Η αγορά εμπιστεύεται την τουρκική λίρα λιγότερο ακόμη και από το ρούβλι και, βέβαια, λιγότερο από οποιοδήποτε άλλο νόμισμα αναδυόμενης αγοράς. Αιτία, η ανορθόδοξη οικονομική και νομισματική πολιτική του Τούρκου προέδρου, που επί χρόνια υπονομεύει το νόμισμα της γειτονικής χώρας, πριμοδοτεί έναν ιλιγγιώδη πληθωρισμό και οδηγεί τους επενδυτές σε μαζική φυγή από τους τουρκικούς τίτλους.
Η εικόνα αποτυπώνεται στο κόστος ασφάλισης έναντι περαιτέρω υποχώρησης της τουρκικής λίρας, που ενόψει των τουρκικών εκλογών της έχει εκτοξευθεί στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων τεσσάρων μηνών και στο υψηλότερο επίπεδο από κάθε άλλο νόμισμα αναδυόμενης αγοράς. Εν ολίγοις, έχει εκτοπίσει το ρούβλι από τη χειρότερη θέση μεταξύ των νομισμάτων της ίδιας κατηγορίας, την οποία κατείχε μέχρι προσφάτως το ρούβλι.
Μιλώντας στο Bloomberg, ο Κριστιάν Μάτζιο, υπεύθυνος επενδύσεων χαρτοφυλακίου στην TD Securities στο Λονδίνο, αποδίδει τη στάση αυτή της αγοράς «στην εκτίμηση πως επιδεινώνεται η εικόνα» του νομίσματος και της οικονομίας της Τουρκίας. Οπως υπογραμμίζει ο ίδιος, «καθώς πλησιάζουν οι εκλογές υπάρχει κίνδυνος να μειώσει και πάλι τα επιτόκια η κεντρική τράπεζα και αυτό βαραίνει τις προσδοκίες της αγοράς και αρχίζει να γίνεται ορατό πλέον». Εξηγεί βέβαια ότι στην περίπτωση μιας τέτοιας κίνησης από πλευράς της Τράπεζας της Τουρκίας, η τουρκική λίρα θα δεχθεί νέο πλήγμα και θα οδηγηθεί σε νέα υποχώρηση. Μέσα στα τελευταία σχεδόν δύο χρόνια, η Τράπεζα της Τουρκίας υπό τον Σαχάπ Καβτσίογλου έχει σημειώσει μια πρωτοφανή ακολουθία μειώσεων των επιτοκίων της λίρας, οδηγώντας το τουρκικό νόμισμα σε συνεχή υποχώρηση. Στη διάρκεια του περασμένου έτους, μάλιστα, όταν οι κεντρικές τράπεζες μεγάλων και μικρών οικονομιών έσπευδαν να αυξήσουν επιθετικά το κόστος του δανεισμού για να ανακόψουν τον ανησυχητικά υψηλό πληθωρισμό, η Τράπεζα της Τουρκίας τα μείωσε και πάλι τέσσερις φορές. Ετσι ο κ. Καβτσίογλου παρέλαβε την άνοιξη του 2021 τα επιτόκια της λίρας στο 19%, στο οποίο τα είχε αυξήσει ο προκάτοχός του και τα έφτασε πλέον στο 9%.
Ο αντίκτυπος αυτής της πολιτικής στο τουρκικό νόμισμα είναι ολέθριος. Οταν στα τέλη Μαρτίου του 2021 ανέλαβε καθήκοντα ο Σαχάπ Καβτσίογλου και προτού αρχίσει τις μειώσεις των επιτοκίων, η τουρκική λίρα πλησίαζε τις 8 λίρες προς ένα δολάριο. Σήμερα η ισοτιμία της έχει διολισθήσει στις 18,8 τουρκικές λίρες προς ένα δολάριο, αν και τους τελευταίους μήνες παρουσιάζει ασυνήθιστη σταθεροποίηση. Το οφείλει σε σειρά από ανορθόδοξες έως ολέθριες πολιτικές της κυβέρνησης Ερντογάν, όπως οι υποχρεώσεις που επιβάλλει στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, αλλά ακόμη και στις τράπεζες της χώρας, να διατηρούν μέρος των αποθεματικών τους σε τουρκικές λίρες. Το οφείλει παράλληλα και στους ελιγμούς της κεντρικής τράπεζας, μεταξύ των οποίων και τις συνήθεις παρεμβάσεις της στην αγορά συναλλάγματος. Πρόκειται για πάγια τακτική της εδώ και χρόνια, που της έχει κοστίσει εκατοντάδες δισ. δολ., με αποτέλεσμα την εξάντληση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της. Πέραν των επικείμενων εκλογών, που επισπεύσθηκαν για τον Μάιο αντί για τον Ιούνιο, την ανησυχία της αγοράς για την πορεία της τουρκικής λίρας ενίσχυσε και ο Τούρκος υπουργός Οικονομικών, ο οποίος στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου δήλωσε ότι η Τουρκία χρειάζεται «μια ισοτιμία σε τέλειο επίπεδο, όχι υπερβολικά αδύναμη μεν αλλά ούτε και πολύ ισχυρή, ώστε να μην ενθαρρύνει τις εισαγωγές και να μην αποθαρρύνει τους εγχώριους παραγωγούς».
Σε ό,τι αφορά τις συνέπειες στον πληθωρισμό, προ δύο ετών ήταν κάτω από 20%, αλλά στη διάρκεια του 2022 πλησίασε το 90%, για να αποκλιμακωθεί σε επίπεδα γύρω στο 64% στο τέλος του περασμένου έτους. Οικονομικοί και πολιτικοί αναλυτές εκφράζουν, πάντως, φόβους πως η τάση για αποκλιμάκωση των τιμών θα διακοπεί σύντομα καθώς η κυβέρνηση ετοιμάζεται για γενναίες προεκλογικές αυξήσεις δαπανών. Τον περασμένο μήνα, ο Τούρκος πρόεδρος υποσχέθηκε σε εκατομμύρια εργαζομένους πως θα έχουν τη δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδότησης. Το μέτρο αναμένεται να κοστίσει στο τουρκικό υπουργείο Οικονομικών περίπου 13 δισ. δολ. ετησίως. Επίσης η κυβέρνηση ανακοίνωσε αύξηση 55% του επίσημου κατώτατου μισθού, ενώ ετοιμάζεται να διοχετεύσει 3,3 δισ. δολ. στις κρατικές τράπεζες, προκειμένου να επιταχύνουν τον δανεισμό στις επιχειρήσεις για να τις στηρίξουν έναντι του αυξημένου κόστους παραγωγής.
Καθημερινή