Ακολουθήστε μας

Αναλύσεις

Προκόπιος Παυλόπουλος: Οι στρεβλώσεις των κανόνων αναθεώρησης του Συντάγματος υπονομεύουν νομοτελειακώς την θεσπισμένη αυστηρότητά του

Σε αυτό το μονοπάτι αναστοχασμού πρέπει να επιλέξουμε ως οδηγό πριν απ’ όλα το γράμμα και το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος περί του δικαιώματος αλλά και της υποχρέωσης τήρησης του Συντάγματος, όπως το δικαίωμα και κυρίως η υποχρέωση αυτή ταιριάζουν στην ιστορική ιδιοσυστασία του πατριωτισμού των Ελλήνων.

Δημοσιεύτηκε στις

Ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής ως συμπροεδρεύων στην Β΄ Ενότητα -με θέμα «Οι αναθεωρητικές τομές της μεταπολιτευτικής περιόδου: 1986, 2001, 2008, 2018 και η μετεξέλιξη του Συντάγματος του 1975»- του διήμερου Συνεδρίου που συνδιοργάνωσαν, μεταξύ 10 και 11 Ιουνίου 2025, υπό την αιγίδα της Βουλής των Ελλήνων ο «Κύκλος Ιδεών», η «ΔιαΝΕΟσις» και το «Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών» στο Ζάππειο Μέγαρο, με γενική θεματική: «Πενήντα χρόνια από το Σύνταγμα του 1975. Η συνταγματική υπόσχεση της Μεταπολίτευσης και η ποιότητα της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου».

«Πρόλογος

Η ιστορική αποτίμηση της ratio revisendae constitutionis στο πεδίο των αναθεωρήσεων του Συντάγματος του 1975, διαδοχικώς το 1986, το 2001, το 2008 και το 2019, μας παραπέμπει, αναγκαίως, σε μια έστω και συνοπτικώς κωδικοποιημένη υπενθύμιση των λόγων θέσπισης των διατάξεων του άρθρου 110 του Συντάγματος, των σχετικών με την lege artis αναθεώρησή του. Και στο σημείο αυτό, προφανώς για λόγους πιστής απόδοσης της συνταγματικής μας πραγματικότητας και πρακτικής, πρέπει να τονισθεί ότι υπό το καθεστώς εφαρμογής του ισχύοντος Συντάγματος του 1975 είναι η πρώτη φορά στην συνταγματική μας ιστορία που και οι διατάξεις του κατά κανόνα εφαρμόζονται, ως προς σημαντικό μέρος, ικανοποιητικώς και οι αναθεωρήσεις του ξεκινούν και ολοκληρώνονται με πιστή τήρηση των ειδικών προς τούτο διαδικαστικών συνταγματικών προβλέψεων. Γεγονός το οποίο συνεπάγεται και ότι από το 1975 και ύστερα βιώνουμε, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, την πιο ομαλή περίοδο συνταγματικώς ρυθμισμένης διακυβέρνησης στην ιστορία του Νεότερου Ελληνικού Κράτους.

Ι. Η εμπειρία των αναθεωρήσεων του ισχύοντος Συντάγματος

Για την ως άνω αναδρομή στις κανονιστικές ρίζες των διατάξεων του άρθρου 110 περί αναθεώρησης του Συντάγματος ίσως κάποιος αντιτείνει ότι πρόκειται για στοιχειώδεις νομικές έννοιες και γνώσεις, κοινώς γνωστές και αποδεκτές τουλάχιστον στην lato sensu Νομική μας Κοινότητα. Όμως μάλλον κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αν αντιληφθούμε τι ήταν εκείνο που προκάλεσε τις ως άνω αναθεωρήσεις του Συντάγματος και πώς αυτές εξελίχθηκαν στην πράξη.

Α. Μια βιωματική κατάθεση

Ήδη από την αφετηρία ας μου επιτραπεί να καταθέσω, φυσικά εν συντομία, την προσωπική μου εμπειρία. Δοθέντος ότι την μεν αναθεώρηση του Συντάγματος του 1986 την βίωσα ως Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις δε αναθεωρήσεις του Συντάγματος του 2001 και 2008 συμμετείχα ενεργώς ως μέλος των αντίστοιχων αναθεωρητικών Βουλών. Στην αναθεώρηση μάλιστα του Συντάγματος του 2001 μετείχα ως Εισηγητής αρχικώς και, στην συνέχεια, ως Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Τέλος, την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2019 την βίωσα ως εν ενεργεία Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος ναι μεν κατά τον εκ του Συντάγματος ρόλο του δεν μετείχε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, θεσμικώς στην αναθεωρητική διαδικασία, πλην όμως εκ συνταγματικού καθήκοντος την παρακολούθησα καθ’ όλη την διάρκειά της, ήτοι και στις δύο φάσεις της, πολλώ μάλλον όταν μεταξύ των αναθεωρητέων διατάξεων περιλαμβάνονταν και οι περί εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας ρυθμίσεις του ισχύοντος Συντάγματος.

Β. «Γνήσιες» και «μη γνήσιες» αναθεωρήσεις

Υπ’ αυτό το βιωματικό πρίσμα θεωρώ ότι από τις κατά τ΄ ανωτέρω τέσσερις αναθεωρήσεις του Συντάγματος μόνον εκείνες του 2001 και του 2008 – η τελευταία οπωσδήποτε ελλιπής λόγω των πολιτικών συνθηκών και σκοπιμοτήτων της εποχής- ολοκληρώθηκαν με πλήρη τήρηση του γράμματος και του πνεύματος των διατάξεων του άρθρου 110 του Συντάγματος, δηλαδή με πλήρη τήρηση όχι μόνο των διαδικαστικών αλλά και των ουσιαστικών, στην ολότητά τους, προϋποθέσεων αναθεώρησης του Καταστατικού μας Χάρτη. Ενώ κατά τις δύο άλλες βεβαίως και τηρήθηκαν πιστά κυρίως οι διαδικαστικές προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου αυτού, όμως οι αναθεωρητικές πλειοψηφίες στις δύο Βουλές απομακρύνθηκαν, έστω και εν μέρει, από τον θεσμικώς δέοντα σεβασμό του ρυθμιστικού πνεύματός τους. Σεβασμό ο οποίος έγκειται –όπως θα επεξηγηθεί στην συνέχεια- στην δίχως άλλες πολιτικές σκοπιμότητες επικαιροποίηση των διατάξεων του Συντάγματος, ώστε μέσα από την επιβεβλημένη προσαρμογή τους στις a posteriori ουσιώδεις μεταβολές της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, intra και extra muros, να διατηρήσει την κανονιστική ικμάδα του ως υπέρτερης τυπικής ισχύος Καταστατικός Χάρτης. Καταστατικός Χάρτης ο οποίος συνιστά, ταυτοχρόνως, την βάση και την κορυφή της Έννομης Τάξης στο πλαίσιο των θεσμικών αντηρίδων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας που εγγυώνται, προεχόντως, την ακώλυτη άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά τον θεσμικό προορισμό τους και την στήριξη των «δίδυμων» θεσμικών πυλώνων της Διάκρισης των Εξουσιών και του Κράτους Δικαίου. Αντίθετα λοιπόν προς τις προμνημονευόμενες επιταγές των διατάξεων του άρθρου 110 του Συντάγματος, οι στόχοι των αναθεωρήσεων του Συντάγματος του 1986 και του 2019 ήταν πολύ περισσότερο πολιτικοί και εμφανώς λιγότερο θεσμικοί. Δοθέντος ότι από την μια πλευρά μέσω της αναθεώρησης του 1986 επιδιώχθηκε, και τελικώς επήλθε, κυρίως η κανονιστική απομείωση του εν γένει ρυθμιστικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας και η εμπέδωση των βάσεων ενός καταδήλως πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος. Και, από την άλλη πλευρά, μέσω της αναθεώρησης του Συντάγματος του 2019 -και προκειμένου να αποφεύγεται εν πάση περιπτώσει η προσφυγή σε πρόωρες εκλογές- καταργήθηκε η αυξημένη πλειοψηφία που διασφάλιζε την ουσιωδώς συναινετική εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, και μάλιστα σε σημείο ώστε αυτή να καθίσταται εφικτή ακόμη και με την σχετική πλειοψηφία των Βουλευτών, άρα ακόμη και από μία περιστασιακή κυβερνητική πλειοψηφία.

ΙΙ. Η κανονιστική sedes materiae των διατάξεων του άρθρου 110 του Συντάγματος

Ύστερα από τα προεκτεθέντα επανέρχομαι στην ρυθμιστική κανονιστική φυσιογνωμία των διατάξεων του άρθρου 110 του Συντάγματος, υποστηρίζοντας ότι οι διατάξεις αυτές, κατά το γράμμα και το πνεύμα τους, θεσμοθετούν –ας μου επιτραπεί αυτή η θεωρητική μεταφορά- το «κανονιστικό ένστικτο αυτοσυντήρησης και επιβίωσης» του Συντάγματος. Και συγκεκριμένα την νομική εκείνη διεργασία, η οποία μέσα από την τήρηση των θεσπισμένων κατάλληλων διαδικαστικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων έναρξης και ολοκλήρωσης της αναθεώρησης επιτρέπει στο Σύνταγμα, κατά την ίδια την θεσμική του υπόσταση, να διατηρεί αενάως αμείωτη –ή και έτι περαιτέρω ενισχυμένη κατά τις περιστάσεις- την κανονιστική του εμβέλεια και, συνακόλουθα, ισχύ του, προσαρμοζόμενο καταλλήλως στις επίσης αέναες μεταβολές της κοινωνικοοικονομικής υποδομής και πραγματικότητας που οφείλει να πλαισιώνει ρυθμιστικώς υπό όρους διαφάνειας και ρυθμιστικής ομαλότητας.

Α. Ο αυστηρός χαρακτήρας του Συντάγματος και οι κανονιστικές επιπτώσεις του

Τον ως άνω νομικό νεολογισμό περί «ενστίκτου αυτοσυντήρησης και επιβίωσης» του Συντάγματος τεκμηριώνει επαρκώς, πάντα κατά την γνώμη μου, η ίδια η κατά τα προεκτεθέντα κανονιστική ιδιοσυστασία του ως Θεμελιώδους Νόμου, βάσης και κορυφής της Έννομης Τάξης. Ειδικότερα, για να εκπληρώνει αυτή την κρίσιμη κανονιστική του λειτουργία και αποστολή το Σύνταγμα πρέπει να ισχύει και να εφαρμόζεται στην πράξη, και δη υπό την πρόσθετη προϋπόθεση της απρόσκοπτης ενεργοποίησης των κυρωτικών μηχανισμών σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεών του, κατά τα προτάγματα του θεσμικού πλαισίου του Κράτους Δικαίου. Με άλλα λόγια το Σύνταγμα θεσπίζεται και λειτουργεί ως Θεμελιώδης Νόμος και Καταστατικός Χάρτης της Έννομης Τάξης μόνον εφόσον και καθ’ ό μέτρο εφαρμόζεται, και μάλιστα στο ακέραιο, στην πράξη. E contrario, η μη εφαρμογή του Συντάγματος το αποστεώνει κανονιστικώς και ρυθμιστικώς και το καθιστά γράμμα κενό περιεχομένου, παντελώς απρόσφορο να φέρει σε πέρας την θεσμική του λειτουργία και αποστολή στο ευρύτερο πεδίο των εγγυήσεων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

1. Η de constitutione lata πλήρης και αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος και η επέκεινα επιβεβαίωση ή και ισχυροποίηση του κανονιστικού περιεχομένου τους προϋποθέτει, κατ’ εξοχήν, την ρυθμιστική τους καταλληλότητα στον βαθμό που απαιτείται για να πλαισιώνουν κανονιστικώς με επάρκεια και σύμφωνα με τα προτάγματα των θεσμοθετημένων εγγυήσεων του Συντάγματος την αντίστοιχη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα η οποία στην εποχή μας εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς, κυρίως εξαιτίας της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης και της Τεχνολογίας που μοιραίως –και κατ’ ακρίβεια νομοτελειακώς- καθιστούν επιβεβλημένη την κατά καιρούς κανονιστική αναθεωρητική επικαιροποίηση των διατάξεων του Συντάγματος. Επικαιροποίηση η οποία πρέπει να συντελείται με γνώμονα την διατήρηση και θωράκιση της ρυθμιστικής του εμβέλειας, οπωσδήποτε όμως δίχως αλλοίωση των θεμελιωδών του χαρακτηριστικών και δεδομένων ως Καταστατικού Χάρτη που συνιστά την κανονιστική σπονδυλική στήλη της Έννομης Τάξης εντός του πλαισίου της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

2. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η de constitutione lata πλήρης και αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος και η επέκεινα επιβεβαίωση ή και ισχυροποίηση του κανονιστικού τους περιεχομένου είναι εκείνη που, κατ’ ουσίαν, καταστρώνει αλλά και οριοθετεί ρυθμιστικώς την διαδικασία αναθεώρησής τους. Και το πράττει με αποκλειστικό στόχο την υπεράσπιση της αντίστοιχης κανονιστικής τους ισχύος, οπωσδήποτε όμως δίχως να θίγεται ο σκληρός πυρήνας των αρχικών προβλέψεων του Συντάγματος, όπως αυτές καθιερώθηκαν εκ μέρους της αρμόδιας Βουλής κατ’ ενάσκηση Συντακτικής Εξουσίας. Συντακτικής Εξουσίας η οποία εκ φύσεως και εξ ορισμού διέθετε προδήλως αυξημένη δημοκρατική νομιμοποίηση, αναλόγως διακριτή εκείνης την οποία εν συνεχεία διαθέτει η Βουλή κατά την ενάσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας. Κατά τούτο λοιπόν δικαιολογείται η κανονιστική ιδιοσυστασία των περί αναθεώρησης του Συντάγματος διατάξεων του άρθρου 110, οι οποίες κατά νομική λογική ακολουθία εγγυώνται και τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος. Δηλαδή την αναθεώρησή του κατά πρώτο λόγο με πρωταρχική επιδίωξη την κανονιστική επικαιροποίησή του και την διατήρηση της υπέρτερης ρυθμιστικής του ισχύος, κάτι το οποίο αντιτίθεται, τουλάχιστον κατά το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 110 του Συντάγματος, στην αναθεώρησή του προς επιδίωξη αμιγώς πολιτικών και, πολύ περισσότερο, κομματικών σκοπιμοτήτων. Και, κατά δεύτερο λόγο, με αδιάπτωτο σεβασμό του αυστηρού χαρακτήρα του, αφού μόνον ο αυστηρός αυτός χαρακτήρας εγγυάται την διατήρηση της υπέρτερης τυπικής ισχύος των διατάξεών του έναντι όλων των λοιπών διατάξεων της Έννομης Τάξης, κατά συνέπεια δε την ρυθμιστική του υπόσταση ως Καταστατικού Χάρτη της όλης πολιτειακής οργάνωσης και λειτουργίας.

Β. Η υπεράσπιση του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος έναντι των αναθεωρήσεων των διατάξεών του υπό τα καυδιανά δίκρανα πολιτικών και κομματικών σκοπιμοτήτων

Αυτόν ακριβώς τον αυστηρό χαρακτήρα -και υπ’ αυτά ακριβώς τα κανονιστικά χαρακτηριστικά- θεσπίζουν και εγγυώνται οι περί αναθεώρησης του Συντάγματος διατάξεις του άρθρου 110 του Συντάγματος.

1. Διατάξεις οι οποίες θεσπίζουν, όπως είναι ευνόητο, αυτοθρόως τόσον ουσιαστικές όσο και διαδικαστικές προϋποθέσεις αναθεώρησης, μέσω των οποίων επιβεβαιώνεται, στο διηνεκές, ο αυστηρός χαρακτήρας του Συντάγματος και η πλήρης διαφοροποίησή του, από πλευράς θέσπισης αλλά και κανονιστικής εμβέλειας, από τον τυπικό νόμο και τις λοιπές, υποδεέστερης τυπικής ισχύος έναντι του Συντάγματος, διατάξεις της Έννομης Τάξης.

α) Και οι μεν ουσιαστικές προϋποθέσεις αναθεώρησης του Συντάγματος -ήτοι οι προϋποθέσεις αναθεώρησής του ratione materiae– αφορούν ιδίως τις μη αναθεωρητέες διατάξεις, δηλαδή αυτές που καλύπτονται από την λεγόμενη «ρήτρα αιωνιότητας», κατά την διάταξη του άρθρου 110 παρ. 1 του Συντάγματος. Ενώ οι διαδικαστικές προϋποθέσεις αναθεώρησης του Συντάγματος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 110 παρ. 2, 3, 4 και 6, αφορούν διαδοχικώς κυρίως τις εγγυήσεις: Της υπερψήφισης, σε μια τουλάχιστον ψηφοφορία, των αναθεωρητέων διατάξεων από την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των Βουλευτών, της παρεμβολής εκλογών κατά την αναθεωρητική διαδικασία ώστε η υπερψήφιση των αναθεωρητέων διατάξεων να στηρίζεται σε νωπή δημοκρατική νομιμοποίηση και της διαδρομής μιας πενταετίας από την περάτωση της προηγούμενης αναθεώρησης.

β) Καθ’ ό μέτρο οι προμνημονευόμενες προϋποθέσεις αναθεώρησης του Συντάγματος εγγυώνται, κατά τα προεκτεθέντα, τον αυστηρό χαρακτήρα του πρέπει να γίνει δεκτό ότι ως εκ της κανονιστικής τους φύσεως οι διατάξεις του άρθρου 110 του Συντάγματος δεν είναι αναθεωρητέες. Άρα μόνο κατ’ οικονομία είναι επιτρεπτό να αναθεωρηθούν και μόνον ως προς ήσσονος σημασίας διαδικαστικές ρυθμίσεις, οι οποίες εν πάση περιπτώσει δεν επιτρέπεται να απομειώνουν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, το κανονιστικό πλαίσιο των κατά τα ως άνω βασικών, ουσιαστικών αλλά και διαδικαστικών, προϋποθέσεων αναθεώρησης του Συντάγματος. Υπό διαφορετική εκδοχή ουδείς μπορεί να προβλέψει και να αποτρέψει το ενδεχόμενο μιας σταδιακής μακροπρόθεσμης αναθεώρησης των διατάξεων του άρθρου 110 του Συντάγματος η οποία θα αποδυναμώσει επωδύνως τον αυστηρό χαρακτήρα του και, σε τελική ανάλυση, θα οδηγήσει σε μια μορφή διαβρωτικής κανονιστικώς ισοτιμίας μεταξύ συνταγματικών διατάξεων και ρυθμίσεων του τυπικού νόμου. Και είναι τότε που το Σύνταγμα θα έχει απωλέσει, μαζί με την αυστηρότητά του, και τις κατά τα προεκτεθέντα ιδιότητές του ως Θεμελιώδους Νόμου και Καταστατικού Χάρτη στο πλαίσιο της Έννομης Τάξης της γνήσιας Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και ακόμη χειρότερα το Σύνταγμα θα μεταπέσει σε ρυθμιστικό όργανο στην διακριτική ευχέρεια της οιασδήποτε περιστασιακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η οποία μέσω του πάλαι ποτέ διαλάμψαντος ισχυρού καταστατικού του κύρους θα περιβάλει με συνταγματικό μανδύα -ή θα καλύπτει υπό συνταγματική λεοντή- τις πολιτικές και κομματικές της επιδιώξεις. Είναι προφανές ότι μια τέτοια κανονιστικώς δυστοπική προοπτική για το μέλλον του Συντάγματος εντείνει δραματικά τα ήδη σαφώς ορατά συμπτώματα της παρακμιακής πορείας της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ιδίως δε τα συμπτώματα της παρακμιακής πορείας της Διάκρισης των Εξουσιών, του Κράτους Δικαίου και της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

2. Στις προαναφερόμενες διακινδυνεύσεις σε ό,τι αφορά τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος μέσω αλλοίωσης της de constitutione lata διαδικασίας αναθεώρησής του μπορεί και πρέπει να προστεθεί μια εξαιρετικά ανησυχητική τάση και στάση και των τριών Εξουσιών, ιδίως δε της Εκτελεστικής Εξουσίας με αιχμή του δόρατος την εκάστοτε Κυβέρνηση. Πρόκειται για την τάση και στάση να αντιμετωπίζουν την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος όχι τόσο ως μια διαδικασία η οποία, κατά την θεσμική φύση της, προορίζεται να υπερασπισθεί την κατά το γράμμα και το πνεύμα τους κανονιστική ενεργοποίησή τους στην πράξη. Αλλά μάλλον ως μέσο αφενός αυξημένου κύρους κανονιστικού εγκιβωτισμού των κατά καιρούς πολιτικών επιλογών και σκοπιμοτήτων τους και, αφετέρου, ανεπιτυχώς συγκεκαλυμμένης θεσμικής απενοχοποίησης των τελευταίων μέσω ρυθμίσεων αυξημένης τυπικής ισχύος. Κάτι το οποίο, δίχως αμφιβολία, παραμορφώνει εμφανώς την κανονιστική ιδιοσυστασία του Συντάγματος ως Θεμελιώδους Νόμου -ήτοι, και όπως ήδη τονίσθηκε, ως βάσης και κορυφής της Έννομης Τάξης- πάνω στην προκρούστεια κλίνη των ανομολόγητων ή και τεχνηέντως ομολογημένων, κατά περίσταση, προθέσεων και αντίστοιχων σκοπιμοτήτων που κρύβονται πίσω από αυτές τις επιλογές τους.

α) Βεβαίως, το φαινόμενο μιας τέτοιας παραμόρφωσης δεν είναι καινοφανές, κάθε άλλο. Ανατρέχει στο παρελθόν, απώτερο και πρόσφατο, με ποικίλες μορφές και εκφάνσεις και αντίστοιχες εντάσεις. Όμως απέκτησε ενδημικές, κυριολεκτικώς, διαστάσεις στο πλαίσιο της Ελληνικής Έννομης Τάξης κατ’ εξοχήν μετά την έκρηξη της δραματικής οικονομικής κρίσης από το 2010 και έπειτα, ενώ συνεχίζεται με αμείωτη -ίσως μάλιστα ενισχυμένη- εμμονή έως σήμερα. Τίποτα δε, δυστυχώς, δεν προοιωνίζεται ότι κάτι μπορεί να αλλάξει επί τα βελτίω στο άμεσο μέλλον, και μακάρι να διαψευσθώ.

α1) Ειδικότερα, και προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις άνωθεν εκπορευόμενες απαιτήσεις λήψης εξαιρετικά επώδυνων μέτρων για την έξοδο από την οικονομική κρίση και υπό τα καυδιανά δίκρανα της επικυριαρχίας του οικονομικού επί του θεσμικού -επικυριαρχίας που επέβαλαν οι αλόγιστες και εν πολλοίς εσφαλμένες απαιτήσεις του ΔΝΤ- οι Κυβερνήσεις στην Χώρα μας άρχισαν να χρησιμοποιούν το Σύνταγμα και την εκτελεστική του νομοθεσία ως ένα ιδιότυπο σχεδόν μη δεσμευτικό κανονιστικώς κείμενο. Και συγκεκριμένα όχι τόσο ως Θεμελιώδη Νόμο, οι επιταγές του οποίου πρέπει να καθοδηγούν τα βήματα της Νομοθετικής και της Εκτελεστικής Εξουσίας, υπό την εγγυητική παρέμβαση των εφοδιασμένων με προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία στελεχών της Δικαστικής Εξουσίας στο πεδίο της Διάκρισης των Εξουσιών, του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας. Αλλά πολύ περισσότερο ως θεσμικό μέσο προορισμένο να προσδώσει το αναγκαίο κανονιστικό κύρος προκειμένου να εκπληρωθούν οι υπό προϋποθέσεις έξωθεν καταναγκασμού, κατά τα ως άνω, κυβερνητικές επιδιώξεις με πολιτικό ορίζοντα την έξοδο από την οικονομική κρίση.

α2) Κατ’ ακρίβεια, η πρώην αναγκαστική και επ’ εσχάτων οικεία βουλήσει πλέον επιδίωξη εκπλήρωσης τέτοιων κυβερνητικών επιδιώξεων μέσω του Συντάγματος έχει πάρει, περίπου ή και στο ακέραιο, την εξής παραθεσμική μορφή: Η ερμηνεία και η εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος, κατά την θέσπιση και ενεργοποίηση της εκτελεστικής τους νομοθεσίας, δεν γίνεται με αποκλειστικό γνώμονα τις παραδοσιακές ερμηνευτικές μεθόδους, και προεχόντως τις μεθόδους της τελεολογικής, της γραμματικής και της συστηματικής ερμηνείας. Όλως αντιθέτως, η ερμηνεία και η εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος επιχειρείται, από κυβερνητικής πλευράς -και συχνά, δυστυχώς, με την επικουρία της Δικαιοσύνης- έτσι ώστε να πραγματοποιηθούν οι επιδιώξεις της και οι αντίστοιχες επιλογές της με τρόπο ώστε ένα θεσμικώς πρόσφορο κανονιστικό «φύλλο συκής» να συγκαλύψει καταλλήλως τα πρόδηλα νομικά τους ελαττώματα. Και, επέκεινα, να καλλιεργήσει, με κάθε πολιτικό τίμημα, την ψευδαίσθηση στους αποδέκτες των εκάστοτε αντισυνταγματικών νομοθετικών ρυθμίσεων ότι τηρούνται επιμελώς τα προσχήματα του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, κατά τα στοιχειώδη προτάγματα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

β) Στην πράξη, ο εκ μέρους των ημετέρων πολιτικών ιθυνόντων θεσμικός εκφυλισμός των διατάξεων του Συντάγματος με απώτερο σκοπό και στόχο την με κάθε μέσο εκπλήρωση των επιδιώξεών τους, ο οποίος καταλήγει οιονεί νομοτελειακώς στην προϊούσα κανονιστική συρρίκνωσή τους, εμφανίσθηκε κατά βάση με δύο τρόπους. Εκ των οποίων ο δεύτερος πλήττει κυρίως το θεσμικό κύρος των διατάξεων αλλά και αυτού τούτου του ρυθμιστικού ρόλου του Συντάγματος.

β1) Ο πρώτος τρόπος ανάγεται, κατά τα ακροθιγώς προεκτεθέντα, στην μέθοδο της in concreto ερμηνείας και εφαρμογής των ισχυουσών διατάξεων του Συντάγματος όχι κατά το γράμμα και το πνεύμα τους, αλλά κατά τις επιδιώξεις των πολιτικών ιθυνόντων και, επέκεινα, κατά τις σκοπιμότητες τις οποίες εξυπηρετούν οι σχετικές αποφάσεις τους. Όπως είναι προφανές η μέθοδος αυτή, σε ό,τι αφορά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των εκτελεστικών του Συντάγματος διατάξεων προκειμένου να προσαρμοσθούν στις κυβερνητικές επιδιώξεις, καταλήγει, μέσω μιας σαφώς παραμορφωτικής ερμηνείας των διατάξεων τούτων, όχι βεβαίως σε έναν γνήσιο έλεγχο συνταγματικότητας αλλά, e contrario και κατ’ αποτέλεσμα, σε ένα είδος ελέγχου της νομιμότητας των εφαρμοστέων κατά περίπτωση ρυθμίσεων του Συντάγματος. Πρέπει δε να προστεθεί, και μάλιστα με ιδιαίτερη έμφαση, και ότι για να καταστεί εφικτή η κατά τα προμνημονευόμενα πραγμάτωση διά της κανονιστικής οδού των επιδιώξεων των πολιτικών ιθυνόντων, μέσω της διαστρεβλωτικής σύμφωνης με τις νομοθετικές ρυθμίσεις ερμηνείας των διατάξεων του Συντάγματος και του επέκεινα θεσμικώς αδιανόητου ελέγχου της νομιμότητας του Συντάγματος, απαιτείται, αναγκαίως, και η σύμπραξη των λειτουργών της Δικαιοσύνης. Των οποίων η αντίστοιχη διευκόλυνση εν προκειμένω έχει αρκετές φορές διαπιστωθεί στο παρελθόν αλλά και σήμερα. Είναι άκρως χαρακτηριστικό το εντελώς πρόσφατο παράδειγμα του ελέγχου της συνταγματικότητας των διατάξεων νόμων, οι οποίοι θεσπίσθηκαν με αντικείμενο το καθεστώς επιλογής των μελών και τις αρμοδιότητες Ανεξάρτητων Αρχών, και δη συνταγματικώς κατοχυρωμένων, όπως π.χ. το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) και η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). Αυτή η δικαστική «συνδρομή» σε ό,τι αφορά την εκπλήρωση των κυβερνητικών επιδιώξεων δια της συρρίκνωσης του κανονιστικού περιεχομένου του Συντάγματος έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε όταν η αντισυνταγματικότητα των επίμαχων και επίδικων νομοθετικών ρυθμίσεων είναι κατάδηλη και δεν μπορεί να παρακαμφθεί επιστρατεύεται το «φίλτρο» του δικονομικώς απαραδέκτου. Ήτοι η εκ μέρους του αρμόδιου δικαιοδοτικού οργάνου -ακόμη και ανωτάτου- επίκληση λόγων του παραδεκτού για την τύποις απόρριψη του ασκηθέντος ένδικου βοηθήματος ή μέσου, με συνηθέστερο λόγο εκείνον της έλλειψης του απαιτούμενου προσωπικού, άμεσου και ενεστώτος έννομου συμφέροντος. Έτσι ώστε, δήθεν, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα ή μέσο να μην μετατρέπεται στην πράξη σε μια actiο popularis.

β2) Και ο δεύτερος τρόπος ανάγεται στην ευθεία επέμβαση επί του ρυθμιστικού πλαισίου του Συντάγματος διά της αναθεώρησης διατάξεών του, όχι διότι το κανονιστικό τους περιεχόμενο δεν είχε θεσπισθεί επιτυχώς ως προς την αντιστοίχως επιδιωκόμενη ratio constitutionis, αλλά απλώς διότι οι ρυθμίσεις τους όσο και αν ερμηνεύονταν με την μέγιστη, ακόμη δε και σχεδόν διαστρεβλωτική, ευρύτητα δεν επέτρεπαν την εκπλήρωση των επιδιώξεων των ηγητόρων της Εκτελεστικής Εξουσίας -με άλλες λέξεις του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης- κατά την επιδίωξη της ικανοποίησης των πολιτικών τους στόχων και σκοπιμοτήτων. Προς την κατεύθυνση αυτή συμπράττει, εμφανώς και ευθέως, προσφάτως και μέρος της Νομικής Επιστημονικής Κοινότητας, όταν σπεύδει να ερμηνεύσει διατάξεις νόμων και κανονιστικών πράξεων όχι με βάση το ισχύον Σύνταγμα αλλά -κάτι εντελώς πρωτόγνωρο στα συνταγματικά μας δεδομένα- με όσα πρόκειται, κατά τις κυβερνητικές εξαγγελίες, να συμβούν ύστερα από προσεχή αναθεώρηση του Συντάγματος. Πρόκειται για μια νομικώς προδήλως εσφαλμένη μέθοδο ερμηνείας του Συντάγματος με βάση την «προσδοκία αναθεώρησής» του. Μέθοδο η οποία οδηγεί, με ακόμη μεγαλύτερη διακινδύνευση, όχι μόνο προς την περαιτέρω κανονιστική συρρίκνωση του Συντάγματος αλλά ακόμη και στην δεδομένη ρυθμιστική περιθωριοποίησή του. Πολλώ μάλλον όταν μέσα σε αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο εκείνοι που επιχειρούν να εφαρμόσουν υπ’ αυτή την λογική τις διατάξεις του Συντάγματος προδικάζουν, και δη αυθαιρέτως, από την μια πλευρά το ενδεχόμενο της αναθεώρησής τους και, από την άλλη πλευρά, το ίδιο το περιεχόμενο το οποίο θα έχουν τελικώς οι κατά την εκτίμησή τους υπό αναθεώρηση διατάξεις.

Επίλογος

Όλα όσα τονίσθηκαν προηγουμένως δείχνουν πως τίποτα στην εποχή μας και στον Τόπο μας -αλλά όχι μόνο- δεν είναι πια προφανές σε ό,τι αφορά την θεσμική και κανονιστική υπόσταση του Συντάγματος και την λειτουργία του στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των βασικών αντηρίδων αφενός των αρχών της Διάκρισης των Εξουσιών και του Κράτους Δικαίου και, αφετέρου, της υπεράσπισης της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επομένως δεν είναι ούτε υπερβολικό ούτε περιττό να αναστοχαστούμε το χρέος μας απέναντι στο Σύνταγμα και, κατά συνέπεια, απέναντι στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Και σε αυτό το μονοπάτι αναστοχασμού πρέπει να επιλέξουμε ως οδηγό πριν απ’ όλα το γράμμα και το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος περί του δικαιώματος αλλά και της υποχρέωσης τήρησης του Συντάγματος, όπως το δικαίωμα και κυρίως η υποχρέωση αυτή ταιριάζουν στην ιστορική ιδιοσυστασία του πατριωτισμού των Ελλήνων. Αν θέλουμε δε να πάμε πολύ πιο μακριά στην ιστορική πορεία του Ελληνικού Πνεύματος και του Ελληνικού Νομικού Πολιτισμού εν γένει, έναν άλλο χρήσιμο, εμβληματικό θα έλεγα, οδηγό μας έχει κληροδοτήσει η διαχρονικώς επίκαιρη ρήση του Ηράκλειτου: «Μάχεσθαι χρή τόν δμον πρ το νόμου κωσπερ τείχεος».»

Είναι ο άγνωστος Χ, αλλά φυσικό πρόσωπο που βοηθάει στην παραγωγή ειδήσεων στο Geopolitico.gr, αλλά και τη δημιουργία βίντεο στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη. Πολλοί τον χαρακτηρίζουν ως ανθρώπινο αλγόριθμο λόγω του όγκου των δεδομένων και πληροφοριών που αφομοιώνει καθημερινώς. Είναι καταδρομέας με ειδικότητα Χειριστή Ασυρμάτων Μέσων.

Συνέχεια ανάγνωσης

Αναλύσεις

Αλωνίζουν σε Αιγαίο και Ιόνιο επί ένα μήνα! Ύποπτες κινήσεις τουρκικών σκαφών

Σοβαρές καταγγελίες για ανεξέλεγκτη υπεραλίευση και έλλειμμα ελέγχων

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Αλωνίζουν τα τουρκικά αλιευτικά σε Αιγαίο και Ιόνιο επί έναν μήνα! Όπως καταγγέλει το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος»,  το οποίο δημοσιοποιεί και χάρτη, περίπου 32 τουρκικά σκάφη – κυρίως αλιευτικά γρι-γρι και ρυμουλκά – που μεταφέρουν κλωβούς με ζωντανό τόνο, παρουσιάζουν ύποπτη και παρατεταμένη παρουσία στα ελληνικά νερά, σύμφωνα με τα ευρήματα του .

Τα πλοία, που φέρονται να ταξιδεύουν από τη Μάλτα προς την Τουρκία, παραμένουν επί εβδομάδες – συχνά για διάστημα άνω των δύο εβδομάδων – στο Αιγαίο και το Ιόνιο, επικαλούμενα τεχνικές βλάβες, ενώ παράλληλα καταγράφονται ανεξήγητες εν πλω συναντήσεις μεταξύ τους και κινήσεις που εγείρουν ερωτήματα για την πραγματική τους δραστηριότητα.

Το Ινστιτούτο καταγράφει στενά την πορεία και τις ενέργειες των σκαφών μέσω των ερευνητικών του πλοίων, πολιτών-παρατηρητών και ανάλυσης των ηλεκτρονικών ιχνών (AIS). Όπως σημειώνει, αρκετά από τα σκάφη επιχειρούν να διαπλεύσουν το Αιγαίο ακόμη και υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες – κάτι που δεν συνάδει με το αφήγημα των «βλαβών» και ενισχύει την υπόνοια σκόπιμης καθυστέρησης ή προσπάθειας αποφυγής ελέγχων σε ανοιχτά ύδατα.

Ένα από τα πλέον ανησυχητικά ερωτήματα αφορά τη σίτιση των μεταφερόμενων τόνων: για τη διατήρηση τόσων ζωντανών ψαριών σε κλωβούς επί εβδομάδες απαιτούνται καθημερινά τεράστιες ποσότητες τροφής – εκτιμώμενες σε χιλιάδες κιλά άγριων ψαριών – χωρίς να είναι σαφές πού και πώς γίνεται αυτή η αλιεία, ούτε αν υπόκειται σε έλεγχο.

Παράλληλα, το «Αρχιπέλαγος» αναδεικνύει ένα κρίσιμο ζήτημα: την εμφανή απουσία των αρμόδιων ευρωπαϊκών ελεγκτικών μηχανισμών, όπως το Κοινό Σχέδιο Επιθεώρησης (Joint Inspection Scheme), που προβλέπει συντονισμένες επιθεωρήσεις από τη Frontex και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ελέγχου της Αλιείας. Οι οργανισμοί αυτοί είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των κανονισμών της ICCAT (Διεθνούς Επιτροπής για τη Διατήρηση του Τόνου), μεταξύ άλλων για τον έλεγχο της νομιμότητας της αλιείας και της διακίνησης των αλιευμάτων. Ωστόσο, όπως καταγγέλλεται, κατά το επίμαχο διάστημα δεν έχει υπάρξει παρουσία επιθεωρητικών σκαφών στα ελληνικά ύδατα.

Τα σκάφη επιχειρούν να διαπλεύσουν το Αιγαίο ακόμη και υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες – κάτι που δεν συνάδει με το αφήγημα των «βλαβών» και ενισχύει την υπόνοια σκόπιμης καθυστέρησης ή προσπάθειας αποφυγής ελέγχων σε ανοιχτά ύδατα.

Η ICCAT έχει ορίσει ετήσια εθνική ποσόστωση αλιείας τόνου για την Τουρκία στους 2.600 τόνους, ενώ η Μάλτα συμμετέχει στην ευρωπαϊκή κατανομή των συνολικών 21.503 τόνων. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με διεθνείς και ευρωπαϊκές εκθέσεις, υπάρχει εδώ και χρόνια μια «παράλληλη» πραγματικότητα: η ύπαρξη ενός άτυπου δικτύου παράνομης αλιείας και διακίνησης τόνου, στο οποίο εμπλέκονται – μεταξύ άλλων – Τουρκία, Ιταλία και Μάλτα. Το αποτέλεσμα είναι η παράκαμψη των ποσοστώσεων και η εξαγωγή πολύ μεγαλύτερων ποσοτήτων προς αγορές της Ασίας, ιδίως Ιαπωνίας, Κορέας και Κίνας.

Οι τιμές στις δημοπρασίες τόνου μπορούν να φτάσουν σε εξωπραγματικά επίπεδα: χαρακτηριστικά, ψάρι πουλήθηκε στην Ιαπωνία προς 2,7 εκατομμύρια ευρώ (€10.266/κιλό). Η εμπορία τόνου – νόμιμη και παράνομη – αποτελεί μια παγκόσμια βιομηχανία δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως.

Ας μην ξεχνάμε ότι η παγκόσμια αγορά Τόνου (νόμιμη και παράνομη) έχει τζίρο δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Στις κεντρικές δημοπρασίες Τόνου στην Ιαπωνία έχουν αγγίξει τιμές ρεκόρ έως και 2.7 εκατομμύρια ευρώ για ένα ψάρι (€10,266 ανά κιλό), ενώ γενικότερα οι Τόνοι καταλήγουν και σε άλλες μεγάλες αγορές της Ασίας (π.χ. Κορέα, Κίνα) και σε άλλες διεθνείς αγορές.

Ας μην ξεχνάμε ότι η παγκόσμια αγορά Τόνου (νόμιμη και παράνομη) έχει τζίρο δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Στις κεντρικές δημοπρασίες Τόνου στην Ιαπωνία έχουν αγγίξει τιμές ρεκόρ έως και 2.7 εκατομμύρια ευρώ για ένα ψάρι (€10,266 ανά κιλό), ενώ γενικότερα οι Τόνοι καταλήγουν και σε άλλες μεγάλες αγορές της Ασίας (π.χ. Κορέα, Κίνα) και σε άλλες διεθνείς αγορές.

Η Τουρκία, πέραν της εξαγωγής, εκτρέφει τον τόνο σε μονάδες πάχυνσης, οι οποίες απαιτούν μεγάλες ποσότητες τροφής: για κάθε τόνο τόνου που παράγεται, απαιτούνται κατά μέσο όρο 9 τόνοι άγριων ψαριών, όπως κολιός, σαρδέλα και σκουμπρί. Αυτό το μοντέλο εντείνει δραματικά την υπεραλίευση είδη που ήδη αντιμετωπίζουν σοβαρή μείωση πληθυσμού στη Μεσόγειο.

Καταλήγοντας, το Ινστιτούτο Αρχιπέλαγος υπογραμμίζει πως η καταγγελία δεν ενέχει εθνικιστικά κίνητρα, αλλά στοχεύει αποκλειστικά στην προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, τα οποία βρίσκονται πλέον σε οριακή κατάσταση.

Η απουσία ουσιαστικών ελέγχων, τονίζει, αναδεικνύει όχι μόνο την αδυναμία, αλλά και την πολιτική απροθυμία για την εφαρμογή των κανονισμών. Παρά τη διάθεση σημαντικών δημόσιων πόρων, η Frontex φέρεται να περιορίζει τη δράση της αποκλειστικά στο πεδίο της μετανάστευσης, παραμελώντας άλλες κρίσιμες αρμοδιότητες. Αντίστοιχα, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ελέγχου της Αλιείας παραμένει άφαντος, σε μια περίοδο που η υπεραλίευση αποδεκατίζει τα αποθέματα των θαλασσών της Μεσογείου.

Συνέχεια ανάγνωσης

Αναλύσεις

Το Κυπριακό, η μεταπολίτευση και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις

Είναι σημαντικό να αναλογισθεί και η ίδια η Ελλάδα τον ρόλο της και τη στάση της για το μέλλον της Κύπρου.

Δημοσιεύτηκε

στις

Το Κείμενο αυτό αξιολογεί συνοπτικά την πορεία του Κυπριακού τις τελευταίες δεκαετίες, τη μεταπολίτευση και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις πριν και μετά το 1974. Επιχειρείται επίσης μια κριτική αξιολόγηση των ιστορικών και πολιτικών δεδομένων καθώς και κατάθεση εισηγήσεων για την επόμενη μέρα.

Γράφει ο Ανδρέας Θεοφάνους

  1. ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΜΠΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ

Λίγο μετά τα Οκτωβριανά (1931) ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε συμβουλεύσει την ελληνοκυπριακή αντιπροσωπεία που τον επισκέφθηκε να αποφευχθεί μια συγκρουσιακή πολιτική έναντι της Βρετανίας. Αντίθετα, η προτροπή του ήταν η υιοθέτηση μιας στάσης συνεργασίας στα πλαίσια ενός πολιτικού αγώνα. Ο Βενιζέλος θεωρούσε ότι τελικά μια τέτοια πολιτική θα εξυπηρετούσε τους εθνικούς στόχους.

Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τις διακηρύξεις για την αυτοδιάθεση των λαών υπήρχε απογοήτευση από τους Ελληνοκύπριους από την άκαμπτη στάση των Βρετανών. Σταδιακά άρχισε να καλλιεργείται η ιδέα της ένοπλης εξέγερσης για την επίτευξη της ένωσης. Μετά την αποτυχία της Διασκεπτικής Συνέλευσης εντάθηκαν οι προετοιμασίες για ένοπλη δράση.

Ο αγώνας της ΕΟΚΑ δεν οδήγησε στην ένωση αλλά στις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Και αυτό ως αποτέλεσμα του ανισοζυγίου δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο εις βάρος της ελληνικής πλευράς. Όμως πρέπει να λεχθεί ότι ο αγώνας δημιούργησε στη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων της Κύπρου ένα αίσθημα εθνικής αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας.

Παρά τις επιφυλάξεις της ελληνικής κυβέρνησης, ο Μακάριος προχώρησε με την κατάθεση 13 Σημείων καθώς θεωρούσε το Σύνταγμα άδικο και δυσλειτουργικό. Η ενέργεια αυτή οδήγησε σε έντονες αντιδράσεις από την Τουρκία. Στις 21 Δεκεμβρίου 1963 ξέσπασαν διακοινοτικές συγκρούσεις στη Λευκωσία και στις 28 Δεκεμβρίου χαράχθηκε η Πράσινη Γραμμή.

Υπήρξαν τότε ιδέες και ενέργειες για την επιβολή λύσης διπλής ένωσης. Ο Μακάριος ήταν κάθετος εναντίον μιας τέτοιας διευθέτησης. Στις 4 Μαρτίου 1964 η Κυπριακή Δημοκρατία εξασφάλισε το Ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ 186, δια του οποίου, μεταξύ άλλων, νομιμοποιήθηκε το Δίκαιο της Ανάγκης. Στις αρχές Αυγούστου του 1964 η Εθνική Φρουρά απέκρουσε επιτυχημένα την τουρκοκυπριακή ανταρσία στην Τηλλυρία. Η τουρκική αεροπορία βομβάρδισε τη συγκεκριμένη περιοχή στις 8-9 Αυγούστου. Το 1965 ο Γκάλο Πλάζα, Ειδικός Αντιπρόσωπος του ΓΓ του ΟΗΕ, κατέθεσε την Έκθεσή του δια της οποίας υπογραμμιζόταν ότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για μια ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού. Ταυτόχρονα η Έκθεση απέκλεισε την ένωση. Προφανώς υποστηρίζετο η ιδέα ενός ενιαίου κράτους.

Με την άνοδο της Χούντας στην Ελλάδα και την κρίση στην Κοφίνου τον Νοέμβριο του 1967 αποσύρθηκε η ελληνική μεραρχία κατόπιν αμερικανικής διαμεσολάβησης για αποφυγή μιας σύγκρουσης. Η Αθήνα είχε υποχωρήσει κατά κράτος. Ο Μακάριος επέμενε και πέτυχε τη διατήρηση της Εθνικής Φρουράς.

Στις αρχές του 1968 ο Μακάριος διακήρυξε επίσημα την πολιτική του εφικτού και ζήτησε την ανανέωση της λαϊκής εντολής, την οποία και εξασφάλισε συντριπτικά. Στις εκλογές είχαν παρατηρηθεί και σοβαρά δημοκρατικά ελλείματα. Ούτως ή άλλως, ο Μακάριος θα ήταν ο μεγάλος νικητής των εκλογών. Το χειρότερο ήταν ότι υπήρχε μεγάλη διχόνοια στο εσωτερικό μέτωπο.

  1. ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΘΗΝΩΝ – ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Υπήρχαν τριβές στις σχέσεις Μακάριου και Αθήνας ακόμα και πριν την άνοδο της Χούντας στην εξουσία στις 21 Απριλίου του 1967. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα ήταν μέλος του ΝΑΤΟ και θεωρούσε στρατηγική προτεραιότητα τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Τουρκία. Ο Μακάριος είχε επιλέξει την αδέσμευτη πολιτική λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα.

Οι Έλληνες Κύπριοι δεν ήταν ικανοποιημένοι από τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Ο Καραμανλής ήταν δυσαρεστημένος λέγοντας ότι «υπογράψαμε τις ίδιες Συμφωνίες με τον Μακάριο. Αυτός θεωρείται ήρωας και εγώ προδότης».

Τα γεγονότα που ακολούθησαν την υποβολή των 13 Σημείων δημιούργησαν νέα δεδομένα: οι διακοινοτικές συγκρούσεις, χάραξη της Πράσινης Γραμμής, το Ψήφισμα 186 και ο βομβαρδισμός της Τηλλυρίας αρχές Αυγούστου του 1964. Υπήρξαν τότε νέες προσπάθειες για επιβολή σχεδίων επίλυσης του Κυπριακού στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και στη βάση της διπλής ένωσης. Ο Μακάριος ήταν σταθερός στις θέσεις του για την προάσπιση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Με την άνοδο της Χούντας στην εξουσία, οι σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας περνούσαν από κρίση σε κρίση: μεταξύ άλλων, η υπόθεση Αλέκου Παναγούλη, η απόπειρα δολοφονίας του Μακάριου στις 8 Μαρτίου 1970, η δολοφονία του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη στις 15 Μαρτίου 1970, το σχέδιο πραξικοπήματος τον Φεβρουάριο του 1972 και το εκκλησιαστικό ζήτημα. Στις αρχές του Σεπτεμβρίου 1971 με τη μυστική κάθοδο του Στρατηγού Γρίβα στην Κύπρο άρχισε η αποσταθεροποιητική δράση της ΕΟΚΑ Β’.

Παράλληλα στα στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς ο Μακάριος κατηγορείτο ως ανθενωτικός, μειοδότης και πολλές φορές ως ανθέλληνας. Οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης χρηματοδοτούντο εν πολλοίς από την Ελλάδα καθώς και από άλλες πηγές εκτός Κύπρου.

Μάταια ο Μακάριος προσπαθούσε να περάσει το μήνυμα ότι οι αποσταθεροποιητικές δράσεις εξυπηρετούσαν τα σχέδια των Τούρκων «και αντί της ενώσεως προωθούν τη διχοτόμηση». Παράλληλα δήλωσε σε κάποιες περιπτώσεις ότι «εάν η Αθήνα ήταν έτοιμη να αναλάβει τις ευθύνες της…» δεν θα δίσταζε να κηρύξει την ένωση.

Μετά την καταστροφή του 1974 υπήρχαν έντονα αντιδυτικά αισθήματα στην Κύπρο και αισθήματα πικρίας έναντι της Ελλάδας. Με την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα, το 1981, τα δεδομένα στις σχέσεις Αθήνας – Λευκωσίας άρχισαν να διαφοροποιούνται. Η συνεργασία της διακυβέρνησης Κληρίδη πρώτα με τον Παπανδρέου και μετά με τον Κώστα Σημίτη συνέβαλε καθοριστικά στην ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ.

  1. Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ 1974 ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ

Το καλοκαίρι του 1973 επήλθε θεαματική βελτίωση των σχέσεων Παπαδόπουλου και Μακάριου. Παράλληλα, ο Παπαδόπουλος κάλεσε τον Στρατηγό Γρίβα να σταματήσει την ανατρεπτική του δράση έναντι του Κύπριου Προέδρου. Η απάντηση του Γρίβα ήταν ότι θα συνέχιζε «τον αγώνα για ένωση και δημοκρατία».

Η ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου 1973 σηματοδότησε την έναρξη δραματικών εξελίξεων. Ο Ιωαννίδης μισούσε θανάσιμα των Μακάριο. Και όταν ο Γρίβας απεβίωσε στις 27 Ιανουαρίου 1974 ο Κύπριος Πρόεδρος προέβη σε θεαματικές κινήσεις με στόχο την πολιτική εκτόνωση της κατάστασης. Ο Υπαρχηγός της ΕΟΚΑ Β’, Γεώργιος Καρούσος, επιθυμούσε να ανταποκριθεί θετικά αλλά τελικά υπερίσχυσε ο Ιωαννίδης, οποίος με την συνεργασία άλλων Κυπρίων αξιωματούχων της ΕΟΚΑ Β’ επέβαλε τη σκληρή γραμμή. Η Κύπρος είχε εισέλθει στην τελική ευθεία της πορείας ολέθρου.

Στις 25 Απριλίου, 1974 το Υπουργικό Συμβούλιο κήρυξε την ΕΟΚΑ Β’ ως παράνομη οργάνωση. Η βία και η ανωμαλία συνεχίζοντο. Παράλληλα η αστυνομία και το εφεδρικό εν πολλοίς εξάρθρωσαν την ΕΟΚΑ Β’. Στις 2 Ιουλίου 1974 ο Μακάριος απέστειλε ένα εξαιρετικά σκληρό γράμμα στον Πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης Στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη. Ταυτόχρονα, ο επικεφαλής του Γραφείου του Προέδρου Μακαρίου Χάρης Βωβίδης παρέδωσε προσωπικά το γράμμα στον Βασιλέα Κωνσταντίνο και στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Μακάριος ήλπιζε ότι οι δύο ηγέτες θα προέβαιναν σε δηλώσεις που θα ασκούσαν πίεση προς τη Χούντα να μην επιχειρήσει το πραξικόπημα. O Κωνσταντίνος και ο Καραμανλής όμως παρέμειναν σιωπηλοί.

Υπήρξαν όμως και παραλήψεις από τον Μακάριο ο οποίος δεν άκουσε εισηγήσεις στενών του συνεργατών για την αποτροπή πραξικοπήματος. Ο Κύπριος Πρόεδρος είχε υποτιμήσει τους κινδύνους.

Στην ομιλία του στο Συμβούλιο Ασφαλείας στον ΟΗΕ στις 19 Ιουλίου ο Μακάριος κατηγόρησε τη Χούντα και κάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας να ενεργήσει για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και της ομαλότητας στην Κύπρο. Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι κάλεσε τις εγγυήτριες δυνάμεις να επέμβουν. Αποτέλεσε όμως μέγιστη παράληψη το γεγονός ότι δεν προειδοποίησε την Τουρκία να μην εκμεταλλευτεί την κατάσταση και να εισβάλει στην Κύπρο.

Μετά την έναρξη της τουρκικής εισβολής οι ΗΠΑ είχαν ως στόχο την αποτροπή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου αλλά όχι την παρεμπόδιση των σχεδίων της Άγκυρας στην Κύπρο. Στις 23 Ιουλίου παραιτήθηκε ο Νίκος Σαμψών και ανέλαβε καθήκοντα Προέδρου ο Γλαύκος Κληρίδης. Λίγες ώρες αργότερα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέλαβε τη διακυβέρνηση στην Ελλάδα.

Παρά την εκεχειρία οι τουρκικές δυνάμεις κατοχής προήλαυναν καθημερινά. Η στάση της Αθήνας ήταν υποτονική έναντι της τουρκικής επιθετικότητας. Η μεταπολίτευση στην Αθήνα εδραιώθηκε με τη θυσία της Κύπρου. Η θέση ότι είχε γίνει αναίμακτα δεν ευσταθεί. Μέχρι και σήμερα στους ετήσιους εορτασμούς για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα η θυσία της Κύπρου είναι υποβαθμισμένη.

  1. ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Από τις 24 Ιουλίου 1974 μέχρι τις 14 Αυγούστου 1974, όταν εκδηλώθηκε ο δεύτερος Αττίλας, υπήρχε επαρκής χρόνος για κάποια μορφή στρατιωτικής ενίσχυσης της Κύπρου αλλά και για κινήσεις που θα καθιστούσαν δύσκολη αν όχι ανέφικτη την τουρκική επιθετικότητα. Η Ελλάδα όμως παρέμεινε αδρανής. Πέραν τούτου, η στάση της θεωρήθηκε δεδομένη τόσο από την Τουρκία όσο και από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Αυτό που ακολούθησε ήταν η κατάληψη του 37% του εδάφους της Κύπρου από την Τουρκία. Οι συνέπειες των γεγονότων του καλοκαιριού του 1974 δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί.

Έκτοτε για την Αθήνα το Κυπριακό δεν αποτελεί θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Ελλάδα αρκείται στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ καθώς και τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη. Η θεώρηση της Τουρκίας είναι όμως διαφορετική.

Ενδεχομένως ένας από τους λόγους για τη στάση αυτή είναι τα ενοχικά σύνδρομα των Αθηνών για τις ευθύνες της για την κυπριακή τραγωδία. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η Ελλάδα ως εγγυήτρια δύναμη έχει συμβατικές υποχρεώσεις έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πέραν τούτου, στην Κύπρο ζουν σχεδόν ένα εκατομμύριο Έλληνες. Υπάρχουν επίσης γεωστρατηγικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο τα οποία η Ελλάδα δεν μπορεί να αγνοήσει. Πάνω απ’ όλα η Ελλάδα έχει τεράστιες ευθύνες και υποχρεώσεις έναντι της Μεγαλόνησου, οι οποίες δεν έχουν ξοφληθεί παρά την καθοριστική της συμβολή στην ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ.

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι διαχρονικά οι προτεραιότητες της Ελλάδας ήταν οι καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Τουρκία στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Η Κύπρος αποτελούσε ένα ζήτημα αλλά ποτέ δεν ήταν το κορυφαίο για το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Ο Μακάριος είχε αντιληφθεί αυτή την πραγματικότητα και προσπαθούσε να πράξει το καλύτερο δυνατό υπό τις περιστάσεις. Και αυτό ήταν η ολοκλήρωση της κυπριακής ανεξαρτησίας.

  1. ΜΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

Αναμφίβολα η πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν πολυτάραχη. Υπήρχαν σχέδια για τη διχοτόμηση, χωρίς όμως τα λάθη και την προδοσία θα ήταν δύσκολο να αλωθεί η Μεγαλόνησος. Πριν από το 1974 θα ήταν δυνατό να υπάρξει κάποια συμφωνία που θα βελτίωνε ουσιαστικά το Σύνταγμα Ζυρίχης και Λονδίνου. Αυτό δεν κατέστη δυνατό για διάφορους λόγους, οι κυριότερες εκ των οποίων ήταν η αποσταθεροποιητική δράση της ΕΟΚΑ Β’ και η υπόσκαψη του Μακαρίου από τη Χούντα.

Μετά το 1974 υπήρξαν ιδέες και σχέδια για επίλυση του Κυπριακού. Θεωρώ όμως ότι κανένα απ’ αυτά δεν αποτέλεσε πραγματική ευκαιρία καθώς τυχόν υλοποίησή τους θα επιδείνωνε το status quo. Και τούτο παρά την επιστροφή εδαφών υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση. Τα νέα δεδομένα στο συνταγματικό επίπεδο θα αντικαθιστούσαν την Κυπριακή Δημοκρατία με ένα νέο τρικέφαλο κράτος το οποίο θα ήταν κατ’ ουσίαν ένα τουρκικό προτεκτοράτο.

Στην ελληνοκυπριακή πλευρά επικράτησε σύγχυση και στρουθοκαμηλισμός, στοιχεία τα οποία εν πολλοίς υφίστανται μέχρι και σήμερα. Δεν υπάρχει συγκροτημένη και ολοκληρωμένη πολιτική για το Κυπριακό. Δυστυχώς ούτε και αφήγημα. Δεν αρκεί το ΟΧΙ ούτε και η εμμονή στην πολιτική της οποιασδήποτε λύσης. Ούτε το ενιαίο κράτος αποτελεί ρεαλιστική πολιτική πρόταση.

Υπό τις περιστάσεις ελάχιστος στόχος πρέπει να είναι η προάσπιση της ελεύθερης Κύπρου και μέγιστος στόχος ένα κανονικό λειτουργικό διπεριφερειακό ομοσπονδιακό κράτος. Η υλοποίηση της προοπτικής αυτής είναι δυνατή υπό προϋποθέσεις και ενδεχομένως να προκύψει στο τέλος στο τέλος του δρόμου μιας εξελικτικής διαδικασίας.

Η αναβάθμιση των συντελεστών ισχύος είναι απαραίτητη. Απαιτείται επίσης αφήγημα και η αξιοποίηση της γνώσης καθώς και των δεξαμενών σκέψης. Η υποτίμησή τους από το δημόσιο βίο της Κύπρου ενδεχομένως να είναι αποτέλεσμα ενός μέτριου πολιτικού συστήματος το οποίο δεν διαθέτει τα απαραίτητα αντανακλαστικά.

Τέλος είναι σημαντικό να αναλογισθεί και η ίδια η Ελλάδα τον ρόλο της και τη στάση της για το μέλλον της Κύπρου.

Συνέχεια ανάγνωσης

Αναλύσεις

Καύκασος: Διπλωματικές κινήσεις και απροκάλυπτη παρέμβαση

Νέες εξελίξεις στην εξωτερική πολιτική της Αρμενίας. Το ζήτημα αφορά την πρόταση των Ηνωμένων Πολιτειών να μισθώσουν για 100 χρόνια έναν διάδρομο κατά μήκος των συνόρων της επαρχίας Σιουνίκ, πρόταση γύρω από την οποία οι μυστικές διαπραγματεύσεις έχουν αρχίσει σταδιακά να έρχονται στο φως.

Δημοσιεύτηκε

στις

Καύκασος: Διπλωματικές κινήσεις και απροκάλυπτη εξωτερική παρέμβαση κάτω από τον μανδύα μιας εμπορικής λύσης

Υπό το φως των πρόσφατων αποκαλύψεων και επίσημων δηλώσεων, έχουν ανακύψει νέες εξελίξεις στην εξωτερική πολιτική της Αρμενίας. Το ζήτημα αφορά την πρόταση των Ηνωμένων Πολιτειών να μισθώσουν για 100 χρόνια έναν διάδρομο κατά μήκος των συνόρων της επαρχίας Σιουνίκ, πρόταση γύρω από την οποία οι μυστικές διαπραγματεύσεις έχουν αρχίσει σταδιακά να έρχονται στο φως.

Ο πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στην Τουρκία, Tom Barrack, σε πρόσφατες δηλώσεις του επιβεβαίωσε όσα μέχρι πρότινος θεωρούνταν μόνο ως δημοσιογραφικές αποκαλύψεις. Δήλωσε:

«Η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν διαφωνούν για έναν δρόμο μήκους 32 χιλιομέτρων, και ερχόμαστε εμείς και λέμε, δώστε μας αυτόν τον δρόμο με ενοίκιο. Όλες οι πλευρές θα ωφεληθούν».

Αν αυτή η επιβεβαίωση του Αμερικανού διπλωμάτη ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, τότε αυτό σημαίνει ότι ένας δρόμος στο κυρίαρχο έδαφος της Αρμενίας μετατρέπεται σε ζώνη που ελέγχεται από ξένη εταιρεία. Από την άποψη του διεθνούς δικαίου, αυτό σημαίνει παραχώρηση εδαφικής κυριαρχίας. Το ζήτημα δεν αφορά πλέον τις υποδομές αλλά εισέρχεται στον τομέα της εθνικής ασφάλειας και της κρατικής κυριαρχίας.

Ο ερευνητής-δημοσιογράφος Ragip Soylu έγραψε στο Middle East Eye ότι ένα τέτοιο σχέδιο είχε συζητηθεί ήδη κατά τη διακυβέρνηση Trump ως εμπορική λύση σε μια εκρηκτική περιφερειακή κατάσταση. Έτσι, μια αμερικανική εταιρεία θα γινόταν υπεύθυνη για τη διακίνηση εμπορευμάτων, ενώ ταυτόχρονα θα αναλάμβανε και πολιτικά τον ρόλο του ουδέτερου εγγυητή. Ωστόσο, άλλες πηγές υποστηρίζουν ότι η αρχική πρωτοβουλία διαμορφώθηκε στην Άγκυρα. Η Τουρκία, σύμφωνα με την παραδοσιακή στρατηγική της, προσπαθεί να μετατρέψει τo Σιουνίκ σε κρίκο ενός νότιου διαδρόμου, ελέγχοντας όχι μόνο την οικονομία, αλλά και τις γεωπολιτικές ισορροπίες.

Μια άλλη πηγή, που φαίνεται να έχει άμεσες πληροφορίες για τις διαπραγματεύσεις, ανέφερε ότι η αρχική εκδοχή του σχεδίου είχε γίνει αποδεκτή και από την Αρμενία και από το Αζερμπαϊτζάν. Ωστόσο, η αρμενική πλευρά φέρεται να ζήτησε η ίδια εταιρεία να ελέγχει και τη διαδρομή από την πλευρά του Ναχιτσεβάν, αίτημα το οποίο το Μπακού απέρριψε κατηγορηματικά. Αυτή η πραγματικότητα δείχνει ότι όχι μόνο το Σιουνίκ, αλλά ολόκληρη η περιοχή έχει μετατραπεί σε πεδίο σύγκρουσης διεθνών συμφερόντων.

Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Αρμενίας, Mnatsakan Safaryan, ουσιαστικά δεν διέψευσε ότι το Γερεβάν έχει συζητήσει τέτοια πρόταση. Τόνισε μόνο την «διπλωματική ασάφεια» χωρίς σαφή τοποθέτηση. Αντίθετα, η εκπρόσωπος του Πρωθυπουργού, Nazeli Baghdasaryan, δήλωσε κατηγορηματικά ότι «η Αρμενία ποτέ δεν έχει συζητήσει ούτε συζητά οποιονδήποτε τρίτο έλεγχο στο έδαφός της». Αυτή η ξεκάθαρη αντίφαση μέσα στην ίδια την κυβέρνηση φανερώνει τη σύγχυση και την αδυναμία πολιτικής στρατηγικής. Όταν υπάρχει τέτοια ασυμφωνία γύρω από κρίσιμο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής, καθίσταται προφανής η έλλειψη υπευθυνότητας και σαφούς πλαισίου, ενώ αναδύεται και η πιθανότητα πίεσης από εξωτερικούς παράγοντες.

Τον Σεπτέμβριο του 2023, ο πρωθυπουργός Πασινιάν είχε δηλώσει δημόσια: «Η Αρμενία είναι έτοιμη να εφαρμόσει την ίδια μεταχείριση που εφαρμόζει το Ιράν προς το Αζερμπαϊτζάν».
Αν όμως οι αποκαλύψεις του Αμερικανού πρέσβη είναι ακριβείς, τότε το υπό συζήτηση σχέδιο παραβιάζει όλες τις βάσεις αυτής της δήλωσης.

Το περιεχόμενο των μυστικών διαπραγματεύσεων γύρω από το Σιουνίκ διαφωτίζεται περισσότερο όταν εξετάσουμε τη συνάντηση Πασινιάν – Αλίεφ που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Άμπου Ντάμπι. Αν και δεν υπήρξε επαρκής ενημέρωση της κοινής γνώμης, η συνάντηση σχολιάστηκε με ανακοινώσεις από τα υπουργεία Εξωτερικών των δύο χωρών, με εμφανείς διαφορές.

Η πλευρά του Αζερμπαϊτζάν ανακοίνωσε ότι «η συνάντηση ήταν χρήσιμη ως προς το άνοιγμα περιφερειακής επικοινωνίας, τη σύνδεση Ναχιτσεβάν – Αζερμπαϊτζάν και τον καθορισμό οικονομικών διαδρόμων».

Κατά το Μπακού, οι δύο πλευρές «κατέγραψαν προσεγγίσεις ως προς τη λογική της απεμπλοκής των εμπορικών ροών».
Η αρμενική πλευρά δήλωσε ότι συζητήθηκαν «όροι συμφωνίας ειρήνης» και «γενικές δυνατότητες προσέγγισης», χωρίς όμως να διευκρινιστεί το περιεχόμενο και το κόστος τους.

Αυτές οι διαφορές στο ύφος δείχνουν ότι η Αρμενία προσπαθεί να αποκρύψει από το εσωτερικό κοινό τις υποχωρήσεις που πραγματοποιούνται, ενώ το Μπακού προβάλλει με διαφάνεια ότι έχει ήδη επιτύχει σημαντικές συμφωνίες, κυρίως σε σχέση με την απεμπλοκή και τις επικοινωνιακές οδούς.

Κατά την εκτίμηση πολιτικών αναλυτών, η συνάντηση στο Άμπου Ντάμπι ενδέχεται να αποτέλεσε το πλαίσιο συμφωνιών διακυβέρνησης, οι οποίες τώρα επιχειρείται να υλοποιηθούν μέσω της αμερικανικής διπλωματικής παρέμβασης. Παρά τη γνωστή επιφυλακτικότητα των ΗΠΑ να εμπλέκονται σε περιφερειακές υποθέσεις, τη Δευτέρα ο Πρόεδρος Τραμπ δήλωσε ότι «η σύγκρουση μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν πλησιάζει σε επιτυχή επίλυση». Το ανέφερε κατά τη συνάντησή του με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, εκφράζοντας την εκτίμηση ότι το Γερεβάν και το Μπακού βρίσκονται κοντά στην επίλυση των διαφορών τους.

Στο ίδιο πλαίσιο μπορεί να ενταχθεί και το πρόσφατο ταξίδι του Πασινιάν στην Ευρώπη και οι υποστηρικτικές δηλώσεις που διατυπώθηκαν εκεί.

Αυτή η διαδικασία εκτυλίσσεται τη στιγμή που η εξουσία ασκεί ευρείας κλίμακας πιέσεις στο εσωτερικό μέτωπο κατά της αντιπολίτευσης. Οι συλλήψεις πολιτικών και θρησκευτικών παραγόντων, οι κατασκευασμένες κατηγορίες περί “πραξικοπήματος”, οι “αποκαλύψεις” στημένων σκανδάλων κατά της Εκκλησίας και η μαζική προπαγανδιστική ατμόσφαιρα εξυπηρετούν έναν σκοπό: Να κατευθύνουν τη προσοχή του κόσμου σε «μια εσωτερική αστάθεια», κρατώντας τον μακριά από την ατζέντα των αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής.

Σε κάθε περίπτωση, οι πρόσφατες ταχείες αποκαλύψεις έδειξαν ότι οι σχέσεις Πασινιάν – Αλίεφ έχουν εμβαθυνθεί περαιτέρω. Με την κυβέρνηση να λαμβάνει κρίσιμες αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής αποφεύγοντας τον κοινοβουλευτικό διάλογο και την κοινή γνώμη, η Αρμενία βρίσκεται αντιμέτωπη με τα σοβαρότερα προβλήματα κυριαρχίας και ασφάλειας. Οι εξωτερικές πιέσεις και τα εσωτερικά πολιτικά παιχνίδια ενδέχεται να οδηγήσουν σε εθνική απώλεια χωρίς επιστροφή.

Μετάφραση από την αρμενική γλώσσα του άρθρου του Κερόπ Εκιζιάν στην Εφημερίδα Αζάτ Ορ

Συνέχεια ανάγνωσης

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Άμυνα4 ώρες πριν

Πληροφοριακό δελτίο της ΚΥΠ στις 18 Ιουλίου 2025, δύο μέρες πριν την τουρκική εισβολή! Προπαρασκευαστικές ενέργειες απόβασης στην Κύπρο

Από τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της παλαιάς Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Ελλάδας:

Διεθνή4 ώρες πριν

Ανυποχώρητη η Ρωσία στις κυρώσεις! Μεντβέντεφ: “Δεν πρόκειται να επιφέρουν αποτελέσματα! Θα ενταθούν οι επιθέσεις στην Ουκρανία”

Την ίδια στιγμή, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε αυστηρότερη γραμμή απέναντι στη Ρωσία, προαναγγέλλοντας αποστολή νέων...

Άμυνα5 ώρες πριν

Σε προχωρημένες συνομιλίες για επενδύσεις και προμήθεια ουκρανικών drone Ουάσινγκτον και Κίεβο! Επικοινωνία Ζελένσκι-Μακρόν για προμήθεια πυραύλων και εκπαίδευση στα Mirage

Εξέλιξη που ενισχύει περαιτέρω τη συνεργασία των δύο χωρών στον στρατιωτικό και τεχνολογικό τομέα.

Διεθνή5 ώρες πριν

Αποκάλυψη Axios: Ο επικεφαλής της MOSSAD ζήτησε από τις ΗΠΑ στήριξη για μετεγκατάσταση Παλαιστινίων από τη Γάζα

Η εξέλιξη αυτή έρχεται σε συνέχεια παλαιότερης πρότασης του Ντόναλντ Τραμπ για «επ’ αόριστον μετακίνηση» όλων των κατοίκων της Γάζας,...

Αναλύσεις6 ώρες πριν

Αλωνίζουν σε Αιγαίο και Ιόνιο επί ένα μήνα! Ύποπτες κινήσεις τουρκικών σκαφών

Σοβαρές καταγγελίες για ανεξέλεγκτη υπεραλίευση και έλλειμμα ελέγχων

Δημοφιλή