Ακολουθήστε μας

Γενικά θέματα

Π. Ήφαιστος, ΒΡΕΤΑΝΙΑ – ΕΕ: ΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΣΕ ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΜΙΑΣ ΕΕ Η ΟΠΟΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ 1992 ΚΑΘΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΣΕ ΚΙΝΟΥΜΕΝΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΣΕΙΣΜΙΚΕΣ ΠΛΑΚΕΣ

Δημοσιεύτηκε

στις

GEOPGEOSTR 001 
Το
παρόν αποτελεί συνέχεια μιας επί δεκαετίες συστηματικής μελέτης των
πλανητικών και ευρωστρατηγικών δομών. Αναπτύσσει και μερικώς αναπαράγει
προηγούμενες παρεμβάσεις που έγιναν μετά την ομιλία του πρωθυπουργού της
Βρετανίας Κάμερον. 
Επιχειρείται μια διαρκής ανάλυση πτυχών της
ευρωπαϊκής πολιτικής μονιμότερου χαρακτήρα που αφορούν τις στρατηγικές
των κύριων συντελεστών, στρατηγικά ζητήματα βαθύτερων και μακρόχρονων
προεκτάσεων και τις στρατηγικές επιλογές της Βρετανίας. 

Μετά την απώλεια
των αποικιών η Βρετανία διατήρησε τις κρατικές δομές ανάλυσης των
διεθνών γεγονότων, χάραξης στρατηγικής και εφαρμογής στρατηγικής. Πάγιος
σκοπός του Λονδίνου είναι να διατηρεί ισχυρή θέση και ρόλο στην Ευρώπη
και στον κόσμο. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κύριος άξονας της
εθνικής στρατηγικής της Μεγάλης Βρετανίας είναι οι ειδικές σχέσεις με
τις ΗΠΑ. Ανεξάρτητα του δημοψηφίσματος σε λίγες μέρες από την στιγμή που
γράφονται οι γραμμές αυτές, πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι Βρετανοί
διαθέτουν εναλλακτικά σενάρια στρατηγικών επιλογών τα νήματα των οποίων
στο τέλος ενώνονται εκπληρώνοντας το πλείστον των εθνικών συμφερόντων.
Πίσω από τους πολιτικούς είναι παγίως οι κρατικές δομές οι οποίες
αναλύουν, σταθμίζουν και εκτιμούν την διεθνή πολιτική όπως εξελίσσεται
προτείνοντας εναλλακτικές αποφάσεις ανάλογα με την πορεία των πραγμάτων.

Στο παράρτημα ΙΙΙ πιο κάτω βρίσκεται προγενέστερη συναφής ανάλυση με
τίτλο ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΣΕΙΣΜΙΚΕΣ ΠΛΑΚΕΣ ΣΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΕΕ ΚΑΙ Η ΒΡΕΤΑΝΙΑ (http://www.ifestosedu.gr/111SEUstrategicIssues.htm,  http://wp.me/p3OlPy-rf και στο διαδίκτυο) 
Στο κείμενο που ακολουθεί γίνεται μια ακόμη προσπάθεια να
αποτυπωθεί η τυπολογία των διαχρονικών αξόνων της ηγεμονικής διαπάλης η
οποία και αποτελεί τον πλέον αξιόπιστο τρόπο ερμηνείας κάθε σχεδόν
πτυχής των μεταψυχροπολεμικών στρατηγικών τάσεων όπως αυτές εξελίσσονται
και όπως προβάλλονται στον 21ο αιώνα.
Στις «καγκελαρίες» των μεγάλων δυνάμεων υπάρχουν πανίσχυρες δομές
παραγωγής κρατικής θεωρίας και στρατηγικής θεωρίας την οποία συνδέουν με
τις καθημερινές στρατηγικές επιλογές τους. Εκεί κανείς μπορεί να
συναντήσει και πρώτης τάξης αναλυτές της στρατηγικής σκέψης ακόμη και
εάν οι ίδιοι δεν έχουν δημοσιεύσεις.
25.htm4Τα δημοσιευμένα
κείμενα που προσφέρουν μια αξιόπιστη ανάλυση γύρω από τις διαχρονικές
τάσεις αλλά την στρατηγική θεωρία που τις συνδέει με τις στρατηγικές των
δυνάμεων δεν είναι πολλά. Αναμασήματα και ασυναρτησίες, βέβαια,
υπάρχουν πολλές και όποιος ενδιαφέρεται καμιά φορά αναγκάζεται να
κολυμπά μέσα σε ένα ωκεανό ασυναρτησιών χωρίς ποτέ να φτάσει στα έγκυρα
και αξιόπιστα κείμενα που τον ενδιαφέρουν.
Πέραν των κλασικών γεωπολιτικών αναλυτών όπως οι Mahan, Mackinder και
Spykman που σύνδεσαν τις αναλύσεις τους τα εθνικά συμφέροντα της χώρας
τους με την ανάλυση των πόλων ισχύος, ξεχωρίζω τους Raymond Aron και
Colin Gray. Δύο αναλυτές σίγουρα διαφορετικής τάξης και κλάσης.
Αναμφίβολα, το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη, «από τον 20 στον 21 αιώνα»
με το ιδιαίτερο και ιδιόμορφο προσανατολιστικά εμπλουτισμένο σύστημα
ανθρωπολογικών θεωρήσεών του αποτελεί μαζί το «Τραγωδία της πολιτικής
των μεγάλων δυνάμεων» του John Mearsheimer σημαντικό κείμενο στρατηγικής
θεωρίας για τον 21 αιώνα.
Οι John Mearsheimer και St. Walt έδωσαν εμβληματικές στρατηγικές
θεωρήσεις που κτίζουν ή σε κάποια σημεία διαφοροποιούνται από τον
Δάσκαλό τους και μεγάλο σύγχρονο Δάσκαλο της διεθνούς πολιτικής Kenneth
Waltz.
Ο υπογράφων επί ένα τέταρτο του αιώνα και εις βάρος ξενόγλωσσων
δημοσιεύσεων επιμένει σε μια προσπάθειά να συνεχίσει να αναλύει ζητήματα
στρατηγικής θεωρίας στην Ελληνική γλώσσα. Οι Ελληνικές δημοσιεύσεις
ιδιαίτερα για τα ευρωστρατηγικά ζητήματα και τις ευρωατλαντικές σχέσεις
ατύχησαν καθότι παρά το γεγονός ότι κτίζουν πάνω σε προγενέστερες
ξενόγλωσσες δημοσ
ιεύσεις στα πεδία της
στρατηγικής θεωρίας δεν υπήρξε μέριμνα να μεταφραστούν στην αγγλική
γλώσσα. Θα ήταν παράλειψη εάν δεν τονιστεί ότι η προσπάθεια να
εμπλουτιστεί η ελληνική βιβλιογραφία, είναι προγραμματικά άγονη. Είναι
άγονη γιατί υπάρχει μια κυρίαρχη εσωστρέφεια και μια κυρίαρχη συμβατική
αντίληψη που ευνουχίζει το νεοελληνικό κράτος από κάθε δυνατότητα
κατανόησης του σύγχρονου κόσμου. Θα μπορούσαν να εντοπιστούν, μεταξύ
άλλων, τρία μεγάλα προβλήματα.
Πρώτον,
η διεθνιστική και κοσμοπολίτικη κυριαρχία στα πεδία της ελληνικής
πολιτικής ανάλυσης. Αυτό, εκτός του ότι καμιά σχέση δεν έχει με τις
ανελέητες κρατοκεντρικές λογικές και με την ακόμη πιο ανελέητη διαπάλη
των ηγεμονικών δυνάμεων, μηδενίζει τον πολιτικό ορθολογισμό στις
ενδοκρατικές και διακρατικές σχέσεις της Ελλάδας. Τα ναυάγια της
Ελληνικής διπλωματίας των τελευταίων δεκαετιών είναι πολλά και οι ζημιές
ακόμη μεγαλύτερες. Τα αφάνταστα πλήγματα που δέχθηκε το νεοελληνικό κ

planeticpoliticsvq4

ράτος την δεκαετία του 2010 είναι αποτέλεσμα της ναυαγισμένης
διπλωματίας και τα κωμικοτραγικά γεγονότα στις διαπραγματεύσεις με τους
θεσμούς της ΕΕ απλά φανέρωσαν ευρύτερα τις παθολογίες εκ του γεγονότος
απουσίας μιας αξιόπιστης ελληνικής εθνικής στρατηγικής. Ο πολιτικός και
κατά συνέπεια διπλωματικός ανορθολογισμός, επιπλέον, δεν βλάπτει μόνο τα
Ελληνικά συμφέροντα αλλά και προκαλεί εισροές στρατηγικού
ανορθολογισμού στην περιφέρειά  μας θέτοντας σε κίνδυνο την σταθερότητα
και τις παγιωμένες με Συνθήκες διακρατικές οριοθετήσεις. Στο Αιγαίο, στα
Βαλκάνια και στην Κύπρο αυτό είναι πλέον κάτι περισσότερο από ορατό.
Όπως έχουμε υποστηρίξει στο παρελθόν το έλλειμμα ελληνικής εθνικής
στρατηγικής προκαλεί κενό στρατηγικού
ορθολογισμού στην περιφέρειά μας.
Δεύτερον, το τι είπε ο ένας ή ο άλλος συγκαιρινός αναλυτής ή το τι
είπε ο ένας ή άλλος στα αρχαία χρόνια έχει κάποια σημασία αλλά
αποπροσανατολιστική ή ελάχιστα σημαντική εάν δεν συνδέεται με την
σύγχρονη στρατηγική θεωρία και εάν αυτή η στρατηγική θεωρία δεν συνδέει
τα συγκαιρινά ζητήματα της διεθνούς πολιτικής με την εθνική στρατηγική
και τους σκοπούς μικρών και μεγάλων δυνάμεων. Δεν αναφέρομαι σε
αναλύσεις της επικαιρότητας αλλά σε ανάλυση ζητημάτων όπως απορρέουν από
μια σειρά ζητημάτων όπως οι πόλοι ισχύος, οι μεγάλες δυνάμεις, οι
κατανομές και τάσεις ανακατανομών ισχύος πλανητικά και στις περιφέρειες,
οι παγιωμένες εθνοκρατοκεντρικές δομές πλανητικά και στις περιφέρειες
και οι αλλαγές αυτών των δομών. Όλα αυτά συγκροτούν την σύγχρονη
ιστορική δίνη η οποία όπως κινείται προκαλεί προσαρμογές και
αναπροσαρμογές σκοπών και στρατηγικών οι οποίες για να έχουν νόημα (και
να μην οδηγούν ένα κράτος σε μεγάλες ζημιές ή καταβύθιση) συνδέονται με
σκοπούς και ορθολογιστικές στρατηγικές επιλογές. Στρατηγικός
ορθολογισμός  και βιωσιμότητα ενός κράτος είναι οι δύο όψεις του ίδιου
νομίσματος όπως είναι επίσης και το δίδυμο στρατηγικός ορθολογισμός /
σταθερότητα-αστάθεια. Υπογραμμίζω, για παράδειγμα, ότι σε άλλα κράτη ιδιαίτερα στα μεγάλα, αλλά όχι μόνο, η στρατη
γική σκέψη ακόμη και εάν είναι περιγραφική και αξιολογικά ελεύθερη
συνδέεται με το στρατηγικό δόγμα της χώρας και τον ορθολογικό ή
ανορθολογικό χαρακτήρα των διπλωματικών αποφάσεων. Τις τελευταίες
δεκαετίες η μελέτη αυτώ
ν των στρατηγικών στην διαχρονία της σύγχρονης εποχής και σε συνάρτηση
με το παρελθόν συγκροτεί σιδερένιες τυπολογίες της στρατηγικής θεωρίας.
Όχι όμως οποιοσδήποτε και όχι αποσπασματικά και ημιμαθώς διατυπωμένες.
K_Waltz2bgΤρίτον, ενώ ο υποφαινόμενος ακόμη και ως προς το δεύτερο ζήτημα που
μόλις τέθηκε εμμένει σε περιγραφικά και αξιολογικά ελεύθερα κείμενα, οι
τάσεις ευρύτερα στο νεοελληνικό κράτος δεν ευνοούν την ανάπτυξη βάσιμης
στρατηγικής σκέψης. Δεν έχω παρά να υπενθυμίσω τις σκληρές, άδικες και
βιτριολικές-δολοφονικές επιθέσεις κατά του Παναγιώτη Κονδύλη πριν δύο
περίπου δεκαετίες όταν με πρωτοπόρο τρόπο και περιγραφική ουδετερότητα
αποτύπωσε κεντρικά στρατηγικά πορίσματα των πιο υψηλών βαθμίδων. Με βάση
αυτή την τραυματική για την Ελλάδα εμπειρία κατά ενός από τους
μεγαλύτερους σύγχρονους πολιτικούς στοχαστές (δεν εννοώ μόνο της
Ελλάδας), μπορούμε να περιγράψουμε το επιστημονικό και στοχαστικό
πρόβλημα της Ελλάδας διαφορετικά και σε αναφορά με μια
πολιτικοστοχαστική τυπολογία που αφορά μικρά και αδύναμα κράτη
που παρακμάζουν κινούμενα κατηφορικά: 1) Η αυτεξούσια στρατηγική ανάλυση
σε μικρά κράτη-στόχους «δεν αρέσει» στις πρεσβείες των ηγεμονικών
δυνάμεων και «λαμβάνουν τα μέτρα τους» καθότι τα κράτη-στόχοι θα πρέπει
να είναι ευάλωτα, ακίνητα ή και δεμένα χειροπόδαρα ή και εξοντωμένοι
(αποτελεί κύρια μέριμνα κάθε «καλής» στρατηγικής soft power μιας μεγάλης
δύναμης). 2) Κάθε προσπάθεια να υπάρξει κατιτί σημαντικό στα πεδία της
στρατηγικής ανάλυσης που θα μπορούσε να ενισχύσει την διαπραγματευτική
στρατηγική του κράτους-στόχους τελικά γίνεται στόχος συνειδητών ή
ανεπίγνωστων εντεταλμένων. Σε όλα τα παρακμασμένα κράτη τέτοια φαινόμενα
εκτελεστών δολοφονιών χαρακτήρων είναι συνήθη και κανείς μπορεί να τα
αναζητήσει σε τεκμηριωμένα κείμενα για τις στρατηγικές soft power των
ηγεμονικών δυνάμεων. Στην ουρά των καλοθελητών ευθυγραμμίζονται και
εκδηλώνονται γνωστά φαινόμενα αυτομολήσεων, συμφεροντολογικών
εκλογικεύσεων και αξιοθρήνητων μικροπρεπών ηδονιστικών συνδρόμων ισχύος
(«φτύνω τους πιο πάνω και γλύφω τους πιο κάτω», εδώ τις υπηρεσίες soft
power δυνάμεων). 3) Ανυποψίαστοι πολίτες του μικρού και αδύναμου κράτους
που κατηφορίζει οι οποίοι θα ήθελαν ήσυχα και ήρεμα να αναπτυχθούν
πνευματικά στα πεδία της πολιτικής σκέψης κάποια στιγμή ανακαλύπτουν ότι
άνευ λόγου και αιτίας γίνονται στόχοι. Το «κράτος-στόχος» απαγορεύεται
να έχει αυτοτέλεια και ως εκ τούτου πολιτικοστρατηγικό
αυτεξούσιο. Αργά ή γρήγορα γίνονται στόχος. Και τα πλήγματα και οι κάθε
είδους δολοφονίες χαρακτήρα γίνονται καταιγιστικά ενώ αν αυτό είναι
εύκολο οδηγούν σε διωγμούς και εξοντώσεις. Συνήθη φαινόμενα στο «εμπόριο
των εθνών», για να χρησιμοποιήσω μια φράση του Raymond Aron. Το
αποτέλεσμα είναι η πολιτικοπνευματική συρρίκνωση και η κυριαρχία
καταστάσεων όπως αυτές που περιγράφει ο Καβάφης στο «Εν μεγάλη Eλληνική
αποικία, 200 π.Χ».

european

Υπάρχει θεραπεία; Για την Ελλάδα, εκτιμώ, ίσως είναι αργά και οι συνέπειες βαθύτατων προεκτάσεων ακόμη αόρατων.
Η Μεγάλη Βρετανία τους τελευταίους αιώνες αποτέλεσε κεντρικό
στρατηγικό συντελεστή. Ο κεντρικός της ρόλος συνεχίστηκε και μετά την
(μεταπολεμική) ειδική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες η οποία της
προσδίδει μια ετερόφωτη ισχύ. Υπάρχουν ειδικότερα και γενικότερα
ζητήματα. «Ειδικότερα ζητήματα» αποτελούν και οι σχέσεις του Ηνωμένου
Βασιλείου με την ηπειρωτική Ευρώπη σε αναφορά με τις πλανητικές
μεταψυχροπολεμικές τάσεις.
Οι εξελίξεις στην Μεγάλη Βρετανία όσον αφορά τις σχέσεις με την ΕΕ,
για παράδειγμα, δεν μπορούν να ιδωθούν ξεχωριστά από το Γερμανικό ζήτημα
ή ευρύτερα τις ευρωστρατηγικές ισορροπίες και την κατανομή ισχύος στη
περίμετρο της Ευρασίας. Τις ισορροπίες αυτές ο υποφαινόμενος τις αναλύει
επί μακρόν σε πολλά βιβλία, άρθρα και δοκίμια αλλά και σε αναρτημένες
παρεμβάσεις τα τελευταία χρόνια και ο ενδιαφερόμενος μπορεί να τις
αναζητήσει. Το αναφέρω για να αντιδιαστείλω την εξέταση αυτών των
ζητημάτων υπό το πρίσμα εν θερμώ εξελίξεων. Σύντομα, μάλιστα, θα
δημοσιοποιήσω εκτεταμένο αγγλικό κείμενο που δημοσιεύεται σε συλλογικό
τόμο στην Γερμανία όπου και συνδέω τα παρελθόντα με τα συγκαιρινά
ευρωστρατηγικά ζητήματα. Ως προς τούτο, μια επισήμανση ουσιαστικού
χαρακτήρα είναι ότι τα αξονικά στρατηγικά ζητήματα που συζητάμε σήμερα
για τις ισορροπίες και στρατηγικές των κρατών πάνω στη περίμετρο της
Ευρασίας είναι μορφικά πανομοιότυπα εάν όχι τα ίδια με αυτά που
αναλύονταν πριν πολλές δεκαετίες ή και πολλούς αιώνες. Σίγουρα οι
περιστάσεις και κάποιες προϋποθέσεις αλλάζουν αλλά χωρίς αυτό να
επηρεάζει την τυπολογία ορθολογιστικής στρατηγικής θεώρησής τους.
diplwmatia0001Διαφοροποιούνται
μόνο κάποιοι στρατηγικοί συντελεστές. Για παράδειγμα η πλανητική
ναυτική δύναμη είναι η οι ΗΠΑ αντί της Μεγάλης Βρετανίας ενώ η
ανταγωνιστική σχέση ναυτικών και ηπειρωτικών δυνάμεων κινούνται πάνω
στις ίδιες γραμμές με επίμονη και αδιάκοπη προσπάθεια ανάσχεσης της
Ρωσίας ενώ πριν αυτό αφορούσε τη ΕΣΣΔ. Νέοι παίχτες στην περιφέρεια που
δημιουργήθηκαν μετά το 1990 δεν αλλάζουν το στρατηγικό παίγνιο παρά μόνο
διαφοροποιούν το περιεχόμενο.
Μια σημαντική διαφορά κλίμακας σε σύγκριση με το σύστημα ισορροπίας
δυνάμεων από τον 16ο αιώνα μέχρι τον 20ο αιώνα, βέβαια, είναι ότι
μεταψυχροπολεμικά αναδύεται ένα πλανητικό πολυπολικό σύστημα πολλών
μεγάλων δυνάμεων. Πανομοιότυπο όσον αφορά την στρατηγική συλλογιστική
πλην ενώ στο παρελθόν εμπλέκονταν πρωτίστως οι ευρωπαϊκές
αποικιοκρατικές δυνάμεις αυτή την φορά εμπλέκονται συγκαιρινά γιγαντιαία
έθνη όπως η Κίνα τα οποία διαθέτουν μακραίωνες πολιτικές παραδόσεις και
που μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν είτε υπό αποικιακό ζυγό ή κάποιου είδους
αποικιακό έλεγχο.
Η εξόχως αναπτυγμένη συγκαιρινή στρατηγική ανάλυση εάν και όταν
εδράζεται πάνω στο Θουκυδίδειο σύστημα αξιωμάτων, έχει πλέον
σταθεροποιήσει θεωρητικές αποκρυσταλλώσεις και τυπολογίες που
θεμελιώνουν το γεγονός πως οι μεγάλες δυνάμεις εδράζουν τις στρατηγικές
τους αποφάσεις σε τρία κύρια αξονικά ζητήματα που αφορούν τους
διαχρονικούς ηγεμονικούς ανταγωνισμούς υπό το πρίσμα της εκάστοτε
στρατηγικής συγκυρίας. Η γνώση των αξιωμάτων δεν επαρκεί γιατί ενώ
προσδιορίζουν τους γενικούς προσανατολισμούς υπό συνθήκες απουσίας
παγκόσμιας ρυθμιστικής εξουσίας και άνισης ανάπτυξης, η ένταξή τους στο
στρατηγικό περιβάλλον των
τελευταίων αιώνων και στους σκοπούς μικρών και μεγάλων δυνάμεων είναι
μια αναγκαία και μη εξαιρετέα προϋπόθεση μιας πρακτικά χρήσιμης
πολιτικής θεωρίας. Τα τρία αξονικά ζητήματα είναι τα εξής.

    imgres

  • Πρώτον, την κατανομή ή τις ανακατανομές ισχύος και τις εσωτερικές
    και εξωτερικές εξισορροπήσεις που πυροδοτούν στα εμπλεκόμενα κράτη (K. Waltz, Θεωρία διεθνούς πολιτικής).
  • Δεύτερον,
    την δομή και το είδος των απειλών σε συνάρτηση με την προβολή των
    κατανομών και ανακατανομών ισχύος και της ισορροπίας ή ανισορροπίας που
    κάθε μεγάλη δύναμη εκτιμά ότι θα προκληθούν («Balance of Threats» – βλ.
    παράρτημα στο τέλος του παρόντος σημειώματος βλ. περίληψη του βιβλίου
    του St. Walt στο “origins of alliances”).
  • Τρίτον, τις δυνατότητες άλλων μεγάλων δυνάμεων να καταστούν
    περιφερειακοί ηγεμόνες και κατά συνέπεια να επικρατήσουν πλανητικά
    θέτοντας σε κίνδυνο την επιβίωση ενός εκάστου εκ των υπολοίπων (J. Mearsheimer. Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων).

    • Προστίθεται και ένα τέταρτο γνωστικό ζήτημα: Ότι η στρατηγική θεωρία
      με πρακτικά γόνιμο τρόπο κυριολεκτικά άνθισε μετά το 1945 στο πλαίσιο
      της Ψυχροπολεμικής στρατηγικής αντιπαράθεσης.

