασίσει την εκλογή του ως Κυβερνήτη. Ειδικότερα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε συναντήσει τον Ιωάννη Καποδίστρια προ του 1827 δύο φορές, σύμφωνα με τις υπάρχουσες ιστορικές μαρτυρίες, ορισμένες από τις οποίες «συγκλίνουν» υπέρ του ότι είχε προηγηθεί και μια εντελώς «πρώιμη» συνάντηση μεταξύ τους, το 1805 στην Κέρκυρα.

α) Η πρώτη, σχεδόν πλήρως τεκμηριωμένη, συνάντηση μεταξύ του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Ιωάννη Καποδίστρια πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1807 στην «Αγία Μαύρα», την σημερινή Λευκάδα. Και συγκεκριμένα στην περιοχή του «Μαγεμένου» που υπαγόταν στον συνοικισμό της Νικιάνας, σε μικρή απόσταση από την Πόλη της Λευκάδας.

α1) Ήταν τότε που η Ιόνιος Πολιτεία διόρισε, την 2α Ιουνίου του 1807, τον Ιωάννη Καποδίστρια -πριν  βέβαια αρχίσει την διπλωματική του σταδιοδρομία στην Αυλή του Τσάρου της Ρωσίας- «έκτακτο στρατιωτικό διοικητή» με αποστολή την οχύρωση της Λευκάδας. Και τούτο διότι υπήρχαν βάσιμες πληροφορίες ότι ο Αλή Πασάς ετοίμαζε εισβολή στην Λευκάδα. Σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα ο Ιωάννης Καποδίστριας έθεσε τις βάσεις της αποτελεσματικής οχύρωσης της «Αγίας Μαύρας», πλην όμως η εισβολή αυτή ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, είτε διότι ο Αλή Πασάς άλλαξε τους πολεμικούς του σχεδιασμούς είτε διότι ο ίδιος είχε, τεχνηέντως, «διοχετεύσει» τις προαναφερόμενες πληροφορίες γι’ αντιπερισπασμό.

α2) Όμως η συγκυρία επέτρεψε στον Ιωάννη Καποδίστρια να συναντηθεί στην Νικιάνα, κάτω από την περιώνυμη καρυδιά στου «Μαγεμένου», με τους σπουδαιότερους Οπλαρχηγούς, οι οποίοι συμμετείχαν στην προετοιμασία της Εθνεγερσίας που συντελέσθηκε δεκατέσσερα χρόνια μετά, το 1821. Η «σύναξη» έγινε με πρωτοβουλία και τις «ευλογίες» του Μητροπολίτη Άρτας Ιγνατίου.  Μεταξύ των Οπλαρχηγών ήταν και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Και κατά την μαρτυρία του Λευκάδιου Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ο Ιωάννης Καποδίστριας, απευθυνόμενους προς τους Οπλαρχηγούς και προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη τόνισε, μεταξύ άλλων: «Ελπίζω η Πατρίς να σας καλέσει συντόμως δια σκοπόν πολύ υψηλότερον», υπαινισσόμενος προφανώς την «έκρηξη» του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνα.

β) Η δεύτερη συνάντηση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Ιωάννη Καποδίστρια πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα, λίγο πριν την «έκρηξη» της Επανάστασης του 1821, και συγκεκριμένα το 1819. 

β1) Τότε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπηρετούσε ως Ταγματάρχης  στο «Ελληνικό ελαφρύ πεζικό» του Αγγλικού Στρατού στην Ζάκυνθο. Μετέβη δε στην Κέρκυρα αποκλειστικώς και μόνο προκειμένου να συναντήσει τον Ιωάννη Καποδίστρια -ο οποίος είχε φθάσει εκεί για να δει την οικογένειά του και για ολιγοήμερη ανάπαυση- κορυφαίο τότε Αξιωματούχο της Ρωσικής Διπλωματίας, αγωνιώντας να μάθει από αυτόν ποια θα ήταν, ενδεχομένως, η στάση του Τσάρου αν και όταν οι Έλληνες ξεκινούσαν τον υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνα. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης βρήκε στην Κέρκυρα έναν Ιωάννη Καποδίστρια που έδειχνε «περίφροντις», πλην όμως υπήρξε απολύτως ειλικρινής μαζί του.  Ήταν η περίοδος κατά την οποία και ο Ιωάννης Καποδίστριας, επηρεασμένος από την όλη πληροφόρηση που είχε για την Ελλάδα αλλά και από τις θέσεις του Αδαμαντίου Κοραή -κατά τις οποίες το Έθνος δεν ήταν ακόμη «ώριμο» για την Εθνεγερσία- «έτρεφε» μεγάλες επιφυλάξεις για το αν και κατά πόσον οι Έλληνες έπρεπε να επαναστατήσουν, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.

β2) Όσο για τον Τσάρο της Ρωσίας, ο Ιωάννης Καποδίστριας πληροφόρησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ότι δεν ήταν, κάθε άλλο, διατεθειμένος να συμπαρασταθεί στο Έθνος των Ελλήνων για να διεκδικήσει την Ελευθερία του, κυρίως διότι δεν επιθυμούσε να «διαταράξει» τις σχέσεις του με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εμπλεκόμενος ενδεχομένως και σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έφυγε από την Κέρκυρα καταφανώς απογοητευμένος. Όμως τούτο δεν σήμανε και ρήξη του με τον Ιωάννη Καποδίστρια, επειδή εκτιμούσε πέρ’ από το αδιαμφισβήτητο κύρος του και την ανυπόκριτη ειλικρίνειά του, επιπλέον δε θεωρούσε πως η αφοσίωσή του στο Έθνος ήταν αδιαπραγμάτευτη.

  1. Όπως αναφέρουν αρκετές μαρτυρίες, μετά την έναρξη της Επανάστασης του 1821 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν πεπεισμένος, ευθύς εξ αρχής, ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας, και λόγω του χαρακτήρα του και λόγω της «διεθνούς» εμβέλειας της προσωπικότητάς του, ήταν ο πιο κατάλληλος για να ηγηθεί του Ελληνικού Κράτους, όταν θα έφθανε η ώρα της συγκρότησής του.

α) Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα λίγο πριν και, κατ’ εξοχήν, κατά την διάρκεια των εργασιών, το 1827, της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Τροιζήνα, η οποία και θέσπισε το πρώτο «οριστικό» Σύνταγμα της Ελλάδας, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», ένα από τα πιο ολοκληρωμένα Συντάγματα στην Συνταγματική Ιστορία μας αλλά και πέραν αυτής.  Με πρωτοβουλία ιδίως του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη η Γ΄ Εθνοσυνέλευση αποφάσισε ομοφώνως, την 27η Μαρτίου του 1827, «η Νομοτελεστική Δύναμις να παραδοθή εις έναν και μόνον», προκειμένου ν’ αποφευχθούν στο μέλλον «όσα κακά επήγασαν εις το διάστημα του επταετούς Αγώνος… από την πολυμέλειαν της Νομοτελεστικής Δυνάμεως».  Η ρύθμιση αυτή «φωτογράφιζε» ήδη το πρόσωπο του Ιωάννη Καποδίστρια.  Τούτο προέκυψε ευθέως πλέον όταν, και πάλι με πρωτοβουλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, θεσπίσθηκε από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση, την 3η Απριλίου του 1827, το Ψήφισμα ΣΤ΄, με το οποίο ο Ιωάννης Καποδίστριας ορίσθηκε «Κυβερνήτης της Ελλάδος». Άκρως χαρακτηριστικές για την πολιτική ισχύ που εμπιστευόταν στον Ιωάννη Καποδίστρια η Γ΄ Εθνοσυνέλευση ήταν οι διατάξεις των άρθρων 102-125 του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος» («Κεφάλαιον Ζ΄») «Περί Κυβερνήτου».

β) Την 8η Ιανουαρίου του 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας αποβιβάσθηκε στο Ναύπλιο, και την 11η Ιανουαρίου ανέλαβε στην Αίγινα τα καθήκοντά του ως Πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, όταν του μεταβιβάσθηκε επισήμως η «Εκτελεστική Εξουσία» από την «μεταβατική» «Αντικυβερνητικήν Επιτροπήν». Έκτοτε, και καθ’ όλη την δραματική περίοδο έως την δολοφονία του στο Ναύπλιο, την 27η Σεπτεμβρίου 1831, ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε την αμέριστη συμπαράσταση                     -πολύτιμη καθ’ όλα, λόγω του μεγέθους της προσωπικότητας και της Εθνικής προσφοράς του «Γέρου του Μοριά»- του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, όπως φάνηκε σε πολλές και κρίσιμες περιστάσεις.

β1) Πριν απ’ όλα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αντιλήφθηκε, αμέσως και δίχως δισταγμούς, ότι η πλήρης εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος» ήταν αδύνατη λόγω των εξαιρετικών συνθηκών που επικρατούσαν τότε στον Τόπο και ότι, συνακόλουθα, έπρεπε ν’ ανατεθούν στον Κυβερνήτη έκτακτες αρμοδιότητες.  Γι’ αυτό και πρωτοστάτησε κατά την θέσπιση από την Βουλή του ΝΗ΄ Ψηφίσματος, την 18η Ιανουαρίου του 1828, το οποίο ενέκρινε «σχέδιον μεταβολής διοικήσεως προσωρινής» που ανέστειλε, κατά μεγάλο μέρος, την εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος». Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στην συνέχεια, αντιτάχθηκε με σθένος έναντι όλων εκείνων -και δεν ήταν λίγοι- οι οποίοι καταλόγιζαν στον Ιωάννη Καποδίστρια «δικτατορικές» τάσεις και τον υπονόμευαν εμφανώς.  Όπως επίσης ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πίστεψε, δίχως δισταγμούς, στις ειλικρινείς προθέσεις του Ιωάννη Καποδίστρια να επαναφέρει σταδιακώς το Κράτος σ’ ένα είδος «συνταγματικής ομαλότητας» μέσω νέου Συντάγματος.  Γι’ αυτό και συμφώνησε όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας οργάνωσε -αμέσως μετά την έναρξη της ισχύος του προαναφερόμενου ΝΗ΄ Ψηφίσματος της 18ης Ιανουαρίου του 1828- από κοινού με την Βουλή την σύγκληση Δ΄ Εθνοσυνέλευσης για την θέσπιση νέου Συντάγματος, η οποία τελικώς συνήλθε στο Άργος, την 11η Ιουλίου του 1829.

β2) Επιπροσθέτως, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε αντιληφθεί ότι μόνον η προσωπικότητα του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια μπορούσε να πείσει τις «Μεγάλες Δυνάμεις» της εποχής να «στέρξουν» την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, και μάλιστα υπό εδαφικούς και άλλους όρους πρόσφορους να διασφαλίσουν την μελλοντική του επιβίωση. Δεν πρέπει δε να υποτιμάται ιστορικώς το γεγονός ότι, παρά την στάση τους στο Ναυαρίνο,  αυτές οι «Μεγάλες Δυνάμεις», κυρίως για τους δικούς τους ιδιοτελείς λόγους, έφερναν εμπόδια στην τελική ευόδωση της Εθνεγερσίας, τηρώντας πολλές φορές μια επαμφοτερίζουσα στάση σε ό,τι αφορούσε την ίδρυση του πρώτου Έθνους-Κράτους, ήτοι του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Και πρωτίστως σε ό,τι αφορά το μέγεθος και τον βαθμό αυτονομίας που θα είχε, έτσι ώστε να μην έλθουν εκ νέου σ’ ευθεία σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.  Η συμπαράσταση αυτή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ήταν πολύτιμη για τον Ιωάννη Καποδίστρια αφού περιόριζε εμφανώς τις εσωτερικές αντιδράσεις, προκειμένου ο Κυβερνήτης να είναι όσο το δυνατό περισσότερο απερίσπαστος κατά τις διαπραγματεύσεις με τις «Μεγάλες Δυνάμεις» και να στεφθεί έτσι μ’ επιτυχία το τιτάνιο έργο της «γέννησης» του πλήρως Ελεύθερου Ελληνικού Κράτους.  Υπό τα δεδομένα αυτά ήταν και μια δικαίωση για τον ίδιο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη η υπογραφή, την 22α Ιανουαρίου/3η Φεβρουαρίου 1830, του «Πρωτοκόλλου του Λονδίνου» με το οποίο, όπως επανειλημμένως επισημάνθηκε, ιδρύθηκε εν τέλει το Νεότερο Ελληνικό Κράτος.

β3) Η στυγερή δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια ένα, μόλις, χρόνο μετά ανέκοψε τον ρου της Ιστορίας για την ολοκλήρωση της πραγματοποίησης του «οράματος» του Κυβερνήτη αναφορικά με το μέλλον της Ελλάδας, το οποίο συμμεριζόταν στο ακέραιο ο «Γέρος του Μοριά». Και είναι άκρως χαρακτηριστικό εκείνο, το οποίο αποδίδεται στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη λίγο μετά την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια.  Συγκεκριμένα λέγεται ότι ο «Γέρος του Μοριά» αναφώνησε με ανείπωτη πίκρα και οργή: «Ο δολοφονήσας τον Καποδίστρια εδολοφόνησε την Ελλάδα»!

 

Επίλογος

Τα όσα εκτέθηκαν για τον «Εθνεγέρτη» Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον «Γέρο του Μοριά», είναι ιστορικές παρακαταθήκες που τις θεμελιώνουν αμάχητα πια τεκμήρια.  Εκτιμώντας την σημερινή συγκυρία οφείλουμε όμως να  δεχθούμε πως η προσωπικότητα και η προσφορά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη δεν είναι μόνον ιστορική «κιβωτός» του παρελθόντος.  Πρέπει να μείνει εσαεί, και ιδίως για τις γενιές που έρχονται, «δείκτης πορείας» του μέλλοντός μας.  Παράδειγμα προς μίμηση για την πορεία του Έθνους των Ελλήνων μέσα στον χρόνο, κυρίως όταν οι συνθήκες που επικρατούν –όπως προεχόντως οι σημερινές- δεν επιτρέπουν εφησυχασμό αλλά μας προτρέπουν επιτακτικώς σε μιαν υπεύθυνη εγρήγορση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το αξεπέραστο ιστορικό υπόδειγμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, αναφορικά με το Εθνικό μας Χρέος για την υπεράσπιση της Πατρίδας -άρα και όλων, ανεξαιρέτως, των Εθνικών μας Θεμάτων και των Εθνικών μας Δικαίων- πρέπει να μας υπενθυμίζει και τούτο: Για εμάς, τους Έλληνες, η Εθνεγερσία -η οποία είναι πάντα ζωντανό ιστορικό ορόσημο και όχι μια απλή επέτειος- συνεχίζεται και θα συνεχίζεται, όσο οι ηγεσίες της Τουρκίας κάνουν ακόμη επίδειξη της διαχρονικής τους βαρβαρότητας στην Μαρτυρική Κύπρο.  Με άλλες λέξεις εμείς, οι Έλληνες, οφείλουμε να «καταθέσουμε» στην Ιερή Μνήμη των Προγόνων μας Αγωνιστών της Επανάστασης του 1821 την ανυποχώρητη δέσμευσή μας ότι θ’ αγωνισθούμε, έως το τέλος, ώστε ν’ απελευθερωθεί και η τελευταία σπιθαμή του εδάφους της Κυπριακής Γης από τον τουρκικό ζυγό.  Αλλά και ότι θ’ αγωνισθούμε, επιπροσθέτως, ως το τέλος προκειμένου τόσο η Διεθνής Κοινότητα όσο και, κυρίως, η Ευρωπαϊκή Ένωση ν’ αναλάβουν, στο ακέραιο, τις δικές τους ευθύνες, παύοντας ν’ ανέχονται απαθείς την τουρκική κατοχή στην Κύπρο. Κατοχή, η οποία πέραν των άλλων πλήττει καιρίως και το κύρος της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας, εν τέλει δε τον ίδιο τον Πολιτισμό μας.»

Συνέχεια ανάγνωσης

Ελληνική Επανάσταση 1821

27 Σεπτεμβρίου του 1831: Δολοφονείται ο Ιωάννης Καποδίστριας! Ο ρόλος του ως στρατιωτικού ηγέτη

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Για πολλούς ο Ιωάννης Καποδίστριας είναι ο κορυφαίος Έλληνας πολιτικός που γνώρισε η νεότερη Ελλάδα, που όμοιος του δεν έχει υπάρξει από τότε.

Ο αντικειμενικός σκοπός του Καποδίστρια ήταν να συνεχίσει τον πόλεμο και να εκδιώξει τα εχθρικά στρατεύματα από την ηπειρωτική Ελλάδα, ώστε τα διαπραγματευόμενα σύνορα του νέου κράτους να φτάνουν μέχρι τη γραμμή Άρτας- κόλπου Βόλου, σύνορα που θεωρούσε ότι μπορούσαν να εξασφαλιστούν στρατιωτικά

Του Σπύρου Μουτάφη

Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831 ο Ιωάννης Καποδίστριας δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο από μέλη της οικογένειας του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Για πολλούς ο Ιωάννης Καποδίστριας είναι ο κορυφαίος Έλληνας πολιτικός που γνώρισε η νεότερη Ελλάδα, που όμοιος του δεν έχει υπάρξει από τότε. Ο Καποδίστριας δημιούργησε το ελληνικό κράτος εκ του μηδενός και το έργο του αφορούσε το σύνολο των λειτουργιών του νεότευκτου κράτους. Μια ενδιαφέρουσα πτυχή του κυβερνήτη είναι εκείνη του στρατιωτικού ηγέτη, η οποία συνήθως παραγκωνίζεται από τον ρόλο του ως διπλωμάτη και ως κυβερνήτη. Ποιος ήταν, λοιπόν,ο στρατιωτικός ηγέτης Ιωάννης Καποδίστριας;

Η άφιξη του κυβερνήτη και η κατάσταση που υπήρχε

Τον Ιανουάριο του 1828 όταν ο Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα, έπειτα από την απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, η κατάσταση που υπήρχε ήταν αποκαρδιωτική. Η επανάσταση βρισκόταν σε δυσμενή κατάσταση, καθώς η πλειοψηφία των περιοχών που είχαν απελευθερωθεί τα πρώτα έτη της Επανάστασης είχαν περιέλθει στα χέρια του εχθρού ή ήταν έρμαιο του. Η εσωτερική κατάσταση ήταν εξίσου απελπιστική, καθώς η προσπάθεια του εχθρού να καταστρέψει τον ελληνικό πληθυσμό και τους οικονομικούς του πόρους του είχε ως συνέπεια σοβαρότατες απώλειες σε έμψυχο και υλικό δυναμικό1.

Η Υψηλή Πύλη θεωρούσε ότι μπορούσε ακόμα να καταπνίξει την Επανάσταση και ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ συνέχιζε να κρατά μια άτεγκτη στάση μη αποδεχόμενος καμία λύση, παρά τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων2.Γι ‘αυτό το σκοπό, ο Ιμπραήμ λεηλατούσε ανηλεώς την Πελοπόννησο, παράλληλα οι Οθωμανοί είχαν ισχυρά ερείσματα στην Στερεά3.

Η οργάνωση του στρατού από τον Καποδίστρια

Ο αντικειμενικός σκοπός του Καποδίστρια ήταν να συνεχίσει τον πόλεμο και να εκδιώξει τα εχθρικά στρατεύματα από την ηπειρωτική Ελλάδα, ώστε τα διαπραγματευόμενα σύνορα του νέου κράτους να φτάνουν μέχρι τη γραμμή Άρτας- κόλπου Βόλου, σύνορα που θεωρούσε ότι μπορούσαν να εξασφαλιστούν στρατιωτικά4.

Για να το πετύχει αυτό ο Καποδίστριας ανέλαβε ο ίδιος την διοίκηση του στρατού και του στόλου, διόρισε σε μείζονες θέσεις ικανά άτομα που διέθεταν την αποδοχή των υπολοίπων και αντικατέστησε τις παλιές φρουρές με νέα πειθαρχημένα τμήματα5. Έτσι, η Επανάσταση έλαβε νέα δυναμική και αναζωπυρώθηκε. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι την γενική διεύθυνση του πολέμου την ανέλαβε ο ίδιος ο Καποδίστριας6.

Ο Καποδίστριας προχώρησε στην οργάνωση των άτακτων σωμάτων του στρατού ,στην δημιουργία τακτικού στρατού και στην οργάνωση του στόλου, διορίζοντας σε υψηλές ηγετικές θέσεις του στρατού τον Κολοκοτρώνη, τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον στρατηγό Τσώρτς, συγχρόνως υψηλές θέσεις στον στόλο ανέλαβαν ο Μιαούλης, ο Σαχτούρης, ο Σαχίνης και ο πλοίαρχος ‘Αστιγξ7. Σε ότι αφορά την οργάνωση τακτικού στρατού Γάλλοι αξιωματικοί ανέλαβαν τον σημαντικό ρόλο να αποτελέσουν τον πυρήνα του τακτικού στρατού8.

Κάτι εξίσου σημαντικό με την αναδιοργάνωση του στρατού ήταν η δημιουργία της σχολής Ευελπίδων9και η ίδρυση στρατιωτικού νοσοκομείου στο Ναύπλιο το καλοκαίρι του 182810.

Το εσωτερικό μέτωπο

Πέρα από τον πόλεμο με τους Οθωμανούς και τους Αιγύπτιους ο κυβερνήτης έπρεπε να αντιμετωπίσει και την πειρατεία στο εσωτερικό, καθώς οι πειρατές λυμαίνονταν εμπορικά πλοία στο Αιγαίο τόσο ελληνικά όσο και Ευρωπαϊκά και πέρα από τις απτές συνέπειες που είχαν στην οικονομία και στην εσωτερική ασφάλεια αμαύρωναν την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό και δημιουργούσαν την εκνευρισμό στις Μεγάλες Δυνάμεις.

Η πρώτη αποστολή που ανατέθηκε στον αναδιοργανωμένο ελληνικό στόλο ήταν η πάταξη της πειρατείας στις Βόρειες Σποράδες και τη Γραμβούσα της Κρήτης, όπου οι πειρατές είχαν τις βάσεις τους11.Επικεφαλής της επιχείρησης ορίστηκε ο μπαρουτοκαπνισμένος και ικανότατος Μιαούλης, ο οποίος έφερε εις πέρας την αποστολή που του ανατέθηκε12και εξασφάλισε την ασφαλή διέλευση των πλοίων στο Αιγαίο. Ωστόσο, η εξάλειψη της πειρατείας αποδείχθηκε θνησιγενής επιτυχία καθώς έπειτα από λίγα έτη οι πειρατές επέστρεψαν στα νερά του Αιγαίου και μάλιστα μετά την δολοφονία του κυβερνήτη, υπήρξε έντονη δραστηριότητα των πειρατών, γεγονός που εν μέρει οφειλόταν στις οικονομικές και κοινωνικές παθογένειες του νεοπαγούς κράτος13.

Ευκολότερο ήταν το έργο της εξάλειψης της ληστείας της υπαίθρου, η οποία αντιμετωπίστηκε χάρι στην αναδιοργάνωση του στρατού και συγκεκριμένα των άτακτων στρατευμάτων14. Προς επίρρωση της εσωτερικής ασφάλειας ίδρυσε την Πολιταρχία, την πρώτη Ελληνική Αστυνομία στο Ναύπλιο, η οποία είχε διευρυμένα καθήκοντα και καταπολέμησε τις ασυδοσίες των στρατιωτών εις βάρος του τοπικού πληθυσμού15.

Η στρατιωτική στρατηγική του Καποδίστρια

Κατά την άφιξη του κυβερνήτη η ελεύθερη Ελλάδα αποτελούταν από το Ναύπλιο, μερικές πόλεις της Ανατολικής Πελοποννήσου, τη Μάνη, την περιοχή του Ισθμού μέχρι την Ελευσίνα, μια μικρή έκταση στην Δυτική Στερεά και τα νησιά του Αργοσαρωνικού16.

Ως αντικειμενικό σκοπό ο Καποδίστριας καθόρισε την απελευθέρωση της Στερεάς, διότι γνώριζε ότι η Πελοπόννησος θα ήταν ο πυρήνας του νέου κράτους, οι Μεγάλες Δυνάμεις και συγκεκριμένα η Αγγλία δεν υποστήριζαν τη θέση η Ελλάδα να συμπεριλαμβάνει και τη Στερεά, έτσι ο σκοπός του ήταν να φέρει αντιμέτωπες τις Μεγάλες Δυνάμεις με τετελεσμένα γεγονότα17. Στο διπλωματικό μέτωπο, ως δεινός διπλωμάτης που ήταν άρχισε τις διαπραγματεύσεις για τα σύνορα ζητώντας όσα περισσότερα μπορούσε μεταξύ αυτών την Κρήτη, την Ήπειρο, την Θεσσαλία, την Μακεδονία, την Σάμο και την Χίο18, παρόλο που γνώριζε τη δυσφορία των Μεγάλων Δυνάμεων με το να έχει η Ελλάδα τόσο διευρυμένα σύνορα.

Σε επιχειρησιακό επίπεδο ο στόλος ανέλαβε την κατάληψη της Χίου και τον ναυτικό αποκλεισμό αποκλεισμό της Κρήτης και τα παραλία της Πελοποννήσου ώστε να πλήξουν τον ανεφοδιασμό και γενικά την επιμελητεία του στρατού του Ιμπραήμ19.

Η τακτική του Καποδίστρια δεν ήταν η κατά μέτωπο επίθεση του εχθρού εναντίον του κέντρου βάρους του με σκοπό την εκμηδένιση του αλλά η έμμεση προσέγγιση. Αυτό αφορά την αποκοπή των γραμμών εφοδιασμού του εχθρού, την κατάληψη ασφαλών θέσεων και την επίθεση σε μεμονωμένα τμήματα του αντιπάλου20.

Μια μεταβολή που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της ελληνικής πλευράς ήταν η αλλαγή της συμπεριφοράς του στρατού απέναντι στους εχθρούς, δηλαδή η πολιτισμένη και όχι η απάνθρωπη συμπεριφορά έναντι των αιχμαλώτων και των αμάχων και η τήρηση των συμφωνηθέντων ανάμεσα στους αντιμαχόμενους. Γεγονός που μεσοπρόθεσμα οδηγούσε τους αντίπαλους στρατούς να συνθηκολογούν πιο εύκολα και να παραδίδουν φρούρια, κάτι που ανύψωσε το κύρος της Ελλάδας και εξοικονομούσε δυνάμεις για άλλα μέτωπα21.

Με την έναρξη του πολέμου της Ανδριανουπόλεως (1828-1829) τον Απρίλιο του 1828 ανάμεσα στη Ρωσία και την Οθωμανούς ο Καποδίστριας αξιοποίησε αυτό το γεγονός πείθοντας του Γάλλους να στείλουν στρατό στην Ελλάδα για να εξισορροπήσουν τη ρωσική επιρροή στο ελληνικό ζήτημα22. Η Γαλλία ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Καποδίστρια και έστειλε στρατό στην Πελοπόννησο υπό τον στρατηγό Μαιζών με αντικειμενικό σκοπό την εκδίωξη του αιγυπτιακού στρατού από τον Μοριά, η Γαλλία με αυτή την εμπλοκή της θα ανέστηνε το πληγωμένο της κύρος μετά την ήττα της το 1814-1815 και θα επανερχόταν στο προσκήνιο ως η μεγάλη δύναμη της Μεσογείου23.Ο Καποδίστριας πέτυχε τον στόχο του και ο Ιμπραήμ αποχώρησε από την Πελοπόννησο τον Αύγουστο του 1828, μη έχοντας πετύχει τον αντικειμενικό του σκοπό που δεν ήταν άλλος από την κατάπνιξη της Επανάστασης στον Μοριά, ενώ δέκα μήνες αργότερα οι Γάλλοι με τη σειρά τους αποχώρησαν από την Ελλάδα24.

Στο μέτωπο της Στερεάς ο ελληνικός στόλος απέκλεισε τον Αμβρακικό και ο κυβερνήτης συντόνισε τις ενέργειες του στρατού προς κατάληψη των φρουρίων της Ναυπάκτου, του Ρίου και της μαρτυρικής πόλης του Μεσολογγίου. Όσο ο στρατός έδινε μάχες στο πολεμικό πεδίο, ο κυβερνήτης έδινε τις δικές του στο διπλωματικό και μια από αυτές ήταν η άρνηση να διατάξει την αποχώρηση του στρατού από την Στερεά καθ’ υπόδειξη των Άγγλων, αρνούμενος ο Καποδίστριας βρήκε ως συμπαραστάτη τη Γαλλία25. Με την αποχώρηση του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο αποδέσμευσε δυνάμεις από τον Μοριά και τις μετέφερε στο μέτωπο της Στερεάς με αντικειμενικό σκοπό την απελευθέρωση και του υπόλοιπου τμήματος της. Η πλήρης κατάληψη της Στερεάς ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1829 με την μάχη της Πέτρας26.

Οι παραπάνω επιτυχίες αναδεικνύουν μια αγνοημένη πτυχή της πληθωρικής προσωπικότητας του κυβερνήτη, εκείνη του στρατιωτικού ηγέτη, ο οποίος ανέτρεψε τα δεδομένα και χάρη στην υψηλή στρατηγική του δημιούργησε τετελεσμένα σε πολεμικό επίπεδο και συνέβαλε τα μάλα, όχι μόνο στην ολοκλήρωση της επανάστασης αλλά κυρίως στην αναζωπύρωση της εναντίον δύο ισχυρών αντιπάλων. Με άλλα λόγια ο συντελέστης που αντέστρεψε τα δεδομένα ήταν η ανάληψη από τον Καποδίστρια της διακυβέρνησης της χώρας και κυρίως η ανάληψη της ηγεσίας της Επαναστάσεως27.

Ο Καποδίστριας ωστόσο δεν επέζησε προκειμένου να δει του κόπους τους δικούς του να ευοδώνονται ,διότι όταν καθορίστηκαν τα σύνορα της Ελλάδας το 1832, τα οποία ταυτίζονταν με εκείνα που είχε θέσει ως στόχο, ήταν ήδη δολοφονημένος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • Αντιπλοίαρχος Πρωτονοτάριος Δημ.ΠΝ, «Ιωάννης Καποδίστριας. Προσωπικότητα Διεθνούς κύρους Κυβερνήτης της Νεώτερης Ελλάδας. Σκιαγράφηση και σχολιασμός πτυχών της δραστηριότητας του σε σχέση με το ευρωπαϊκό/πολιτικό σκηνικό της εποχής εκείνης», στο pn_1821/Ιωάννης%20Καποδίστριας.%20Προοσωπικότητα%20διεθνούς%20κύρους.pdf
  • Δεσποτόπουλος Αλέξανδρος, «ΝΕΑ ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΙΑ ΕΚΒΑΣΗ ΤΗΣ 1828-1830», στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 29, Μέρος Γ’σσ.66-124, Εκδοτική Αθηνών, 2021( ειδική έκδοση με την εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ).
  • Διβάνη Λένα, Η ΕΔΑΦΙΚΗ ΟΛΟΚΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (1830-1947),Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη,2000.
  • Gallant W. Thomas , Νεότερη Ελλάδα: Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας, Αθήνα, Πεδίο,2017.
  • Κωνσταντάρας Κωνσταντίνος, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: ο ηγέτης, ο κυβερνήτης, ο διπλωμάτης, ο άνθρωπος, Αθήνα, Ήλεκτρον, 2017( ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ).

1Αντιπλοίαρχος Δημ Πρωτονοτάριος ΠΝ, «Ιωάννης Καποδίστριας. Προσωπικότητα Διεθνούς κύρους Κυβερνήτης της Νεώτερης Ελλάδας. Σκιαγράφηση και σχολιασμός πτυχών της δραστηριότητας του σε σχέση με το ευρωπαϊκό/πολιτικό σκηνικό της εποχής εκείνης» ,στο pn_1821/Ιωάννης%20Καποδίστριας.%20Προοσωπικότητα%20διεθνούς%20κύρους.pdf ,σ.176.

2 Thomas W. Gallant, Νεότερη Ελλάδα: Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας, Αθήνα, Πεδίο,2017, σ.103.

3 Κωνσταντίνος Κωνσταντάρας, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: ο ηγέτης, ο κυβερνήτης, ο διπλωμάτης, ο άνθρωπος, Αθήνα, Ήλεκτρον, 2017( ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ), σ.51.

4 Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, «ΝΕΑ ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΙΑ ΕΚΒΑΣΗ ΤΗΣ 1828-1830», στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 29, Μέρος Γ’, Εκδοτική Αθηνών, 2021( ειδική έκδοση με την εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ), σ,75.

5 Πρωτονοτάριος, «Καποδίστριας»,σ.177.

6 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ»,σ,75.

7 Κωνσταντάρας, Καποδίστριας, σ,54-55.

8 Gallant, Ελλάδα, σ.104.

9 Κωνσταντάρας, Καποδίστριας, σ.56

10 Ό,π.,.π,σ.133.

11 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ», σ.77.

12 Ό,π.

13 Κωνσταντάρας, Καποδίστριας,σ,115-117.

14 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ»,Δσ.77-78.

15 Κωνσταντάρας, Καποδίστριας, σ,107.

16 Ό,π.,σ.53.

17 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ», σ.90.

18 Λένα Διβάνη, Η ΕΔΑΦΙΚΗ ΟΛΟΚΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (1830-1947),Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη,2000,σ.106.

19 Πρωτονοτάριος, «Καποδίστριας»,σ,176-177.

20 Κωνσταντάρας, Καποδίστριας, σ,54.

21 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ»,σ,91.

22 Πρωτονοτάριος, «Καποδίστριας», σ,178.

23 Διβάνη, ολοκλήρωση, σ,104.

24 Πρωτονοτάριος, «Καποδίστριας», σ,178.

25 Διβάνη, Ολοκλήρωση, σ,108-109.

26 Πρωτονοτάριος, «Καποδίστριας», σ,178.

27 Δεσποτόπουλος, «ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ», σ,66.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ελληνική Επανάσταση 1821

23 Σεπτεμβρίου 1821: Η Άλωση της Τριπολιτσάς – Γεια και χαρά σας Μωραΐτες αδελφοί, τη λευτεριά η Ελλάδα μας χρωστά στη λεβεντιά σας

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Η θεμελίωση της Ελληνικής Επανάστασης στον Μοριά.

Του Σπύρου Μουτάφη

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 η Επανάσταση θα γνωρίσει την μεγαλύτερη έως τότε νίκη της με την άλωση της οθωμανικής πρωτεύουσας του Μοριά και θα θέσει τις βάσεις της πάνω στις οποίες θα πορευτεί στην συνέχεια.

Η Τριπολιτσά κατά την Οθωμανική περίοδο

Η στρατηγική θέση της Τριπολιτσάς

Η πόλη αποτελούσε το μείζον διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο όλης της Πελοποννήσου, καθώς εκεί είχε την έδρα του ο στρατιωτικός διοικητής1,ενώ ακόμα ήταν σημαντικό εμπορικό κέντρο σε οχυρή θέση, το οποίο προστατευόταν από τείχος2. Όποιος κατείχε την πόλη μπορούσε να προβάλει ισχύ σε ολόκληρη την περιφέρεια καθώς βρισκόταν στο κέντρο της χερσονήσου3.

Οι πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Μουσουλμάνοι, με τους Χριστιανούς να τους ακολουθούν, ενώ στην πόλη είχε αναπτυχθεί μια εβραϊκή κοινότητα και τις προηγούμενες δεκαετίες είχε φτάσει στην πόλη μικρός αριθμός Αλβανών4. Από την στιγμή που ξέσπασε ο αγώνας οι Χριστιανοί άρχισαν να αποχωρούν από την πόλη, ενώ αντίστροφη πορεία είχαν οι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι ήθελαν να εξασφαλίσουν την ασφάλεια τους μέσα στα τείχη της πόλης. Ο αριθμός των κατοίκων μετά από αυτές τις ανακατατάξεις βρισκόταν περίπου στις τριάντα πέντε χιλιάδες με μέγιστο αριθμό αυτό των σαράντα χιλιάδων5.

Τις παραμονές της Επανάστασης ο Οθωμανός διοικητής, θορυβούμενος από πληροφορίες για επικείμενη εξέγερση κάλεσε τους προκρίτους και επισκόπους στην πόλη, με πρόφαση μια σύσκεψη, ωστόσο όσοι πήγαν φυλακίστηκαν και κρατήθηκαν ως όμηροι.6

Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων | Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου

Η στρατηγική του Κολοκοτρώνη

Ο Κολοκοτρώνης είχε συνειδητοποιήσει ότι για να απελευθερωθεί η Πελοπόννησος έπρεπε να χτυπήσουν εκεί που βρισκόταν το κέντρο ισχύος του αντιπάλου και μέσω αυτού του αποφασιστικού πλήγματος θα παρέλυε ολόκληρη η οθωμανική διοίκηση της χερσονήσου.

Ωστόσο, οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί πρέσβευαν την ιδέα ότι έπρεπε να πολιορκούν ταυτόχρονα τα τοπικά κάστρα, όμως η στρατηγική του Κολοκοτρώνη επικράτησε και τον Απρίλιο άρχισε ο σταδιακός αποκλεισμός της πόλης, με τη δημιουργία στρατοπέδων γύρω από την Τριπολιτσά, με τυπικό αρχιστράτηγο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο οποίος ακολούθησε πιστά την σκέψη του Κολοκοτρώνη7.

Οι επαναστάτες άρχισαν να στρατολογούν άνδρες από τις γύρω περιοχές, με σκοπό την δημιουργία στρατιωτικών σωμάτων, στα οποία τον ρόλο των αξιωματικών θα είχαν οι Μανιάτες8. Απείχαν πάρα πολύ οι επαναστάτες από το να έχουν ένα συγκροτημένο στρατό και ιεραρχημένο, επίσης, ένα ακόμα μειονέκτημα ήταν ότι δεν είχαν και τα μέσα για εκπορθούν οχυρωμένες θέσεις9.

Οι Έλληνες διέκοψαν την υδροδότηση της πόλης, αν και στην πόλη υπήρχαν πηγάδια, όμως με την πάροδο του χρόνου η κατάσταση μέσα στη πόλη χειροτέρευε, ενώ δεν έλειψαν και οι επιδημίες .

Ο Χουρσίτ Πασάς, ο διοικητής της Πελοποννήσου, οποίος είχε εκστρατεύσει κατά του Αλή Πασά, έστειλε τον πιστό του αξιωματικό Μουσταφάμπεη με δύναμη 3.500 Αλβανών προς ενίσχυση της πόλης, ο οποίος εισήλθε στην πόλη10.

Μάχες έξω από την πόλη

Οι Οθωμανοί προσπάθησαν να σπάσουν τον αποκλεισμό από τις ελληνικές δυνάμεις, όμως οι προσπάθειες τους αποκρούστηκαν στο Βαλτέτσι( 12 Μαΐου) και στο χωριό Δολιανά(18 Μαΐου). Στο Βαλτέτσι ο Κολοκοτρώνης κέρδισε το προσωνύμιο «Γέρος του Μοριά» και ο Νικηταράς στο χωριό Δολιανά το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος»11. Η νίκη στο Βαλτέτσι ανέβασε το ηθικό των Ελλήνων και επιβεβαίωσε τις δυνατότητες τους στη μάχη, όταν όμως το ζητούμενο ήταν η απόκρουση της επίθεσης του αντιπάλου. Στις δύο μάχες το σκηνικό ήταν πανομοιότυπο, οι Έλληνες δημιουργούσαν κλειστά ταμπούρια και από εκεί μάχονταν12.

Τον Ιούνιο, έπειτα από αυτές τις επιτυχίες ο κλοιός άρχισε να σφίγγει γύρω από την πόλη με τους Έλληνες να προωθούν τις θέσεις τους πιο κοντά στην πόλη, ενώ ο αριθμός των Ελλήνων άρχιζε να αυξάνεται μετά τις επιτυχίες στις μάχες13.

Ο Δημήτριος Υψηλάντης έφτασε τις πρώτες ημέρες του Ιουλίου στο στρατόπεδο των Ελλήνων και αυτό εμψύχωσε τους Έλληνες. Ο Υψηλάντης με επιστολή του ζήτησε την παράδοση της πόλης χωρίς να λάβει απάντηση14.

Μια άλλη μάχη που διεξαγόταν ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές ήταν εκείνης της σοδειάς, με τους Οθωμανούς να βγαίνουν από την πόλη για να θερίσουν και αυτό οδηγούσε σε αψιμαχίες σε καθημερινή βάση15.Αυτή η μάχη είχε λάβει την μορφή πολέμου φθοράς, με απώλειες και για τις δύο πλευρές16.

Οι Οθωμανοί διεξήγαγαν μια επιχείρηση έξω από την ασφάλεια των τειχών, με σκοπό να ανεφοδιαστούν. Ο Γέρος του Μοριά είχε μεριμνήσει και είχε την ιδέα να φτιάξουν μια γράνα (τάφρο) έξω από την πόλη προς αντιμετώπιση του αντίπαλου ιππικού. Κατά την επιστροφή τους από τον ανεφοδιασμό στις 10 Αυγούστου οι Οθωμανοί υπέστησαν βαριά ήττα, η οποία θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν οι Έλληνες δεν καταπιάνονταν με την λαφυραγωγία17.Χάρι σε αυτή τη σύλληψη του Κολοκοτρώνη η μάχη ονομάστηκε «μάχη της Γράνας»18. Η επιτυχία της μάχης έφερε τους Έλληνες στη πεδιάδα μπροστά από τα τείχη, στην οποία είχαν δημιουργήσει οχυρώσεις, ταμπούρια και χαρακώματα μέσα στα οποία μάχονταν με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση19.

Η μεταφορά των Ελλήνων έξω από τα τείχη της πόλης, έπληξε περαιτέρω τους πολιορκούμενους με τους πρόσφυγες και τους φτωχούς να υποφέρουν περισσότερο από όλους και σαν να μην έφτανε αυτό μέσα στην πόλη έκανε την εμφάνιση του και ο τύφος20. Στο τέλος του Αυγούστου οι Οθωμανοί υπέστησαν δεινή ήττα στα Βασιλικά στη Φθιώτιδα και με σοβαρές απώλειες. Αυτό το οθωμανικό στράτευμα προοριζόταν για την Τρίπολη με σκοπό να λύσει την πολιορκία, ωστόσο οι οπλαρχηγοί της Στερεάς στέρησαν την τελευταία ελπίδα των Οθωμανών της Τριπολιτσάς21.

Διαπραγματεύσεις και συμφωνία με Αλβανούς

Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές για λύση της πολιορκίας και παράδοση της πόλης ναυάγησαν,22οδηγώντας πολλούς Μουσουλμάνους να διαπραγματευθούν την σωτηρία τους μόνοι τους , κάτι που ήταν συχνό φαινόμενο καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας.

Οι Αλβανοί της πόλης ήρθαν σε συνεννόηση με τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη με ζητούμενο να αποχωρήσουν αλώβητοι και πέτυχαν την συμφωνία. Οι Αλβανοί θα αποχωρούσαν από την πόλη ενώ ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά εγγυήθηκε για αυτό δίνοντας και ως ενέχυρο τον ανιψιό του23. Σημαντικότερο όμως, ίσως ήταν ,ότι έδωσε τον λόγο της τιμής του( έδωσε μπέσα) για να αποχωρήσουν και να πάνε να πολεμήσουν στο πλευρό του Αλή Πασά24. Ενδιαφέρον γεγονός είναι ότι όπως ο Κολοκοτρώνης τίμησε τον λόγο του έτσι και οι Τουρκαλβανοί ως ανταπόδοση έναν χρόνο περίπου αργότερα αποχώρησαν από τον στρατό του Δράμαλη όταν εκείνος έφτασε στην περιοχή του Ισθμού καθώς είχαν δώσει και εκείνη τον λόγο τους ότι δεν θα ξανά πολεμήσουν στην Πελοπόννησο25.Έτσι η πόλη έχασε το πλέον αξιόμαχο μέρος του πληθυσμού της και οι Έλληνες ήταν έτοιμοι να ορμήσουν μέσα στην πόλη.

Η άλωση

Στις 23 Σεπτεμβρίου η πόλη αλώθηκε, καθιστώντας αυτό το γεγονός τη μεγαλύτερη στρατιωτική επιτυχία έως τότε26.Η αντίσταση μέσα στην πόλη ήταν πενιχρή ενώ οι Έλληνες δεν έδειξαν για κανέναν έλεος, στιγματίζονταν αυτή τη σημαντική επιτυχία της Επανάστασης. Παρόλο τις οδηγίες του Υψηλάντη οι Έλληνες κατέσφαξαν τον πληθυσμό της πόλης27, ενώ τα λάφυρα δεν συγκεντρώθηκαν με σκοπό να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να δημιουργηθεί μια κεντρική διοίκηση αλλά στην πόλη οι ένοπλοι Έλληνες προχώρησαν σε πλιάτσικο. Από τη σφαγή δεν γλίτωσαν ούτε οι Εβραίοι της πόλης.

Η πόλη μετά την άλωση της έγινε η έδρα του ελεύθερου εδάφους και δημιούργησε τα θεμέλια πάνω στα οποία μπορούσε να θεμελιωθεί το νέο κράτος28.

Πηγές:

  • Μαργαρίτης Γιώργος, Ενάντια σε φρούρια και τείχη: Μια μικρή εισαγωγή για την Ελληνική Επανάσταση, Αθήνα, Διόπτρα, 2020.
  • Μιχαηλίδης Δ. Ιάκωβος , Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ο στρατιωτικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης, Αθήνα, Μεταίχιο,2020.
  • Χαζηαναστασίου Τάσος – Κασιμάτη Μαρία, Πολεμώντας το’ 21: Οι σημαντικότερες συγκρούσεις του Αγώνα της Ανεξαρτησίας στη στεριά και στη θάλασσα μέσα από τις πηγές, Αθήνα, Εναλλακτικές εκδόσεις,2020.
  • https://www.protothema.gr/stories/article/823454/23-septemvriou-1821-i-alosi-tis-tripolitsas/
  • https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

1https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

2Τάσος Χαζηαναστασίου-Μαρία Κασιμάτη, Πολεμώντας το 21: Οι σημαντικότερες συγκρούσεις του Αγώνα της Ανεξαρτησίας στη στεριά και στη θάλασσα μέσα από τις πηγές, Αθήνα, Εναλλακτικές εκδόσεις,2020, σ.73.

3 Γιώργος Μαργαρίτης, Ενάντια σε φρούρια και τείχη: Μια μικρή εισαγωγή για την Ελληνική Επανάσταση, Αθήνα, Διόπτρα, 2020,σ. 231.

4 Χατζηαναστασίου- Κασιμάτη, Πολεμώντας το ‘21,σ.73.

5Ο,π., σ.74

6 Χατζηαναστασίου- Κασιμάτη, Πολεμώντας το ‘21,σ.73

7https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

8 Μαργαρίτης, ενάντια,σ.236.

9 Χατζηαναστασίου- Κασιμάτη, Πολεμώντας,σ.74.

10 https://www.protothema.gr/stories/article/823454/23-septemvriou-1821-i-alosi-tis-tripolitsas/

11 https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

12 Μαργαρίτης, ενάντια, σ. 264.

13 Ό,π

14 Χατζηαναστασίου-Κασιμάτη, Πολεμώντας,σ.81.

15 Χατζηαναστασίου-Κασιμάτη, Πολεμώντας,σ.81.

16 Μαργαρίτης, ενάντια,σ.273.

17 https://www.protothema.gr/stories/article/823454/23-septemvriou-1821-i-alosi-tis-tripolitsas/

18 https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

19Μαργαρίτης, ενάντια,σ.274.

20 Ο.π,σ,276.

21 Χατζηαναστασίου-Κασιμάτη, Πολεμώντας, σ,91.

22 https://www.protothema.gr/stories/article/823454/23-septemvriou-1821-i-alosi-tis-tripolitsas/

23 Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ο στρατιωτικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης, Αθήνα, Μεταίχμιο,2020,σ.57.

24 Χατζηαναστασίου- Κασιμάτη, Πολεμώντας, σ,93.

25 https://www.mixanitouxronou.gr/i-sygklonistiki-perigrafi-tis-alosis-tis-tripolitsas-pos-o-kolokotronis-poliorkise-to-propyrgio-ton-othomanon/

26 Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης,σ,58.

27 Ο.π.

28 Μαργαρίτης, ενάντια, σ,317.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ελληνική Επανάσταση 1821

23 Απριλίου 1821: Η μάχη της Αλαμάνας και ο ηρωικός θάνατος του Αθανασίου Διάκου

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

του Χρόνη Βάρσου

Φιλολόγου-Ιστορικού Ερευνητή

      Το 1821 ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς για τους Έλληνες στο πολεμικό πεδίο, λόγω της αποστασίας του φιλόδοξου και πολύ ισχυρού Αλή πασά των Ιωαννίνων (1788-1822) εναντίον του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ (1808-1839) ήδη από τον Μάιο του 1820. Η ανταρσία αντιμετωπίστηκε άμεσα και από το καλοκαίρι του 1820 πολυάριθμος οθωμανικός στρατός είχε σταλεί υπό τον αρχισερασκέρη Ισμαήλ Πασόμπεη στην Ήπειρο για να υποτάξει τον απείθαρχο Αλβανό πασά. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα καταλήφθηκε ουσιαστικά όλο το κράτος του Αλή, από το Μεσολόγγι μέχρι το Δυρράχιο ενώ τουλάχιστον 18.000 άνδρες του, υπό τον Ομέρ Βρυώνη, αυτομόλησαν στους σουλτανικούς και ο ίδιος πολιορκούνταν από το φθινόπωρο στο κάστρο των Ιωαννίνων. Παράλληλα οι Σουλιώτες υπό τον Μάρκο Μπότσαρη είχαν ανακαταλάβει από τον Δεκέμβριο του 1820 το Σούλι μετά από 17 χρόνια εξορίας στην Κέρκυρα και διεξήγαγαν επιτυχημένο πόλεμο με τους σουλτανικούς, «συμμαχώντας» εικονικά με τον πρώην αδυσώπητο εχθρό τους, Αλή πασά. 

 

Οι συνθήκες έγιναν ακόμη ευνοϊκότερες για την επιτυχία της ελληνικής επανάστασης, όταν τον Ιανουάριο του 1821 κλήθηκε να ηγηθεί του σουλτανικού στρατού στα Γιάννενα ο Χουρσίτ Αχμέτ πασάς, εμπειρότατος και ικανότατος διοικητής, που μόλις τον Νοέμβριο του 1820 είχε αναλάβει τη διοίκηση της Πελοποννήσου ως Μόρα-βαλεσή. Ο Χουρσίτ, πρώην μεγάλος βεζίρης και νικητής των Σέρβων επαναστατών την περίοδο 1809-1813, θεωρούνταν η καλύτερη επιλογή και τον Μάρτιο αντικατέστησε τον αποτυχημένο Πασόμπεη. Η τουρκική δύναμη στην Πελοπόννησο αποδυναμωνόταν έτσι αισθητά τόσο σε άντρες όσο και από τη φυσική της ηγεσία, μένοντας με τη λανθασμένη εντύπωση ότι οι πληροφορίες για τον ξεσηκωμό των ραγιάδων ήταν απλά φήμες του ραδιούργου Αλή.

 Η έναρξη της επανάστασης στην ανατολική Στερεά

 Στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες της Μολδαβίας και Βλαχίας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ήδη από τις 22 Φεβρουαρίου, σημείωνε επιτυχίες ενώ στις 25 Μαρτίου είχε φτάσει έξω από το Βουκουρέστι. Στα νησιά η επανάσταση μέσα στο Μάρτιο είχε φουντώσει και ο ελληνικός στόλος κυριαρχούσε πλήρως στη θάλασσα. Στην Πελοπόννησο από τα τέλη Μαρτίου τα κυριότερο κάστρα πολιορκούνταν από τους επαναστάτες, ενώ το κέντρο της οθωμανικής διοίκησης, η Τρίπολη, βρισκόταν, αρχές Απριλίου, αποκλεισμένη όλο και πιο στενά από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, με την εκεί τουρκική φρουρά να περιμένει απελπισμένα βοήθεια από τον Χουρσίτ στα Γιάννενα.

Οι αποφάσεις για την επανάσταση στη Στερεά πάρθηκαν στις 30 Ιανουαρίου 1821 στη σύσκεψη των αρματολών της Ρούμελης στο νησί της Λευκάδας. Εκεί αποφασίστηκε η επανάσταση να ξεκινήσει στις 25 Μαρτίου και ορίστηκαν υπεύθυνοι για τη δυτική Στερεά, οι Τσόγκας, Βαρνακιώτης και Καραϊσκάκης, ενώ για την ανατολική Στερεά, οι Ανδρούτσος και Πανουργιάς, που από τα τέλη του 1820 είχαν δραπετεύσει από τα Γιάννενα για τη Ρούμελη. Παράλληλα στις 12 Μαρτίου σε συνέλευση στην  Ι.Μ του Οσίου Λουκά Βοιωτίας, παρουσία του επισκόπου Σαλώνων Ησαΐα (1778-1821) και του αρματολού της Λιβαδειάς, Αθανασίου Διάκου (1788-1821), συμφωνήθηκε η συμμετοχή στην επανάσταση. Έτσι στην ανατολική Στερεά (αντίθετα με τη δυτική όπου δεν είχε σημειωθεί ακόμη καμία επαναστατική κίνηση) οι τουρκικές φρουρές εκκαθαρίστηκαν σχετικά γρήγορα το διάστημα 24 Μαρτίου – 13 Απριλίου 1821 από τη συντονισμένη δράση των Ελλήνων οπλαρχηγών (Δερβενοχώρια, Μεγαρίδα, Σάλωνα, Γαλαξίδι, Λιδωρίκι, Μαλανδρίνο, Λιβαδειά, Αταλάντη, Θήβα, Μενδενίτσα, Τουρκοχώρι).

Εξαιρώντας κανείς την περιοχή της Υπάτης (και φυσικά της Λαμίας που αποτελούσε μεγάλο οθωμανικό στρατιωτικό κέντρο, της Αθήνας και της Εύβοιας), όλη η ανατολική Στερεά έως το Σπερχειό ποταμό βρισκόταν πλέον υπό τον έλεγχο των επαναστατών που οχύρωσαν τα στενά των Θερμοπυλών. Ήδη από τις 10 Απριλίου οι Διάκος και Γιάννης Δυοβουνιώτης (1757-1831), αρματολός Ζητουνίου (Λαμίας) και Βοδονίτσας (Μενδενίτσας), ξεκίνησαν στις Κομποτάδες Φθιώτιδας συζητήσεις με τον αρματολό της Υπάτης (Πατραντζίκι), Μήτσο Κοντογιάννη, για να τον πείσουν να συμμετάσχει στην πολιορκία της. Οι δυνατότητες επίθεσης εναντίον του μεγάλου κάστρου της Λαμίας έγιναν αντικείμενο σύσκεψης στις 11 Απριλίου μεταξύ Διάκου και Δυοβουνιώτη στο χάνι της Αλαμάνας.

Στις 14 Απριλίου, 2.000 Έλληνες ένοπλοι υπό τους Διάκο, Δυοβουνιώτη και τον Πανουργιά (1759/67-1834), οπλαρχηγό των Σαλώνων (Άμφισσας), στρατοπέδευσαν στις Κομποτάδες όπου έγινε πολεμικό συμβούλιο (1η σύσκεψη) κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια και σχέδια για την επίθεση στην Υπάτη αλλά και την τύχη των 2.000 αιχμαλώτων Τούρκων της ανατολικής Στερεάς. Ταυτόχρονα έγινε και μια αναγνωριστική επίθεση στα Καλύβια Λαμίας από τον Κομνά Τράκα (200 άνδρες) που υποχώρησε στο Μπεκή (Σταυρός Λαμίας) οχυρωμένος στην εκκλησία του χωριού, του Ι.Ν Αγ. Αθανασίου, απέναντι στις πολύ ισχυρές τουρκικές δυνάμεις που βγήκαν από το κάστρο της Λαμίας για να τον αναχαιτίσουν. Μια ευφάνταστη πρωτοβουλία των οπλαρχηγών από τις Κομποτάδες να επιστρατεύσουν όλα τα υποζύγια και να φανούν ως επελαύνουσα «μονάδα ιππικού», απεγκλώβιζε το τμήμα του Κ. Τράκα και οι Τούρκοι εξαπατημένοι, υποχώρησαν.

 Η αντίδραση των Τούρκων

ο Χουρσίτ Αχμέτ πασάς

 Οι ανησυχητικές εξελίξεις στο μέτωπο της ανατολικής Στερεάς και ο κίνδυνος που συνεπαγόταν για την άμυνα της Τρίπολης, που ήδη βρισκόταν υπό ασφυκτικό κλοιό, έγιναν γρήγορα αντιληπτές από τον πολύπειρο Χουρσίτ πασά στα Γιάννενα. Διατηρώντας τους θησαυρούς και το χαρέμι του στην Τρίπολη και μη μπορώντας να επέμβει ο ίδιος προσωπικά για να καταστείλει την επανάσταση, αποφάσισε να δράσει άμεσα. Έτσι στις 3 Απριλίου έφτασαν από τα Γιάννενα στην Πάτρα 600 άνδρες υπό τον Γιουσούφ Σελήμ πασά Σερεσλή (πρώην μπέη των Σερρών) για ενίσχυση της πόλης. Στις 6 Απριλίου, επιπλέον 3.500 Τουρκαλβανοί υπό τον Μουσταφάμπεη, κεχαγιάμπεη του Χουρσίτ, αποβιβάστηκαν στο Ρίο της Πάτρας για να ενισχύσουν την πολιορκημένη Τρίπολη και στις 15 Απριλίου μπήκαν στο Αίγιο.

Παράλληλα στις 9 Απριλίου, ξεκίνησε από τα Γιάννενα άλλο ένα εξαιρετικά ισχυρό στράτευμα από 8.000 πεζούς και 800 ιππείς υπό τον Σεϊτ (Κιοσέ) Μεχμέτ, προσωρινό αναπληρωτή Μόρα Βαλεσή και έμπιστο του Χουρσίτ, και τον Ομέρ Βρυώνη, σαντζάκμπεη του Βερατίου, ικανότατο στρατιωτικό, γνώστη των Ελλήνων οπλαρχηγών της Στερεάς, αλλά διοικητή αμφίβολης αξιοπιστίας (πρώην έμπιστος του Αλή πασά, πρόσφατα αυτομολήσας στο σουλτανικό στρατόπεδο από το καλοκαίρι του 1820). Μαζί με τους δύο πασάδες εξεστράτευσαν οι ικανότατοι Αλβανοί αρχηγοί Τελεχάμπεης, Μουστάμπεης Κιαφεζέζης, Χασάν Τομαρίτσας και Μεχμέτ Τσαπάρης ενώ ο στρατός αποτελούνταν από 4.000 Αλβανούς από το στρατόπεδο του Χουρσίτ πασά καθώς και 5.000 επιστρατευθέντες Κονιάρους της Θεσσαλίας και άτακτους μουσουλμάνους της Μακεδονίας. Σκοπός τους ήταν αρχικά η καταστολή της επανάστασης στην ανατολική Στερεά και στη συνέχεια το πέρασμα του Κιοσέ Μεχμέτ μέσω του ισθμού της Κορίνθου προς Ναύπλιο και του Ομέρ Βρυώνη μέσω Ιτέας στο Αίγιο της Πελοποννήσου για ενίσχυση του κάστρου της Τριπολιτσάς, καθώς και ο παράλληλος συντονισμός της δράσης τους με τον Γιουσούφ πασά της Πάτρας και τον Μουσταφάμπεη στην Τρίπολη. Ο κίνδυνος για την πορεία της επανάστασης ήταν πλέον ορατός.

 Η άφιξη της τουρκικής στρατιάς και η πολιορκία της Υπάτης

ο Ομέρ Βρυώνης

 Οι οπλαρχηγοί στις Κομποτάδες έχοντας ήδη καθυστερήσει υπερβολικά στις επαφές με τον οπλαρχηγό Κοντογιάννη για την επιχείρηση κατάληψης της Υπάτης, έστειλαν το βράδυ 16 Απριλίου τον Κ. Τράκα με 250 άνδρες μέσω του Σταυρού (Μπεκή) Λαμίας, στο Καλαμάκι (Δερβέν Φούρκα) για αναγνώριση. Εκεί ο Τράκας αντιμετώπισε την επομένη το πρωί στις 17 την εμπροσθοφυλακή του τουρκικού στρατού (800 Γκέγκηδες και Τσάμηδες ιππείς υπό τους Τελεχάμπεη και Μουστάμπεη) που προωθούνταν από τον βορρά προς Λαμία. Στη μάχη που διεξήχθη στο χωριό Καλαμάκι, όπου οι Τούρκοι οχυρώθηκαν εντός του Ι.Ν Αγίου Νικολάου, αναμένοντας ενισχύσεις από το υπόλοιπο στράτευμα που πλησίαζε, σκοτώθηκαν 17 Έλληνες και 30 Τούρκοι. Ο Τράκας, μπροστά στον όγκο όμως των τουρκικών δυνάμεων που θα κατέφθαναν σε λίγο, επέστρεψε ξημερώματα 18 Απριλίου στις Κομποτάδες για να ενημερώσει τους οπλαρχηγούς για τις αρνητικές εξελίξεις.

Στο μέτωπο της Υπάτης ξεκίνησε στις 18 του μήνα έστω και με καθυστέρηση η επίθεση από 1.200 Έλληνες υπό τον Κοντογιάννη, που μεταπείστηκε τελικά να συμμετάσχει, και 2.000 ενόπλους υπό τους Διάκο, Πανουργιά, Δυοβουνιώτη, Γκούρα και Σαφάκα. Αφού απωθήθηκαν οι Τούρκοι από το Αργυροχώρι (Βογομίλ), η Υπάτη πολιορκήθηκε πιο στενά και άρχισαν μάχες εντός της κωμόπολης. Η τουρκική φρουρά από 800 ενόπλους, ετοιμαζόταν να συνθηκολογήσει και να μετακινηθεί την επομένη μέρα στη Λαμία, αλλά το απόγευμα έφτασε η στρατιά του Ομέρ Βρυώνη (4.000 πεζοί και 800 ιππείς στο Λιανοκλάδι) και του Κιοσέ Μεχμέτ (4.000 πεζοί στη Λαμία). Οι οπλαρχηγοί από την Υπάτη βλέποντας τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονταν, διέλυσαν την πολιορκία και έφυγαν το βράδυ της 18ης Απριλίου για τις Κομποτάδες, ενώ ο Κοντογιάννης υποχώρησε προς την ορεινή Ι.Μ Αγάθωνος για να προφυλαχθεί.

 Το σχέδιο των οπλαρχηγών

ο Αθανάσιος Διάκος

        Το βράδυ της 19ης Απριλίου έγινε μια καταδρομική επιχείρηση κατασκοπείας στο τουρκικό στρατόπεδο ώστε να εκτιμηθεί η πραγματική δύναμη του εκστρατευτικού σώματος. Στις 20 Απριλίου έγινε συμβούλιο των τριών οπλαρχηγών στις Κομποτάδες (2η σύσκεψη) όπου αποφασίστηκε, με δεδομένη την ισχύ και την επικινδυνότητα της τουρκικής προέλασης, να μετακινηθούν οι άμαχοι και τα γυναικόπαιδα σε ορεινές απρόσιτες τοποθεσίες για προστασία. Παράλληλα πάρθηκε και η απόφαση γενικής σφαγής των 2.000 Τούρκων αιχμαλώτων της ανατολικής Στερεάς υπό τον φόβο αυτομόλησης στους επελαύνοντες πασάδες αλλά και της κατασκοπείας. Για την υλοποίηση αυτής της σκληρής απόφασης εστάλη στα Σάλωνα ο Γκούρας.

 Την άλλη μέρα (21 Απριλίου) έγινε νέα σύσκεψη στη Χαλκωμάτα (μεταξύ Ι.Μ Δαμάστας και Ασωπού) για το σχέδιο αντιμετώπισης της τουρκικής στρατιάς. Η πρόταση του Δυοβουνιώτη, λόγω των ολιγάριθμων ελληνικών δυνάμεων (μόλις 1.500 άνδρες), για κατάληψη οχυρών θέσεων μόνο στην περιοχή Γοργοποτάμου – Αλεπόσπιτων, με δυνατότητα υποχώρησης στην Οίτη, απορρίφθηκε, αφού σύμφωνα με τους Διάκο και Πανουργιά έπρεπε να καταληφθούν οι δρόμοι που οδηγούσαν σε Βοιωτία και Σάλωνα ώστε να εμποδιστεί η κάθοδος του τουρκικού στρατού προς νότο. Έτσι αποφασίστηκε να τοποθετηθούν διάσπαρτες δυνάμεις σε όλο το μήκος του Σπερχειού νότια της Λαμίας. Περίπου 400 άνδρες υπό τον Δυοβουνιώτη οχυρώθηκαν σε Γοργοπόταμο – Αλεπόσπιτα – γέφυρα Φραντζή και την ορεινή θέση «Δέμα», θέτοντας φραγμό στη δίοδο προς Δωρίδα. Άλλοι 400 υπό τους Πανουργιά και επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα πήραν θέσεις άμυνας στη Χαλκωμάτα, και 200 υπό τον Κ. Τράκα και τον παπα-Ανδρέα από την Καλοσκοπή (Κουκουβίστα) Φωκίδας εντός του χωριού Ηράκλεια (Μουσταφάμπεη), προστατεύοντας τον δρόμο προς Σάλωνα. Ο Διάκος θα κάλυπτε με 200 άνδρες τη γέφυρα της Αλαμάνας (Καλύβας – Μπακογιάννης) και με 300 των οποίων ηγούνταν ο ίδιος, τις υπώρειες του Καλλιδρόμου στη θέση «Ποριά» κοντά στην Ι.Μ Δαμάστας, κλείνοντας το δρόμο προς Βοιωτία. Συνεπώς οι λιγοστές δυνάμεις των Ελλήνων κλήθηκαν να καλύψουν ένα εκτεταμένο μέτωπο μήκους σχεδόν 12 χλμ χωρίς σύνδεση, εφεδρείες και αλληλοϋποστήριξη μεταξύ τους, υπερασπιζόμενες 5 συνολικά τοποθεσίες απέναντι στον 6πλάσιο όγκο του οθωμανικού στρατού που θα εκκινούσε από Λιανοκλάδι και Λαμία.

 Η μάχη της Αλαμάνας

 

το πεδίο της μάχης

Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις για την ακριβή ημέρα διεξαγωγής της μάχης, η 23η Απριλίου, προκρίνεται ως η πιο σωστή ημερομηνία, σύμφωνα με τους Απ. Βακαλόπουλο, Δ. Κόκκινο και Ιω. Φιλήμονα. Οι Ν. Σπηλιάδης και Χρ. Περραιβός την τοποθετούν στις 14 Απριλίου, ενώ κατά τους Σπ. Τρικούπη, Γ. Κρέμο, Κων. Παπαρηγόπουλο και Λ. Κουτσονίκα υποστηρίζεται η 22α Απριλίου.

Το πρωί της 23ης ο Ομέρ Βρυώνης με 4.000 πεζούς και 800 ιππείς ξεκίνησε από το Λιανοκλάδι και από δυτικά διέβη τον πλημμυρισμένο Σπερχειό και επιτέθηκε αρχικά στις θέσεις των 400 ανδρών του Δυοβουνιώτη σε Γοργοπόταμο – Αλεπόσπιτα. Ο Δυοβουνιώτης μη αντέχοντας την πίεση των 12πλασιων εχθρικών δυνάμεων, υποχώρησε στην ορεινή θέση «Δέμα» προς τα Δυό Βουνά. Στη συνέχεια οι Τούρκοι απερίσπαστοι προσέβαλαν ταυτόχρονα τις θέσεις των 400 ανδρών του Πανουργιά στη Χαλκωμάτα και των 200 του Τράκα που αμύνονταν οχυρωμένοι εντός της Ηράκλειας σε σπίτια, τον μύλο και την εκκλησία του Ι.Ν Ζωοδόχου Πηγής. Η ηρωική αντίσταση του Πανουργιά κάμφθηκε γρήγορα και όταν ο ίδιος μεταφέρθηκε τραυματισμένος στην Ι.Μ Δαμάστας, η άμυνα κατέρρευσε. Ο 43χρονος επίσκοπος Σαλώνων Ησαϊας έπεσε ηρωικά στην υποχώρηση μαζί με τον αδελφό του, ιερομόναχο παπα-Γιάννη και 30 μοναχούς της Ι.Μ Προφήτη Ηλία μαζί με δεκάδες άλλους, ενώ οι υπόλοιποι μαζί με τον Πανουργιά υποχώρησαν προς το Καλλίδρομο. Ο Ομέρ Βρυώνης αφού άφησε λίγες δυνάμεις υπό τους Χασάν Τομαρίτσα και Μεχμέτ Τσαπάρη για την πολιορκία του Τράκα στην Ηράκλεια, στράφηκε ανατολικά με τον κύριο όγκο του στρατού του εναντίον των θέσεων του Διάκου προς Αλαμάνα – Ποριά – Ι.Μ Δαμάστας. Παράλληλα ο Κιοσέ Μεχμέτ, προελαύνοντας από τη Λαμία προς την Αλαμάνα, προσέβαλε κι αυτός ταυτόχρονα από βορρά με 4.000 στρατό τους 500 άνδρες του Διάκου.

Ήταν φανερό ότι καμιά πιθανότητα νίκης δεν υπήρχε. Πλέον ο Διάκος δεχόταν επίθεση από δυτικά και βόρεια από συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις, τουλάχιστον 18πλάσιες. Οι αμυνόμενοι στη γέφυρα της Αλαμάνας περικυκλώθηκαν ενώ οι αξιωματικοί του Διάκου, Καλύβας και Μπακογιάννης, προσπάθησαν να κάνουν αντιπερισπασμό οχυρωμένοι σε ένα χάνι δίπλα στη γέφυρα μαζί με ελάχιστους πολεμιστές (4 ή 10). Ο Διάκος βρισκόταν μπροστά στο δίλημμα της ηρωικής θυσίας ή της διαφυγής μέσω Καλλιδρόμου. Υποχώρησε λοιπόν από τα «Ποριά» στην πιο ορεινή θέση «Μανδροστάματα» κοντά στην Ι.Μ Δαμάστας όπου συνέχισε την αντίσταση, αρνούμενος πρόταση (μάλλον του Βασίλη Μπούσγου) να φύγει με το άλογο που έφερε ο ιπποκόμος του Μπισπιρίγκος με τη φράση: «ο Διάκος δεν φεύγει. Δεν αφήνει τους συντρόφους του». Ο αδελφός του Κωνσταντίνος σκοτώθηκε και το σώμα του χρησιμοποιήθηκε από τον Διάκο ως πρόχωμα. Επιπλέον τραυματίστηκε στο δεξί του χέρι από σφαίρα και το σπαθί του έσπασε. Του έμεναν πια ελάχιστοι άνδρες – λιγότεροι από 30-40 (ή 48). Ανάμεσα στους νεκρούς κείτονταν και ο Ηγούμενος του μοναστηριού, Νεόφυτος, μαζί με ένοπλους καλόγερους. Του έμεναν πια μόνο 10 άνδρες και τραυματισμένος όπως ήταν ο Διάκος και περικυκλωμένος από παντού, έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια των αντιπάλων του. Η τραγική συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Οι Καλύβας και Μπακογιάννης έκαναν απελπισμένη έξοδο από το χάνι για να σώσουν τον αρχηγό τους και βρήκαν ένδοξο θάνατο. Παρά τον ηρωισμό των υπερασπιστών, η μάχη είχε χαθεί και σύμφωνα με τον Ιω. Φιλήμονα πάνω από 200 Έλληνες ήταν νεκροί (ο Χρ. Περραιβός αναφέρει 87 νεκρούς, ο Ν. Σπηλιάδης 100, οι Σπ. Τρικούπης και Δ. Κόκκινος 300). Οι τουρκικές απώλειες περιορίζονταν σε 150 νεκρούς σύμφωνα με τον Φιλήμονα, 600 κατά τον Πουκεβίλ ή 500 κατά τον Μακρυγιάννη.

 Ο μαρτυρικός θάνατος του Διάκου στη Λαμία

 Ο Διάκος οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στη Λαμία. Του έγιναν προτάσεις από τους δύο πασάδες για «προσκύνημα» και εξισλαμισμό που απορρίφθηκαν με περιφρόνηση και γενναιότητα. Ο Ομέρ Βρυώνης γνωρίζοντάς τον προσωπικά από την αυλή του Αλή πασά στα Γιάννενα, ήθελε να τον σώσει προτείνοντάς του συνεργασία με στόχο την κάθοδό του στο Μοριά με συνοδεία προσκυνημένων οπλαρχηγών, αλλά ο διοικητής της Λαμίας, Χαλήλμπεης, απαιτούσε την παραδειγματική του τιμωρία. Έτσι ο ήρωας της Αλαμάνας βρήκε φρικτό μαρτυρικό θάνατο: εκτελέστηκε την επομένη ημέρα 24 Απριλίου με την απάνθρωπη μέθοδο του ανασκολοπισμού στη Λαμία, κοντά στην πλατεία Λαού, όπου και το σημερινό κενοτάφιο, πιθανός τόπος του μαρτυρίου. Γύρω του οι Τούρκοι έστησαν σε πασσάλους τα κομμένα κεφάλια των παλικαριών του, πεσόντων στη μάχη εκ των οποίων και το κεφάλι του Επισκόπου Ησαΐα και του αδελφού του Κωνσταντίνου. Σύμφωνα με οθωμανικά έγγραφα, όπως αναφέρεται στο βιβλίο “Η οργή του σουλτάνου. Αυτόγραφα διατάγματα του Μαχμούτ Β’ το 1821” (σελ. 77), το κεφάλι του και οι σημαίες των επαναστατών στάλθηκαν από τον Κιοσέ Μεχμέτ στην Κωνσταντινούπολη και στις 2/14 Μαΐου εκτέθηκαν στην εξωτερική πύλη του παλατιού.

 Συμπεράσματα-εκτιμήσεις

 Η συντριπτική ήττα και ο βάναυσος τρόπος θανάτου του Διάκου στα χέρια των Τούρκων, τρομοκράτησαν αρχικά το λαό της Ρούμελης, αλλά η ηρωική αντίσταση στην Αλαμάνα, κοντά στις αρχαίες Θερμοπύλες, τον μετέτρεψε στον κατεξοχήν αναγνωρίσιμο μάρτυρα για τον απελευθερωτικό σκοπό, ταυτίζοντάς τον με τον Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωνίδα, διάσημο ήρωα της μάχης εναντίον των Περσών το 480 π.Χ. Η μάχη της Αλαμάνας σώθηκε και στη λαϊκή παράδοση με το γνωστό δημοτικό τραγούδι:

Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκωμάτα

το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ΄ άλλο το Ζητούνι

το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:

‘’Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.

μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;

ουδ΄ ο Καλύβας έρχεται ουδ΄ο Λεβεντογιάννης

Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες’’

Ο Διάκος σαν τ΄ αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,

ψιλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:

‘’Τον ταιφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια,

δωσ’ τους μπαρούτι περισσή και βόλια με τις χούφτες,

γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,

που ναι ταμπούρια δυνατά κι΄ όμορφα μετερίζια’’.

Παίρνουνε τ΄ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,

στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια,

‘’Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε,

Σταθήτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε΄΄

Ψιλή βροχούλα έπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,

τρία γιουρούσια έκαμαν τα τρία αράδα αράδα,

έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.

τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.

βουλώσαν τα κουμπούρια του κι΄ ανάψαν τα τουφέκια,

κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει,

ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες

και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ΄ τη χούφτα

και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνε,

χίλιοι τον παν΄ από μπροστά και χίλιοι από κατόπι

Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:

‘’Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν΄ αλλάξεις,

Να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησία ν΄ αφήσεις;’’

Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:

‘’Πάτε κ’ εσείς κ΄ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε,

εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν΄ αποθάνω.

‘’Αν θέλετε χίλια φλουριά και χίλιους μαχμουτιέδες,

μόνο εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,

όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας’’.

Σαν τ’ άκουσ’ ο Χαλήλμπεης αφρίζει και φωνάζει:

-Χίλια πουγκιά σας δίνω ’γω κι’ ακόμα πεντακόσια,

το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,

γιατί θα σβήσει την Τουρκιά και όλο μας το ντοβλέτι.

Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν,

ολόρθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελούσε.

την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.

’’Σκυλιά κι ά με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη

ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι’ ο καπετάν Νικήτας,

που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το ντοβλέτι. 

  Αποτιμώντας κανείς την αξία της θυσίας του Διάκου και των συντρόφων του σε μια υποθετικά «χαμένη», όπως φάνηκε μάχη, συμπεραίνει αβίαστα ότι η υπόθεση της επανάστασης ωφελήθηκε πολύπλευρα. Σε τακτικό επίπεδο, η αντίσταση στην Αλαμάνα, σ’ αυτή την πρώτη μεγάλη μάχη εκ παρατάξεως της επανάστασης, καθυστέρησε 15 επιπλέον μέρες την τουρκική στρατιά που επέστρεψε στη Λαμία για ανάπαυση και ανεφοδιασμό και έδωσε έτσι πολύτιμο χρόνο στον Κολοκοτρώνη να οργανώσει καλύτερα την πολιορκία της Τρίπολης. Οι νικηφόρες μάχες στη συνέχεια, της Γραβιάς (8 Μαΐου) και των Βασιλικών (26 Αυγούστου), κατέδειξαν ότι η ενίσχυση της Τρίπολης διαμέσου της Στερεάς δεν ήταν εφικτή και όπως ήταν αναμενόμενο η πόλη έπεσε στις 23 Σεπτεμβρίου. Επιπλέον ο σουλτάνος και οι ευρωπαϊκές αυλές κατάλαβαν ότι η καταστολή της επανάστασης δεν ήταν εύκολη υπόθεση απέναντι σε έναν λαό αποφασισμένο να διεκδικήσει με κάθε τίμημα την ελευθερία του. Σε ηθικό επίπεδο, η θυσία του Διάκου κατέστη αιώνιο σύμβολο αντίστασης ενάντια στην τυραννία και φάρος του Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Η επανάσταση και ιδίως η ανατολική Στερεά, μπορεί να έχασε πολύ νωρίς έναν άξιο και γενναίο αρχηγό, αλλά όπως είπε και ο ίδιος στους δημίους του «η Ελλάδα έχει πολλούς Διάκους».

το άγαλμα του Διάκου στη Λαμία

** όλες οι ημερομηνίες που αναφέρονται αφορούν το παλαιό ιουλιανό ημερολόγιο

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979.

Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμοι Ε-Η, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1980-88.

Κόκκινος Διονύσιος Α., Η Ελληνική Επανάστασις, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1957.

Κολοβός Ηλίας, Σουκρού Ιλιτζάκ, Μοχαμάντ Σχαριάτ-Παναχί, Η οργή του σουλτάνου. Αυτόγραφα διατάγματα του Μαχμούτ Β΄ το 1821, εκδόσεις ΕΑΠ, Αθήνα 2021.

Κουτσονίκας Λάμπρος, Γενική Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1863.

Κρέμος Γεώργιος Π., Νεωτάτη Γενική Ιστορία. Ως τέταρτος τόμος συμπληρωματικός της Γενικής Ιστορίας του Αναστασίου Πολυζωίδου, εκδότης Σ. Κ. Βλαστός, Αθήνα 1890.

Λάππας Τάκης, Θανάσης Διάκος, Αθήνα 1949.

Πανουργιάς Πανουργιάς, Πανουργιάδες, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2012.

Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδόσεις Φάρος, Αθήνα 1984.

Περραιβός Χριστόφορος, Απομνημονεύματα πολεμικά 1820-1829, Αθήνα 1836.

Σπηλιάδης Νικόλαος, Απομνημονεύματα, εκδόσεις Χ. Ν. Φιλαδέλφεως, Αθήνα 1851.

Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Α΄, εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα 1993.

Φιλήμων Ιωάννης, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1859.

Φόρτης Σπυρίδων, Βιογραφία Αθανασίου Διάκου, Αθήνα 1874.

 

ΠΗΓΗ: varsos1821.gr

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή