Αν και η Ιταλία εξακολουθεί να θεωρείται χώρα σε κρίση, η σταθερότητα της εκτελεστικής της εξουσίας και η καλή διαχείριση του χρέους της την φέρνουν σε πολύ καλή θέση στον διεθνή ανταγωνισμό.
Μιλάμε για την χώρα που υπό το βάρος του πελώριου χρέους της οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη σε ένα δυσλειτουργικό κοινοβουλευτικό καθεστώς, ανίκανου να μεταρρυθμιστεί και να διαχειριστεί την δημοσιοικονομική κατάσταση της χώρας. Αυτή η εικόνα της Ιταλίας είναι τόσο παγιωμένη που είναι πολύ δύσκολο να δούμε αυτήν την συναρπαστική χώρα με διαφορετικά μάτια. Κι όμως η Τζόρτζια Μελόνι ισχυρός επικεφαλής μίας σύνθετης πλειοψηφίας, που αποτελείται από τους Fratelli d’Italia, την Lega Nord και την Forza Italia μπορεί να ισχυρίζεται με άνεση στην Messagero «Είμαστε μια από τις ισχυρότερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη».
Εκ πρώτης όψεως, κάτι τέτοιο μοιάζει παράδοξο δεδομένου ότι η Ιταλία είναι η δεύτερη πιο υπερχρεωμένη χώρα στην Ευρώπη μετά την Ελλάδα, με χρέος 134,6% του ΑΕΠ που θα φτάσει τα 3 τρις ευρώ το 2025. Μία από τις χώρες με τη χειρότερη βαθμολογία από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s, δηλαδή επτά βαθμίδες κάτω από τη βαθμολογία της Γαλλίας. Και πάνω απ’ όλα, σημειώνει ο καθηγητής οικονομικών Marco Fortis, «με χειρότερη βαθμολογία από το 2011, όταν η χώρα δέχτηκε επίθεση από τις χρηματοπιστωτικές αγορές με spread έως και 575 μονάδες». Χώρα της οποίας η ανάπτυξη επιβραδύνεται και πάλι στον απόηχο της ευρωπαϊκής οικονομίας και της οποίας ο πληθυσμός μειώνεται κάθε χρόνο.
Όμως, για να κατανοήσουμε πλήρως τη δυναμική ενός χρέους, δεν πρέπει να σταθούμε μόνο στα νούμερα. Πρέπει να το δούμε σαν ένα περιστρεφόμενο στον εαυτό του γλυπτό για να καταλάβουμε καλύτερα τα θεμέλιά του και τις ισορροπίες του. Και για την Ιταλία μπορούμε πλέον να πούμε, ότι είναι μια σταθερή χώρα που βγαίνει από αυτό.
Δημοσιονομική υπευθυνότητα
Γιατί η Ιταλία είναι μια γενικά πλούσια χώρα, προικισμένη με μια από τις σημαντικότερες πολιτιστικές κληρονομιές της Ευρώπης. Ο καθαρός οικονομικός πλούτος των ιταλικών οικογενειών, μεγάλων αγοραστών του εθνικού δημόσιου χρέους, είναι ο τρίτος μεγαλύτερος στη ζώνη του ευρώ, στο 216% του ΑΕΠ. Και, χάρη σε αυτή τη συσσώρευση αποταμιεύσεων, στη δύναμη των εξαγωγών και του τουρισμού της, στις άμεσες επενδύσεις της στο εξωτερικό, η Ιταλία είναι καθαρός πιστωτής στον υπόλοιπο κόσμο, για ποσό 225 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 10,5% του ΑΕΠ. Κάτι που είναι σημαντικό, ιδίως υπό το φως της καθαρής χρεωστικής θέσης της Γαλλίας 28% του ΑΕΠ της (-824 δισεκατομμύρια στο τέλος του 2023).
Και έχοντας επίγνωση των υποχρεώσεων που επιβάλλει το χρέος της, η Ρώμη διαχειρίζεται τα δημόσια οικονομικά της πολύ υπεύθυνα. Ο υπουργός Οικονομικών του, Τζιανκάρλο Τζορτζέτι, αντιτίθεται τακτικά στις διεκδικήσεις των φίλων του της Λέγκας δηλώνοντας διαρκώς ότι « πρώτα να απαλλαγούμε τουλάχιστον από ένα μέρος αυτού. βάρος των πιο απεχθών και αντιπαραγωγικών δαπανών που υπάρχουν», δηλαδή τους τόκους του χρέους.
Στην πραγματικότητα, η Ιταλία είναι μια από τις πιο «ενάρετες» χώρες του G7 : μεταξύ 1995 και 2023, πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα στα δημόσια οικονομικά της, δηλαδή πριν από το οικονομικό κόστος, 1,3% ετησίως κατά μέσο όρο. Και αυτό για είκοσι τέσσερα συνεχόμενα χρόνια, σε σύγκριση με μόλις τέσσερα χρόνια στη Γαλλία και δεκαεπτά χρόνια στη Γερμανία. Μετά τα χρόνια του Covid, είναι η μόνη χώρα της G7 που έχει ανακτήσει πρωτογενές πλεόνασμα το 2024, 0,1% του ΑΕΠ. Η Ιταλία είναι η μόνη χώρα της G7 που έχει σχεδόν επιστρέψει στο επίπεδο του χρέους πριν από την Covid ως ποσοστό του ΑΕΠ της, ενώ στη Γαλλία αυξήθηκε κατά περισσότερες από 13 μονάδες.
Η σταθερότητά της οφείλεται επίσης στη χαμηλή εξάρτησή της από ξένους επενδυτές, οι οποίοι κατέχουν μόνο 735 δισ. ευρώ δημόσιο χρέος, ή το 27,7% του συνόλου. Ποσό που δεν έχει αυξηθεί από το 2009, όταν στη Γαλλία τα χρέη αλλοδαπών αυξήθηκαν την ίδια περίοδο από 500 δισ. σε 1600 δισ. ευρώ. Ηδη από την περίοδο της κρίσης της ευρωζώνης, η Ιταλία δεν ενδιαφέρει καθόλου τους ξένους επενδυτές, γεγονός που την ανάγκαζε να λαμβάνει χρηματοδότηση από τους πολίτες της και τις τράπεζές της. Σήμερα, αυτό έγινε η δύναμη της.
Η δυναμική αυτού του χρέους είναι επίσης ευνοϊκή : κατά τα έτη 2024 έως 2029, το ιταλικό πρωτογενές πλεόνασμα θα συνεχίσει να αυξάνεται σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ, σε αντίθεση με τις χώρες της G7. Και η χώρα παραμένει ανταγωνιστική, ανταγωνίζεται για την τέταρτη θέση μεταξύ των παγκόσμιων εξαγωγέων με την Ιαπωνία και την Κορέα ανάλογα με τον μήνα. Όσον αφορά την κατά κεφαλήν ανάπτυξή της, 1,2% ετησίως, παραμένει η δεύτερη ισχυρότερη του G7. Αν και η Moody’s συνεχίσει να αξιολογεί κακώς την Ιταλία, τα πρακτορεία Fitch και DBRS έχουν αναβαθμίσει την προοπτική της Ιταλίας από «σταθερή» σε «θετική». Και η Ευρώπη, η οποία αναλύει την ικανότητα των χωρών να σταθεροποιήσουν τα χρέη τους μακροπρόθεσμα (μέσω του δείκτη S2), κατατάσσει την Ιταλία στις χώρες χαμηλού κινδύνου όταν η Γαλλία πέρασε φέτος στην ομάδα «αρκετού κινδύνου».
Επίσης, γοητευμένοι από αυτή την αλλαγή του καθεστώτος και από τις καλές αποδόσεις που προσφέρονται σε διάστημα δέκα ετών (3,44% το 2024), οι ξένοι επενδυτές έχουν αγοράσει μαζικά ιταλικό χρέος από τον Ιανουάριο, για 84 δισ. σύμφωνα με την Bankitalia. Διότι, πέρα από τη διαχείριση του χρέους της, αυτό που διακρίνει την Ιταλία σήμερα είναι η σταθερότητα της εκτελεστικής της εξουσίας σίγουρης, εκτός απροόπτου, να παραμένει εκεί για τρία χρόνια την ίδια στιγμή που η Γερμανία βρίσκεται με μία αδύναμη πλειοψηφία και η Γαλλία αναζητά κυβέρνηση σε μια αδύνατη εξίσωση.
ΠΗΓΗ: Le Figaro
Μετάφραση: Μπάμπης Γεωργίου Πετράκης