Η ΕΕ και όλα τα συμπαρομαρτούντα στρατηγικά ζητήματά που την αφορούν
μετά το 1945 είναι εξαρτημένες μεταβλητές των στρατηγικών εξελίξεων
σταθερά συνδεδεμένες με την στρατηγική των ΗΠΑ. Αναμφίβολα, οι
στρατηγικές σεισμικές πλάκες κάτω από το έδαφος της περιφέρειας πάνω
στην οποία μετά το 1957 οικοδομήθηκε η σημερινή ΕΕ υπήρχαν παλαιόθεν και
δεν άρχισαν να κινούνται μόνο τα τελευταία χρόνια αλλά πολλές δεκαετίες
πριν.
Η δυνητική σεισμική δραστηριότητα είναι πολύ εντονότερη μετά το 1945
γιατί επί αιώνες πριν τους δύο παγκόσμιους πολέμους το σύστημα
ισορροπίας δυνάμεων σταθεροποιούσε τις σχέσεις των ηγεμονικών δυνάμεων
ενώ όταν μια εξ αυτών επιδίωκε να γίνει ηγεμόνας οι υπόλοιποι
συσπειρώνονταν εναντίον του αντί-ηγεμονικά (Watson,
Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο
Ναπολέων. Το Κογκρέσο της Βιέννης πριν την Ελληνική Επανάσταση το οποίο
επιχείρησε να καταστήσει την συμπεφωνημένη τάξη αδιατάρακτη όχι μόνο από
αξιώσεις ηγεμονικής επικράτησης μιας δύναμης αλλά και από «ταραχοποιά»
επαναστατικά κινήματα που αξίωναν αυτοδιάθεση και δημοκρατική
συγκρότηση.

0 Εκκρεμές Watson power point

Μετά το Ψυχρό Πόλεμο το σεισμικό σύστημα του ευρωστρατηγικού
περιβάλλοντος κοχλάζει για πολλούς λόγους. Πρωτίστως γιατί πέραν της
προγενέστερης συρρίκνωσης της ισχύος των πρώην μεγάλων και αποικιακών
ευρωπαϊκών δυνάμεων στις μέρες μας καμιά από αυτές δεν μπορεί να
προβάλει πλανητική ισχύ ή να διαχειριστεί αυτοτελώς τις ανακατανομές
ισχύος που την αφορούν.
Επίσης, γιατί το κενό ισχύος λόγω κατεδάφισης της ΕΣΣΔ που
συνοδεύτηκε από την ανάδυση ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος και
γιγαντιαίων κρατών όπως η Κίνα ή η Ινδία δημιουργεί προϋποθέσεις τις
οποίες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν μπορούν να διαχειριστούν είτε συλλογικά είτε μεμονωμένα.
Συλλογικά δεν μπορούν γιατί είναι πολύ διαφοροποιημένες ενώ η
Γερμανία η οποία δυνητικά θα μπορούσε να είναι πλανητικός στρατηγικός
δρών βρίσκεται υπό την αίρεση του «Γερμανικού ζητήματος» (βλ. ΤΟ
ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2009-12 ΚΑΙ Η
ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΕ http://wp.me/p3OlPy-sn)
Τις στρατηγικές δομές και το π
Watsonώς εξελίσσεται η κατανομή ισχύος, βέβαια, ήταν πάντα μέλημα των «σοφών»
των ηγεμονικών καγκελαριών, παλαιότερα των διπλωματών και των πολιτικών
ηγετών και τις τελευταίες δεκαετίες των πανίσχυρων συστημάτων
παρακολούθησης, ανάλυσης, εκτίμησης, στάθμισης και χάραξης εναλλακτικών
αποφάσεων που εκπληρώνουν τα εθνικά συμφερόντων.
Σε γιγαντιαίες υπηρεσίες (πχ το Πεντάγωνο στις ΗΠΑ και όλους τους συναφείς θεσμούς) οι κρατικοί τους λειτουργοί ακατάπαυστα
στήνουν στρατηγικά παίγνια για να ανασύρουν εδώ και εκεί τα
καταλληλότερα για αυτούς σενάρια δράσης στην βάση των οποίων λαμβάνονται
ανελέητες αποφάσεις.
Αποφάσεις που σχεδόν πάντοτε στήνουν Συμπληγάδες στις περιφέρειες
μέσα στις οποίες όποιος δεν είναι Ιάσωνας δεν τις περνά σπάζοντας μόνο
κάποιο ξυλαράκι της πρύμνης αλλά κυριολεκτικά συνθλίβεται προκαλώντας
κρατικό θάνατο. Κατιτί που κανείς εάν διαθέτει οφθαλμούς και καθαρή
θέαση μπορεί να δει καθημερινά στις ειδήσεις.
Σε αυτές τις επισημάνσεις που κατά τα άλλα αποτελούν κοινή γνώση στα
πεδία της στρατηγικής θεωρίας όπως την ορίσαμε πιο πάνω με συγκαιρινούς
όρους, είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι οι νεοέλληνες επί δεκαετίες
τυγχάνει να μην βλέπουν το πλανητικό και περιφερειακό σύστημα. Για τους
νεοέλληνες μάλλον ισχύει το Καβάφειον «Σοφοί δε Προσιόντων»:  «Εις την
οδόν έξω ουδέν ακούουν οι λαοί». Ιδιαίτερα μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ενώ όλα
τα βιώσιμα κράτη βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση στους νεοέλληνες «η
μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων δεν τούς έρχεται» [παράφραση
Καβάφη του οποίοι η ακριβής διατύπωση είναι: «Εκ των μελλόντων οι σοφοί
τα προσερχόμενα αντιλαμβάνονται. Η ακοή
Κ. Π. Καβάφηςαυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδώνταράττεται. Η μυστική βοή
τούς έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.
Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν
έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί.»].
Δύσκολα επιβιώνει ένα απερίσκεπτο κράτος στο σύγχρονο ανελέητο
κρατοκεντρικό κόσμο. Γιατί, πρέπει να πούμε, πολλά λιγότερο ισχυρά κράτη
αν και εξ αντικειμένου εν μέσω δυσκολιών ασταμάτητα παλεύουν για
συμμετρικές σχέσεις με τα πιο ισχυρά κράτη έχοντας άξονα την εθνική
ανεξαρτησία και όχι κάποια αερόφουσκα οικουμενικίστικου περιεχομένου
[βλ. ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗΝ ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΣΥΓΚΥΡΙΑ.
«Πελατειακές σχέσεις» («patron-clientrelations»)… http://wp.me/p3OlPy-Oa  και «Οι Έλληνες “μπουμπουνοκέφαλοι προοδευτικοί» http://wp.me/p3OlPy-BD].
Σταματώ όμως στο σημείο αυτό γιατί δεν είναι του παρόντος και γιατί το
ζήτημα του ελλείμματος πολιτικού ορθολογισμού στην σύγχρονη Ελλάδα σε
αναφορά με το σύγχρονο κρατοκεντρικό σύστημα έχει αναλυθεί εκτενώς σε
πολλά κείμενα.
Επανερχόμενοι στην Μεγάλη Βρετανία, όπως γράφτηκε και στις
προγενέστερες παρεμβάσεις που παρατίθενται πιο κάτω στο παράρτημα III
αλλά και σε πολλά βιβλία, δοκίμια και άρθρα, το Λονδίνο είναι αδιάλειπτη
εγρήγορση και καιροφυλαχτεί. Εξ αντικειμένου μετά την συρρίκνωση που
προκάλεσε η απώλεια των αποικιών έφερε το Ηνωμένο Βασίλειο σε μια
δύσκολη και ανεπίστροφη θέση. Συντομογραφικά, η στρατηγική θέση και
ρόλος της Βρετανίας εξαρτάται τόσο από την διατήρηση ισορροπίας δυνάμεων
στην Ηπειρωτική Ευρώπη όσο και από την μετατόπιση ή όχι του κέντρου
βάρους της Αμερικανικής στρατηγικής που θα μπορούσε να δημιουργήσει για
το Λονδίνο καταστάσεις εκτός ελέγχου.
ifestosEterothtaΚυριαρχία της Γερμανίας στην Ευρώπη αποκλείεται να την δεχθεί όπως δεν θα δεχθεί κάτι τέτοιο και η Γαλλία (βλ. Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, ιδ. κεφ. 6) ή η Ρωσία (ούτε και οι ΗΠΑ εάν διαβάσει κανείς σωστά τις τεκμηριώσεις του John Mearsheimer στο «Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων».
Ήδη, οι αμυντικές κινήσεις στις αρχές του 1990 που συμπεριελάμβαναν
τόσο συζήτηση μεταξύ Λονδίνου και Παρισιού για συνεργασία στο πυρηνικό
πεδίο ενόψει γερμανικής επανένωσης όσο και παράλληλο διάλογο με την
Μόσχα αμφοτέρων των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, δεν ήταν παρά μόνο η
αφετηρία μιας νέας εποχής η οποία ακόμη δεν οδηγήθηκε στην λογική της
απόληξη. Αυτό θα συμβεί όταν θα υπάρξει μια παγιωμένη ευρωστραγική
ισορροπία, κάτι το οποίο, εν τούτοις, συναρτάται με τις πλανητικές
ισορροπίες.
Στο σημείο αυτό αξίζει να συνδέσουμε ξανά την ανάλυση με ζητήματα που
αφορούν καίρια την Ελλάδα. Κυρίως, να θυμίσουμε ξανά κάτι το οποίο
περιγράφει και ερμηνεύει τα αίτια της συγκαιρινής κρίσης της Ελλάδας
[Διαρκείς έγκαιρες προειδοποιήσεις κάναμε καθ’ όλη την διάρκεια της
δεκαετίας του 1990. Για μερικές σύντομες βλ. ΟΝΕ: Ο μηχανισμός της
καταστροφής και έγκαιρες προειδοποιήσεις http://wp.me/p3OlPy-CS]. Η αμέριμνη πορεία της Ελλάδας προς την ΟΝΕ οφείλεται, εν πολλοίς, στην ασυγχώρητη άγνοια δύο τουλάχιστον παραγόντων.
Πρώτον, στην Ελλάδα δεν ήταν γνωστό ότι η ΟΝΕ δεν ήταν μια βελούδινη
διαδικασία αλλά αποτέλεσμα εκβιασμού της Γαλλίας επί της Γερμανίας η
οποία απεγνωσμένη επιχειρούσε να της δημιουργήσει «νομισματικά δεσμά»
ενόψει ακάθεκτης επανένωσης με το Ανατολικό της τμήμα («δένουν ένα
γίγαντα με κλωστές» είπαμε και γράψαμε μερικοί τότε).
Το γεγονός από Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) μετονομάστηκε σε
Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) οφείλεται στον ρόλο που διαδραμάτισαν φορείς
ιδεολογημάτων που ποτέ δεν απουσιάζουν από τα πολιτικά δρώμενα. Οι
Βρετανοί, βέβαια, τελικά υποχώρησαν αφού οργισμένοι τους είπαν «ονομάστε
την όπως θέλετε αλλά Ένωση δεν θα είναι».
Πως θα υπάρξει Πολιτική Ένωση; Με υλιστικές συναλλαγές θα
αναδεικνυόταν ο ωφελιμιστής υπερεθνικός ευρωπαίος που θα μηδένιζε τα
έθνη; Μόνο ως αστείο μπορεί να ειπωθεί –στην πολιτική ανάλυση τα
κωμικοτραγικά θεωρήματα δεν είναι κάτι άγνωστο–  ή ως αφελής προσδοκία
όσων δεν γνώριζαν την ευρωστρατηγική πάλη γύρω από την  επανένωση της
Γερμανίας και τον εκβιασμό να δεχθεί την ΟΝΕ. Το γεγονός ότι στην
συνέχεια οι Γερμανοί ως οικονομικά ισχυρότεροι υπερίσχυσαν είναι ζήτημα
άλλης τάξης και η ανισορροπία που δημιουργήθηκε είναι μεγάλη και οι
συνέπειές της βρίσκονται ακόμη μπροστά  μας.
45.IFESTOS-THEORIA-DIETHNOUSΔεύτερον,
στην Ελλάδα δεν ήταν γνωστό ότι μια δεκαετία μετά τίποτα δεν έγινε για
να θεσπιστεί η διανεμητική ισχύς των νομισματικών αποφάσεων, ότι αυτό το
έλεγαν πολλοί συμπεριλαμβανομένων πρωταγωνιστών όπως ο ντε Λόρ και ότι
αυξάνονταν τεχνοκρατικές «νομισματικές παρασυναγωγές» των οποίων οι
αποφάσεις με κάθε κριτήριο στερούνται πολιτικής νομιμοποίησης και
κοινωνικής επικύρωσης.
Οι ευθύνες των εκατοντάδων φορέων επιστημονικών τίτλων, του πολιτικού
προσωπικού που θέλει να ηγείται αλλά είναι αμαθές ή ημιμαθές και του
τραπεζικού κόσμου που συναίνεσαν στο φούσκωμα της Ελληνικής οικονομίας
και στην άκριτη, άσκοπη και θανατηφόρα ένταξη στην ΟΝΕ (η Ελλάδα ήταν
μια χαρά μέλος της ΕΕ και μπορούσε να προσχωρήσει όταν θα ήταν έτοιμη
και πρωτίστως επαρκώς οικονομικά ανταγωνιστική). Όσοι βρέθηκαν σε θέσεις
ευθύνης για την λήψη αυτών των μοιραίων αποφάσεων είναι χωρίς αμφιβολία
ηθικοί αυτουργοί (και ίσως πολύ περισσότερο αλλά αυτό είναι νομικό
ζήτημα που δεν κατέχω) για την συμφορά των τελευταίων και ενδεχομένως
πολύ χειρότερα που επέρχονται. Εκτιμάται ότι εάν η Ελληνική κοινωνία δεν
είχε κατασταλεί με τον μεταμοντέρνο μνημονιακό πόλεμο υπήρχε (και ίσως
να υπάρχει ακόμη) περιθώριο για μαζικές προσφυγές τόσο κατά των
αυτουργών της θανατηφόρας απροετοίμαστης και άσκοπης ένταξης στην ΟΝΕ
όσο και κατά των θεσμών της ΕΕ για τα γιγαντιαία «λάθη», παραλείψεις,
τις ομολογίες που δεν συνοδεύτηκαν με έργα, κτλ, συμπεριλαμβανομένου του
τρόπου ένταξης της Ελλάδας με αποτέλεσμα να λεηλατηθεί.
Η Βρετανία ως πανίσχυρος κρατικός δρών και εκ του γεγονότος ότι η
θέση της, ο ρόλος της και η επιβίωσή της εξαρτώνται από το πώς θα
εξελιχθούν οι στρατηγικές σχέσεις στην Ευρώπη (κυρίως στο τετράγωνο
Ρωσία, Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία), καιροφυλαχτεί. Ως προς αυτά έστω και
εάν φαινομενικά οι πολιτικοί της εμφανίζονται με διαφορετικές απόψεις,
κατά βάθος συναινούν ως προς τα κύρια και τα αξονικά.
Εκτός και αν στο Λονδίνο λειτουργήσουν πολύ διαφορετικά απ’ ότι επί
αιώνες συνέβαινε, κάτι πολύ απίθανο, η στάση του Ηνωμένου Βασιλείου όσον
αφορά την ΕΕ λογικά εντάσσεται στις πάγιες Βρετανικές στρατηγικές
επιλογές. [βλ. εκτενή ανάλυση στο «Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία,
κεφ. 5»]. Συγκεκριμένα, ενώ την συμφέρει στην Ηπειρωτική Ευρώπη να
υπάρχει ισορροπία και σταθερότητα, η στάση της επηρεάζεται από τις εξής
αλληλένδετες μεταβλητές:
Πρώτον, δεν θα ήθελε όπως πάντοτε ίσχυε (ισχύουν οι μεταπολεμικές
διακηρύξεις συμπεριλαμβανομένων των «τριών στρατηγικών κύκλων» του
Τσόρτσιλ ) η ΕΕ να εξελιχθεί σε ένα υπερκρατικό σύστημα που θα
ηγεμονεύεται από ένα ισχυρό ηπειρωτικό κράτος ή κάποια εξωγενή μεγάλη
δύναμη.
Δεύτερον, δεν είναι προς το συμφέρον της να μετατοπιστεί το κέντρο
βάρους της Αμερικανικής στρατηγικής αλλού. Επειδή εν τούτοις αυτό δεν
μπορεί να ελεγχθεί από την Βρετανία, κάτι που αν συμβεί δραστικά (δηλαδή
η Αμερική μετατοπίσει τα στρατηγικά της συμφέροντα) θα αλλάξει ριζικά
την «ειδική σχέση» της Βρετανίας με τις ΗΠΑ, είναι λογικό το Λονδίνο
έστω και εάν οι πιθανότητες επιτυχίας να είναι λίγες, να επιχειρεί με
κάθε τρόπο να συνεχιστεί η Αμερικανική παρουσία στην Ευρώπη. Κανείς δεν
πρέπει να υποτιμά το Λονδίνο, αν λάβει υπόψη το πόσο δύσκολο ήταν το
μεταπολεμικό περιβάλλον εντός του οποίου η ΜΒ κατόρθωσε κυριολεκτικά «να
φέρει» τις ΗΠΑ στην Ευρώπη προωθώντας συνάμα και την δημιουργία της
Ατλαντικής Συμμαχίας.
Τρίτον, ενόψει του αστάθμητου χαρακτήρα αυτών των δύο μεταβλητών το
Λονδίνο λογικό είναι να επεξεργάζεται σε βάθος χρόνου εναλλαγή συμμαχιών
στην ηπειρωτική Ευρώπη στο τετράγωνο «Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία,
Ρωσία». Δεν θα είναι εύκολο ή ακόμη κατ’ ανάγκη εφικτά αλλά χωρίς τις
ΗΠΑ θα πρέπει να λειτουργήσει με στρατηγικό ορθολογισμό στο περιφερειακό
υποσύστημα στο οποίο ανήκει.

0 Μεγάλες Δυνάμεις σχηματικά π 
Η
ΕΕ, όπως κατανοεί κάθε νοήμων, είναι εξαρτημένη μεταβλητή των πιο πάνω
στρατηγικών παραμέτρων (βλ. παρεμβαλόμενη διαφάνεια) και των παραγόντων
και κριτηρίων που τα διαμορφώνουν. Υπό αυτό το πρίσμα ολοκληρώνουμε με
μερικές συμπερασματικές επισημάνσεις.:
  • Ανθόσπαρτοι μεταψυχροπολεμικοί κόσμοι όπως πολλά ιδεολογήματα και
    θεωρήματα κήρυτταν δεν υπάρχουν. Βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή των μεγάλων
    στρατηγικών ανακατατάξεων λόγω γιγαντιαίου κενού ισχύος που προκάλεσε η
    κατάρρευση της ΕΣΣΔ και η αναπόδραστη πάλη για νέες ισορροπίες όπου ο
    καθείς επιδιώκει θέση και ισχύ σύμφωνα με τα συμφέροντά του.
  • Ο πολυπολικός κόσμος ως εκ τούτου καθίσταται ολοένα και πιο
    ανελέητος το δε Ευρωπαϊκό στρατηγικό υποσύστημα είναι και αυτό
    εξαρτημένο από ευρύτερες ρευστές πλανητικές στρατηγικές ανακατατάξεις
    και γι’ αυτό αστάθμητες και απρόβλεπτες.
  • Ένα καίριο ζήτημα είναι ο τρόπος που επηρεάζει την Δυτική Ευρώπη η
    εκτεταμένη ρευστότητα και αστάθεια Ανατολικά της και Νότιά της. Μερικοί
    παράγοντες:

    • Στην Ευρώπη τα μεσαία ηγεμονικά κράτη των τεσσάρων μεγάλων
      περιφερειακών δυνάμεων (Γαλλία, Ρωσία, Βρετανία, Γερμανία) αναζητούν και
      μάλλον θα βρουν τρόπους ισορροπίας δυνάμεων καθότι επικρέμαται η
      πυρηνική Δαμόκλειος σπάθα η οποία καθιστά κάθε σύγκρουση απαγορευτική.
    • Μια πηγή αστάθειας που πολλοί επισημαίνουν αφορά μια –απίθανη– απόφαση της Γερμανίας να καταστεί μονομερώς πυρηνικό κράτος.
    • Ενώ μόλις γράψαμε «απίθανη» κάποιες αποφάσεις που αφορούν την επιβίωση μιας μεγάλης δύναμης καθιστούν το απίθανο πιθανό.
      • Μια τέτοια περίπτωση είναι να απειληθεί η Γερμανία με πυρηνικά όπλα
        οπότε ταχύρρυθμα θα επιδιώξει να εξισορροπήσει με το ίδιο νόμισμα. Σε
        αυτή την «απίθανη» περίπτωση, η συμμαχία και εξισορρόπηση της Γερμανίας
        εκ μέρους των άλλων μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης πρέπει να θεωρείται
        νομοτελειακά δεδομένη (βλ. ό.π. «Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων
        Ευρωπαϊκών δυνάμεων» όπου γίνεται εκτεταμένη ανάλυση του σκεπτικού
        απόκτησης πυρηνικών όπλων από την Γαλλία και Βρετανία και τις στάσεις
        τους καθ’ όλη την μεταπολεμική περίοδο αναφορικά με το «γερμανικό
        ζήτημα»).
      • Εξισορρόπηση της Γερμανίας εκ μέρους της Γαλλίας και Βρετανίας θα
        μπορούσε να υπάρξει εάν για οποιοδήποτε λόγο όπως και στο παρελθόν
        συνέβη επανειλημμένα η Γερμανία κατευνάσει την Μόσχα. Όποτε αυτό συνέβη
        και όποτε συμβεί μελλοντικά οι προεκτάσεις στην Δύση είναι κάτι
        περισσότερο από στρατηγικά οδυνηρές.
      • Η στάση των ΗΠΑ πρέπει να θεωρείται δεδομένη: Εάν Γερμανία και Ρωσία
        βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας δυνάμεων (ακόμη και εάν η πρώτη
        αποκτήσει πυρηνικά όπλα με αποτέλεσμα την εχθρότητα των δυτικοευρωπαίων
        συνεταίρων της συμπεριλαμβανομένης μιας πιθανής συμμαχίας τους με την
        Ρωσία) η Αμερική ενδέχεται να μετακινήσει το κέντρο βάρους της
        στρατηγικής της και τους πόρους της σε άλλες περιοχές.

        • Η μέριμνά της δεν έχει σχέση με φιλίες ή έχθρες αλλά με το κατά πόσο
          μια δύναμη θα γίνει περιφερειακός ηγεμόνας (στην Ευρώπη) κατιτί που
          όπως αναφέρθηκε πιο πάνω είναι μη αποδεκτό από μια πλανητική δύναμη όπως
          οι ΗΠΑ ή κάποια άλλη.
      • Εάν η αστάθεια Ανατολικά του Αιγαίου επεκταθεί στα Βαλκάνια
        αποσταθεροποιώντας μέλη της ΕΕ στην Βαλκανική και Μεσογειακή περιφέρεια
        (συμπεριλαμβανομένων υποψήφιων μελών) η αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων
        της Ευρώπης εξαρτάται από εκτιμήσεις που δεν μπορούν να προβλεφθούν και
        σχετίζονται με παράγοντες που αναφέρουμε εδώ όσον αφορά την κατανομή
        ισχύος). Πόσο και πως θα αντιδράσουν οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης
        εξαρτάται από το τι διακυβεύεται και αυτό εκτιμάται υπό το πρίσμα των
        εκάστοτε προϋποθέσεων.
      • Λογικά, βέβαια, αυτό έχει σχέση με το νότιο υπογάστριό της, της
        προσβάσεις τους στην Μέση Ανατολή, τις προμήθειες ενέργειας και άλλων
        πλουτοπαραγωγικών πόρων και την γεωπολιτική τους επιρροή. Πως θα
        αντιδράσουν, όμως, όταν η πολιτική, διπλωματική και στρατηγική της
        συνοχή της ΕΕ είναι μηδενική. Όπως γράψαμε εδώ και πολύ καιρό αναλύοντας
        ζητήματα ελληνικής διπλωματίας η Ελλάδα έπρεπε να λάβει σοβαρά υπόψη
        ότι η ΕΕ είναι ένας νομικός γίγαντας που εκκολάφθηκε μέσα στο
        Αμερικανικό στρατηγικό θερμοκήπιο, κατιτί που όπως ήδη αναφέραμε την
        καθιστά δομικά και εγγενώς εξαρτημένη τις δε κοινές στρατηγικές τους
        στάσεις ανέφικτες.
      • Μόνο στο εγκέφαλο κάποιων Ελλήνων υπήρχαν διαφορετικές αντιλήψεις,
        δυστυχώς και σε κάποιων φορέων επιστημονικών τίτλων που εκστόμισαν την
        επιστημονική ύβρη ότι η ΕΕ θα μπορούσε να … εγγυηθεί τα Ελληνικά σύνορα
        (είναι και οι επιθέσεις εναντίον μας όταν αντικρούαμε τέτοιους
        αδιανόητους ισχυρισμούς.

Όπως προχωρούμε στον 21 αιώνα το νεοελληνικό κράτος αντιμετωπίζει
πολλά και ίσως θανάσιμα προβλήματα. Η θεραπεία των παθολογιών συναρτάται
με την ορθολογιστική γνώση των αιτίων. Αυτή η γνώση ίσως θα φανεί
χρήσιμη εάν το νεοελληνικό κράτος επιβιώσει στην ιστορικά πλήρη κινδύνων
περιφέρεια στην οποία ανήκει. Μια περιφέρεια όπου όσο προχωράμε στην
μεταψυχροπολεμική εποχή η αστάθεια διαρκώς διευρύνεται στις παραπλήσιές
περιοχές της Μέσης και Μείζονος Ανατολής. Δυτικά και Ανατολικά.

Π. Ήφαιστος – P. Ifestos

www.ifestosedu.gr / www.ifestos.edu.grinfo@ifestosedu.gr
Στρατηγική Θεωρία–Κρατική Θεωρία https://www.facebook.com/groups/StrategyStateTheory/
Διεθνής πολιτική 21ος  αιώνας https://www.facebook.com/groups/InternationalPolitics21century/
Ελλάδα-Τουρκία-Κύπρος: Ανισόρροπο τρίγωνο https://www.facebook.com/groups/GreeceTurkeyCyprusImbalance/
Διαχρονική Ελληνικότητα https://www.facebook.com/groups/Ellinikotita/
Άνθρωπος, Κράτος, Κόσμος–Πολιτικός Στοχασμός https://www.facebook.com/groups/Ifestos.political.thought/
Κονδυλης Παναγιώτης– https://www.facebook.com/groups/Kondylis.Panagiotis/
Θολό βασίλειο της ΕΕ https://www.facebook.com/groups/TholoVasileioEU/
Θουκυδίδης–Πολιτικός Στοχασμός https://www.facebook.com/groups/thucydides.politikos.stoxasmos/
Μέγας Αλέξανδρος–Ιδιοφυής Στρατηγός και Στρατηλάτης https://www.facebook.com/groups/M.Alexandros/
Εκλεκτά βιβλία που αξίζουν να διαβαστούν https://www.facebook.com/groups/eklektavivlia/
Ειρηνική πολιτική επανάσταση https://www.facebook.com/groups/PolitPeacefulRevolution/
Προσωπική σελίδα https://www.facebook.com/p.ifestos
Πολιτισμός, Περιβάλλον, Φύση, Ψάρεμα https://www.facebook.com/Ifestos.DimotisBBB
«Κοσμοθεωρία των Εθνών» https://www.facebook.com/kosmothewria.ifestos
Προσωπικό προφίλ https://www.facebook.com/panayiotis.ifestos

Παράρτημα Ι

Stephen M. Walt. 1987. Origins of Alliances Ithaca: Cornell University Press, Chapters 1,2, 5. Αναρτημένο στο http://www.people.fas.harvard.edu/~plam/irnotes07/Walt1987.pdf
Summary: This book presents balance of threat theory as a
reformulation of balance of power theory to explain interstate
alliances.1 States ally to balance against threats rather than against
power alone. Although the distribution of power is an extremely
important factor, the level of threat is also affected by geographic
proximity, offensive capability and aggressive intentions. The power of
other states can therefore be a liability or an asset, depending on
where it is located, what it can do and how it is used. A central
question is how states respond to threats – by balancing (allying with
others against the prevailing threat) or bandwagoning (alignment with
the source of danger). Walt asserts that, “for the states that matter,
balancing is the rule.” He surveys the diplomatic history of the Middle
East between 1955 and 1979 and discovers that balancing is far more
common than bandwagoning. When bandwagoning does occur, it is among
weaker states – both because they are “more vulnerable to pressure” and
because their resources are inconsequential – when allies are
unavailable and when leaders believe that potentially threatening states
can be successfully appeased. In addition, Walt concludes that
ideological similarities and state-sponsored instruments of increasing
alliance commitment, such as foreign economic and military aid, are
subordinate to security preferences in alliance formation. In terms of
the Middle East, Walt claims that the different sources of threat help
explain why superpowers (the U.S. and the Soviet Union) do not cause a
regional balancing alliance – the superpowers are sought as allies
because other regional states present more imminent security threats.
Differentiating between types of threat explains why Egypt and Israel
have frequently been the targets of balancing alliances – they are the
most powerful regional actors, have extensive great power support,
possess considerable offensive capabilities and have been perceived as
seeking to expand at the expense of others. Whether states balance or
bandwagon in the face of threat – and whether ideology or policy
instruments can sway alignment choices – is important because it
determines whether states are generally secure or not. If balancing is
more common than bandwagoning, then states are more secure, because
aggressors will face combined opposition. If bandwagoning is more
common, the states are insecure, because aggressors will attract more
allies, increasing their power while reducing that of their opponents.
Walt sees this difference as crucial to evaluating the prospects for
continued U.S. security during the Cold War. Summary of Hypotheses on
Balancing and Bandwagoning Hypotheses on Balancing 1) General Form:
States facing an external threat will align with others to oppose the
states posing the threat. 2) The great the threatening state’s aggregate
power, the greater the tendency for other to align against it. 1 An
alliance is defined as a formal or informal relationship of security
cooperation between two or more sovereign states. Assumes some level of
commitment and an exchange of benefits for both parties. 3) The nearer a
powerful state, the greater the tendency for those nearby to align
against it. Therefore, neighboring states are less likely to be allies
than are states separated by at least one other power. 4) The greater a
state’s offensive capabilities, the greater the tendency for other to
align against it. Therefore, states with offensively oriented military
capabilities are likely to provoke other states to form defensive
coalitions. 5) The more aggressive a state’s perceived intentions, the
more likely others are to align against that state. 6) Alliances formed
during wartime will disintegrate when the enemy is defeated. Hypotheses
on Bandwagoning 1) General form: States facing an external threat will
ally with the most threatening power. 2) The greater a state’s aggregate
capabilities, the greater the tendency for others to align with it. 3)
The nearer a powerful state, the greater the tendency for those nearby
to align with it. 4) The greater a state’s offensive capabilities, the
greater the tendency for others to align with it. 5) The more aggressive
a state’s perceived intentions, the less likely other states are to
align against it. 6) Alliances formed to oppose a threat will
disintegrate when the threat becomes serious. Hypotheses on Conditions
Favoring Balancing over Bandwagoning 1) Balancing is more common than
bandwagoning. 2) The stronger the state, the greater its tendency to
balance. Weak states will balance against other weak states but may
bandwagon when threatened by great powers. 3) The greater the
probability of allied support, the greater the tendency to balance. When
adequate allied support is certain, however, the tendency for
free-riding or buck-passing increases. 4) The more unalterably
aggressive a state is perceived to be, the greater the tendency for
others to balance against it. 5) In wartime, the closer one side is to
victory, the greater the tendency for others to bandwagon with it.
Summary of Hypotheses on Ideology and Alliance Formation (40) 1) General
form: The more similar the domestic ideology of two or more states, the
more likely they are to ally. 2) The more centralized and hierarchical
the movement prescribed by the ideology, the more conflictive and
fragile any resulting alliance will be. Therefore, Leninist movements
will find stable alliances more difficult to sustain than will either
monarchies or democracies. 3) The more secure a state perceives itself
to be, the greater the impact of ideology on alliance choices.
Therefore, ideological alignments are more likely in a bipolar world.
And therefore, the greater the advantage to the defense in wartime, the
greater the impact of ideology on alliance choices. 4) State lacking
domestic legitimacy will be more likely to seek ideological alliances to
increase internal and external support. 5) The impact of ideology on
the choice of alliance partners will be exaggerated; statesmen will
overestimates the degree of ideological agreement among both their
allies and their adversaries. Summary of Hypotheses on Foreign Aid and
Alliance Formation (46) 1) General form: The more aid provided by one
state to another, the greater the likelihood that the two will form an
alliance. The more aid, the greater the control by the donor over the
recipient. 2) Foreign aid is a special form of balancing behavior.
Therefore, the greater the external threat facing the recipient, the
greater the effect of aid on alignment. 3) The greater the donor’s
monopoly on the commodity provided, the greater its leverage over the
recipient. 4) The greater the asymmetry of dependence favoring the
donor, the greater its leverage over the recipient. 5) The greater the
asymmetry of motivation favoring the donor, the greater its leverage
over the recipient. Because the recipient’s security is usually more
precarious, however, asymmetry of motivation will usually favor the
recipient. 6) The weaker the domestic political decision-making
apparatus of the donor, the less leverage it can exert on the recipient.
Summary of Hypotheses on Penetration and Alliance Formation (49) 1)
General form: The greater one state’s access to the political system of
another, the greater the tendency for the two to ally. 2) Penetration is
more effective against open societies. 3) Penetration is more effective
when the objectives are limited. Therefore, the more intrusive the act
of penetration, the greater the probability that it will have a negative
effect on alignment. 4) Penetration is more effective when other causes
contribute to the alliance.
Παράρτημα ΙΙ
25.htm4Περίληψη μερικών πτυχών της τυπολογίας του John Mearsheimer στο «Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων» για τις ηγεμονικές στρατηγικές. Αφορά τόσο ένα διπολικό όσο και ένα διπολικό σύστημα μεγάλων δυνάμεων.
Η τυπολογία των στρατηγικών προσεγγίσεων και μεθοδεύσεων όλων των
ηγεμονικών δυνάμεων είναι μορφικά πανομοιότυπη. Διαφέρει μόνο κατά
περίπτωση και συγκυρία ως προς την ένταση, έκταση και το περιεχόμενο των
επί μέρους αξιώσεων. Το κύριο κριτήριο είναι εκτιμήσεις για την
κατανομή ισχύος και των συμφερόντων, δικών τους και των άλλων.
Οι μεγάλες δυνάμεις νοιάζονται πολύ περισσότερο απ’ ότι νομίζουμε για
την επιβίωσή τους λόγω κινδύνων που μπορούν να προκύψουν από υπέρμετρη
αύξηση της ισχύος των άλλων μεγάλων δυνάμεων εάν καταστούν περιφερειακές
ηγεμονίες.
Κύρια διαρκής εισροή στον στρατηγικό σχεδιασμό είναι υπολογισμοί
κόστους/οφέλους εναλλακτικών ενεργειών, οι κίνδυνοι για την επιβίωση –οι
οποίοι όπως είπαμε για τις μεγάλες δυνάμεις προέρχονται από άλλες
μεγάλες δυνάμεις εάν καταστούν περιφερειακές ηγεμονίες– και οι διαρκείς
επιδιώξεις μεγιστοποίησης του παγκόσμιου πλούτου που βρίσκεται υπό τον
έλεγχό τους.
Οι μεγάλες δυνάμεις διατηρούν και διαρκώς αναπτύσσουν επιθετικές
δυνάμεις (ισχύ δηλαδή όχι μόνο για την άμυνά τους αλλά και για
υπερπόντιες επεμβάσεις).
Για να εκπληρώσουν τους σκοπούς τέτοιων ψυχρά και υπολογιστικά
συγκροτημένων στρατηγικών σχεδίων, οι στρατηγικές τους είναι σχεδόν
μαθηματικά προκαθορισμένες. «Διαλέξτε και πάρτε» ή εάν είστε το θύμα
προστατευθείτε. Συνοψίζω μερικές πτυχές όπως τις καταγράφει στη βάση της
διεθνούς εμπειρίας των τελευταίων αιώνων όπως τεκμηριωμένο στο
εμβληματικό έργο του John Mearsheimer. Μια απλή ματιά στα γεγονότα των
τελευταίων ετών στο άμεσο περιφερειακό περιβάλλον μας θα διαπιστώσουμε
τις εξής στρατηγικές προσεγγίσεις:
Μεταφορά βαρών: Προσπάθεια ανάληψης αναχαίτισης από τρίτο όχι κατ’ ανάγκη «σύμμαχο», ενώ το ίδιο φαινομενικά παραμένει θεατής.

KondylisExhroiFiloi 001 
Εξισορρόπηση: Δέσμευση αναχαίτισης επιτιθέμενου αντιπάλου  κατόπιν διακρατικής συμμαχίας και εμπράκτων μέτρων και δεσμεύσεων.

Εκβιασμός: Απειλή χρήσης βίας (μπλόφα ή μέτρα για κόστος κατά μικρών και αδυνάμων).
Πρόκληση πολέμου για κατατριβή τρίτων: Εξασθένιση «εχθρών»
και/ή «φίλων» με πρόκληση μακροχρόνιων συρράξεων και πολέμων ή τα
εκλεκτικά χτυπήματα με ή χωρίς την κάλυψη του ΟΗΕ για να σμικρύνει
κάποιους στο επιθυμητό επίπεδο. Μέριμνα ούτως ώστε η εμπλοκή κάποιου
αντιπάλου ή «φίλιου» κράτους σε αντιπαράθεση ή πόλεμο με κάποιο άλλο θα
οδηγήσει σε μακροχρόνια κατατριβή και αποδυνάμωση (ή και το αντίστροφο)
με συγκεκριμένο και προσεκτικά υπολογισμένο τρόπο.
Αποτροπή περιφερειακής ηγεμονίας άλλων μεγάλων δυνάμεων με υπερπόντιες εξισορροπήσεις, όπως δεκάδες φορές γίναμε μάρτυρες τις τελευταίες δεκαετίες αλλά και στις μέρες μας.
Πολιτικοοικονομικές μεθοδεύσεις μεγιστοποίησης του ελεγχόμενου πλούτου και των αναπτυξιακών πόρων, καθότι όπως όλοι γνωρίζουμε η οικονομική δύναμη είναι η βάση της στρατιωτικής δύναμης.
Παρεμπόδιση άλλων μεγάλων δυνάμεων από το να έχουν πρόσβαση σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους.
Απόκτηση ισχύος ευθέως με δικό τους παρεμβατικό πόλεμο εάν
άλλες μέθοδοι καταστούν ατελέσφορες ή εξαιρετικά δύσκολες και αβέβαιες
ως προς την εκπλήρωση των σκοπών.
Διευκόλυνση διείσδυσης με αποδυνάμωση του φρονήματος άλλων κοινωνιών και της πίστης των πολιτών στην εθνική ανεξαρτησία, στις εθνικές κοσμοθεωρίες και στους κρατικούς σκοπούς.
Προσωρινή παραχώρηση ισχύος σε αυριανούς εχθρούς για να ρυθμιστεί η κατανομή ισχύος.
Κατάκτηση και προσωρινός κατασταλτικός έλεγχος πόρων μέχρι
να δημιουργηθούν και παγιωθούν πολιτικοοικονομικές δομές έμμεσου ελέγχου
και προσπορισμού των πόρων άλλων κρατών και περιφερειών.
Προσπάθεια κατάκτησης θέσης τεχνολογικής υπεροχής και ίσως και πυρηνικής υπεροχής. Ως
προς το τελευταίο, οι μεγάλες δυνάμεις γνωρίζουν –ή έτσι νομίζουν– ότι
ένας τρόπος να αισθανθούν απόλυτα ασφαλείς είναι να αποκτήσουν απόλυτη
πυρηνική υπεροχή. Ο σκοπός αυτός, θα συμφωνήσουν οι περισσότεροι
στρατηγικοί αναλυτές, είναι κάτι περισσότερο από ψευδαίσθηση, πολύ
υψηλού μάλιστα κινδύνου.

Παράρτημα III
Π. Ήφαιστος, Οι στρατηγικές σεισμικές πλάκες στα θεμέλια της ΕΕ και η Βρετανία
Το παρόν είναι αναρτημένο σε πολλούς τόπους του διαδικτύου. Αρχικά αναρτήθηκε στην διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/111SEUstrategicIssues.htm. Βλ. επίσης  http://wp.me/p3OlPy-rf Η
Μεγάλη Βρετανία και ο εν γένει ρόλος των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων
είναι διαμορφωτικός και προσδιοριστικός στην Ευρωπαϊκή πολιτική, στην
δημιουργία και εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και στην συγκρότηση
των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών της ΕΕ. Το δοκίμιο που ακολουθεί
αρχικά αναρτήθηκε στην διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/112ekloges12.htm στο
πλαίσιο σειράς υπερκομματικών παρεμβάσεων ενόψει της κρίσης και των
διαδοχικών εκλογών του 2012. Αναφέρεται σε διαχρονικά στοιχεία για τον
χαρακτήρα της ΕΕ, την θέση ενός κράτους-μέλους στην διαδικασία
ολοκλήρωσης και τις καθιερωμένες επί δεκαετίες διαπραγματευτικές
πρακτικές. Τα ζητήματα αυτά τα εξέτασα υπό ένας ευρύτερο και βαθύτερο
πρίσμα στο βιβλίο μουΔιπλωματία και στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία (Εκδόσεις Ποιότητα) (σελίδα facebook) αλλά και σε προγενέστερες αγγλικές μονογραφίες, καθώς επίσης και στοΕυρωατλαντικές σχέσεις (Εκδόσεις Ποιότητα) (σελίδα facebook) με τον συν. Κωσταντίνο Αρβανιτόπουλο.

diplwmatia0001

Αρκετά χρόνια μετά την κρίση, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει το
γεγονός ότι αυτό που πολλοί φοβούμασταν είναι πραγματικότητα: Το
πολιτικό προσωπικό του νεοελληνικού κράτους στερείται στοιχειωδών
γνώσεων και διαπραγματευτικών δεξιοτήτων άσκησης εξωτερικής πολιτικής.
Όσον αφορά την ελληνική ευρωπαϊκή πολιτική, επιπλέον, η κυρίαρχη
συμβατική ατμόσφαιρα και οι αναρίθμητες επιστημονικά μεταμφιεσμένες
ασυναρτησίες δεν αφήνουν περιθώρια ορθολογιστικής συμμετοχής στην
διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τα δυσμενή αποτελέσματα είναι κάτι
περισσότερο από ορατά και καταμαρτυρούν αυτό το γνωστικό έλλειμμα. Στην
διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/111ONEGreeceWarning.htm παραθέτω
τρεις επιφυλλίδες που γράφτηκαν το 1999, το 2000 και το 2002. Αντλούν
από πολλές εκτενέστερες δημοσιεύσεις και άρχισαν να διατυπώνονται με
τεκμηριωμένο τρόπο μονογραφίες ήδη από το 1990-1. Ο λόγος που τις
υπενθυμίζω δίνοντας τον σύνδεσμο δεν είναι για να διεκδικηθεί κάποιο
δάφνινο επιστημονικό στεφάνι αλλά για να τονιστεί η σημασία της μη
ιδεολογικής και επιστημονικά θεμελιωμένης
ανάλυσης. Οι ιδεολογικά επηρεασμένες επιλογές εξωτερικής πολιτικής
στοίχισαν στην Ελλάδα πολλές εκατοντάδες δισεκατομμύρια!! Πιθανότητα και
πολύ περισσότερα και επερχόμενα, κάτι το οποίο ασφαλώς όλοι μας
απευχόμαστε.
 Με κάθε αντικειμενικό κριτήριο το πολιτικό
προσωπικό του νεοελληνικού κράτους βαθμολογείται μηδέν. Μετά την κρίση
του 1999 δεν συγκρότησε επιχειρήματα στήριξης της εθνικού συμφέροντος
και μια διαπραγματευτική στρατηγική άξια ενός ισότιμου μέλους της ΕΕ. Η
Ελλάδα συμμετέχει στην διαδικασία ολοκλήρωσης ως ουραγός και όχι ως
ισότιμο μέλος (Για μια παρέμβαση για την Ελληνική προεδρία βλ. http://www.ifestosedu.gr/132EUGrPresident.htm).
 Το πολιτικό προσωπικό δεν δείχνει να γνωρίζει ότι διέπραξε φρικτά
θεσμικά και πολιτικά λάθη που εάν δεν διέπραττε θα επέτρεπαν στην Ελλάδα
να υπεραμυνθεί του συμφέροντος επιβίωσής της. Παλαιότερα αλλά και τώρα
οι συνομιλίες με το πολιτικό προσωπικό των άλλων κρατών-μελών και με
τους τεχνοκράτες της ΕΕ θυμίζει έντονα την σχέση των αποικιοκρατών με
τους υποτελείς τους.
Αυτό βέβαια είναι ένα ευρύτερο και βαθύτερο πρόβλημα. Δείχνουν να
στερούνται κοσμοθεωρητικού οράματος, να λειτουργούν στο πόδι και
πρόχειρα και δέχονται αδιαμαρτύρητα τα ιδιοτελή κελεύσματα των τρίτων.
Τα αίτια είναι πολλά και θα εξεταστούν σε επερχόμενες δημοσιεύσεις. Εδώ
σημειώνουμε μόνο ότι οι τάσεις που επικρατούν οδηγούν στο οικονομικό
τέλμα, στην κρατική εκμηδένιση, στην κοινωνική διαίρεση και στην
υποβάθμιση της διεθνούς θέσης της Ελλάδας. Την ίδια στιγμή η Κύπρος με
την Αθήνα απαθή και ανενεργή εάν όχι ενοχικά συμπράττουσα σέρνεται στον
νέο-Οθωμανικό χώρο τερματίζοντας όπως όλα δείχνουν μια τρισχιλιετή
παρουσία των Ελλήνων στην Μεγαλόνησο.
Επιπρόσθετα, κράτη που επί δεκαετίες απειλούν την Ελλάδα, απλά
τυγχάνει συγκυριακά να είναι απασχολημένα με άλλα περιφερειακά
προβλήματά (τους). Διαφορετικά θα είχαμε υποστεί ήδη τις συνέπειες της
πλήρους στρατηγικής ανυπαρξίας μας. Συναφώς σημειώνεται, επίσης, ότι οι
στρατηγικές ανακατατάξεις της περιφέρειάς μας θα επέτρεπαν στην Ελλάδα
-εάν το πολιτικό προσωπικό και ένα συγκεκριμένο «ίδρυμα» που επηρέασε
καταστροφικά την ελληνική διπλωματία δεν είχαν εκμηδενίσει στρατηγικά
και πνευματικά το νεοελληνικό κράτος- να δώσει οριστική λύση σε
προβλήματά δεκαετιών αν όχι αιώνων. Θα συνεχίσουμε να παρατηρούμε και
αναλύουμε τα ζητήματα αυτά σε μια μονιμότερη βάση και στην βάση μιας
μακροχρόνιας προοπτικής. Ακολουθεί ανάλυση, ο πρόσφατος λόγος του
Βρετανού Πρωθυπουργού στα αγγλικά και δικά μου σχόλια για την σημαίνουσα
αυτή βρετανική δήλωση στρατηγικών προθέσεων.
 Οι στρατηγικές σεισμικές πλάκες στα θεμέλια της ΕΕ, η Βρετανία και η παράκρουση της «κοινής» δημοσιονομικής πολιτικής
 Οι διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις και η
προεκλογική ένταση επισκίασαν το γεγονός ότι στο μέτωπο της Ευρωπαϊκής
πολιτικής τίποτα πλέον δεν είναι δεδομένο, ενώ όλα είναι ρευστά. 
Τη
στιγμή που οι στρατηγικές σεισμικές πλάκες κινούνται αστάθμητα στην
Ευρώπη, στην Αθήνα εντούτοις κανείς δεν συνεκτιμά τις βαθύτατων
προεκτάσεων συνέπειες για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Κανείς δεν
φαίνεται να είναι σε θέση να αναλύσει το στρατηγικό περιβάλλον, να
σχεδιάσει την ελληνική εθνική στρατηγική, να ορίσει σκοπούς και να
οργανώσει τα μέσα και τις προσεγγίσεις εκπλήρωσής τους.
 Για να καταλάβουμε πως κινούνται οι μεγάλες
δυνάμεις σήμερα χρειάζεται να συνοψίσουμε κάποιες κλασικές στρατηγικές
παραμέτρους των πολυδαίδαλων σχέσεων Ουάσινγκτον/Λονδίνο – Βερολίνο –
Παρίσι.
 Η επερχόμενη πιθανή στρατηγική αναδιάταξη και η
σταθερότητα ή αστάθεια στην Ευρώπη εξαρτώνται από αυτές τις
σχέσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ενέχει η έντονη δραστηριότητα της
Βρετανικής διπλωματίας όσον αφορά την κρίση της ευρωζώνης. Αυτή η
δραστηριοποίηση του Λονδίνου βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με μακραίωνες
Βρετανικές εξισορροπητικές πρακτικές.
image010Το ύστερο Βρετανικό ενδιαφέρον για την ευρωζώνη οφείλεται, εκτιμάται, στον φόβο του Λονδίνου ότι η κατάσταση μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτη. Να διαλυθεί δηλαδή το πλέγμα των μεταπολεμικών θεσμών συνεργασίας συμπεριλαμβανομένης και της ΕΕ. Κύριος
διττός σκοπός της μακραίωνης Βρετανικής στρατηγικής ήταν αφενός η
σταθερότητα στην ηπειρωτική Ευρώπη και αφετέρου να μην αφεθεί μια
ηπειρωτική δύναμη ή μια συμμαχία δυνάμεων να ενοποιήσει την ηπειρωτική
περιοχή Ανατολικά της Μάγχης. Γι’ αυτό, η Βρετανία ναι μεν έβλεπε
εξαρχής θετικά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά μόνο αν δεν οδηγούσε σε
πολιτική ενοποίηση. Αυτό που βασικά θέλει το Λονδίνο είναι μια ζώνη
ελευθέρων συναλλαγών υπό την υψηλή εποπτεία της Ατλαντικής Συμμαχίας.
 Η Μεγάλη Βρετανία, η οποία επί αιώνες ήταν η
μεγάλη ναυτική δύναμη της Δύσης, αντικαταστάθηκε αρχές του 20ού αιώνα
από τη νέα πλανητική ναυτική δύναμη, τις ΗΠΑ. 
Βέβαια, το
Λονδίνο μερίμνησε έγκαιρα (ήδη από τη δεκαετία του 1930) να συγκροτήσει
με τις ΗΠΑ μια από τις ισχυρότερες σύγχρονες συμμαχίες, γνωστή και ως «ειδική σχέση ΗΠΑ – Βρετανίας». Έκτοτε, η Βρετανική
ισχύς είναι ετερόφωτη και ευθέως ανάλογη του βάθους των στρατηγικών
σχέσεων του Λονδίνου με την Ουάσινγκτον. Οι σχέσεις ΗΠΑ-Βρετανίας είναι
αμοιβαία επωφελείς: Πέραν του ότι η Βρετανία είναι η στενότερη σύμμαχος
των ΗΠΑ είναι επίσης συχνά και μακρύ διπλωματικό χέρι της υπερατλαντικής
υπερδύναμης. Το βλέπουμε να επαληθεύεται αναρίθμητες φορές. Το βλέπουμε
και τώρα λόγω ευθυγράμμισης των δύο κρατών στο θέμα της κρίσης της
ευρωζώνης.
 Χρήσιμο είναι να γνωρίζουμε τους θεμελιώδεις άξονες της Βρετανικής διπλωματίας. Το
Βρετανικό στρατηγικό δόγμα που και σήμερα ακολουθεί το
Λονδίνο, διατυπώθηκε ήδη από τον Τσόρτσιλ το 1946, όταν όρισε τους τρεις
κύκλους της μεταπολεμικής Βρετανικής διπλωματίας. Μεταξύ άλλων, όρισε
την ειδική σχέση με τις ΗΠΑ ως την υπέρτατη επιλογή της μετά-αποικιακής
Βρετανικής διπλωματίας. Στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, αντίστοιχα,
λειτουργώντας με κλασικούς Βρετανικούς στρατηγικούς όρους ενθάρρυνε τη
συνεργασία αλλά όχι την ενοποίηση της Δυτικής Ευρώπης.
 Ενώ αρχικά η Μεγάλη Βρετανία δεν συμμετείχε
στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, το στίγμα των Βρετανικών σκοπών αποτυπώθηκε
από τον Τσόρτσιλ
 όταν δήλωσε «είμαστε μαζί σας, αλλά όχι ένας
από εσάς» («we are with you, but not one of you»). Το 1958 ο Μακμίλλαν,
επίσης, έκανε σαφές στον Πρόεδρο Ντε Γκολ ότι ο λόγος που η Βρετανία
ήθελε να ενταχθεί στην τότε ΕΟΚ –όπως τελικά και έγινε όταν αποχώρησε ο
στρατηγός–, ήταν για να εμποδίσει τυχόν περαιτέρω ενοποιητικά βήματα και
τυχόν στενότερες σχέσεις μιας συμμαχίας κρατών στην ηπειρωτική Ευρώπη
με την Ουάσινγκτον, κατιτί που κατά τους Βρετανούς υποβαθμίζει τον ρόλο
του Λονδίνου.
 Τις επόμενες δεκαετίες οι κοινοί στρατηγικοί σκοποί Βρετανών και Αμερικανών συγκεκριμενοποιήθηκαν ακόμη ακριβέστερα: «Οι
ΗΠΑ είναι στρατηγική δύναμη και η Ευρώπη μια περιφερειακή δύναμη»,
δήλωσε ο Κίζιγκερ το 1973. «Όριο είναι ο ουρανός για μια ευρωπαϊκή
πολιτική διπλωματίας, άμυνας και ασφάλειας», δήλωσε η Θάτσερ το 1979,
«αλλά αυτός ο ουρανός, συνέχισε, έχει οροφή, δηλαδή την Ατλαντική
Συμμαχία».
 Σταθερότητα, οικονομική συνεργασία, Ατλαντισμός και ισορροπία δυνάμεων και συμφερόντων είναι
λοιπόν το τρίπτυχο της Βρετανικής διπλωματίας απέναντι στην ηπειρωτική
Ευρώπη. Όταν αυτά δεν εκπληρώνονται το Λονδίνο δραστηριοποιείται
διπλωματικά ή αν καταστεί αναπόφευκτο και στρατιωτικά. Η Βρετανία
παρεμβαίνει δραστήρια, όταν η Ευρώπη οδηγείται σε αστάθεια ή όταν
ενοποιείται αμφισβητώντας τη Βρετανική στρατηγική πρωτοκαθεδρία. Στην
παρούσα φάση, εκτιμάται, το Λονδίνο παρεμβαίνει επειδή στρατηγικά
μιλώντας διαφαίνεται στον ορίζοντα το ενδεχόμενο μιας πιθανής Γερμανικής
ηγεμονίας και το φάσμα μιας ανεπίστροφης δρομολόγησης προϋποθέσεων
μεγάλης αστάθειας.
 Η Γερμανία ούτως ή άλλως τους τρεις
τελευταίους αιώνες βρισκόταν και συνεχίζει να βρίσκεται στον πυρήνα όλων
των στρατηγικών ζητημάτων της Ευρώπης και του Ευρωατλαντικού χώρου.
 Μετά το 1945, όλο το σύστημα ευρωπαϊκών και Ατλαντικών θεσμών του οποίου η Βρετανία υπήρξε
κύριος αρχιτέκτονας, αποσκοπούσε στον οικονομικό, πολιτικό και
στρατηγικό έλεγχο της Γερμανίας. Βασικά, δεν υπάρχει θεσμός στον
Ευρωατλαντικό χώρο ο οποίος να μην είχε ως κύριο σημείο αναφοράς το«Γερμανικό ζήτημα».
ifestosOiDiethneisWs Πρακτικά, αυτό
σημαίνει, μεταξύ άλλων, τον έλεγχο των γερμανικών οικονομικών πολιτικών
από υπερεθνικούς πλην διακυβερνητικά εποπτευόμενους θεσμούς,
 την
απαγόρευση απόκτησης πυρηνικών όπλων από τη Γερμανία, την υιοθέτηση από
το Βερολίνο χαμηλών τόνων στην εξωτερική πολιτική και την ένταξη των
γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Ατλαντική Συμμαχία και στους μικρότερης
εμβέλειας ευρωπαϊκούς θεσμούς άμυνας και ασφάλειας. Συνολικά, ο σκοπός
ήταν να διασφαλίζεται διαρκώς επαρκής στρατηγική εποπτεία επί της
Γερμανίας στα πεδία της οικονομίας, της άμυνας και της διπλωματίας.
Το ρηθέν «οι ΗΠΑ με τη στρατηγική παρουσία τους στην Ευρώπη σώζουν τους ευρωπαίους από τους εαυτούς τους» συμβολίζει
μια επαληθευμένη πραγματικότητα: Η Ευρώπη είναι στρατηγικά
σταθεροποιημένη λόγω Αμερικανικής παρουσίας. Η σταθερότητα αυτή έχει ως
συνέπεια τη στρατηγική εξάρτηση από τις ΗΠΑ στα πεδία της διπλωματίας,
της άμυνας και της οικονομίας. Συντομεύοντας υπενθυμίζουμε ότι λόγω
μεγάλων διλημμάτων ασφαλείας, το 1989-92, όταν η Γερμανία επανενωνόταν
και πριν παρέμβουν οι ΗΠΑ, οι εύθραυστες στρατηγικές ισορροπίες στο
τρίγωνο Βρετανίας-Γαλλίας-Γερμανίας έφτασαν σε σημείο τήξης και ρήξης.
 Η Αμερικανική υψηλή στρατηγική με την οποία
η Βρετανία συμπορεύεται πλήρως, φαίνεται να υπονομεύεται σοβαρά λόγω
της χρηματοοικονομικής κρίσης.
 Το Λονδίνο βλέπει ξεκάθαρα ότι
δημιουργούνται οι εξής συστημικές προϋποθέσεις οι οποίες δυνατό να
αλλάξουν ριζικά το στρατηγικό περιβάλλον: Είτε διαλυθεί η ευρωζώνη είτε
όχι, μια Γερμανική οικονομική ηγεμονία θα επιφέρει μια Γερμανική
οικονομικοπολιτική πρωτοκαθεδρία. Το ίδιο ισχύει εάν διαλυθεί ή
μετασχηματιστεί δραστικά η ΕΕ με σκοπό τη δημιουργία μιας
«διαφοροποιημένης και ιεραρχημένης ευρωπαϊκής δομής» πολλών ταχυτήτων
στην οποία αναπόδραστα θα δεσπόζει ο αναδυόμενος Γερμανικός
πολιτικοοικονομικός κολοσσός.
 Όπως ξεκάθαρα βλέπουμε να συμβαίνει τώρα
ακόμη και υπό συνθήκες πολύ πιο χαλαρών δομών, τους πολιτικοοικονομικούς
όρους των αποφάσεων τους ορίζει ο ισχυρός και ο αδύναμος υποχωρεί και
προσαρμόζεται.
 Η ασυμμετρία σχέσεων προκαλεί οικονομική,
πολιτική, στρατηγική και κοινωνική ασυμμετρία. Μέχρι τώρα αυτό
μετριαζόταν επειδή επίμονα και επί δεκαετίες τα μέλη μεριμνούσαν η ΕΕ να
διατηρεί αντί-ηγεμονικά χαρακτηριστικά. Δηλαδή, συναινετικές αποφάσεις,
για να μην μπορεί ο ισχυρός να επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή
του και φροντίδα για να συντηρούνται και να αναπτύσσονται ισότιμες
σχέσεις. Μια ιεραρχημένη δομή στη βάση κριτηρίων μεγέθους και ισχύος
αλλάζει εκ βάθρων το κοινοτικό εγχείρημα και το καθιστά βασικά
αχρείαστο.
 Το έμπειρο αετίσιο μάτι των Βρετανών διπλωματών, επιπλέον, βλέπει να σωρεύονται σύννεφα στο «Ανατολικό μέτωπο». Μια
δηλαδή διαφαινόμενη προσέγγιση της Γερμανίας με τη Ρωσία. Απλά, όπως θα
δούμε πιο κάτω, μια τέτοια εξέλιξη αναβιώνει εφιάλτες του
παρελθόντος, όποτε και όταν Μόσχα και Βερολίνο συμπορεύτηκαν στρατηγικά.
Κοσμοθεωρία Εθνών Η
δεύτερη υψηλή στρατηγική η οποία τρίζει λόγω της κρίσης της ευρωζώνης
είναι η εθνική στρατηγική της Γαλλίας την οποία θεμελίωσε ο Πρόεδρος Ντε
Γκολ και την οποία υπηρέτησαν πιστά όλοι οι μετέπειτα πρόεδροι. 
Η
Γαλλία στο πλαίσιο της δεδηλωμένης στρατηγικής της «εθνικής
ανεξαρτησίας» διατηρεί πυρηνικά όπλα για μια πλανητική αναλογική
στρατηγική αποτροπή, αλλά –όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε στο παρελθόν από
υψηλά ιστάμενους Γάλλους ηγέτες–, το πυρηνικό αποτρεπτικό χρησιμεύει
και ως «ψυχολογική εξισορρόπηση της Γερμανίας».
 Επιπλέον, η Γαλλία ακολουθώντας μια
ανεξάρτητη εθνική στρατηγική και κρατώντας επί δεκαετίες αποπνικτικά
«σφικταγκαλιασμένη» τη Γερμανία
 με τη Συμφωνία του
1963, φρόντιζε ούτως ώστε μέχρι σήμερα η ΕΕ να παραμένει ένα
κρατοκεντρικό σύστημα όπου οι υπερεθνικοί θεσμοί θα είναι εντολοδόχοι
και όχι εντολείς των διακυβερνητικών θεσμών.
 Για να το πούμε διαφορετικά και συνδέοντάς το με τα συντρέχοντα γεγονότα, η Γαλλία όπως και τα μικρότερα κράτη της ΕΕ δεν
ήθελαν και δεν θέλουν να στριμωχθούν μέσα σε ένα υπερεθνικό θεσμό όπου
λόγω υπερισχύουσας οικονομικής θέσης θα ηγεμονεύει το Βερολίνο.
Φανταστείτε μια κοινή δημοσιονομική πολιτική η οποία θα είναι δήθεν
υπερεθνική αλλά λόγω συντριπτικής υπεροχής της Γερμανίας θα ηγεμονεύεται
από το Βερολίνο.
 Οι τάσεις αυτή τη στιγμή είναι χαρακτηριστικές: Λόγω
άνισου ανταγωνισμού και ασύμμετρων πολιτικοοικονομικών σχέσεων, το ένα
μετά το άλλο τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη συνθλίβονται οικονομικά και
υποτάσσονται με «μνημόνια» διαφόρων ειδών. Εν δυνάμει ή ήδη εμπράγματα ο
πλούτος τους εκποιείται στους πλουσιότερους και μετατρέπονται σε
Γερμανική αποικία νέου είδους.
 Οι επισημάνσεις που προηγήθηκαν μας οδηγούν
στο ζήτημα των στρατηγικών προεκτάσεων της «ολοκλήρωσης» και των
ύστερων νομισματικών αποφάσεων του 1991-2. 
Το γεγονός ότι η ΕΕ
δεν προσαρμόστηκε στην κρατοκεντρική της φύση με το να μετατρέψει τους
υπερεθνικούς θεσμούς σε αυστηρά εντολοδόχους των εντολέων
διακυβερνητικών θεσμών, είναι ένα μεγάλο ζήτημα που αναλύθηκε αλλού
(συνοπτικά αλλά πυκνά στο ημέτερο Κοσμοθεωρία των Εθνών).
 Σημασία έχει εδώ να τονίσουμε ότι οι πιο πάνω λεπτές στρατηγικές ισορροπίες μπήκαν σε τροχιά αστάθειας, όταν λήφθηκε η απόφαση του 1991-92 για τη δημιουργία της ΟΝΕ. Πρόκειται
για μια από τις πλέον ανορθολογικές αποφάσεις της σύγχρονης ιστορίας.
Αυτή η απόφαση επαληθεύει ότι για κάποιο περίεργο λόγο ξανά και ξανά
ακόμη και μεγάλα και πολύ οργανωμένα κράτη όλως περιέργως περιπίπτουν σε
μοιραία και τραγικά πολιτικά σφάλματα. Αλλού υποστηρίξαμε ότι αυτό
οφείλεται στο έλλειμμα πολιτικής σκέψης απόρροια μιας περιρρέουσας
μοντερνιστικής ουτοπικής και ιδεολογικά βεβαρημένης ατμόσφαιρας που
επέτεινε η στρατηγική και πνευματική σύγχυση του Ψυχρού Πολέμου και της
παραληρηματικής μεταψυχροπολεμικής εποχής.
planeticpoliticsvq4 Οι Γάλλοι, για παράδειγμα, αφελώς πίστεψαν πως «δένοντας το Βερολίνο με τις κλωστές» ενός νομισματικού συντονισμού θα
ήλεγχαν τον ενοποιημένο πια Γερμανικό οικονομικό και κοινωνικό γίγαντα.
Η ένταξη της Αυστρίας μαζί με τη σταδιακή ανάπτυξη δεσμών με τις χώρες
της Κεντρικής Ευρώπης απλά οδήγησε σε ένα πανίσχυρο γερμανικό μπλοκ στο
κέντρο της Ευρώπης, που συνθλίβει οικονομικά τις ασθενέστερες εθνικές
οικονομίες του Νότου και όχι μόνο. Εν τούτοις, οι Γάλλοι πίστεψαν
εσφαλμένα πως δεν είχε μεγάλη σημασία η Γερμανική οικονομική ισχύς αυτή
καθεαυτήν εάν δημιουργούσαν νομισματικούς εποπτικούς θεσμούς.
 Παρενθετικά επισημαίνουμε ότι αναμφίβολα η άσκοπη και απροετοίμαστη Ελληνική ένταξη στην ΟΝΕ, πριν δέκα χρόνια, ήταν ένα ιστορικό πολιτικό και στοχαστικό «έγκλημα»
