«Είναι αντίθετο με το Διεθνές Δίκαιο η Ελλάδα να ακυρώνει το καθεστώς των νησιών που της είχαν δοθεί υπό όρους βάσει των ειρηνευτικών συμφωνιών της Λωζάνης του 1923 και του Παρισιού του 1947. Όποιον λόγο και να βρει η Ελλάδα, δεν ισχύει. Η Ελλάδα έχει οπλίσει τα νησιά από το 1960 και είπαμε, ‘αν δεν τα παρατήσει, θα αρχίσει η συζήτηση για την κυριαρχία’. Είμαστε πολύ σοβαροί, δεν μπλοφάρουμε. Επειδή τους δίνονται υπό όρους νησιά, εάν η Ελλάδα δεν συμμορφωθεί με αυτό, θα προχωρήσουμε περαιτέρω αυτό το θέμα».
Το δήλωσε χθες ο Τούρκος ΥΠΕΞ, Αχμέτ Τσαβούσογλου. Και δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που η Τουρκία καταφεύγει σ’ αυτόν τον άκρως επιθετικό αναθεωρητισμό, προκειμένου να εγείρει διεκδικήσεις οι οποίες στερούνται όχι μόνο ιστορικής βάσης αλλά και λογικής. Το κάνει μονίμως. Αυτή τη φορά όμως, η απειλή ίσως διατυπώνεται πιο ξεκάθαρα από ποτέ. Μαζί και ο παραλογισμός επί του οποίου στηρίζονται τα τουρκικά «επιχειρήματα».
Ακόμα κι αν κάποιος επιλέξει να προσπεράσει, χάριν συζήτησης έστω και μόνο, τα όσα αμέτρητα η ίδια η Άγκυρα έχει κάνει καταστρατηγώντας τη Συνθήκη της Λωζάνης σε σχέση με τα δικαιώματα των Ρωμιών όπως και το γεγονός ότι μέσα από την ίδια πάντα συνθήκη η Τουρκία ξεκάθαρα και με δική της συμφωνία έχει παραιτηθεί από κάθε δικαίωμά της στην Κύπρο αλλά καμώνεται ότι το έχει ξεχάσει προβαίνοντας σε παρόμοιες αν και πιο έμμεσες ακροβασίες κατά καιρούς, οι συνθήκες αυτές είναι εκεί και τα πράγματα είναι ξεκάθαρα.
Στη Λωζάνη δεν υπάρχει καμία αναφορά σε αποστρατιωτικοποίηση, δεν θα υπήρχε λόγος άλλωστε. Στο Παρίσι του 1947 όντως υπάρχει. Μόνο που η Τουρκία… δεν ήταν καν μέρος της συμφωνίας! Η συμφωνία εκείνη αφορούσε το καθεστώς των Δωδεκανήσων και την παραχώρησή τους από την Ιταλία στην Ελλάδα. Έγινε ανάμεσα στην Ελλάδα και τους Συμμάχους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από τη μία και την Ιταλία από την άλλη, η δε περί ης ο λόγος αναφορά μπήκε μετά από απαίτηση του Στάλιν καθώς μόλις είχε ξεκινήσει ο Ψυχρός Πόλεμος. Η Τουρκία δεν είχε καμία σχέση με τη συμφωνία αυτή η οποία δεν αφορά φυσικά τα όποια άλλα νησιά. Ήταν ήδη όλα ελληνικά.
Η Τουρκία λέει ότι… απειλείται από την Ελλάδα. Διότι, λέει, από το 1960 η Ελλάδα εξόπλισε τα νησιά, όπως άλλωστε και εκείνη τα παράλιά της. Και είχαν αμφότερες κάθε δικαίωμα να το κάνουν ως κυρίαρχα κράτη. Ακόμα και για τα Δωδεκάνησα τα συμβαλλόμενα μέρη στο Παρίσι ουδέποτε ήγειραν τέτοιο θέμα. Ούτε η ΕΣΣΔ, στα έξι χρόνια που έζησε ο Στάλιν μετά το Παρίσι, ούτε στα χρόνια της αποσταλινοποίησης, ούτε και στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Και δεν θα είχε καμία λογική να το πράξει άλλωστε. Ο κόσμος είχε αλλάξει.
Αυτό που η Τουρκία κάνει είναι πως, με αυτή την αδιανόητη ιστορική ακροβασία, επί μίας συμφωνίας η οποία δεν αφορά καν την ίδια ούτε και όλα τα νησιά και μιας άλλης η οποία την αφορά μεν αλλά δεν αναφέρει πουθενά κάτι τέτοιο, αμφισβητεί ευθέως την κυριαρχία της Ελλάδας την οποία αποδέχθηκε άλλοτε. Λέγοντας ότι τα νησιά δόθηκαν στην Ελλάδα το 1923 υπό έναν «όρο» ο οποίος ουδέποτε υπήρξε και τον οποίο επιχειρεί να εισάξει πολιτικά.
Αυτού του τύπου οι ιστορικές αναγωγές και οι χαλκεύσεις, μαζί με καταγέλαστους με βάση τον γεωγραφικό χάρτη και την κοινή λογική ισχυρισμούς ότι η Ελλάδα λ.χ. απειλεί την Τουρκία -όχι το αντίστροφο το οποίο γίνεται κιόλας σε μόνιμη βάση- και ότι την έχει… περικυκλώσει στρατιωτικά, δεν μας θυμίζει άραγε κάτι; Δεν θα έπρεπε;
Είναι η ίδια πρακτική την οποία ακολουθεί η Ρωσία έναντι της Ουκρανίας το δικαίωμα ύπαρξης της οποίας αμφισβητεί τώρα -παρότι έχει αναγνωρίσει επίσημα την Ουκρανία και διατηρεί πρεσβεία εκεί, κλειστή από το Μάρτη έστω- παντρεύοντας συμφωνίες και παραποιώντας τα όσα αυτές λένε προκειμένου να ισχυριστεί ότι η Ουκρανία την απειλεί.
Την ώρα που είναι ξεκάθαρο -από τον χάρτη, τα μεγέθη, την πραγματική Ιστορία η οποία βασίζεται σε δεδομένα όπως βέβαια και την κοινή λογική- ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η Ρωσία όμως επιμένει, πως προκειμένου να νιώσει καλύτερα επειδή «απειλείται», η Ουκρανία πρέπει να αποστρατιωτικοποιηθεί επίσης έτσι που, σε δέκα χρόνια το Κρεμλίνο προβάλλοντας τους επόμενους ισχυρισμούς του να την καταλάβει ολόκληρη αμαχητί. Εύκολα και απλά.
Αν και σαφώς υπάρχουν διαφορές στα δύο παραδείγματα η ουσία της διεκδίκησης, το ολοφάνερα έκνομό της με βάση το Διεθνές Δίκαιο και κυρίως η πρακτική του αναθεωρητισμού του ισχυρότερου είναι πανομοιότυπη. Το ίδιο και ο τρόπος με τον οποίο εισάγεται στη συζήτηση και μεγαλοποιείται ένα άσχετο ζήτημα, προκειμένου να δημιουργηθούν γενικευμένες αιτιάσεις.
Στην Ουκρανία ήταν η δράση κάποιων ακροδεξιών ενάντια στο αυτονομιστικό φιλορωσικό κίνημα το οποίο επεδίωκε την απόσχιση περιοχών οι οποίες είναι διεθνώς αποδεκτό ότι ανήκαν και ανήκουν ακόμη στην Ουκρανία.
Στην Ελλάδα, θα μπορούσε με τον ίδιο τρόπο, σε μια περίοδο αποσταθεροποίησης πολιτικής, να ήταν οι δολοφονίες μελών ενός ανάλογου αυτονομιστικού κινήματος στη μουσουλμανική μειονότητα της (δυτικής) Θράκης το οποίο θα διεκδικούσε όταν το επέτρεπαν ή το επιτρέψουν οι περιστάσεις την ένωση με την υπόλοιπη Θράκη επικαλούμενο λόγους ασφάλειας, που μπορεί και να είχαν κάποια βάση.
Σίγουρα όμως δεν θα είχαν την έκταση την οποία η Τουρκία θα τους προσέδιδε, προκειμένου να εισβάλει στην Ελλάδα και να αρπάξει αυτό το κομμάτι το οποίο δεν ανήκει στην Τουρκίαό,τι και εάν γίνει. Και το οποίο δεν θα είχε το δικαίωμα να προσαρτήσει ακόμα κι αν έτρεπε σε φυγή ένα μέρος του πληθυσμού του και μέσα από αστεία δημοψηφίσματα -αυτό κατά διεθνή ομολογία- όπως αυτό που έκαναν οι Ρώσοι στην Κριμαία και τώρα προετοιμάζουν σε άλλες κατεχόμενες περιοχές της Ουκρανίας, αποφάσιζε τάχα ότι ήθελε να γίνει μέρος της Τουρκίας.
Ή όπως μπορεί να κάνει η Άγκυρα όταν αλλοιώνοντας οριστικά, πολύ σύντομα, τη σύσταση της άλλης κοινότητας της Κύπρου μέσω του εποικισμού και των εδώ αχυρανθρώπων της αποφασίσει ότι ο κόσμος απέναντι αυτό θέλει. Χωρίς καν μάλιστα να χρειαστεί καν να κάνει ένα απολύτως αδιαφανές δημοψήφισμα όπως έκαναν οι Ρώσοι στην Κριμαία.
Οι περιπτώσεις επαναλαμβάνω, διαφέρουν. Η ουσία όμως όχι. Όταν το ζήτημα είναι ο αναθεωρητισμός και ο επεκτατισμός μέσω παραποιήσεων, εσκεμμένων υπερμεγεθύνσεων, υπερβολών και προπαγάνδας προκειμένου να δικαιολογείται η απόφαση του ισχυρού να εισβάλει, το Διεθνές Δίκαιο παραμένει σαφές και ξεκάθαρο. Και σε όλα αυτά τα παραδείγματα έτσι είναι, παρά τις διαφορές, ακριβώς επειδή όλα έχουν την ίδια αφετηρία.
Σημαντικό είναι να αποφασίζουμε εμείς -και… εμείς ειδικά- εάν είμαστε με την πλευρά του Διεθνούς Δικαίου ή του αδίκου. Όποιες απόψεις και εάν έχουμε επιμέρους. Το Δίκαιο είναι εκεί και δεν αλλάζει. Ο ισχυρός επιβάλλει συχνά αυτό που θέλει, όμως αυτό δεν ανατρέπει ούτε την Ιστορία, ούτε την πραγματικότητα, ούτε φυσικά την κοινή λογική.
Πηγή: Πολίτης