Προ ολίγων ημερών παρακολουθήσαμε δύο μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη-Η.Π.Α και Καναδά- να αναγνωρίζουν, δια στόματος των προέδρων τους, την Γενοκτονία των Αρμενίων όπως αυτή συντελέστηκε στην επικράτεια του Οθωμανικού κράτους, κατά τα έτη 1915-1923 από το κίνημα των Νεότουρκων. Συμπληρώθηκε βέβαια ένας αιώνας, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Με ενθουσιασμό και δέος υποδεχτήκαμε οι Έλληνες πολίτες την θετική αυτή εξέλιξη καθώς, μέσω της ταύτισης, ξύπνησε μέσα μας το αίσθημα της ικανοποίησης, ως απόρροια της αποκατάστασης της αλήθειας και του δικαίου. Ταυτόχρονα αναζωπυρώθηκε η θύμηση και η ελπίδα της δικής μας δικαίωσης, όπως αυτή ιστορικά μας αναλογεί. Ωστόσο, πόσοι από εμάς θυμόμαστε ή γνωρίζουμε ότι το 2019 η γερουσία των Η.Π.Α εξέδωσε ψήφισμα σύμφωνα με το οποίο αναγνωρίζει και καταδικάζει συνολικά τις Γενοκτονίες των Αρμενίων, Ελλήνων, Ασσύριων, Χαλδαίων και λοιπών χριστιανικών πληθυσμών από τους Οθωμανούς κατά την παραπάνω χρονική περίοδο;
Ένα ψήφισμα και μία δήλωση που προσφέρονται ως δώρα εξ ουρανού για την κινητοποίηση της ελληνικής πολιτείας, η οποία αναγνώρισε επίσημα την Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολίας, το 1994 και το 1996, και έχει δεσμευτεί έκτοτε να πιέσει προς την διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας από τους Οθωμανούς.
Πάνω από 3.000.000 άνθρωποι οι οποίοι δολοφονήθηκαν εξ αιτίας της διαφορετικότητας τους. Ανάμεσα τους ελληνικοί γηγενείς πληθυσμοί του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης, της Μικράς Ασίας βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στις πατρογονικές τους εστίες.
Επιτυχημένη και συγκινητική η προσπάθεια των αποδήμων Αρμενίων για την απονομή δικαιοσύνης μέσω της αναγνώρισης της γενοκτονίας τους με τη στήριξη του κράτους της Αρμενίας. Στον αντίποδα, άκρως σκανδαλώδης, θλιβερή και μίζερη η διαχρονική πραγματικότητα του εν σήψη πολιτικού συστήματος της Ελλάδος, παρουσιάζεται διαχρονικά μέσα από την αποστομωτική απόκριση των αποδήμων Αρμενίων στους Έλληνες της διασποράς περί διεφθαρμένου ελληνικού κράτους, με το οποίο δε θέλουν να έχουν καμία συνδιαλλαγή.
Και τώρα τι;
Άγνωστο τι μπορεί να περιμένουμε από ένα πολιτικό προσωπικό ανασφαλές, με μειωμένα επίπεδα αυτοεκτίμησης και χαμηλό αξιακό κώδικα. Παρ’ όλα αυτά, φαντάζει καταθλιπτικό αν όχι σχιζοφρενικά αυτοκαταστροφικό το ενδεχόμενο μη ενεργοποίησης της ελληνικής διπλωματίας με στόχο την αναγνώριση της δεύτερης μεγαλύτερης Γενοκτονίας επί Οθωμανικού εδάφους, αυτής των Ελλήνων. Διότι διαφορετικά δεν μπορούμε να λεγόμαστε ούτε κράτος δικαίου ούτε κράτος ανθρωποκεντρικό που σέβεται και υπερασπίζεται τις ελευθερίες, τη διαφορετικότητα και τον πολιτισμό.
Για να μην επαναλάβεις ένα λάθος, πρέπει πρωτίστως να το αναγνωρίσεις και δευτερευόντως να το αποδεκτείς. Διαφορετικά θα επαναλαμβάνεις την ίδια συμπεριφορά και στο παρόν και στο μέλλον. Όπερ και εγένετo. Και αν η θολωμένη σου νοοτροπία δεν μπορεί να το αντιληφθεί οφείλουν να σε βοηθήσουν να το καταλάβεις όσοι βρίσκονται στον περιβάλλοντα χώρο σου. Ίσως να είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία μας να πράξουμε τα δέοντα ως ελεύθεροι, περήφανοι άνθρωποι που στεκόμαστε ευθυτενείς και με σεβασμό απέναντι στο βίωμα που έγινε ιστορία.
Γενοκτονία Ελλήνων. Διεθνή αναγνώριση τώρα.
Αγαπήστε τον εαυτό σας, αγαπήστε την πατρίδα σας, αγαπήστε την ανθρωπότητα.
Στην Τουρκία δεν είναι λίγοι αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι ο επόμενος στόχος του Ισραήλ μετά το Ιράν θα είναι η Τουρκία!!!
Υπάρχει υπόβαθρο στο θέμα αυτό. Πρώτος το είπε ο μέντορας του Ερντογάν, ισλαμιστής πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας και ιδρυτής του κόμματος Refah Partisi, Ν. Ερμπακάν.
Αυτός λοιπόν πριν από πολλά χρόνια είχε πει ότι το Ισραήλ πρώτα θα πλήξει τη Συρία, ακολούθως το Ιράν και στη συνέχεια την Τουρκία.
Επειδή ο Ερμπακάν ενέπνευσε με τις ισλαμικές – αντιδυτικες του θεωρίες μεγάλες μάζες του τουρκικού λαού, η πεποίθηση αυτή έχει σφηνωθεί για τα καλά στο μυαλό των Τούρκων και φυσικά του Ερντογάν.
Το έχω πει πολλές φορές. Οι Τούρκοι έχουν θέμα με την ψυχολογία τους όταν αισθάνονται την απειλή κοντά τους.
Πόση συμπερίληψη χωράει στην ιστορία; Υπήρχαν μαύροι ή μουσουλμάνοι Βίκινγκς;
«Σύγχρονες πολιτικές εμμονές, είτε αυτές είναι δικαιολογημένες είτε όχι, υπονομεύουν την κατανόησή μας για το παρελθόν», δηλώνει ο Ντέιβιντ Αμπουλάφια, ομότιμος καθηγητής ιστορίας του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ
Εχει σημασία τελικά εάν ένας ηθοποιός, ο οποίος υποδύεται ένα ιστορικό πρόσωπο, είναι λευκός, μαύρος ή Ασιάτης; Εάν κρίνουμε από τις «κόντρες» που ξέσπασαν τα τελευταία χρόνια για τον «μαύρο Αννίβα», τη «μαύρη Κλεοπάτρα», τον «γαλανομάτη Ιησού» και, μεταξύ πολλών άλλων, τους «μαύρους Βίκινγκς» των σύγχρονων τηλεοπτικών σειρών, τότε προφανώς τα χρώματα έχουν τη σημασία τους, όχι μόνο στα μάτια εκείνων που αντιδρούν αλλά και, ως επιλογές που στέλνουν συγκεκριμένα μηνύματα, στα χέρια όσων έκαναν το κάθε casting.
«Σύγχρονες πολιτικές εμμονές, είτε αυτές είναι δικαιολογημένες είτε όχι, στην πραγματικότητα διαστρεβλώνουν την ιστορία. Κοιτάζουν όσα έχουν προηγηθεί μέσα από ένα είδος διαστρεβλωτικού καθρέφτη, πράγμα το οποίο υπονομεύει την κατανόησή μας για το παρελθόν», δηλώνει στην «Κ» ο Ντέιβιντ Αμπουλαφία, ομότιμος καθηγητής ιστορίας του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ.
Ο Ντέιβιντ Αμπουλάφια, καθηγητής ιστορίας του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ (φωτ. Marit Hommedal / SCANPIX / Holbergprisen)
– Αναφέρατε σε πρόσφατο άρθρο σας τις ερμηνείες περί «ύπαρξης» μουσουλμάνων Βίκινγκ που ενθαρρύνουν κάποιες φιλανθρωπικές οργανώσεις στη Βρετανία. Υπήρξαν -ιστορικά- μαύροι ή μουσουλμάνοι Βίκινγκ;
Δεν αποκλείεται ένας πολύ μικρός αριθμός μαύρων σκλάβων να έφτασε στη Σκανδιναβία. Υπήρχε, άλλωστε, δουλεία στη Σκανδιναβία εκείνη την περίοδο. Ωστόσο, οι πιθανότητες να γίνουν κάποιοι από αυτούς πραγματικά Βίκινγκ πολεμιστές θα ήταν πολύ μικρές, επειδή οι ομάδες των πολεμιστών έτειναν να απαρτίζονται από τους φυλάρχους και τον κύκλο τους. Σε τελική ανάλυση, το ερώτημα είναι άλλο: Υπάρχουν ιστορικά στοιχεία που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο; Και η απάντηση είναι αρνητική. Οχι, δεν υπάρχουν στοιχεία για τέτοιους ανθρώπους. Ακόμη κι αν αυτοί υπήρξαν, ο αριθμός θα ήταν τόσο μικρός που δεν υπάρχει καμία ιστορία να ειπωθεί.
– Λέτε, λοιπόν, ότι δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία, ωστόσο έχουμε δει τέτοια πρόσωπα σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές τελευταία. Εχει σημασία, τελικά, αν ένας ηθοποιός είναι μαύρος ή λευκός σε μια ταινία; Πώς πρέπει να προσεγγίζουμε την απεικόνιση ιστορικών προσώπων;
Η ερώτηση σχετικά με την απεικόνιση είναι ενδιαφέρουσα επειδή σε κάποιες περιπτώσεις αυτές οι διαφορετικές απεικονίσεις μπορεί να λειτουργήσουν εξαιρετικά καλά. Θυμάμαι πριν από χρόνια σε ένα από τα έργα του Σαίξπηρ, το «Πολύ κακό για το τίποτα», είχαν έναν μαύρο ηθοποιό στον ρόλο του Δον Πέδρο, και το χρώμα του δέρματός του ήταν ένας τρόπος, κατά μία έννοια, να αναδειχθεί το γεγονός ότι ήταν ξεχωριστός. Από εκεί και πέρα ωστόσο, υπάρχουν απεικονίσεις που θέλουν να στείλουν άλλου τύπου μηνύματα και καταλήγουν να λειτουργούν ως παραποιήσεις του ιστορικού παρελθόντος. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι υπήρχαν μαύροι στο Λονδίνο τον 16ο αιώνα, και έτσι πλέον ακούμε πολλά για τους μαύρους Τυδώρ (σ.σ. black Tudors). Ωστόσο, ο αριθμός τους ήταν αρκετά μικρός. Νομίζω ότι δεν είναι ιδιαίτερα ωφέλιμο σε κανέναν να κάνει τους κατοίκους της Μεγάλης Βρετανίας να φαντάζονται ότι επειδή οι ίδιοι είναι μαύροι ή μελαχρινοί ή οτιδήποτε άλλο, άνθρωποι σαν αυτούς ζούσαν σε σημαντικούς αριθμούς σε αυτήν τη χώρα πριν από εκατοντάδες χρόνια. Αυτή είναι μια παραποίηση της ιστορίας.
– Κάποιοι ισχυρίζονται ότι αυτό που περιγράφετε είναι μια προσπάθεια να ξαναγραφτεί η ιστορία με τρόπο που να ταιριάζει σε νέα αφηγήματα περί διαφορετικότητας και συμπερίληψης.
Ναι, για αυτό ακριβώς πρόκειται σε μεγάλο βαθμό. Και αυτό είναι αναπόφευκτο να ανησυχεί, νομίζω, κάθε σοβαρό ιστορικό, επειδή η ιστορία έχει να κάνει με την προσπάθεια ανάκτησης της αλήθειας για το παρελθόν. Σύγχρονες πολιτικές εμμονές, είτε αυτές είναι δικαιολογημένες είτε όχι, στην πραγματικότητα διαστρεβλώνουν την ιστορία. Στην πραγματικότητα, κοιτάζουν το παρελθόν μέσα από ένα είδος διαστρεβλωτικού καθρέφτη, πράγμα το οποίο όμως υπονομεύει την κατανόησή μας για το παρελθόν.
– Πιστεύετε, όμως, ότι συμβάλλουν στην προώθηση της διαφορετικότητας και της συμπερίληψης;
Προφανώς και θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι θα έχουν ίσες ευκαιρίες. Ωστόσο, όλο αυτό έχει πια προχωρήσει πολύ παραπέρα. Eτσι, τώρα έχουμε την απαίτηση όχι μόνο για ισότητα, αλλά για την αμερικανική χρήση του όρου «ισότητα» (σ.σ. equity) που δεν περιλαμβάνει απλώς την παροχή ίσων ευκαιριών στους ανθρώπους αλλά σημαίνει στην πραγματικότητα το να ευνοείς εκείνους που θεωρείς μειονεκτούντες. Ωστόσο, ποιος αποφασίζει ποιοι είναι μειονεκτούντες και ποιοι όχι; Αυτό από μόνο του είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Και αυτό περιλαμβάνει θετικές διακρίσεις (σ.σ. positive discrimination), οι οποίες όμως στη χώρα μου θεωρούνταν κάτι το παράνομο. Είχαμε μια τέτοια υπόθεση στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου διαφημίζονταν θέσεις εργασίας ακαδημαϊκού προσωπικού και μία από τις απαιτήσεις ήταν οι υποψήφιοι να υποβάλουν μια δήλωση δύο σελίδων σχετικά με το τι σημαίνει για αυτούς το τρίπτυχο EDI («Equity, Diversity, and Inclusion», «Ισότητα, Διαφορετικότητα και Συμπερίληψη»). Εγώ και κάποιοι άλλοι καταφέραμε να πείσουμε το πανεπιστήμιο ότι αυτό ήταν παράνομο, ότι στην πραγματικότητα δεν μπορείς να το απαιτείς στο πλαίσιο μιας αίτησης για πρόσληψη. Νομίζω λοιπόν ότι είναι μια από εκείνες τις περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι απλώς προχωρούν ολοένα πιο πέρα, με αποτέλεσμα όμως στην πραγματικότητα να δυσφημούν μια έννοια που θα μπορούσε να είναι αρκετά χρήσιμη αν εφαρμοζόταν με συνετό τρόπο, όχι ως εργαλείο διακρίσεων, αλλά ως μέσο ενίσχυσης των ευκαιριών για τον πληθυσμό γενικότερα.
– Μπορείτε να ανακαλέσετεάλλες προσπάθειες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν απόπειρες να ξαναγραφτεί η ιστορία;
Αυτό που έχουμε αυτήν την στιγμή στη Βρετανία είναι, για παράδειγμα, το επιχείρημα ότι το Στόουνχεντζ χτίστηκε από μαύρους. Και πάλι, θα μπορούσε κανείς να πει ότι όλα αυτά παρουσιάζονται με τις πιο αγαθές προθέσεις, ως ένας τρόπος ώστε άτομα από εθνοτικές μειονότητες να συνδεθούν με το παρελθόν. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις μιλάμε για ευσεβείς πόθους που δεν στέκουν ιστορικά. Ο κρίσιμος κανόνας που πρέπει να ακολουθεί κανείς όταν γράφει ιστορία είναι να κάνει πίσω, όχι να προσπαθεί να εισαγάγει ηθικές αξίες του 21ου αιώνα σε αυτό που εξετάζει, αλλά να προσπαθεί να κατανοήσει την στάση των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Σε σχέση με τη δουλεία για παράδειγμα, η ιδέα ότι ένα άτομο μπορεί να κατέχει ένα άλλο άτομο είναι για εμάς σήμερα αδιανόητη. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί ότι θα μπορούσε να κατέχει ως ιδιοκτησία του ένα άλλο άτομο. Ωστόσο, ιστορικά πρέπει να δεχτούμε ότι οι άνθρωποι το έκαναν αυτό, ότι μέχρι και τον 19ο αιώνα υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν ότι ήταν μέρος ενός νορμάλ τρόπου σκέψης. Δεν το αποδεχόμαστε, λοιπόν, αλλά αυτό που κάνουμε είναι να το περιγράφουμε. Προσπαθούμε να εξηγήσουμε τι σήμαινε στην πραγματικότητα αυτό. Τι σήμαινε για τους σκλάβους; Τι σήμαινε για τους ιδιοκτήτες τους; Για την οικονομία; Ωστόσο, υπάρχει η ανησυχία ότι η συγγραφή της ιστορίας έχει πια κυριαρχηθεί τόσο πολύ από μοντέρνες ιδεολογίες που χάνουμε την επαφή με τον τρόπο με τον οποίο κατανοούσαμε το παρελθόν προσπαθώντας να εισέλθουμε στον κόσμο όσων έζησαν τους προηγούμενους αιώνες.
Η ιστορική πραγματικότητα είναι αμείλικτη και μας διδάσκει πως, ως Ελληνισμός, εάν και αυτή τη φορά, δεν καταφέρουμε να εντοπίσουμε και να απομονώσουμε μια για πάντα τους εσωτερικούς αυτούς εχθρούς, τους δήθεν ανοιχτόμυαλους, τους πολιτικά «ορθούς» και τους δήθεν ρεαλιστές, μοιραίως θα θυσιάζουμε «Παλαιολόγους» και θα υφιστάμεθα «Αλώσεις»!
Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως την 29η Μαΐου του έτους 1453 μ.Χ. αποτελεί αναμφισβήτητα ιδιαίτερο σταθμό στο γεωπολιτικό γίγνεσθαι της εποχής, καθώς και γεγονός που σημάδεψε σημαντικά την παγκόσμια ιστορία επί τέσσερις τουλάχιστον αιώνες.
Γράφει ο Νικόλαος Ταμουρίδης Αντγος (ε.α)-Επίτιμος Α’ Υπαρχηγός ΓΕΣ
Ερευνώντας τα βασικά αίτια της πτώσης, αν ταξιδέψουμε στο άλλοτε κραταιό Βυζάντιο στις παραμονές της αλώσεως, διαπιστώνουμε ότι οι τελευταίοι αυτοκράτορες Παλαιολόγοι, εκτός του αγώνα εναντίον των εξωτερικών εχθρών Τούρκων, έδιναν συγχρόνως και έναν άλλο ιδιότυπο εσωτερικό αγώνα, πολύ πιο σημαντικό ίσως για την άμυνα της Πόλης. Ένα αγώνα εναντίον του «εσωτερικού εχθρού», των «πρόθυμων ηλιθίων», που δούλευαν συνειδητά υπέρ του εαυτού τους και των εχθρών της αυτοκρατορίας και εναντίον της ενότητας και της ανάκτησης της ισχύος της.
Ακόμη και εκείνη την εποχή που προηγήθηκε της αλώσεως, η λατρεία της εξουσίας και του χρήματος, η ατολμία στις αποφάσεις, η λεγόμενη πολιτική του «κατευνασμού», καθώς και η λανθασμένη επιλογή συμμαχιών από ανίκανους και δουλοπρεπείς «ηγέτες», έκριναν κατά πολύ τα μετέπειτα θλιβερά γεγονότα.
Υπενθυμίζουμε βέβαια ως σημαντικό γεγονός, ότι είχε προηγηθεί η Άλωση της Πόλης το 1204 από τους Φράγκους, τους δυτικούς «σταυροφόρους», η οποία σήμανε ουσιαστικά το τέλος της γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής υπεροχής του ζωτικού αυτού κέντρου επικοινωνίας του τότε πολιτισμένου κόσμου.
Η σοβαρά «τραυματισμένη» αυτοκρατορία όμως είχε ακόμη δυνάμεις. Έτσι πέτυχε την ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως το 1261, αλλά το κακό είχε ήδη συντελεστεί σε μεγάλο βαθμό. Κι αυτό ήταν η καταστροφικά αμφιταλαντευόμενη πολιτική των κέντρων εξουσίας μεταξύ Δύσης και Ανατολής, γεγονός που διαδραμάτισε κρισιμότατο ρόλο στη μετέπειτα πορεία της. Από την μια πλευρά η πιεστική επιλογή της «ένωσης των εκκλησιών» και της παράδοσης των γεωπολιτικών και γεωοικονομικών προνομίων της Αυτοκρατορίας σε «δυτικούς συμμάχους» και από την άλλη οι πιέσεις από τους ανατολίτες κατακτητές, οδήγησαν στην σταδιακή κατάρρευση, κυρίως από λανθασμένες στρατηγικές επιλογές.
Μοιραίως λοιπόν φτάσαμε στο βράδυ της αποφράδας εκείνης ημέρας, όταν ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, θυσιαζόμενος, διατράνωνε την διαχρονικά μνημειώδη και ιστορική απάντηση των υπερηφάνων Ελλήνων όταν καλούνται να παραδώσουν «γην και ύδωρ»: «Τό δέ τήν Πόλιν σοί δοῦναι οὔτ’ ἐμόν ἐστί οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινή γάρ γνώμη πᾶντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν»!
Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς Τούρκους, και η θυσία του τελευταίου Αυτοκράτορα αποτέλεσαν την τελική φάση μιας, επί δύο και πλέον αιώνες, καθοδικής πορείας του σπουδαιότερου ανθρώπινου πολιτισμού προς την παρακμή.
Ερχόμενοι τώρα στην σημερινή εποχή και στην σύγχρονη Ελλάδα, διαβλέπουμε καθαρά να επικρατεί ακριβώς η ίδια καταστροφική νοοτροπία. Οι ίδιες και χειρότερες πολιτικές, καθώς και ο εσωτερικός κίνδυνος. Δουλοπρεπείς, ραγιάδες πολιτικοί καταστρέφουν, κατά το πλείστον συνειδητά, τις εθνικές, πνευματικές, πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές δομές της πατρίδας μας και επιτρέπουν τον καταστροφικό εποικισμό της χώρας από αμέτρητους αλλοεθνείς και αλλόθρησκους. Ουσιαστικά, γυαλίζουν από τη μια πλευρά τα σκαρπίνια των γραβατωμένων δανειστών της Δύσης και από την άλλη τις μπότες των πασάδων της Ανατολής.
Η ιστορική πραγματικότητα είναι αμείλικτη και μας διδάσκει πως, ως Ελληνισμός, εάν και αυτή τη φορά, δεν καταφέρουμε να εντοπίσουμε και να απομονώσουμε μια για πάντα τους εσωτερικούς αυτούς εχθρούς, τους δήθεν ανοιχτόμυαλους, τους πολιτικά «ορθούς» και τους δήθεν ρεαλιστές, μοιραίως θα θυσιάζουμε «Παλαιολόγους» και θα υφιστάμεθα «Αλώσεις»!