στο οποίο εμπλέκονται αναρίθμητοι ηθικοί αυτουργοί, κυρίως τεχνοκράτες,
αδιάβαστα μέλη του πολιτικού προσωπικού και συνάδελφοί μου που
περιφέρονται μεταξύ διεθνικών ιδρυμάτων, διεθνικών συνάξεων και
ελληνικών κομματικών και κυβερνητικών γραφείων. Δεν υπήρχε ο παραμικρός
λόγος να αποφασιστεί μια απροετοίμαστη εσπευσμένη προσχώρηση σε ένα
νομισματικό χώρο όπου θα υπήρχε ένας θηριώδης ανταγωνισμός που θα
στερείτο (πανευρωπαϊκούς) κοινωνικούς και πολιτικούς ελέγχους.
 Η πανταχόθεν περιρρέουσα πολιτική και πνευματική σύγχυση κατά
τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών έκανε πολλούς που
αυτό-ονομάζονται «ορθολογιστές» να πιστέψουν πως μπορεί να υπάρξει μια
κοινή ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική πάνω σε ένα κοινωνικά και
εθνοκρατικά διαφοροποιημένο χώρο. Η ίδια καταστροφική εσφαλμένη σκέψη
κατατρύχει πολλούς αυτή τη στιγμή, όταν όλες οι κοινωνίες και οι
πολιτικές τους ηγεσίες έντρομες αναζητούν διέξοδο από τη δίνη που
προκάλεσαν οι εσφαλμένες αποφάσεις του 1992.
 Υπήρξαν ακόμη και φωνές «υψηλών» προσωπικοτήτων τις οποίες πολλοί από εμάς τότε δικαίως, χαρακτηρίσαμε «νοημοσύνης νηπίου», οι οποίοι δήλωναν πως με
ωφελιμιστικά και χρησιμοθηρικά κριτήρια που θα βάθαιναν μέσω
νομισματικών και οικονομικών αποφάσεων θα περνούσαμε, δήθεν, σε μια
ευρωπαϊκή οικονομική ένωση που θα κατέληγε τελικά, δήθεν, σε μια
πολιτική ένωση της Ευρώπης. Είναι γνωστές οι τότε ειρωνείες των Βρετανών
που δεν συμμετείχαν και οι οποίοι αρχικά αντιστέκονταν στη μετονομασία
της ΕΟΚ σε ΕΕ. Ονοματολογική αλλαγή που τελικά αποδέχθηκαν δηλώνοντας
σαρκαστικά πως μια τέτοια μετονομασία δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία.
 Τα κράτη και τις αυτοκρατορίες ή
οποιεσδήποτε σύγχρονες υπερεθνικές και διακυβερνητικές ρυθμίσεις δεν τις
συγκροτούν και δεν τις συγκρατούν θεσμικές κλωστές ή ωφελιμιστικά
κριτήρια
. Η εθνοκρατική συγκρότηση –και πολλοί ονειρεύονται
επικίνδυνα μια τέτοια συγκρότηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο– συμπεριλαμβάνει
μεν την οικονομία αλλά όχι μόνο αυτή. Είναι και μια πνευματική υπόθεση.
Απαιτεί μια συνεκτική πολιτική ανθρωπολογία που νομιμοποιεί τις
πανευρωπαϊκές μακροϊκονομικές αποφάσεις. Η μακροοικονομία όπως και τα
ζητήματα άμυνας και ασφάλειας είναι «υψηλή πολιτική», όπως λέμε. Απαιτεί
υψηλής βαθμίδας κοινωνική δέσμευση και κοινωνική νομιμοποίηση.
 Αν υπάρξει ένωση των Ευρωπαίων με οικονομικούς δεσμούς, υπογράμμισε το 1966 ο Raymond Aron, «δεν
θα αποτελέσει αλλαγή εντός της ιστορίας, αλλά αλλαγή της
ιστορίας». Ο Raymond Aron, όμως, ήταν μια βαρυσήμαντη στοχαστική
προσωπικότητα σπάνιας εμβέλειας. Η περιρρέουσα συμβατική ατμόσφαιρα
ακαδημαϊκών και πολιτικών αναλύσεων στην Ευρώπη –για την Ελλάδα είναι
περιττό να αναφερθούμε γιατί αποτελούν ρεσιτάλ πολιτικοστοχαστικού
παραληρήματος διαρκείας δύο δεκαετιών– απλά ενίσχυσε τον ανορθολογισμό
των πολιτικών, οικονομικών και στρατηγικών αποφάσεων. Έτσι, πολλοί
πίστεψαν πως η «ολοκλήρωση» των Ευρωπαίων θα ήταν μια απλή και γραμμική
οικονομική υπόθεση ή απλή υπόθεση ευθυγράμμισής τους με κάποια
ιδεολογικά και θεσμικά δόγματα.
 Επιπλέον, αναρίθμητοι ειδικοί των μεταφυσικών αλμάτων στο πεδίο των ψυχολογικών ερμηνειών οι
οποίοι ποτέ δεν εργάστηκαν και οι οποίοι ζουν παρασιτικά μέσα σε
πανεπιστημιακά ιδρύματα, συνηθίζουν εδώ και δεκαετίες να αναλύουν το
«συλλογικό υποκείμενο» ως και να μπορούν, δήθεν, να εντοπίσουν την
κατάσταση κάποιας μυστηριώδους (και πάντα κατ’ αυτούς χαλασμένης)
«συλλογικής ψυχής». Μέσα σε αυτή την ψυχή μπορούν, δήθεν, να καταδυθούν
για να μιλήσουν προπετώς για το πώς πρέπει να σκέφτονται οι άνθρωποι και
για το πως θα πρέπει να οργανώνονται ανθρωπολογικά, κοινωνικά και
πολιτικά.
europe Συναφώς,
ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι τα ποικίλων εκδοχών γενοκτονικά
εγκλήματα και οι ηθικοί αυτουργοί τους στο πολιτικοστοχαστικό επίπεδο
 αποτελούν
τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Συνειδητά ή ανεπίγνωστα αποτελούν
πνευματικά τέκνα γενοκτονικών συλλογικών ενοχοποιήσεων της δεκαετίας του
1930.
 Στην Ευρώπη εξώθησαν στο στρίμωγμα των εθνών μέσα σε ιδεολογικά επινοημένους κατασκευαστικούς θεσμούς.
Στην Ελλάδα, παρομοίως, πολλοί υποστηρίζουν σήμερα, δεν φταίει ο τρόπος
που συγκροτείται και ασκείται η πολιτική εσωτερικά και στην Ευρώπη αλλά
τα «κακά ψυχόρμητα» των πολιτών. Αυτονόητα, αυτά είναι κακόγουστες
ασυναρτησίες. Οι Έλληνες θα ματώσουν πολύ περισσότερο αν δεν κατανοήσουν
τι συμβαίνει στην Ευρώπη και στον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες και αν
δεν αρχίσουν να αγαπάνε την πατρίδα τους παραμερίζοντας όσα
δεξιοαριστερά μεταμοντέρνα ορφανά του Ψυχρού πολέμου παραληρούν
κοσμοπολίτικα και διεθνιστικά.
 Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στα ίδια ακριβώς διλήμματα και προβλήματα της μεταπολεμικής περιόδου. Το
ζήτημα είναι κατά πόσο είναι εφικτό να έχουμε μια εθνοκρατοκεντρική
δομή ισότιμων σχέσεων αντί-ηγεμονικά διασφαλισμένων ή εάν θα εισέλθουμε
ξανά μέσα στον χαώδη κόσμο των πολιτικοστοχαστικών παρακρούσεων.
 Το εξισωτικό και εξομοιωτικό σχέδιο νομισματικής ενοποίησης απέτυχε και
τώρα η ακαταστασία που προέκυψε επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με
συμμόρφωση στους ανελέητους όρους που θέτει η Βόννη από θέση ισχύος και
με αποφάσεις που κυριολεκτικά λαμβάνονται στο πόδι από κοινωνικά
άγνωστους τεχνοκράτες ανατριχιαστικής προπέτειας. Η
πολιτική οργάνωση της Ευρώπης, αν μη τι άλλο για να διασφαλιστούν τα
συνεργασιακά κεκτημένα, δεν μπορεί παρά να συγκροτηθεί σύμφωνα με τη
διαφοροποιημένη κοινωνική του φύση. Οι ρυθμίσεις στο οικονομικό πεδίο
είναι κρίσιμης σημασίας και αυτό δεν φαίνεται να λαμβάνεται σοβαρά
υπόψη.
 Πιο συγκεκριμένα, δεν αναφερόμαστε μόνο στις ιστορικές ταυτότητες και στις εθνικές ιδιαιτερότητες σε όλο το ανθρωπολογικό φάσμα (θεσμικές
παραδόσεις, νομικά συστήματα, εργασιακές πρακτικές, πολιτισμικοί
παράγοντες κτλ). Αναφερόμαστε επίσης στον κυριότερο παράγοντα μιας
εθνοκρατικής συγκρότησης: Την κοινωνική δικαιοσύνη που συνδέει βαθειά
τις κοινωνικές, οικονομικές και πνευματικές δομές στο εσωτερικό ενός
εθνοκράτους. Ανά πάσα στιγμή η κοινωνική δικαιοσύνη ενσαρκώνει τον
εθνικό τρόπο ζωής και νομιμοποιεί τις βαθύτατων διανεμητικών προεκτάσεων
ιδιοκτησιακές, παραγωγικές, καταναλωτικές, διανεμητικές και
εξουσιαστικές ιεραρχίες.
 Με Αριστοτελικούς όρους, είναι η ανά πάσα
στιγμή διανεμητική δικαιοσύνη όπως αναδεικνύεται μέσα από τις κοινωνικές
σχέσεις και όπως εξελίσσεται το οικείο κοινωνικοπολιτικό σύστημα
.
Κανένα εθνοκρατικό σύστημα κοινωνικής δικαιοσύνης δεν είναι όμοιο με
κάποιο άλλο. Ακόμη και τυφλοί μπορούν να δουν αυτή τη διαφοροποιημένη
κοσμοθεωρητική, ηθική και κανονιστική συγκρότηση του πλανήτη. Μπορούν να
το κάνουν με το να διαβάσουν τους νόμους, τα Συντάγματα και τις
υπόλοιπες κρατικές εθνοκρατικές θεσμίσεις.
 Όποιος πιστέψει πως μπορεί να καταστήσει
τις κοινωνίες υποχείριο –ξεχνώντας ότι η καθεμιά εξ αυτών είναι ένας
κινούμενος και ιδιόμορφα αναπτυσσόμενος κοινωνικοπολιτικός οργανισμός– 
για
να κατασκευάσει μια ευρωπαϊκή δημοσιονομική «γερμανική σαλάτα» δεν
είναι μόνο αφελής αλλά και άκρως επικίνδυνος. Δεν συγκροτούνται έτσι τα
συστήματα κοινωνικής και διανεμητικής δικαιοσύνης και οι εμπειρίες των
τελευταίων δεκαετιών για υπερεθνική συγκρότηση στην πρώην ΕΣΣΔ, στην
πρώην Γιουγκοσλαβία και στην ίδια την ΕΕ, αν και πολλά διδάσκουν εν
τούτοις πολλοί αποδεικνύονται ανεπίδεκτοι μαθήσεως.
 Αυτές τις μέρες παρατηρούμε το ίδιο θέατρο του παραλόγου. Ακούμε τις ίδιες ηγεμονικά εμπνευσμένες και ανίατα στρεβλές διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες παρακρούσεις. Μάλιστα, στη
Γερμανία, η μέθη που προκαλεί η οικονομική ισχύς, παραμερίζει τα
ιστορικά στρατηγικά ζητήματα και οι γερμανοί ηγέτες επιχειρούν να
επιβάλουν μια γερμανικά εποπτευόμενη «κοινή» δημοσιονομική πολιτική και
μια στενότερη θεσμική και πολιτική δομή που αναπόδραστα θα είναι
εξαρτημένη μεταβλητή του ισχυρότερου. Οι γερμανικές αξιώσεις, αν και
παράλογες, είναι εν τούτοις αναμενόμενες: Κλασικά ισχύει το ρηθέν ότι ο
ηγεμόνας αγαπά πάντα αυτούς τους οποίους θέλει να κυριαρχήσει. Λογικό
είναι η Βόννη να επιδιώκει μια κατά το δυνατόν στενότερη σχέση. Μια
δυναστική ασύμμετρη σχέση!
image002Ο κατακτητής (εδώ ο οικονομικός κατακτητής) αγαπάει πάντα την ειρήνη και τη σταθερότητα στις σχέσεις του με τους κατακτημένους. Τα
μνημόνια και οι νεόδμητες «αποικίες του ευρωπαϊκού Νότου» που ακυρώνουν
την εθνική ανεξαρτησία και τη δημοκρατία των κρατών αυτών, είναι ο
τρόπος και η μεθόδευση της Γερμανικής επικυριαρχίας. Υπό τις περιστάσεις
η κοινή δημοσιονομική πολιτική εκπληρώνει τον σκοπό του οικονομικού και
αύριο πολιτικού κατακτητή να έχει υπό τον έλεγχο τους ηττημένους μέσα
σε μια Γερμανικά κυριαρχούμενη κοινή δομή.
 Ένας πρώην υπουργός της Πρωθυπουργού Θάτσερ συνόψισε τις διαχρονικές επιφυλάξεις πολλών όταν δήλωσε: «Με
την επανένωση η Γερμανία σχεδιάζει να επιτύχει με οικονομικό τρόπο ό,τι
δεν πέτυχε ο Χίτλερ με στρατιωτικά μέσα». Όπως σημειώσαμε και πιο πάνω
μια Γερμανική πολιτικοοικονομική ηγεμονία επί των «μνημονιακά»
χειροπόδαρα δεμένων «αποικιών του Νότου» θα βαθαίνει ολοένα και
περισσότερο. Ολοένα και περισσότερο οι «αποικίες» αυτές θα συνθλίβονται
οικονομικά και θα εκποιούνται με εξευτελιστικούς όρους.
 Οι πιο πάνω τάσεις που εκδηλώνονται έντονα
στο πεδίο της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επιβεβαιώνουν ότι κάτι δεν πάει
καθόλου καλά στο θολό βασίλειο της Εσπερίας. 
Τα υπόλοιπα μεγάλα
ευρωπαϊκά κράτη –τα μικρότερα κατάντησαν θλιβεροί κομπάρσοι μέσα σε μια
παρωχημένη «ευρωπαϊστική» ρητορική– είναι παγιδευμένα μέσα σε μια
στρατηγική δίνη. Η δίνη αυτή συνδυάζει δυναμικά:
α) μια βαθειά οικονομική κρίση (παρόμοια είχαμε μόνο στο τέλος της δεκαετίας του 1920),
β) μια Γερμανική οικονομική ηγεμονία (ενώ είναι γνωστό ότι ποτέ η Γερμανία δεν μπορεί να γίνει αναίμαχτα ηγεμόνας της Ευρώπης),
γ) μια γιγαντιαία θεσμικοπολιτική υπερεθνική φούσκα που ανεξέλεγκτοι τεχνοκράτες διογκώνουν ολοένα και περισσότερο) και
δ) μια απουσία στρατηγικού σταθεροποιητή (καθότι είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορεί να είναι αποτελεσματική η αγγλοσαξονική στρατηγική δραστηριοποίηση).
 Τώρα, τι ακριβώς κάνει το Λονδίνο; Γιατί
αυτό το ξαφνικό έντονο ενδιαφέρον να «εφαρμόσει η Ελλάδα τις
υποχρεώσεις της» και γιατί μια τόσο έντονη ανησυχία για το μέλλον της
ευρωζώνης; Μιας ευρωζώνης για την οποία μέχρι πρότινος οι Βρετανοί
ειρωνεύονταν!
 Αφήνοντας κατά μέρος την ανάλυση του πως ακριβώς επηρεάζει τη Βρετανία μια άτακτη διάλυση της ευρωζώνης, για το Λονδίνο –και
για τον εν μέσω εκλογικών αναμετρήσεων υπερατλαντικό συνεταίρο της
Βρετανίας– ο κύριος λόγος ανησυχίας έγκειται στο γεγονός ότι οι
διπλωμάτες οσφραίνονται μια επερχόμενη μεγάλη και παταγώδη κατεδάφιση
του μεταπολεμικού πολιτικού, οικονομικού και στρατηγικού
εποικοδομήματος.
 Στη βάση πάγιων στρατηγικών αντιλήψεων στο Λονδίνο το συμφέρον της Βρετανίας έγκειται στο σταδιακό ξεφούσκωμα της
προαναφερθείσης θεσμικοπολιτικής και οικονομικής φούσκας και στη
δημιουργία μιας νέας θεσμικά πιο χαλαρής ευρωατλαντικής αρχιτεκτονικής
(στο παρελθόν είχε προταθεί άπειρες φορές). Όμως, εγγενή χαρακτηριστικά
του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, καθιστούν αυτή τη φορά κάτι τέτοιο
δύσκολο ή και ανέφικτο. Το Λονδίνο ανησυχεί!
 Κατ’ αρχάς, υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Γερμανικής οικονομικής ηγεμονίας και Γερμανικής βούλησης να
μεταφέρει επαρκείς πόρους σταθεροποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας μέσα
σε μια μη ηγεμονική πολιτικοθεσμική δομή. Το Βερολίνο κατανοεί πως για
πρώτη φορά μετά τον Βίσμαρκ είναι σε θέση να ορίσει και μάλιστα
αναίμαχτα τους όρους και τις προϋποθέσεις ενός Γερμανικού υπερισχύοντος
ηγεμονικού ρόλου στην Ευρώπη. Άλλωστε, κάθε βράδυ η κυρία Μέρκελ και ο
κύριος Σόϊμπλε μας το υπενθυμίζουν στους τηλεοπτικούς μας δέκτες. Μόνο
πολιτικά νήπια θα ανέμεναν αλτρουισμό.
 Η Γαλλία, όντας και αυτή σε θέση αδυναμίας
και με πολιτικούς ηγέτες που έφθασαν στο μικροπρεπές επίπεδο να
προσβάλλουν Έλληνες πολιτικούς ηγέτες
 (της αξιωματικής
αντιπολίτευσης) μη αποδεχόμενοι συνάντηση, επειδή «δεν το επέτρεπε το
πρωτόκολλο» –για να δεχθούν, λίγες μέρες μετά, τον αρχηγό του τρίτου
κόμματος, ο οποίος υποθέτω λόγω απειρίας δέχθηκε–, κινούνται μεν
σπασμωδικά μεταξύ Λονδίνου και Ουάσινγκτον, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι
αυτές οι σχέσεις είναι εφήμερες και επίπλαστες.
de Gaulle Η μόνη φορά που το Παρίσι μπόρεσε να αντιμετωπίσει τη Γερμανία τους δύο τελευταίους αιώνες ήταν όταν ο Χίτλερ ηττήθηκε. Με
τις συμφωνίες του 1955 που επαναλήφθηκαν το 1994 κυριολεκτικά κράτησαν
τη Γερμανία δεμένη χειροπόδαρα. Σήμερα και παρά το γεγονός ότι η κατοχή
πυρηνικών όπλων είναι μια διόλου αμελητέα παράμετρος, είναι αμφίβολο
κατά πόσο το Παρίσι μπορεί να κάνει πολύ περισσότερα. Το πιο επικίνδυνο
είναι εάν οι Γάλλοι συνεχίσουν να λειτουργούν σπασμωδικά.
 Αυτά που ακούμε σήμερα μοιάζουν πολύ με τις αποφάσεις του 1991-92 όταν δημιουργήθηκε η ΟΝΕ: Ξανά
με ημίμετρα στημένα στο πόδι επιχειρούν να δέσουν τον Γερμανικό γίγαντα
με κλωστές. Για να ακριβολογούμε, όχι να τον δέσουν, αλλά να τον
δεσμεύσουν με μεταφορές κάποιων χρηματοοικονομικών πόρων οι οποίοι θα
αποτελούν τρύπα στο νερό μιας και το πρόβλημα δεν είναι οι τεμπέληδες
έλληνες, ιταλοί, ισπανοί, πορτογάλοι ή κάποιοι άλλοι, αλλά ο άνισος
οικονομικός ανταγωνισμός.
 Κοντολογίς, μόνο αν κανείς είναι τυφλός δεν μπορεί να δει ότι η Ευρώπη παγιδεύτηκε θανάσιμα: Μια
ανέφικτη πολιτική ένωση είναι προϋπόθεση μιας οικονομικής ένωσης, ενώ
βήματα προς οικονομική ένωση σημαίνει υποταγή στον Γερμανικό γίγαντα. Το
γεγονός ότι πολλοί είναι εγκλωβισμένοι μέσα σε διεθνιστικές και
κοσμοπολίτικες παρακρούσεις πολιτικά, κοινωνικά και ανθρωπολογικά
ανεδαφικές είναι και το μεγάλο πρόβλημα της Ευρώπης σήμερα. Η στρατηγική
και η πολιτική σκέψη είναι ελλειμματική και ο πολιτικός ορθολογισμός
σπανίζει.
 Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να τονιστεί, αφορά το μέγα στρατηγικό ζήτημα των σχέσεων Βερολίνου – Μόσχας. Η
σχέση αυτή εξελίσσεται σύμφωνα με την εγγενή φύση των εξελίξεων των δύο
τελευταίων δεκαετιών: Η πανίσχυρη πλέον Γερμανία ατενίζει Ανατολικά,
και όχι μόνο. Το κατά πόσο αυτό αποτελεί προϊόν Γερμανικού στρατηγικού
σχεδιασμού είναι αδιάφορο. Σημασία έχει ότι, πλέον, για εγγενείς
δομικούς οικονομικούς λόγους που σχετίζονται με αγορές και πρώτες ύλες η
Γερμανία προσβλέπει σε ένα «ζωτικό χώρο» στην Κεντρική Ευρώπη και στην
Ανατολική Ευρώπη. Όσον αφορά τον Ευρωπαϊκό Νότο αλλά όχι μόνο, με
ψυχραιμία και σιγουριά που παγώνει, το Βερολίνο επιχειρεί να τον
μετατρέψει σε εκποιημένο και εξαγορασμένο από αυτήν αποικιακό χώρο.
ifestos4bg Σίγουρο είναι ότι ο κλασικός εξισορροπητής, δηλαδή το Λονδίνο, «κινείται». Το
ζήτημα όμως είναι κατά πόσο υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να συγκρατηθεί
και για να μετασχηματιστεί το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα. Εκτιμούμε πως
είναι δύσκολο, αν όχι ανέφικτο. Όλα δείχνουν ότι τα πράγματα κινούνται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που δημιουργεί η υπερισχύουσα Γερμανική θέση.
 Όμως, εδώ βρίσκονται και τα σπέρματα μιας μεγάλης αστάθειας: Ποτέ
η Γερμανία δεν μπόρεσε να ηγεμονεύσει επί της Ευρώπης. Για στρατηγικούς
λόγους που αφορούν την παγκόσμια κατανομή ισχύος και συμφερόντων οι
Δυτικοί ποτέ δεν θα της το επιτρέψουν.
 Διαχρονικά η θέση της Ρωσίας επί αυτού ήταν
πονηρή και επαμφοτερίζουσα. Το στρατηγικό παίγνιο, αν και είναι
δύσκολο, ευνοεί τη Μόσχα: Τυγχάνει σήμερα η Ρωσία να είναι η μόνη που
διαθέτει πολιτική ηγεσία με ικανότητα θέασης του ιστορικού παρελθόντος
και του μέλλοντος.
 Στην Ελλάδα, μετά τις εκλογές της 6ης Μαίου
λογικά έπρεπε να πάρουν το τιμόνι της διπλωματικής και οικονομικής
διακυβέρνησης προσωπικότητες υψηλού πολιτικού και στοχαστικού κύρους,
 για
να μπορέσουν να πλοηγήσουν το ελληνικό καράβι μέσα από τις συμπληγάδες.
Το ίδιο ζήτημα τίθεται μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου.

Οι συμπληγάδες είναι πολλές και αλληλένδετες. Η διαπραγμάτευση μέσα στο ρευστό στρατηγικό και πολιτικοθεσμικό πεδίο που προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε πιο πάνω απαιτεί κομματικά αδιάφθορες προσωπικότητες υψηλού πολιτικού κύρους και διακεκριμένων επιδόσεων. Επιπλέον, η διαχείριση των πρωτογενών ελλειμμάτων θα πρέπει να συνδυαστεί με κοινωνική συνοχή, ευνομία και οικονομική ανάπτυξη.

 Ιανουάριος 2013 Ομιλία του Βρετανού Πρωθυπουργού για την Ευρώπη: Η Ευρώπη στην κλίνη του αγγλοσαξονικού Προκρούστη;

Ακολουθούν μερικά σχόλια για το περιεχόμενο της ομιλίας του Βρετανού Πρωθυπουργού. Η ομιλία παρατίθεται στο τέλος.
Η ομιλία του Βρετανού πρωθυπουργού αποτυπώνει το γεγονός ότι στο
επίπεδο χάραξης στρατηγικής η Βρετανία συνεχίζει να διαθέτει δεξιότητες
των πιο υψηλών προδιαγραφών. Η πολιτική σκέψη πάνω στην οποία
στηρίζεται, επίσης, υποδηλώνει το γεγονός πως τα πολιτικά ελίτ της
Βρετανίας πλεονεκτούν έναντι των αντίστοιχων της ηπειρωτικής Ευρώπης. Η
τελευταία παρατήρηση ισχύει στον βαθμό που μέχρι στιγμής δεν
διαπιστώνεται να έχει συγκροτήσει η Γερμανία αυτοτελείς δομές λήψης
ανάλυσης, αποφάσεων και χάραξης στρατηγικής ανάλογων και αντίστοιχων
προδιαγραφών με αυτές της Βρετανίας και της Γαλλίας.
«Αποκρυπτογραφώντας» τις βρετανικές θέσεις σε αναφορά με πάγια και
διαχρονικά χαρακτηριστικά της στρατηγικής του Λονδίνου, παρατηρούμε πως
αφού οι Βρετανοί κατέληξαν στο σημαντικό συμπέρασμα ότι ο δραστικός –αν
όχι εκ βάθρων– μετασχηματισμός της ΕΕ είναι αναπόδραστος –αυτό είναι
σαφές σε πολλά σημεία της ομιλίας και διατυπώνεται με πολύ
αυτοπεποίθηση–, η ΜΒ, αφενός καταθέτει τους μεσοπρόθεσμους και
μακροπρόθεσμους σκοπούς της, και αφετέρου, προσδιορίζει τον ρόλο τους ως
ένας από τους αρχιτέκτονες των νέων δομών: «We believe in a flexible
union of free member states who share treaties and institutions and
pursue together the ideal of co-operation. To represent and promote the
values of European civilisation in the world. To advance our shared
interests by using our collective power to open markets. And to build a
strong economic base across the whole of Europe … This vision of
flexibility and co-operation is not the same as those who want to build
an ever closer political union — but it is just as valid »
Βασικά, σε συνάρτηση και με άλλα σημεία της τοποθέτησης του Βρετανού πρωθυπουργού,
υποδηλώνεται μια απόφαση του Λονδίνου να επιχειρήσει συμμαχίες και
συνεργασίες που θα φέρουν την Ευρώπη στην κλίνη του αγγλοσαξονικού
Προκρούστη.

 Πιο συγκεκριμένα σχόλια:

    35.HOWARD-ROLOS

  1. Η φράση «single market» αναφέρεται συνολικά 33
    φορές. Υποδηλώνει την πάγια βρετανική θέση ότι η ΕΕ («πρέπει») είναι
    βασικά μια εμπορικοοικονομική υπόθεση και τίποτα περισσότερο (όσον αφορά
    την υπερεθνική διάσταση). Εκμεταλλεύεται την αποτυχία των μεγάλων
    εγχειρημάτων μετά το 1992 και προσδιορίζει την θέλησή της να επανέλθει
    σταδιακά η κοινότητα στα μέτρα και σταθμά της Μεγάλης Βρετανίας. Με
    απλά λόγια, αποσυναρμολόγηση της υπερεθνικότητας στο πεδίο των
    λειτουργικών κεκτημένων και δρομολόγηση ρυθμίσεων που θα την καταστήσουν
    κάποιου είδους εμπορική και καταναλωτική ελεύθερη ζώνη.
     Αυτή
    ήταν διαχρονικά η θέση του Λονδίνου στο βάθος όλων των θέσεών του από το
    1945 και εντεύθεν. Η κρίση, ενδεχομένως να έπεισε το Λονδίνο ότι ήλθε η
    στιγμή να επιδιώξει δραστικές αλλαγές της Κοινότητας για να μεταλλάξει
    ριζικά το εγχείρημα [το εάν αυτό είναι εφικτό και κατά πόσο αξιολογικά
    μιλώντας αυτό είναι ή δεν είναι επιθυμητό, είναι μια συζήτηση
    διαφορετικής τάξης και πέραν της εμβέλειας των σχολίων που κάνω εδώ]
  2. Το Λονδίνο ευνοεί ένα κατακερματισμό άνευ ορίων ή καλύτερα ευνοεί μια ρευστή και ευμετάβλητη δομή όπου
    θα έχει την ενιαία εμπορική αγορά και μια σειρά a la carte συνεργασιών
    κατ’ επιλογή και σύμφωνα με τις δυνατότητες ή τα εθνικά συμφέροντα του
    καθενός. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο εάν διατηρήσει την ειδική σχέση με τις
    ΗΠΑ και με δεδομένη την πορεία στρατηγικών αποκλίσεων στην ηπειρωτική
    Ευρώπη η Βρετανία προσβλέπει στην διατήρηση ή καλύτερα στην επανάληψη
    του ρόλου του balancer. Σε κάποιο σημείο είναι σχεδόν
    ρητό («we have always been a European power, and we always will
    be»). Δική μας θέση βέβαια είναι ότι μια τέτοια δομή δεν μπορεί να
    υπάρξει χωρίς μια υψηλή ηγεμονική εποπτεία. Μια τέτοια εποπτεία υπήρχε
    υπό τις ειδικές συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου που απορροφούσε τις συχνές
    Αμερικανικές ηγεμονικές αξιώσεις. Αυτές οι προϋποθέσεις δεν υπάρχουν
    πλέον ενώ το Λονδίνο από μόνο του είναι αμφίβολο κατά πόσο θα μπορούσε
    να διαδραματίσει ένα τέτοιο ρόλο αυτόνομο και μόνο του.
  3. Με συγκεκριμένες στοχεύσεις ευνοεί την πρωτοκαθεδρία του κράτους, το ροκάνισμα των υπερεθνικών θεσμών, την αναβάθμιση των κρατών ως εντολέων του συστήματος («My
    third principle is that power must be able to flow back to Member
    States,not just away from them») και ως προς τούτο και την αναβάθμιση
    των εθνικών κοινοβουλίων (το μόνο που δεν κάνει είναι να πει ρητά ότι το
    ευρωκοινοβούλιο θα πρέπει να καταργηθεί). Η εξώθηση προς ένα
    διακυβερνητισμό δεν μπορεί να είναι μια γραμμική υπόθεση. Εκτός του
    γεγονότος ότι προϋποθέτει αποσυναρμολόγηση πολλών υπερεθνικών ρυθμίσεων
    που αναπτύχθηκαν και ρίζωσαν –το κατά πόσο αυτή η αποσυναρμολόγηση
    μπορεί να επέλθει ανεξέλεγκτα και καταστροφικά είναι μια άλλο αλλά
    συναφές ζήτημα– οι ισορροπίες ενός κρατοκεντρικού συστήματος δεν είναι
    ποτέ αυτονόητα εύκολες. Η μόνη φόρμουλα είναι η Γκολική όπως την
    διετύπωσε και εφάρμοσε ο Γάλλος πρόεδρος την δεκαετία του 1960 πλην
    έκτοτε το Κοινοτικό εγχείρημα παρά το γεγονός ότι επηρεάστηκε από αυτή
    την φόρμουλα δεν την τήρησε πιστά (δυστυχώς, υποστηρίζουν κάποιοι).
  4. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, βασικά, υιοθετεί με κομψό τρόπο την «Ευρώπη των πατρίδων» του ντε Γκολ όταν
    λέει «There is not, in my view, a single European demos. It is national
    parliaments, which are, and will remain, the true source of real
    democratic legitimacy and accountability in the EU». Με δεδομένες τις
    επιφυλάξεις και τις επισημάνσεις που μόλις έγιναν, τέτοιες αναφορές επί
    θεμελιωδών υποθέσεων απαιτείται να θεωρούνται ως απαρχή μακροχρόνιων
    μεθοδεύσεων των σχεδιαστών της Βρετανικής στρατηγικής. Όπως είναι
    γνωστό, η δική μου θεώρηση (Κοσμοθεωρία των Εθνών, συγκρότηση και συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου –
    Εκδόσεις Ποιότητα κεφ. 6) είναι ότι δεν υπάρχουν οι ανθρωπολογικές
    προϋποθέσεις ύπαρξης ενός ενιαίου κοινωνικού χώρου. Αυτή η
    πραγματικότητα επηρεάζει βαθύτατα την συμβατότητα ή ασυμβατότητα των
    υπερεθνικών εποικοδομημάτων σε σχέση με το κοινωνικό σώμα στο οποίο
    απευθύνονται. Τα μέλη αυτών των εποικοδομημάτων παρά το ότι στερούνται
    ακόμη και της παραμικρής δημοκρατικής νομιμοποίησης ενίοτε υιοθετούν
    στάσεις απρόκλητων εντολέων. Οι τρόικες που αποστέλλονται στα
    κράτη δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτή την τεχνόσφαιρα που η κρίση
    υποχρέωσε να αφαιρέσει το ωραιοποιημένο προσωπείο
    . Εν
    κατακλείδι, η θέση του Βρετανού πρωθυπουργού ότι η Ευρώπη στερείται ενός
    πανευρωπαϊκού Δήμου εδρασμένου σε υπερεθνικές ανθρωπολογικές
    προϋποθέσεις είναι μια θέση βαθύτατων προεκτάσεων και προσδιοριστική για
    κάθε επερχόμενη μεταρρύθμιση. Όχι τόσο επειδή το Λονδίνο προτάσσει αυτή
    την θεμελιώδη θέση με επίσημο τρόπο όσο εκ του γεγονότος ότι οι
    Βρετανοί αναλυτές που συνέγραψαν τον λόγο του Κάμερον «έπιασαν τον
    σφυγμό» της πραγματικής φυσιογνωμίας και των θεμελιωδών χαρακτηριστικών
    του εγχειρήματος της διαδικασίας ενοποίησης. Έκαναν, δηλαδή, μια σωστή
    ανάλυση την οποία δεν μπορούν να κάνουν όσοι στηρίζονται σε
    ιδεολογήματα, ευσεβείς πόθους ή και σε παραισθήσεις για το ποια είναι η
    πραγματική δομή των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου. Το γεγονός,
    δηλαδή, ότι όλα εδράζονται πάνω στην υψηλή αρχή της Εθνικής Ανεξαρτησίας
    και ότι μετά την Βεστφαλία (1648) τα εθνοκράτη συγκρότησαν τα δικά τους
    συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης, τις δικές τους κοινωνικοιπολιτικές
    δομές και τις συμβατές με αυτές (όταν βέβαια είναι συμβατές)
    ανθρωπολογικές προϋποθέσεις.
  5. Ενώ ο Βρετανός πρωθυπουργός θεωρεί ως δεδομένο ότι η ΜΒ θα έχει το
    περιθώριο για δράσεις όπως έκανε στην Λιβύη ή την Συρία, μόνη ή με
    άλλους (προφανώς στο όνομα της Ευρώπης που προσδίδει νομιμοποίηση), υποβαθμίζει ρητά την ιδέα μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας στα υπερεθνικά πρότυπα που πολλοί καλούν εδώ και δεκαετίες. Αν
    μη τι άλλο, αυτή η θεώρηση του βρετανού πρωθυπουργού είναι συμβατή με
    την πραγματικότητα (και εδώ δηλαδή «πιάνει τον σφυγμό» των πραγμάτων.
    Κανείς θυμάται με θλίψη τις επιπολαιότητες και τους ανεδαφικούς
    ιδεολογικούς πανηγυρισμούς ελλήνων και άλλων αναλυτών μετά το 1992,
    κατιτί που μας υποχρέωσε να αντικρούσουμε με μεγάλο συμβατικό κόστος. Ο
    Κάμερον, αναβαθμίζει (εκτιμώ ότι αυτό είναι ένας ευσεβής πόθος και ένα
    μεγάλο πρόβλημα για την Βρετανική στρατηγική) την Ατλαντική Συμμαχία. Ο
    Βρετανός πρωθυπουργός με εξεζητημένο τρόπο μιλά σχεδόν σκωπτικά
    αναφέρεται για την στρατηγική διαίρεση της Ευρώπης. Να θυμίσω ότι στην
    δεύτερη σημαντικότερη μεταπολεμική τοποθέτηση (της Θάτσερ το 1979) για
    Ευρωπαϊκή στρατηγική (μετά τις τοποθετήσεις του Τσόρτσιλ το 1946 και
    1948 για τους τρεις κύκλους της Βρετανικής στρατηγικής) η τότε βρετανίδα
    πρωθυπουργός είπε ότι «όριο ο ουρανός για να συνεργαζόμαστε στο
    πεδίο της άμυνας και της ασφάλειας αλλά αυτός ο ουρανός έχει οροφή,
    είναι η Ατλαντική Συμμαχία
    »). Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα
    των επιφυλάξεων που εκφράσαμε, ο σκοπός των Βρετανών δεν είναι να μην
    υπάρχει ευρωπαϊκή άμυνα αλλά να υπάρχει στα μέτρα και στα σταθμά της
    Βρετανίας ή αυτών με τους οποίους θα συνεργάζεται.
  6. Η βρετανική «χαριστική βολή» κατά της υπερεθνικής Ευρώπης (το πόσο αποτελεσματική θα είναι απαιτεί ανάλυση που δεν είναι του παρόντος) είναι η ρητή υποστήριξη δρομολόγησης αλλαγών (με
    δυσκολία θα μπορούσε να τις θεωρήσει κανείς ως «μεταρρυθμίσεις»)
    αποδυνάμωσης της συνοχής με ένταξη και «άλλων μεγάλων κρατών» (βλ. δικό
    μου case study 1991 για τους λόγους που το Λονδίνο ευνόησε την υποβολή
    αίτησης ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ).  Ο Κάμερον λέει: «A choice
    between leaving or being part of a new settlement in which Britain is at
    the forefront of collective action on issues like foreign policy and
    trade and where we leave the door firmly open to new members»). Η
    διεύρυνση, ως γνωστό, είναι το «δηλητήριο» της εμβάθυνσης.
  7. Μόνο ως αστείο θα πρέπει να ειπωθεί ότι η ΜΒ θέλει να φύγει από την ΕΕ.
    Εκτός του ότι οι λόγοι προσπαθειών ένταξης μετά το 1958 ήταν
    συγκεκριμένοι και συνεχίζουν να ισχύουν (βλ. ανάλυση στο βιβλίο μου Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία –
    Εκδόσεις Ποιότητα, κεφ. 4) η προβολή των σκοπών της Βρετανίας όπως
    περιγράφονται στο κείμενο είναι σαφείς: Επειδή προβλέπει ότι αυτό θα
    είναι το στρατηγικό σκηνικό τις επόμενες δεκαετίες, προβάλλει θέσεις που
    θα της επιτρέπουν κυρίαρχο ρόλο στο στρατηγικό παίγνιο της Ευρώπης.
    Αυτό το στρατηγικό παίγνιο όποιος έχει στοιχειώδη στρατηγική θέαση
    αντιλαμβάνεται ότι άρχισε ήδη. Βασικά μετά το 1992 αλλά ταχύρρυθμα τα
    τρία τελευταία χρόνια (Ο Κάμερον δηλώνει χαρακτηριστικά: «That Britain’s
    national interest is best served in a flexible, adaptable and open
    European Union and that such a European Union is best with Britain in
    it.»).
  8. Παρά το γεγονός ότι στην βάση ευρύτερων στρατηγικών τάσεων η
    συνέχιση του ενδιαφέροντος για την Δυτική Ευρώπη εκ μέρους των ΗΠΑ είναι
    αμφίβολη, η ΜΒ, εν τούτοις, δεν έχει άλλη επιλογή παρά να συνεχίσει να ευνοεί μεγαλύτερο αμερικανικό ρόλο.
    Αυτό σημαίνει, λογικά, εμβάθυνση της ειδικής σχέσης. Πως όμως θα
    μπορούσε κάτι τέτοιο να στερεωθεί; Η μόνη προσέγγιση που μπορεί να δει
    κανείς είναι να αναπτύξει πελατειακό ρόλο με τις ΗΠΑ στο νομισματικό
    πεδίο. Πεδίο που είναι απρόβλεπτο μιας και εξαρτάται από πολλές
    αστάθμητες μεταβλητές συμπεριλαμβανομένου του ευρώ ή κάποιου ευρώ
    μικρότερης κλίμακας ή και μόνο της Γερμανίας και κάποιων εξαρτωμένων από
    αυτή κρατών («The European Union that emerges from the Eurozone crisis
    is going to be a very different body. It will be transformed perhaps
    beyond recognition by the measures needed to save the
    Eurozone»). Επιπλέον, λόγω ανάδυσης πολλών νέων οικονομικών δυνάμεων το
    χρηματοοικονομικό πεδίο σε πλανητικό επίπεδο είναι ακόμη πιο σύνθετο,
    αστάθμητο και απρόβλεπτο. Η ίδια η Βρετανία, στον οικονομικό στίβο από
    μόνης εξ αντικειμένου μειονεκτεί.europe

Η συνολική εκτίμησή μας είναι ότι οι σχεδιαστές της στρατηγικής της Μεγάλης Βρετανίας αποτύπωσαν
με σαφήνεια τόσο το τι θέλει το Λονδίνο όσο και το πώς εκτιμούν ότι θα
εξελιχθεί η ευρωπαϊκή θεσμική, οικονομική και διπλωματική αρχιτεκτονική
της Ευρώπης.
 Ανεξάρτητα του κατά πόσο η ΜΒ θα κατορθώσει να
διαιωνίσει τα ερείσματά της και να εκπληρώσει τα συμφέροντα όπως τα
προσδιορίζει, κανείς θα πρέπει να έχει υπόψη ότι οι βρετανοί αναλυτές και σχεδιαστές στρατηγικής σπάνια πέφτουν έξω στην εκτίμηση των τάσεων.
Ακόμη κάτι σημαντικό: Η πείρα του παρελθόντος διδάσκει ότι όταν οι
Βρετανοί διπλωμάτες λένε κάτι συνήθως δεν αφορά το αύριο αλλά τις
επόμενες δεκαετίες.
 Η διαιώνιση μιας υψηλής Βρετανικής θέσης στο παγκόσμιο στρατηγικό στερέωμα συναρτάται βασικά από δύο παράγοντες:
Πρώτον, την πανίσχυρη βρετανική διπλωματία και δεύτερον, την ετερόφωτη
ισχύ μέσα από την ειδική σχέση με τις ΗΠΑ. Η δεύτερη θα εξαρτηθεί από
τις ευρύτερες πλανητικές εξελίξεις και το κέντρο βάρους της Αμερικανικής
στρατηγικής. Η πρώτη, η βρετανική ικανότητα/δεξιότητα ανάλυσης, χάραξης
στρατηγικής και διπλωματικής δράσης φαίνεται να μην έχει χάσει τα
κλασικά της χαρακτηριστικά. Αναφέρεται ενδεικτικά και χαρακτηριστικά
ότι, οι αναλύσεις των βρετανών διπλωματών αρχές της δεκαετίας του 1930
αποτύπωναν σχεδόν με ακρίβεια τις εκτιμήσεις για τον επερχόμενο πόλεμο
και τις μεταπολεμικές ρυθμίσεις.
Συμπερασματικά, παρά το γεγονός ότι η ΜΒ δεν έχει πλέον
ικανότητα πλανητικής προβολής ισχύος συνεχίζει να διατηρεί ικανότητες
ανάλυσης και εκτίμησης των στρατηγικών εξελίξεων.
 Στην βάση
αυτή παγίως μετά το 1945 επιδιώκει –και μέχρι σήμερα λίγο πολύ το
κατόρθωνε– θέση και ρόλο πέραν αυτού που θα τις επέτρεπαν οι δυνάμεις
της. Μια συνέχιση αυτού του ρόλου ευνοείται από την κατηφορικά ελικοειδή
τροχιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον πολιτικοστρατηγικό κατακερματισμό
της ηπειρωτικής Ευρώπης που προσφέρει μεγάλα περιθώρια δράσης στην
Βρετανική διπλωματία.
Οι εξελίξεις στην Ευρώπη είναι τόσο ραγδαίες που ακόμη και τυφλοί θα έβλεπαν ότι η ευρωπαϊκή πολιτική αλλάζει ραγδαία και ότι πολλά όπως εκτυλίσσονται αποτελούν προάγγελο πολύ δραστικότερων εξελίξεων.
Για την Ελλάδα αυτό σημαίνει ότι πέραν της βραχυχρόνιας διαχείρισης της κρίσης απαιτείται να σκεφτεί και με όρους αυτονομίας-αυτοτέλειας που θα της επέτρεπαν ελιγμούς και κατάκτηση θέσης και ρόλου ανάλογα με τις εξελίξεις.
Καίριας σημασίας για μια τέτοια ευελιξία είναι η κοινωνική συνοχή, η
οικονομική ευρωστία και η πολιτικοστρατιωτική ικανότητα. Περιττό να
υπογραμμιστεί ότι όπως εξελίσσονται τα πράγματα και στα τρία αυτά πεδία
οι δυνατότητες μιας τέτοιας ευελιξίας εξατμίζονται μέρα με την μέρα.
Για την κατάσταση αυτή μεγάλη ευθύνη δεν φέρουν μόνο τα μέλη του πολιτικού προσωπικού αλλά και η ελληνική διανόηση πολλά
μέλη της οποίας άλλοτε αναλώνεται σε παρασιτικές πρακτικές και άλλοτε
σε ιδεολογικές συζητήσεις οι οποίες εξ αντικειμένου ως εκ της φύσεώς
τους στερούνται κάθε επιστημονικής υπόστασης. Το αποτέλεσμα είναι η
αναπαραγωγή δεύτερης τάξης αναλύσεων ή ιδεολογικών σαπουνόφουσκων που
ροκανίζουν τον πολιτικό ορθολογισμό και προσφέρουν μια στρεβλή εικόνα
για την Ευρώπη και την διεθνή πολιτική. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η
λανθασμένη εκτίμηση για την πορεία της Ευρώπης και για τους λόγους που
έγινε η ΟΝΕ μας στοίχησε μερικές εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ και
πολλά, δυστυχώς, έπονται.

This version of the speech given by David Cameron at Bloomberg’s London headquarters, is as written not as spoken.
This morning I want to talk about the future of Europe.
ANZEIGE
But first, let us remember the past.
Seventy years ago, Europe was being torn apart by its second
catastrophic conflict in a generation. A war which saw the streets of
European cities strewn with rubble. The skies of London lit by flames
night after night. And millions dead across the world in the battle for
peace and liberty.
As we remember their sacrifice, so we should also remember how the
shift in Europe from war to sustained peace came about. It did not
happen like a change in the weather. It happened because of determined
work over generations. A commitment to friendship and a resolve never to
revisit that dark past — a commitment epitomised by the Elyseé Treaty
signed 50 years ago this week.
After the Berlin Wall came down I visited that city and I will never forget it.
The abandoned checkpoints. The sense of excitement about the future.
The knowledge that a great continent was coming together. Healing those
wounds of our history is the central story of the European Union.
What Churchill described as the twin marauders of war and tyranny
have been almost entirely banished from our continent. Today, hundreds
of millions dwell in freedom, from the Baltic to the Adriatic, from the
Western Approaches to the Aegean. And while we must never take this for
granted, the first purpose of the European Union — to secure peace — has
been achieved and we should pay tribute to all those in the EU,
alongside Nato, who made that happen. But today the main, overriding
purpose of the European Union is different: not to win peace, but to
secure prosperity. The challenges come not from within this continent
but outside it. From the surging economies in the east and south. Of
course a growing world economy benefits us all, but we should be in no
doubt that a new global race of nations is under way today.
A race for the wealth and jobs of the future.
The map of global influence is changing before our eyes. And these
changes are already being felt by the entrepreneur in the Netherlands,
the worker in Germany, the family in Britain.
So I want to speak to you today with urgency and frankness about the
European Union and how it must change — both to deliver prosperity and
to retain the support of its peoples.
But first, I want to set out the spirit in which I approach these issues.
I know that the United Kingdom is sometimes seen as an argumentative
and rather strong-minded member of the family of European nations. And
it’s true that our geography has shaped our psychology. We have the
character of an island nation: independent, forthright, passionate in
defence of our sovereignty. We can no more change this British
sensibility than we can drain the English Channel. And because of this
sensibility, we come to the European Union with a frame of mind that is
more practical than emotional.
For us, the European Union is a means to an end — prosperity,
stability, the anchor of freedom and democracy both within Europe and
beyond her shores — not an end in itself.
We insistently ask: how, why, to what end? But all this doesn’t make
us somehow un-European. The fact is that ours is not just an island
story — it is also a continental story. For all our connections to the
rest of the world — of which we are rightly proud — we have always been a
European power, and we always will be. From Caesar’s legions to the
Napoleonic wars. From the Reformation, the Enlightenment and the
industrial revolution to the defeat of nazism. We have helped to write
European history, and Europe has helped write ours. Over the years,
Britain has made her own, unique contribution to Europe. We have
provided a haven to those fleeing tyranny and persecution. And in
Europe’s darkest hour, we helped keep the flame of liberty alight.
Across the continent, in silent cemeteries, lie the hundreds of
thousands of British servicemen who gave their lives for Europe’s
freedom.
In more recent decades, we have played our part in tearing down the
iron curtain and championing the entry into the EU of those countries
that lost so many years to Communism. And contained in this history is
the crucial point about Britain, our national character, our attitude to
Europe. Britain is characterised not just by its independence but,
above all, by its openness.
We have always been a country that reaches out. That turns its face
to the world. That leads the charge in the fight for global trade and
against protectionism. This is Britain today, as it’s always been:
independent, yes — but open, too. I never want us to pull up the
drawbridge and retreat from the world. I am not a British isolationist. I
don’t just want a better deal for Britain. I want a better deal for
Europe too. So I speak as British prime minister with a positive vision
for the future of the European Union. A future in which Britain wants,
and should want, to play a committed and active part. Some might then
ask: why raise fundamental questions about the future of Europe when
Europe is already in the midst of a deep crisis? Why raise questions
about Britain’s role when support in Britain is already so thin. There
are always voices saying: «Don’t ask the difficult questions.» But it’s
essential for Europe — and for Britain — that we do because there are
three major challenges confronting us today.
First, the problems in the eurozone are driving fundamental change in Europe.
Second, there is a crisis of European competitiveness, as other nations across the world soar ahead.
And third, there is a gap between the EU and its citizens which has grown dramatically in recent years. And which represents a lack of democratic accountability and consent that is — yes — felt particularly acutely in Britain.
If we don’t address these challenges, the danger is that Europe will fail and the British people will drift towards the exit.
I do not want that to happen. I want the European Union to be
a success. And I want a relationship between Britain and the EU that
keeps us in it.

That is why I am here today: to acknowledge the nature of the
challenges we face. To set out how I believe the European Union should
respond to them. And to explain what I want to achieve for Britain and
its place within the European Union. Let me start with the nature of the
challenges we face.
 First, the eurozone.
The future shape of Europe is being forged. There are some serious
questions that will define the future of the European Union — and the
future of every country within it. The union is changing to help fix the
currency — and that has profound implications for all of us, whether we
are in the single currency or not. Britain is not in the single
currency, and we’re not going to be. But we all need the eurozone to
have the right governance and structures to secure a successful currency
for the long term. And those of us outside the eurozone also need
certain safeguards to ensure, for example, that our access to the single
market is not in any way compromised. And it’s right we begin to
address these issues now. Second, while there are some countries within
the EU which are doing pretty well. Taken as a whole, Europe’s share of
world output is projected to fall by almost a third in the next two
decades. This is the competitiveness challenge — and much of our
weakness in meeting it is self-inflicted. Complex rules restricting our
labour markets are not some naturally occurring phenomenon. Just as
excessive regulation is not some external plague that’s been visited on
our businesses. These problems have been around too long. And the
progress in dealing with them, far too slow. As Chancellor Merkel has
said, if Europe today accounts for just over 7% of the world’s
population, produces around 25% of global GDP and has to finance 50% of
global social spending, then it’s obvious that it will have to work very
hard to maintain its prosperity and way of life.
Third, there is a growing frustration that the EU is seen as
something that is done to people rather than acting on their behalf. And
this is being intensified by the very solutions required to resolve the
economic problems.
People are increasingly frustrated that decisions taken further and
further away from them mean their living standards are slashed through
enforced austerity or their taxes are used to bail out governments on
the other side of the continent. We are starting to see this in the
demonstrations on the streets of Athens, Madrid and Rome. We are seeing
it in the parliaments of Berlin, Helsinki and the Hague. And yes, of
course, we are seeing this frustration with the EU very dramatically in
Britain. Europe’s leaders have a duty to hear these concerns. Indeed, we
have a duty to act on them. And not just to fix the problems in the
eurozone. For just as in any emergency you should plan for the aftermath
as well as dealing with the present crisis, so too in the midst of the
present challenges we should plan for the future, and what the world
will look like when the difficulties in the eurozone have been overcome.
The biggest danger to the European Union comes not from those who
advocate change, but from those who denounce new thinking as heresy. In
its long history Europe has experience of heretics who turned out to
have a point. And my point is this. More of the same will not secure a
long-term future for the eurozone. More of the same will not see the
European Union keeping pace with the new powerhouse economies. More of
the same will not bring the European Union any closer to its citizens.
More of the same will just produce more of the same: less
competitiveness, less growth, fewer jobs. And that will make our
countries weaker not stronger. That is why we need fundamental,
far-reaching change. So let me set out my vision for a new European
Union, fit for the 21st century. It is built on five principles.
The first: competitiveness. At the core of the
European Union must be, as it is now, the single market. Britain is at
the heart of that single market, and must remain so. But when the single
market remains incomplete in services, energy and digital — the very
sectors that are the engines of a modern economy — it is only half the
success it could be. It is nonsense that people shopping online in some
parts of Europe are unable to access the best deals because of where
they live. I want completing the single market to be our driving
mission. I want us to be at the forefront of transformative trade deals
with the US, Japan and India as part of the drive towards global free
trade. And I want us to be pushing to exempt Europe’s smallest
entrepreneurial companies from more EU directives. These should be the
tasks that get European officials up in the morning — and keep them
working late into the night. And so we urgently need to address the
sclerotic, ineffective decision-making that is holding us back. That
means creating a leaner, less bureaucratic union, relentlessly focused
on helping its member countries to compete. In a global race, can we
really justify the huge number of expensive peripheral European
institutions? Can we justify a commission that gets ever larger? Can we
carry on with an organisation that has a multibillion pound budget but
not enough focus on controlling spending and shutting down programmes
that haven’t worked? And I would ask: when the competitiveness of the
single market is so important, why is there an environment council, a
transport council, an education council but not a single market council?
The second principle should be flexibility. We need a
structure that can accommodate the diversity of its members — north,
south, east, west, large, small, old and new. Some of whom are
contemplating much closer economic and political integration. And many
others, including Britain, who would never embrace that goal. I accept,
of course, that for the single market to function we need a common set
of rules and a way of enforcing them. But we also need to be able to
respond quickly to the latest developments and trends. Competitiveness
demands flexibility, choice and openness — or Europe will fetch up in a
no-man’s land between the rising economies of Asia and market-driven
North America. The EU must be able to act with the speed and flexibility
of a network, not the cumbersome rigidity of a bloc. We must not be
weighed down by an insistence on a one size fits all approach which
implies that all countries want the same level of integration. The fact
is that they don’t and we shouldn’t assert that they do. Some will claim
that this offends a central tenet of the EU’s founding philosophy. I
say it merely reflects the reality of the European Union today. 17
members are part of the eurozone. 10 are not. 26 European countries are
members of Schengen — including four outside the European Union —
Switzerland, Norway, Liechtenstein and Iceland. 2 EU countries — Britain
and Ireland — have retained their border controls. Some members, like
Britain and France, are ready, willing and able to take action in Libya
or Mali. Others are uncomfortable with the use of military force. Let’s
welcome that diversity, instead of trying to snuff it out. Let’s stop
all this talk of two-speed Europe, of fast lanes and slow lanes, of
countries missing trains and buses, and consign the whole weary caravan
of metaphors to a permanent siding. Instead, let’s start from this
proposition: we are a family of democratic nations, all members of one
European Union, whose essential foundation is the single market rather
than the single currency. Those of us outside the euro recognise that
those in it are likely to need to make some big institutional changes.
By the same token, the members of the Eurozone should accept that we,
and indeed all Member States, will have changes that we need to
safeguard our interests and strengthen democratic legitimacy. And we
should be able to make these changes too. Some say this will unravel the
principle of the EU — and that you can’t pick and choose on the basis
of what your nation needs. But far from unravelling the EU, this will in
fact bind its Members more closely because such flexible, willing
cooperation is a much stronger glue than compulsion from the centre. Let
me make a further heretical proposition. The European Treaty commits
the Member States to «lay the foundations of an ever closer union among
the peoples of Europe». This has been consistently interpreted as
applying not to the peoples but rather to the states and institutions
compounded by a European Court of Justice that has consistently
supported greater centralisation. We understand and respect the right of
others to maintain their commitment to this goal. But for Britain — and
perhaps for others — it is not the objective. And we would be much more
comfortable if the Treaty specifically said so freeing those who want
to go further, faster, to do so, without being held back by the others.
So to those who say we have no vision for Europe. I say we have.
We believe in a flexible union of free member states who share
treaties and institutions and pursue together the ideal of co-operation.
To represent and promote the values of European civilisation in the
world. To advance our shared interests by using our collective power to
open markets. And to build a strong economic base across the whole of
Europe. And we believe in our nations working together to protect the
security and diversity of our energy supplies. To tackle climate change
and global poverty. To work together against terrorism and organised
crime. And to continue to welcome new countries into the EU. This vision
of flexibility and co-operation is not the same as those who want to
build an ever closer political union — but it is just as valid. My third
principle is that power must be able to flow back to Member States, not
just away from them. This was promised by European Leaders at Laeken a
decade ago. It was put in the Treaty. But the promise has never really
been fulfilled. We need to implement this principle properly. So let us
use this moment, as the Dutch Prime Minister has recently suggested, to
examine thoroughly what the EU as a whole should do and should stop
doing. In Britain we have already launched our balance of competences
review — to give us an informed and objective analysis of where the EU
helps and where it hampers. Let us not be misled by the fallacy that a
deep and workable single market requires everything to be harmonised, to
hanker after some unattainable and infinitely level playing field.
Countries are different. They make different choices. We cannot
harmonise everything. For example, it is neither right nor necessary to
claim that the integrity of the single market, or full membership of the
European Union requires the working hours of British hospital doctors
to be set in Brussels irrespective of the views of British
parliamentarians and practitioners. In the same way we need to examine
whether the balance is right in so many areas where the European Union
has legislated including on the environment, social affairs and crime.
Nothing should be off the table.
My fourth principle is democratic accountability: we
need to have a bigger and more significant role for national
parliaments. There is not, in my view, a single European demos. It is
national parliaments, which are, and will remain, the true source of
real democratic legitimacy and accountability in the EU. It is to the
Bundestag that Angela Merkel has to answer. It is through the Greek
Parliament that Antonis Samaras has to pass his Government’s austerity
measures. It is to the British Parliament that I must account on the EU
budget negotiations, or on the safeguarding of our place in the single
market. Those are the Parliaments which instil proper respect — even
fear — into national leaders. We need to recognise that in the way the
EU does business.
My fifth principle is fairness: whatever new
arrangements are enacted for the Eurozone, they must work fairly for
those inside it and out. That will be of particular importance to
Britain. As I have said, we will not join the single currency. But there
is no overwhelming economic reason why the single currency and the
single market should share the same boundary, any more than the single
market and Schengen. Our participation in the single market, and our
ability to help set its rules is the principal reason for our membership
of the EU. So it is a vital interest for us to protect the integrity
and fairness of the single market for all its members. And that is why
Britain has been so concerned to promote and defend the single market as
the Eurozone crisis rewrites the rules on fiscal coordination and
banking union. These five principles provide what, I believe, is the
right approach for the European Union.
So now let me turn to what this means for Britain. Today, public
disillusionment with the EU is at an all time high. There are several
reasons for this. People feel that the EU is heading in a direction that
they never signed up to. They resent the interference in our national
life by what they see as unnecessary rules and regulation. And they
wonder what the point of it all is. Put simply, many ask «why can’t we
just have what we voted to join — a common market?» They are angered by
some legal judgements made in Europe that impact on life in Britain.
Some of this antipathy about Europe in general really relates of course
to the European Court of Human Rights, rather than the EU. And Britain
is leading European efforts to address this. There is, indeed, much more
that needs to be done on this front. But people also feel that the EU
is now heading for a level of political integration that is far outside
Britain’s comfort zone. They see Treaty after Treaty changing the
balance between Member States and the EU. And note they were never given
a say. They’ve had referendums promised — but not delivered. They see
what has happened to the Euro. And they note that many of our political
and business leaders urged Britain to join at the time. And they haven’t
noticed many expressions of contrition. And they look at the steps the
Eurozone is taking and wonder what deeper integration for the Eurozone
will mean for a country which is not going to join the Euro. The result
is that democratic consent for the EU in Britain is now wafer thin. Some
people say that to point this out is irresponsible, creates uncertainty
for business and puts a question mark over Britain’s place in the
European Union. But the question mark is already there and ignoring it
won’t make it go away. In fact, quite the reverse. Those who refuse to
contemplate consulting the British people, would in my view make more
likely our eventual exit.
Simply asking the British people to carry on accepting a European
settlement over which they have had little choice is a path to ensuring
that when the question is finally put — and at some stage it will have
to be — it is much more likely that the British people will reject the
EU. That is why I am in favour of a referendum. I believe in confronting
this issue — shaping it, leading the debate. Not simply hoping a
difficult situation will go away. Some argue that the solution is
therefore to hold a straight in-out referendum now. I understand the
impatience of wanting to make that choice immediately. But I don’t
believe that to make a decision at this moment is the right way forward,
either for Britain or for Europe as a whole. A vote today between the
status quo and leaving would be an entirely false choice. Now — while
the EU is in flux, and when we don’t know what the future holds and what
sort of EU will emerge from this crisis is not the right time to make
such a momentous decision about the future of our country. It is wrong
to ask people whether to stay or go before we have had a chance to put
the relationship right. How can we sensibly answer the question ‘in or
out’ without being able to answer the most basic question: ‘what is it
exactly that we are choosing to be in or out of?’ The European Union
that emerges from the Eurozone crisis is going to be a very different
body. It will be transformed perhaps beyond recognition by the measures
needed to save the Eurozone. We need to allow some time for that to
happen — and help to shape the future of the European Union, so that
when the choice comes it will be a real one. A real choice between
leaving or being part of a new settlement in which Britain shapes and
respects the rules of the single market but is protected by fair
safeguards, and free of the spurious regulation which damages Europe’s
competitiveness. A choice between leaving or being part of a new
settlement in which Britain is at the forefront of collective action on
issues like foreign policy and trade and where we leave the door firmly
open to new members.
A new settlement subject to the democratic legitimacy and
accountability of national parliaments where Member States combine in
flexible cooperation, respecting national differences not always trying
to eliminate them and in which we have proved that some powers can in
fact be returned to Member States.
In other words, a settlement which would be entirely in keeping with
the mission for an updated European Union I have described today. More
flexible, more adaptable, more open — fit for the challenges of the
modern age. And to those who say a new settlement can’t be negotiated, I
would say listen to the views of other parties in other European
countries arguing for powers to flow back to European states. And look
too at what we have achieved already. Ending Britain’s obligation to
bail-out Eurozone members. Keeping Britain out of the fiscal compact.
Launching a process to return some existing justice and home affairs
powers. Securing protections on Banking Union. And reforming fisheries
policy. So we are starting to shape the reforms we need now. Some will
not require Treaty change. But I agree too with what President Barroso
and others have said. At some stage in the next few years the EU will
need to agree on Treaty change to make the changes needed for the long
term future of the Euro and to entrench the diverse, competitive,
democratically accountable Europe that we seek. I believe the best way
to do this will be in a new Treaty so I add my voice to those who are
already calling for this. My strong preference is to enact these changes
for the entire EU, not just for Britain. But if there is no appetite
for a new Treaty for us all then of course Britain should be ready to
address the changes we need in a negotiation with our European partners.
The next Conservative Manifesto in 2015 will ask for a mandate from the
British people for a Conservative Government to negotiate a new
settlement with our European partners in the next Parliament. It will be a relationship with the Single Market at its heart. And
when we have negotiated that new settlement, we will give the British
people a referendum with a very simple in or out choice. To stay in the
EU on these new terms; or come out altogether. It will be an in-out
referendum. Legislation will be drafted before the next election. And if
a Conservative Government is elected we will introduce the enabling
legislation immediately and pass it by the end of that year. And we will
complete this negotiation and hold this referendum within the first
half of the next parliament. It is time for the British people to have
their say. It is time to settle this European question in British
politics. I say to the British people: this will be your decision. And
when that choice comes, you will have an important choice to make about
our country’s destiny. I understand the appeal of going it alone, of
charting our own course. But it will be a decision we will have to take
with cool heads. Proponents of both sides of the argument will need to
avoid exaggerating their claims. Of course Britain could make her own
way in the world, outside the EU, if we chose to do so. So could any
other Member State. But the question we will have to ask ourselves is
this: is that the very best future for our country? We will have to
weigh carefully where our true national interest lies. Alone, we would
be free to take our own decisions, just as we would be freed of our
solemn obligation to defend our allies if we left Nato. But we don’t
leave Nato because it is in our national interest to stay and benefit
from its collective defence guarantee. We have more power and influence —
whether implementing sanctions against Iran or Syria, or promoting
democracy in Burma — if we can act together. If we leave the EU, we
cannot of course leave Europe. It will remain for many years our biggest
market, and forever our geographical neighbourhood. We are tied by a
complex web of legal commitments. Hundreds of thousands of British
people now take for granted their right to work, live or retire in any
other EU country. Even if we pulled out completely, decisions made in
the EU would continue to have a profound effect on our country. But we
would have lost all our remaining vetoes and our voice in those
decisions. We would need to weigh up very carefully the consequences of
no longer being inside the EU and its single market, as a full member.
Continued access to the Single Market is vital for British businesses
and British jobs. Since 2004, Britain has been the destination for one
in five of all inward investments into Europe. And being part of
the Single Market has been key to that success. There will be plenty of
time to test all the arguments thoroughly, in favour and against the
arrangement we negotiate. But let me just deal with one point we hear a
lot about. There are some who suggest we could turn ourselves into
Norway or Switzerland — with access to the single market but outside the
EU. But would that really be in our best interests? I admire those
countries and they are friends of ours — but they are very different
from us. Norway sits on the biggest energy reserves in Europe, and has a
sovereign wealth fund of over 500 billion euros. And while Norway is
part of the single market — and pays for the principle — it has no say
at all in setting its rules: it just has to implement its
directives. The Swiss have to negotiate access to the Single Market
sector by sector. Accepting EU rules — over which they have no say — or
else not getting full access to the Single Market, including in key
sectors like financial services. The fact is that if you join an
organisation like the European Union, there are rules. You will not
always get what you want. But that does not mean we should leave — not
if the benefits of staying and working together are greater. We would
have to think carefully too about the impact on our influence at the top
table of international affairs. There is no doubt that we are more
powerful in Washington, in Beijing, in Delhi because we are a powerful
player in the European Union. That matters for British jobs and British
security. It matters to our ability to get things done in the world. It
matters to the United States and other friends around the world, which
is why many tell us very clearly that they want Britain to remain in the
EU. We should think very carefully before giving that position up. If
we left the European Union, it would be a one-way ticket, not a return.
So we will have time for a proper, reasoned debate. At the end of that
debate you, the British people, will decide. And I say to our European
partners, frustrated as some of them no doubt are by Britain’s attitude:
work with us on this. Consider the extraordinary steps which the
Eurozone members are taking to keep the Euro together, steps which a
year ago would have seemed impossible. It does not seem to me that the
steps which would be needed to make Britain — and others — more
comfortable in their relationship in the European Union are inherently
so outlandish or unreasonable. And just as I believe that Britain should
want to remain in the EU so the EU should want us to stay. For an EU
without Britain, without one of Europe’s strongest powers, a country
which in many ways invented the single market, and which brings real
heft to Europe’s influence on the world stage which plays by the rules
and which is a force for liberal economic reform would be a very
different kind of European Union. And it is hard to argue that the EU
would not be greatly diminished by Britain’s departure. Let me finish
today by saying this. I have no illusions about the scale of the task
ahead. I know there will be those who say the vision I have outlined
will be impossible to achieve. That there is no way our partners will
co-operate. That the British people have set themselves on a path to
inevitable exit. And that if we aren’t comfortable being in the EU after
40 years, we never will be. But I refuse to take such a defeatist
attitude — either for Britain or for Europe. Because with courage and
conviction I believe we can deliver a more flexible, adaptable and open
European Union in which the interests and ambitions of all its members
can be met. With courage and conviction I believe we can achieve a new
settlement in which Britain can be comfortable and all our countries can
thrive. And when the referendum comes let me say now that if we can
negotiate such an arrangement, I will campaign for it with all my heart
and soul.Because I believe something very deeply. That Britain’s
national interest is best served in a flexible, adaptable and open
European Union and that such a European Union is best with Britain in
it.
Over the coming weeks, months and years, I will not rest until this
debate is won. For the future of my country. For the success of the
European Union. And for the prosperity of our peoples for generations to
come.

 https://piotita.gr/2016/06/19/%cf%80-%ce%ae%cf%86%ce%b1%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%82-%ce%b2%cf%81%ce%b5%cf%84%ce%b1%ce%bd%ce%b9%ce%b1-%ce%b5%ce%b5-%ce%bc%ce%b9%ce%b1-%cf%83%cf%87%ce%b5%cf%83%ce%b7-%cf%83%ce%b5-%ce%bc/

Γενικά θέματα

Γιάννος Χαραλαμπίδης στη Σημερινή: Μήλον της Έριδος η Κύπρος για την ασφάλεια Τουρκίας – Ισραήλ

Τα «Ταϊφούν» περιπολούν για την ασφάλεια του Ισραήλ και αναχαιτίζουν πυραύλους του Ιράν από τον τουρκικό εναέριο χώρο στην περιοχή της Αλεξανδρέττας και στη Συρία, όπου υπάρχουν στόχοι της Χεζμπολάχ

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

ΠΗΓΗ: ΣΗΜΕΡΙΝΗ

Η Μέση Ανατολή είναι στις φλόγες και, μετά την επίθεση των Ιρανών με βαλλιστικούς πυραύλους σε βάρος του Ισραήλ, ξεκίνησε επίθεση των Ισραηλινών στον Βόρειο Λίβανο, ενώ αναμένονται και τα αντίποινα σε βάρος της Τεχεράνης.

Γράφει ο Γιάννος Χαραλαμπίδης

Τα «Ταϊφούν» περιπολούν για την ασφάλεια του Ισραήλ και αναχαιτίζουν πυραύλους του Ιράν από τον τουρκικό εναέριο χώρο στην περιοχή της Αλεξανδρέττας και στη Συρία, όπου υπάρχουν στόχοι της Χεζμπολάχ

Τουρκία και Ακρωτήρι

Η Τουρκία επιχαίρει από την κατατριβή του Ισραήλ και του Ιράν. Μπορεί μεν ο Ερντογάν να χαρακτηρίζει τον Νετανιάχου ως εγκληματία πολέμου, αλλά συνεργάζεται με τους Βρετανούς και δη με τα μαχητικά «Ταϊφούν», που επιχειρούν από τις Βάσεις Ακρωτηρίου και:

1) Περιπολούν από τον κόλπο της Αλεξανδρέττας εντός του τουρκικού εναέριου χώρου, με την άδεια της Άγκυρας, προς τη Συρία, όπου υπάρχουν στόχοι της Χεζμπολάχ, καθώς και προς το Ιράκ. 2) Συμμετέχουν στις αναχαιτίσεις των ιρανικών πυραύλων και drones στις επιθέσεις, που δέχεται το Ισραήλ από το Ιράν και συλλέγουν πληροφορίες. 3) Καμιά αμφιβολία δεν υπάρχει για τη συνεργασία των Βάσεων με τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις όταν ενεργούν τα «Ταϊφούν» είτε για επιτήρηση είτε για να προστατεύσουν με οποιονδήποτε τρόπο το Ισραήλ. Ή για να στραφούν σε βάρος της Χεζμπολάχ.

Τόσο οι Βάσεις Ακρωτηρίου όσο και του Αγίου Νικολάου είναι στρατηγικής σημασίας, διότι από τις μεν πρώτες, εκτός των άλλων, ενεργούν ακόμη τα θρυλικά κατασκοπευτικά U2 ως συμπληρωματικά των δορυφόρων, στις δε δεύτερες υπάρχει το Έχελον ως κέντρο συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών. Εκ των πραγμάτων, η Κύπρος, λόγω Βάσεων, τελεί υπό καθεστώς απειλής. Χωρίς να διαθέτει αξιόπιστη εναέρια αποτροπή, αφού οι ρωσικοί TOR-M1 και BUK μερικώς μπορούν να επιχειρήσουν. Ακόμη και αν στραφούν για ν’ αποκρούσουν την ιρανική απειλή ή αυτήν της Χεσμπολάχ, δεν θα μπορούν να καλύπτουν την όποια τουρκική επί της οποίας είναι προσαρμοσμένα τα συστήματα αυτά. Λόγω του κενού που υπάρχει στην αεράμυνα είχε κλείσει η αγορά του αντιαεροπορικού συστήματος BARAK με πυραύλους 35, 70 και 150 χιλιομέτρων. Η κυπριακή Κυβέρνηση αγόρασε το BARAK με πυραύλους των 70 χιλιομέτρων. Με τον πόλεμο στη Γάζα και στον Λίβανο, η παράδοση του συστήματος δεν είναι βέβαιο εάν θα καθυστερήσει ή όχι. Ούτως ή άλλως, η Κυπριακή Δημοκρατία μετά την άρση του εμπάργκο στο στρατιωτικό υλικό από τις ΗΠΑ θα ήταν δυνατό να ζητήσει ακόμη και «Πάτριοτ» ή άλλα σχετικά οπλικά συστήματα αεράμυνας από ευρωπαϊκά κράτη. Επί του παρόντος, τόσο η αεράμυνα των Βάσεων όσο και της Κύπρου ολόκληρης στηρίζεται στον πολεμικό στόλο των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, που βρίσκονται στ’ ανοιχτά της Κύπρου. Ως εκ τούτου, θα ήταν μέγα πλήγμα εάν επέτρεπαν ή στη Χεζμπολάχ ή στο Ιράν να κτυπήσει τις Βρετανικές Βάσεις. Εκ των πραγμάτων, η Κύπρος λόγω Βάσεων καλύπτεται, όπως είχαμε ήδη γράψει από την αρχή της κρίσης, κάτω από την Ατσάλινη Αεράμυνα των ΗΠΑ.

Το μήλον της Έριδος

Η Τουρκία δεν είναι άμεσα εμπλεκόμενη στις συγκρούσεις στη Γάζα και στον Λίβανο, όμως υπάρχει μια πολεμική ρητορική που εγείρει το εξής ερώτημα: Μπορεί ή όχι η Τουρκία να κτυπήσει το Ισραήλ, όπως αρχικά απειλούσε ο Τούρκος Πρόεδρος, ο οποίος, όμως, μετά τις τελευταίες εξελίξεις, εμφανίζεται ως να τελεί υπό την απειλή του «σιωνιστικού επεκτατισμού», όπως ισχυρίζεται;

Σε αυτό το παιχνίδι, η Κύπρος καθίσταται γεωστρατηγικό και γεωπολιτικό μήλον της Έριδος, αφού:

1) Αποτελεί το νότιο τμήμα της νήσου, τη μοναδική έξοδο, που διαθέτει το Ισραήλ, λόγω της έλλειψης στρατηγικού βάθους, που είναι περικυκλωμένο από τους Άραβες και την Τουρκία. Άρα ο άξονας προς τη Σούδα μέσω Κύπρου είναι ζωτικός χώρος όχι μόνο για το Ισραήλ, αλλά και για τις ΗΠΑ και τους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους τους. Απόδειξη τούτου συνιστά η συγκέντρωση του 6ου στόλου ως αποτέλεσμα της κρίσης στη Μέση Ανατολή.

2) Αποτελεί ασπίδα και εμφανίζεται ως το αβύθιστο για την Τουρκία αεροπλανοφόρο, καθώς και αναπόσπαστο τμήμα της «Γαλάζιας Πατρίδας».

3) Αποτελεί ασπίδα για την Τουρκία από επιθέσεις που θα ήταν δυνατό να δεχτεί μέσω Κύπρου, εξ ου και η άρνησή της να δεχθεί την παρουσία ελληνικού στρατού και οι διαμαρτυρίες για την όποια στρατιωτική συνεργασία της Κύπρου με το Ισραήλ. Είναι όμως και για το Ισραήλ ασπίδα.

Γιατί;

Διότι, ουδόλως θα ήθελε το Ισραήλ:

Α) Να πέσει η Κύπρος στον πλήρη έλεγχο της Τουρκίας και δη μέσω μιας ομοσπονδιακής ή συνομοσπονδιακής λύσης, με τον πλήρη γεωπολιτικό έλεγχο του νησιού από την Άγκυρα.

Β) Να εγκατασταθούν στην Κύπρο τουρκικά πυραυλικά συστήματα, που θα στοχεύουν το Ισραήλ.

Τα πλεονεκτήματα του Ισραήλ

Το ερώτημα εάν μπορεί να κτυπήσει και να κάνει πόλεμο η Τουρκία με το Ισραήλ απαντάται ως εξής: Η Άγκυρα έχει τη δυνατότητα: 1) Να διενεργήσει επίθεση με την αεροπορία της ή με τη συσσώρευση στόλου. 2) Να κτυπήσει με πυραύλους και δη «Ταϊφούν» με βεληνεκές της τάξης των 600 χιλιομέτρων, όταν αυτά θα είναι επιχειρησιακά διαθέσιμα (αυτά εισήλθαν ήδη σε γραμμή παραγωγής από τον Μάιο του 2023 ).

Όμως η οποιαδήποτε τουρκική επίθεση: Α) Βρίσκεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των ΗΠΑ, που θέτουν υπό την προστασία τους και τον 6ο Στόλο το Ισραήλ, οπότε δεν θα επιτρέψουν στην Τουρκία μια τέτοια δράση. Β) Οτιδήποτε διενεργηθεί από αέρος, είτε είναι από μαχητικά είτε από πυραυλικά συστήματα, θα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί επιτυχώς από το Ισραήλ είτε με τους arrow και με το “iron dome” είτε με τα πλοία των συμμαχικών δυνάμεων και δη των ΗΠΑ, καθώς και με την ισραηλινή αεροπορία, η οποία υπερτερεί της τουρκικής.

Πύραυλοι και Τεχνητή Νοημοσύνη

Από την άλλη πλευρά το Ισραήλ υπερέχει στην αεροπορία και στα πυραυλικά συστήματα. Στην αεροπορία, εκτός των F-15 και F-16, διαθέτει και τα F-35, οπότε μπορεί να δράσει αναλόγως και με βάθος πυρός. Συν του ότι: i) Τα ισραηλινά F-35 είναι τα μόνα των οποίων οι υπολογιστές και λοιπά συστήματα δεν βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο των ΗΠΑ. ii) Η Τουρκία έχει πρόβλημα με την αεράμυνά της επί του παρόντος. Εξ ου και η αγορά των S-400, χωρίς όμως να παρέχει πλήρη κάλυψη, καθώς και η απόφαση που λήφθηκε στις 6.8.2024 για την κατασκευή του τουρκικού “iron dome”. iii) Το Ισραήλ διαθέτει αριθμό επιθετικών πυραύλων μέσου και μακρούς βεληνεκούς, από τους LORA με βεληνεκές 280 χιλιόμετρα ώς τους Jericho – 3 (Ιεριχώ) με βεληνεκές μεταξύ των 4,800 χλμ και 6,500 χιλιομέτρων. iv) Καμιά αμφιβολία δεν υπάρχει ότι το Ισραήλ υπερέχει στους τομείς του κυβερνοχώρου και της Τεχνητής Νοημοσύνης (πάσης φύσεως drones).

Ζώνες ασφαλείας και περιφερειακές δυνάμεις

Υπό αυτές τις συνθήκες και λαμβανομένου υπόψη ότι οι δυο χώρες δεν έχουν σύνορα, το πλεονέκτημα ανήκει στο Ισραήλ. Και όχι στην Τουρκία, η οποία στηρίζει τόσο τη Χαμάς όσο και τη Χεζμπολάχ, διότι θέλει την κατατριβή του Ισραήλ. Η Άγκυρα βολεύεται από το οπλοστάσιο και δη τους πυραύλους της Χεζμπολάχ, των οποίων το βεληνεκές καλύπτει και την Κύπρο. Εξ ου και οι απειλές του μ. Χασάν Νασράλα, ότι η Κύπρος ήταν εν δυνάμει στόχος λόγω των στρατιωτικών της σχέσεων με το Ισραήλ. Ήταν μια απειλή «made in Turkey», στη λογική του “proxy war”. Η εξουδετέρωση του οπλοστασίου της Χεσμπολάχ από το Ισραήλ είναι προς όφελος της Κύπρου, αλλά όχι προς όφελος του Ιράν και της Τουρκίας, η οποία δεν θέλει την εδραίωση του Ισραήλ στην περιοχή και την εξάλειψη των τρομοκρατικών απειλών. Δεν θα ήθελε να δει ούτε τον τερματισμό της σύγκρουσης μεταξύ Ιράν και Ισραήλ, διότι η κατατριβή των δυο χωρών, που συνιστούν περιφερειακές δυνάμεις, είναι για ευνόητους λόγους προς όφελος της Άγκυρας, η οποία εδραιώνεται και στην περιοχή της Συρίας, χωρίς ταυτοχρόνως να επιθυμεί τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας στον Βόρειο Λίβανο. Πώς όμως θα ασκήσει κριτική στο Ισραήλ, όταν κατέχει την Κύπρο και όταν έχει ήδη υπό κατοχή τμήμα της Συρίας στη λογική της ζώνης ασφαλείας;

Οι θαλάσσιες οδοί…

Η Τουρκία ελέγχει την περιοχή από τη Μαρμαρίδα ώς την Αλεξανδρέττα στην πρακτική της τουρκικής λίμνης ως τμήμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» με μια σειρά από ναυτικές και αεροπορικές Βάσεις στα παράλιά της (Ντάλαμα, Μερσίνα, Άδανα, κ.λπ) και την Κύπρο ως αβύθιστο αεροπλανοφόρο. Η Καρπασία και η Αμμόχωστος έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις θαλάσσιες οδούς και δη εκείνες προς την Αλεξανδρέττα, που προτού καταλήξουν εκεί αποκλίνουν προς Ισραήλ, Λίβανο και Συρία. Η Τουρκία θα ήθελε να έχει πρόσβαση στη θάλασσα και μέσω Συρίας, ενώ, ταυτοχρόνως, ουδόλως θα επιθυμούσε τη ζώνη ασφαλείας του Ισραήλ, διότι διευρύνει τον έλεγχο παράλιων περιοχών και ενισχύει τον έλεγχο της θαλάσσιας οδού προς την Αλεξανδρέττα. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο Ερντογάν εμφανίζεται ως να είναι απειλούμενος από το Ισραήλ, λόγω της εισόδου του στον Λίβανο. Η Τουρκία επιδιώκει τον έλεγχο των θαλασσίων οδών από και προς το Σουέζ και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι επεκτείνει τη λεγόμενη ΑΟΖ του ψευδοκράτους προς τις νότιες θάλασσες, καθώς και προς τη γραμμή Κρήτη, Κάρπαθος και Ρόδος, όπου βρίσκονται οι πύλες του Αιγαίου.

 

χαρτης 1 .jpg

 

Ο χάρτης δείχνει τα θαλάσσια δρομολόγια από το Σουέζ προς διάφορες κατευθύνσεις στην Ανατολική Μεσόγειο είτε προς Κύπρο είτε προς Αιγαίο είτε προς άλλες χώρες της περιοχής και δη προς την Αλεξανδρέττα. Η Τουρκία στοχεύει στον πλήρη έλεγχο των οδών αυτών. Θεωρεί την Κύπρο δεδομένη και σημαντικό τον έλεγχο των πυλών του Αιγαίου, όπως και της Κύπρου καθώς και της Καρπασίας. Πολύ, δε, θα ήθελε η Τουρκία να βγει μέσω Συρίας στη θάλασσα. Καθόλου δεν επιθυμούσε τη δημιουργία κουρδικής περιοχής με πρόσβαση στη θάλασσα. Στην παρούσα φάση η Άγκυρα δεν θα ήθελε να δει την ενίσχυση του Ισραήλ στην περιοχή και δη μέσω της αύξησης ενός παράλιου τμήματος του Λιβάνου, που θα εμπίπτει σε αυτό που ονομάζει ζώνη ασφαλείας με βάθος ώς 50 χιλιόμετρα.

 

Maritime Map 03 ΟΚΤ 2024.jpg

 

Ο χάρτης αποτυπώνει τη νέα διάταξη των ναυτικών αμερικανικών δυνάμεων και των λοιπών συμμαχικών στην περιοχή του Περσικού Κόλπου, στα στενά του Ορμούζ, στην Ερυθρά θάλασσα και στην Ανατολική Μεσόγειο. Εκ των πραγμάτων, οι Βρετανικές Βάσεις είναι εν δυνάμει στόχος για το Ιράν και τη Χεζμπολάχ. Και, λόγω των κενών της κυπριακής αεράμυνας, ο στόλος των ΗΠΑ είναι αυτός που προσφέρει ατσάλινο θόλο για την αναχαίτιση ενδεχόμενης επίθεσης είτε με πυραύλους είτε με drones.

 

XARTHS 1.jpg

 

Ο χάρτης αυτός αποτυπώνει τη ζώνη ασφαλείας που επιδιώκει να δημιουργήσει στον Λίβανο για να περιορίσει την απειλή της Χεζμπολάχ. Πρόκειται για τα όρια που τελούν κάτω από τον έλεγχο της UNIFIL, η οποία, όμως, αδυνατεί να βάλει χαλινάρι στη Χεζμπολάχ. Οι εντολές της UNIFIL από το Συμβούλιο Ασφαλείας έχουν, μεταξύ άλλων, ως στόχο να βοηθήσουν: α) στην κατάπαυση του πυρός, στην επιστροφή των Λιβανέζων στα σπίτια τους που είχαν αναγκαστεί να φύγουν λόγω εχθροπραξιών και β) τον νόμιμο στρατό του Λιβάνου να ανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης μετά την αποχώρηση των Ισραηλινών και όχι να επιτρέπει την κυριαρχία της Χεζμπολάχ.

 

FLIGHT RADAR.jpg

 

Οι δυο φωτογραφίες, ημερομηνίας 2/10/2024 από το flightradar24, απεικονίζουν πώς ο Ερντογάν, ενώ από τη μια πυροβολεί φραστικά το Ισραήλ, στην πράξη κάνει πλάτες στις Βρετανικές Βάσεις, που βρίσκονται στην Κύπρο, των οποίων τα αεροσκάφη (Eurofighter Typhoon) αναλαμβάνουν την ασφάλεια της περιοχής, επιχειρώντας από τον τουρκικό εναέριο χώρο για την αναχαίτιση ιρανικών πυραύλων. Μάλιστα, η δεύτερη δείχνει πώς βρετανικό αεροσκάφος ανεφοδιασμού (KC2 Voyager) βρίσκεται εντός του τουρκικού εναέριου χώρου. Για ποιο λόγο άραγε;

 

*Δρ των Διεθνών Σχέσεων

ΠΗΓΗ: Σημερινή

Συνέχεια ανάγνωσης

Γενικά θέματα

Reuters: Το Ιράν προσλαμβάνει τρομοκράτες για χτυπήμα σε Ευρώπη και ΗΠΑ! Η αποτροπή χτυπήματος στην Ελλάδα

Την υπόθεση της απόπειρας τρομοκρατικού χτυπήματος στην Αθήνα τον Μάρτιο του 2023 επαναφέρει με νέο δημοσίευμά του το Reuters.

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Στα τέλη του περσινού Μαρτίου ύστερα από συνεργασία της ΕΥΠ με τη Μοσάντ είχαν συλληφθεί δύο Πακιστανοί, που φέρεται να σχεδίαζαν τρομοκρατική επίθεση σε εβραϊκό εστιατόριο- συναγωγή στο κέντρο της Αθήνας.

Την υπόθεση της απόπειρας τρομοκρατικού χτυπήματος στην Αθήνα τον Μάρτιο του 2023 επαναφέρει με νέο δημοσίευμά του το Reuters. Το ειδησεογραφικό πρακτορείο σε ένα αναλυτικό ρεπορτάζ περιγράφει το πώς το Ιράν προσλαμβάνει τρομοκράτες για πλήγματα σε Ευρώπη και ΗΠΑ.

Στα τέλη του περσινού Μαρτίου ύστερα από συνεργασία της ΕΥΠ με τη Μοσάντ είχαν συλληφθεί δύο Πακιστανοί, που φέρεται να σχεδίαζαν τρομοκρατική επίθεση σε εβραϊκό εστιατόριο- συναγωγή στο κέντρο της Αθήνας.

Υπήρχε μάλιστα η πληροφορία ότι οι δύο άνδρες θα πληρώνονταν με 16.000 ευρώ για κάθε νεκρό, γι’ αυτό και σχεδίαζαν μαζικό χτύπημα.

«Καθώς η σύγκρουση Ιράν-Ισραήλ εντείνεται, η Τεχεράνη ταράζει τη Δύση με ένα κύμα απόπειρων χτυπημάτων και απαγωγών εναντίον στόχων στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες», αναφέρει το Reuters.

Η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της έχουν αναφέρει μια απότομη αύξηση τέτοιων συνωμοσιών που συνδέονται με την Ισλαμική Δημοκρατία. Από το 2020, υπήρξαν τουλάχιστον 33 απόπειρες δολοφονίας ή απαγωγής στη Δύση, στις οποίες οι τοπικές ή ισραηλινές αρχές ισχυρίζονται ότι συνδέεται με το Ιράν, διαπίστωσε το Reuters εξετάζοντας δικαστικά έγγραφα και επίσημες ανακοινώσεις.

Μεταξύ των πρόσφατων φερόμενων στόχων: ένα κτίριο που στεγάζει ένα εβραϊκό κέντρο και ένα εστιατόριο kosher στο κέντρο της Αθήνας. Από το κρησφύγετό του στο Ιράν, ένας Πακιστανός ονόματι Σαγιέντ Φαχάρ Αμπάς στρατολόγησε έναν παλιό γνώριμο που ζούσε στην Ελλάδα και τον οδήγησε να επιτεθεί στον χώρο, ισχυρίζονται οι ερευνητές σε έγγραφα που υποβλήθηκαν στις δικαστικές αρχές της υπόθεσης και τα οποία περιήλθαν στην κατοχή του Reuters. Ο Αμπάς είπε στην επαφή του ότι εργαζόταν για μια ομάδα που θα πλήρωνε περίπου 15.000 ευρώ ανά φόνο.

Σε μια ανταλλαγή WhatsApp τον Ιανουάριο του 2023 που περιγράφεται λεπτομερώς στα έγγραφα, οι δύο άνδρες συζήτησαν εάν θα χρησιμοποιήσουν εκρηκτικά ή εμπρησμό στην επίθεση. Ο Αμπάς τόνισε την ανάγκη παροχής αποδείξεων για απώλειες μετά το πλήγμα. «Υπάρχουν μυστικές υπηρεσίες», είπε, χωρίς να κατονομάσει. «Κάντε τη δουλειά με τρόπο που δεν αφήνει κανένα περιθώριο».

Τα έγγραφα που δεν είχαν αναφερθεί προηγουμένως περιλαμβάνουν εκατοντάδες σελίδες αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της προανακριτικής έρευνας στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων καταθέσεων μαρτύρων, αστυνομικών καταθέσεων και λεπτομερειών μηνυμάτων WhatsApp.

Οι ελληνικές αρχές συνέλαβαν τον Σιέντ Ιρτάζα Χάιντερ και έναν άλλο Πακιστανό πέρυσι, λέγοντας ότι η αστυνομία βοήθησε στην εξάρθρωση ενός τρομοκρατικού δικτύου που κατευθυνόταν από το εξωτερικό και είχε σκοπό να προκαλέσει «ανθρώπινη απώλεια». Οι δύο άνδρες αντιμετωπίζουν κατηγορίες για τρομοκρατία. Αρνούνται τις κατηγορίες.

Ο Χάιντερ, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος από την προφυλάκιση αυτή την άνοιξη με περιορισμούς, λέει ότι είναι αθώος. Σε συνέντευξή του, ο 28χρονος είπε στο Reuters ότι έστειλε στον Αμπάς εικόνες του κτιρίου αλλά εμπόδισε σκόπιμα να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε επίθεση, ελπίζοντας να πληρωθεί χωρίς να βλάψει κανέναν.

Συνέχεια ανάγνωσης

Γενικά θέματα

Analysis: How Iran’s Ballistic Missiles Strike Israel?

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

The U.S. traced the launch location to a valley south of the Iranian city of Shiraz.
Eran has launched its largest-ever attack on Israel, firing 180 ballistic missiles
These missiles travelled more than 1000 Miles from this Valley to reach Israel most populated city and military sights.

Fattah-2, the successor to the Fattah-1, It was used for the first time and is one of Iran’s advanced missile systems.
This missile is equipped with a —inside it is the warhead—which detaches and allows the missile to maneuver and glide at speeds between Mach 5 and 10.
The missile has a range of around 1,500 km, only slightly more than its predecessor, the Fattah-1.
What sets it apart from other ballistic missiles is its ability to accelerate outside the Earth’s atmosphere, while its aerodynamic control surfaces enable steering to evades the famous Arrow Missiles Defense system made by Israel.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ινφογνώμων

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή