Η σφαγή των Καλαβρύτων την 13η Δεκεμβρίου 1943, αποτελεί την πιο βαριά περίπτωση εγκλήματος πολέμου στην Ελλάδα κατά την κατοχική περίοδο.
Κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Καλάβρυτα», οι Γερμανοί δολοφόνησαν πάνω από 1.500 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν πάνω από 1.000 σπίτια, κατάσχεσαν 2.000 αιγοπρόβατα και απέσπασαν 260.000.000 δραχμές, ενώ το έγκλημα ολοκληρώθηκε με την πυρπόληση όλων σχεδόν των σπιτιών των Καλαβρύτων και των γύρω χωριών.
Γράφει ο Θεοφάνης Μαλκίδης
Οι Γερμανοί (όπως και άλλοι λαοί της Ευρώπης) μιλούν με υπερηφάνεια και δέος όταν έρχονται στην πατρίδα μας, για την ελληνική παιδεία που έχουν λάβει. Ένα σημαντικό μάθημα αυτής της παιδείας είναι οι όροι ύβρις, άτη, νέμεσις και τίσις, έννοιες με διακριτή σημασία στην πολιτική, στις σχέσεις μεταξύ των πόλεων – κρατών, αλλά και στην καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα.
Η «ύβρις» χρησιμοποιούνταν για αυτόν που υπερεκτιμούσε τις ικανότητές του και συμπεριφερόταν με αλαζονικό και προσβλητικό τρόπο απέναντι στους άλλους, στους νόμους της πολιτείας αλλά κυρίως απέναντι στους θεούς, οι οποίοι μάλιστα προσβάλλονταν και εξοργίζονταν. Η «ύβρις» προκαλούσε, κατ’ επέκταση, την επέμβαση των θεών, και κυρίως του Δία, που έστελνε στον υβριστή την «άτη», δηλαδή τη τύφλωση του νου, οδηγώντας τον σε νέες ύβρεις, ώστε να υποπέσει σε ένα πολύ σοβαρό σφάλμα, το οποίο προκαλούσε την «νέμεσιν», την οργή των θεών. Τέλος, ερχόταν η «τίσις», δηλαδή η τιμωρία και η συντριβή ή καταστροφή του ατόμου που διέπραξε την ύβρη.
Καλάβρυτα, Ρωγοί, Κερπινή, Άνω Ζαχλωρού, Κάτω Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Αγία Κυριακή, Αυλές, Βυσωκά, Φτέρη, Κλαπατσούνα, Πυργάκι, Βάλτσα, Μελίσσια, Μονή Ομπλού, Λαπαναγοί, Μάζι, Μαζέικα, Παγκράτι, Μορόχωβα, Δερβινή, Βάλτος, Πλανητέρο, Καλύβια, Μονή Μεγάλου Σπηλαίου, Μονή Αγίας Λαύρας.
Ήταν Δεκέμβριος του 1943, όταν οι Γερμανοί κατακτητές με δικαιολογία (για ακόμη μία φορά) την αντιστασιακή δράση των Ελλήνων και για αντίποινα για τη δράση τους, σκότωναν, έκαιγαν, λεηλατούσαν, τη φορά αυτή τα χωριά και την πόλη των Καλαβρύτων. Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» της 117ης Γερμανικής Μεραρχίας η οποία έδρευε στην Πελοπόννησο με επικεφαλής τον υποστράτηγο Καρλ φον Λε Ζουίρ, ξεκίνησε την 4η Δεκεμβρίου από την Πάτρα, το Αίγιο, τον Πύργο και την Τρίπολη, καίγοντας πόλεις, χωριά και μοναστήρια, δολοφονώντας πολίτες και μοναχούς, υλοποιώντας ένα από μεγαλύτερα εγκλήματα της Ναζιστικής Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις 9 Δεκεμβρίου, αφού οι κατακτητές είχαν δολοφονήσει εκατοντάδες αθώους Έλληνες που βρέθηκαν στο δρόμο τους, έφθασαν στα Καλάβρυτα, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη και παρότι διαβεβαίωσαν τους κατοίκους ότι δεν πάθει κανείς τίποτα, στις 13 Δεκεμβρίου συγκέντρωσαν όλο τον πληθυσμό στον προαύλιο χώρο του Δημοτικού σχολείου, όπου και χώρισαν τον ανδρικό πληθυσμό από τα γυναικόπαιδα και τους υπερήλικες. Στη συνέχεια τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι κρατήθηκαν στο εσωτερικό του σχολείου, ενώ οι άνδρες και οι έφηβοι άνω των 13 ετών οδηγήθηκαν στην περιοχή «Ράχη του Καππή».
Εκεί οι Γερμανοί εκτέλεσαν 500 άνδρες και παιδιά! Άλλες εκτιμήσεις μιλάνε για 600, 700 ή και πάνω από 800 ανθρώπους: « Οι άνδρες σκαρφάλωσαν στην πλαγιά. Έφτασαν στη μικρή χαράδρα. Οι στρατιώτες εκτέλεσαν τους άντρες, από εκατό κάθε φορά. Εμείς στο σχολείο ακούσαμε τα οπλοπολυβόλα, κι αυτές που ούρλιαζαν σώπασαν. Η σιωπή έπεσε πάνω μας, και μας πλάκωσε με το αβάσταχτο βάρος της. Τεντώναμε το αυτί για να ακούσουμε την επόμενη ριπή και κάθε φορά ελπίζαμε ότι θα ήταν η τελευταία, κλείναμε τ’ αυτιά των παιδιών με τα χέρια μας, κι αυτά έχωναν τα προσωπάκια τους στον κόρφο μας. Σε τρεις ώρες μέσα, είχαν τελειώσει όλα…..» (Charlotte Delbo, La mémoire et les jours, εκδ. Berg International, Paris, 1995: «Kalavrita des mille Antigone», μετάφραση: Οντέτ Βαρών–Βασάρ, σ. 103-124).
Αναφέρεται ότι 13 άτομα κατάφεραν να γλυτώσουν: «Από το πρωί δεν είχαμε βάλει τίποτα στο στόμα μας. Παιδιά είμαστε. Τότε η Κελαηδήτενα που της σκότωσαν τρία παιδιά και τον άντρα της, προσφέρθηκε να μας δώσει. Πήρα στα χέρια το ψωμί. Στη μια γωνιά ήταν βρεμένο. Άρχισα να το τρώω με βουλιμία. Τότε κατάλαβα. Ανατρίχιασα. Κοκκάλωσα.Ήταν βρεμένο και ποτισμένο από το αίμα των σκοτωμένων. Κοινώνησα από τη θυσία τους. Αυτή τη μεταλαβιά δε θα την ξεχάσω», γράφει εκ των διασωθέντων αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φεφές.
Οι γυναίκες και τα παιδιά κατάφεραν να αποδράσουν από το σχολείο, ενώ η κωμόπολη φλεγόταν έπειτα από την πυρπόλησή της από τα Ναζιστικά στρατεύματα και οι φλόγες πλησίαζαν απειλητικά το κτίριο.
Κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Καλάβρυτα», οι Γερμανοί δολοφόνησαν πάνω από 1.500 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν πάνω από 1.000 σπίτια, κατάσχεσαν 2.000 αιγοπρόβατα και απέσπασαν 260.000.000 δραχμές, ενώ το έγκλημα ολοκληρώθηκε με την πυρπόληση όλων σχεδόν των σπιτιών των Καλαβρύτων και των γύρω χωριών.
Η σφαγή των Καλαβρύτων την 13η Δεκεμβρίου 1943, αποτελεί την πιο βαριά περίπτωση εγκλήματος πολέμου στην Ελλάδα κατά την κατοχική περίοδο. Κανένας από τους υπευθύνους των εγκλημάτων δεν λογοδότησε στη δικαιοσύνη, ενώ μέχρι και σήμερα ακόμα δεν έχει καταβληθεί καμιά απολύτως αποζημίωση από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Μάλιστα τον Απρίλιο του 2000, ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Γιοχάννες Ράου, είχε επισκεφθεί τα Καλάβρυτα όπου εξέφρασε συναισθήματα ντροπής και βαθιάς θλίψης για την τραγωδία, παρά ταύτα, δεν ανέλαβε την ευθύνη εξ ονόματος του γερμανικού κράτους και δεν αναφέρθηκε στο ζήτημα των αποζημιώσεων.
Ογδονταένα χρόνια μετά από το ατιμώρητο έγκλημα των Γερμανών στα Καλάβρυτα, καμία πολιτική, διπλωματική ή άλλη προτεραιότητα, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη στάση του θύτη απέναντι στο θύμα. Η Γερμανία οφείλει να συνεχίσει και στην περίπτωση των σφαγών στην Ελλάδα, την πράξη του καγκελάριου Βίλυ Μπραντ το 1970 και να επαναληφθεί η ίδια πολιτική επανόρθωσης, αποκατάστασης και αποζημίωσης.
«Όταν διασχίσετε ξανά το χωριό για να ξαναπάρετε τον δρόμο σας και να γυρίσετε σπίτι σας,κοιτάξτε την ώρα στο ρολόι του χωριού. Η ώρα που θα διαβάσετε στο ρολόι, είναι η ώρα εκείνης της μέρας. Το ελατήριο του ρολογιού έσπασε στην πρώτη ριπή πυροβολισμών. Δεν το διορθώσαμε, δείχνει την ώρα εκείνης της ημέρας», γράφει η Charlotte Delbo, στο προαναφερθέν έργο της για τις «χίλιες Αντιγόνες των Καλαβρύτων».
Κανένας δεν μπορεί να σιωπά για το έγκλημα, για την ύβρη στα Καλάβρυτα. Η μόνη οδός για να βαδίσει η ανθρωπότητα χωρίς λευκές σελίδες στην ιστορία της, η μόνη οδός για τις ειλικρινείς διμερείς σχέσεις είναι η παραδοχή των εγκλημάτων όπως αυτό που τελέστηκε στα Καλάβρυτα. Αποκατάσταση της Ιστορίας και Δικαιοσύνη τώρα!