Ακολουθήστε μας

Γεωπολιτική

Διάσκεψη της Γιάλτας: Η συνάντηση 3 ανδρών που καθόρισε τη μοίρα του κόσμου και τι μας λέει για το σήμερα

Δημοσιεύτηκε

στις

O Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ρούσβελτ και ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, Ιωσήφ Στάλιν

Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Στο τέλος της πιο αιματηρής σύγκρουσης που είχε γνωρίσει ποτέ ο κόσμος, οι Σύμμαχοι ήθελαν να διασφαλίσουν την ειρήνη. Ο καθένας ωστόσο είχε τους δικούς του όρους

Τον Φεβρουάριο του 1945, τρεις ηγέτες συναντήθηκαν σε ένα παραθεριστικό θέρετρο για να μοιράσουν τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής, καθορίζοντας έτσι και τη μοίρα του. Ο στόχος της Διάσκεψης ήταν να διαμορφώσει μια μεταπολεμική ειρήνη που δεν αντιπροσώπευε απλώς μια τάξη συλλογικής ασφάλειας, αλλά ένα σχέδιο αυτοδιάθεσης στους απελευθερωμένους λαούς της μεταναζιστικής Ευρώπης. Εν ολίγοις, αντανακλούσε το όραμα του Woodrow Wilson στις Βερσαλλίες σχεδόν ένα τέταρτο αιώνα νωρίτερα.

Η ναζιστική Γερμανία ήταν γονατισμένη. Τα σοβιετικά στρατεύματα πλησίαζαν στο Βερολίνο, ενώ οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν περάσει τα δυτικά σύνορα της Γερμανίας. Στον Ειρηνικό, τα αμερικανικά στρατεύματα προχωρούσαν σταθερά αλλά αιματηρά προς την Ιαπωνία.

Καθώς οι στρατοί τους ετοιμάζονταν για τη νίκη, οι λεγόμενοι Τρεις Μεγάλοι – ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Φράνκλιν Ρούσβελτ, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο Σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλιν – συμφώνησαν να συναντηθούν στη Γιάλτα, ένα σοβιετικό θέρετρο στη Μαύρη Θάλασσα.

Στο τέλος της πιο αιματηρής σύγκρουσης που είχε γνωρίσει ποτέ ο κόσμος, οι Σύμμαχοι είχαν ανάγκη από μία συμφωνία που θα διασφάλιζε ειρήνη. Αλλά τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΣΣΔ ήθελαν συνεργασία με τους δικούς τους όρους. Έτσι παρά τις συμφωνίες της Γιάλτας, μέσα σε λίγους μήνες τέθηκε το σκηνικό για τον Ψυχρό Πόλεμο – τη νέα μάχη μεταξύ των δύο νέων υπερδυνάμεων που χώρισαν τον κόσμο σε ιδεολογικά στρατόπεδα για δεκαετίες.

«Αν ο στόχος στη Γιάλτα ήταν να τεθούν οι βάσεις για μια πραγματικά ειρηνική μεταπολεμική τάξη, τότε το συνέδριο απέτυχε», είχε πει στο BBC ο καθηγητής Andrew Bacevich στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. «Αλλά δεδομένων των αντιφατικών φιλοδοξιών των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, αυτός ο στόχος δεν ήταν ποτέ στα χαρτιά».

Τι συνέβαινε τον Φεβρουάριο του 1945;

Στις αρχές του 1945 η ναζιστική Γερμανία είχε χάσει τον πόλεμο. Η χώρα διατήρησε την αιματηρή και ολοένα και πιο απελπισμένη αντίστασή της, αλλά το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν πια δεδομένο. Στην Ανατολική Ευρώπη, η Σοβιετική Ένωση διέλυσε τα γερμνικά στρατεύματα μετά από τέσσερα χρόνια άγριου πολέμου.

Αλλά ενώ η ΕΣΣΔ ήταν θριαμβευτής στο στρατιωτικό μέτωπο, υπέφερε τρομερά. Υπολογίζεται ότι ένας στους επτά σοβιετικούς πολίτες, περίπου 27 εκατομμύρια άνθρωποι, έχασαν τη ζωή τους στη σύγκρουση – τα δύο τρίτα των οποίων ήταν άμαχοι. Μερικοί ακαδημαϊκοί ανεβάζουν τον αριθμό των θυμάτων ακόμη υψηλότερα. Οι πόλεις και τα πλουσιότερα εδάφη της χώρας καταστράφηκαν από τη σύγκρουση. Βιομηχανία, αγροκτήματα, σπίτια, ακόμη και δρόμοι είχαν εξαφανιστεί από τον χάρτη.

Ποιοι ήταν οι στόχοι των ηγετών;

Ο Ιωσήφ Στάλιν ήταν αποφασισμένος να επαναφέρει τη χώρα του στα πόδια της. Ήρθε στη Γιάλτα αναζητώντας μια σφαίρα επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη ως ζώνη ασφαλείας για την προστασία της ΕΣΣΔ. Ήθελε επίσης να διχάσει τη Γερμανία, για να διασφαλίσει ότι δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ποτέ ξανά απειλή και να λάβει τεράστιες αποζημιώσεις -σε χρήματα, μηχανήματα, ακόμη και άνδρες- για να βοηθήσει το κατεστραμμένο έθνος του.

Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ κατανοούσε τους στόχους του Στάλιν. Οι δύο ηγέτες είχαν συναντηθεί στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1944 και συζήτησαν την ιδέα να χωριστεί η Ευρώπη σε σφαίρες επιρροής για την ΕΣΣΔ και τις δυτικές δυνάμεις. Κατάλαβε επίσης ότι τα εκατομμύρια των σοβιετικών στρατευμάτων που είχαν απωθήσει τη Γερμανία από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη ήταν πολύ περισσότερα από τις Συμμαχικές δυνάμεις στη Δύση – και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα το Ηνωμένο Βασίλειο αν ο Στάλιν επέλεγε να τα κρατήσει εκεί.

Η Πολωνία

Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε κηρύξει τον πόλεμο τον Σεπτέμβριο του 1939 επειδή η Γερμανία είχε εισβάλει στη σύμμαχό της, την Πολωνία, και ο Τσόρτσιλ ήταν αποφασισμένος να διασφαλίσει την ελευθερία της χώρας. Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε επίσης πληρώσει ένα βαρύ τίμημα για τη νίκη, και τώρα ήταν ουσιαστικά χρεοκοπημένο. Ο Τσόρτσιλ ήλπιζε ότι οι ΗΠΑ θα τον υποστήριζαν για να σταθούν απέναντι στον Στάλιν.

Όμως ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρούσβελτ είχε τις δικές του προτεραιότητες. Ήθελε ο Στάλιν να εγγραφεί στα Ηνωμένα Έθνη – ένα νέο παγκόσμιο σώμα διατήρησης της ειρήνης για τον μεταπολεμικό κόσμο.

Ο Αμερικανός πρόεδρος ήθελε επίσης η Σοβιετική Ένωση να κηρύξει τον πόλεμο στην Ιαπωνία. Αν και η Ιαπωνική Αυτοκρατορία έχανε, οι δυνάμεις της εξακολουθούσαν να προκαλούν βαριές απώλειες στις προελαύνουσες δυνάμεις των ΗΠΑ στον Ειρηνικό.

Τι συνέβη τελικά στη Γιάλτα

Αν και ο Ρούσβελτ ήθελε να συναντηθούν κάπου στη Μεσόγειο, ο Στάλιν – που φοβόταν να πετάξει με αεροπλάνο – αντ’ αυτού πρότεινε τη Γιάλτα. Οι ομαδικές συνομιλίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 4 και 11 Φεβρουαρίου στην κατοικία της αντιπροσωπείας των ΗΠΑ, το Livadia Palace, που κάποτε ήταν το θερινό σπίτι του τελευταίου Τσάρου της Ρωσίας, Νικολάου Β’.

Οι τρεις ηγέτες είχαν συναντηθεί στο παρελθόν, στην Τεχεράνη το 1943. Ο Ρούσβελτ ήταν πιο πρόθυμος να εμπιστευτεί τον Στάλιν από τον Τσόρτσιλ, ο οποίος έβλεπε τον Σοβιετικό ηγέτη ως μια ολοένα και πιο επικίνδυνη απειλή.

Μετά από μια εβδομάδα συνομιλιών, οι τρεις μεγάλοι ανακοίνωσαν τις αποφάσεις τους στον κόσμο. Μετά την άνευ όρων παράδοσή της, η Γερμανία θα διαλυόταν. Οι ηγέτες συμφώνησαν καταρχήν σε τέσσερις ζώνες κατοχής, μία για κάθε χώρα στη Γιάλτα και επίσης για τη Γαλλία, και την ίδια διαίρεση του Βερολίνου.

Μια δήλωση ανέφερε επίσης ότι η Γερμανία θα καταβάλει αποζημιώσεις «στο μέγιστο δυνατό βαθμό» και θα δημιουργηθεί μια επιτροπή στη Μόσχα για να καθορίσει πόσα χρωστούσε.

Οι ηγέτες συμφώνησαν επίσης σε δημοκρατικές εκλογές σε ολόκληρη την απελευθερωμένη Ευρώπη – συμπεριλαμβανομένης της Πολωνίας, η οποία θα είχε μια νέα κυβέρνηση «με τη συμπερίληψη δημοκρατικών ηγετών από την ίδια την Πολωνία και από Πολωνούς στο εξωτερικό». Η Σοβιετική Ένωση είχε ήδη τοποθετήσει μια προσωρινή κομμουνιστική κυβέρνηση στη Βαρσοβία, η οποία συμφώνησαν να επεκταθεί.

Αλλά η δημοκρατία σήμαινε κάτι πολύ διαφορετικό για τον Στάλιν. Αν και δημοσίως συμφώνησε σε ελεύθερες εκλογές για την απελευθερωμένη Ευρώπη, οι δυνάμεις του είχαν ήδη καταλάβει βασικά κρατικά γραφεία σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης για τα τοπικά κομμουνιστικά κόμματα.

Επιπλέον, οι ηγέτες αποφάσισαν -με την προτροπή του Στάλιν- τα σύνορα της Πολωνίας να κινηθούν προς τα δυτικά, δίνοντας έτσι περισσότερο έδαφος στην ΕΣΣΔ. Τα κράτη της Βαλτικής θα προσχωρούσαν επίσης στη Σοβιετική Ένωση.

Η ιστορικός Anne Applebaum έγραψε στο Iron Curtain (Σιδηρούν Παραπέτασμα) ότι οι ηγέτες «αποφάσισαν τη μοίρα ολόκληρων περιοχών της Ευρώπης με εκπληκτική απερισκεψία». Ο Ρούσβελτ “με μισή καρδιά” ρώτησε τον Στάλιν εάν η πόλη Lwow θα μπορούσε να παραμείνει μέρος της Πολωνίας, αλλά δεν επέμεινε, όταν εισέπραξε αρνητική απάντηση.

Ο Ρούσβελτ ήταν περισσότερο συγκεντρωμένος στο σχέδιό του για τα Ηνωμένα Έθνη και έκανε την επιθυμία του πραγματικότητα. Και τα τρία έθνη συμφώνησαν να στείλουν αντιπροσώπους στο Σαν Φρανσίσκο στις 25 Απριλίου 1945, για να βοηθήσουν στη δημιουργία του νέου διεθνούς οργανισμού. Επιπλέον, ο Στάλιν δεσμεύτηκε να ξεκινήσει μια εισβολή στην Ιαπωνία τρεις μήνες μετά την ήττα της Γερμανίας.

Ο Τσόρτσιλ παρέμεινε βαθιά ανήσυχος για την κατάσταση στην ανατολική Ευρώπη μετά τη σύνοδο κορυφής, παρά τις συμφωνίες. Προέτρεψε τις δυνάμεις του και τους Αμερικανούς να κινηθούν όσο το δυνατόν πιο ανατολικά πριν το τέλος του πολέμου.

Τι έγινε μετά; Άλλαξαν τα πάντα σε λίγους μήνες

Μέσα σε μήνες, η πολιτική κατάσταση είχε αλλάξει δραματικά, θυμίζει το BBC σε ιστορική αναδρομή. Ο Ρούσβελτ πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία τον Απρίλιο και αντικαταστάθηκε από τον Χάρι Τρούμαν. Η Γερμανία παραδόθηκε άνευ όρων τον Μάιο. Και στις 16 Ιουλίου, οι ΗΠΑ δοκίμασαν με επιτυχία το νέο μυστικό όπλο τους – την πυρηνική βόμβα. Την επόμενη κιόλας μέρα, ο Πρόεδρος Τρούμαν συνάντησε τον Ουίνστον Τσόρτσιλ και τον Ιωσήφ Στάλιν στη διάσκεψη του Πότσνταμ έξω από το Βερολίνο.

Ο Τρούμαν δεν γνώριζε τον Στάλιν και ήταν πρόεδρος μόλις τέσσερις μήνες. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, στην εξουσία από τον Μάιο του 1940, αντικαταστάθηκε στα μισά του συνεδρίου από τον Κλέμεντ Άτλι μετά τις γενικές εκλογές του 1945.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ ένιωσαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση αφού συνειδητοποίησαν τη δύναμη της ατομικής βόμβας. Ο Τρούμαν ήταν πολύ πιο δύσπιστος για τον Στάλιν από ό,τι ο Ρούσβελτ. Αυτός και οι σύμβουλοί του πίστευαν ότι η ΕΣΣΔ δεν είχε καμία επιθυμία να εμμείνει στις συμφωνίες της Γιάλτας.

Το Δόγμα Τρούμαν

Σε λιγότερο από δύο χρόνια, ο πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοίνωσε το λεγόμενο Δόγμα Τρούμαν, το οποίο υποσχόταν την ισχύ των ΗΠΑ να περιορίσει τις σοβιετικές προσπάθειες επέκτασης σε όλο τον κόσμο. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε αρχίσει.

Τόσο ο Τσόρτσιλ όσο και ο Ρούσβελτ επικρίθηκαν αργότερα επειδή υποχώρησαν στα αιτήματα του Στάλιν στη Γιάλτα. Αλλά πρακτικά, ελάχιστα μπορούσαν να κάνουν οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Ο Στάλιν είχε ήδη στρατεύματα σε όλη την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Μετά τη Γιάλτα, ο Τσόρτσιλ ανέθεσε ένα σχέδιο επίθεσης κατά της ΕΣΣΔ – με την κωδική ονομασία Operation Unthinkable – αλλά οι Βρετανοί στρατιωτικοί συνειδητοποίησαν ότι ήταν εντελώς μη ρεαλιστικό.

Ο καθηγητής Leffler λέει ότι «αυτό που έκανε η Γιάλτα σε σχέση με την ανατολική Ευρώπη ήταν απλώς να αναγνωρίσει τις πραγματικότητες ισχύος που υπήρχαν εκείνη την εποχή».

Πώς τη βλέπουν οι δυνάμεις σήμερα

Η Γιάλτα προκαλεί ισχυρά συναισθήματα μέχρι σήμερα. Για τους Ρώσους, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και σήμερα, η Γιάλτα συμβολίζει το απόγειο της ισχύος τους. Το καθεστώς του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν πρότεινε μάλιστα το 2020 – δύο χρόνια πριν την εισβολή στην Ουκρανία – την ιδέα μιας νέας  Διάσκεψης της Γιάλτας.

Για τους Πολωνούς, τις χώρες της Βαλτικής και πολλούς άλλους στην Κεντρική Ευρώπη, η Γιάλτα σημαίνει προδοσία των χωρών τους και εγκατάλειψη των βασικών αξιών και αρχών στον βωμό της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων.

Οι Αμερικανοί είχαν επιφυλάξεις για τη Γιάλτα σχεδόν από την αρχή. Ακόμη και σήμερα οι Ρεπουμπλικάνοι θεωρούν τη στάση του Ρούσβελτ στη Γιάλτα ως προϊόν αφέλειας και υποχωρητικότητας.

Ο δρόμος προς τη Γιάλτα ήταν προϊόν του δόγματος του απομονωτισμού και του αρχικού κινήματος «Πρώτα η Αμερική» που αντανακλούσε την πεποίθηση μεγάλων τμημάτων της πολιτικής αριστεράς και δεξιάς των ΗΠΑ ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν ζωτικά συμφέροντα για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Αριστεροί και δεξιοί απομονωτιστές συμφώνησαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εξαπατηθεί στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν να μπουν στον Δεύτερο Παγκόσμιο με υπερβολικά μεγάλη καθυστέρηση.

Όταν το έκαναν τον Δεκέμβριο του 1941, χρειάζονταν τον Στάλιν για να νικήσει τον Χίτλερ. Από εκείνο το σημείο, οι επιλογές ήταν περιορισμένες.

Ναυτεμπορική

Video

Γιάννης Θεοδωράτος – Με το κλειδί της Ιστορίας 3/9/24

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Σύντομη επισκόπησις θεμάτων που άπτονται της επικαιρότητας εν σχέσει με την Γεωστρατηγική και την Ιστορία από τον τηλεοπτικό σταθμό Blue Sky με τον Δημοσιογράφο & Αμυντικό Αναλυτή Γιάννη Θεοδωράτο στις 3/9/2024.

Συνέχεια ανάγνωσης

Γεωοικονομία

Ο κόσμος κάθεται πάνω σε ένα πρόβλημα 91 τρισ. δολαρίων – Και η λύση του κοστίζει

Δημοσιεύτηκε

στις

Το χρέος φουσκώνει και κυρίως γίνεται πιο ακριβό – όσο και εάν οι πολιτικοί επιλέγουν μπροστά στην κάλπη να το αγνοήσουν

Η αξία της παγκόσμιας οικονομίας υπολογίζεται σε 101 τρισ. δολάρια. Και το χρέος με το οποίο βαρύνονται οι κυβερνήσεις (και κατά συνέπεια οι φορολογούμενοι πολίτες) παγκοσμίως ανέρχεται σε 91 τρισ. δολάρια. Πρόκειται για ένα δυσβάσταχτο φορτίο, το οποίο θα επηρεάσει και τις επόμενες γενιές. Και αυτό που πυροδοτεί την μεγαλύτερη ανησυχία είναι πως πρόκειται για ένα πρόβλημα το οποίο δεν έχει ανώδυνες λύσεις.

Με τον μισό πληθυσμού του πλανήτη να οδηγείται φέτος σε κάλπες, οι ηγέτες και οι διεκδικητές της εξουσίας έχουν εν πολλοίς επιλέξει να αγνοήσουν το θέμα του δημοσίου χρέους. Δεν θα ακούσει κανείς για αυτό στις αντιπαραθέσεις Μπάιντεν – Τραμπ στις ΗΠΑ. Δεν άκουσε για αυτό στην γαλλική προεκλογική εκστρατεία, ούτε σε αυτή της Βρετανίας, όπου ανοίγουν αύριο το πρωί οι κάλπες. Δεν ήταν θέμα στην ατζέντα της Ινδίας ή οποιασδήποτε άλλη μεγάλη και μικρή χώρα διενήργησε φέτος εκλογές. Μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις βλέπουμε να κερδίζουν έδαφος όσοι υπόσχονται φοροελαφρύνσεις και αυξήσεις δαπανών, που θα μπορούσαν (εφόσον γίνουν πράξη) να πυροδοτήσουν ακόμη και νέα χρηματοπιστωτική κρίση.

Ο δωρεάν δανεισμός τελείωσε

Το ΔΝΤ μόλις την περασμένη εβδομάδα προειδοποίησε ότι τα «χρόνια δημοσιονομικά ελλείμματα» στις ΗΠΑ πρέπει «να αντιμετωπιστούν επειγόντως». Οι επενδυτές μοιράζονται εδώ και καιρό αυτήν την ανησυχία σχετικά με τη μακροπρόθεσμη πορεία του χρέους της ισχυρότερης οικονομίας του πλανήτη. Και τούτο γιατί είναι σαφές πως η εποχή του «δωρεάν» δανεισμού, δηλαδή των μηδενικών επιτοκίων, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Οι επενδυτές, που πριν από λίγα χρόνια...πλήρωναν χώρες όπως τη Γερμανία για να τη δανείσουν (αγόραζαν τα κρατικά της ομόλογα με αρνητικό επιτόκιο), σήμερα απαιτούν υψηλότερο επιτόκιο για να δανείσουν τις κυβερνήσεις. Και όσο τις βλέπουν να αφήνουν ελλείμματα και χρέη να φουσκώνουν, τόσα περισσότερα θα απαιτούν.

Επιπτώσεις στην τσέπη μας

Οι αποδόσεις έχουν ανέβει τόσο για τα ομόλογα των ΗΠΑ όσο και για εκείνα των χωρών της Ευρωζώνης, με τις πιέσεις να είναι ισχυρότερες σε όσες χώρες δείχνουν δείγματα απειθαρχίας. Το ακριβό κόστος δανεισμού των κυβερνήσεων επηρεάζει άμεσα την τσέπη μας. Γιατί η απάντηση σε αυτό μπορεί κάποια στιγμή να είναι αναγκαστικά η αύξηση των φόρων, η μείωση των δημοσίων δαπανών ή το «κόψιμο» σχεδιαζόμενων μέτρων στήριξης.

Στα δάνειά μας και στην ανάπτυξη

Και ο αντίκτυπος δεν σταματά εκεί. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων χρησιμοποιούνται ως «οδηγός» και για το υπόλοιπο χρέος. Οι υψηλότερες αποδόσεις σημαίνουν υψηλότερα επιτόκια δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Και όταν τα βάρη των χρεών αυξάνονται, το πλήγμα στην οικονομική ανάπτυξη δεν αργεί. Όσο τα επιτόκια ανεβαίνουν, τόσο οι ιδιωτικές επενδύσεις και η κατανάλωση υποχωρούν.

Επώδυνη προσαρμογή

Ο Κένεθ Ρογκόφ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, σε δηλώσεις του στο CNN προειδοποιεί ότι οι ΗΠΑ και άλλες χώρες θα χρειαστεί να προβούν σε επώδυνες κινήσεις προσαρμογής. «Στη δεκαετία του 2010 πολλοί ακαδημαϊκοί, πολιτικοί και κεντρικοί τραπεζίτες είχαν την πεποίθηση ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν κοντά στο μηδέν για πάντα και άρχιζαν επομένως να σκέφτονται πως το χρέος είναι ένα δωρεάν γεύμα», παρατηρεί. «Αυτό ήταν πάντα μία λάθος σκέψη. Πρέπει να σκεφτόμαστε και το δημόσιο χρέος ως ένα δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου και να αντιλαμβανόμαστε πως εάν ξαφνικά το επιτόκιο ανέβει πολύ, οι πληρωμές των τόκων εκτινάσσονται. Αυτό ακριβώς συνέβη σε ολόκληρο τον κόσμο», εξηγεί.

Η συνωμοσία της σιωπής

Στις ΗΠΑ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα δαπανήσει 892 δισ. δολάρια το τρέχον δημοσιονομικό έτος σε τόκους – περισσότερα από ότι υπολογίζει να δώσει για άμυνα και περίπου το ποσό, που κατευθύνεται στο Medicare, την ιατροφαρμακευτική κάλυψη για συνταξιούχους και άτομα με αναπηρία. Την επόμενη χρονιά οι πληρωμές των τόκων θα ξεπεράσουν το 1 τρισ. δολάρια επί χρέους άνω των 30 τρισ. δολαρίων. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου υπολογίζει ότι το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ θα σκαρφαλώσει στο 122% του ΑΕΠ σε 10 χρόνια από τώρα, ενώ θα έχει εκτιναχθεί στο 166% του ΑΕΠ το 2054, λειτουργώντας ως βαρίδι στην οικονομική ανάπτυξη. Στην προεκλογική εκστρατεία κανείς δεν λέει τι θα κάνει αυτό. Οι υποψήφιοι αρκούνται σε αλληλοκατηγορίες για το ποιος το προκάλεσε.

Κοινωνική αναταραχή και επιθέσεις των αγορών

Όσο κρύβουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλάκι τόσο αυτό λειτουργεί ως φιτίλι, που ανάβει φωτιές και προκαλεί εκρήξεις. Οι πρώτες έρχονται σε κοινωνικό επίπεδο. Η Κένυα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Οι προτεινόμενες φοροαυξήσεις με στόχο τη μείωση του χρέους πυροδότησαν μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, οι οποίες πνίγηκαν στο αίμα. Τουλάχιστον 39 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Ο πρόεδρος της χώρας, Γουίλιαμ Ρόυτο, ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι δεν θα υπογράψει το σχέδιο σε νόμο.

Σε άλλες περιπτώσεις έχουμε έκρηξη στις αγορές. Ενδεικτική ήταν η περίπτωση της Βρετανίας το 2022, όταν το δημοσιονομικά ακατανόητο πρόγραμμα της Λιζ Τρας, πυροδότησε μία άμεση επίθεση από τις αγορές που παρολίγο να οδηγήσει σε κατάρρευση συνταξιοδοτικά ταμεία της χώρας. Στη Γαλλία οι αποδόσεις εκτινάχθηκαν προς στιγμήν όταν ο Εμανουέλ Μακρόν κήρυξε πρόωρες εκλογές, για να σταθεροποιηθούν ωστόσο στη συνέχεια, εν μέσω εκτιμήσεων ότι ακόμη και εάν ο Ζορντάν Μπαρντελά της Εθνικής Συσπείρωσης είναι ο νέος πρωθυπουργός, δεν θα θελήσει να εκτροχιάσει δημοσιονομικά τη χώρα. Και τούτο γιατί θα υπονόμευε τις πιθανότητες εκλογής της Μαρίν Λε Πεν στην προεδρία το 2027.

Τα πάντα θα κριθούν την ερχόμενη Κυριακή, στον δεύτερο γύρο των εκλογών, όπου όλα τα αποτελέσματα μοιάζουν ανοιχτά. Κανείς δεν μπορεί να πει ποια θα είναι η επόμενη κυβέρνηση της Γαλλίας. Σίγουρα όμως θα πρέπει μεταξύ άλλων να φροντίσει να μαζέψει το διευρυνόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα.

Ναυτεμπορική

Συνέχεια ανάγνωσης

Γεωπολιτική

Τζον Σιτιλίδης: «Ο κόσμος θα είναι πολύ διαφορετικός το 2030»

Δημοσιεύτηκε

στις

Για πρώτη φορά αμφισβητείται η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ

Μιλάει στα «ΝΕΑ» ο ειδικός γεωπολιτικής στρατηγικής και πρώην σύμβουλος διπλωματίας στο υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Σιτιλίδης, λίγο πριν από το συνέδριο του «Economist» που θα γίνει την επόμενη εβδομάδα στο Λαγονήσι

Η Ουάσιγκτον δεν είναι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει την υπονόμευση της οικονομικής, τεχνολογικής και στρατιωτικής πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ από τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, εκτιμά στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο Τζον Σιτιλίδης, ειδικός γεωπολιτικής στρατηγικής στην Trilogy Advisors, πρώην σύμβουλος διπλωματίας στο υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο οποίος θα συμμετέχει στο 28th Government Roundtable του «Economist», που θα πραγματοποιηθεί 2-4 Ιουλίου στο Grand Resort Lagonissi.

«Ο συγκεκριμένος εκλογικός κύκλος στις ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα κρίσιμος επειδή το πολιτικό σώμα βρίσκεται σε εξαιρετικά πολωμένη στιγμή, είμαστε 50-50 και αντί να αντιμετωπίζουμε αυτή την ισορροπία με μετριοπάθεια προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, κάθε διοίκηση χρησιμοποιεί την εκτελεστική εξουσία για να προωθήσει ομοσπονδιακές πολιτικές προς μια πολύ ισχυρή κατεύθυνση, τις οποίες ο επόμενος πρόεδρος ακυρώνει. Αν εκλεγεί ο Τραμπ, πιθανότατα θα καταργήσει πολλές από τις πολιτικές του Μπάιντεν και θα εφαρμόσει πολλές από τις πολιτικές που θεσπίστηκαν μεταξύ 2016 και 2020» επισημαίνει ο ελληνοαμερικανός ειδικός. Ανατροπή αναμένεται και στην εξωτερική πολιτική σε περίπτωση επανεκλογής Τραμπ. «Οι πόλεμοι στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, οι εντάσεις στην Ταϊβάν, οι απειλές από τη Βόρεια Κορέα προς την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, μια σειρά από ζητήματα σε όλον τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης μιας πιθανής προσφυγικής κρίσης στο Σουδάν, οι ενεργειακές πολιτικές υπό την πολύ σοβαρή συζήτηση σχετικά με το εάν οι καθαρές μηδενικές φιλοδοξίες μπορούν να πραγματοποιηθούν μέχρι το 2035 ή το 2050, η απειλή απόκτησης πυρηνικού όπλου από το Ιράν στο εγγύς μέλλον, όλα αυτά θα συζητηθούν έντονα τους επόμενους πέντε μήνες μεταξύ του προέδρου Μπάιντεν και του πρώην προέδρου Τραμπ. Αν κερδίσει ο Τραμπ, θα δούμε μια πολύ διαφορετική εξωτερική πολιτική από αυτή επί κυβέρνησης Μπάιντεν» εκτιμά.

Θα καταφέρουν να διατηρήσουν οι ΗΠΑ τον ηγετικό τους ρόλο παγκοσμίως σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων γεωπολιτικών κρίσεων; τον ρωτάμε. «Οι ΗΠΑ παραμένουν η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη, όμως αμφισβητείται με τρόπο που δεν έχει γίνει ποτέ πριν στην ιστορία μας. Σήμερα η κομμουνιστική Κίνα έχει μια πολύ ισχυρή και τεχνολογικά προηγμένη οικονομία, επιτυγχάνει παγκόσμια ικανότητα προβολής ισχύος και θέτει σε αμφισβήτηση την αμερικανική πρωτοκαθεδρία τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες. Επιπλέον οι ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν την επόμενη δεκαετία δύο πυρηνικούς αντιπάλους. Με τη Σοβιετική Ενωση είχαμε έναν. Τώρα έχουμε δύο. Η Ρωσία έχει ακόμη το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο, έχουν στο δόγμα τους την τακτική χρήση πυρηνικών όπλων, ενώ η Κίνα χτίζει πυρηνική ικανότητα με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Δεν νομίζω ότι η Ουάσιγκτον έχει προετοιμαστεί για την πρόκληση αυτή. Ο κόσμος θα είναι διαφορετικός το 2030 και το 2040 από ό,τι ήταν το 1995».

Θεωρεί ότι «οι ΗΠΑ έχουν χάσει τη σημασία της μεγάλης στρατηγικής στην εξωτερική πολιτική με δύο κραυγαλέα παραδείγματα. Πρώτον, οι αμερικανοί Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί μαζί καλωσόρισαν την Κίνα στον ΠΟΕ το 2001 και έκτοτε η κινεζική οικονομία απογειώθηκε, φτάνοντας να προκαλεί την αμερικανική οικονομική, τεχνολογική και τελικά στρατιωτική υπεροχή. Η Κίνα δεν λογοδότησε ποτέ για παραβίαση κανόνων και προτύπων του ΠΟΕ. Δεύτερον, όταν έχουμε να κάνουμε με τις δύο μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στην ευρασιατική ήπειρο, τη Ρωσία και την Κίνα, η μεγάλη στρατηγική των ΗΠΑ ήταν πάντα να διασφαλίζεται ότι καμιά από αυτές δεν είναι πιο κοντά στην άλλη από ό,τι η καθεμία με τις ΗΠΑ. Ομως, ενθαρρύνοντας την Ουκρανία ότι μπορούσε να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, κάτι που η Ρωσία είχε θέσει ως κόκκινη γραμμή, έγινε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και φέραμε τη Ρωσία πιο κοντά στην Κίνα. Εχουμε τώρα αυτόν τον άξονα επιθετικότητας. Η κομμουνιστική Ρωσία, η αυταρχική Κίνα, το αυτοκρατορικό Ιράν και η Βόρεια Κορέα συνεργάζονται για να υπονομεύσουν τις ΗΠΑ και τη Δύση σχεδόν σε κάθε φάσμα των διεθνών σχέσεων. Δεν είμαστε προετοιμασμένοι για αυτό. Πρέπει να προσαρμοστούμε ρεαλιστικά με σκληρές στρατηγικές για να αντιμετωπίσουμε έναν πολύ δύσκολο κόσμο που έχουμε μπροστά μας, όχι μόνο στον στρατιωτικό τομέα, αλλά και στον τεχνολογικό, όπου αναπτύσσονται νέα μέτωπα στην τεχνητή νοημοσύνη, στην κυβερνοασφάλεια, στη στρατιωτικοποίηση του Διαστήματος».

Κατά τον Σιτιλίδη, οι ΗΠΑ «έστειλαν λάθος μηνύματα με την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν με αποτέλεσμα την αύξηση της επιθετικότητας ανά τον κόσμο». Την εντοπίζει στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή, όπου με τις επιθέσεις της Χαμάς και της Χεζμπολάχ εναντίον του Ισραήλ προβλέπει «έναν πόλεμο δύο μετώπων», στον Ινδο-ειρηνικό με την αυξημένη πολεμική της Κίνας κατά της Ταϊβάν, της Ινδίας, των Φιλιππίνων και της Ιαπωνίας. «Είναι αποτελέσματα της αποτυχημένης αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων ετών. Οι αντίπαλοί μας εντοπίζουν αδυναμία στη Δύση» τονίζει.

Εκφράζει, ειδικότερα, ανησυχία για τη Μέση Ανατολή. «Είναι ένας πόλεμος του Ιράν κατά του Ισραήλ, κατά των σουνιτών Αράβων και κατά των ΗΠΑ. Δεν θα μπορούσε η Χαμάς να αναλάβει την αγριότητα των επιθέσεων της 7ης Οκτωβρίου χωρίς την ενεργό οργάνωση, χρηματοδότηση και εκπαίδευση από το Ιράν. Το ίδιο ισχύει και για τη Χεζμπολάχ. Η ισραηλινή κυβέρνηση έχει την απόλυτη ευθύνη να προστατεύσει τους πολίτες της. Η Χαμάς είναι ένας στόχος στη Γάζα, αλλά το Ισραήλ ετοιμάζεται να επιτεθεί κατά της Χεζμπολάχ. Υπάρχουν επίσης οι οργανωμένοι, χρηματοδοτούμενοι και εκπαιδευμένοι από το Ιράν Χούθι που έχουν προκαλέσει κατάρρευση της ναυτιλίας μέσω της Ερυθράς Θάλασσας. Εχουμε μια περίπλοκη κατάσταση που υπερβαίνει κατά πολύ αυτό που συμβαίνει στη Γάζα και αφορά την πιθανότητα μιας ευρύτερης σύρραξης όχι μόνο στον Λίβανο, αλλά πιθανώς μεταξύ Ισραήλ και Ιράν. Πρέπει να επανεξετάσουμε τη στρατηγική μας στη Μέση Ανατολή» επισημαίνει.

Τονίζει επίσης τον κίνδυνο να αποκτήσει πυρηνικά όπλα το Ιράν. «Η ιρανική κυβέρνηση προχωρά γρήγορα με τις προσπάθειές της να αποκτήσει πυρηνικά όπλα που θα μπορούσαν να χτυπήσουν στόχους στην Ελλάδα, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, στη Νότια Ασία, στη Βορειοανατολική Αφρική. Το στρατηγικό ζήτημα στη Μέση Ανατολή δεν είναι το μέλλον της Γάζας. Είναι το αν το Ιράν γίνεται πυρηνική δύναμη και ο αντίκτυπός του στη στρατηγική ισορροπία στην περιοχή. Διότι μπορεί τότε να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος και στη συνέχεια η Τουρκία, με αποτέλεσμα την πλήρη ανατροπή της στρατηγικής ισορροπίας μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο».

Πηγή: Τα Νέα

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή