Οι δηλώσεις του Αμερικανού πρεσβευτή Τ. Τσούνη και του Γερμανού διπλωμάτη Γ. Πλέτνερ πρώην πρεσβευτή στην Αθήνα και νυν διπλωματικού συμβούλου του Καγκελαρίου Σολτς στους Δελφούς που προβλέπουν εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά μετά τις εκλογές, δεν θα εξέπλητταν, καθώς εκφράζουν την πάγια και σταθερή θέση των κυβερνήσεών τους.
Όμως η συγκυρία των δηλώσεων των δυο ξένων αξιωματούχων, με τον κ. Τσούνη να τηρεί πολιτική ίσων αποστάσεων μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας και τον κ. Πλέτνερ μάλιστα να μην κρύβει τη διάθεση νέας διαμεσολάβησης από το Βερολίνο, συμπίπτει με τις συνεχείς δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια, ο οποίος διαβλέπει «παράθυρο ευκαιρίας» στα ελληνοτουρκικά μετά τις εκλογές και μάλιστα δημοσίως υποστηρίζει ότι η αλλαγή μεθοδολογίας των διαπραγματεύσεων μπορεί να οδηγήσει σε πρόοδο.
Τα γεγονότα αυτά δημιουργούν την εντύπωση ότι παρασκηνιακά υπάρχει, αν μη τι άλλο, στοιχειώδης συνεννόηση με Ουάσιγκτον και Βερολίνο ώστε εφόσον διατηρηθεί το ήπιο κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, να εκδηλωθεί με τη στήριξη των συμμάχων και εταίρων, ακόμα μια προσπάθεια για αντιμετώπιση των προβλημάτων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η αναγκαία διευκρίνηση για τη χρήση πληθυντικού σε «προβλήματα» είναι ότι σαφώς η Ελλάδα αναγνωρίζει μια νομική διαφορά την οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, όμως για τους τρίτους ο επιθυμητός στόχος είναι η επίλυση όλων των θεμάτων που δημιουργούν θρυαλλίδες έντασης μεταξύ των δυο χωρών και συνεπώς σε αυτά περιλαμβάνονται και ζητήματα που η Τουρκία θεωρεί αντικείμενο του διαλόγου και αφορούν αποκλειστικά μονομερείς διεκδικήσεις εις βάρος της χώρας μας.
Και αυτό θα είναι διαρκώς ένα σημαντικό εμπόδιο για έναν ειλικρινή και αποτελεσματικό διάλογο μεταξύ των δυο χωρών, καθώς καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να δεχθεί, τουλάχιστον επίσημα και σε έναν δομημένο διάλογο, να διαπραγματευτεί ζητήματα που άπτονται της κυριαρχίας, των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της άμυνάς της. Και αυτός είναι ο γόρδιος δεσμός που δεν έχει επιτρέψει τουλάχιστον μετά το 1976 να υπάρξει πρόοδος στον ελληνοτουρκικό διάλογο, που δοκιμάσθηκαν κάθε είδους μέθοδοι: απευθείας διάλογος, μεσολάβηση τρίτων, συναντήσεις κορυφής, διερευνητικές επαφές.
Όπως όμως έχει επισημανθεί από πολλές πλευρές το ερώτημα είναι, ποιες είναι οι προϋποθέσεις ώστε να ξεκινήσει μια ακόμη διαδικασία διαλόγου έστω και με τη διαμεσολάβηση του Βερολίνου και η οποία δεν θα οδηγηθεί αυτομάτως σε αδιέξοδο προκαλώντας νέο κύκλο έντασης. Οι δηλώσεις των τελευταίων ημερών από τουρκικής πλευράς επιβεβαιώνουν το προφανές, ότι η αλλαγή ύφους και διακοπή της παράνομης δραστηριότητας της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας, δεν σημαίνει ότι υπάρχει βελτίωση των προϋποθέσεων για έναρξη διαλόγου, καθώς ουδεμία αλλαγή έχει επέλθει στις τουρκικές θέσεις.
Η διατήρηση του ήπιου κλίματος είναι σαφές ότι έχει ημερομηνία λήξης και αυτό έχει φροντίσει να το υπενθυμίσει αρκετές φορές ο κ. Τσαβουσογλου. Και προφανώς δεν μπορεί να συντηρηθεί αυτό το κλίμα με μια ετεροβαρή «ισορροπία», που η μεν Τουρκία θα απέχει από παραβιάσεις της διεθνούς νομιμότητας και των σχέσεων καλής γειτονίας με τα τουρκικά αεροσκάφη να μένουν εκτός ελληνικού Εναέριου Χώρου, η δε Ελλάδα θα απέχει από την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της.
Διότι μια τέτοια διαδικασία δεν θα είναι τίποτε περισσότερο από γενίκευση και διεύρυνση του casus belli, όπου η Τουρκία με την απειλή επαναφοράς της έντασης, θα περιορίζει την άσκηση της ελληνικής κυριαρχίας και αυτό δεν θα αφορά μόνο στην επέκταση των χωρικών υδάτων έως τα 12 ν.μ., αλλά τη δυνατότητα επισκέψεων αξιωματούχων του ΥΕΘΑ στα νησιά και στις νησίδες, την πραγματοποίηση ερευνών σε μη οριοθετημένη ελληνική υφαλοκρηπίδα, την Έρευνα και Διάσωση, ντε φάκτο αποδοχή των τουρκικών διεκδικήσεων σε Ελληνικό Εναέριο Χώρο και FIR Αθηνών κ.ά. Με το πρόσχημα της διατήρησης του «θετικού κλίματος».
Ο Ν. Δένδιας ο οποίος έχει αναλάβει και προσωπικά την ευθύνη των χειρισμών από την ημέρα των σεισμών στην Τουρκία, περιγράφει σε κάθε συνέντευξή του με δόση υπερβολικής αισιοδοξίας την εικόνα στα ελληνοτουρκικά προκειμένου να μην ξεθωριάσει και να διατηρηθεί τουλάχιστον μέχρι και τις εκλογές. Αναρωτήθηκε στο Φόρουμ των Δελφών ο κ. Δένδιας «γιατί μπορούμε να λύνουμε θέματα με την Αίγυπτο, την Ιταλία, με την Αλβανία και δεν μπορούμε με τη γειτονική μας Τουρκία…» προσθέτοντας ότι ο ίδιος πιστεύει ότι «θα μπορέσει να δοθεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για να συζητήσουμε καθαρά, τίμια, ξάστερα τη διαφορά μας και ειλικρινά πιστεύω να τη λύσουμε…».
Προφανώς ο υπουργός Εξωτερικών γνωρίζει περισσότερα από εμάς και σε αυτά πιθανόν βασίζει τις εκτιμήσεις του. Όμως σε ό,τι αφορά το ερώτημα που έθεσε είναι προφανές ότι με την Τουρκία δεν μπορούμε να προχωρήσουμε όπως με την Ιταλία και την Αίγυπτο (γιατί η Αλβανία είναι ειδική περίπτωση, που πάντως εδώ και τρία σχεδόν χρόνια ο κ. Ράμα δεν έχει υλοποιήσει τη δέσμευση για παραπομπή της διαφοράς στη Χάγη) γιατί ακριβώς η Τουρκία δεν περιορίζει τη διαφορά στο θέμα της υφαλοκρηπίδας αλλά επιδιώκει αντιμετώπιση όλου του πακέτου που θεωρεί ελληνοτουρκικές διαφορές θίγοντας ακόμη και ζητήματα ελληνικής κυριαρχίας, που δεν τέθηκαν ποτέ από τις άλλες χώρες με τις οποίες επήλθε Συμφωνία.
Αλλά ακόμη και στο θέμα της οριοθέτησης επιχειρεί είτε για λόγους ουσιαστικούς είτε για διαπραγματευτικούς, να εμπλέξει ζητήματα που αφορούν την ελληνική κυριαρχία. Πιθανότατα ζητήματα όπως ο εναέριος χώρος, οι αμφισβητήσεις ζωνών ευθύνης SAR η διαφωνίες για τις πτήσεις κρατικών αεροσκαφών εντός FIR Αθηνών, οι λύσεις θα είναι εύκολες μετά από μια συμφωνία οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ.
Όμως για να φθάσουμε μέχρι εκεί θα πρέπει να γνωρίζουμε που ακριβώς οριοθετούμε και εάν η Τουρκία αποδέχεται ότι η οριοθέτηση θα περιλαμβάνει π.χ. τα Ίμια. Όπου ακόμη κι αν η νομολογία του Δικαστηρίου μπορεί να προσδώσει περιορισμένη ή και καθόλου επήρεια στα Ίμια, θα τους αναγνωρίσει τουλάχιστον χωρικά ύδατα… Και έτσι θα πρέπει και η κάθε κυβέρνηση πριν καταλήξει σε μια συμφωνία για συνυποσχετικό να έχει καθορίσει τα χωρικά ύδατα της ειδικά σε περιοχές που υπάρχει γεωγραφική εγγύτητα (έστω και με κλιμακωτή επέκταση) και το πιο σημαντικό να έχει εξαφανίσει από το τραπέζι κάθε είδους αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας που επιχειρεί η Τουρκία μέσω των «γκρίζων ζωνών».
Επίσης θα πρέπει εγκαίρως να διευκρινισθεί ποιες και σε ποια έκταση «εκπτώσεις» είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί η Αθήνα προκειμένου να υπάρξει πρόοδος σε μια διαδικασία διαλόγου. Με την Ιταλία και την Αίγυπτο έγινε έστω και αποσπασματικά αποδεκτή η αρχή της μειωμένης επήρειας νησιών με κορυφαίο δείγμα τη μερική Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία που αποδέχθηκε μειωμένη επήρεια ακόμη και της Κρήτης (λόγω της πίεσης που υπήρξε τότε από την ανάγκη επιβολής ενός αντιμέτρου στο τετελεσμένο του Τουρκολυβικού Μνημονίου).
Συνεπώς διάλογος, όποια μορφή κι εάν επιλεγεί δεν θα μπορέσει να οδηγήσει πουθενά όσο διατηρείται το casus belli (με απόλυτο τρόπο και αρκεί να θυμίσουμε ότι η Τουρκία είχε αντιδράσει σε δηλώσεις πρόθεσης ακόμη και τμηματικής και κλιμακωτής επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων) και όσο παραμένει στο τραπέζι από την τουρκική πλευρά θέμα «νησιών με ακαθόριστη κυριαρχία».
Εάν υπάρχει αντίλογος σε αυτό και εάν έχει βρεθεί μια άλλη θαυματουργή λύση για τη διαδικασία, θα είμαστε ευτυχείς να την υποδεχθούμε και να την πανηγυρίσουμε…