Ακολουθήστε μας

Κρινιώ Καλογερίδου

Πόντε μου, άστρο φωτεινό κι ελληνική πατρίδα!…

Δημοσιεύτηκε

στις

ΑΦΙΕΡΩΜΑ (Ημέρα Μνήμης: Γενοκτονία Ποντίων, 1919-2022)

Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου

Πόντε μου, άστρο φωτεινό κι ελληνική πατρίδα!…

Σε μια δυσπρόσιτη, ορεινή περιοχή της Μικράς Ασίας, έκτασης 71.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, με κοιλάδες, μικρά οροπέδια και παραλιακές ζώνες κατά μήκος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας, γεννήθηκε και ανδρώθηκε ο ποντιακός ελληνισμός, με παρουσία που χάνεται στους μύθους των Αργοναυτών και της αρχαϊκής περιόδου (750- 480 πΧ).

Οι Πόντιοι ήταν το πιο απομονωμένο, αλλά τόσο γνήσιο κομμάτι της ελληνικής φυλής, που μετέφερε στους κατά καιρούς βαρβάρους επιδρομείς της την ελληνική σκέψη, τη γλώσσα και τη θρησκεία της μητροπολιτικής Ελλάδας. Στα παράλια αυτής της χαμένης για μας πατρίδας κατέληξαν ξεθεωμένοι απ’ την ιστορική τους πορεία οι Μύριοι του Ξενοφώντα (401πΧ) και φώναξαν το περίφημο: ”θάλαττα, θάλαττα” προσμένοντας την επιστροφή στη γενέθλια γη τους…

Το κράτος του Πόντου, που ιδρύθηκε κατά την περίοδο 363-302 πΧ με ελληνικό χαρακτήρα και υψηλή περσική εποπτεία, πέρασε από διάφορες φάσεις στην ιστορική του πορεία, με σπουδαιότερη αυτήν της ακμής του στα χρόνια του Μιθριδάτη ΣΤ’ (120-63 πΧ), που ήταν υπολογίσιμος αντίπαλος τότε για τους Ρωμαίους, σε σημείο να κάνει δυο εκστρατείες εναντίον τους , φτάνοντας μέχρι την νότια Ελλάδα (147 πΧ η κατάκτηση της Μακεδονίας απ’ τους Ρωμαίους και 146 της υπόλοιπης Ελλάδας).

Πολύ αργότερα, τον 3ο αι. μΧ, ο Πόντος εκχριστιανίστηκε και ακολούθησε τη μοίρα του υπόλοιπου ελληνισμού. Όταν ανέβηκε ο Ιουστινιανός στο θρόνο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (527-565) και τη χώρισε σε θέματα, έδωσε στον Πόντο διοικητική οντότητα, για να μπορεί περιφερειακά να αντιμετωπίσει τα εχθρικά βαρβαρικά φύλα.

Τον Πόντο είχαν πεδίο δράσης σπουδαίοι άντρες της μεσαιωνικής περιόδου, όπως οι βυζαντινοί ακρίτες, τα έργα και οι ημέρες των οποίων περιγράφονται ανάγλυφα στο λόγιο ”Έπος του Διγενή Ακρίτα”, που ανακαλύφθηκε το 1873 στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στο όρος Βέρμιο (Καστανιά Ημαθίας).

Έκτοτε ο Πόντος ”χάνεται” κάπου στο διάβα της ιστορίας, μέχρι να επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο με την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, που ιδρύθηκε τη χρονιά της Δ’ Σταυροφορίας κατά του Βυζαντίου (1204) απ’ τους Κομνηνούς (Αλέξιο και Δαβίδ), η οποία σηματοδοτεί την έναρξη της Φραγκοκρατίας (1204 -1261).

Το ελληνικό κράτος της Τραπεζούντας, το ”κράτος των Μεγάλων Κομνηνών”, έζησε μέχρι το 1461, οπότε υποδουλώθηκε κι αυτό στους Τούρκους, που είχαν ήδη αλώσει την Πόλη απ’ το 1453. Η κατάκτηση της αυτοκρατορίας του Πόντου απ’ τους Τούρκους σήμανε το τέλος της ελευθερίας των Ποντίων, αλλά όχι της εθνικής τους συνείδησης, αφού σ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης διατήρησαν τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικότητάς τους: τη γλώσσα και την ορθόδοξη πίστη τους.

Η οθωμανική κατάκτηση του Πόντου πέρασε από τρεις πολυτάραχες φάσεις, η τρίτη από τις οποίες ήταν και η πιο δραματική γιατί συνδέεται με τη γενοκτονία των Ποντίων. Η πρώτη άρχισε μετά την άλωση της αυτοκρατορίας του Πόντου (1461) και τέλειωσε στα μέσα του 17ου αιώνα, κατά τον οποίο οι Οθωμανοί προσπαθούσαν να εδραιώσουν την αυτοκρατορία τους μέσα στα σύνορα του κατακτημένου Βυζαντινού κράτους.

Η δεύτερη φάση (1650-1870) σηματοδοτεί την παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την απαρχή απηνών διωγμών σε βάρος των Ποντίων, πολλοί από τους οποίους αναγκάστηκαν τότε να εξισλαμιστούν. Έκτοτε, μόνοι και ξεχασμένοι, έδιναν άνισο αγώνα αντίστασης κατά των κατακτητών τους. Οι μισοί απ’ αυτούς εξοντώθηκαν κι από τους άλλους μισούς που σώθηκαν άλλοι ανέβηκαν στα βουνά (για να γλιτώσουν τις εξορίες και τις εκτελέσεις), απ’ όπου ξεκίνησαν την επικών διαστάσεων αντίστασή τους κατά των Τούρκων(”ποντιακό αντάρτικο”), ενώ άλλοι κατέφυγαν στη Νότια Ελλάδα ή διασκορπίστηκαν.

Η δεύτερη φάση ήταν η απαρχή της αντίστροφης μέτρησης για τον ποντιακό ελληνισμό, αφού σαρώθηκε κυριολεκτικά απ’ τη ληστρική φορολογία των σουλτάνων και τον βίαιο εξισλαμισμό του (ο πληθυσμός του μειώθηκε σε 120.000), για να περάσει στη συνέχεια στην περίοδο της ελληνικής επανάστασης στην Ελλάδα, κατά την οποία ο Πόντος ήταν αδύνατο να συμμετάσχει λόγω της γεωγραφικής του θέσης.

Η τρίτη και πιο δραματική φάση (που καλύπτει τα τελευταία 50 χρόνια) περιλαμβάνει τη χρονιά της ποντιακής γενοκτονίας (1919) και φτάνει ως το μοιραίο έτος της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922), με πιο τραγική δεκαετία για τους κατοίκους του Πόντου αυτήν που άρχισε με τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) και τέλειωσε με τον ξεριζωμό τους απ’ την προγονική γη.

Είχε προηγηθεί εντωμεταξύ στην Τουρκία η γενοκτονία 1.500.000 Αρμενίων το 1915 απ’ τους Κεμαλιστές σφαγείς τους και ήταν τόσο ο σάλος που δημιουργήθηκε απ’ τα απάνθρωπο αυτό γεγονός ευρωπαϊκά και παγκόσμια, ώστε να επισκιάσει την επόμενη γενοκτονία, αυτήν των 326.000-382.000 Ποντίων, η ημέρα μνήμης των οποίων καθιερώθηκε να τιμάται στις 19 Μαΐου από το 1994, με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων.

Η διαδικασία εξόντωσης των Ποντίων, ωστόσο, δεν συντελέστηκε σ’ ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, αλλά σε εκτεταμένο. Θα λέγαμε, σχηματικά, ότι έγινε σε τρεις συνεχόμενες φάσεις:

Πρώτη: Από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ως την κατάληψη της Τραπεζούντας από τον ρωσικό στρατό (1914-1916).

Δεύτερη: Απ’ την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1918).

Τρίτη: Από το τέλος του ”Μεγάλου Πολέμου” ως τη Συνθήκη της Λωζάνης και την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας (1918-1923).

Ασφαλώς, από πιο πριν ακόμα (1908, επανάσταση Νεοτούρκων υπό τον Κεμάλ και τέλος της σουλτανικής κυριαρχίας) είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τους Έλληνες χριστιανούς του Πόντου. Το γενοκτονικό όμως σχέδιο των Τούρκων άρχισε να ζυμώνεται την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων (1912-’13), που ήταν και η πρώτη κατά την οποία οι Νεότουρκοι εκδήλωσαν τη διάθεσή τους να αφανίσουν τους Έλληνες και Αρμένιους της Μ. Ασίας.

Η ήττα ωστόσο στους Βαλκανικούς Πολέμους και η έξωσή τους απ’ τα Βαλκάνια άλλαξε τον προγραμματισμό των Τούρκων και τους έκανε να εκμανούν κατά των Ποντίων. Έτσι, μες στον ανθελληνικό παροξυσμό τους, άρχισαν να κατασυκοφαντούν και να δαιμονοποιούν όχι μόνο αυτούς, αλλά και τους υπόλοιπους χριστιανούς της Μικράς Ασίας. Τότε ήταν που κυκλοφόρησε στην Ανατολία μια ενδεικτική του μίσους που έτρεφαν προκήρυξη, η οποία έγραφε χαρακτηριστικά:

”Εμείς οι Τούρκοι πεινάμε και βασανιζόμαστε, γιατί οι Έλληνες κρατούν στα δικά τους χέρια το εμπόριο και το βιος μας…” Και κατέληγε με την προτροπή:”… Διακόψτε κάθε επαφή με τους γκιαούρηδες. Μην αγοράζετε τα προϊόντα τους. Έχετε μήπως ανάγκη τη φιλία τους; Κερδίζετε κάτι από τη συμβίωση μαζί του;”

Ας ληφθεί υπόψη ότι τόσο αυτό όσο και άλλα έγγραφα που κυκλοφορούσαν σε εκατομμύρια αντίτυπα κατά του ελληνισμού της Μ. Ασίας τότε έφεραν την υπογραφή της ”Γερμανικής Τράπεζας Παλαιστίνης” κι αυτό ήταν άλλη μία απόδειξη ότι τα γερμανικά ιδρύματα και οι τράπεζες ήταν οι χρηματοδότες των Νεοτούρκων…

Τα πρώτα κρούσματα βιαιοπραγιών και σφαγών κατά των Ποντίων, που ήταν προμήνυμα για το τι θα επακολουθούσε, σημειώθηκαν το 1914, όταν μονάδες του τακτικού στρατού μπήκαν σε περιοχές του Πόντου με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό και επιδόθηκαν σε σφαγές και λεηλασίες.

Τότε αιχμαλωτίστηκαν και επιστρατεύτηκαν αναρίθμητοι Έλληνες (ιδίως νέοι) απ’ τα χωριά τους και οδηγήθηκαν, μέσα από πορείες θανάτου σε δύσβατες περιοχές, στα τάγματα εργασίας της Ανατολίας, όπου οι περισσότεροι αποδεκατίστηκαν, μη αντέχοντας τις ασθένειες και τις κακουχίες από το βαρύ κρύο.

Μπροστά σ’ αυτά τα δεινά των Ελλήνων του Πόντου δεν έμειναν απαθείς τότε πολλοί δήμαρχοι, αλλά δεν μπόρεσαν να αλλάξουν τον ρουν των πραγμάτων, αφού εισέπρατταν μόνιμα αδιαφορία κι απανθρωπιά. Στο τέλος του 1915 μάλιστα, τη μαύρη χρονιά της σφαγής των Αρμενίων, οι Τούρκοι άρχισαν να προετοιμάζουν μεθοδικά τον αποδεκατισμό των Ποντίων έχοντας στο πλευρό τους, ως ηθικό αυτουργό και σύμμαχο, τον Κάιζερ της Γερμανίας.

Απ’ την επόμενη χρονιά (1916), ωστόσο, αγρίεψαν περισσότερο τα πράγματα για τους Έλληνες του Πόντου, γιατί μπήκε στο παιχνίδι της εξόντωσής τους ένα ακόμα αιμοσταγές πρόσωπο, ο Εμβέρ πασάς (ηγετικό στέλεχος των Νεότουρκων εθνικιστών), με διαταγή του οποίου πυρπολήθηκαν και καταστράφηκαν δεκάδες χωριά.

Για τα τότε γεγονότα έγραφε στην παρισινή ”Journal” ο Ανρί Μπαρμπίς ότι οι τσέτες (μουσουλμάνοι κατάδικοι, ληστές) έκαναν επιδρομές στις ελληνικές περιοχές και άρπαζαν νεαρά κορίτσια, για να τα πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα που είχαν ιδρύσει στις μεγάλες πόλεις οι Τούρκοι.

Αυτό το επιβεβαίωσε και ο Γάλλος συγγραφέας Πιερ Αλλώ, γράφοντας πως οι Ελληνίδες σέρνονταν στα σκλαβοπάζαρα του Ικονίου και του Μπαλίκεσιρ και στα χαμαιτυπεία της πόλης του Γενί Σεχίρ, όπου μεθυσμένοι Τούρκοι στρατιώτες τις βίαζαν…

Τότε ήταν που πολλοί κάτοικοι της Σαμψούντας κατέφυγαν μες στην απελπισίας τους, στον μητροπολίτη Αμάσειας Γερμανό Καραβαγγέλη και του ζήτησαν τη μεσολάβησή του. Σαν απάντηση, ωστόσο, στις παρακλήσεις του, εκτελέστηκαν απ’ τους Τούρκους 47 νέοι που κρατούνταν στις φυλακές της Σαμψούντας, ενώ – σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του επισκόπου Τραπεζούντας – τα θύματα εκείνης της περιόδου ανήλθαν σε 100.000…

Από το φθινόπωρο, εντωμεταξύ, της χρονιάς αυτής πολλαπλασιάστηκαν τα θύματα απ’ τις ”πορείες θανάτου” προς τα τάγματα εργασίας, στα οποία οδηγούνταν τώρα όλοι οι Πόντιοι ανεξαιρέτως. Στο τέλος του χρόνου το κακό είχε γενικευθεί με απανωτές πυρπολήσεις χωριών, εκτελέσεις ανδρών, βιαιοπραγίες και εξισλαμισμούς ή κατάληξη για πολλές από τις γυναίκες στα τουρκικά χαρέμια.

Την επόμενη χρονιά, με αφορμή αποδράσεις Ποντίων απ’ τα Τάγματα Εργασίας, οι διώξεις εναντίον τους εντάθηκαν, με αποτέλεσμα να πυρποληθούν 88 χωριά και να εξοντωθεί απροσδιόριστος αριθμός ανδρικού πληθυσμού τους, ενώ οδηγήθηκαν σε θανατική καταδίκη – δια της μεθόδου των μαζικών εκτοπίσεων στα βάθη της Ανατολίας – αμέτρητα γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι…

Το 1917, επίσης, οι Τούρκοι κατέστρεψαν την ανθηρή κωμόπολη Τσαρσαμπά (αρχαία Θεμίσκυρα) σβήνοντάς την κυριολεκτικά απ’ τον χάρτη. Την ίδια περίοδο ξέσπασαν σε ωμότητες στα χωριά της επαρχίας Κολωνείας και σ’ εκείνα που βρίσκονταν γύρω από τη Σαμψούντα, οδηγώντας σε εξορία όλο τον πληθυσμό του Καντίκιοϊ, με αποτέλεσμα την εξόντωση των περισσότερων από το δριμύ ψύχος κατά την πεζοπορία τους ως το Τσόρουμ και τα εκεί υπάρχοντα Τάγματα Εργασίας.

Η γενοκτονία των Ποντίων συνεχίστηκε το 1918-19, με κλιμακούμενη την εξέλιξή της. Οι σφαγές τους αποτελούσαν πλέον καθημερινότητα και για τον λόγο αυτό χιλιάδες άμαχοι κατέφευγαν στα όρη, όπου είτε τους έβρισκαν και τους εξόντωναν οι εχθροί είτε πέθαιναν απ’ το κρύο και την πείνα.

Στο τέλος του 1918 άρχισαν να ακούγονται κάποιες μεμονωμένες φωνές που κατήγγειλαν τη γενοκτονία, ανάμεσα στις οποίες ήταν κι αυτή του Εντίπ Χανεμ που έγραφε με τύψεις: ”… ξεριζώνουμε τους Έλληνες, όπως ακριβώς κάναμε τρία χρόνια πριν με τους Αρμενίους. Γι’ αυτόν το σκοπό, φθάσαμε να χρησιμοποιούμε μεθόδους ίδιες με εκείνες του Μεσαίωνα…”

Σ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, εντωμεταξύ, η τουρκική προπαγάνδα σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου έδινε κι έπαιρνε επαυξάνοντας τον φανατισμό των εθνικιστικών οργανώσεων (με πιο σκληρή την ”Μενζέλ” (”Βεληνεκές”), που άρχισαν γενικευμένες σφαγές με σκοπό να εξαλειφθεί οριστικά το ελληνικό στοιχείο του Πόντου. Μόνο απ’ την επαρχία Αμάσειας τότε μετατοπίσθηκαν ή εξορίστηκαν 72.375 απ’ τον ολικό πληθυσμό της απ’ τους οποίους μόνο το τριάντα τοις εκατό επέζησε. Οι υπόλοιποι πέθαναν στην εξορία ή εξοντώθηκαν απ’ τους Τούρκους.

Τον επόμενο χρόνο, παραμονές της ελληνικής εκστρατείας για την απελευθέρωση της Μικράς Ασίας, η κατάσταση στον Πόντο έγινε τρισχειρότερη με τις επιδρομές των τσετών (Τούρκων ατάκτων) στα ελληνικά χωριά, που λεηλατούσαν και σκότωναν τους ανυπεράσπιστους Έλληνες.

Όσο περνούσε μάλιστα ο καιρός κορυφωνόταν η εθνοκάθαρση σε βάρος των αμάχων Ποντίων, για το λόγο ότι η προέλαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη είχε γεμίσει τους Τούρκους με φανατισμό τους τον οποίο εκτόνωσαν τελικά πάνω τους.

Εκείνο το καλοκαίρι του ’19 η τρομοκρατία ξεπέρασε κάθε όριο και η πόλη-θύμα αυτή τη φορά ήταν η Σαμψούντα. Μετά το εκτοπισμό των κατοίκων της, πήραν σειρά τα 394 ελληνικά χωριά της, που δέχτηκαν τις βάρβαρες επιθέσεις των τσετών κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη ερήμωσαν. Μαρτυρίες Τούρκων προκρίτων ανέφεραν χαρακτηριστικά πως ”έβαζαν τους Ρωμιούς που αντιστέκονταν σε τσουβάλια κι αφού έδεναν τα στόμιά τους, τους πετούσαν στο βυθό της θάλασσας…

Στο τέλος του ’19, μετά από συμφωνία των Κεμαλικών με Ρώσους μπολσεβίκους (κομμουνιστές), οι πρώτοι ενισχύθηκαν οπλικά με πολεμικό υλικό που χρησιμοποίησαν κατά των ανυπεράσπιστων Ποντίων. Οι πλατείες των ελληνικών χωριών μετατράπηκαν σε λίμνες αίματος απ’ τις μαζικές εκτελέσεις τους με ρωσικά πολυβόλα.

Η κορύφωση του ποντιακού δράματος ήρθε το 1920-21, όταν η όλη επιχείρηση εθνοκάθαρσης πήρε πλέον τη μορφή πλήρους γενοκτονίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες από έκθεση του Βρετανού πλοιάρχου Πέρινγκ, η κατάσταση στην Τραπεζούντα ήταν εφιαλτική λόγω των καταδρομικών επιδρομών του αρχιλήσταρχου Αλή Ριζά, που πρωτοστατούσε στις σφαγές των κατοίκων της πόλης και των γύρω χωριών.

Οι βιασμοί σε βάρος των Ελληνίδων στο Κιόσελι δεν είχαν προηγούμενο, ενώ ήταν χωρίς προηγούμενο και η καταλήστευση των κατοίκων, κάποιοι από τους οποίους – 300 στον αριθμό – κάηκαν ζωντανοί με πρωτοβουλία του λήσταρχου Καραμιστίχ. Τα ίδια και χειρότερα έγιναν στην πόλη της Μερζιφούντας και στις άλλες ποντιακές πόλεις ( τους Ορδούς, την Οινόη, την Μπάφρα, την Κερασούντα κλπ).

Το 1921 άρχισαν μαζικές εκκαθαρίσεις των Τούρκων σε βάρος των πληθυσμών της Σαμψούντας και της Αμάσειας, όπου οι Κεμαλικοί σκότωναν Έλληνες αδιακρίτως. Στους Ανδριάντες, το ελληνικό κεφαλοχώρι, ο ελληνικός πληθυσμός διασκορπίστηκε στα πυκνά δάση της ευρύτερης περιοχής, αλλά κι εκεί τον βρήκαν οι Τούρκοι και εκτέλεσαν τους περισσότερους…

Στο χωριό Καβάκογλου Τεπέ σκότωσαν 500 κατοίκους, ενώ στο σχολείο του Ογούζ Αλάν έκαψαν ζωντανά 500 γυναικόπαιδα. Στο Κιοβντσέζου, πάλι, έσφαξαν 570 άντρες μέσα σε εκκλησία. Τα ίδια έκαναν οι Τούρκοι και σ’ άλλα χωριά, όπως στο Σελαμελίκ, όπου – με τη συμμετοχή πολυμελών συμμοριών – τουφέκισαν 520 άντρες, ενω στα χωριά της Μπάφρα έκαψαν μαζεμένους 570 Πόντιους μέσα σε εκκλησία…

Μέχρι το τέλος του 1921 εκτελέστηκαν, σφαγιάστηκαν ή κάηκαν ζωντανοί χιλιάδες Έλληνες Πόντιοι της Σαμψούντας, της Αμάσειας, της Πάφρας και των γύρω χωριών. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου πέθαναν από κακουχίες – μετά από πολύμηνη πεζοπορία – άλλοι τόσοι, ενώ οι πομπές του θανάτου συνεχίστηκαν σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη των ελληνικών περιοχών του Πόντου, με αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό των περισσότερων.

Η γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού είχε συντελεστεί μέχρι το 1922, το έτος της Μικρασιατικής Καταστροφής. Οι επιζήσαντες Έλληνες Πόντιοι της γενέθλιας γης τους πήραν το δρόμο της προσφυγιάς στην μητέρα πατρίδα, με την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923) αφήνοντας πίσω τους το βαρύ τίμημα της μοίρας: πόλεις και χωριά που κάηκαν, φίλοι και συγγενείς που σφάχτηκαν, ατιμάστηκαν, εξορίστηκαν και χάθηκαν κάπου στα δάση και τα βουνά της Μικράς Ασίας…

Επ’ ευκαιρία της 103ης επετείου της γενοκτονίας των Ποντίων, αποχαιρετούμε συγκινημένοι σήμερα τους σφαγιασθέντες και εξορισθέντες προγόνους μας, με τους στίχους του Θωμά Ακριτίδη, που μιλούν για την ομορφιά της χαμένης, αλλά ποτέ ξεχασμένης πατρίδας των Ελλήνων του Πόντου…

Πόντε μου, άστρο φωτεινό

κι ελληνική Πατρίδα,

τις δόξες και τα κάλλη σου που εζήλεψεν η χώρα,

η λύρα μου τραγούδησε και χάρηκ’ η καρδιά μου!..

 

Κρινιώ Καλογερίδου

 

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Κρινιώ Καλογερίδου

Η τέχνη της ζωής του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

  Αν σας κέντρισε ποτέ το ενδιαφέρον η εξαντλητική καταγραφή και αρχειοθέτηση αντικειμένων, η ανακάλυψη των αδιόρατων σχέσεων πραγμάτων, ο επαναπροσδιορισμός των ορίων μυθοπλασίας-εμπειρικής πραγματικότητας και η τολμηρότητα στην τεχνική της γραφής και της ζωγραφικής που ανατρέπει τα παραδοσιακά δεδομένα, τότε σίγουρα έχετε μυηθεί στην τέχνη της ζωής όπως την καταγράφει ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908 -1993). 

  Ο ξεχωριστός Θεσσαλονικιός πεζογράφος, ζωγράφος προσωπικού ύφους, εκδότης του περιοδικού Τέχνης ”Κοχλίας”, ευρηματικός ποιητής (αδελφός της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη), βαθύς γνώστης της βυζαντινής γραμματείας και τέχνης, δοκιμιογράφος και διανοητής με φιλοσοφικές, ψυχαναλυτικές και θρησκευτικές αναζητήσεις.

   Μια ευφάνταστη, πρωτοπoριακή και οξυδερκής προσωπικότητα των Γραμμάτων και των Τεχνών, που ανέδειξε την τέχνη της διακειμενικής αναφοράς και αναμόρφωσε τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό στη ”Σχολή της Θεσσαλονίκης” (σ.σ: Έτσι τη ”βάφτισε” ο πανεπιστημιακός και συγγραφέας Κώστας Στεργιόπουλος).

 ”Σχολή” διακεκριμένων διανοουμένων και καλλιτεχνών (αποφοίτων του ΑΠΘ) την εποχή που μεσουρανούσε στην Αθήνα η Γενιά του ’30. ”Σχολή” η οποία είχε υπόστρωμα το ύφος του εσωτερικού μονολόγου, προσέγγιση διαθεματική, λόγο μοντέρνο αφηγηματικό, κλίμα εσωστρεφές και μυστικιστικό της βυζαντινής παράδοσης.

   Κλίμα με διαφοροποιήσεις ωστόσο στα έργα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη από εκείνα των ομοτέχνων της πόλης του. Κλίμα εσωτερικής περιπέτειας με ψυχικές διακυμάνσεις. Κλίμα θρησκευόμενο και κοσμικό μαζί, λόγος για τον οποίο κάποιοι τον αποκαλούσαν ”πόρνο χριστιανό”*, καθ’ ομολογία του, γιατί δεν άντεχαν την ελευθεριότητα και το νεωτεριστικό πνεύμα του το οποίο προσιδίαζε μάλλον στο εξωστρεφές και καινοτόμο του Αθηναίων διανοούμενων  της  Γενιάς του ’30…

  Το στίγμα του Βυζαντινού, Ευρωπαίου, Ορθόδοξου και μοντέρνου στα Γράμματα και την Τέχνη Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη σμίγει το λογοτεχνικό με το εικαστικό στοιχείο στα έργα του. Το ρεαλιστικό των βιωματικών εμπειριών του με το θαύμα των υπερλογικών σχέσεων που κρυφομιλούν με τον σουρεαλισμό. Σμίγει την απεικόνιση των διακυμάνσεων του ψυχικού κόσμου σε βυζαντινό ψηφιδωτό με την ιστορική διαδρομή του εσωτερικού μονολόγου και του αφηγηματικού μύθου.

   Ο πρωτοποριακός λογοτέχνης του μοντερνισμού και ιδιοφυής τεχνίτης του λόγου, της απεικόνισης και της απρόσμενης ζωγραφικής σύνθεσης ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα στον χώρο της ελληνικής Πεζογραφίας και Τέχνης (στην οποία τον μύησε η δασκάλα μητέρα του, κόρη Ελληνίδας και Γερμανού μουσικού).

   Μια προσωπικότητα της οποίας τα κείμενα πεζογραφίας και τα έργα ζωγραφικής καθρεφτίζουν μοναδικά την επίμονη ”επιχείρησή” του για διάσωση των χαοτικών και πολυδαίδαλων εμπειριών του. Όλων όσων είδε, άγγιξε και αισθάνθηκε ο  Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης απ’ την ηλιόλουστη παιδική και εφηβική ηλικία του ως την ενηλικίωση και την ωριμότητά του.

   Ήδη στα 14 χρόνια του είχε συντάξει μια παγκόσμια Γεωγραφία την οποία ενέκρινε το Υπουργείο Παιδείας εντάσσοντάς τον στα εξαιρετικά ταλέντα, αν και ανακάλεσε την έγκριση όταν πληροφορήθηκε την μικρή ηλικία του…

   Στην ίδια ηλικία, επίσης, ο ταλαντούχος Πεντζίκης άρχισε να συνθέτει τα πρώτα του ποιήματα κατά τη διάρκεια διακοπών το 1921 στην Ουγγαρία, το Βέλγιο και την Αυστρία με τους γονείς και τα τρία αδέλφια του, μέχρι την εγκατάστασή του στο Παρίσι το 1926 για σπουδές στη Φαρμακευτική, με σκοπό να ακολουθήσει το πεπρωμένο της οικογενειακής παράδοσης.

   Αυτή ήταν η πρόθεσή του, τουλάχιστον, γιατί τον επόμενο χρόνο πέθανε αιφνιδιαστικά ο πατέρας του και ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης αναγκάστηκε να περάσει την πιο σκοτεινή περίοδο της ζωής του, καθώς ο θάνατος εκείνου τον σημάδεψε ανεπανόρθωτα ψυχικά, ενώ δεχόταν παράλληλα πίεση και στα οικονομικά του.

  Πίεση η οποία ενέτεινε τις συναισθηματικές  μεταπτώσεις του και το αίσθημα παρατεταμένης ανασφάλειας που τον είχε κυριέψει. Κάποια στιγμή, ωστόσο, τα ξεπέρασε  όλα αυτά αντλώντας ψυχική δύναμη απ’ την ίδια την προσωπικότητά του.

   Πήρε το πτυχίο της Φαρμακευτικής-Βοτανικής και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου ανέλαβε το φαρμακείο του πατέρα του (γνωστό λογοτεχνικό στέκι 1930-’55). Η ψυχική του ισορροπία, όμως, δεν επανήλθε λόγω και των απανωτών ερωτικών απογοητεύσεων, κύρια αιτία που τον έστρεψε συνειδητά στην πεζογραφία και τη ζωγραφική.

 Κατευθύνσεις που ακολούθησε ενστικτωδώς με πνεύμα ανένταχτο, ένθεο και αντισυστημικό. Αφορμή, για να αρχίσει να ζει μέσα απ’ τη συγγραφή (”Ανδρέας Δημακούδης” το πρώτο του μυθιστόρημα το 1935 με θέμα τον καταστροφικό έρωτα ενός νεαρού μοναχού πλαισιωμένο από δικά του αυτοβιογραφικά στοιχεία, ενώ ακολούθησαν κι άλλα με σπουδαιότερα: ”Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση”, ”Μητέρα Θεσσαλονίκη” και Συναξάρια Μαρτύρων και Αγίων).

   Αφορμή για να αρχίσει να ζει μέσα κι από τη ζωγραφική, όπου αποδείχθηκε το ίδιο ευρηματικός και καινοτόμος. Απόδειξη το γεγονός ότι απ’ την πρώτη κιόλας έκθεσή του (1944) ο Πεντζίκης εισηγήθηκε ένα σύστημα ψηφαρίθμησης στη ζωγραφική το οποίο άντλησε απ’ τις πυθαγόρειες θεωρίες.

 Μετέτρεπε, συγκεκριμένα, τα γράμματα σε αριθμούς και χρώματα. Τα  δίχρονα φωνήεντα  (α, ι, υ), για παράδειγμα,  τα απέδιδε με λευκό ή σταχτί ή ουρανί χρώμα, ενώ τα βραχέα ή βραχύχρονα (ε,ο) με τριανταφυλλί και κίτρινο ή λεμονί χρώμα

 Πρωτοφανέρωτα και τολμηρά χαρακτηριστικά αυτά, που συναρτώνται άμεσα με τον πνευματικό κόσμο του Πεντζίκη, τον ιδιαίτερο ψυχισμό και νεωτερισμό του, τα οποία πλούτισαν την πεζογραφία και τη νεοελληνική ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη.

 Χαρακτηριστικά που λένε πολλά για την ξεχωριστή του προσωπικότητα, η οποία αποτυπώνεται στα λόγια της ιδιότυπης (μοντέρνας) θρησκευτικότητάς του: ”Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να συμπεριφερθεί όπως θέλει, φτάνει να ‘ρθει μια στιγμή που να καταλάβει τι σημαίνει η διαγωγή του”.

  Στη ζωγραφική ο Πεντζίκης ακολούθησε μια τάση που ”πάντρευε” το παραδοσιακό με το τολμηρό το οποίο προηγείται της εποχής του (avantgarde). ”Πάντρευε” τον μεταϊμπρεσιονισμός (συναισθηματισμό εγκιβωτισμένο σε εξεζητημένες φόρμες) με τις προσωπικές ευαισθησίες του και τον ιδιαίτερο ψυχισμό του.

  Ξεκίνησε να ζωγραφίζει σε ”γραφή” συνειρμική και τεχνική ψηφαρίθμησης (γνωστή ως ”πουαντιγισμό” [pointillismστη Γαλλία του τέλους του 19ου αι. [”πουά μικρές, γρήγορες πινελιές καθαρού χρώματος σαν κουκίδες, που βρίσκονται η μια δίπλα στην άλλη”]) με μολύβια και λάδια, αλλά γρήγορα τα αντικατέστησε με την τέμπερα, γιατί θεωρούσε το λάδι της αισθησιακό ακόμα κι όταν ζωγράφιζε μακεδονικά τοπία, λαϊκά σπίτια και εκκλησίες βυζαντινές της γενέθλιας γης του ή προσωπικότητες που τον εντυπωσίαζαν.

   Προσωπικότητες όπως αυτές των Μαρτύρων και Αγίων της πίστης μας, αλλά και πολιτικών προσώπων σύγχρονων της εποχής του, με κυρίαρχο εκείνο του Κωνσταντίνου Καραμανλή που το βλέπουμε σε συμβολικές και μεσσιανικού τύπου προσωπογραφίες του Πεντζίκη, όπου κυριαρχεί η μικρή κοφτή πινελιά και η προσπάθεια του ζωγράφου ”να μεταγλωττίσει σε χρώμα το ήθος του πολιτικού άνδρα”.

   Ο πεζογράφος-ζωγράφος, προφανώς, είχε εγκαταλείψει από καιρό τον εφηβικό αριστερισμό του και, παράλληλα με την γέφυρα που ”έχτισε” για να ενώσει τα βυζαντινά στοιχεία ζωγραφικής με τα ευρωπαϊκά, ”έχτισε” και μια άλλη που τον συνέδεσε με το πνευματικό και πολιτικό υπόβαθρο της νεότερης Θεσσαλονίκης.

   Αποτέλεσμα αυτής της σύνδεσης ήταν να συντονιστεί στο όραμα του Καραμανλή, στα μάτια του οποίου διείδε τον ηγέτη που προχώρησε με τόλμη στις απαραίτητες για τον τόπο τομές (μια απ’ τις πολιτικές, υποθέτω, ήταν η αναγνώριση του ΚΚΕ, για χάρη της εθνικής συμφιλίωσης) χαρίζοντας ευρωπαϊκή προοπτική στην Ελλάδα.

 ”Ήμουν κι εγώ κομμουνιστής, όταν άνοιξε ο Στάλιν τις εκκλησίες”, λέει εξομολογητικά ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης  στον διευθυντή του LIFO Στάθη Τσαγκαρουσιάνο. ”Αλλά όταν είδα τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα διαφώνησα τελείως με το Κόμμα και πήγα αρθρογράφος στο ‘Φύλλο του λαού’ του Πετσόπουλου, που αργότερα ίδρυσε τον ‘Ριζοσπάστη’. Έφυγα όμως κι από ‘κει, γιατί δεν κατανοούσαν τα γραφτά μου…”

   Έτσι ο ”Συναξαριστής” του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη (που μπόλιασε το πνεύμα του ιερού βιβλίου του και σε ερωτικές επιστολές ακόμα, καρτ ποστάλ και τοπωνύμια, πλην των άλλων κειμένων όπου έγινε πρότυπη ύλη) έκανε την πολιτική υπέρβαση και συντονίστηκε βαθμιαία με την πολιτική και το όραμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποδεικνύοντας την ανήσυχη σύγχρονη ζωγραφική του συνείδηση, όπου το ερμητικά κλειστό (μοναχικό), το συμβολικό και το μυστικό συμπλέει με την μεταπολεμική και μεταπολιτευτική κατεστημένη βεβαιότητα στο μεταδικτατορικό ελληνικό τοπίο.

  ”Η Ελλάδα είναι μια αγελάδα: βοσκάει και τρέφεται στη Βόρεια Ελλάδα και στην Αθήνα αρμέγεται”, συνήθιζε να λέει υπαινικτικά για τη… δευτερότριτη μεταχείριση της ”συμπρωτεύουσας” απ’ το Αθηνοκεντρικό κράτος (σε επίπεδο υποδομών και υπηρεσιών, τουλάχιστον), χωρίς να κρύβει ωστόσο και μια άλλη πικρή διαπίστωση (επίκαιρη στις μέρες μας) για τον παραμερισμό των συμβόλων:

  ”Μια βολική μέθοδος να γλιστράς απ’ τα σύμβολα είναι να τα απομυθοποιείς. Εγώ όμως δεν πιστεύω στην απομυθοποίηση των συμβόλων, γιατί ο μύθος είναι ανέκαθεν αλήθεια. Κι εμείς οι Έλληνες τους μύθους μας τους βιώνουμε σαν θρησκεία…”.

 

Κρινιώ Καλογερίδου

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Κρινιώ Καλογερίδου

Λάθη στρατηγικής αλληλένδετα με τον ιδεολογικό αφοπλισμό μας

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

   Γιορτάζουμε καθ’ όλο το τρέχον έτος 2024, επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 ετών απ’ την επάνοδο της Δημοκρατίας στη χώρα μας, τα επιτεύγματα της Μεταπολίτευσης με πρώτο και κύριο τη σταθερότητα προσανατολισμού και στόχων της Ελλάδας, την  ευθυγράμμισή της ουσιαστικά με τις δυτικές αξίες και τη συμμετοχή της στο στόχο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με ”ομοσπονδιακή λογική”.

   Λογική όπως η ”σταθεροποιητική κατευναστική” της ήπιας διπλωματίας στην εξωτερική πολιτική,  η οποία απ’ το ’96 και εντεύθεν μας ευνουχίζει εθνικά και μας αφοπλίζει ιδεολογικά παραλύοντας τις αντιστάσεις μας και αυγατίζοντας τις στρεβλές εκτιμήσεις μας για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αφού μας έκανε ήδη να πιστέψουμε ότι – για να εξασφαλίσουμε την μακροβιότητα της ειρήνης – πρέπει να πηγαίνουμε με τα νερά της αναθεωτητικής Τουρκίας, έστω κι αν διολισθαίνουμε στο να γίνουμε γεωπολιτικός δορυφόρος της.

 Γεωπολιτικός δορυφόρος της με βουβή συναίνεση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης (σε επίπεδο κομμάτων εξουσίας) λόγω απουσίας εναλλακτικής επιλογής για τη διακυβέρνηση της Ελλάδας και απουσίας ενδιαφέροντος για τα εθνικά θέματα πολυεπίπεδα.

   Κι αυτό το τελευταίο αφορά και τον λαό, δυστυχώς, με αποτέλεσμα να μετεωρίζεται  μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης κινδυνεύοντας να χάσει – εν μέσω διαιωνιζόμενων μετεμφυλιακή  ερίδων – τον πατριωτισμό του.

 Τον πατριωτισμό τον οποίο απαρνείται διαχρονικά η εθνομηδενιστική Αριστερά και ψελλίζει περιοδικά η πατριωτική Κεντροαριστερά απ’ το 1996 και εντεύθεν μετά την ήττα στα Ίμια (απώλεια εθνικής κυριαρχίας για πρώτη φορά μεταπολεμικά) και τη ”Συμφωνία της Μαδρίτης” που ακολούθησε (1997).

   Συμφωνία εθνικά ζημιογόνα για τον Ελληνισμό, γιατί ”γκρίζαρε” το Αιγαίο αναγνωρίζοντας στην Τουρκία δικαιώματα σε αυτό, με αποτέλεσμα να αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία στα νησιά της ελληνικής νησιωτικής επικράτειας.

   Κι αυτό το ”γκριζάρισμα” επεκτάθηκε με προσάναμμα τον ιδεολογικό αφοπλισμό μας, έστω κι αν ακολούθησε – κατά την τελευταία πενταετία –  σοβαρή εξοπλιστική αποκατάσταση των αμυντικών αναγκών σε όλα τα όπλα μετά από μια μακρά περίοδο αποεπένδυσης λόγω των μνημονίων.

  Το λυπηρό ωστόσο είναι ότι – παρά τον εξοπλιστικό εκσυγχρονισμό μας – η διαφορά δυναμικού ως προς το γεωπολιτικό αποτύπωμα παραμένει ανάμεσα σε Ελλάδα-Τουρκία. Παραμένει και παρουσιάζει την πρώτη υποδεέστερη έναντι της δεύτερης, παρά την αγορά τέταρτης Belh@rra και έξι ακόμα νέα Rafale που δρομολογούνται. Παρά τον anti-drone θόλο στο Αιγαίο που έχουμε στα σκαριά για διασφάλιση των νησιών μας… 

 Οι εντυπώσεις προφανώς δεν διασκεδάζονται όσο διατηρούνται τα λάθη στρατηγικής, αλλά και αυτά που πηγάζουν απ’ τον ιδεολογικό αφοπλισμό μας δια του ”κατευνασμού”  και επεκτείνονται στην απομείωση του εθνικού φρονήματος, τη μείωση στρατιωτικής θητείας, το έλλειμμα σπουδαστών στις στρατιωτικές σχολές, την απουσία εθνικού φρονήματος στην μαθητιώσα νεολαία και την ”αποκαθήλωση” των ιερών συμβόλων της πατρίδας και της θρησκείας μας.

   Πολιτική της Κυβερνώσας Αριστεράς η οποία – αντί να καταργηθεί επί ΝΔ – διαιωνίζεται υποβιβάζοντας την έννοια του εθνικού φρονήματος και τον πατριωτισμό στα σχολεία.

  Τον πατριωτισμό που έχει εντάξει ύπουλα, ιδιοτελώς και πατριδοκαπηλευτικά στη ρητορική της η ελληνική ακροδεξιά μιαίνοντας τον υγιή εθνικισμό με εκείνον των αιμάτων του φασισμού-ναζισμού, των ρατσιστικών στερεοτύπων και των αντιδημοκρατικών ενστίκτων και συμπεριφορών. Ενστίκτων και συμπεριφορών που τα επικαλύπτει η παραληρηματική εθνικιστική ρητορική και η εργαλειοποίηση του πατριωτισμού προς χάριν μιας πλαστής εικόνας εθνικοφροσύνης.

  Τα δεδομένα αυτά, που αναδεικνύουν την έξωθεν ποδηγέτηση της Ελλάδας στην εξωτερική πολιτική και την πρωτοκαθεδρία του κομματισμού σε αυτήν πάνω από τα συμφέροντα της πατρίδας, εξηγούν γιατί παρεκκλίναμε (ελαφρά τη καρδία) από τις διαπραγματευτικές ”κόκκινες γραμμές” μας με τακτές κινήσεις υποχώρησης, παρά το παράδειγμα προς αποφυγή της ”Συμφωνίας των Πρεσπών”.

   Της ”Συμφωνίας” που ανέδειξε τη διπλωματική αφροσύνη μας και – αν και καταπατείται σκανδαλωδώς απ’ τους Σκοπιανούς – εμείς συνεχίζουμε να την υπερασπιζόμαστε εν γνώσει του ότι – πέρα απ’ το όνομα, τη γλώσσα και την ταυτότητα της Μακεδονίας μας – δώσαμε στους παραχαράκτες της ελληνικής ιστορίας ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα (πρόσβαση μέσω Θερμαϊκού στο Αιγαίο)…

   Φευ! Ποιος έχασε την ντροπή, για να τα βρουν οι δικοί μας διακομματικά και διακυβερνητικά. Οι δικοί μας που υπέγραψαν κι αποδέχτηκαν την λιμνιαία Συμφωνία του ’18 πιπιλίζοντας έκτοτε για παρηγοριά τον παραμυθητικό λόγο ότι η εν λόγω, ”αν και αρχιτεκτονικά ατελής, ενίσχυσε τον περιφερειακό σταθεροποιητικό ρόλο της Ελλάδας”…

   Με τα ίδια μυαλά πάμε να λύσουμε και τα ελληνοτουρκικά σήμερα παρεκκλίνοντας σ’ όλες τις σταθερές και παραβιάζοντας σε μόνιμη βάση τις ”κόκκινες γραμμές” μας, με αποτέλεσμα να μεταγγίσουμε στον λαό μας το πνεύμα υποχώρησης και αδιαφορίας για τα εθνικά θέματα (ήδη αυτοί που τα θέτουν ως πρώτη προτεραιότητα στην άσκηση πολιτικής είναι 3% με  5% στις δημοσκοπήσεις.

   Που πάει να πει ότι οι κυβερνήσεις και οι αθηναϊκές ελίτ, που μας κυβερνούν διαχρονικά μέσω αυτών, πέτυχαν τον σκοπό τους. Πέτυχαν τον σταδιακό αφελληνισμό μας με το να προωθούν το πνεύμα του ατομικισμού-ωφελιμισμού, της ιδιοτέλειας, του ωχαδελφισμού και των μειωμένων εθνικών αντανακλαστικών στην ελληνική κοινωνία.

  Έτσι φτάσαμε στο σημείο να κλείνουμε τα μάτια στις προκλήσεις των Σκοπιανών και τις παραβιάσεις της ”Συμφωνίας των Πρεσπών” που υπέγραψαν το ’18 μαζί μας βρίσκοντας την πολυπόθητη έξοδο στα αλυτρωτικά αδιέξοδά τους…

   Φτάσαμε να επιτρέπουμε και στην Άγκυρα να αλωνίζει ανενόχλητη το Αιγαίο για έρευνες εντός της υφαλοκρηπίδας μας (τρίμηνη παραμονή του Ορούτς Ρέις έξω απ’ το Καστελόριζο, 2020), ενώ τελευταία την καταστήσαμε ελεγκτή ”νομιμότητας” των ναυτικών μας ασκήσεων (θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κάσου-Καρπάθου, 2024), για να μην παρεκκλίνουμε απ’ τα 6 μίλια.

   Για να μην παρεκκλίνουμε διεκδικώντας αυτά που νομίμως δικαιούμαστε (επέκταση των ΕΧΥ στα 12 νμ, σύμφωνα με τη Σύμβαση των ΗΕ το 1982 για οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, Montego Bay – Τζαμάικα, 1982).

  Και δε λογαριάζουμε, να φανταστείτε, στα ως άνω τα χίλια δυο περιστατικά παραβιάσεων των ελληνικών χωρικών υδάτων απ’ τα τουρκικά αλιευτικά ή τα… ”καμουφλαρισμένα” σε αλιευτικά κατασκοπευτικά και υποβρύχια που μας στέλνει η Τουρκία.

   Δε λογαριάζουμε και τις βαριές προσβολές της, που είναι είτε αναδρομικές είτε αναθεωρητικές-διεκδικητικές στην πλειοψηφία τους και ανάγονται από την ήττα του βυζαντινού στρατού στο Ματζικέρτ (1071) μέχρι την Άλωση της Πόλης (1453) κι από εκεί στην Μικρασιατική Καταστροφή (1922), ως υπόμνηση ενισχυτική της απειλής του casus belli (1995 ) σε βάρος μας, ώστε να πατήσει στον φόβο μας η Τουρκία και να προωθήσει τα σχέδιά της για τη ”Γαλάζια Πατρίδα”. Σχέδια στρατιωτικά, γεωπολιτικά και οικονομικά.

 Σ’ αυτό το τελευταίο, ειδικά, η έλλειψη διορατικότητας κυβέρνησης και λαού ανταγωνίζονται βάζοντας ως προτεραιότητα το οικονομικό όφελος για αντιμετώπιση της τουριστικής υστέρησης των ακριτικών νησιών μας (βλ. ”visa express” για Τούρκους τουρίστες σε δέκα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου), χωρίς να διαβλέπουν αμφότεροι τον κίνδυνο εθισμού των κατοίκων στην τουρκική παρουσία εκεί (σ.σ: Σε πολλά ξενοδοχεία – μαζί με την ελληνική σημαία και εκείνην της ΕΕ – κυματίζει και αυτή της Τουρκίας) και την επαύξηση της όρεξης των Τούρκων για εδαφικές διεκδικήσεις από την Ελλάδα…

 

Κρινιώ Καλογερίδου

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Κρινιώ Καλογερίδου

Ο Αλέξανδρος στα Γαυγάμηλα απέναντι στους ”χρυσοφόρους Μήδους”

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Με φορτωμένες τις αποσκευές του από την προσφώνηση ”Γιε του Δία” και τον σιβυλλικό χρησμό του ιερέα του Αμμωνείου (όαση Σίβα, Μαντείο Άμμωνα Ρα [Δία]) περί μελλοντικής κυριαρχίας του στον τότε γνωστό κόσμο, επέστρεφε  ο Αλέξανδρος με το εκστρατευτικό σώμα του – Απρίλη μήνα του 331 π Χ – από την Μέμφιδα (Αίγυπτος) στην Τύρο (Λίβανος) μέσω Πηλουσίου (συνοριακού φρουρίου της ΒΑ Αιγύπτου ανατολικά του Νείλου, σημερινό Πὸρτ Σάιντ).

  Εκεί τους περίμενε ο στόλος του για ανεφοδιασμό, έχοντας παραπλεύσει προηγουμένως τη Φοινίκη με κατεύθυνση την Αίγυπτο. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα απ’ την  Σαμάρεια της Παλαιστίνης, ο Αλέξανδρος με τον στρατό του πέρασαν από δύσβατες περιοχές στα νότια (σε εποχή συγκομιδής της γεωργικής παραγωγής), για να φτάσουν καθυστερημένα – μέσα Ιουλίου – στην αρχαία πόλη του Λιβάνου.

   Καθ’ οδόν προς την Τύρο είχαν κάποιες μέρες ξεκούρασης και θυσιών στον ημίθεο Ηρακλή, αλλά και μια αναπάντεχη επίσκεψη. Ήρθαν να δουν τον γιο του Φιλίππου δυο Αθηναίοι πρέσβεις (ο Διόφαντος και ο Αχιλλέας), για να του μεταφέρουν το αίτημα των συμπολιτών τους για απελευθέρωση των επονείδιστων Αθηναίων που πολέμησαν κατά των Ελλήνων στο πλευρό του Δαρείου στη μάχη της Ισσού (333 π Χ).

  Ο Αλέξανδρος ικανοποίησε το αίτημά τους και εκείνοι τον ευχαρίστησαν πληροφορώντας τον πριν φύγουν ότι είχε εκδηλωθεί αποστασία στην Πελοπόννησο από κάποιους ανυπότακτους Σπαρτιάτες. Ο Μακεδόνας στρατηλάτης έδρασε αστραπιαία στέλνοντας στο πλευρό των Πελοποννήσιων υποστηρικτών του τον Αμφοτερό (Μακεδόνα αξιωματικό, αδερφό του Κρατερού) με 100 φοινικικά και κυπριακά πλοία τα οποία επίταξε.

   Έπειτα από την Τύρο, ο Αλέξανδρος κατευθύνθηκε προς την Μεσοποταμία, τη Δαμασκό και τη Θάμψακο έχοντας σκοπό να φτάσει στην απέναντι όχθη του Ευφράτη (Μέση Ανατολή), ένα ειδικό τμήμα του οποίου είχαν ”δέσει” οι δικοί του υπό τον Ηφαιστίωνα με αλυσίδες-σχεδίες που σχημάτιζαν γέφυρα πάνω στο νερό.

   Ήταν ήδη φθινόπωρο του 331 π Χ, όταν άφησε πίσω του ο Αλέξανδρος τη Θάμψακο και την Νίσιβι (ΒΑ των αρμενικών βουνών, μεταξύ Ευφράτη και Τίγρη) και έφτασε στα σύνορα Ασσυρίας-Μηδίας για να βρει ζωοτροφές (σ.σ: Ο Τίγρης ήταν ελαφρά φρουρούμενος) κάτω από επικίνδυνες συνθήκες.

 Επικίνδυνες γιατί στην περιοχή κινούνταν ένας ορκισμένος εχθρός του: ο ελληνόφων σατράπης της Βαβυλώνας Μαζαίος), που προσπαθούσε να κόψει τις γέφυρες του Ευφράτη για να εγκλωβίσει τον Αλέξανδρο με τον στρατό του και να πάρει εκδίκηση. Για να σιγουρέψει μάλιστα τον εγκλωβισμό του Μακεδόνα στρατηλάτη, είχε ειδοποιήσει τον Δαρείο να έρθει για βοήθεια απ’ τη Βαβυλώνα όπου βρισκόταν.

  Ο στρατός του Δαρείου έφτασε πράγματι εσπευσμένα στην ασσυριακή πεδιάδα των Αρβήλων (όρια Ασσυρίας-Μηδίας, ανατολικά των Γαυγαμήλων) αριθμώντας 250 χιλιάδες στρατιώτες. Με διαταγή του Πέρση βασιλιά, υψώθηκαν  γρήγορα αναχώματα με πασσάλους γύρω απ’ το αχανές στρατόπεδο, για να αποκρούσουν το μακεδονικό και το θεσσαλικό ιππικό κατά την ώρα της επίθεσης των Ελλήνων.

   Οι ανιχνευτές της εμπροσθοφυλακής του ελληνικού στρατού,  ωστόσο, πήραν είδηση έγκαιρα τους 1000 Πέρσες ιππείς στην κοντινή πεδιάδα αριστερά του Τίγρη και ειδοποίησαν τον Αλέξανδρο. Εκείνος έστειλε καταπάνω τους το βασιλικό ιππικό και την ίλη των εταίρων, ενώ ο ίδιος οδηγούσε τη στρατιά με τους Παίονες (σ.σ: βαλκανικό φύλο νότια της Δαρδανίας το οποίο υπέταξε, μαζί με άλλα, ο βασιλιάς της Μακεδονίας) και τους Προδρόμους (ελαφρά οπλισμένους Έλληνες ιππείς με ασπίδες και βοηθητικό υλικό για αναγνωριστικές εφόδους).

   Σαν τους είδαν οι Πέρσες να έρχονται καταπάνω τους, το έβαλαν στα πόδια κατατρομαγμένοι. Οι στρατιώτες του Αλέξανδρου τότε τους κυνήγησαν ανελέητα και, αφού σκότωσαν κάμποσους, έσυραν τους άλλους αιχμάλωτους στο ελληνικό στρατόπεδο.

 Από αυτούς έμαθε, λίγο αργότερα, ο Αλέξανδρος ότι ο περσικός στρατός τούς περίμενε ετοιμοπόλεμος (ένα εκατομμύριο πεζοί και σαράντα χιλιάδες ιππείς του Δαρείου και του Μαζαίου) ανάμεσα στον Βούμηλο και τον Ζαπάτα ποταμό (ποτάμια της Ασσυρίας), όπου απλωνόταν η πεδιάδα των Γαυγαμήλων, στα σύνορα Μυγδονίας-Μηδίας.

   Ας σημειωθεί, εδώ, ότι ο Δαρείος είχε επιλέξει για πεδίο μάχης την μεγάλη πεδιάδα των Γαυγαμήλων (για να αποφύγει τον στενό χώρο όπως στην Ισσό, Νοέμβριο 333 π Χ), αφού προηγουμένως ισοπέδωσε τα γύρω υψώματα και έκοψε τους κορμούς των δέντρων, ώστε να κινούνται ανεμπόδιστα το ιππικό και τα διακόσια περίπου δρεπανηφόρα περσικά άρματα (υπερόπλο της εποχής, με κοφτερές λεπίδες στους άξονες των τροχών τους).

   Έκαψε, τέλος, κάθε εμπόδιο περιμετρικά, έτσι που η μέρα έγινε νύχτα, καλυμμένη καθώς ήταν  από βαρύ πέπλο καπνού. Και σαν να μην έφτανε αυτό, προέβη σε πράξη δολιοφθοράς κατά του ιππικού του αντιπάλου του μπήγοντας σίδερα στην πεδιάδα, προκειμένου να τραυματιστούν τα άλογα των Μακεδόνων και Θεσσαλών ιππέων…

   Κατά το πρώτο βράδυ της διάβασης του Τίγρη από τους Έλληνες στρατιώτες, εντωμεταξύ, είχε συμβεί ένα παράδοξο φυσικό φαινόμενο που κατατρομοκράτησε τους Πέρσες οι οποίοι περίμεναν από ώρα σε ώρα την ελληνική επίθεση ερμηνεύοντας ως προάγγελο του αφανισμού τους την ολική έκλειψη της Σελήνης την νύχτα της 30ης Σεπτεμβρίου.

   Κι αυτό δεν άργησε να επιβεβαιωθεί. Έχοντας πληροφορηθεί ο Αλέξανδρος πως οι Πέρσες τον περίμεναν στις όχθες του Βούμηλου (εξακόσια στάδια μακριά απ’ την πόλη Άρβηλα) ξεκίνησε με τον στρατό του την νύχτα της 29ης προς 30η Σεπτεμβρίου και έφτασε (κοντά χαράματα) έντεκα χιλιόμετρα μακριά από τα Γαυγάμηλα (μικρό χωριό της Ασσυρίας, τότε, 320 χλμ βόρεια της Βαβυλώνας, κοντά στη Μοσούλη του Ιράκ σήμερα).

   Κατά το μεσημέρι, ο Αλέξανδρος διέταξε τους πελταστές (τους ”ψιλούς”, ελαφρά οπλισμένους πολεμιστές) να ανοίξουν βαθιά τάφρο γύρω από το ελληνικό στρατόπεδο, όπου έμειναν για ανάπαυση τέσσερις μέρες, πριν διανύσουν άλλα πέντε χιλιόμετρα ως την πεδιάδα των Γαυγαμήλων που είχε μαυρίσει απ’ τα μιλιούνια των στρατιωτών του Δαρείου.

   Οι ελληνικές φάλαγγες (που αριθμούσαν, σημειωτέον,  50 χιλιάδες πεζούς και 700 ιππείς) έπιασαν στην αρχή τα υψώματα απέναντι από τον εχθρό, την ίδια στιγμή που οι ιππείς και οι ”ψιλοί” πεζέταιροι κατόπτευαν το πεδίο της μάχης περιμένοντας τις διαταγές των στρατηγών (μεταξύ των οποίων ο Παρμενίων και ο Κλείτος), μετά το πολεμικό συμβούλιο που συγκάλεσε ο Αλέξανδρος.

  Εκείνες τις κρίσιμες ώρες έφτασαν τα νεότερα για τις κινήσεις στο στρατόπεδο του εχθρού από τους Έλληνες πληροφοριοδότες. Ο Δαρείος, λέει, είχε σκοπό να τους πλευροκοπήσει και να τους κυκλώσει  παρατάσσοντας στα δυο άκρα του μετώπου το ιππικό του απ’ τη Βακτριανή (περσική σατραπεία, τότε, μοιρασμένη σήμερα ανάμεσα στο Τατζικιστάν, το Αφγανιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Τουρκμενιστάν).

    Επειδή ήξερε μάλιστα ότι ο Αλέξανδρος πολεμούσε πάντα απ’ τη δεξιά πτέρυγα του παραταγμένου στρατού του, σχεδίαζε να τοποθετήσει απέναντί του μεγάλες δυνάμεις Σκυθών (νομάδων της Κεντρικής Ασίας) και δρεπανηφόρα άρματα.

  Σαν τα άκουσε αυτά ο Παρμενίων, γύρισε και είπε στον Αλέξανδρο θορυβημένος ότι ίσως ήταν καλύτερα να τους αιφνιδιάσουν αυτοί πρώτοι μέσα στην νύχτα, για να προβάλλουν μικρότερες αντιστάσεις (άυπνοι και ταλαιπωρημένοι καθώς θα ήταν) απ’ ό,τι στο πεδίο της μάχης.

  Ο Αλέξανδρος αρνήθηκε και, χαμογελώντας, είπε στον ηλικιωμένο στρατηγό ότι ”δε θα τους αιφνιδιάσει την νύχτα, για να μην πουν ότι τους έκλεψε με δόλο τη νίκη, αλλά θα τους πολεμήσει τη μέρα για να μην έχουν καμιά απολύτως δικαιολογία για την μεγάλη συντριβη τους”…

   Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί της 1ης Οκτωβρίου του 331 π Χ –  πήρε θέση μάχης το ελληνικό στράτευμα απέναντι στα μιλιούνια των διπλά παραταγμένων Περσών του Δαρείου, που ήταν ενισχυμένοι απ’ τους Σκύθες, τους Κάρες, τους Ινδούς, τους Μαρδιανούς κι από ινδικούς ελέφαντες. 

   Πήρε θέση μάχης απέναντι στον ανθό του περσικού πεζικού ο οποίος έδειξε αιφνιδιασμένος απ’ την παράταξη των ελληνικών δυνάμεων (Αρριανός: Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις) :

 Μπροστά, είχε πάρει θέση το ιππικό υπό τις διαταγές του Φιλώτα (γιου του Παρμενίωνα) . Το συγκροτούσαν η βασιλική ίλη με ίλαρχο τον Κλείτο και οι άλλες των Γλαυκία, Αρίστωνα, Σώπολη, Ηρακλείδη, Δημήτριου και Μελέαγρου, καθώς και η βασιλική του Ηγέλοχου.

  Στο κέντρο, ήταν παραταγμένες έξι τάξεις της πεζοπόρου φάλαγγας με αρχηγούς τον Κοίνο, τον Περδίκκα, τον Μελέαγρο, τον Πολυσπέρχοντα, τον Κρατερό (επικεφαλής των σαρισσοφόρων Μακεδόνων) και τον Σιμμία, στη θέση του Αμύντα ο οποίος βρισκόταν στη Μακεδονία για να επιστρατεύσει άνδρες προς ενίσχυση των δυνάμεων του Αλέξανδρου.

   Δεξιά, βρίσκονταν οι υπασπιστές με τον Νικάνορα (τον άλλο γιο του Παρμενίωνα) και στο πλευρό τους οι ίλες των εταίρων, ενώ στο αριστερό κέρας της φάλαγγας ήταν επικεφαλής ο στρατηγός Παρμενίων, ενισχυμένος από πεντακόσιους Νοτιοελλαδίτες και δυόμισι χιλιάδες Θεσσαλούς ιππείς.

 Την εμπροσθοφυλακή του δεξιού κέρατος, σημειωτέον, αποτελούσαν οι διακόσιοι ιππείς του Μενίδα, ενώ στα αριστερά τους βρίσκονταν οι ιππείς του Ανδρόμαχου, οι Κρήτες τοξότες και οι Θράκες ακοντιστές υποστηριζόμενοι από Θράκες και Νοτιοελλαδίτες ιππείς.

  Σημειωτέον, επίσης, ότι υπόλοιποι οπλίτες και πελταστές του στρατού του Αλέξανδρου είχαν παραταχθεί πίσω απ’ την πρώτη γραμμή, ώστε – αν κυκλωνόταν αυτή – να υπήρχε η δυνατότητα να σχηματιστεί νέο μέτωπο (ανάστροφο του αρχικού) με μια απλή μεταβολή.

   Στα άκρα της δεξιάς πτέρυγας βρισκόταν θρονιασμένος στον Βουκεφάλα ο Αλέξανδρος, επικεφαλής της μακεδονικής φάλαγγας, των εταίρων ιππέων και  των ελαφρά οπλισμένων πεζών πιο πίσω, ενώ μπροστά απ’ τις ίλες των εταίρων είχαν παραταχθεί χίλιοι Αγριάνες και ίδιος αριθμός ”ψιλών” τοξοτών και άλλων τόσων ακοντιστών στα δεξιά τους.

  Οι πρόδρομοι και οι Παίονες ιππείς, τέλος, υποστήριζαν τις μονάδες των ”ψιλών” (ελαφρά οπλισμένων), ενώ οι πλαγιοφύλακες – μεταξύ των δύο κύριων γραμμών της μάχης – κάλυπταν αυτούς, τους 500 Νοτιοελλαδίτες ιππείς και τους Αγριάνες.

   Συνολικά, οι ελληνικές δυνάμεις που είχαν παραταχθεί απέναντι στον εχθρό αριθμούσαν σαράντα χιλιάδες πεζούς και εφτά χιλιάδες ιππείς, ενώ τη φύλαξη του ελληνικού στρατοπέδου την είχαν αναλάβει οι πελταστές από τη Θράκη.

   Στην εξέλιξη της μάχης, μετά τις αιματηρές συγκρούσεις σώμα με σώμα, έγινε ολοφάνερο ότι η μακεδονική δύναμη κατόρθωσε να υπερφαλαγγίσει όλο το αριστερό τμήμα του εχθρού, καθώς ο Αλέξανδρος είχε διατάξει την ίλη του Κλείτου να προελάσει απ’ τα δεξιά σε λοξή γραμμή ακολουθούμενος απ’ τους υπασπιστές και τις άλλες τάξεις της φάλαγγας που προωθούνταν κατά κύματα σαρώνοντας τα δρεπανηφόρα και το στρατό του Δαρείου.

  Με μπροστάρη τον Αλέξανδρο, οι λόγχες και οι σάρισσες σκορπούσαν το θάνατο. Ο Μέγας Μακεδόνας στρατηλάτης, αφού αποδεκάτισε  – με τους άνδρες του και πέντε τάξεις της φάλαγγάς του – Πέρσες, Ινδούς και Πάρθους που  του αντιστέκονταν, έσπειρε πανικό στο περσικό κέντρο.

   Έσπειρε πανικό στους ”χρυσοφόρους Μήδους” (βλ. επίγραμμα Σιμωνίδη του Κείου για τους Αθηναίους Μαραθωνομάχους) και τον ίδιο τον Δαρείο Γ’ Κοδομανό αναγκάζοντάς τον να χτυπάει αλαλιασμένος με το καμτσίκι του τα καπούλια του αλόγου του δίνοντας το σύνθημα στους δικούς του για άτακτη υποχώρηση και φυγή με τρελό καλπασμό προς τα Άρβηλα.

   Μόλις τον είδε ο Αλέξανδρος να χιμάει για να γλιτώσει προς την ανοιχτή πεδιάδα με κατεύθυνση τον ποταμό Λύκο, όρμησε ξοπίσω του αφήνοντας στη θέση του (για να αποτελειώσει τους Πέρσες στα Γαυγάμηλα) τον στρατηγό Παρμενίωνα.

   Ο ίδιος με το ιππικό του, βλέποντας πως ο Δαρείος του ξέφυγε κρυμμένος στις κλεισούρες των λόγγων και των βουνών, σταμάτησε για λίγο στις Ράγες (κοντά στην Τεχεράνη) κι ύστερα έσπευσε να περικυκλώσει το περσικό στρατόπεδο στον Βούμωδο ποταμό (παραπόταμο του Λύκου) παίρνοντας μαζί του πλήθος αιχμαλώτων, αλλά και ελέφαντες, καμήλες, άμαξες και πάμπολλες άλλες αποσκευές και μεταγωγικά, τα οποία άφησαν οι εχθροί στο φευγιό τους σαν λάφυρα.

   Ώρες αργότερα ο Αλέξανδρος, φανερά ταλαιπωρημένος και με το άτι του να βγάζει αφρούς απ’ τη δίψα και την κούραση, σταμάτησε την καταδίωξη του Δαρείου και γυρνώντας πίσω έσμιξε με το νικηφόρο του στράτευμα, για να μπει αργότερα θριαμβευτής στην καρδιά της Περσίας, τη Βαβυλώνα!

Βιβλιογραφία

 

  1. Αρριανός: Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις
  2. DonaldWEngels: Ο Μέγας Αλέξανδρος και η διοικητική μέριμνα του μακεδονικού στρατού.
  3. Βούλα Ηλιάδου; Καλπάζοντας στον άνεμο (μυθιστόρημα), εκδ. Λιβάνης.
Συνέχεια ανάγνωσης

ΙΝΦΟΓΝΩΜΩΝ

Infognomon Logo

Περιηγηθείτε στα κορυφαία βιβλία του βιβλιοπωλείου μας

Προβολή όλων

Δημοφιλή