Η νέα πρωθυπουργός (πρώτη υπουργός) της Βόρειας Ιρλανδίας Μισέλ Ο΄Νιλ (Σιν Φέιν) αναφέρθηκε σήμερα στο ενδεχόμενο δημοψηφίσματος για την ένωση της Ιρλανδίας μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, σε συνέντευξη που μεταδόθηκε την επομένη της ιστορικής ανόδου της στην ηγεσία της τοπικής κυβέρνησης.
Έπειτα από δύο χρόνια πολιτικού αδιεξόδου, η 47χρονη Μισέλ Ο’Νιλ έγινε η πρώτη πολιτική αξιωματούχος που τάσσεται υπέρ της ένωσης που τίθεται επικεφαλής της κυβέρνησης της Βόρειας Ιρλανδίας.
«Η εκλογή μου στη θέση του πρωθυπουργού καταδεικνύει την αλλαγή που ετοιμάζεται σε αυτό το νησί», είπε σε συνέντευξη που μεταδόθηκε σήμερα από το δίκτυο Sky News.
«Μπορούμε να έχουμε τον διαμοιρισμό της εξουσίας» ανάμεσα σε ρεπουμπλικανούς και ενωτικούς (που τάσσονται υπέρ της παραμονής της Βόρειας Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο), «μπορούμε να φροντίσουμε ώστε να είναι σταθερή, μπορούμε να δουλέψουμε μαζί κάθε μέρα σε ό,τι αφορά τις δημόσιες υπηρεσίες και [ταυτόχρονα] να επιδιώκουμε τους θεμιτούς στόχους μας» [για ένωση με την Ιρλανδία], είπε.
Σε ερώτηση αν «προβλέπει δημοψήφισμα για την ένωση του νησιού τα επόμενα 10 χρόνια», η αντιπρόεδρος του Σιν Φέιν, άλλοτε πολιτικό σκέλος του IRA (Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός), απάντησε καταφατικά.
«Ναι. Πιστεύω πως είμαστε σε μια δεκαετία ευκαιριών», «υπάρχουν τόσα πράγματα που αλλάζουν τον παλιό κανόνα, τη φύση του κράτους, το γεγονός ότι ένας εθνικιστής ρεπουμπλικανός [που τάσσεται υπέρ της ένωσης με την Ιρλανδία], υποτίθεται πως δεν θα γινόταν ποτέ πρωθυπουργός», συνέχισε η Μισέλ Ο’Νιλ, «όλα τούτα μιλάνε για αυτή την αλλαγή».
Από την πλευρά της, η βρετανική κυβέρνηση «δεν βλέπει καμία ρεαλιστική προοπτική» ενός τέτοιου δημοψηφίσματος και πιστεύει πως το μέλλον της Βόρειας Ιρλανδίας είναι «διασφαλισμένο για τις επόμενες δεκαετίες» εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, σύμφωνα με έγγραφο που δημοσιοποιήθηκε αυτή την εβδομάδα.
Μετά τη νίκη του κόμματός της στις εκλογές του Μαΐου 2022, η επικεφαλής του Σιν Φέιν στη Βόρεια Ιρλανδία δεν μπόρεσε να αναλάβει τα καθήκοντά της λόγω του μποϊκοτάζ από τους ενωτικούς του DUP των θεσμών με βάση τη συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998, που έβαλε τέλος σε μια σύγκρουση τριών δεκαετιών η οποία προκάλεσε τον θάνατο 3.500 ανθρώπων.
Το DUP κατήγγελλε στις εμπορικές διατάξεις μετά το Brexit μια απειλή για τη θέση της Βόρειας Ιρλανδίας εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, όμως κατέληξε αυτή την εβδομάδα σε συμφωνία με τη βρετανική κυβέρνηση, η οποία ωστόσο δεν έχει την ομόφωνη στήριξη των ενωτικών.