Ανθρώπινα Δικαιώματα
Ο μεγιστάνας των ΜΜΕ της Τουρκίας απέκτησε τα πλούτη του με τη δολοφονία Έλληνα πολυεκατομμυριούχου και τη λεηλασία της περιουσίας του
Ο Yıldırım Demirören, γιος του τεθνεώτος επιχειρηματία Erdoğan Demirören και στενός συνεργάτης του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έκτισε τον πλούτο του πάνω στα παρανόμως κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία ενός επιχειρηματία από την ελληνική μειονότητα που δολοφονήθηκε άγρια στην Τουρκία.
Τα απόρρητα έγγραφα που ενέπλεξαν την οικογένεια του Demirören στη δολοφονία και την κλοπή των περιουσιακών στοιχείων συμπεριελήφθησαν στη δικογραφία για πρώτη φορά το 2018 χάρη στις ενέργειες του δημοσιογράφου Mehmet Baransu, ο οποίος κατέθεσε πώς κατάφερε να έρθουν στην κατοχή του απόρρητα έγγραφα μυστικών υπηρεσιών και επίσημες κυβερνητικές ανακοινώσεις.
Στα δικαστικά έγγραφα που εξασφάλισε ο ειδησεογραφικός ιστότοπος Nordic Monitor αναφέρονται οι φρικτές λεπτομέρειες της δολοφονίας και της κλοπής που διαδραματίζονται σε ένα ανατριχιαστικό περιβάλλον που συνέχισε να υφίσταται για ακόμη μια δεκαετία μετά τα Σεπτεμβριανά στις 6-7 Σεπτεμβρίου 1955, πογκρόμ κατά του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, το οποίο ενορχηστρώθηκε μυστικά από τις τουρκικές αρχές.
Ο Baransu, ένας εξέχων δημοσιογράφος ερευνητής ο οποίος έχει κάνει δεκάδες πρωτοσέλιδα στην καριέρα του, από τον Μάρτιο του 2015 βρίσκεται άδικα στην φυλακή από τον Ερντογάν εξαιτίας της κυβερνητικής εκστρατείας για τη φίμωση των επικριτικών φωνών στον τουρκικό Τύπο και τον εκφοβισμό των δημοσιογράφων ερευνητών.
Ωστόσο, ακόμη και πίσω από τα κάγκελα, ο Baransu, όταν εμφανίστηκε στο δικαστήριο για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια στις γελοίες κατηγορίες που κατέθεσε η κυβέρνηση για να τον κρατήσει στη φυλακή για πάντα, κατάφερε η δολοφονία και τα στοιχεία που την επιβεβαιώνουν να περάσουν στα επίσημα αρχεία. Μέσω της υπερασπιστικής του γραμμής εξήγησε πώς η οικογένεια Demirören πλούτισε εις βάρος Έλληνα επιχειρηματία και πώς η υπόθεση αποσιωπήθηκε από τις αρχές. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που οι κατηγορίες εναντίον του Demirören καταγράφηκαν στα πρακτικά δίκης δικαστηρίου που δικάζει σοβαρά αδικήματα στην Τουρκία.
Καταθέτοντας στο 23ο Ανώτατο Ποινικό Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης τον Οκτώβριο του 2018, ο Baransu παρείχε λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο απέκτησε έγγραφα από ένα μέλος της οικογένειας Demirören, ονόματι Ferruh Karakaş, ανιψιό του Demirören του πρεσβυτέρου και εξάδελφο του Demirören του νεότερου, το οποίο του έδωσε έγγραφα και επιστολές που αποκάλυπταν πώς έγινε ο φόνος και η κλοπή. Έλαβε, επίσης, μυστικά έγγραφα και από άλλες πηγές, συμπεριλαμβανομένου του πρώην δικηγόρου αρχιμαφιόζου, από τον οποίο είχε ζητήσει ο Demirören να σκοτώσει επιζών μέλος από την εν λόγω ελληνική οικογένεια.
Ο Karakaş έδωσε τα έγγραφα στον Baransu εν μέσω μιας μακροχρόνιας οικογενειακής διαμάχης για τη διανομή των περιουσιακών στοιχείων που είχε ξεσπάσει στην οικογένεια Demirören. Τα δυσαρεστημένα μέλη της οικογένειας που εξαπατήθηκαν από τον Erdoğan Demirören και τον γιο του σχετικά με την περιουσία που άφησε ο παππούς τους, απείλησαν να βγουν στη δημοσιότητα σκεπτόμενα ότι η έκθεση τους στα ΜΜΕ θα μπορούσε να τους δώσει μοχλό διαπραγμάτευσης με τον Erdoğan Demirören.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Baransu στο δικαστήριο, ο Karakaş πλησίασε άλλους δημοσιογράφους για να παρουσιάσουν την ιστορία, αλλά κανένας δεν τόλμησε να γράψει τις αποκαλύψεις από φόβο για τις συνέπειες που θα αντιμετώπιζαν από τον ισχυρό επιχειρηματία Demirören και τους συνεργάτες του στην τουρκική κυβέρνηση. Δεδομένου του γεγονότος ότι η δολοφονία συγκαλύφθηκε με τη συμμετοχή της αστυνομίας, των μυστικών υπηρεσιών, των πολιτικών καθώς και άλλων υψηλόβαθμων αξιωματούχων, κανείς δεν τόλμησε να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας.
Ο Baransu, όμως, ήταν διαφορετικός. Συμφώνησε να γράψει την ιστορία υπό τον όρο ότι οι ισχυρισμοί θα εξετάζονταν και θα επαληθεύονταν κι από άλλες πηγές και μάρτυρες. Έκανε τη δέουσα επιμέλεια και δούλεψε την ιστορία για μήνες, εξετάζοντας εκατοντάδες έγγραφα, διαβάζοντας παλιά άρθρα εφημερίδων και παίρνοντας συνεντεύξεις από δεκάδες νυν και πρώην κυβερνητικούς αξιωματούχους καθώς και από μη κυβερνητικές πηγές που γνώριζαν για τη δολοφονία. Η ιστορία δημοσιεύτηκε τελικά στην ανεξάρτητη καθημερινή Taraf στις 20 Μαΐου 2013, δύο χρόνια πριν η κυβέρνηση Ερντογάν αποφασίσει να κλείσει την εφημερίδα.
Η θεία του Karakaş, Nurhan Aksoy, η οποία πέθανε από καρκίνο στις 15 Μαΐου 2008, στη διαθήκη της έδινε εντολή στα παιδιά της να ξεσκεπάσουν τα άπλυτα του αδελφού της Demirören και παρέδωσε χειρόγραφες επιστολές μαζί με απόρρητα έγγραφα για να υποστηρίξει τις αποκαλύψεις. Μεταξύ αυτών των εγγράφων ήταν μια αναφορά σε μια έκθεση, η οποία είχε συνταχθεί από την MIT το 1982 και η οποία ενέπλεκε τον Demirören ως τον δολοφόνο δύο ατόμων των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάστηκαν αργότερα σε αυτόν.
Αυτή η έκθεση εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και αντίγραφά της σε πολλές κυβερνητικές υπηρεσίες καταστράφηκαν, αν και το περιεχόμενό της αναφερόταν και σε άλλα έγγραφα. Μετά από μια μακρά αναζήτηση, ο Baransu κατάφερε να βρει ένα αντίγραφο, μήνες αργότερα, από μια πηγή που δεν περίμενε ποτέ.
Το θύμα αυτής της τρομερής ιστορίας ήταν ένας Έλληνας ονόματι Γιώργος Παπαδόπουλος (στα επίσημα αρχεία ήταν γνωστός ως Yorgi Papadopulo), ο ιδιοκτήτης του Arşimidis Müessesesi Otomobil Malzemesi Ticaret Türk Anonim Şirketi (Arşimidis), και έμπορος ανταλλακτικών αυτοκινήτων. Η καταγωγή του ήταν από τη μικρή επαρχία Νίγδη (αρχαία Τύανα) της Καππαδοκίας στην καρδιά της Ανατολίας, όπου ο πατέρας του Μηνάς εργαζόταν ως αγρότης. Η οικογένειά του μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη όταν ήταν 10 ετών και σπούδασε εκεί.
Άρχισε να εργάζεται στην εταιρεία Arşimidis (Αρχιμήδης), η οποία πουλούσε ανταλλακτικά αυτοκινήτων και ποδηλάτων, τη δεκαετία του 1930, σύντομα έγινε μέτοχος και τελικά διορίστηκε διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, τουρκικά, ελληνικά και αραβικά. Παντρεύτηκε μια Ελληνίδα που την έλεγαν Αφροδίτη. Το ζευγάρι είχε δύο παιδιά, αλλά κανένα δεν επέζησε.
Το ζευγάρι των πολυεκατομμυριούχων εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από προσώπου γης το 1963, σύμφωνα με έναν γνωστό της οικογενείας που αναζητούσε για δεκαετίες τα ίχνη τους. Τα αρχεία εμπορικού μητρώου της εταιρείας εξετάστηκαν από τον ειδησεογραφικό ιστότοπο Nordic Monitor και δείχνουν ότι ο Γιώργος ζούσε τουλάχιστον μέχρι το 1967 αφού το όνομά του ήταν καταγεγραμμένο σε πρακτικά, συνεδριάσεις και αρχειοθετήσεις της εταιρείας. Αυτά τα έγγραφα που είχαν υποβληθεί στις αρχειοθετήσεις του μητρώου εμπορίου μπορεί κάλλιστα να είχαν παραποιηθεί καθώς ο Baransu ανακάλυψε αργότερα πολλές πλαστογραφήσεις στα έγγραφα της εταιρείας.
Σύμφωνα με μια αρχειοθέτηση που είχε γίνει στις 31 Οκτωβρίου 1967 ο Γιώργος είχε στείλει μια επιστολή από τη Γενεύη στις 20 Μαρτίου 1967 λέγοντας πως είχε παραιτηθεί από διευθύνων σύμβουλος και είχε πουλήσει τις μετοχές του. Ένας Τούρκος ονόματι Necdet Çobanlı, ο οποίος ήταν ο νομικός σύμβουλος του Γιώργου Παπαδόπουλου, τον αντικατέστησε ως ιδιοκτήτης και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. Στις 15 Απριλίου 1977 ο Erdoğan Demirören, αναπληρωτής του Çobanlı, ανέλαβε την εταιρεία σύμφωνα με τα αρχεία και ο Çobanlı παραιτήθηκε. Τον Ιανουάριο του 2013 η εταιρεία διέκοψε τη λειτουργία της και συγχωνεύθηκε με την εταιρεία επενδύσεων ακίνητης περιουσίας Taksim Gayrimenkul Yatırımı ve Danışmanlık A.Ş., η οποία επίσης ανήκει και ελέγχεται από την οικογένεια Demirören.
Αποδείχθηκε ότι η «συμμορία των τεσσάρων» — Çobanlı, Demirören, Adnan Başer Kafaoğlu (οικονομικός σύμβουλος που αργότερα έγινε υψηλόβαθμος γραφειοκράτης και υπηρέτησε ως υπουργός Οικονομικών) και Vural Arıkan (λογιστής που επίσης έγινε αργότερα υπουργός Οικονομικών) — συνωμότησαν για να δολοφονήσουν τον Έλληνα επιχειρηματία και τη σύζυγό του και να αρπάξουν παράνομα τα περιουσιακά τους στοιχεία. Νόμιζαν ότι κανείς δεν θα έκανε τον κόπο να ερευνήσει και να διεκδικήσει την περιουσία τους, καθώς πίστευαν ότι το ζευγάρι δεν είχε συγγενείς.
Σύμφωνα με κυβερνητικά έγγραφα, υποστηρίχθηκε ότι ο Demirören καθώς και ένας άλλος άνδρας ο οποίος αναφέρεται μόνο με το μικρό του όνομα Aliko στραγγάλισαν τον Γιώργο είτε με γραβάτα είτε με κάποιο σάλι στο αυτοκίνητό του. Τα επιζώντα μέλη της οικογένειας του Γιώργου πιστεύουν ότι η σύζυγός του Αφροδίτη δολοφονήθηκε επίσης την ίδια χρονική περίοδο και ότι το σώμα της πυρπολήθηκε με βενζίνη σε μια απομακρυσμένη τοποθεσία στην περιοχή Halkali. Η εταιρεία Arşimidis και όλα τα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας μεταφέρθηκαν στον Çobanlı και τους συνεργάτες του μέσω πλαστών εγγράφων. Νόμιζαν ότι ήταν στο απυρόβλητο και πως θα την έβγαζαν καθαρή με τις δολοφονίες και την παράνομη κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων.
Αυτό που δεν ήξεραν ήταν ότι ο Γιώργος έψαχνε διακριτικά τους συγγενείς του στην Τουρκία, όταν ήταν ζωντανός και είχε συναντήσει την αδερφή που ποτέ δεν ήξερε ότι είχε. Η αδερφή του, ονόματι Παναγιώτα, είχε ασπαστεί το Ισλάμ και είχε αλλάξει το όνομά της σε Zeynep Aslan κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Ήταν παντρεμένη με έναν άντρα που τον έλεγαν Sıtkı Arabulan και ζούσε στην επαρχία της Μερσίνης.
Η Παναγιώτα, λοιπόν, απευθύνθηκε στον Çobanlı έτσι ώστε να μάθει για τον αδελφό της τον Γιώργο. Ο Çobanlı της έστειλε μια επιστολή στις 13 Δεκεμβρίου 1967 γράφοντας πως ο Γιώργος Παπαδόπουλος πέθανε στη Γενεύη και ότι η γυναίκα του επέστρεψε στην Ελλάδα. Ως απόδειξη, έστειλε ένα άρθρο από την εφημερίδα Hürriyet που είχε δημοσιευθεί την ίδια μέρα που έγραψε την επιστολή όπου ισχυριζόταν ότι ο Γιώργος είχε πεθάνει οκτώ ημέρες νωρίτερα στη Γενεύη μετά από χειρουργική επέμβαση και είχε αφήσει πίσω του περιουσιακά στοιχεία αξίας 300 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο επιχειρηματίας κηδεύτηκε στη Γενεύη χωρίς να ενημερωθούν τα μέλη της οικογένειάς του, οι φίλοι ή τα αγαπημένα του πρόσωπα. Η γυναίκα του, Αφροδίτη, μετακόμισε στην Αθήνα μετά από αυτό, σύμφωνα με το δημοσίευμα.
Φυσικά, η ιστορία που δημοσιεύθηκε στην Hürriyet κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου χάριν των ενεργειών του Çobanlı και της επιρροής των συνεργατών του στην εφημερίδα. Ήταν κάτι σαν διαχείριση ζημιών εν μέσω πανικού και μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα πειστικό αφήγημα για να συγκαλύψει τη δολοφονία και την παράνομη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων μετά την εμφάνιση που έκανε ένα μέλος της οικογένειας για να διεκδικήσει την κληρονομιά. Επίσης, η συμμορία δημιούργησε μέσω της αστυνομίας πλαστά έγγραφα, όπως αρχεία εισόδου και εξόδου από τα σύνορα τα οποία έδειχναν ότι το ζευγάρι πέταξε στο εξωτερικό αλλά δεν επέστρεψε ποτέ. Ο Baransu είπε ότι οι επίσημες σφραγίδες στα αρχεία ήταν όλες πλαστές.
Η αδερφή του Γιώργου Παπαδόπουλου και ο σύζυγός της αμφισβήτησαν τις μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων και ξεκίνησαν μια νομική διαμάχη που δεν κατέληξε πουθενά, παρόλο που ένα οικογενειακό δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η Παναγιώτα ήταν όντως αδερφή του Γιώργου και είχε δικαίωμα στην κληρονομιά. Εν τω μεταξύ, ο Çobanlı παρέδωσε την εταιρεία Arşimidis του Γιώργου Παπαδόπουλου στον Demirören και μετακόμισε στις ΗΠΑ, όπου ζούσε από τα κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία του δολοφονημένου Έλληνα πολυεκατομμυριούχου.
Ένα ζευγάρι Τούρκων που είχε αναπτύξει δεσμούς φιλίας με την οικογένεια Παπαδόπουλου, ηγήθηκε με ηρωισμό της εκστρατείας κατά της συμμορίας των δολοφόνων. Το ζευγάρι, ο γιατρός και απόστρατος συνταγματάρχης Hayri Esen και η σύζυγός του Inayet Esen, είχαν δημιουργήσει στενούς δεσμούς με τους Παπαδόπουλους από τότε που η Αφροδίτη είχε γίνει ασθενής του γιατρού. Έμειναν σαστισμένοι όταν το ζεύγος Παπαδοπούλου εξαφανίστηκε ξαφνικά χωρίς κανένα ίχνος και χωρίς καμιά κουβέντα.
Ο γιατρός και απόστρατος συνταγματάρχης Hayri Esen πέθανε το 1970, αλλά η σύζυγός του Inayet, κατόπιν αιτήματος του Arabulan (ο άνδρας της Παναγιώτας και αδερφής του Γιώργου Παπαδόπουλου), τον οποίο γνώριζε από την επαρχία της Μερσίνης, συνέχισε την εκστρατεία για να επιστρέψει τα αδίκως κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία στον νόμιμο ιδιοκτήτη τους και να δει τους δολοφόνους (του ζεύγους Παπαδοπούλου) να τιμωρούνται. Χρησιμοποιώντας το δίκτυο φίλων του εκλιπόντος συζύγου της στον στρατό και την κυβέρνηση, η Inayet άρχισε να κάνει έρευνες έτσι ώστε να μάθει τι είχε συμβεί στην οικογένεια Παπαδοπούλου. Σε μια συνέντευξη που έδωσε στο τουρκικό περιοδικό 2000’e Doğru στις 6 Νοεμβρίου 1988, εξήγησε πώς κατάφερε να μάθει τι είχε συμβεί στην οικογένεια των Ελλήνων και ποιος τους είχε δολοφονήσει.
Ένας πράκτορας της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών, MIT, είπε διακριτικά στην Inayet τις λεπτομέρειες της δολοφονίας και πώς ο Demirören συμμετείχε προσωπικά στον στραγγαλισμό του επιχειρηματία που προκάλεσε το θάνατό του. Ο πράκτορας, ο οποίος ήταν εδώ και πολλά χρόνια φίλος της Inayet, της είπε ότι έγγραφα σχετικά με τη δολοφονία φυλάσσονταν στα αρχεία του κυβερνήτη της Κωνσταντινούπολης. Με αυτές τις πληροφορίες, η Inayet υπέβαλε καταγγελία στην αστυνομία και τους ζήτησε να ανακρίνουν τον Demirören και τους συνεργούς του στο φόνο. Αλλά, ο τότε αρχηγός της αστυνομίας, ο Ahmet Atesli, και επικεφαλής του τμήματος ανθρωποκτονιών, την απείλησε με προφυλάκιση, λέγοντας ότι δεν έπρεπε να δημιουργεί προβλήματα ψαχουλεύοντας μια παλιά υπόθεση η οποία είχε να κάνει απλά με τον θάνατο ενός «άπιστου» πριν από πολύ καιρό.
Στην έρευνά του, ο δημοσιογράφος-ερευνητής Mehmet Baransu ανακάλυψε ότι ο τότε αρχηγός της αστυνομίας της Κωνσταντινούπολης Hayri Kozakçıoğlu βοήθησε τον Demirören για τη δημιουργία πλαστών εγγράφων που δήθεν έδειχναν τα ταξίδια του ζεύγους Παπαδοπούλου στο εξωτερικό και δικαιολογούσαν τις παράνομες μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων. Μεταξύ των πλαστών εγγράφων ήταν ένα διαβατήριο που ανήκε στην Αφροδίτη Παπαδοπούλου με σφραγίδες εξόδου από τα σύνορα καθώς και ένα πληρεξούσιο που υποδήλωνε τη συγκατάθεσή της (και στο οποίο υπήρχε το δακτυλικό αποτύπωμα της). Τα έγγραφα έφεραν επίσημες σφραγίδες και υπογραφές που αργότερα σε μια δικαστική υπόθεση οικογενειακών διαφορών, που έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη, σχετικά με τη διανομή περιουσιακών στοιχείων, αποδείχτηκε ότι ήταν πλαστά. Προφανώς όλα τα έγγραφα δημιουργήθηκαν για να δικαιολογήσουν τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων.
Ο Hayri Kozakçıoğlu έγινε αργότερα κυβερνήτης της Κωνσταντινούπολης και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να ανατρέψει την έρευνα για τις δολοφονίες και την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων. Ως αντάλλαγμα, ο Demirören προσέλαβε τον γιο του Kozakçıoğlu, Ferhan, στη δική του εταιρεία δίνοντάς του έναν αρκετά μεγάλο μισθό. Αν και το γραφείο του Ferhan βρισκόταν στον ίδιο όροφο με αυτό του Demirören, σπάνια εμφανιζόταν στη δουλειά. Παρόλα αυτά, συνέχιζε να λαμβάνει τον παχυλό του μισθό κάθε μήνα.
Μολονότι οι αρχικές έρευνες της Inayet (και φίλης του ζεύγους Παπαδοπούλου) έπεφταν σε τοίχο, αυτό δεν την εμπόδισε να ψάξει περισσότερο. Υπέβαλε πλήθος αιτημάτων στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας καθώς και στον αξιωματικό που ηγείτο της Διοίκησης Στρατιωτικού Νόμου στην Κωνσταντινούπολη μετά από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980. Καμία από τις έρευνές της δεν κατάφερε να κάνει τις αρχές να αποδώσουν κατηγορίες εναντίον του Demirören και των συνεργών του. Ισχυρίστηκε ότι η συμμορία Demirören ασκούσε σημαντική επιρροή στην κυβέρνηση και δωροδόκησε πολλούς για να θαφτεί η υπόθεση. Ωστόσο, οι καταγγελίες της Inayet κατάφεραν να κινήσουν τα γρανάζια της κυβέρνησης με αποτέλεσμα να καταγραφούν και να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί της.
Η αποκάλυψη του δημοσιογράφου-ερευνητή Baransu το 2013 συνοδευόμενη από επίσημα έγγραφα συγκλόνισε την Τουρκία όταν αποκάλυψε ότι οι τουρκικές αρχές γνώριζαν για τις δολοφονίες. Τόσο η αστυνομία όσο και η ΜΙΤ έγραψαν αναφορές για τη δολοφονία του Γιώργου Παπαδόπουλου και της συζύγου του και ενέπλεξαν τον Demirören στη δολοφονία. Σύμφωνα με έγγραφα του Γενικού Επιτελείου, μία έρευνα ξεκίνησε αφού πρώτα η Inayet υπέβαλε καταγγελία στις 21 Οκτωβρίου 1981 στις στρατιωτικές αρχές που διοικούσαν τη χώρα εκείνη την εποχή.
Δύο ημέρες αργότερα το Γενικό Επιτελείο παρέπεμψε την καταγγελία στην Προεδρία Συντονισμού Στρατιωτικού Νόμου (Sıkıyönetim Koordinasyon Başkanlığı) στην Κωνσταντινούπολη, ένα όργανο που διοικούσε την πόλη υπό στρατιωτική εξουσία. Μια δεύτερη, αλλά ανώνυμη, καταγγελία ελήφθη επίσης από το Γενικό Επιτελείο περίπου την ίδια περίοδο, η οποία διαβιβάστηκε και στην Κωνσταντινούπολη.
Η Διοίκηση Στρατιωτικού Νόμου (Sıkıyönetim Komutanlığı) στην Κωνσταντινούπολη έστειλε τις καταγγελίες στην υπηρεσία πληροφοριών MIT για έρευνα. Αφού ολοκλήρωσε τη δική της έρευνα η MIT, έστειλε δύο επιστολές στο Γενικό Επιτελείο, την πρώτη στις 28 Ιανουαρίου 1982 και τη δεύτερη στις 8 Απριλίου 1982, σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας. Οι επιστολές της MIT υπεγράφησαν από τον διοικητή της MIT Burhanettin Bigalı. Το Γενικό Επιτελείο ζήτησε από την Πρώτη Στρατιά (1. Ordu), η οποία ήταν επιφορτισμένη με την επιβολή του στρατιωτικού νόμου στην Κωνσταντινούπολη μετά το πραξικόπημα, να ερευνήσει κι εκείνη τις καταγγελίες. Ο στρατός έστειλε επίσης τα πορίσματά του στο Γενικό Επιτελείο, αρχικά στις 6 Απριλίου 1982 και στη συνέχεια στις 16 Ιουλίου 1982. Καμία από τις ανακοινώσεις που έλαβε το Γενικό Επιτελείο από τα δύο όργανα δεν αντέκρουσε τους ισχυρισμούς στις καταγγελίες. Το Γενικό Επιτελείο συγχώνευσε όλες τις εκθέσεις και τις έστειλε στην Πρωθυπουργία στις 20 Αυγούστου 1982 για περαιτέρω ενέργειες.
