Ακολουθήστε μας

Ανδρέας Θεοφάνους

Το Κυπριακό και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις

Δημοσιεύτηκε

στις

Αναμφίβολα μια από τις διάφορες διαστάσεις του Κυπριακού είναι η ελληνοτουρκική. Σημειώνεται συναφώς ότι ακόμα και πριν από τον αγώνα της ΕΟΚΑ η Άγκυρα και οι Τουρκοκύπριοι δεν αποδέχονταν το δικαίωμα της ελληνικής πλειοψηφίας να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό γίγνεσθαι της Κύπρου. Το Σύνταγμα Ζυρίχης και Λονδίνου ήταν εν πολλοίς αποτέλεσμα του ανισοζυγίου δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία εξασφάλισε πολύ περισσότερα από ό,τι αναλογούσε στην τουρκοκυπριακή μειονότητα η οποία δια του Συντάγματος αναβαθμίσθηκε σε ισότιμη κοινότητα με την ελληνοτουρκική πλειοψηφία.

Για δύο βασικούς λόγους ο Πρόεδρος Μακάριος αποφάσισε να επιχειρήσει την αλλαγή του Συντάγματος. Πρώτο, επιθυμούσε ένα λειτουργικό Σύνταγμα και, δεύτερο, ένα δίκαιο και δημοκρατικό πλαίσιο που θα παραμέριζε εν μέρει τις αδικίες που είχαν επιβληθεί στους Ελληνοκύπριους με τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου.

Η Αθήνα ήταν πολύ επιφυλακτική με τους σχεδιασμούς του Μακαρίου ενώ ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής στη Λευκωσία φαίνεται να είχε ενθαρρύνει τον Κύπριο ηγέτη. Όταν τελικά ο Μακάριος υπέβαλε τα 13 Σημεία στις 30 Νοεμβρίου 1963, η τουρκική αντίδραση ήταν έντονη. Η Άγκυρα χωρίς να αναμένει την τοποθέτηση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας έκανε λόγο για πραξικόπημα του Μακαρίου. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα ξέσπασαν διακοινοτικές συγκρούσεις και πριν από το τέλος του χρόνου χαράχθηκε η Πράσινη Γραμμή. Οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από την κυβέρνηση και τη δημόσια υπηρεσία και ταυτόχρονα ένα μεγάλο μέρος εξ αυτών αποσύρθηκαν σε θύλακες για λόγους ασφάλειας όπως οι ίδιοι τόνισαν. Η ελληνοκυπριακή πλευρά θεώρησε τη συγκεκριμένη κίνηση ως μέρος ενός σχεδίου για τη διχοτόμηση της Κύπρου.

Η κατάσταση ήταν τέτοια που προδίκαζε τη συνέχιση της ανωμαλίας και της βίας. Στις 4 Μαρτίου 1964 η Κύπρος εξασφάλισε το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας δια του οποίου η Κυβέρνηση Μακαρίου αναγνωριζόταν ως η μόνη που εκπροσωπούσε ολόκληρη τη χώρα, την Κυπριακή Δημοκρατία. Πέραν τούτου αποφασίσθηκε η αποστολή στρατιωτικού σώματος υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για τη διαφύλαξη της ειρήνης.

Η ένταση στο νησί συνεχιζόταν και η Ελλάδα απέστειλε στρατιωτικές δυνάμεις για να αποκρούσει τυχόν τουρκική εισβολή. Στις αρχές Αυγούστου 1964 υπήρξαν σκληρές μάχες στην περιοχή Τηλλυρίας όπου τουρκοκυπριακές δυνάμεις προσπάθησαν να επεκτείνουν τους θύλακές τους. Η Κυπριακή Εθνοφρουρά συνέτριψε την ανταρσία και η τουρκική αεροπορία βομβάρδισε τη περιοχή. Η κατάσταση ήταν έκρυθμη και ο κίνδυνος κλιμάκωσης ορατός. Υπήρξαν τότε σκέψεις και σχέδια, κυρίως από τις ΗΠΑ, για μια οριστική διευθέτηση στη βάση της διπλής ένωσης.

Ο Μακάριος με τη στήριξη ολόκληρης της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας αγωνιζόταν για την αποτροπή της διχοτόμησης. Παράλληλα συνεχιζόταν η φιλολογία για την ατόφια ένωση παρά το γεγονός ότι ήταν ανέφικτη. Για την Ελλάδα, ιδίως μετά την άνοδο της Χούντας, προτεραιότητες ήταν η αντιμετώπιση του κουμμουνισμού, η διατήρηση καλών σχέσεων με τις ΗΠΑ, την Τουρκία καθώς και η προσκόλληση στο ΝΑΤΟ. Έτσι μετά την κρίση στην Κοφίνου περί τα τέλη του 1967 η Αθήνα αποδέχθηκε να αποσύρει την ελληνική μεραρχία από τη Μεγαλόνησο υποκύπτοντας στις τουρκικές αξιώσεις.

Εκ των πραγμάτων ο Πρόεδρος Μακάριος προχώρησε με την εξαγγελία της πολιτικής του εφικτού. Στόχος πλέον ήταν ένα ενιαίο κράτος, το εφικτό, και όχι η ένωση, το ευκταίο. Με την έναρξη των ενδοκυπριακών συνομιλιών ήταν δυνατό να δημιουργηθεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για μια οριστική διευθέτηση στη βάση ενός ενιαίου κράτους. Δυστυχώς, παράλληλα συνεχίσθηκε η υπόσκαψη του Μακαρίου και του κράτους από την Αθήνα και την ακροδεξιά στην Κύπρο. Η υπόσκαψη αυτή η οποία περιελάμβανε και τη χρήση βίας ήταν πράγματι μια συστηματική αποσταθεροποίηση η οποία ήταν εθνικά επιζήμια.

Περί τα μέσα του 1973 οι σχέσεις του Προέδρου Μακαρίου και του ηγέτη της Χούντας Γεώργιου Παπαδόπουλου βελτιώθηκαν σημαντικά. Ως εκ τούτου στη Λευκωσία θεωρήθηκε ότι θα υπήρχε εκτόνωση στο εσωτερικό μέτωπο και αίσια κατάληξη στις ενισχυμένες ενδοκυπριακές συνομιλίες. Με την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου 1973 τα δεδομένα για την Κύπρο θα διαφοροποιούντο άρδην. Ο Ιωαννίδης μισούσε θανάσιμα τον Μακάριο. Η πορεία ολέθρου είχε εισέλθει στην τελική ευθεία.

Το πραξικόπημα της Χούντας στις 15 Ιουλίου, 1974 έδωσε μοναδική ευκαιρία στην Τουρκία να εισβάλει στις 20 Ιουλίου. Στόχος των ΗΠΑ ήταν η αποτροπή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Έτσι τα τουρκικά σχέδια για την κατάκτηση σημαντικού μέρους του κυπριακού εδάφους διευκολύνθηκαν. Στις 23 Ιουλίου ο Γλαύκος Κληρίδης ανέλαβε καθήκοντα Προέδρου στην Κύπρο μετά την παραίτηση του Σαμψών. Και την επόμενη μέρα, μετά την κατάρρευση της Χούντας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίσθηκε ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας.

Παρά τη συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο στις 22 Ιουλίου, η Τουρκία συστηματικά την παραβίαζε και τα στρατεύματα εισβολής κατακτούσαν νέα εδάφη. Στις 14 Αυγούστου μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στη Γενεύη η Τουρκία εξαπέλυσε νέα επίθεση από θαλάσσης, αέρος και ξηράς. Η Ελλάδα δεν αντέδρασε. Με το τέλος της επιχείρησης Αττίλας 2 η Άγκυρα είχε καταλάβει το 37% του εδάφους της Μεγαλονήσου. Χιλιάδες οι εκτοπισμένοι, οι αγνοούμενοι, οι νεκροί και οι τραυματίες. Οι Έλληνες της Κύπρου ένοιωθαν προδομένοι από τη μητέρα πατρίδα. Ενδεχομένως και στην Ελλάδα να υπήρχαν σύνδρομα ενοχής.

Η αποκατάσταση των σχέσεων Αθηνών και Λευκωσίας άρχισε ουσιαστικά με την εκλογή του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981. Όταν ο Έλληνας Πρωθυπουργός επισκέφθηκε την Κύπρο περί τα τέλη του Φεβρουαρίου 1982 ο τίτλος της εφημερίδας Φιλελεύθερος ήταν «Ο ΗΛΙΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ». Παράλληλα, στην Κύπρο άρχισε να ενισχύεται μια νέα ιδεολογία, αυτή του νεοεθνισμού. Οι Έλληνες της Κύπρου ήταν περήφανοι για την εθνική τους καταγωγή ενώ ταυτόχρονα η νομιμοφροσύνη τους ήταν προς την Κυπριακή Δημοκρατία.

Η Αθήνα έπεισε τη Λευκωσία να στραφεί προς την ΕΟΚ/ΕΕ. Η Κύπρος υπέγραψε Συμφωνία Τελωνειακής Ένωσης με την ΕΟΚ τον Οκτώβριο του 1987 και εντάχθηκε στην ΕΕ τον Μάιο του 2004. Χωρίς τη στήριξη της Ελλάδας αυτές οι σημαντικές πολιτικές πράξεις θα ήταν αδύνατες. Σε σχέση όμως με το Κυπριακό οι Ελληνοκύπριοι είχαν υψηλότερες προσδοκίες. Και πολλές φορές όταν η Τουρκία παραβίαζε την Κυπριακή ΑΟΖ ή ακόμα τη νεκρά ζώνη καθώς και το καθεστώς των Βαρωσίων η στάση της Ελλάδας ήταν μάλλον υποτονική.

Οι Έλληνες Κύπριοι θεωρούν ότι τυχόν αποσύνδεση του Κυπριακού από τις ευρωτουρκικές και ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν εξυπηρετεί τους στόχους της Κύπρου. Επιπρόσθετα, είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι στην Κύπρο η Ελλάδα έχει εθνικές καθώς και συμβατικές υποχρεώσεις. Πέραν τούτου είναι σημαντικό να κατανοήσει η Αθήνα ότι εάν η Τουρκία επικρατήσει στην Κύπρο και χαθεί η Μεγαλόνησος η ίδια η Ελλάδα θα έχει στρατηγικά ηττηθεί και οι συνέπειες θα είναι απρόβλεπτες στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο.

Η Κύπρος με τη σειρά της πρέπει να κατανοήσει ότι για την εθνική επιβίωση, τη διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη δημιουργία των προϋποθέσεων για αποκατάσταση της εδαφικής της ακεραιότητας, είναι απαραίτητη η πολυδιάστατη στήριξη της Ελλάδας.

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

** Περίληψη της ομιλίας στο Συνέδριο «50 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ – Μια ενδοελληνική αποτίμηση και η επόμενη μέρα».

Συνέχεια ανάγνωσης

Ανδρέας Θεοφάνους

Απαιραίτητη η παρουσία της Κύπρου στη διεθνή αγορά προβολής ιδεών

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Ανυπαρξία της Μεταλονήσου στη μη επαρκή κατανόηση του ρόλου των δεξαμενών σκέψης και της συστηματικής παρουσίας στη διεθνή αγορά προβολής και ανταλλαγής ιδεών.

Η Τουρκία δεν αρκείται στη στρατιωτική της ισχύ. Αντιλαμβάνεται τη σημασία της ηθικής υπεροχής και της διακίνησης ιδεών στο διεθνές πεδίο.

Του Ανδρέα Θεοφάνους

Όπως έχει ήδη δημοσιευθεί, η τουρκική κυβέρνηση προχώρησε σε έκδοση νέου βιβλίου στην Αγγλική και την Τουρκική με τίτλο “WHO IS TO BLAME? THE PRESENT CANNOT BE SEPARATED FROM THE PAST”. Το βιβλίο, το οποίο προλογίζει ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν, προωθεί το τουρκικό αφήγημα για τα τεκταινόμενα στην Κύπρο καθώς και τους πολιτικούς στόχους της Άγκυρας. Μεταξύ άλλων, η έκδοση αυτή αιτιολογεί την εισβολή, την οποία περιγράφει ως ειρηνευτική επιχείρηση, καθώς και τα κατοχικά δεδομένα. Η συγκεκριμένη έκδοση ενώ δεν διεκδικεί ακαδημαϊκές περγαμηνές, έχει τη δική της πολιτική σημασία καθώς την προλογίζει ο ίδιος ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν.

Η Τουρκία δεν αρκείται στη στρατιωτική της ισχύ. Αντιλαμβάνεται τη σημασία της ηθικής υπεροχής και της διακίνησης ιδεών στο διεθνές πεδίο. Γι΄ αυτό επιθυμεί διακαώς την αιτιολόγηση των ενεργειών της. Διάβασα τη σχετική έκδοση η οποία, μεταξύ άλλων, αποσπασματικά επαναλαμβάνει κάποιες τοποθετήσεις και ισχυρισμούς. Παράλληλα σημειώνω ότι στην έκδοση υπάρχουν, αναφορές οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Οι απόλυτες τοποθετήσεις καθώς και η προβολή της θέσης ότι οι Τουρκοκύπριοι ήταν/είναι τα μόνα θύματα προβληματίζουν. Δεν υπάρχει ούτε μια γραμμή η οποία να αναφέρεται στα εγκλήματα των Τούρκων έναντι των Ελλήνων ή έστω και σε τουρκικά λάθη. Προφανώς η έκδοση αυτή αντικατοπτρίζει και τον τρόπο σκέψης/αξιολόγησης του Κυπριακού από την Τουρκία και το κατοχικό καθεστώς.

Και η Κύπρος; Έχω κατ΄ επανάληψιν εκφράσει την κριτική μου για την εν πολλοίς ανυπαρξία της χώρας μας στον τομέα αυτό και τη μη επαρκή κατανόηση του ρόλου των δεξαμενών σκέψης και της συστηματικής παρουσίας στη διεθνή αγορά προβολής και ανταλλαγής ιδεών. Η θλιβερή αυτή κατάσταση δεν είναι ανεξάρτητη και από τη σύγχυση που παρατηρείται στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα καθώς και από την απουσία ολοκληρωμένης στρατηγικής για το Κυπριακό. Θεωρώ απαραίτητη τη δραστική αλλαγή αυτής της κατάστασης. Πρέπει να κατανοηθεί από την πολιτεία, την επιχειρηματική τάξη και την κοινωνία ότι μια τέτοια αλλαγή είναι απαραίτητη για την ίδια την εθνική μας επιβίωση. 64 χρόνια μετά τη δεσμευμένη ανεξαρτησία, 50 χρόνια μετά την εισβολή και 20 χρόνια μετά την ένταξη στην ΕΕ καμιά κυβέρνηση δεν έδωσε την απαιτούμενη σημασία στα ζητήματα αυτά. Έτσι δεν αποτελεί έκπληξη ότι η Κύπρος δεν έχει παράδοση στα συγκεκριμένα ζητήματα καθώς και επαρκή κατανόηση των συναφών δεδομένων. Το κόστος όμως είναι υψηλό.

Δράττομαι της ευκαιρίας να σημειώσω ότι τους τελευταίους 6 μήνες, ασχολούμαι συστηματικά και με ένα νέο μου βιβλίο στην Αγγλική. Προκαταρκτικός τίτλος είναι “WHAT REALLY HAPPENED TO CYPRUS – A critical assessment and the way forward”. Ομολογουμένως η νέα αυτή εργασία αντλεί από το βιβλίο μου που εκδόθηκε το 2023 με τίτλο «ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΣΜΕΥΜΕΝΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΟΥ 1960 ΣΤΙΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ – Συνοπτική Αξιολόγηση του Κυπριακού και της Πολιτικής όλων των Προέδρων (Εκδόσεις Hippasus, 2023). Όμως δεν αποτελεί μια απλή μετάφραση καθώς, μεταξύ άλλων, υπάρχουν ουσιαστικές προσθήκες, διαφοροποιήσεις καθώς και αφαιρέσεις.

Ένας βασικός στόχος του καινούριου βιβλίου είναι η προβολή της ιστορικής αλήθειας διεθνώς καθώς και η κατάθεση ενός αφηγήματος για την Κύπρο. Εκ των πραγμάτων τοποθετούμαι και σε σχέση με τις θέσεις και ισχυρισμούς άλλων πλευρών, περιλαμβανομένης και της τουρκικής. Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν την πορεία και τους στόχους του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων θεωρώ την εργασία αυτή ως υποχρέωση. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι μια προσεγμένη και τεκμηριωμένη εργασία είναι δυνατό να έχει θετικές προεκτάσεις σε διάφορα επίπεδα, περιλαμβανομένου και τον επηρεασμό διαφόρων κέντρων αποφάσεων.

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ανδρέας Θεοφάνους

50 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ: Μια αποτίμηση της περιόδου και η επόμενη μέρα

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Το καλοκαίρι του 1974 υπήρξαν συγκλονιστικά γεγονότα τα οποία διαφοροποίησαν δραστικά την ιστορική πορεία της Κύπρου. Έκτοτε τα κατοχικά δεδομένα εδραιώνονται και εμβαθύνονται, ενώ παράλληλα διαφαίνεται ότι η Τουρκία δεν αρκείται στη διχοτόμηση. Η πολιτική που έχει ακολουθηθεί τα τελευταία 50 χρόνια δεν ήταν αποτελεσματική. Αντίθετα, είναι προφανές ότι απέτυχε.

Η κρίση του 1974

Το πραξικόπημα της Χούντας εναντίον του Προέδρου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974 έδωσε μοναδική ευκαιρία στην Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο 5 μέρες αργότερα, στις 20 Ιουλίου. Αξιολογώντας τα ιστορικά δεδομένα είναι προφανές ότι αφ’ ενός η Κύπρος προδόθηκε και αφ’ ετέρου υπήρξε ανοχή έναντι της τουρκικής επιδρομής. Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αποτρέψουν το χουντικό πραξικόπημα αλλά δεν το έπραξαν. Και όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, ο στόχος του Κίσσινγκερ ήταν η αποτροπή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου.

Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, η προτεραιότητα της κυβέρνησης Καραμανλή ήταν η σταθερότητα και η ανόρθωση της χώρας. Θεωρήθηκε επίσης ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να εμπλακεί σε πόλεμο με την Τουρκία. Πέραν τούτου, το γεγονός της μη αντίδρασης της Αθήνας διευκόλυνε τα τουρκικά σχέδια. Ούτε η Βρετανία αντέδρασε. Το Λονδίνο θεωρούσε ότι μια δυναμική αντίδραση μπορούσε να λάβει χώρα μόνο σε συνεργασία με τις ΗΠΑ. Θα ήταν δυνατό όπως η Ελλάδα και η Βρετανία ως εγγυήτριες δυνάμεις να ενεργούσαν από μόνες τους για να προστατεύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν το έπραξαν όμως.

Η Σοβιετική Ένωση είχε καταδικάσει έντονα το πραξικόπημα της Χούντας εναντίον του Μακαρίου. Όμως η αντίδρασή της έναντι της τουρκικής επιδρομής δεν ήταν ανάλογη της στάσης που επέδειξε στην κρίση του 1964. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι και η στάση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ έναντι της τουρκικής επιδρομής ήταν χλιαρή. Μέχρι σήμερα, δεν χρησιμοποιήθηκαν οι όροι εισβολή και κατοχή. Πάνω από όλα το Κυπριακό αξιολογείται ως ένα διακοινοτικό πρόβλημα και η Τουρκία εν πολλοίς θεωρείται τρίτο μέρος. Η ανοχή που επιδεικνύεται έναντι του τουρκικού σωβινισμού είναι πρωτοφανής. Ενδεικτικό του γεγονότος αυτού είναι οι ίσες αποστάσεις «για τα δυο μέρη στην Κύπρο» όπως αποτυπώνονται στις συναφείς Εκθέσεις του ΓΓ του ΟΗΕ.

Η καταστροφή που υπέστη η Κύπρος ήταν βιβλικών διαστάσεων. Η Τουρκία κατέλαβε το 37% του εδάφους της χώρας και προέβη σε εθνικό ξεκαθάρισμα. Χιλιάδες οι πρόσφυγες, οι νεκροί, οι τραυματίες και οι αγνοούμενοι. Ένα μεγάλο μέρος των υποδομών καθώς και της οικονομικής δραστηριότητας λάμβαναν χώρα στα εδάφη που καταλήφθηκαν. Υπήρχε επίσης ανασφάλεια, ανεργία και ως εκ τούτου χιλιάδες Έλληνες Κύπριοι ήταν σε αναζήτηση προοπτικής σε άλλες χώρες. Παρά την τουρκική επιδρομή και τις πολλαπλές αντιξοότητες, η Κυπριακή Δημοκρατία επιβίωσε. Μέχρι και σήμερα, η Τουρκία θεωρεί την Κυπριακή Δημοκρατία ως «εκλιπούσα» και προσπαθεί να την καταστρέψει.

Η αποδοχή της oμοσπονδίας και ο μακροχρόνιος αγώνας

Αρχές Νοεμβρίου του 1974, σε ομιλία του στην Γκαλερί Αργώ, ο Προεδρεύων Γλαύκος Κληρίδης τόνισε ότι υπό τις περιστάσεις, η μόνη εφικτή λύση ήταν η διπεριφερειακή δικοινοτική ομοσπονδία. Η τοποθέτηση αυτή ήταν εν πολλοίς αποτέλεσμα των παραινέσεων των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γερμανίας και της Ελλάδας.

Στις 30 Νοεμβρίου και 1 Δεκεμβρίου 1974 σε σύσκεψη της ελλαδικής και κυπριακής ηγεσίας στην Αθήνα, εν πολλοίς έγινε αποδεκτή η ομοσπονδία ως βάση για τη διευθέτηση του Κυπριακού. Και τούτο χωρίς μελέτη και επαρκή κατανόηση του τι συνεπαγόταν. Ο Μακάριος είχε πολλούς ενδοιασμούς. Κάποια στιγμή όμως δήλωσε ότι μια πολυπεριφερειακή δικοινοτική ομοσπονδία θα ήταν ανεκτή. Στις 12 Φεβρουαρίου 1977 υπήρξε η συμφωνία υψηλού επιπέδου Μακαρίου-Ντενκτάς. Ο Πόλυς Πολυβίου άσκησε κριτική τόσο στον Μακάριο όσο και στον Κληρίδη για την αποδοχή της ομοσπονδίας.

Ο Μακάριος θεωρούσε την αποδοχή της ομοσπονδίας και την κατάθεση χάρτη με δυο περιφέρειες ως τις ύστατες οδυνηρές υποχωρήσεις. Πρέπει να σημειωθεί ότι είχε λάβει υποσχέσεις από διάφορες χώρες, κυρίως από τις ΗΠΑ, ότι με αυτές τις γενναίες υποχωρήσεις θα άνοιγε ο δρόμος για οριστική διευθέτηση του Κυπριακού. Η τουρκική πλευρά όμως δεν ανταποκρίθηκε. Η απογοήτευση του Μακαρίου ήταν μεγάλη και στην τελευταία του ομιλία στις 20 Ιουλίου 1977 διακήρυξε ότι η απάντηση στην τουρκική αδιαλλαξία ήταν ο μακροχρόνιος αγώνας.

Η συνέχιση της πολιτικής του ιστορικού συμβιβασμού και το εσωτερικό μέτωπο

Ο Σπύρος Κυπριανού που διαδέχθηκε τον Μακάριο διακήρυξε ότι θα συνέχιζε την πολιτική του προκατόχου του. Ήταν όμως την πολιτική του ιστορικού συμβιβασμού που θα ακολουθούσε με συνέπεια και όχι εκείνη του μακροχρόνιου αγώνα που διακήρυξε ο Μακάριος λίγο πριν τον θάνατό του.

Στις 19 Μαΐου 1979 υπήρξε η συμφωνία υψηλού επιπέδου Κυπριανού-Ντενκτάς. Ο Κύπριος Πρόεδρος εργάστηκε συστηματικά και βελτίωσε τη συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς. Ο Σπύρος Κυπριανού απέδιδε μεγάλη σημασία στην εφαρμογή των βασικών ελευθεριών καθώς και στη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το χάσμα μεταξύ των δυο πλευρών ήταν όμως τεράστιο.

Μεταξύ των Ελληνοκυπρίων υπήρχαν τρεις τάσεις. Η πρώτη υποστήριζε αυτό που στην πορεία του χρόνου επικράτησε και αποκαλείται ως «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με το σωστό περιεχόμενο». Η δεύτερη ήταν πολύ πιο ευέλικτη καθώς, μεταξύ άλλων, εν πολλοίς προσπερνούσε τα ζητήματα της εκ περιτροπής προεδρίας και της παρθενογένεσης. Ο στόχος ήταν η κατάληξη σε συμφωνία το συντομότερο δυνατό. Η τρίτη απέρριπτε την ιδέα της ομοσπονδίας ως βάση για λύση στο Κυπριακό.

