Να, που το λέει απροκάλυπτα πλέον η Μαρία Άνχελα Ολγκίν. Ότι αυτοί που πρέπει να δώσουν κάτι για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις είναι οι Ελληνοκύπριοι. Σύμφωνα με το ΚΥΠΕ, η κ. Ολγκίν είπε στην «Κίπρις Ποστασί» ότι τα Ηνωμένα Έθνη αναγνωρίζουν τη θετική στάση της ελληνοκυπριακής πλευράς αλλά την ίδια ώρα επιμένουν σε κίνητρα και κινήσεις που θα αντιμετωπίζουν την έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Τα κίνητρα και οι κινήσεις δεν ζητά να γίνουν από την πλευρά που βρίσκεται έξω από το πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, την πλευρά που αρνείται κάθε διάλογο αν δεν συμφωνηθούν εκ των προτέρων όροι που ούτε ο ΟΗΕ, ούτε η ΕΕ δέχονται. Τα ζητά από την πλευρά που εδώ και χρόνια δηλώνει έτοιμη για διάλογο στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και στη βάση της εντολής του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Θέση της απεσταλμένης του ΓΓ ΟΗΕ, λέει το ΚΥΠΕ, είναι πως η κυπριακή κυβέρνηση γνωρίζει τι θα μπορούσε να γίνει προκειμένου να ξεμπλοκάρει η όλη διαδικασία. Και επιβεβαιώνει αυτό που γράφαμε καιρό τώρα. Ότι αυτό που μεταφέρει η απεσταλμένη στον Πρόεδρο και σε όσους Ελληνοκύπριους πολιτικούς συναντά είναι το τι θα δώσουμε (ειδικά σε σχέση με το λεγόμενο εμπάργκο, δηλαδή, αεροδρόμιο, λιμάνι Αμμοχώστου), για να πεισθεί η άλλη πλευρά να κάτσει στο τραπέζι των συνομιλιών.
Να, λοιπόν, που φτάσαμε στο διά ταύτα. Και στο τέλος θα φταίξουμε κι από πάνω! Ότι εμείς είμαστε οι αδιάλλακτοι. Διότι, δεν δίνουμε κάτι στο θηρίο να το ταΐσουμε. Προκειμένου να ξεμπλοκάρει η όλη διαδικασία και να έχει η κ. Ολγκίν μια επιτυχία στην καριέρα της στα Ηνωμένα Έθνη -ότι δηλαδή πέτυχε την επανεκκίνηση του διαλόγου- πρέπει η ελληνοκυπριακή πλευρά να κάνει υποχωρήσεις πριν καν ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις. Και μάλιστα προς την κατεύθυνση που της υπέδειξε ο Τατάρ.
Τα είπε και προχτές δημοσίως. «Όπως της εξήγησα από την πρώτη μας συνάντηση», είπε, «αυτά είναι τα βήματα που πρέπει να γίνουν, δηλαδή η άμεση κατάργηση της απαγόρευσης του εμπορίου, η κατάργηση της απαγόρευσης των απευθείας πτήσεων, η άρση των εμπάργκο ακόμη και στον αθλητισμό εναντίον της νεολαίας μας. Όταν όλα αυτά καταργηθούν, τότε θα προκύψει η κυριαρχία μας και κάτω από αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσε να ξεκινήσει μια διαδικασία για ένα νέο μέλλον».
Αυτά είναι τα βήματα που θέλουν να κάνει ο Χριστοδουλίδης για να ξεμπλοκάρει η όλη διαδικασία. Αλλά, άμα κάνει αυτά τα βήματα για ποιο λόγο να ξεκινήσουν οι συνομιλίες; Τι θα διαπραγματευθεί; Πώς θα γίνουμε καλοί γείτονες στα δύο μας κρατίδια, να κάνουμε το εμπόριο μας, τα ψώνια μας, τις διακοπές μας, και την κατοχή να κάνουμε πως δεν την βλέπουμε, να την αφήσουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας.
Γιατί βρισκόμαστε τώρα σε αυτό το σημείο; Διότι, στα εφτά χρόνια κενού συνομιλιών, η πολιτική μας ηγεσία, δεν παρήγαγε πολιτική, δεν είχε καμιά προνοητικότητα, παρακολουθούσε μόνο την τουρκική πλευρά να δημιουργεί τις συνθήκες «ώστε η επανέναρξη των συνομιλιών να σημαίνει αυτομάτως ότι αποδεχόμαστε συζήτηση στη βάση των δυο κρατών ή σε κάτι που προσεγγίζει, συνομοσπονδία, για παράδειγμα» (αυτό το γράφαμε 16/9/23, έγκαιρα δηλαδή), και επαναλάμβανε μονότονα την επιθυμία για επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Χωρίς όρους και προϋποθέσεις, έλεγαν. Χωρίς να ζητούν να συμφωνηθεί η βάση των διαπραγματεύσεων. Απλώς να επιστρέψουμε στο τραπέζι κι όπου μας βγάλει. Λες και ήταν τόσο δύσκολο να διακρίνουν προς τα πού μας οδηγούσαν!
Θα έπρεπε όλα τα προηγούμενα χρόνια να έκαναν αγώνα για να εκθέσουν τα τουρκικά σχέδια, όχι για να τα βάλουν στο τραπέζι να τα συζητήσουν. Διότι, εδώ φτάσαμε κι ας μην το ομολογούν. Είναι η ωμή αλήθεια: Για να ξεκινήσουν οι συνομιλίες καλείται ο Χριστοδουλίδης να δώσει κίνητρα τα οποία ικανοποιούν και ενισχύουν την πολιτική της Άγκυρας και του Τατάρ. Κι αυτό είναι ακόμα μια τεράστια αποτυχία της πολιτικής ηγεσίας μας. Ομαδικά και εξ αδιαιρέτου.
Φιλελεύθερος