Ακολουθήστε μας

Αναλύσεις

Το οθωμανικό φάντασμα

Σε ένα διαχρονικό Σύνδρομο της Στοκχόλμης το πολιτικό μας σύστημα εθελοδούλως καθυποτάσσεται στις ξένες αυλές αοράτως χειραγωγούμενο από έναν φαντασμιακό Οθωμανό καραγκιοζοπαίκτη που το εκφοβίζει εδώ και αιώνες.

Δημοσιεύτηκε στις

Γράφει ο Μανώλης Σκούληκας

Πριν από 204 χρόνια οι Έλληνες ξεκίνησαν άλλον ένα απελευθερωτικό αγώνα -από σειρά πολλών- που τελεσφόρησε στη δημιουργία Ελληνικού Κράτους. Μεγάλο μέρος όμως του αλύτρωτου ελληνισμού στέναζε υπό τα δεσμά της τυραννικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας για πολλά χρόνια μέχρι να απελευθερωθεί από τον Ελληνικό Στρατό και να συμπεριληφθεί στην Ελλάδα. Για έναν αιώνα περίπου το Ελληνικό Κράτος δεν είχε πετύχει να απελευθερώσει καμία από τις υπόδουλες περιοχές που επαναστατούσαν ξανά και ξανά με την πρώτη ευκαιρία που δινόταν -και δίνονταν πολλές- μόνο και μόνο για να αφεθούν στη εθνοκαθαρτική μανία των Οθωμανών από κυβερνήσεις και βασιλείς πολύ κατώτερες των περιστάσεων. Αυτή η τραγική εποχή εξηγείται μόνο αν αναλογιστούμε ότι η ελληνική Βουλή -από την εποχή της επαναστάσεως κιόλας- είχε απαρτιστεί με δικτατορικό τρόπο -με εκβιασμούς και δολοφονίες- όχι από τους γνήσιους αντιπροσώπους του ελληνικού λαού αλλά από τα ελληνόφωνα όργανα των Τούρκων: τους κοτζαμπάσηδες και τα δουλικά τους φερέφωνα τους που έθεσαν τις βάσεις για ένα κίβδηλο ψευδοαντιπροσωπευτικό σύστημα που βασιζόταν στην εξωτερική οικονομική και πολιτική υποστήριξη στον προστατευτισμό («ημέτεροι») στη διαφθορά, το ρουσφέτι, τον νεποτισμό και τις μικροπολιτικές που δεν άφηναν το νεοσύστατο κράτος να ορθοποδήσει και να δημιουργήσει κοινωνικές και οικονομικές υποδομές, έστω και υπό το άχθος των λεόντειων αγγλικών δανείων. Οι πολιτικοί τους απόγονοι ήταν καταδικασμένοι να λειτουργούν κάτω από τις κατεστημένες συστημικές εντολές και τον φαύλο κύκλο της μικροπολιτικής που άφηνε την Ελλάδα έρμαιη στην τοξική επιρροή των μεγάλων δυνάμεων, να άγεται και να φέρεται από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, ελπίζοντας ότι θα «ελεηθεί» από κάποια εξ αυτών όταν θα επέρχονταν το πλήρωμα του χρόνου, ενώ ο υπόδουλος ελληνισμός στέναζε κάτω από τα δεσμά του δυνάστη που τον σφαγίαζε και τον εξανδραπόδιζε με περισσή μανία.

Μέσα στην απελπισία και την αφέλεια του, ο ελληνικός λαός από την εποχή της επαναστάσεως κιόλας ταυτιζόταν με τις μεγάλες δυνάμεις της Ρωσίας, Αγγλίας και Γαλλίας αναμένοντας την υποστήριξή τους στην απελευθέρωση της Ελλάδας. Και ενώ τα φαινόμενα θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως τέτοια, η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο στυγνή και απάνθρωπη. Η μεταστροφή της Ρωσίας έγινε όταν ο Μέτερνιχ ειρωνεύτηκε τον Τσάρο ότι μπορούσε να τον κάνει ότι θέλει και κατόπιν αυτού η Αγγλία εξαναγκάστηκε να αλλάξει την πολιτική της κατά παράβαση και αυτή των αρχών της Ιεράς Συμμαχίας, για να αποτρέψει την επιρροή της Ρωσίας σε ένα πιθανό νέο ελληνικό κράτος και για να εξασφαλίσει τα τοκογλυφικά δάνειά της στην κοτζαμπάσικη επαναστατική κυβέρνηση. Το Ναυαρίνο δεν έδιωξε τον καταπονημένο Ιμπραήμ (ο οποίος παρέμεινε μέχρι να τα συμφωνήσει με τους γάλλους επικυριάρχους του) και δεν θα συνέβαινε αν ο βαθιά φιλέλληνας Κόδρικτον δεν το προκαλούσε -για το οποίο μάλιστα καθαιρέθηκε και έπεσε σε δυσμένεια μέχρι το θάνατό του. Η μάχη της Αδριανουπόλεως ήταν τελικά η ευνοϊκή συγκυρία που άδειασε την Ελλάδα από τα τουρκικά στρατεύματα που έσπευσαν να ανασχέσουν τον εκστρατεύοντα Τσάρο και έδωσαν την ευκαιρία στην Ελλάδα να ανακαταλάβει τις περιοχές που είχαν ξαναυποδουλωθεί από τον Ιμπραήμ και τον Κιουταχή. Οι κοτζαμπάσηδες του Βουλευτικού όμως και ο εθελόδουλος πολιτικός λακές των Άγγλων Μαυροκορδάτος φρόντισαν να επικρατήσει η αγγλική προπαγάνδα περί Ναυαρίνου για να συνεχίσουν να εξυπηρετούνται τα δάνεια παρά το γεγονός ότι ο Όθων ήταν κατά των Άγγλων. Η αυταπάτη αυτή του τρικομματισμού τελείωσε δια παντός το 1854 όταν, μεσούντος το Κριμαϊκού πολέμου, η Ήπειρος, η Μακεδονία και η Κρήτη επαναστάτησαν και απελευθερώθηκαν κατά μεγάλο μέρος τους καθώς τα Οθωμανικά στρατεύματα είχαν πάλι εκστρατεύσει στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες και μόνο Τουρκαλβανοί είχαν μείνει να φυλάνε αυτές τις ελληνικές επαρχίες. Η Ελληνική Κυβέρνηση ήταν έτοιμη να υποστηρίξει με το Στρατό τους επαναστάτες για να ολοκληρωθεί η απελευθέρωσή τους, όταν οι Αγγλογάλλοι που ήταν με το μέρος των Οθωμανών σε αυτόν τον πόλεμο, κατέλαβαν με τους στόλους τους τον Πειραιά και κράτησαν την Κυβέρνηση και το βασιλιά ομήρους, καταδικάζοντας τους δύστυχους επαναστάτες στην υποταγή και τα κτηνώδη αντίποινα των βαρβάρων τυράννων τους. Μόνο όταν η κυβέρνηση Θεοτόκη οργάνωσε το Στρατό και το Ναυτικό μετά την εθνική ταπείνωση του 1897 -πάλι αρχιτεκτόνημα των ανθρωπιστών «συμμάχων» μας- μπορέσαμε να διεκδικήσουμε ένα σημαντικό μέρος του αλύτρωτου ελληνισμού και να φτάσουμε την Ελλάδα στα σημερινά της σύνορα. Βεβαίως οι «σύμμαχοί» μας, όπως πάντα, ήταν στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων για να φροντίσουν να παραχωρήσουμε τη μαρτυρική Βόρειο Ήπειρο σε έναν ανιστόρητο λαό -δύο φορές μάλιστα, το 1913 και το 1945- και την Ανατολική Θράκη το 1923 αφού τα συμφέροντά τους επέβαλαν να μην ελέγχει η Ελλάδα ούτε τα στενά της Αδριατικής, ούτε των Δαρδανελίων. Οι τραγωδίες και οι ταπεινώσεις συνεχίζουν με την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β’ΠΠ, τον Εμφύλιο, τη δικτατορία, την Κύπρο, το Αιγαίο, τα μνημόνια και τώρα την σχεδόν προαναγγελθείσα εθνική ταπείνωση με τον διαμοιρασμό της ΑΟΖ μας «α λα τούρκα».

Απ’ ότι φαίνεται, η υποταγή μας σε ξένες δυνάμεις προκειμένου να διατηρήσουν οι πολιτικοί μας τους κυβερνητικούς τους θώκους και να συνεχίσει απρόσκοπτο το φαγοπότι, δεν έχει αλλάξει από την εποχή των κοτζαμπάσηδων που ως αρχιραγιάδες υποτάσσονταν δουλικότατα στον Οθωμανό δυνάστη και ήλπιζαν στην «μεγαλοψυχία» του σαδιστικού κτήνους.

Σε ένα διαχρονικό Σύνδρομο της Στοκχόλμης το πολιτικό μας σύστημα εθελοδούλως καθυποτάσσεται στις ξένες αυλές αοράτως χειραγωγούμενο από έναν φαντασμιακό Οθωμανό καραγκιοζοπαίκτη που το εκφοβίζει εδώ και αιώνες.

Αναρωτιέται εύλογα κάποιος αν η ελληνική κοινωνία επιθυμεί κάποιο πατριώτη ηγέτη να την εκπροσωπήσει με αξιοπρέπεια -ακόμα και υφιστάμενη τις συνέπειες- ή απλώς περιμένει τους βαρβάρους με τον φραπέ και τα κλειδιά της χώρας ανά χείρας;

Ο Μανώλης Σκούληκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970 και σπούδασε στην Νομική Σχολή Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας σχεδίασε στρατηγικές εξομοιώσεις στο στρατηγείο της 1 ης Στρατιάς/ΔΔΒ. Κατόπιν ασχολήθηκε με βιομηχανικές πωλήσεις και μάρκετινγκ ενώ παράλληλα σπούδαζε ψυχοθεραπεία. Έχει εκπαιδευθεί σε πέντε διαφορετικές προσεγγίσεις ψυχοθεραπείας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και εργάζεται ως ατομικός ψυχοθεραπευτής, επόπτης, εξωτερικός βαθμολογητής και εκπαιδευτής συμβούλων και ψυχοθεραπευτών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό από το 2001. Πέρα από τα γεωπολιτικά, τα ενδιαφέροντά του επεκτείνονται στις στρατηγικές εξομοιώσεις, ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση και γλυπτική. Περνά το μεγαλύτερο μέρος του έτους στον τόπο καταγωγής του στο νότιο Ρέθυμνο ως ψηφιακός νομάς και υποστηρικτής της επιστροφής στην επαρχία.

Αναλύσεις

Η Αλαουιτική Εξουσία στη Συρία: Από την Άνοδο στην Εξαφάνιση (1966–2025)

Κανείς δεν γνωρίζει πόσοι άοπλοι Αλαουίτες σκοτώθηκαν στη Συρία μεταξύ 6 και 10 Μαρτίου 2025, αλλά ο Joshua Landis από το Πανεπιστήμιο της Οκλαχόμα εκτιμά ότι ήταν πάνω από τρεις χιλιάδες. Αν και οι Αλαουίτες αποτελούν μια μικρή θρησκευτική κοινότητα – περίπου το 10% του πληθυσμού των 15 εκατομμυρίων κατοίκων της Συρίας – βρίσκονται σε μια μοναδική θέση σημασίας αλλά και ευαλωτότητας.

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Κανείς δεν γνωρίζει πόσοι άοπλοι Αλαουίτες σκοτώθηκαν στη Συρία μεταξύ 6 και 10 Μαρτίου 2025, αλλά ο Joshua Landis από το Πανεπιστήμιο της Οκλαχόμα εκτιμά ότι ήταν πάνω από τρεις χιλιάδες. Αν και οι Αλαουίτες αποτελούν μια μικρή θρησκευτική κοινότητα, περίπου το 10% του πληθυσμού των 15 εκατομμυρίων κατοίκων της Συρίας, βρίσκονται σε μια μοναδική θέση σημασίας αλλά και ευαλωτότητας.

Εν συντομία, επί αιώνες οι Αλαουίτες ξεχώριζαν ως η πιο απομονωμένη, φτωχή, περιφρονημένη και καταπιεσμένη εθνοθρησκευτική ομάδα της Συρίας. Μόνο όταν στρατηγοί της κοινότητάς τους κατέλαβαν την εξουσία στη Δαμασκό το 1966 άλλαξε η ισορροπία δυνάμεων υπέρ τους. Ωστόσο, η σκληρή κυριαρχία των Αλαουιτών στη Συρία για τα επόμενα 58 χρόνια οδήγησε τον σουνιτικό μουσουλμανικό πληθυσμό , την πλειοψηφία της χώρας, σε εξέγερση, με αποτέλεσμα τον πλήρη εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε το 2011 και έληξε τον Δεκέμβριο του 2024, όταν οι Σουνίτες ανέτρεψαν την αλαουιτική κυριαρχία και επέστρεψαν στην εξουσία. Τα πρόσφατα γεγονότα δείχνουν μια δυσοίωνη σουνιτική επιθυμία για εκδίκηση.

Οι Αλαουίτες υπό καταπίεση, προ του 1920

Όπως είναι ευρέως γνωστό, το Ισλάμ θεωρείται η τελευταία και τελική θρησκεία. Κατά συνέπεια, απορρίπτει οποιαδήποτε νέα πίστη προκύπτει από αυτό, αποκαλώντας τους οπαδούς της αποστάτες και θεωρώντας ότι πρέπει να πωλούνται ως δούλοι ή να εκτελούνται. (Δεδομένου ότι ο Ιουδαϊσμός και ο Χριστιανισμός προϋπήρχαν του Ισλάμ, οι οπαδοί τους γίνονται ανεκτοί αλλά τους αποδίδεται κατώτερη θέση.) Σουνίτες και Σιίτες ιστορικά περιφρονούσαν τον Αλαουϊτισμό, μια διακριτή νέα θρησκεία που προέκυψε από τον Σιιτισμό τον 9ο αιώνα μ.Χ. Τους θεωρούσαν αποστάτες και τους υπέβαλλαν σε σκληρή διάκριση.

Ο εξέχων θεολόγος Αμπού Χαμίντ αλ-Γκαζάλι (1058–1111) έγραψε ότι οι Αλαουίτες «αποστατούν σε ζητήματα αίματος, χρημάτων, γάμου και σφαγής, και επομένως είναι καθήκον να σκοτωθούν». Ο Άχμαντ ιμπν Ταϋμία (1268–1328), μείζων και διαρκής επιρροή στους ισλαμιστές, αποκάλεσε τους Αλαουίτες «πιο άπιστους και από τους Εβραίους ή τους Χριστιανούς, ακόμη πιο άπιστους και από πολλούς ειδωλολάτρες» και υποστήριξε ότι «έχουν κάνει μεγαλύτερο κακό στην κοινότητα του Μωάμεθ από ό,τι οι πολεμικοί άπιστοι». Συνεπώς, κατέληξε: «ο πόλεμος και η τιμωρία σύμφωνα με τη Σαρία εναντίον τους είναι από τις μεγαλύτερες ευσεβείς πράξεις και από τις σημαντικότερες υποχρεώσεις» ενός μουσουλμάνου. Συχνά διωκόμενοι και ενίοτε σφαγιασμένοι στη σύγχρονη εποχή, οι Αλαουίτες αυτοπροστατεύθηκαν γεωγραφικά από τον έξω κόσμο παραμένοντας στις ορεινές περιοχές της βορειοδυτικής Συρίας, μεταξύ Λιβάνου και Τουρκίας, στις σημερινές επαρχίες Λατάκια και Ταρτούς.

Τέτοιες απόψεις διατηρήθηκαν μέχρι τους νεότερους χρόνους. Οι Σουνίτες τους αποκαλούσαν «μαϊμούδες». Η Οθωμανική Αυτοκρατορία τους επέβαλε πρόσθετους φόρους. Ένας σουνίτης σεΐχης του 19ου αιώνα, ο Ιμπραήμ αλ-Μαγκρίμπι, όρισε ότι οι μουσουλμάνοι μπορούσαν ελεύθερα να πάρουν την περιουσία και τη ζωή ενός Αλαουίτη. Ένας Βρετανός ταξιδιώτης, ο Φρέντερικ Γουόλπολ, κατέγραψε ότι του είπαν: «Αυτοί οι Ανσαϊρί, είναι προτιμότερο να σκοτώσεις έναν παρά να προσευχηθείς για μια ολόκληρη μέρα».

Στη δεκαετία του 1920, λιγότερο από το μισό τοις εκατό των Αλαουιτών ζούσε σε πόλεις. Αυτή η απομόνωση είχε τραγικές συνέπειες. Ένας κορυφαίος Αλαουίτης σεΐχης περιέγραψε τον λαό του ως «από τους φτωχότερους της Ανατολής». Ο Γάλλος γεωγράφος Ζακ Βεουλέρς παρατήρησε ότι ζούσαν «την μοναχική τους ύπαρξη μες στη μυστικότητα και την καταπίεση». Ο Άγγλος ιεραπόστολος Σάμιουελ Λάιντ χαρακτήρισε την κατάσταση της κοινωνίας τους ως «μια τέλεια κόλαση επί της γης».

Η άνοδος των Αλαουιτών στην εξουσία, 1920–1970

Η πορεία των Αλαουιτών από την καταπίεση προς την κυριαρχία, η οποία διήρκεσε μισό αιώνα, ξεκίνησε με την αρχική τους αντίσταση στη γαλλική εισβολή, αλλά τελικά υποστήριξαν την κατοχή της Συρίας (1920–1946) παρέχοντας πληροφορίες και στρατολογώντας δυσανάλογα μεγάλο αριθμό ανδρών στον στρατό και την αστυνομία. Σε αντάλλαγμα, η γαλλική κυριαρχία παρείχε στους Αλαουίτες αυτονομία και άλλα προνόμια. Μετά την ανεξαρτησία της Συρίας από τη Γαλλία το 1946, οι Αλαουίτες αρχικά αντιστάθηκαν στον έλεγχο του κεντρικού κράτους, αλλά μέχρι το 1954 είχαν αποδεχθεί την υπηκοότητα και άρχισαν να ανεβαίνουν πολιτικά, εκμεταλλευόμενοι τη συνεχιζόμενη υπεραντιπροσώπευσή τους στον στρατό.

Η διάκριση που τους είχε κρατήσει στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις αποδείχθηκε χρήσιμη στη διάρκεια των αλλεπάλληλων στρατιωτικών πραξικοπημάτων που συγκλόνισαν τη Συρία μεταξύ 1949 και 1963. Οι καταστροφικές εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ ανώτερων Σουνιτών αξιωματικών κατά τις αλλαγές καθεστώτων εξάντλησαν τις σουνιτικές τάξεις. Οι μη Σουνίτες, και ιδιαίτερα οι Αλαουίτες, επωφελήθηκαν από την κατάσταση, κληρονομώντας τις θέσεις των Σουνιτών. Επιπλέον, ενώ οι Σουνίτες εισέρχονταν στον στρατό ως μεμονωμένα άτομα, οι Αλαουίτες εντάσσονταν ως μέλη οικογενειακών κλάνων, με τους αξιωματικούς να φέρνουν συγγενείς τους στις τάξεις τους.

Οι Αλαουίτες απέκτησαν επίσης δύναμη μέσω του κόμματος Μπάαθ, το οποίο ιδρύθηκε το 1940 και στο οποίο εντάχθηκαν σε δυσανάλογα μεγάλο αριθμό, αφενός επειδή ένας από τους τρεις ιδρυτές του ήταν Αλαουίτης, και αφετέρου επειδή δύο από τα βασικά του δόγματα, ο σοσιαλισμός και ο κοσμικισμός, είχαν ισχυρή απήχηση σε αυτούς. Ο σοσιαλισμός προσέφερε οικονομικές ευκαιρίες στη φτωχότερη κοινότητα της χώρας, ενώ ο κοσμικισμός, η απόσυρση της θρησκείας από τη δημόσια ζωή, υποσχόταν απαλλαγή από τη θρησκευτική προκατάληψη.

Οι Αλαουίτες έπαιξαν κεντρικό ρόλο στο πραξικόπημα του Μπάαθ το 1963, καταλαμβάνοντας πολλές κρίσιμες θέσεις και εκκαθαρίζοντας σουνίτες αντιπάλους. Αυτές οι εξελίξεις κορυφώθηκαν το 1966, όταν μια ομάδα, κυρίως Αλαουιτών αξιωματικών του Μπάαθ, κατέλαβε την εξουσία. Από τη στιγμή που βρέθηκαν στην κυβέρνηση, εκκαθάρισαν περαιτέρω τους μη Αλαουίτες αξιωματικούς.

Στην τελική αναμέτρηση, δύο Αλαουίτες στρατηγοί, ο Σαλάχ Τζαντίντ και ο Χάφεζ αλ-Άσαντ, συγκρούστηκαν για την εξουσία, μια διαμάχη που κατέληξε στην επικράτηση του Άσαντ το 1970, ο οποίος έγινε πρόεδρος της χώρας το 1971. Αυτό, το δέκατο στρατιωτικό πραξικόπημα στη Συρία σε διάστημα δεκαεπτά ετών, έθεσε τέλος στην εποχή της αστάθειας και ολοκλήρωσε την άνοδο των Αλαουιτών στην εξουσία.

Η αλαουιτική διακυβέρνηση και το σοκ των Σουνιτών

Η θρησκευτική ταυτότητα παρέμεινε καθοριστικής σημασίας κατά τη διάρκεια των 58 ετών της αλαουιτικής διακυβέρνησης, κυρίως υπό τον Χάφεζ αλ-Άσαντ (1970–2000) και τον γιο του Μπασάρ (2000–2024). Ο Χάφεζ εγκαθίδρυσε ένα βίαιο αστυνομικό κράτος και επέβαλε τον έλεγχο των Αλαουιτών τοποθετώντας ομοθρήσκους του στις ένοπλες δυνάμεις, το κόμμα, την κυβέρνηση, τη δημόσια διοίκηση και, κυρίως, στις μυστικές υπηρεσίες. Όπως ανέφερε το New York Times το 2011, «οι Αλαουίτες κυριαρχούσαν σε τέτοιο βαθμό ως μυστικοί πράκτορες, ώστε ο κόσμος φοβόταν να αναφέρει δημόσια τη σέκτα, η προτιμώμενη ευφημιστική λέξη ήταν “οι Γερμανοί”». Με τον καιρό, ο Άσαντ περιόρισε ακόμη περισσότερο τον κύκλο των στενών του συνεργατών, περιβαλλόμενος όχι μόνο από ομοθρήσκους του, αλλά από ανθρώπους της φυλής και της οικογένειάς του.

Η ψυχολογική επίδραση αυτής της ανατροπής για τους Σουνίτες ήταν τεράστια. Για αυτούς, το να κυβερνά ένας Αλαουίτης στη Δαμασκό ήταν αντίστοιχο με το να γίνεται ένας “Ανέγγιχτος” μαχαραγιάς ή ένας Εβραίος τσάρος. μια πρωτοφανής και συγκλονιστική εξέλιξη. Οι Σουνίτες αποτελούσαν περίπου το 70% του πληθυσμού της Συρίας έως την έκρηξη του εμφυλίου πολέμου το 2011 (ο οποίος οδήγησε σε μαζική μετανάστευση). Πέρα από τον αριθμό τους, ιστορικά κυβερνούσαν την περιοχή, γεγονός που ενίσχυε τη σιωπηρή αντίληψη ότι τους αναλογούσε η εξουσία. Όπως οι Επισκοπαλιανοί στις Ηνωμένες Πολιτείες, έβλεπαν τους εαυτούς τους ως τη «μη-εθνοτική» τάξη σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Πριν το 1914, οι Σουνίτες κατείχαν τα εννέα δέκατα των διοικητικών θέσεων, διατήρησαν την υπεροχή τους κατά τη γαλλική εντολή και ανέλαβαν τη διακυβέρνηση με την ανεξαρτησία. Μετά το 1970, ωστόσο, περιορίστηκαν κυρίως σε ρόλους-βιτρίνα. Όπως είπε ένας βετεράνος του στρατού, «ένας λοχαγός Αλαουίτης έχει περισσότερη εξουσία από έναν στρατηγό Σουνίτη».

Η ψυχολογική επίδραση αυτής της ανατροπής για τους Σουνίτες δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Για αυτούς, το να κυβερνά ένας Αλαουίτης στη Δαμασκό ήταν κάτι εξωφρενικά αδιανόητο. Ο Michael Van Dusen του Wilson Center περιγράφει αυτή τη μεταστροφή εξουσίας ως «το πιο σημαντικό πολιτικό γεγονός του συριακού 20ού αιώνα».

Η αλαουιτική εξουσία και η σουνιτική αντίδραση, 1966–2024

Οι Σουνίτες μουσουλμάνοι αντιλαμβάνονταν σε συντριπτικό βαθμό την ολοκληρωτική καταστολή του Άσαντ ως θρησκευτικά υποκινούμενη. Η επιβολή της αλαουιτικής κυριαρχίας το 1966 προκάλεσε θρησκευτικό άγχος στους Σουνίτες, κάτι που φάνηκε έντονα στην εξοργισμένη αντίδρασή τους σε άρθρο του 1967 που χαρακτήριζε το Ισλάμ «ένα μουμιοποιημένο πτώμα στο μουσείο της ιστορίας». Ακολούθησαν μαζικές διαδηλώσεις, συλλήψεις σουνιτών θρησκευτικών ηγετών, γενικές απεργίες και εκτεταμένη βία.

Το 1979, η αντίσταση έφτασε κοντά στην ανατροπή του καθεστώτος, όταν ισλαμιστές σκότωσαν περίπου 60 δόκιμους, σχεδόν όλοι Αλαουίτες, σε στρατιωτική σχολή και λίγο αργότερα αποπειράθηκαν ανεπιτυχώς να δολοφονήσουν τον Άσαντ το 1980.

Όταν φαινόταν ότι το καθεστώς ίσως καταρρεύσει, ο Άσαντ αντέδρασε με καταστροφική αποτελεσματικότητα. Η κορύφωση της καταστολής του κόμματος των Αδελφών Μουσουλμάνων ήρθε στις αρχές του 1982, όταν οι συριακές δυνάμεις επιτέθηκαν στην πόλη Χάμα, χτυπώντας τα προπύργια των Αδελφών με πυροβολικό, άρματα μάχης, ελικόπτερα και 12.000 στρατιώτες, σχεδόν όλοι Αλαουίτες. Οι στρατιώτες σκότωσαν αδιάκριτα έως και 30.000 Σουνίτες, βάζοντας τέλος σε σοβαρές απειλές για το καθεστώς για σχεδόν τρεις δεκαετίες.

Η σουνιτική αντίσταση εκείνες τις δεκαετίες δεν εξαφανίστηκε, αλλά έγινε πιο προσεκτική και υπομονετική. Οι Σουνίτες ένιωθαν διαρκή αγανάκτηση: καθώς κυβερνιούνταν από ανθρώπους που θεωρούσαν κατώτερους· καθώς αντιλαμβάνονταν διακρίσεις στην καθημερινότητα (όπως το ότι σουνιτικά νοικοκυριά πλήρωναν τετραπλάσια για ρεύμα σε σχέση με τα αλαουιτικά)· καθώς ζούσαν με τη μνήμη της Χάμα και άλλων σφαγών· καθώς αντιδρούσαν στον σοσιαλισμό που περιόριζε τον πλούτο τους, στους στρατιωτικούς μεσάζοντες που κατέρρευσαν το δίκτυο προστάτευσης των ελίτ τους· καθώς καταπιέζονταν από την αυταρχική διακυβέρνηση που κατέπνιγε την πολιτική έκφραση· και καθώς θεωρούσαν ότι το καθεστώς προσέβαλλε το Ισλάμ και συνεργαζόταν με Μαρωνίτες και Ισραηλινούς.

Οι Άσαντ προσπάθησαν να παρουσιάζονται ως μουσουλμάνοι, αλλά ελάχιστοι, αν όχι κανένας, από τους Σύριους Σουνίτες το αποδέχτηκαν. Πλήθος στοιχείων δείχνει ότι οι κυβερνώντες γίνονταν σχεδόν καθολικά αντιληπτοί όχι ως Άραβες, Μπααθιστές, παναραβιστές ή αντισιωνιστές, αλλά ως Αλαουίτες. Το 1973, διαδηλωτές ζητούσαν «τέλος στην αλαουιτική εξουσία». Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι ξεκίνησαν τρομοκρατική εκστρατεία κατά της «σεκταριστικής, δικτατορικής εξουσίας του δεσπότη Χάφεζ αλ-Άσαντ» το 1976. Το 1983, η Εθνική Συμμαχία για την Απελευθέρωση της Συρίας κατηγόρησε τον Άσαντ για «φλεγόμενη εχθρότητα προς τους Άραβες και το Ισλάμ».

Οι παραδοσιακοί ρόλοι και στάσεις αντιστράφηκαν: η σουνιτική εχθρότητα προς την αλαουιτική εξουσία αντικατοπτρίζει την ιστορική αλαουιτική εχθρότητα προς τη σουνιτική εξουσία. Βασισμένες τόσο σε παλιά όσο και σε νέα παράπονα, οι δύο ομάδες οδηγήθηκαν σε αμοιβαίο μίσος, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Όσο οι Σουνίτες αποξενώνονταν, οι Αλαουίτες βασίζονταν όλο και περισσότερο στους δικούς τους για να κυβερνήσουν. Και όσο το καθεστώς έπαιρνε όλο και περισσότερο αλαουιτικό χαρακτήρα, η σουνιτική δυσαρέσκεια εμβάθυνε.

Εμφύλιος πόλεμος και σουνιτική εχθρότητα, 2011–2024

Η Αραβική Άνοιξη του 2011 έφερε στη Συρία μια επανάσταση κατά του Μπασάρ αλ-Άσαντ, η οποία εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο και κατέληξε σε σουνιτική-αλαουιτική σύγκρουση, με χαρακτηριστικά εθνοθρησκευτικής σφαγής. Παρόλο που ορισμένοι Σουνίτες υποστήριζαν τον Άσαντ και πολλοί αδιαφορούσαν, οι πλειοψηφία των επαναστατών ήταν Σουνίτες, και η μεγάλη πλειοψηφία των Αλαουιτών υποστήριξαν τον Άσαντ. Αυτό το δίπολο ενίσχυσε τις σεκταριστικές γραμμές. 

Στις αρχές του 2012, ο πρέσβης των ΗΠΑ στη Συρία, Robert Ford, δήλωσε ότι η σύγκρουση έχει μετατραπεί σε θρησκευτικό πόλεμο. Το 2013, μια κοινή έκθεση του ΟΗΕ και του Αραβικού Συνδέσμου ανέφερε πως «υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι η σύγκρουση είναι σεκταριστική», με τους Αλαουίτες στο πλευρό της κυβέρνησης και τους Σουνίτες στις αντάρτικες ομάδες.  Η ρητορική των ανταρτών απέκτησε έντονα θρησκευτικό χαρακτήρα. Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης προέβαλαν τον στόχο «να απελευθερωθεί η χώρα από τους Αλαουίτες». Στις ομιλίες τους, έκαναν αναφορές σε «αλαουιτικά γουρούνια» και «αιρετικούς». Βίντεο από μάχες δείχνουν μαχητές να φωνάζουν «ο Αλλάχ είναι μεγάλος» όταν σκοτώνουν Αλαουίτες στρατιώτες, ενώ μερικοί μαχητές μιλούσαν ξεκάθαρα για «ιερό πόλεμο κατά των άθεων».

Ορισμένες σφαγές Αλαουιτών είχαν ξεκάθαρα εθνοθρησκευτικά κίνητρα. Η πιο γνωστή περίπτωση ήταν η σφαγή στην Αλ-Χουλά το 2012, όπου ένοπλοι αντάρτες εισέβαλαν σε σπίτια και εκτέλεσαν 108 ανθρώπους, οι περισσότεροι άμαχοι Αλαουίτες, περιλαμβανομένων 49 παιδιών. Το 2013, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατηγόρησε αντάρτες για «εγκλήματα πολέμου» και «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» όταν σκότωσαν τουλάχιστον 190 αμάχους Αλαουίτες στην επαρχία Λατάκια και απήγαγαν πάνω από 200 γυναίκες και παιδιά.

Ταυτόχρονα, οι Αλαουίτες συμμετείχαν ενεργά στις καταχρήσεις. Ο στρατός και οι φιλοκυβερνητικές πολιτοφυλακές, πολλές από τις οποίες ήταν κυρίως αλαουιτικές, διέπραξαν σφαγές Σουνιτών. Στη Χούλα, για παράδειγμα, ο ΟΗΕ διαπίστωσε ότι το καθεστώς ήταν πιθανότατα υπεύθυνο για την πλειονότητα των θανάτων. Άλλες περιπτώσεις περιλάμβαναν επιθέσεις με χημικά όπλα, πολιορκίες, λιμοκτονία και βασανιστήρια. Καθώς ο πόλεμος προχωρούσε, εκατομμύρια Σουνίτες εγκατέλειψαν τη χώρα και άλλοι εκατοντάδες χιλιάδες σκοτώθηκαν. Το καθεστώς χρησιμοποίησε βάναυσα μέσα για να διατηρήσει την εξουσία, ενισχύοντας την πεποίθηση των Σουνιτών ότι οι Αλαουίτες κυβερνούν με σιδηρά πυγμή και ότι μόνη λύση είναι η πλήρης απομάκρυνσή τους από την εξουσία.

Κατάρρευση του καθεστώτος και η γενοκτονία των Αλαουιτών, 2024–2025

Τον Ιούνιο του 2024, έπειτα από δεκατρία χρόνια εμφυλίου πολέμου, οι αντάρτες κατέλαβαν τη Δαμασκό και ανέτρεψαν το καθεστώς Άσαντ. Αν και οι Αλαουίτες αποτελούσαν περίπου το 11% του πληθυσμού (περίπου 2 εκατομμύρια άνθρωποι), η βαθιά σύνδεσή τους με το καθεστώς τούς κατέστησε στόχο εκδίκησης. Οι αντάρτες, ιδιαίτερα οι ισλαμιστικές και τζιχαντιστικές φράξιες, αντιμετώπισαν την πτώση του καθεστώτος ως ευκαιρία για κάθαρση.

Μέσα στους πρώτους μήνες μετά την πτώση του καθεστώτος, ξεκίνησαν εκτεταμένες διώξεις κατά των Αλαουιτών. Χιλιάδες συνελήφθησαν, βασανίστηκαν ή εκτελέστηκαν χωρίς δίκες. Χωριά και γειτονιές αλαουιτικές πυρπολήθηκαν ή λεηλατήθηκαν. Αναφορές από διεθνείς οργανώσεις έκαναν λόγο για μαζικούς τάφους, απαγωγές και εξαναγκαστικές εξαφανίσεις. Πολλοί Αλαουίτες προσπάθησαν να διαφύγουν στα βουνά ή να περάσουν στα παράλια, αλλά βρέθηκαν περικυκλωμένοι και εγκλωβισμένοι.

Η διεθνής κοινότητα αρχικά αντέδρασε διστακτικά, είτε από εξάντληση έπειτα από χρόνια κρίσης είτε λόγω προκαταλήψεων απέναντι στην αλαουιτική κυριαρχία του Άσαντ. Ο ΟΗΕ καθυστέρησε να χαρακτηρίσει τα γεγονότα ως γενοκτονία, ενώ οι προσπάθειες για αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων αντιμετώπισαν πολιτικά εμπόδια.

Μέχρι τις αρχές του 2025, υπολογίζεται ότι πάνω από 500.000 Αλαουίτες είχαν σκοτωθεί, ένας στους τέσσερις από τον πληθυσμό τους. Πολλοί άλλοι εκτοπίστηκαν, με όσους επέζησαν να καταλήγουν σε πρόχειρους καταυλισμούς ή στην εξορία, κυρίως στο Ιράν και στο Λίβανο. Η γενοκτονία των Αλαουιτών έγινε η φρικτή κατάληξη μιας μακροχρόνιας σεκταριστικής σύγκρουσης, και η Συρία εισήλθε σε μια νέα εποχή, χωρίς τους πρώην κυρίαρχούς της, αλλά και με ανεξίτηλα τραύματα στο σώμα και την ψυχή της χώρας.

ΠΗΓΗ

Συνέχεια ανάγνωσης

Αναλύσεις

Περισσότεροι από 1 Εκατομμύριο Νεκροί σε Τέσσερα Χρόνια – Η Βίαιη Έκρηξη του Πολέμου στον 21ο Αιώνα

Μόνο πέρυσι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data (ACLED), καταγράφηκαν συγκρούσεις σε τουλάχιστον 50 διαφορετικές χώρες, από τον εμφύλιο πόλεμο στη Μιανμάρ έως την ακραία βία μεταξύ των καρτέλ ναρκωτικών στο Μεξικό.

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Βίαιες συγκρούσεις, εμφύλιες διαμάχες, εκτοπισμένοι, λιμός, άνθρωποι στα όριά τους. Ο πόλεμος είναι τόσο διαδεδομένος γύρω μας, σε επίπεδα που δεν είχαμε γνωρίσει για δεκαετίες ολόκληρες.

Μόνο πέρυσι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data (ACLED), καταγράφηκαν συγκρούσεις σε τουλάχιστον 50 διαφορετικές χώρες, από τον εμφύλιο πόλεμο στη Μιανμάρ έως την ακραία βία μεταξύ των καρτέλ ναρκωτικών στο Μεξικό.

Όπως δείχνουν τα δεδομένα, οι συγκρούσεις δεν απλώνονται απλά στον χάρτη. Παράλληλα, γίνονται πιο αιματηρές και περίπλοκες. Ενδεικτικά, την περίοδο μεταξύ 2010 και 2019, ο αριθμός θανάτων που προκλήθηκε από ένοπλες συγκρούσεις παγκοσμίως ήταν πάνω από 953.000. Σε πολύ μικρότερο διάστημα, την περίοδο μεταξύ 2020 και 2024, ο αντίστοιχος αριθμός ξεπέρασε το 1 εκατομμύριο.

Η αύξηση αυτή στις απώλειες αποδίδεται κυρίως σε τρεις μεγάλες συγκρούσεις: τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε το στρατιωτικό πραξικόπημα στη Μιανμάρ το 2021, την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 και τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς που ξεκίνησε το 2023 στη Λωρίδα της Γάζας. Αυτές οι συγκρούσεις ήταν υπεύθυνες για πάνω από τους μισούς θανάτους που καταγράφηκαν το 2024.

Ενώ όμως ο αριθμός των νεκρών είναι ένα σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση της σοβαρότητας μιας σύγκρουσης, δεν αποκαλύπτει ολόκληρο το εύρος της τραγωδίας. Αυτά τα κομμάτια του παζλ το συμπληρώνουν στοιχεία για τον αριθμό των εμπλεκόμενων πλευρών στις συγκρούσεις ή τον τρόπο που επηρεάζονται οι άμαχοι.

Στη Μιανμάρ, για παράδειγμα, υπάρχουν εκατοντάδες ένοπλες ομάδες που συμμετείχαν σε δεκάδες διαφορετικές μάχες στη χώρα. Αντίστοιχα, οι ισραηλινές επιχειρήσεις στη Γάζα έχουν τεράστιο αντίκτυπο στους αμάχους, τόσο όσον αφορά τον αριθμό των νεκρών αμάχων όσο και τον αριθμό των πολιτών των οποίων επηρεάζεται η καθημερινότητα και η ποιότητα ζωής.

Η εποχή των «παγκόσμιων πολέμων»

Οι ειδικοί του ACLED προβλέπουν ότι η μεταδοτικότητα αυτή της βίας πιθανότατα θα συνεχιστεί καθ’ όλη τη διάρκεια του 2025 αλλά και την περίοδο που θα ακολουθήσει.

Πλέον με αυτή την έξαρση βίας εισερχόμαστε σε μια περίοδο που η αναλύτρια Μίνα Άλαντερ χαρακτηρίζει η εποχή των «παγκόσμιων πολέμων», κατά την οποία λαμβάνουν χώρα πολλές συγκρούσεις σε διαφορετικά μέρη του κόσμου.

Η ίδια εκτιμάει ότι πιθανότατα δεν θα ανοίξουν το εύρος τους και τελικά θα περιοριστούν σε περιφερειακό επίπεδο, ωστόσο, προειδοποιεί ότι η ύπαρξη πολλαπλών ταυτόχρονων ενεργών συγκρούσεων μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα κάθετης κλιμάκωσης ή την ανάμειξη σε μια μεγαλύτερη σύγκρουση.

Οι ΗΠΑ σε ρόλο πυροσβέστη

Η αναλύτρια υποστηρίζει ότι ο τρόπος που η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν αντιμετώπισε τη ρωσική επιθετικότητα, εστιάζοντας στο να μην κάνει τίποτα που θα μπορούσε να διακινδυνεύσει την κλιμάκωση σε έναν πυρηνικό πόλεμο, τελικά παράβλεψε, υποτίμησε ή και αποδέχθηκε ως το μικρότερο κακό την οριζόντια κλιμάκωση που βλέπουμε σήμερα στις άλλες συγκρούσεις που «φουντώνουν» στον πλανήτη.

Με αυτόν τον τρόπο, οι ΗΠΑ υπό τον Μπάιντεν επέδειξαν την έλλειψη αποφασιστικότητας που επέτρεψε στη Ρωσία να συνεχίσει τον πόλεμό της στην Ουκρανία και ενθάρρυναν άλλες δυνάμεις να δοκιμάσουν την τύχη τους χωρίς τον φόβο των συνεπειών, αναφέρει.

Αυτό όμως που ξεκίνησε η διοίκηση Μπάιντεν, το αποτελείωσε η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα πάντα με την Άλαντερ. Όπως σημειώνει, η υστέρηση της κυβέρνησης Τραμπ σε διπλωματικό επίπεδο εκλαμβάνεται από πολλές αναθεωρητικές δυνάμεις ότι έχουν το ελεύθερο να δρουν ανενόχλητες ενώ γύρω τους καταρρέει η παγκόσμια τάξη όπως είχε διαμορφωθεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

«Ο Τραμπ και οι άνθρωποι του MAGA μπορεί να μην ενδιαφέρονται αρκετά ή να μην γνωρίζουν καλά την εξωτερική πολιτική, αλλά οποιαδήποτε προσπάθεια να την αγνοήσουν και να αποσυρθούν από τον παγκόσμιο ρόλο τους θα οδηγήσει σε μια μόνιμη ανάγκη να παίζουν τον ρόλο του πυροσβέστη», λέει χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι η κατάσβεση «πυρκαγιών» είναι πάντα πιο δύσκολη από την πρόληψη.

Αν οι ΗΠΑ κληθούν να παίξουν τον ρόλο του πυροσβέστη είναι γιατί υπό τον Τραμπ γυρίζουν την πλάτη στην διεθνή τάξη που βασίζεται σε κανόνες, εξηγεί, κάνοντας λόγο για μια νέα τάξη πραγμάτων που χαρακτηρίζεται από μεγάλες δυνάμεις και αναγνωρισμένες σφαίρες επιρροής.

Το πυρηνικό παράδοξο

Τι γίνεται όμως όταν ανάβουν τα αίματα μεταξύ δύο πυρηνικών δυνάμεων, όπως προσφάτως είδαμε να συμβαίνει μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν; Η σύντομη αναμέτρηση των δύο γειτονικών χωρών «φλέρταρε» με τον πυρηνικό όλεθρο αλλά τελικά φαίνεται να επιβεβαιώνει το «παράδοξο σταθερότητας-αστάθειας». Και ελπίζουμε να συνεχίσει να επιβεβαιώνεται.

Η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι ενώ η απειλή της αμοιβαίας καταστροφής μειώνει την πιθανότητα σύγκρουσης μεταξύ των πυρηνικών δυνάμεων, την ίδια ώρα αυξάνει την πιθανότητα να εμπλακούν σε περιφερειακούς συμβατικούς πολέμους ή σε μάχες μέσω αντιπροσώπων.

Ως αποτέλεσμα, η ίδια η συνθήκη που αποτρέπει έναν μεγάλης κλίμακας πυρηνικό πόλεμο (ο αμοιβαίος φόβος για πυρηνική καταστροφή) μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των χαμηλότερης έντασης συγκρούσεων.

Συγκρούσεις δίχως τέλος

Την ώρα που αυξάνονται τα «θερμά» μέτωπα στον πλανήτη, γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές ότι οι συγκρούσεις τραβάνε πολύ σε διάρκεια καθώς τα εμπόλεμα μέρη δυσκολεύονται να βάλουν οριστικό τέλος. Είναι οι λεγόμενοι ατελείωτοι-αιώνιοι πόλεμοι (Forever Wars), σύμφωνα με τον καθηγητή Λόρενς Φρίντμαν.

Ο πόλεμος της Ουκρανίας, για παράδειγμα, κρατάει ήδη 3,5 χρόνια και πιθανώς η μόνη κατάκτηση των διπλωματικών προσπαθειών των Ηνωμένων Πολιτειών για τον τερματισμό των συγκρούσεων είναι η διαπίστωση ότι θα διαρκέσει αρκετά. Αλλά και να συμφωνηθεί κατάπαυση του πυρός, αυτό που μένει είναι πάνω από τρία χρόνια ενός πολέμου φθοράς με πολλές απώλειες.

Αντίστοιχα, όταν το Ισραήλ ξεκίνησε την εισβολή του στη Λωρίδα της Γάζας ως απάντηση για την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ζητούσε μια «γρήγορη, αποφασιστική και συντριπτική» επιχείρηση από το Ισραήλ.

REUTERS/Amir Cohen

Αντ’ αυτού, η ισραηλινή επιχείρηση συνεχίστηκε για 15 μήνες και άνοιξε νέα μέτωπα στον Λίβανο, τη Συρία και την Υεμένη προτού επιτευχθεί εκεχειρία τον Ιανουάριο του 2025. Και αυτό βέβαια δεν κράτησε πολύ. Μέχρι τα μέσα Μαρτίου, ο πόλεμος είχε αναζωπυρωθεί και οδήγησε στις οδυνηρές καταστάσεις που βλέπουμε σήμερα να εκτυλίσσονται στον παλαιστινιακό θύλακα.

Η ιδέα ότι οι αιφνιδιαστικές επιθέσεις μπορούν να φέρουν αποφασιστικές νίκες άρχισε να ενσωματώνεται στη στρατιωτική σκέψη τον δέκατο ένατο αιώνα. Η ελκυστικότητά τους δε είναι αναμφισβήτητη αν αναλογιστεί κανείς τα πλεονεκτήματα που προσφέρουν: άμεση επιτυχία με ανεκτό κόστος.

Ωστόσο, οι δυνάμεις που τις αναλαμβάνουν έχουν δείξει επανειλημμένως στην διάρκεια του χρόνου πόσο δύσκολο είναι να ολοκληρωθεί ένας πόλεμος νωρίς και επιφέροντας το ικανοποιητικό αποτέλεσμα, σημειώνει ο Φρίντμαν.

Οι αστραπιαίοι πόλεμοι συχνά καταλήγουν ατελείωτοι γιατί οι δυνάμεις που τους ξεκινούν καθοδηγούνται από μία πλάνη, ότι όλα θα τελειώσουν σύντομα. Έτσι δεν προετοιμάζονται ούτε όσον αφορά τον αμυντικό σχεδιασμό ούτε όσον αφορά την αναδιάρθρωση της οικονομίας και την προετοιμασία της κοινωνίας για το αντίθετο αποτέλεσμα. Και συχνά οι συνθήκες τις αναγκάζει να προσαρμοστούν στην πράξη, να βρουν μια νέα ευθυγράμμιση μεταξύ των διαθέσιμων μέσων και των σκοπών, να συμβιβαστούν.

REUTERS/Stringer

Κάτι τέτοιο βλέπουμε να γίνεται αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022, ο Βλαντίμιρ Πούτιν που ήθελε μια αστραπιαία νίκη συνειδητοποίησε ότι η Ρωσία διακινδύνευε να ταπεινωθεί μην πετυχαίνοντας τους στόχους της, εκτός αν μπορούσε να ρίξει περισσότερους στρατιώτες στο μέτωπο και να θέσει την οικονομία της χώρας σε πολεμική βάση.  Παράλληλα, άλλαξε το αφήγημά του και η «ειδική στρατιωτική του επιχείρηση» μετατράπηκε σε ένα υπαρξιακό αγώνα ενάντια στη Δύση που δίνει άπλα χρόνου στις συγκρούσεις.

Για τον Φρίντμαν όμως η λύση δεν μπορεί να είναι η προετοιμασία για πολέμους με αόριστη χρονική διάρκεια, αλλά η ανάπτυξη εκδοχών νίκης που είναι ρεαλιστικές ως προς τους πολιτικούς στόχους και ευέλικτες στον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να επιτευχθούν.

Υβριδικός πόλεμος

Αν μας έχει δείξει ένα πράγμα ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι πώς και πόσο έχει αλλάξει η ίδια η φύση του πολέμου. Ο ηλεκτρονικός πόλεμος και οι παρεμβολές, οι δολιοφθορές, ο ψυχολογικός πόλεμος, η παραπληροφόρηση και η μάχη για την επικράτηση στον χώρο των πληροφοριών, η χρήση της τεχνολογίας και η ενσωμάτωση των drones σε κάθε πτυχή των συγκρούσεων, είναι μερικά μόνο παραδείγματα από αυτό που ονομάζουμε υβριδικό πόλεμο.

Οι μάχες δίνονται πλέον (και) μακριά από τα πεδία των μαχών, με την χρήση μη συμβατικών μέσων και μεθόδων. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αυτού του είδους είναι η πρόσφατη ουκρανική επιχείρηση «Ιστός της Αράχνης», κατά την οποία καταστράφηκαν ή υπέστησαν σοβαρές ζημιές πολλά ρωσικά βομβαρδιστικά.

Πλήττοντας βάσεις που βρίσκονται βαθιά μέσα στο ρωσικό έδαφος, η Ουκρανία έστησε πρώτα από όλα μια ψυχολογική ενέδρα που στόχο έχει να προκαλέσει παράνοιας και τριβές στο εσωτερικό της Ρωσίας, σύμφωνα με τον καθηγητή Ρομάν Σερεμέτα.

«Η Ουκρανία δεν έπληξε απλώς αεροσκάφη, αλλά μετέτρεψε την αβεβαιότητα σε όπλο. Μετέτρεψε την τεράστια επικράτεια της Ρωσίας σε πεδίο αμφιβολίας», σχολιάζει ο καθηγητής προσθέτοντας πως η ουκρανική επιχείρηση είναι ο ασύμμετρος πόλεμος στην καλύτερη εκδοχή του.  «Δεν χρειάζεται να αναμετρηθείς με τον εχθρό σου. Απλά πρέπει να τον κάνεις να φοβάται τη σκιά του. Έτσι κερδίζεις χωρίς καν να ρίξεις την επόμενη βολή», υποστηρίζει.

Μία άλλη χαρακτηριστική περίπτωση του πώς επαναπροσδιορίζεται ο τρόπος διεξαγωγής των σύγχρονων πολέμων είναι οι επιθέσεις που εξαπέλυσε το Ισραήλ στη Χεζμπολάχ, όπως παρατηρεί ο αναλυτής και πρόεδρος του Eurasia Group, Ιαν Μπρέμερ.

REUTERS/Adnan Abidi

Η σιιτική πολιτοφυλακή του Λιβάνου, που υποστηρίζεται από το Ιράν, διέθετε ένα τρομερό οπλοστάσιο και τον ισχυρότερο μη κρατικό στρατό στον κόσμο. Επομένως το Ισραήλ, που είχε ήδη μία στρατιωτική επιχείρηση σε εξέλιξη στη Γάζα, δεν επιθυμούσε απευθείας αντιπαράθεση. Μέσα σε διάστημα λίγων μηνών όμως κατάφερε να καταστρέψει τις στρατιωτικές υποδομές και την επικοινωνία των μελών της και τελικά να την «αποκεφαλίσει» σκοτώνοντας τον αρχηγό της.

Η αρχή του τέλους γράφτηκε με την πυροδότηση εξ αποστάσεως χιλιάδων βομβητών και ασύρματων. Από τις εκρήξεις σκοτώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν χιλιάδες μέλη της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και αρκετοί ανώτεροι αξιωματούχοι. Ακολούθησε μια σειρά ανηλεών αεροπορικών επιδρομών, που κατέστρεψαν μεγάλα τμήματα του οπλοστασίου πυραύλων και ρουκετών της Χεζμπολάχ. Και έπειτα ήρθε η κινηματογραφική εξόντωση του ηγέτη της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα στο καταφύγιό του μαζί με πολλούς από τους ανώτερους συνεργάτες του.

Συνέχεια ανάγνωσης

Αναλύσεις

Πρώην αρχηγός Μοσάντ για παραλογισμό Ισραήλ: «Δεν έπρεπε να ισοπεδώσουμε τη Γάζα – Άλλο πόλεμος, άλλο εκδίκηση»

Ο Ταμίρ Πάρντο διοίκησε την ισραηλινή υπηρεσία πληροφοριών Μοσάντ από το 2011 έως το 2016, αλλά αφιέρωσε όλη του τη ζωή στον αγώνα ενάντια σε ό,τι θεωρεί τρομοκρατία. Είναι ένας από τους πρώην πράκτορες στο Ισραήλ που θεωρούν παραλογισμό όσα συμβαίνουν στους Παλαιστίνιους.

Δημοσιεύτηκε

στις

από τον

Ήταν επικεφαλής της Μοσάντ όταν ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις παγίδευσης των ασυρμάτων της Χεζμπολάχ και όταν φέρεται να οργανώθηκαν δολοφονίες Ιρανών επιστημόνων που εμπλέκονταν στο πυρηνικό πρόγραμμα. Ο 72χρονος, όμως, σήμερα Ταμίρ Πάρντο δεν κρύβει την απέχθειά του για την πορεία της χώρας του: Εκδικείται δίχως να λύνει προβλήματα.

Επιμέλεια: Βαγγέλης Γεωργίου, In.gr

Πάνω από 600 ημέρες μετά την 7η Οκτωβρίου του 2023, το Ισραήλ διατηρεί 5 μεραρχίες μέσα στη Γάζα, έχει ισοπεδώσει την περιοχή -σε μια καταστροφή που συγκρίνεται από κάποιους με την ισοπέδωση του Γκέτο της Βαρσοβίας από τους Ναζί το 1942- και έχει οδηγήσει στον μαζικό θάνατο χιλιάδες.

Αυτή λοιπόν, η εικόνα κάνει τον Ταμίρ Πάρντο να ντρέπεται για την κυβέρνησή του. Μιλώντας στο αμερικανικό περιοδικό The Atlantic, ο Πάρντο θεωρεί το Ισραήλ υπεύθυνο για την κατάσταση σήμερα στη Λωρίδα της Γάζας.

Για τον ίδιο ο πόλεμος συνέβη επειδή απέτυχαν οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις και θα έπρεπε να ήταν προτεραιότητα η επιστροφή των ομήρων πάνω από όλα.

«Τώρα λοιπόν, πρώτα φέρνεις πίσω τους ανθρώπους και μετά τιμωρείς όσους το έκαναν. Και όταν λέω «τιμωρείς», δεν εννοώ εκδίκηση. Είναι άλλο πράγμα» λέει χαρακτηριστικά για να επισημαίνει τη διαφορά.

Ο Πάρντο δεν πιστεύει στην εκδίκηση. «Πρέπει να υπάρξει τιμωρία, να βρεις αυτούς που έκαναν ό,τι έκαναν στις 7 Οκτωβρίου και να τους σκοτώσεις. Τελεία». Ωστόσο, προσέθεσε ότι «Δεν χρειάζεται να καταστρέψεις τη Γάζα, γιατί δεν έχει νόημα».

«Μα δημιουργήσαμε προβλήματα αντί να λύσουμε»

Έτσι, ο Πάρντο πιστεύει ότι το Ισραήλ τους τελευταίους 20 μήνες, δημιούργησε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα έλυσε. «Ναι, σκοτώσαμε το 70% ή 90% αυτών που θεωρούμε τρομοκράτες στη Γάζα, αλλά σκοτώσαμε πολλούς περισσότερους αμάχους» παραδέχεται εκφράζοντας προβληματισμό για το μέλλον.

«Και την επόμενη μέρα, όταν αρχίσει η «επόμενη μέρα», θα έχουμε ένα τεράστιο πρόβλημα μέσα στη Γάζα. Μιλάμε για 2,1 εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς στέγη, χωρίς δουλειά, χωρίς νερό, χωρίς ρεύμα, χωρίς σύστημα υγείας» λέει.

«Θα πρέπει εμείς να λύσουμε αυτό το πρόβλημα. Κανείς άλλος δεν θα το λύσει. Εμείς θα είμαστε εκεί. Εμείς δημιουργήσαμε το πρόβλημα» σημειώνει προβληματισμένος ο πρώην πράκτορας.

Βλέποντάς το όμως και από την πλευρά του Ισραήλ, ο Πάρντο είναι ξεκάθαρος. «Ο πόλεμος είναι περιττός. Δεν επιτυγχάνει τίποτα. Τίποτα. Δεν μιλάω για όσους ζουν ή πεθαίνουν στη Γάζα. Μιλάω για το Ισραήλ. Από την οπτική του Ισραήλ, είναι χάσιμο χρόνου. Χάσιμο ζωών. Χάσιμο χρημάτων. Χαράμισμα μέλλοντος».

«Δεν μπορείς να τα λύσεις όλα με πόλεμο – σκέφτομαι τα παιδιά μου»

Ο Πάρντο λέει πως ευθύνη της Μοσάντ είναι να αποτρέψει τους εχθρούς μας από το να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα — όποιοι κι αν είναι, όπου κι αν βρίσκονται. Ωστόσο, προσθέτει ότι ο Νετανιάχου έχει ξεχάσει ότι πόλεμος δεν είναι αυτοσκοπός «Τελικά, όταν σκέφτομαι τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, θέλω να ζουν σε μια ασφαλή χώρα — αλλά και σε μια ειρηνική χώρα».

 

«Για να πετύχεις την ειρήνη, μερικές φορές πρέπει να χρησιμοποιήσεις το σπαθί σου. Αλλά δεν μπορείς να λύσεις το πρόβλημα μόνο με το σπαθί. Αυτό που συμβαίνει εδώ στο Ισραήλ είναι παραλογισμός».

Δεδομένου ότι ο πόλεμος απαιτεί έναν στόχο,  ο Πάρντο δεν πιστεύει ότι ο στόχος της κυβέρνησης -δηλαδή η καταστροφή της Χαμάς- είναι ρεαλιστικός. «Σίγουρα όχι αν θέλεις επίσης να φέρεις πίσω τους ομήρους».

«Πόλεμος και διάσωση ομήρων μαζί δεν γίνεται»

Ο πρώην διευθυντής της Μοσάντ υπογραμμίζει ότι φταίει το Ισραήλ που δεν επιστράφηκαν οι όμηροι.

«Στις 8 Οκτωβρίου, μόλις 24 ώρες μετά την επίθεση, είπα στους παλιούς συναδέλφους μου στη Μοσάντ: «Φέρτε τους ομήρους πίσω τώρα. Μην ξεκινήσετε πόλεμο. Διαπραγματευτείτε και φέρτε πίσω τους 251 ομήρους. Μετά λύστε το πρόβλημα».

Αυτή ήταν η μεγαλύτερη αποτυχία του κράτους του Ισραήλ. Εκείνοι οι όμηροι θα έπρεπε να είχαν απελευθερωθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες.

Εξηγώντας γιατί δεν έπρεπε να είναι προτεραιότητα του Ισραήλ να πολεμήσει τη Χαμάς είπε «επειδή αυτοί οι άνθρωποι -παιδιά, γυναίκες, άμαχοι αλλά και στρατιώτες- απήχθησαν εξαιτίας της αποτυχίας του κράτους. Οι ένοπλες δυνάμεις σε κάθε χώρα είναι υπεύθυνες για την ασφάλεια των πολιτών της».

Ο Ταμίρ Πάρντο σημειώνει ότι δεν μπορείς να νικήσεις τη Χαμάς και να φέρεις πίσω τους ομήρους με την ίδια προτεραιότητα. «Πρέπει να επιλέξεις. Και η κυβέρνησή μας προτίμησε να σκοτώνει, αντί να τους φέρει πίσω».

Συνέχεια ανάγνωσης

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Αναλύσεις55 δευτερόλεπτα πριν

Το οθωμανικό φάντασμα

Σε ένα διαχρονικό Σύνδρομο της Στοκχόλμης το πολιτικό μας σύστημα εθελοδούλως καθυποτάσσεται στις ξένες αυλές αοράτως χειραγωγούμενο από έναν φαντασμιακό...

Διεθνή22 λεπτά πριν

Τι σημαίνει για τον αθλητισμό η ταξιδιωτική απαγόρευση που επέβαλε ο Τραμπ;

Η πολιτική Τραμπ επέβαλε πλήρεις περιορισμούς στους πολίτες 12 χωρών που εισέρχονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και μερικούς περιορισμούς σε...

Διεθνή53 λεπτά πριν

Ο Μακρόν Επισκέπτεται τη Γροιλανδία για Συνομιλίες σε Βόρειο Ατλαντικό και Κρίσιμα Μέταλλα

Η επίσκεψη του Μακρόν γίνεται ύστερα από επίσημη πρόσκληση του πρωθυπουργού της Γροιλανδίας, Γενς-Φρέντερικ Νίλσεν, και της πρωθυπουργού της Δανίας,...

Διεθνή1 ώρα πριν

Στο Παρίσι των Αντιπολεμικών Καλλιτεχνών η Πιθανή Κόρη του Πούτιν

Η νεαρή γυναίκα μοιάζει εντυπωσιακά με τον Πούτιν, με τον οποίο η 50χρονη μητέρα της, Σβετλάνα Κριβονόγκικ, λέγεται ότι είχε σχέση...

Διεθνή2 ώρες πριν

Προειδοποίηση Τραμπ σε Μασκ: «Σοβαρές συνέπειες» αν χρηματοδοτήσεις τους Δημοκρατικούς

Προειδοποίηση στον Έλον Μασκ πως θα υπάρξουν «σοβαρές συνέπειες» αν ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου χρηματοδοτήσει υποψηφίους των Δημοκρατικών απηύθυνε...

Δημοφιλή