Σε αυτό το στάδιο, υποτίθεται ότι η κυβέρνηση θα έφερνε το θέμα στην εισαγγελία όπου θα ακολουθούσε έρευνα η οποία σίγουρα θα είχε οδηγήσει σε απαγγελία κατηγοριών και δίκη. Παρόλα αυτά, η υπόθεση παρέμεινε στο συρτάρι χωρίς περαιτέρω ενέργειες.
Ο φάκελος της υπόθεσης υποβλήθηκε για επανεξέταση στον Τουργκούτ Οζάλ, ο οποίος εξελέγη πρωθυπουργός το 1983 στις πρώτες εκλογές μετά τη μεταβίβαση της εξουσίας από τον στρατό σε πολιτική κυβέρνηση. Σύμφωνα με τον Baransu, ο οποίος έλαβε τις πληροφορίες από μέλη της οικογένειας Demirören, ο φάκελος κλάπηκε από το γραφείο του πρωθυπουργού και πιο συγκεκριμένα από τη σύζυγο του Οζάλ, ονόματι Semra, η οποία ήταν στενή φίλη μιας από τις αδερφές του Erdoğan Demirören. Είχαν συναντηθεί σε μια γυναικεία ομάδα που ονομαζόταν Papatyalar (μαργαρίτες) στην Κωνσταντινούπολη.
Η αδελφή του Demirören του έδωσε το έγγραφο και επισύναψε ένα σημείωμα που έγραφε: «Η Semra Hanım μου έδωσε αυτό το έγγραφο. Απεστάλη στον πρωθυπουργό. Ένας από τους εχθρούς σου το έκανε αυτό. Δεν άφησε τον Οζάλ να το διαβάσει». Καταθέτοντας στο δικαστήριο το 2018, ο Baransu είπε ότι είχε επαληθεύσει τις χειρόγραφες σημειώσεις τόσο της αδερφής του Demirören όσο και της Semra Özal που βρέθηκαν στον κλεμμένο δικαστικό φάκελο.
Οι λεπτομέρειες της δολοφονίας επιβεβαιώθηκαν, επίσης, από τον Mehmet Eymür, έναν συνταξιούχο αξιωματούχο της MIT που υπηρέτησε σε ανώτερες θέσεις στο ειδικό γραφείο της υπηρεσίας και στα τμήματα αντιτρομοκρατίας και επιχειρήσεων για πολλά χρόνια. Μετά την αναφορά του Baransu στην εφημερίδα Taraf, κοινοποίησε όσα γνώριζε για την υπόθεση στον δικό του διαδικτυακό ιστότοπο στις 27 Μαΐου 2013 και αποκάλυψε τα ονόματα των στελεχών της MIT που συμμετείχαν στην αποτροπή της έρευνας και που βοήθησαν τον δολοφόνο να ξεφύγει από τη δικαιοσύνη.
Είπε ότι ο τοπικός διοικητής της MIT στην Κωνσταντινούπολη, Osman Nuri Gündeş, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποσιώπηση των καταγγελιών. Σύμφωνα με μια απόρρητη έκθεση πληροφοριών που διέρρευσε, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nokta στις 4 Σεπτεμβρίου 1988, ο Gündeş και οι συνεργάτες του στην κυβέρνηση συμμετείχαν στην απόσπαση χρημάτων μέσω εκβιασμού πολιτών που ανήκαν σε μη μουσουλμανικές μειονότητες στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν κάτι ανάλογο με την προστασία που πουλούσαν οι μαφιόζικες ομάδες και πολλοί άνθρωποι στη μειονοτική κοινότητα έπρεπε να πληρώσουν επειδή φοβόντουσαν για αντίποινα.
Η έκθεση μιλούσε και για την υπόθεση με την εταιρεία Arşimidis (η εταιρεία του Γιώργου Παπαδόπουλου) και συμπεριελάμβανε μια λεπτομερή αναφορά που συντάχθηκε από το τμήμα λαθρεμπορίου και πληροφοριών της αστυνομίας της Κωνσταντινούπολης (Kaçakçilik İstihbarat Şube Müdürlüğü) στις 23 Νοεμβρίου 1984, η οποία είχε γνωστοποιηθεί και στην MIT.
Η έκθεση έκανε σαφές ότι ο Demirören συμμετείχε στη δολοφονία του Έλληνα επιχειρηματία και πως είχε κατασχέσει παράνομα τα περιουσιακά στοιχεία του θύματος μέσω πλαστών εγγράφων. Η έκθεση ανέφερε επίσης ότι ο Demirören είχε απειλήσει τον Arabulan ότι θα έβαζε τον περιβόητο αρχιμαφιόζο İdris Özbir (γνωστός στην Κωνσταντινούπολη και ως Kürt İdris) να τον σκοτώσει. Ο Arabulan προσπαθούσε να εξασφαλίσει ένα δίκαιο μερίδιο από το κράτος για τη σύζυγό του (αδελφή του Γιώργου Παπαδόπουλου), Μετά την απειλή, ο Arabulan, συνοδευόμενος από την Inayet, επισκέφτηκε τον αρχιμαφιόζο και του είπε για τη συνομιλία που είχε με τον Demirören και για την απειλή δολοφονίας.
Ο Özbir θεώρησε τη δεινή θέση του Arabulan ως ευκαιρία για να κερδίσει χρήματα. Αντί, λοιπόν, ο αρχιμαφιόζος να βοηθήσει τον Arabulan και τη σύζυγό του, ζήτησε χρήματα από τον Demirören για να σιωπήσει και να μην αποκαλύψει τα μυστικά έγγραφα που έλαβε από τον Arabulan. Τελικά, ο Demirören πλήρωσε 300 εκατομμύρια τουρκικές λίρες τον Özbir για να σιωπήσει και να μην ασχοληθεί άλλο με την υπόθεση. Ο Özbir πέθανε στο σπίτι του το 2002.