Οι διάφορες πρωτοβουλίες και το στίγμα τους

Όλα τα σχέδια και οι ιδέες που κατατέθηκαν μετά το 1974 για διευθέτηση του Κυπριακού στηρίζονταν σε μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία. Αρχικά ήταν το Αμερικανοβρετανικοκαναδικό Σχέδιο (1978), οι Δείκτες Γκουεγιάρ (1984-85), οι Ιδέες Γκάλι (1992), το Σχέδιο Ανάν (2002-04) και το Πλαίσιο Γκουτέρες (2017). Οι βασικοί πυλώνες των Σχεδίων αυτών ήταν η συναινετική δημοκρατία, η διζωνικότητα και η πολιτική ισότητα. Υποστηρίζεται επίσης ότι και η παρθενογένεση αποτελούσε χαρακτηριστικό των Σχεδίων. Παράλληλα, σε μεγάλο βαθμό νομιμοποιείτο ο εποικισμός ενώ διατηρούντο οι εγγυήσεις. Η συνταγματική δομή καθώς και το νέο τρικέφαλο κρατικό μόρφωμα θα είχαν ασφαλώς αρνητικές επιπτώσεις σε θέματα διακυβέρνησης και οικονομίας.

Λαμβάνοντας υπ’όψιν όλα τα δεδομένα, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι δεν υπήρξε χαμένη ευκαιρία μετά το 1974. Έχοντας επίσης υπόψιν τον έλεγχο που ασκεί η Τουρκία σε όλα τα επίπεδα στα κατεχόμενα εδάφη, μια συμφωνία για ομοσπονδία μεταξύ των δύο κοινοτήτων ενδέχεται στην ουσία να είναι μια ομοσπονδία των εδαφών που ελέγχονται από την Κυπριακή Δημοκρατία με την Τουρκία. Οι συνέπειες μιας τέτοιας συμφωνίας θα είναι από οδυνηρές έως καταστροφικές.

Πώς προχωρούμε σήμερα

Είναι καθοριστικής σημασίας να κατανοηθούν επαρκώς τα σημερινά δύσκολα δεδομένα και να υπάρξει μια ολοκληρωμένη στρατηγική. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Τουρκία έχει ως στόχο την καταστροφή της κρατικής οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον στρατηγικό έλεγχο της Μεγαλονήσου. Ελάχιστος στόχος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η προάσπιση της ελεύθερης Κύπρου και η μη επιδείνωση του status quo και μέγιστος στόχος η αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας στα πλαίσια ενός ιδιότυπου ομοσπονδιακού κράτους. Προς αυτήν την κατεύθυνση είναι σημαντικό να κατατεθεί συγκεκριμένη πρόταση καθώς και η υιοθέτηση μιας εξελικτικής προσέγγισης. Συγκεκριμένες εισηγήσεις επί τούτων έχω ήδη καταθέσει. Θα ήταν θεμιτό να γίνουν κάποιες τροποποιήσεις ή/και να υπάρξουν προσθήκες για την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Η ουσία είναι να διαφυλαχθεί η φιλοσοφία και η μεθοδολογία της προσέγγισης αυτής.

Στη σημερινή συγκυρία απαιτείται η συνεχής αναβάθμιση όλων των συντελεστών ισχύος: άμυνα, οικονομία, δημογραφικά δεδομένα, αφήγημα, αξιοποίηση της γνώσης, της συμμετοχής στην ΕΕ καθώς και άλλων δικτύων συνεργασίας, αξιακό σύστημα και αποτελεσματική ηγεσία. Επιπρόσθετα, μια πραγματιστική εξωτερική πολιτική αποτελεί προτεραιότητα. Τέλος υπογραμμίζεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να καταστεί ένα κράτος πρότυπο καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα συμβάλει καθοριστικά στον μεγάλο στόχο της εθνικής επιβίωσης.

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Συνέχεια ανάγνωσης

Video

Δεν υπάρχει σοβαρό κράτος που να συζητάει για τη διάλυσή του (ΔΔΟ)

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Ανδρεας Θεοδάνους: Καταστροφή! Δεν υπάρχει σοβαρό κράτος που να συζητάει για τη διάλυσή του.

«50 χρόνια Τουρκικής κατοχής – Μια αποτίμηση της περιόδου και η επόμενη μέρα»

Διάλεξη του Καθηγητή Ανδρέα Θεοφάνους στις 9 Ιουλίου 2024.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή