Η Αμμόχωστος αποτελεί ίσως την μόνη κατεχόμενη περιοχή για την οποία υποβλήθηκαν χωριστές προτάσεις και έγιναν εισηγήσεις για επιστροφή των κατοίκων της. Το φάντασμα των χαμένων ευκαιριών για την Αμμόχωστο συνεχίζει ακόμα και σήμερα να αποτελεί σημείο αναφοράς και πολιτικών αντιπαραθέσεων.
Αρχές της δεκαετίας του ’80 η Κίνηση Προσφύγων Αμμοχώστου είχε κυκλοφορήσει ένα ολιγοσέλιδο έντυπο στο οποίο καταγράφονταν μεταξύ άλλων και τα σχέδια που είχαν υποβληθεί και τα οποία αναφέρονταν σε επιστροφή των κατοίκων της πόλης. Ήταν μόλις οκτώ χρόνια μετά την τουρκική εισβολή και οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές όπως νωπά ήταν και τα γεγονότα που σημάδεψαν έντονα την τότε πολιτική συζήτηση γύρω από το θέμα της Αμμοχώστου.
Έχουν περάσει 50 χρόνια από την ημέρα κατάληψης ολόκληρης της Αμμοχώστου από τα τουρκικά στρατεύματα στη διάρκεια της εισβολής του 1974. Τα δεδομένα όπως καταγράφονταν στο έντυπο «Η Υπόθεση της Αμμοχώστου», το 1982, διατηρούν ακόμα και σήμερα τη σημασία τους, ως μια υπόθεση χαμένων ευκαιριών.
Οι προτάσεις Μουμτάζ Σοϊσάλ
Τον Απρίλη του 1978, τρεις περίπου μήνες μετά την επανεκλογή του Μπουλέντ Ετζεβίτ στην πρωθυπουργία της Τουρκίας, ο Ετζεβίτ ανέθεσε στον Τούρκο καθηγητή Μουμτάζ Σοϊσάλ να ετοιμάσει προτάσεις για επίλυση του Κυπριακού. Οι προτάσεις αυτές δόθηκαν στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Κουρτ Βαλντχάιμ στη Βιέννη στις 13 Απριλίου 1978. Οι ελληνοκυπριακές προτάσεις είχαν ήδη κατατεθεί τον Απρίλη του 1977 στη Βιέννη.
Στο «Επεξηγηματικό Κείμενο» που δόθηκε σαν εισαγωγή, καθώς και στο Μέρος ΙΙΙ των προτάσεων με τον τίτλο «Maras (Varosha)», τονιζόταν ότι η Αμμόχωστος κατελήφθη για λόγους ασφαλείας των Τούρκων και ότι έχει παραμείνει ακατοίκητη. Περιείχε ακόμη τον ισχυρισμό ότι οι Τουρκοκύπριοι προσπάθησαν να επαναφέρουν μερικούς ή όλους τους ξενοδόχους και άλλους επιχειρηματίες με σκοπό να δραστηριοποιηθεί η πόλη, αλλά χωρίς επιτυχία. Αναφερόταν επίσης ότι οι Τουρκοκύπριοι είχαν προσεγγίσει το θέμα έτσι που μεγάλος αριθμός Ελληνοκυπρίων να μπορούσε να επιστρέψει στις περιουσίες του κάτω από ορισμένους όρους λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τις ανάγκες ασφαλείας των Τουρκοκυπρίων και του λιμένα της Αμμοχώστου.
Το Μέρος ΙΙ του «Κυρίου Μέρους των Τουρκικών Προτάσεων» διαλάμβανε ότι «η παρούσα γραμμή μεταξύ της Τουρκοκυπριακής και Ελληνοκυπριακής ζώνης θα αναπροσαρμοσθεί» και σχετικά με τα Βαρώσια ότι: «Η περιοχή μεταξύ των Νοτίων Βαρωσίων και Δερύνειας θα περιλαμβάνεται στις αναπροσαρμογές αυτές».
Στο μέρος ΙΙΙ των Προτάσεων με τον ειδικό τίτλο «Προτάσεις για τα Βαρώσια» σημειωνόταν ότι: «Ελληνοκύπριοι και άλλοι που θα επιστρέψουν στα Βαρώσια θα υπόκεινται στους νόμους και τους κανονισμούς της Τουρκικής Ομόσπονδης Πολιτείας της Κύπρου. Η επαναδραστηριοποίηση της τουριστικής περιοχής θα τύχει ειδικής μέριμνας και για το σκοπό αυτό η Τουρκική Ομόσπονδη Πολιτεία της Κύπρου θα μελετήσει φορολογικές και άλλες διευκολύνσεις έτσι που να βοηθήσουν οι ιδιοκτήτες να επαναρχίσουν τις επιχειρήσεις τους».
Η περιοχή η οποία προτεινόταν για επανεγκατάσταση σημειωνόταν σε σχετικό χάρτη και περιορίζετο σε πολύ στενά όρια. Υπολογίσθηκε ότι μπορούσαν να επιστρέψουν λιγότεροι από 12.000 κάτοικοι και μάλιστα κάτω από ρυθμίσεις όχι βιώσιμες. Στην περιοχή αυτή περιλαμβάνονταν μόνο 7 από τα 28 σχολεία της πόλης, 3 από τις 12 εκκλησίες, 20% από τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις, 50% των τουριστικών κλινών και καθόλου κτίρια και εγκαταστάσεις διοικητικών υπηρεσιών. Η περιοχή θα ήταν εγκλωβισμένη από τις τουρκοκρατούμενες περιοχές.
Οι παρατηρήσεις της ε/κ πλευράς
Στις 22 Απριλίου 1978, ο Ελληνοκύπριος συνομιλητής υπέβαλε στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών σειρά «Παρατηρήσεων» επί των Τουρκικών Προτάσεων, στις οποίες τονιζόταν ότι οι προτάσεις ήσαν ασαφείς, ακατανόητες και υπόκειντο σε ακαθόριστους περιορισμούς. Τα τουρκικά έγγραφα αναφέρονταν μόνο σε πιθανή επιστροφή μερικών «Ελληνοκύπριων ιδιοκτητών» στις περιουσίες τους σε ένα πολύ περιορισμένο τμήμα της Αμμοχώστου, κάτω από διάφορους όρους.
Μεταξύ άλλων, οι παρατηρήσεις της Ελληνοκυπριακής πλευράς υποστήριζαν ακόμη ότι ο στόχος των Τουρκικών Προτάσεων φαινόταν να είναι μάλλον η εκμετάλλευση των Ελληνοκυπρίων ιδιοκτητών και η χρήση των γνώσεων και των ικανοτήτων τους κάτω από συνθήκες αβεβαιότητας. Καμιά τουρκική τροποποίηση δεν επετεύχθη μετά τις ελληνοκυπριακές παρατηρήσεις και έτσι οι προτάσεις εκείνες σε κανένα αποτέλεσμα δεν οδήγησαν και οι συνομιλίες σύντομα διακόπηκαν.
Η πρόταση Ντενκτάς της 20ης Ιουλίου 1978
Τις παραμονές που το Αμερικανικό Κογκρέσο θα συζητούσε το θέμα του εμπάργκο κατά της Τουρκίας, ο Ραούφ Ντενκτάς έστειλε στον τότε Πρόεδρο Σπύρο Κυπριανού «ανοικτό μήνυμα», όπως το ονόμασε, με το οποίο έκανε μια «νέα προσφορά» στο θέμα των Βαρωσίων που θα ίσχυε αν οι Ελληνοκύπριοι αποδέχονταν «να επαναρχίσουν διαπραγματεύσεις επί όλων των προβλημάτων που απασχολούσαν τις δύο κοινότητες».
Στο μήνυμά του ο Ρ. Ντενκτάς τόνιζε ότι η προσφορά έγινε σε ανταπόκριση της έκκλησης του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ που είχε αναφέρει «φαίνεται να έχει ωριμάσει ο καιρός για μια συγκεκριμένη προσπάθεια να αντιμετωπισθούν ορισμένες σημαντικές πτυχές του υπάρχοντος αδιεξόδου. Έτσι θα δημιουργηθεί ένα άνοιγμα για παραπέρα σημαντικά βήματα».
Ο κ. Ντενκτάς τόνισε επίσης ότι η προσφορά του σκοπούσε να αποδείξει την καλή του πίστη και ότι ταυτόχρονα με την επανάληψη των συνομιλιών, θα ήταν διατεθειμένος να συζητήσει το θέμα μιας προσωρινής διοικήσεως για τα Βαρώσια που θα λειτουργούσαν υπό την αιγίδα και την τεχνική βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών. Μέχρι 35.000 Ελληνοκύπριοι θα μπορούσαν να εγκατασταθούν υπό τον όρο ότι ο καθορισμός της περιοχής για επανεγκατάσταση θα λάμβανε υπόψη τις ανάγκες ασφαλείας της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας.
Η απάντηση της κυπριακής κυβέρνησης
Η κυπριακή κυβέρνηση σε απάντησή της τόνιζε ότι η πρόταση δεν περιείχε κανένα νεότερο στοιχείο και ότι καμιά αναφορά δεν γινόταν σ’ αυτή για την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την περιοχή. Αναφερόταν επίσης ότι η περιοχή που σημειωνόταν στην προσφορά δεν περιλάμβανε βασικά έργα υποδομής όπως το λιμάνι, το νοσοκομείο και διοικητικά και άλλα δημόσια κτίρια. Η κυπριακή κυβέρνηση υπέβαλε ωστόσο την αντιπρόταση να αποχωρήσουν τα τουρκικά στρατεύματα από την περιοχή της Αμμοχώστου έτσι που οι κάτοικοι να μπορούν να επιστρέψουν στα σπίτια και τις περιουσίες τους. Η ασφάλεια και η αστυνόμευση της πόλεως, σύμφωνα με την αντιπρόταση, θα έπρεπε να τεθεί κάτω από τον έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών και αμέσως μετά την εφαρμογή αυτών των μέτρων η ελληνική πλευρά θα ήταν έτοιμη να παρακαθίσει σε συνομιλίες υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών με ανοικτή ημερήσια διάταξη. Τελικά η ελληνοκυπριακή αντιπρόταση απορρίφθηκε από τον κ. Ντενκτάς και το θέμα της Αμμοχώστου οδηγήθηκε σε νέο αδιέξοδο.
Το πολυσυζητημένο Αμερικανικό Πλαίσιο
Το Νοέμβριο 1978 η κυπριακή κυβέρνηση αποτάθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με την έκκληση να ληφθούν μέτρα για την εφαρμογή των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών για την Κύπρο.
Κατά την περίοδο διεξαγωγής των διαβουλεύσεων στο Συμβούλιο Ασφαλείας, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέβαλαν προς την τουρκική και την ελληνική πλευρά της Κύπρου σειρά προτάσεων, τις οποίες είχαν ετοιμάσει από κοινού η Μεγάλη Βρετανία, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς. Οι προτάσεις είχαν τη μορφή ενός «πλαισίου ιδεών» που μπορούσαν να αποτελέσουν την βάση ενός «ολοκληρωμένου διακανονισμού του Κυπριακού».
Το 12ο σημείο του Αμερικανικού Πλαισίου έλεγε: «Με σκοπό την προώθηση μιας ατμόσφαιρας καλής θελήσεως και την επίλυση πιεστικών ανθρωπιστικών προβλημάτων η περιοχή των Βαρωσίων προσφέρεται για επανεγκατάσταση κάτω από την προστασία των Ηνωμένων Εθνών σύμφωνα με τις συνημμένες διαρρυθμίσεις. Μια τέτοια επανεγκατάσταση θα μονογραφηθεί ταυτόχρονα με την επανάληψη πλήρων διακοινοτικών διαπραγματεύσεων σε συνοπτική συμφωνία».
Οι «επισυναπτόμενες σχετικές διευθετήσεις» αποτελούσαν ξεχωριστό παράρτημα και είχαν ως εξής: Τα μέρη των διακοινοτικών συνομιλιών θα πρέπει να συνεργασθούν με το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και με τους αντιπροσώπους του για τη ρύθμιση των όρων μιας σύντομης επανεγκατάστασης στην περιοχή των Βαρωσίων. Θα πρέπει να υιοθετηθούν οι ακόλουθες γενικές γραμμές:
(α) Η περιοχή για επανεγκατάσταση θα πρέπει να περιλάβει τις εκτάσεις που βρίσκονται ανατολικά από το χωριό Άγιος Νικόλαος και προς τα νότια του παλιού δρόμου Λευκωσίας-Αμμοχώστου. Στον καθορισμό της ακριβούς περιοχής για την επανεγκατάσταση θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ανησυχίες της τουρκοκυπριακής πλευράς για την ασφάλεια της παλιάς Αμμοχώστου και του λιμένος της Αμμοχώστου.
(β) Η περιοχή επανεγκατάστασης θα πρέπει να διοικείται υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών και θα πρέπει να θεωρείται σαν προέκταση της σημερινής νεκρής ζώνης των Ηνωμένων Εθνών. Θα πρέπει να υπάρχουν ένας Ελληνοκύπριος και ένας Τουρκοκύπριος σύνδεσμος με τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών για το σκοπό αυτό. Οι κυπριακοί νόμοι και κανονισμοί θα ισχύουν στην περιοχή της επανεγκαταστάσεως.
(γ) Προϋποτίθεται ότι πολλοί πρώην κάτοικοι της περιοχής της επανεγκαταστάσεως θα δικαιούνται να επιστρέψουν κατά βούληση. Δεν θα υπάρχει προκαθορισμένος αριθμητικός περιορισμός.
Η φόρμουλα Βαλντχάιμ
Επειδή καμιά από τις δύο κυπριακές πλευρές επέδειξε προθυμία να αποδεχθεί το Δυτικό Πλαίσιο Ιδεών ο Κουρτ Βαλντχάιμ ανέλαβε πρωτοβουλία να προετοιμάσει το έδαφος για την επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών. Στις 22 Δεκεμβρίου 1978 υπέβαλε στις δύο πλευρές σειρά «ανεπίσημων εισηγήσεων» σε μορφή ημερήσιας διατάξεως για τις συνομιλίες.
Ο Κ. Βαλντχάιμ ζήτησε επίσης όπως η επανεγκατάσταση στην Αμμόχωστο «συντελεστεί κατά το στάδιο της έναρξης πλήρων διακοινοτικών διαπραγματεύσεων». Στο θέμα αυτό ο Γενικός Γραμματέας υιοθέτησε τις πρόνοιες του Αμερικανικού Σχεδίου.
Άνευ όρων αποδοχή
Στις 10 Ιανουαρίου 1979 η κυπριακή κυβέρνηση πληροφόρησε το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών ότι αποδεχόταν χωρίς όρους την φόρμουλα της ημερήσιας διατάξεως που πρότεινε και ότι ήταν έτοιμη να παρακαθίσει αμέσως σε συνομιλίες. Από τουρκικής πλευράς ο κ. Ντενκτάς μιλώντας σε δημοσιογράφους δήλωσε: «Έχουμε φθάσει στο σημείο για μια σύντομη επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών αν η ελληνοκυπριακή πλευρά είναι έτοιμη για μια διπεριφερειακή, αδέσμευτη και ανεξάρτητη ‘Ομόσπονδη Δημοκρατία’». Ο Ντενκτάς είχε επιφυλάξεις που μπορούσαν να ερμηνευθούν σαν ουσιαστική απόρριψη των βασικών σημείων της ημερήσιας διάταξης του Βαλντχάιμ.
Η τουρκική πλευρά δεν επιθυμούσε να αρχίσει η επανεγκατάσταση στην Αμμόχωστο ταυτόχρονα με την έναρξη των συνομιλιών αλλά μόνο αφού βρισκόταν λύση του Κυπριακού.
Η Συμφωνία της 19ης Μαΐου 1979
Ο Ραούφ Ντενκτάς, στη συνέχεια, απέρριψε την ημερήσια διάταξη που είχε προτείνει ο δρ Βαλντχάιμ. Ο Γενικός Γραμματέας ωστόσο συνέχισε τις προσπάθειες του μέχρι που στις 19 Μαΐου 1979 επετεύχθη η συνάντηση κορυφής μεταξύ του Προέδρου Κυπριανού και του Ραούφ Ντενκτάς, η οποία οδήγησε στη Συμφωνία των 10 Σημείων. Η Συμφωνία πρόβλεπε για την έναρξη νέου γύρου συνομιλιών στη Λευκωσία στις 15 Ιουνίου 1979.
Το Πέμπτο Σημείο της Συμφωνίας αναφερόταν στην Αμμόχωστο και πρόβλεπε ότι: «Θα δοθεί προτεραιότητα στην επίτευξη συμφωνίας για την επανεγκατάσταση στα Βαρώσια υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών ταυτόχρονα με την μελέτη από τους συνομιλητές της συνταγματικής και της εδαφικής πτυχής μιας συνολικής συμφωνίας. Μετά την επίτευξη της η συμφωνία για τα Βαρώσια θα εφαρμοσθεί χωρίς να αναμένεται το αποτέλεσμα της συζητήσεως πάνω στις άλλες πτυχές του Κυπριακού προβλήματος».
Η ε/κ πρόταση της 22ας Ιουνίου 1979
Κατά τη δεύτερη, από τέσσερις συναντήσεις, ο Ελληνοκύπριος διαπραγματευτής υπέβαλε σειρά προτάσεων για την Αμμόχωστο. Οι προτάσεις εκείνες δεν σκοπούσαν να αποτελέσουν προτάσεις τελικής ρυθμίσεως της εδαφικής ή οποιαδήποτε άλλης πτυχής του θέματος των Βαρωσίων, ή του όλους Κυπριακού προβλήματος αλλά κάλυπταν την μεταβατική ρύθμιση της άμεσης επανεγκατάστασης σύμφωνα με το Σημείο 5 της Συμφωνίας της 19ης Μαΐου 1979.
Τα τρία σημεία της προτάσεως είχαν ως ακολούθως:
1 Όλες οι τουρκικές και τουρκοκυπριακές δυνάμεις στρατού, ασφαλείας και αστυνομίας και οποιοδήποτε άλλο προσωπικό θα έπρεπε να αποσυρθούν από την περιοχή της επανεγκατάστασης που διαγραφόταν σε επισυνημμένο χάρτη.
2 Η περιοχή επανεγκατάστασης θα έπρεπε να επανατεθεί κάτω από τον έλεγχο της κυβερνήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και να διέπεται από τους νόμους και τους κανονισμούς της Δημοκρατίας. Τα Ηνωμένα Έθνη θα επιτηρούσαν την περιοχή επανεγκατάστασης. 5
3 Όσοι θα επέστρεφαν στην περιοχή επανεγκατάστασης σε καμιά περίπτωση θα αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο άλλου παρά τη θέλησή τους εκτοπισμού.
Η νέα τουρκική πρόταση
Μετά από τέσσερις συναντήσεις οι συνομιλίες είχαν διακοπεί για να επαναρχίσουν 14 μήνες αργότερα, το Σεπτέμβρη του 1980 οπόταν η ε/κ πλευρά επανήλθε με τις προτάσεις για την Αμμόχωστο. Ένα μήνα αργότερα ο Τουρκοκύπριος συνομιλητής Ονάν υπέβαλε τις προτάσεις της τουρκικής πλευράς χωρίς όμως να καθορίζεται περιοχή επανεγκατάστασης. Μεταξύ άλλων οι προτάσεις εκείνες προέβλεπαν:
1 Τα Μαράς (Βαρώσια) θα τεθούν κάτω από μια προσωρινή διοίκηση μέχρι την τελική καθολική πολιτική λύση.
2 Για το σκοπό αυτό θα δημιουργηθεί μια τριμελής επιτροπή για την εκτέλεση των δημοτικών υπηρεσιών στην περιοχή επανεγκατάστασης. Η επιτροπή θα αποτελείται από τρία μέλη που θα αντιπροσωπεύουν ένα το Τουρκικό Ομόσπονδο Κράτος της Κύπρου, ένα τους κατοίκους της περιοχής που θα επανεγκατασταθούν και ένα την ΟΥΝΦΙΚΥΠ.
3 Η περιοχή επανεγκατάστασης θα παροπλισθεί και θα αποστρατικοποιηθεί.
4 Η ΟΥΝΦΙΚΥΠ θα είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για τις αστυνομικές λειτουργίες μέσα στην περιοχή επανεγκατάστασης.
5 Η απαιτούμενη για την εκτέλεση των προαναφερθέντων λειτουργιών παρουσία της ΟΥΝΦΙΚΥΠ θα αποφασισθεί μετά από διαβουλεύσεις με το Τουρκικό Ομόσπονδο Κράτος της Κύπρου.
6 Η προσπέλαση στην περιοχή επανεγκατάστασης θα γίνεται από σημεία εισόδου που θα καθορισθούν από το Τουρκικό Ομόσπονδο Κράτος της Κύπρου. Αυτά τα σημεία εισόδου θα καθορίζονται, θα διατηρούνται και θα ελέγχονται από τις αρχές του Τουρκικού Ομόσπονδου Κράτους της Κύπρου. Η ΟΥΝΦΙΚΥΠ θα μπορεί να έχει παρατηρητές στα σημεία εισόδου.
7Δικαίωμα επανεγκατάστασης θα έχουν οι προηγούμενοι κάτοικοι και ιδιοκτήτες της περιοχής. Δεν θα υπάρχουν αριθμητικοί περιορισμοί.
Σχεδόν τρεις μήνες αργότερα, στις 7 Ιανουαρίου 1981 η τουρκική πλευρά υπέβαλε χάρτη με την προτεινόμενη περιοχή επανεγκατάστασης.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε βασίσει τις προτάσεις της περισσότερο στα στοιχεία του Αμερικανικού πλαισίου και των προτάσεων Βαλντχάιμ που είχαν υιοθετήσει τις πρόνοιες του Αμερικανικού και προέβλεπαν για μια προσωρινή διακυβέρνηση της πόλης υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.
Οι Τουρκοκύπριοι με τις προτάσεις τους διευκρίνισαν ότι ανέμεναν τους Ελληνοκύπριους να επιστρέψουν κάτω από τουρκική διοίκηση. Παρ’ όλο που η Αμμόχωστος βρίσκεται ακριβώς δίπλα από τη νεκρή ζώνη θα παρέμενε εγκλωβισμένη και η είσοδος σ’ αυτή δεν θα ήταν ελεύθερη αλλά ελεγχόμενη από τους Τούρκους από καθορισμένα σημεία εισόδου.
Δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι οι προτάσεις αυτές θεωρήθηκαν ανεπαρκείς από την κυπριακή κυβέρνηση και απορρίφθηκαν ομόφωνα και από τους αντιπροσώπους της Αμμοχώστου.
«Πόλη-φάντασμα» με «νονό» Σουηδό δημοσιογράφο
Στην ακατοίκητη Αμμόχωστο δόθηκε η ονομασία «πόλις φάντασμα» αρχικά από τον Σουηδό δημοσιογράφος Jan-Olof Bengtsonn, ο οποίος επισκέφθηκε στο σουηδικό απόσπασμα της ΟΥΝΦΙΚΥΠ στο λιμάνι της Αμμοχώστου και μπόρεσε να δει την πόλη από τα παρατηρητήρια των Ηνωμένων Εθνών.
Έγραψε τότε στην εφημερίδα «Kvallposten» (24.9.77): Η άσφαλτος στους δρόμους έχει σχισθεί κάτω από το ζεστό ήλιο και στα πεζοδρόμια έχουν βλαστήσει θάμνοι. Σήμερα – Σεπτέμβρη του 1977 – τα τραπέζια είναι ακόμα στρωμένα, οι μπουγάδες απλωμένες και οι λαμπτήρες των δρόμων εξακολουθούν ν’ ανάβουν. Τα Βαρώσια είναι μια πόλη-φάντασμα».
Σύμφωνα με εξακριβωμένες πληροφορίες η οργανωμένη και συστηματική λεηλασία της Αμμοχώστου άρχισε στο τέλος του 1975 και συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια του 1976. Καθημερινά και συστηματικά 30-40 τουρκικά στρατιωτικά φορτηγά χρησιμοποιούνταν για να φορτώσουν τις λεηλατούμενες ελληνικές περιουσίες. Τα περισσότερα από τα κλεμμένα αγαθά μεταφέρονταν στην Τουρκία όπου και επωλούντο σε δημοπρασίες.
Κατά την περίοδο Μαρτίου-Απριλίου 1976 οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις παραβίασαν τα παραρτήματα των τραπεζών της Αμμοχώστου και άδειασαν τα ταμεία και τα χρηματοκιβώτια.
Τα δυτικά προάστια του Βαρωσιού ήταν μια αραιοκατοικημένη περιοχή με οικισμούς σκορπισμένους ανάμεσα σε πορτοκαλεώνες, σε μια γεωργική γη και σε βιομηχανικές ζώνες.
Σ’ αυτή την περιοχή άρχισε να γίνεται οργανωμένος εποικισμός στις αρχές του 1975 πρώτα με την εγκατάσταση Τουρκοκυπρίων από την περιοχή Πάφου, Λεμεσού και παλαιάς Αμμοχώστου και αργότερα με την μεταφορά Τούρκων από τη Μερσίνα και την Αττάλεια.
Στις 20 Ιουλίου 1977 ο τότε πρωθυπουργός κ. Ετζεβίτ με δήλωσή του ανάγγειλα την πρόθεσή του να εποικίσει ολόκληρη την πόλη των Βαρωσίων και να επαναλειτουργήσει τα ξενοδοχεία.
Η Αμμόχωστος, έλεγε, ήταν πολύ σημαντικό οικονομικό και τουρκικό κέντρο και δεν θα μπορούσε να μείνει κενή και ανεκμετάλλευτη για τόσο καιρό. Πρόσθεσε ότι πρέπει να καταργηθεί η εντύπωση ότι η Τουρκία κρατούσε την Αμμόχωστο για σκοπούς εντυπώσεων και για την επιστρέψει σε περίπτωση επίτευξης μιας συμφωνίας.
Μεταξύ του Οκτωβρίου 1979 και Απριλίου 1980 γίνονται νέες προσπάθειες με πρωταγωνιστή τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς για τον εποικισμό της πόλης. Οι προσπάθειες αυτές που ακολούθησαν τη διακοπή των συνομιλιών που είχαν επαναρχίσει με τη Συμφωνία Κορυφής της 19ης Μαΐου 1979.
Την ημέρα των Χριστουγέννων 1979 ο κ. Ντενκτάς επανήλθε σε μια νέα ανοικτή δήλωση προς τους Ελληνοκύπριους Ξενοδόχους και ξένους επιχειρηματίες με την οποία τους καλούσε να επιστρέψουν στην πόλη και να επαναρχίσουν τις εργασίες τους κάτω από Τουρκοκυπριακή Διοίκηση δίνοντας ένα περιθώριο δύο μηνών για να αποδεχθούν την πρότασή του.
Σχεδόν ταυτόχρονα η εφημερίδα της Τουρκίας Χουριέτ (30.12.79) αποκάλυψε ότι η τουρκική κυβέρνηση και η διοίκηση του κ. Ντενκτάς – αυτοκαλούμενη «Τουρκικό Ομόσπονδο Κράτος της Κύπρου» –, είχε αποφασίσει να επανανοίξει «βαθμιαία την περιοχή» την πόλη των Βαρωσίων για εγκατάσταση και επαναλειτουργία από τον Απρίλιο του 1980.
Φιλελεύθερος