Στην κατάθεσή του στο δικαστήριο, ο δημοσιογράφος-ερευνητής Baransu είπε ότι μετά τη δημοσίευση της ιστορίας του στην εφημερίδα Taraf τον Μάιο του 2013, ο Erdal Ilikgöz, ο πρώην δικηγόρος του Özbir, επικοινώνησε μαζί του και του παρέδωσε ολόκληρο τον φάκελο της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων απόρρητων εγγράφων (προερχόμενα από τις μυστικές υπηρεσίες) για τη δολοφονία. Τα έγγραφα, που εμπιστεύτηκε στον δικηγόρο ο αρχιμαφιόζος πριν από το θάνατό του, δεν είχαν δημοσιοποιηθεί ποτέ. Ο Baransu έγραψε συμπληρωματική ιστορία για τη δολοφονία με βάση αυτά τα νέα έγγραφα.
Αυτή δεν ήταν η μόνη δολοφονία για την οποία είχε κατηγορηθεί ο Demirören. Το έγγραφο της MIT τον ενέπλεξε και σε δύο άλλες δολοφονίες. Πρόκειται για τη δολοφονία ενός ανωνύμου κατασκευαστή τούβλων καθώς και για τη δολοφονία ενός εμπόρου προπανίου ονόματι Metin Çam. Και οι δύο πέθαναν κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες πριν κατασχεθούν τα περιουσιακά τους στοιχεία από τον Demirören.
Ο Baransu είπε ότι είχε επαληθεύσει το περιεχόμενο των εγγράφων έχοντας μιλήσει με κυβερνητικούς αξιωματούχους που είχαν υπηρετήσει μεταξύ 1980 και 1990 και δούλεψε πάνω σε αυτά για μήνες έτσι ώστε να είναι βέβαιος ότι η ιστορία ήταν αξιόπιστη. Υπέβαλε το άρθρο του μαζί με τα επίσημα έγγραφα στη συντακτική επιτροπή της εφημερίδας Taraf. Όλοι ήταν ενθουσιασμένοι με την αποκλειστική ιστορία που ήταν βέβαιο ότι θα γινόταν το πρώτο θέμα στην Τουρκία. Ωστόσο, ο Oral Çalışlar, που είχε πρόσφατα πάρει τη θέση του αρχισυντάκτη και είχε αναλάβει τη διαχείριση της πολιτικής της εφημερίδας (μετά την παραίτηση του θρυλικού Τούρκου συγγραφέα και δημοσιογράφου Ahmet Altan), δεν ήταν ενθουσιώδης.
Η κυβέρνηση του Ερντογάν ήταν ευχαριστημένη με τον Oral Çalışlar, ο οποίος έπνιξε την ιστορία και δεν την δημοσίευσε ποτέ, παρά τις αντιρρήσεις των δημοσιογράφων και ολόκληρης της ομάδας των συντακτών της εφημερίδας. Σήμερα ο Çalışlar εργάζεται στην εφημερίδα Posta, που ανήκει στην οικογένεια Demirören. Ανταμείφθηκε από τον Demirören για το πνίξιμο της εκρηκτικής αυτής ιστορίας για το σκοτεινό παρελθόν της εν λόγω οικογένειας.
Ωστόσο, αν και απογοητευμένος, ο Baransu δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε την έρευνά του καταφέρνοντας ακόμη να πείσει το Γενικό Επιτελείο να επαληθεύσει όλα τα έγγραφα που είχε στην κατοχή του, περίπου 30 χρόνια μετά την πρώτη καταγραφή της δολοφονίας σε στρατιωτικά έγγραφα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Έμαθε, επίσης, ότι η υπόθεση εναντίον του Demirören δεν έκλεισε ποτέ και εκκρεμεί ακόμη. Ο φάκελος της υπόθεσης υπ’ αριθμ. 1984/1101, που κινήθηκε από το γραφείο του εισαγγελέα στο Beyoğlu, στάλθηκε αργότερα στο Δικαστικό Μέγαρο του Sultanahmet, όπου εξαφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο δημοσιογράφος-ερευνητής Baransu κάλεσε τον πληροφοριοδότη του στο Γενικό Επιτελείο για να κατανοήσει το σχόλιο που εστάλη στην Taraf και να ελέγξει ξανά αν η υπόθεση παρέμενε ακόμη ανοιχτή. Η απάντηση που πήρε ήταν ότι όταν κλείνει μια υπόθεση, το δικαστήριο ενημερώνει το Γενικό Επιτελείο, κάτι που (το δικαστήριο) δεν έκανε ποτέ.
Μετά την αποχώρηση του Çalışlar από την εφημερίδα Taraf, ο Baransu έστειλε το άρθρο του ξανά στον νέο αρχισυντάκτη, Neşe Düzel, ο οποίος ήταν πλέον επικεφαλής της εφημερίδας από τις 27 Απριλίου 2013. Ο Düzel συμφώνησε να δημοσιεύσει το άρθρο καθώς και τις συμπληρωματικές ιστορίες σχετικά με τις παράνομες επιχειρηματικές συναλλαγές της οικογένειας Demirören. Ο Demirören, ο οποίος ήταν ο ιδιοκτήτης των εφημερίδων Milliyet και Vatan εκείνη την περίοδο, δεν έκανε κανένα σχόλιο για το άρθρο την ημέρα της δημοσίευσής του. Αργότερα, σε ένα σύντομο σχόλιο του στην τουρκική έκδοση της Wall Street Journal που τώρα έχει σταματήσει, είπε ότι όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί ήταν ανοησίες. Ο δικηγόρος του, Cemalettin Mutlu, είπε ότι το όνομα του πελάτη του δεν έχει αναμειχθεί ποτέ σε έρευνα για δολοφονία.
Ο Demirören πέθανε στις 8 Ιουνίου 2018 χωρίς να λογοδοτήσει για τη δολοφονία του πολυεκατομμυριούχου Γιώργου Παπαδόπουλου και της συζύγου του αλλά ούτε και για την κλοπή των περιουσιακών τους στοιχείων. Ο γιος του, Yildirim Demirören, διευθύνει τώρα την οικογενειακή επιχείρηση και συνεργάζεται στενά με την κυβέρνηση του Ερντογάν. Με δάνειο 750 εκατομμυρίων δολαρίων από την τουρκική τράπεζα Ziraat Bank, ο όμιλος Demirören αγόρασε τον όμιλο Doğan Media στις 22 Μαρτίου 2018, στον οποίο ανήκουν η εφημερίδα Hürriyet, ο τηλεοπτικός σταθμός CNN Türk και ο κεντρικός τηλεοπτικός σταθμός Kanal D, μετατρέποντάς τα εν λόγω ΜΜΕ σε κυβερνητικά φερέφωνα. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Yildirim δεν αποπλήρωσε ποτέ το δάνειο και η κυβέρνηση αγνόησε τις επερωτήσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης για την τύχη του.
