«Ο αγώνας και το μαρτύριο του Πόντου, κατακαλύφθηκαν απ’ την γενικότερη Μικρασιατική καταστροφή και τον όλεθρο της Σμύρνης κι έτσι, όπως πολλές φορές έτυχε να διαπιστώσω, έμειναν σχεδόν άγνωστα στο πιο μεγάλο μέρος του κοινού της Παλιάς Ελλάδας. Θα ήταν, όμως, άδικο να μένει στο μισόφωτο η ιστορία του Πόντου, πολύ περισσότερο γιατί έχει μερικά εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Στον ακραίο εκείνο γεωγραφικό χώρο, ο υπόδουλος Ελληνισμός αγωνίστηκε για λευτεριά και ανεξαρτησία, αποκλειστικά και μόνο με τις ίδιες του ηθικές και υλικές δυνάμεις μόνο στον Πόντο δημιουργήθηκε αντάρτικο και κλεφτουριά όπως του ’21 πληρώνοντας την περήφανη αντίστασή του στο βάρβαρο πρόγραμμα του αφανισμού του απ’ τους Νεότουρκους και τον Κεμάλ, μ’ αμέτρητες θυσίες».

Αυτά υπογράμμιζε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς στη «Γη του Πόντου» το 500 σελίδων συγκλονιστικό ντοκουμέντο από τη ζωή, τους διωγμούς και την αντίσταση του Ελληνισμού της ιδιαίτερης πατρίδας του.

Με όλα τα γεγονότα, όπως ξετυλίγονταν, όχι μόνο στην Τραπεζούντα, αλλά και σ’ ολόκληρο τον Πόντο, όπου παίχτηκε το μεγαλύτερο μέρος της τραγωδίας εκείνων των καιρών, με τους κατατρεγμούς και τη ματωμένη Αντίσταση των Ποντίων.

«Άδικο να μένει στο μισόφωτο η ιστορία του Πόντου», θα ήταν και στην παρούσα επετειακή έκδοση. Και ας πιάσουμε την ιστορία από την αρχή· στο ερώτημα «πώς βρέθηκαν οι Έλληνες στον Πόντο», απαντά με άρθρο της στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, στις 14 Ιουλίου 1994, η καθηγήτρια νεοελληνικής ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Άρτεμις Ξανθοπούλου – Κυριακού, που γράφει:

«Οι πρώτες επαφές του ελληνικού κόσμου με τη Μαύρη Θάλασσα (Άξενο Πόντο κατ’ αρχάς) και τον Καύκασο, μπορούν να αναζητηθούν στην αποκρυπτογράφηση των αρχέγονων μύθων του για τον ευεργέτη ήρωα Προμηθέα, δεσμώτη στον Καύκασο για τριάντα χρόνια, για την περιπετειώδη φήμη του Φρίξου και το τέρμα του ταξιδιού του στη χώρα των Κόλχων, για το τρόπαιο των Αργοναυτών, το χρυσόμαλλο δέρας, για τους άθλους του Ηρακλή στη χώρα των Αμαζόνων κ.λπ. Η εξάπλωση του χριστιανισμού στον Καύκασο, που επιτεύχθηκε τον 4ο μ.Χ. αιώνα, χάρη στον ιεραποστολικό ζήλο της Νίνας από την Καππαδοκία, διευκόλυνε την διείσδυση των Ελλήνων του Πόντου στην περιοχή και έθεσε σε νέες βάσεις τις πνευματικές, πολιτιστικές και οικονομικές επαφές των λαών του με τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι σχέσεις μάλιστα αυτές επισφραγίζονταν συχνότατα, από τον 5ο ήδη μ.Χ. αιώνα με επιγαμίες ανάμεσα στους βασιλείς της Γεωργίας κυρίως και τους αυτοκρατορικούς οίκους του Βυζαντίου και των Κομνηνών της Τραπεζούντας.

Ας μη μας διαφεύγει άλλωστε ότι τα διευρυμένα αρχικά όρια της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας προς Δ. εμπλέκονταν με τα φυσικά όρια του Δυτικού Καυκάσου, καθώς εκτείνονταν μέχρι τη χώρα των Αβασγών (σημερ. Αμπχαζία) και τη πρωτεύουσά τους Σοχούμ (αρχ. Διοσκουριάδα). Οι επαφές αυτές βέβαια απέκτησαν άλλη διάσταση μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης και την μετά από λίγα χρόνια (1461) κατάλυση και της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Παρά την έλλειψη συγκεκριμένων ιστορικών μαρτυριών, γενική είναι η αντίληψη ότι κατά το β’ μισό του 15ου αιώνα πολλοί Έλληνες από τον Πόντο κατέφυγαν στην Περατεία (Κριμαία), στη Γεωργία, τη Ν. Ρωσία και την Περσία.

Τότε δημιουργήθηκε και χωριστή ελληνική επισκοπή (Επισκοπή Αχτάλας), η οποία επιβίωσε μέχρι το 1827. Σποραδικές επίσης είναι οι μαρτυρίες μας για ύπαρξη Ελλήνων στα ανατολικά παράλια του Ευξείνου Πόντου και μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους (16ος – 17ος αι.), μαρτυρίες που πυκνώνουν από τον 18ο αι. κ.ε. και που αναφέρονται στην προσέλκυση, στο βασίλειο της Γεωργίας κυρίως, Ελλήνων μεταλλωρύχων από την ενδοχώρα του Πόντου (περιοχές Αργυρούπολης Gumuskhane και Ερζερούμ – Θεοδοσιούπολης)».

Έλληνες του Πόντου στα Τάγματα Εργασίας.

Όλα κρίθηκαν στη Μόσχα

Για να φθάσουμε στον 20ο αιώνα, όταν σε όλη την έκταση του Μικρασιατικού Πόντου και των ελληνικών κοινοτήτων της Ρωσίας αναπτύσσεται μια κοινή θέληση που στόχο έχει την πολιτική χειραφέτηση του ποντιακού ελληνισμού.

Το μέλλον, όμως, του ελληνικού εθνικού κινήματος της περιοχής, αλλά και του ίδιου του μικρασιατικού Πόντου κρίνεται στη Μόσχα. Στις 23 Φεβρουαρίου, στην πέμπτη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος των μπολσεβίκων λαμβάνεται η απόφαση για ειρήνευση με τη Γερμανία, αφού ο Λένιν «με οξύτητα και κατηγορηματικό τρόπο απαίτησε να γίνουν δεκτοί οι όροι».

Στις 3 Μαρτίου 1918 υπογράφεται στο Μπρεστ Λιτόφσκ η ομώνυμη συνθήκη με την οποία οι μπολσεβίκοι παραχωρούν στη Γερμανία όλη την Ουκρανία και στην Τουρκία τις περιοχές Καρς, Αρνταχάν και Βατούμ.

Η απόφαση αποχώρησης των ρωσικών στρατευμάτων από τον Ανατολικό Πόντο και τον Καύκασο δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στον ελληνικό πληθυσμό και την «Προσωρινή Κυβέρνηση Τραπεζούντας».

Οι Ρώσοι στρατιώτες με το σύνθημα «νταμόϊ», δηλαδή «οίκαδε» εγκαταλείπουν το μέτωπο. Οι Έλληνες αξιωματικοί του ρωσικού στρατού αρχίζουν μια κίνηση για τη σωτηρία του ελληνικού πληθυσμού και την πολιτική του χειραφέτηση. Οι προτάσεις που υποβάλλονται στην «Προσωρινή κυβέρνηση» για ένοπλη αντίσταση στους Τούρκους απορρίπτονται κατ’ αρχάς.

Στη συνέχεια, όμως, και κάτω από την πίεση των πραγμάτων, γίνονται αποδεκτές και επιλέγεται η λύση της ένοπλης άμυνας. Στην Τραπεζούντα δημιουργείται «Ελληνικός λόχος», ο οποίος αναλαμβάνει την άμυνα της πόλης. Απαρτίζεται από Έλληνες εκ Καυκάσου, στρατιώτες στο ρωσικό στρατό και από νέους της Τραπεζούντας.

Τα όπλα παραχωρούνται από το σοβιέτ της πόλης.

Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες του ρωσικού στρατού διδάσκουν τη χρήση των όπλων. Η άμυνα της πόλης οργανώνεται από την «Ελληνική Εθνική Ένωση Τραπεζούντας».

Οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει στίφη τσετών, ώστε με καταστροφές και βιαιότητες να εξαναγκάσουν τον ελληνικό πληθυσμό να φύγει στη Ρωσία για να μην γίνει κατορθωτό, το αίτημα της Ανεξαρτησίας του Πόντου να υποστηριχθεί με τοπικό πληθυσμό.

Τα άτακτα σώματα των Τούρκων είχαν φτάσει μέχρι τα πρόθυρα της Τραπεζούντας. Στην περιφέρεια της Τραπεζούντας συγκρούονται οι ένοπλοι των ελληνικών χωριών με τους άτακτους Τούρκους. Για βδομάδες αντιστέκονται στην ενδοχώρα οι Έλληνες.

Η παρουσία Ελλήνων αξιωματικών του ρωσικού στρατού στην ενδοχώρα και η οργάνωση των στρατιωτικών χωρικών αποτρέπει την επέλαση των άτακτων Τούρκων.

Οι περιοχές που καταλαμβάνονται από τον τουρκικό στρατό εκκαθαρίζονται από τον ελληνικό πληθυσμό. Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος, φοβούμενος την αιματοχυσία έρχεται σε επαφή με τον Τούρκο διοικητή Βεχήπ Πασά.

Συμφωνούνται οι όροι για την αναίμακτη παράδοση της πόλης. Οι ένοπλοι Έλληνες καταφεύγουν στη Ρωσία, ενώ διαλύονται όλες οι ελληνικές οργανώσεις της Τραπεζούντας.

Υπάρχουν περιπτώσεις ενόπλων που καταφεύγουν στην ορεινή Σάντα που δρα η αντάρτικη ομάδα του Ευκλείδη Κουρτίδη. Οι πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τα εδάφη του ανατολικού Πόντου ανέρχονται σε 80.000 – 100.000. Καταφεύγουν στη Ρωσία, στην Κριμαία, στη Γεωργία. Ένας πρόσφυγας θα περιγράψει τέσσερα χρόνια αργότερα στη Ρωσία, την αποχώρηση των Ελλήνων από τον Πόντο, ως εξής: «Το χώμα μας το δακρυποτισμένο και αιματοβαμένο το άφηναν οι Ρώσσοι, έρχονταν όμως οι Τούρκοι εξαγριωμένοι πιο πολύ παρ’ όσο ήσαν, να χύσουν περισσότερο αίμα και δάκρυα. Έπρεπε λοιπόν να φύγουμε και φύγαμε όσοι μπορούσαμε. Και ήρθαμε εδώ. Θυμούμαι ακόμα δεν είμαστε οι πρώτοι, πόσα βαπόρια καταφορτωμένα φτάσανε κατόπιν από μας. Πάμπολλα. Κι άλλοι ήρχουνταν και σε μοτόρια και σε καράβια και σε βάρκες ακόμα. Πόσοι χάθηκαν άδικα στο δρόμο. Αλλίμονον. Φθάσαμε στη Ρωσσία. Σπίτια πολύ ολίγα και τρόφιμα ακόμη ολιγώτερα. Μόλις ήρθαμε μεις στην παραλία αυτήν, η έλλειψις έγινε αισθητή. Πολλοί απερίσκεπτοι λέγανε να μη μας δεχθούνε. Και έφεραν ως λόγον ισχυρόν το ψωμί, που δύσκολα έφθανε σ’ αυτούς… Και αναρχία και αταξία παντού. Και μ’ όλα αυτά μας επήραν και μας εφιλοξένησαν. Μοιράσθηκαν τη δυστυχία μαζί μας. Ο καθένας μας βρήκε μια καμαρίτσα και εκάθησε, ένα μαγαζάκι και εδούλεψε και έβγαλε το ψωμί του».

Στην περιοχή του Καρς, όπου υπάρχει πολιτική και στρατιωτική οργάνωση Ελλήνων, εμφανίζονται οι αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις για παραμονή με οργάνωση της ένοπλης άμυνας και φυγή.

Η πρώτη άποψη εκφράζεται από τους Έλληνες στρατιωτικούς, ενώ η δεύτερη από τα πολιτικά στελέχη του ελληνικού κινήματος. Οι στρατιωτικοί πιέζουν τον ελληνικό πληθυσμό να παραμείνει και να οργανώσει την άμυνά του εντασσόμενος στα τρία ελληνικά συντάγματα της Ελληνικής Μεραρχίας του Καυκάσου.

Οι Έλληνες κάτοικοι δεν πιστεύουν ότι είναι δυνατή η αντίσταση στον τουρκικό στρατό από τα τρία ελληνικά συντάγματα και τη μια αρμένικη μεραρχία. Οι ειδήσεις για τις τουρκικές ωμότητες εις βάρος των Ελλήνων στον μικρασιατικό Πόντο φτάνουν στον Καύκασο.

Οι αφηγήσεις των ταλαιπωρημένων προσφύγων για τις αγριότητες κατά των Ελλήνων κάμπτουν και τις τελευταίες αντιστάσεις των εθνικών συμβουλίων.

Εξάλλου η ελληνική στρατιωτική δύναμη του Καυκάσου είναι μικρή μπροστά στον τουρκικό στρατό που έρχεται.

Ειδικά στην πόλη του Καρς οι υπερασπιστές της είναι μόνο 1.500 Έλληνες στρατιώτες. Έτσι αποφασίζεται η παράδοση της πόλης στους Τούρκους. Η αποχώρηση των δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων από την περιοχή του Κυβερνείου του Καρς δεν γίνεται παντού ομαλά.

Οι δραματικές εξελίξεις με την προέλαση των Τούρκων, οδηγούν στη διάλυση την ελληνική στρατιωτική οργάνωση.

Εβδομήντα χιλιάδες Έλληνες παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Η ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Τουρκία, κ.λπ.) από την Αντάντ, αναζωπυρώνει το εθνικό κίνημα των Ελλήνων.

Το αίτημα για εθνική χειραφέτηση και δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους στα ποντιακά παράλια επανέρχεται. Στον μικρασιατικό Πόντο επιστρέφουν οι πρόσφυγες από τη Ρωσία, σ’ όλες τις ελληνικές κοινότητες της Μαύρης Θάλασσας επικρατεί ενθουσιασμός και βεβαιότητα ότι οι εθνικοί στόχοι θα δικαιωθούν άμεσα.

Το κλίμα αλλά και το ηθικό των Ελλήνων φαίνεται από την περιγραφή μιας πανηγυρικής εκδήλωσης στο κέντρο του Σοχούμι, με αφορμή την ήττα των Τούρκων: «Μέσα σε περιβάλλον, πλημμυρισμένο από την κυανόλευκο και κυριαρχημένο από ατμόσφαιρα εθνικής έξαρσης, εκφωνήθηκαν ενθουσιαστικοί λόγοι για την Ελλάδα, το ελληνικό έθνος και το ελληνικό πνεύμα, όπως και για τους αγώνες που διεξήγαγε, από τα χρόνια ακόμα της αρχαιότητας, ο ελληνικός λαός για τον πολιτισμό και τους ελεύθερους θεσμούς της ανθρωπότητας εναντίον της βαρβαρότητας και της τυραννίας. Στους λόγους γινόταν ιδιαίτερη αναφορά στους απελευθερωτικούς βαλκανικούς πολέμους και στη συμμετοχή της Ελλάδας στον τελευταίο νικηφόρο πόλεμο των συμμάχων, που έπαθλό της θα έχει την απελευθέρωση του υπόδουλου μαρτυρικού ελληνισμού της Θράκης, της Μικρασίας και του Πόντου.

Γι’ αυτό και κάθε τόσο αναφερόταν το όνομα του εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου, που ηλέκτριζε την πανήγυρι και έδινε αφορμή σε τρελλά χειροκροτήματα και ζητωκραυγές.

Μαθητές και μαθήτριες τραγούδησαν με την ψυχή τους το «Μαύρ’ η νύχτα στα βουνά», «Του Κίτσου η μάνα», κ.ά., με τον Εθνικό Ύμνο πάντα πρόχειρο, σε στιγμές που κόρωνε η ατμόσφαιρα από τα παραληρήματα του ενθουσιασμού και χόρεψαν εθνικούς χορούς, ποντιακούς και τοπικούς του Καυκάσου χορούς», έγραψε ο Πόντιος δημοσιογράφος και συγγραφέας Σάββας Κανταρτζής.

Η κατάσταση όμως αρχίζει γρήγορα να αλλάζει. Μετά την απόβαση του Κεμάλ στις 19 Μαΐου 1919 στη Σαμψούντα, αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται οι συγκρούσεις μεταξύ των ελληνικών ανταρτικών ομάδων και των Τούρκων τσετών.

Εκτέλεση Έλληνα αιχμαλώτου από τους Τσέτες. Τα χέρια του έχουν ακρωτηριαστεί.

Ο Θ. Πετιμεζάς, εκπρόσωπος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, γράφει στον Έλληνα αρμοστή στην Κωνσταντινούπολη: «Οι παλιννοστούντες (σ.σ.: από τη Ρωσία) απειλούνται από αμέσου κινδύνου σφαγώσι άοπλοι αυτοί υπό των φανατιθέντων και διαρκώς επί της Τουρκικής Κυβερνήσεως εξοπλισμένων τουρκικών πληθυσμών, οι οποίοι έχουν καταστήσει απροσπέλαστον την υπαίρθιον χώραν ιδίως».

Η άρνηση Βενιζέλου σε ένωση ή αυτόνομο κράτος

Σημαντικό ρόλο στα τεκταινόμενα στην περιοχή, διαδραμάτισε ο στρατηγός – τότε συνταγματάρχης – Δημήτριος Καθενιώτης, που ανέλαβε την κρισιμότερη ίσως αποστολή για την πολιτική της κυβέρνησης του Ελ. Βενιζέλου έναντι του Ποντιακού Ζητήματος και την τύχη του Ποντιακού Ελληνισμού.

Τοποθετήθηκε ως στρατιωτικού εκπροσώπου στον Πόντο, ακριβώς την εποχή των διώξεων κατά του ελληνογενούς στοιχείου και της συνεχούς ανόδου του Κεμαλισμού.

Την εποχή εκείνη ο Δημήτριος Καθενιώτης υπέβαλε έκθεση με λεπτομερή στοιχεία των γεγονότων και των καταστάσεων που συνέβαιναν, καθώς και των προοπτικών που διαγράφονταν, από τα οποία εξαγόταν το συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατη η ένωση του Πόντου με την Ελλάδα.

Ο στρατηγός –τότε συνταγματάρχης– Δ. Καθενιώτης

Έτσι, με βάση τη λεγόμενη “Έκθεση Καθενιώτη” ο Ελευθέριος Βενιζέλος απέρριψε το αίτημα των Ποντίων για αυτόνομο κράτος ή για ένωση, ως καθαρή ουτοπία, προσανατολιζόμενος σε λύση της συνεργασίας του ποντιακού και αρμενικού στοιχείου σε ομοσπονδιακό κράτος με αυτονομία για τους Ποντίους εντός αυτού.

Για το συγκεκριμένο περιστατικό, διαβάζουμε στο προαναφερθέν αφιέρωμα του «Οικονομικού Ταχυδρόμου», που είχε επιμεληθεί ο Βλάσσης ΑγγτζίδηςΤο Νοέμβριο του 1919 ο συνταγματάρχης Καθενιώτης προτείνει στον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα να αποσταλεί στο Βατούμι το τάγμα Ποντίων που είχε δημιουργηθεί στα πλαίσια του ελληνικού στρατού. Τον Ιανουάριο επαναλαμβάνει τις προτάσεις του στο Βρετανό Αρμοστή του Βατούμι για μια ελληνοβρεταννική επέμβαση κατά των Τούρκων εθνικιστών και των μπολσεβίκων. Η πρόταση αυτή συναντά την άρνηση της βρεταννικής πλευράς. Για τη συγκεκριμένη πρόταση ο Καθενιώτης γράφει:«…μικρόν τοιούτον ελληνικόν απόσπασμα (σ.σ. εννοεί τα ποντιακά τάγματα) θα ηδύνατο αποβιβαζόμενο περί Τραπεζούντα ή αλλαχού εις ακτήν και εξασφαλίζον γωνίαν ελευθέραν περισυλλογής Ελλήνων Ν. Ρωσίας, καθ’ ων ήθελον εκμανή Μπολσεβίκοι άμα συμμετοχή Ποντίων, ως συνέβη δι’ Ουκρανίαν. Το απόσπασμα τούτο ενισχυόμενον εν των μεταξύ θα ηδύνατο να αναχωρήσει εις εσωτερικόν περί Ερζιγγίαν, προς εξασφάλισιν των νώτων Αρμενικού στρατού υπό Τούρκων, Μουσταφά Κεμάλ, ή ενδεχόμενον και Τουρκικού Στρατού».

Την αρνητική απάντηση της Βρετανικής κυβέρνησης στην πρόταση αυτή εισηγήθηκε ο Βρετανός αρμοστής στο Βατούμι Wardrop. Την απόρριψη της πρότασης, η οποία θα εξυπηρετούσε άριστα τον αντι – μπολσεβικικό αγώνα της Αντάντ, ο Δ. Καθενιώτης ερμηνεύει ως εξής: «…απεκαλύφθη (σ.σ. ο Άγγλος αρμοστής) ότι επρόκειτο περί φανατικού σλαυόφιλου ευμενέστατα διακείμενου προς τους Βουλγάρους και ότι ίσως να ήτο η πηγή της αρνήσεως της Αγγλίας εις το να παραδεχτεί τη μεταφορά των Ταγμάτων του Πόντου εις Βατούμι».

Με αφορμή τη Βρετανική άρνηση, ο Ε. Βενιζέλος σπεύδει να δηλώσει: «…θεωρώ όλως απίθανον ότι θα ληφθεί περί τούτων ειδική πρόνοια, πλην των γενικών εγγυήσεων, ως ζητούν να επιτύχουν υπέρ των ξένων εθνοτήτων, όσαι θα παραμείνωσιν υπό Τουρκικήν Κυριαρχίαν».

Για δε την πρόταση αποστολής στρατού, ο οποίος θα προστατεύσει τον ελληνικό πληθυσμό, ο Βενιζέλος απαντά: «…τούτο δεν είναι δυνατόν, διότι ούτε η Ελλάς ούτε οι σύμμαχοι έχουν τώρα στρατεύματα διαθέσιμα δια τα μέρη εκείνα». Η δήλωση αυτή προκάλεσε την άμεση αντίδραση της «Εθνοσυνέλευσης του Πόντου», που σε τηλεγράφημά της από το Βατούμι στις 8 Ιανουαρίου 1920 προς τον Έλληνα πρωθυπουργό, αναφέρει: «Σφόδρα ετάραξεν Εθνικόν Συμβούλιον Πόντου Υμετέρα ανακοίνωσις… Εγκατάλειψις των Ποντίων υπό πεπολιτισμένης Ευρώπης υπό κυριαρχίας τυράννου είναι αδύνατος και σκληρά. Παρακαλούμεν θερμώς Υμετέραν Εξοχότητα εξακολουθήση δραστήριους αυτής ενέργειας και επιτύχει τέλειαν απελευθέρωσιν Πόντου από βδελυρού ζυγού».

Η θέση αυτή του Βενιζέλου επέφερε όπως ήταν αναμενόμενο την έντονη αποδοκιμασία του από τους Ποντίους· και ίσως έτσι εξηγείται το ότι σε αντίθεση με τους Μικρασιάτες, οι πλειονότητα των ποντίων προσφύγων ήταν αντιβενιζελικοί.

Τον επόμενο χρόνο πάντως, όπως θα δούμε στη συνέχεια, βρέθηκε μια συμβιβαστική κατεύθυνση επίλυσης μετά από προτάσεις του Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθου(1913-1938), μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών (1938-1940).

Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν τους Πόντιους στη διερεύνηση των πιθανοτήτων συμμαχίας με τα κινήματα της περιοχής και ο Χρύσανθος, εκπροσωπώντας τις ποντιακές οργανώσεις, πηγαίνει πρώτα στην Τιφλίδα για συνομιλίες με τους Γεωργιανούς ηγέτες και κατόπιν στην αρμενική πρωτεύουσα Εριβάν.

Εκεί, από τις 10 ως τις 16 Ιανουαρίου 1920, παίρνει μέρος σε συνδιάσκεψη με την αρμενική κυβέρνηση. Η γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης είναι να επιδιωχθεί πάση θυσία συμφωνία με τους Αρμένιους στην κατεύθυνση που περιγράφεται παρακάτω: «Κοινή αντίληψις πείθει, ότι δημιουργία Ποντικής γωνίας ελευθέρας και αυτοδιοικούμενης, ην Αρμένιοι αναγνωρίζουσι και ήτις αποτελεί ένα ευκταίον σταθμόν παντοειδούς ανασυγκροτήσεως του εν Πόντω διεσπαρμένου ελληνισμού».

Η συμφωνία υπογράφεται από τον Αρμένιο πρωθυπουργό Χατισιάν και τον Μητροπολίτη Χρύσανθο.

Η συμφωνία προβλέπει Ελληνοαρμενική ομοσπονδία και ελληνική στρατιωτική βοήθεια προς τους Αρμένιους μαχητές.

Το στρατιωτικό σκέλος της συμφωνίας υπογράφεται από Αρμένιους αξιωματικούς και τον συνταγματάρχη Καθενιώτη. Η στρατιωτική αυτή συμφωνία προβλέπει για τα ελληνικά στρατεύματα που πρόκειται να επιβιβαστούν στην Τραπεζούντα, την προώθησή τους ως το Ερζερούμ με στόχο την προστασία του ελληνικού στοιχείου.

Παράλληλα, ο αρμενικός στρατός θα υπεράσπιζε τα σύνορα του Καύκασου.

Τα δύο μέρη δεν καταφέρνουν να συμφωνήσουν στις λεπτομέρειες. Οι Έλληνες προτείνουν συνομοσπονδία Πόντου – Αρμενίας, ενώ οι Αρμένιοι προτείνουν την εισδοχή του Πόντου στο κρατικό συγκρότημα της Αρμενίας.

Το γεγονός αυτό, συνδυασμένο με την άρνηση των Άγγλων να επιτρέψουν την απόβαση ελληνικού στρατού στον Πόντο και τη δημιουργία ποντιακού στρατού, απομακρύνει τα δύο μέρη.

Συγκλονιστικές περιγραφές της θηριωδίας

Στο ίδιο αφιέρωμα αναφέρονται συγκλονιστικές περιγραφές των τουρκικών θηριωδιών: «Η πολιτική των Τούρκων είναι μέσω μιας γενικευμένης καταδίωξης του ελληνικού στοιχείου, να εξοντώσει τους Έλληνες ως εχθρούς του Κράτους, όπως πριν τους Αρμένιους. Οι Τούρκοι εφαρμόζουν τακτική εκτόπισης των πληθυσμών, δίχως διάκριση και δυνατότητα επιβίωσης, από τις ακτές στο εσωτερικό της χώρας, ώστε οι εκτοπιζόμενοι να είναι εκτεθειμένοι στην αθλιότητα και τον θάνατο από πείνα. Τα εγκαταλειπόμενα σπίτια των εξοριζομένων λεηλατούνται από τα τούρκικα τάγματα τιμωρίας ή καίονται και καταστρέφονται. Και όλα τα άλλα μέτρα, τα οποία εις τους διωγμούς των Αρμενίων ευρίσκοντο εις ημερησίαν διάταξιν, επαναλαμβάνονται τώρα εναντίον των Ελλήνων».

Αυτά αναφέρθηκαν το 1916 σε έγγραφο του Αυστριακού υπουργού Εξωτερικών προς το Βερολίνο.

Η γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο είχε 353.000 θύματα ως το 1923, από ένα πληθυσμό 700.000.

Οι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν αναφέρονται στο παρακάτω κείμενο της Κεντρικής Ένωσης Ποντίων Ελλήνων εκείνης της περιόδου: «Οι Τούρκοι εκτόπιζαν και εξώριζαν τους Έλληνες μέσα στην βαρύτερη κακοκαιρία, χωρίς να τους επιτρέψουν να παραλάβουν ούτε τρόφιμα, ούτε στρώματα. Τα κυβερνητικά όργανα που συνόδευαν τους εκτοπιζόμενους δεν επέτρεπαν στα θύματά τους να σταθμεύουν σε κατοικημένα μέρη, αλλά μόνο σε μέρη έρημα και εκτεθειμένα στις χειμερινές συνθήκες. Ο σκοπός ήταν διπλός: πρώτα να μην μπορούν να στεγασθούν και έπειτα να μην μπορούν να αγοράσουν τρόφιμα. Δεν επέτρεπαν για κανένα λόγο να δώσουν βοήθεια στους γέρους γονείς ή στα ανήλικα παιδιά και στους αρρώστους, οι οποίοι εγκαταλείπονταν στα φαράγγια και στα δάση και πέθαιναν από την πείνα ή αποτελειώνονταν από την λόγχη των Τούρκων. Σε διάφορα μέρη της χώρας ιδρύθηκαν λουτρώνες δήθεν για στρατιωτικούς λόγους. Τα κυβερνητικά και αστυνομικά όργανα που οδηγούσαν τους μετατοπιζόμενους εξανάγκαζαν τους δυστυχείς για λόγους δήθεν υγιεινής να λουσθούν. Έβαζαν κατά εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά στα λουτρά, γυμνούς με θερμοκρασία 40 βαθμών. Τα ενδύματα των δυστυχών ελεηλατώντο. Όταν έβγαιναν από το λουτρό, τους εξανάγκαζαν να παρατάσσονται στο χιόνι και σε θερμοκρασία κάτω του μηδενός και να περιμένουν επίσκεψη του αστυνόμου για καταμέτρηση, ο οποίος ποτέ δεν ερχόταν πριν από μία ώρα. Έπειτα άλλη μία ώρα περίμεναν το γιατρό για ιατρική επιθεώρηση. Κατά την επιθεώρηση χαρακτηρίζονταν άρρωστοι οι νεώτεροι και υγιέστεροι, οι οποίοι θανατώνονταν κατά την αποστολή στο νοσοκομείο».

Στο βιβλίο του «Νίκη χωρίς ρομφαία», που εκδόθηκε το 1975, ο προαναφερόμενοςς συγγραφέας Σάββας Κανταρτζής περιγράφει τις φοβερές εμπειρίες ανθρώπων που επέζησαν της γενοκτονίας.

Μία από τις αφηγήσεις αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλάν, της περιφέρειας Κοτυώρων, ενός από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν«Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος… Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε σταύλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δουν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι οι τσέτες, περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν Τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιό τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο. Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκοπάνους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία – αλλοιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν. Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.

Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών και έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα των τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την «πατριωτική» του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμηξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία. Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό.

Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες. Και όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση…

Οι μητέρες ξετρελαμένες, έσφιγγαν, αλλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν «μάνα, μανίτσα!». Οι κοπέλλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάμματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη!

Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες. Μερικές γυναίκες και κοπέλλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατήρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.

Δεν κράτησε πολλά λεπτά αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν».

Η γενοκτονία και ο διεθνής φαρισαϊσμός

Για τις μελανές σελίδες της νεότερης ιστορίας οι οποίες γράφτηκαν στα χρόνια 1914-1918, με αίμα, δάκρυ και πόνο, όταν εκδηλώθηκαν οι αμείλικτοι διωγμοί που οργάνωσαν οι Νεότουρκοι εναντίον του Ελληνισμού, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Παντελής Αθανασιάδης, σε κείμενό του για την τραγωδία των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης, σημειώνει: «Επρόκειτο για διωγμούς κατά των Χριστιανών, που ζούσαν στην Ανατολική Θράκη, στη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Αυτοί οι διωγμοί, που δε συγκίνησαν τότε τα λεγόμενα πολιτισμένα κράτη οδήγησαν στη συνέχεια στις φοβερές γενοκτονίες των Ποντίων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων από την Τουρκία, και δεν δικαιώθηκαν ποτέ.

Όπως επισημαίνουν διάφοροι ιστορικοί, αλλά διαφαίνεται και στα διπλωματικά έγγραφα της εποχής εκείνης, οι διωγμοί των ετών 1914-1918, ήταν η εφαρμογή ενός σχεδίου, που είχε εξυφανθεί από το 1913 και αποσκοπούσε στην εξόντωση του Ελληνισμού, ο οποίος ζούσε στην Τουρκία. Κοινή διαπίστωση όλων είναι ότι η επανάσταση των Νεότουρκων το 1908, που αρχικά εμφανίσθηκε με το απατηλό προσωπείο των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, της ισότητας και της ισοπολιτείας, δεν αποσκοπούσε απλώς στην εκθρόνιση ενός σουλτάνου και στην εγκαθίδρυση συνταγματικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Είχε δόλιες στοχεύσεις».

Οι Τούρκοι φυσικά δεν αποδέχονται ότι διέπραξαν γενοκτονία σε βάρος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης.

Ωστόσο, τι ήταν η ομαδική εξόντωση, δια χειρός Νεότουρκων, εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων; Και αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη στρατιωτική παρουσία και την ήττα που ακολούθησε. Δεν αφορά τους ενόπλους που έχασαν τη ζωή τους στα πεδία των μαχών.

Αφορά τον άμαχο πληθυσμό προ πάσης ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας και μετά την αποχώρηση του στρατού. Ό,τι συνέβη τότε εκεί είναι απερίγραπτο σε βαρβαρότητα και κτηνωδία.

Σε ανύποπτο εξάλλου χρόνο, ήδη στα 1914, 50.000 Ελληνίδες των Κυδωνιών και του Αϊδινίου πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα του Μπαλούκ Κεσέρ.

Τζορτζ Χόρτον

Το σύστημα των «ταγμάτων εργασίας» αποτέλεσε το κύριο όπλο των Νεότουρκων για την εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων, ιδίως νέων Ελλήνων, ακόμη και πριν από το 1917. Μια διαδρομή βωβού μαρτυρίου που διέσχιζε χιαστί και σταυροειδώς την τουρκική επικράτεια υποχρεώθηκαν να την ακολουθήσουν αμέτρητες χιλιάδες.

Είναι γνωστή η απάθεια των ισχυρών της γης.

Ειδικότερα στην παραλία της κατακαημένης Σμύρνης ο διεθνής φαρισαϊσμός, η συμπαιγνία και η συνέργεια με τους γενοκτόνους ήταν ο κανόνας.

Όλα τα παραπάνω, τα καυτηρίασε επιγραμματικά ο Αμερικανός διπλωμάτης Τζορτζ Χόρτον, ο οποίος υπηρέτησε ως Πρόξενος στη Σμύρνη μετά τον πόλεμο (1919-1922) και παρέμεινε εκεί μέχρι που ξέσπασε η μεγάλη φωτιά της Σμύρνης, περνώντας τις τελευταίες ώρες πριν την εκκένωση υπογράφοντας άδειες γι’ αυτούς που είχαν δικαίωμα στην προστασία των ΗΠΑ και σε μεταφορά στον Πειραιά.

Η συνείδηση αυτού του σπάνιου ανθρώπου ξέσπασε για την ίδια του την πατρίδα, γράφοντας στο βιβλίο του «Η κατάρα της Ασίας», που εκδόθηκε το 1926: «Οι ΗΠΑ έχουν κάνει ορισμένα πράγματα για τα οποία θα πρέπει να ντρέπονται, αν υπάρχει κανείς που είναι σε θέση να αισθανθεί ντροπή»! Όχι μόνον οι ΗΠΑ, αλλά όλοι οι «ισχυροί» της εποχής, όταν μάλιστα ανέχονται την επανάληψη της ιστορίας, με τον ίδιο θύτη και τα ίδια θύματα. Κωνσταντινούπολη 1955, Κύπρος 1974… Εκατό χρόνια μετά, ο Χόρτον δικαιώνεται για ακόμη ναι φορά. Στις 30 Αυγούστου 2022 τη σκυτάλη του διεθνούς φαρισαϊσμού πήρε το ΝΑΤΟ! Με ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα η Συμμαχική Χερσαία Διοίκησή του, που εδρεύει μόνιμα στη Σμύρνη, συγχαίρει την Τουρκία για τη νίκη του στρατού της επί των ελληνικών δυνάμεων στην επέτειο της Μικρασιατικής καταστροφής το 1922. Και μπορεί να μην ίδρωσε το αφτί του ΓΓ του ΝΑΤΟ, Νορβηγού Γενς Στόλτενμπεργκ, στο ελληνικό διάβημα που χαρακτήρισε τη Νατοϊκή ανάρτηση «άτοπη είναι και απαράδεκτη», για το – τουλάχιστον – οξύμωρο η «Συμμαχία» να συγχαίρει την Τουρκία για τη νίκη της επί της Ελλάδας, ενός άλλου μέλους του ΝΑΤΟ, αλλά μια μέρα μετά τα συγχαρητήρια κατέβηκαν από το Twitter.

Η συμπαιγνία και η συνέργεια του διεθνούς φαρισαϊσμού με τους γενοκτόνους, εξακολουθεί να είναι ο κανόνας.

Ναυτεμπορική