Σήμερα, το τουρκικό καθεστώς ακολουθεί την ίδια πολιτική πλιάτσικου και καταλήστευσης με παράνομη κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων, αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, των μελών του κινήματος Γκιουλέν, μιας ομάδας που επικρίνει την κυβέρνηση Ερντογάν. Τα δικαστήρια, που ελέγχονται από την κυβέρνηση, δεν καταφέρνουν να αποζημιώσουν εκείνους των οποίων ο πλούτος κλάπηκε και αναδιανεμήθηκε στους φίλους του Τούρκου προέδρου Ερντογάν.
Μετάφραση: Γιάννης Λιναρδάτος
Ανθρώπινα Δικαιώματα
Αύξηση των γυναικοκτονιών στην Τουρκία! Συγκεντρώσεις σε Κωνσταντινούπολη και Αγκυρα – Για βρώμικες εκστρατείες κάνει λόγο ο Ερντογάν
Μια σειρά γυναικοκτονιών προκάλεσε οργή σε ολόκληρη την Τουρκία, αναγκάζοντας τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να δεσμευτεί για σκληρότερες ποινές στους ενόχους και να σταματήσει τις πρόωρες αποφυλακίσεις.
Παρουσία ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και στην Αγκυρα συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κατά των γυναικοκτονιών, η συχνότητα των οποίων σημειώνει το τελευταίο διάστημα αλματώδη αύξηση στην Τουρκία.
Μια σειρά γυναικοκτονιών προκάλεσε οργή σε ολόκληρη την Τουρκία, αναγκάζοντας τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να δεσμευτεί για σκληρότερες ποινές στους ενόχους και να σταματήσει τις πρόωρες αποφυλακίσεις.
Στην πορεία που πραγματοποιήθηκε στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης, η συμμετοχή ήταν μαζική.
Μικρότερη σε όγκο συγκέντρωση έλαβε χώρα και στο Πέρα, στην ευρωπαϊκή πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Πολύ ισχυρή ήταν η παρουσία της Αστυνομίας, η οποία σχημάτισε κλοιό γύρω από το συγκεντρωμένο πλήθος.
Στην Αγκυρα οι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στην περιοχή Τσάνκαγια. Η Αστυνομία αρχικά ζήτησε από το συγκεντρωμένο πλήθος να διαλυθεί επειδή δεν είχε λάβει την άδεια των αρχών για τη συγκέντρωση, ωστόσο δεν επενέβη για να τη διαλύσει υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα ακολουθούσε πορεία.
Επεισοδιακή ήταν, πάντως, η Γενική Συνέλευση του Δικηγορικού Συλλόγου της Αγκυρας, όπου ομάδα γυναικών δικηγόρων κουρδικής καταγωγής ύψωσε πανό στην κουρδική γλώσσα που έγραφε «γυναίκες, ζωή, ελευθερία», γεγονός το οποίο προκάλεσε την αντίδραση της καλούμενης «Ομάδας Εθνικιστών Τούρκων Δικηγόρων» με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν επεισόδια.
Μια σειρά γυναικοκτονιών προκάλεσε οργή σε ολόκληρη την Τουρκία, αναγκάζοντας τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να δεσμευτεί για σκληρότερες ποινές στους ενόχους και να σταματήσει τις πρόωρες αποφυλακίσεις.
Ωστόσο, γυναικείες οργανώσεις και προοδευτικοί πολίτες καταγγέλλουν ότι η ασφάλεια των γυναικών δεν αποτελεί πολιτική προτεραιότητα του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ).
Υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία αποσύρθηκε το 2021 από τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, την επονομαζόμενη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.
Σημείωση Geopolitico.gr: Μπορεί ο Ερντογάν να δεσμεύτηκε για σκληρότερες ποινές στους ενόχους και να σταματήσει τις πρόωρες αποφυλακίσεις για τις γυναικοκτονίες, απαντώντας όμως σε ερωτήσεις δημοσιογράφων στο αεροπλάνο κατά την επιστροφή του από τις επισκέψεις του στην Αλβανία και τη Σερβία, φάνηκε να έχει διαφορετική άποψη για το θέμα των διαδηλώσεων.
Ο Τούρκος πρόεδρος υποστήριξε, ότι ο παράλληλα με τις επιθέσεις του Ισραήλ στη Γάζα, επιθέσεις σε κοινωνικά ρήγματα λαμβάνουν χώρα και στην Τουρκία. «Θέλουν να πυροδοτήσουν διαδηλώσεις στους δρόμους μέσω βρώμικων εκστρατειών. Οι πολίτες μας θα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικοί απέναντι στα οργανωμένα ψέματα σε πολλά κανάλια, ειδικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν πρέπει να πιστεύει κανείς όλα όσα ακούει και να επικεντρώνεται σε επίσημες δηλώσεις. Όπως λέω πάντα, είναι σημαντικό να διατηρείται ανέπαφο το μέτωπο της εστίας. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να υπερασπιστούμε την ενότητά μας απέναντι σε δομές που επιτίθενται στο εσωτερικό μας μέτωπο και μπορούν να φορέσουν οποιαδήποτε μάσκα. Όσο το έθνος μας στέκεται σταθερά εναντίον τους, θα πολεμάμε εναντίον όλων. Προειδοποιώ όσους επιχειρούν για άλλη μια φορά να δημιουργήσουν χάος στους δρόμους, να μην κάνουν τέτοιο λάθος, θα πληρώσουν βαρύ τίμημα», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ερντογάν.
Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι ο Ερντογάν θεωρεί την αύξηση των γυναικοκτονιών στην Τουρκία ως οργανωμένο ψέμα, οπότε οι διαδηλώσεις είναι υποκινούμενες από το Ισραήλ για να δημιουργηθεί χάος στους δρόμους και να αποσταθεροποιηθεί η χώρα.
Ανθρώπινα Δικαιώματα
Bitter Winter: Σκάνδαλο! Αποκαλύφτηκαν λίστες αντικαθεστωτικών Κινέζων που έχουν υποβάλει αίτηση ασύλου στην Ιταλία
Ένας ιστότοπος που πιθανότατα συνδέεται με κινεζικές υπηρεσίες πληροφοριών δημοσιεύει λίστες προσφύγων που έχουν υποβάλει αίτηση ασύλου στην Ιταλία.
Δημοσιεύτηκαν στην Κίνα κατάλογοι μελών της Εκκλησίας του Παντοδύναμου Θεού που ζητούν άσυλο στην Ιταλία
Ένας ιστότοπος που πιθανότατα συνδέεται με κινεζικές υπηρεσίες πληροφοριών δημοσιεύει λίστες προσφύγων που έχουν υποβάλει αίτηση ασύλου στην Ιταλία.
Του Μάσιμο Ιντοβίνε* (Massimo Introvigne), Bitter Winter
Η Εκκλησία του Παντοδύναμου Θεού είναι, μαζί με το Φάλουν Γκονγκ , το πιο διωκόμενο θρησκευτικό κίνημα στην Κίνα, όπως αναγνωρίζεται από πολυάριθμα έγγραφα από διεθνείς οργανισμούς και κυβερνήσεις. Αφιέρωσα ένα βιβλίο που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Oxford University Press σε αυτό το νέο χριστιανικό θρησκευτικό κίνημα , στο οποίο παραπέμπω για περισσότερες πληροφορίες.
Το κινεζικό ” Long Arm of the Dragon ” κατασκοπεύει και παρενοχλεί πρόσφυγες και στο εξωτερικό.
Εξαιτίας των διώξεων, των βασανιστηρίων και των εξωδικαστικών δολοφονιών στις οποίες υποβάλλονται μέλη του κινήματος, όσοι μπορούν διαφεύγουν στο εξωτερικό και αναζητούν άσυλο. Ακόμα και στο εξωτερικό, όμως, δεν μπορούν να νιώσουν ασφάλεια. Όπως αναφέρεται σε μια ταινία παραγωγής του “Bitter Winter”, το κινεζικό ” Long Arm of the Dragon ” κατασκοπεύει και παρενοχλεί πρόσφυγες και στο εξωτερικό.
Σε αρκετά προηγούμενα επεισόδια προστίθεται τώρα ένα πολύ σοβαρό σκάνδαλο που δυστυχώς αφορά τη χώρα όπου κυκλοφορεί το περιοδικό «Bitter Winter», την Ιταλία.
Από το 2017, ένας ιστότοπος με το όνομα大爱网(Da Ai Wang) λειτουργεί στην Κίνα. Έχει εμπλακεί σε επίθεση κατά της Εκκλησίας του Παντοδύναμου Θεού , στο Φάλουν Γκονγκ , στους Μάρτυρες του Ιεχωβά και περιστασιακά σε άλλες ομάδες που περιλαμβάνονται στη μαύρη λίστα και διώκονται στην Κίνα. Οι κινεζικοί νόμοι ορίζουν ότι κάθε ιστότοπος που ασχολείται με τη θρησκεία πρέπει να είναι εξουσιοδοτημένος από την κυβέρνηση και να λειτουργεί σε συνεργασία με κυβερνητικές υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για την επίβλεψη των θρησκειών. Έτσι, κάθε κινεζικός ιστότοπος που ασχολείται με αυτά τα θέματα είναι εξ ορισμού συνδεδεμένος με την κυβέρνηση. Ο Da Ai Wang είναι χειρότερος, όμως. Δημοσιεύει τακτικά κείμενα κατά των θρησκευτικών μειονοτήτων (και κατά του «Bitter Winter») που ευρέως πιστεύεται ότι παράγονται από κινεζικές υπηρεσίες πληροφοριών. Το ότι το Dai Ai Wang είναι ένας από τους πολλούς ιστότοπους προπαγάνδας και παραπληροφόρησης που διαχειρίζονται οι κινεζικές υπηρεσίες δεν είναι εικασία.
Από το 2022, το Da Ai Wang έχει δημοσιεύσει λίστες με τα μέλη της Εκκλησίας του Παντοδύναμου Θεού που έχουν υποβάλει αίτηση για άσυλο στην Ιταλία. Πρόσφυγες στην Ιταλία και δικηγόροι πρόσφατα αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε. Ο Da Ai Wang δεν κρύβει τους σκοπούς του και γράφει : «Για να αποτρέψει… άλλους Κινέζους πολίτες από το να εξαπατηθούν από λατρείες και να εγκαταλείψουν παράνομα τη χώρα για να ζητήσουν άσυλο ως πρόσφυγες στην Ιταλία ή σε άλλες χώρες, και για να προστατεύσουν τα νόμιμα δικαιώματα των πληγέντων κινεζικών οικογενειών , καθώς και για να παροτρύνουμε την επιστροφή των εμπλεκομένων ατόμων, ο ιστότοπός μας αποφάσισε να δημοσιεύει, από τις 16 Μαΐου 2022, καταλόγους μελών της Εκκλησίας του Παντοδύναμου Θεού που έχουν ζητήσει παράνομα θρησκευτικό άσυλο στην Ιταλία. Για να συγκεντρώσουμε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους αγνοούμενους, ο ιστότοπός μας θα ενημερώνει τακτικά τη λίστα όσων έχουν υποβάλει παράνομα αιτήσεις ασύλου έως ότου αυτοί οι άνθρωποι επιστρέψουν οικειοθελώς στην πατρίδα τους. Εάν έχετε πληροφορίες για κάποιο από τα άτομα που αναφέρονται, επικοινωνήστε άμεσα μαζί μας για να υποστηρίξουμε μελλοντικές δραστηριότητες αναζήτησης στο εξωτερικό.” Η δήλωση υπογράφεται από μια κατά τα άλλα άγνωστη «Κινεζική αντιπροσωπεία για την αναζήτηση αγνοουμένων στο εξωτερικό».
Ο απειλητικός τόνος είναι εμφανής. Σύμφωνα με την κινεζική νομοθεσία, κάθε αίτηση για άσυλο σε ξένη χώρα είναι «παράνομη»—όσοι την υποβάλλουν διαπράττουν το έγκλημα της δυσφήμισης κινεζικών ιδρυμάτων—και η δημοσίευση έχει σκοπό να «προτρέψει την επιστροφή» των προσφύγων στην Κίνα, όπου τους περιμένει φυλακή ως πολυάριθμες περιπτώσεις επαναπατρισθέντων αιτούντων άσυλο. Ενθαρρύνει επίσης την αναφορά αιτούντων άσυλο, οι οποίοι σύμφωνα με την κινεζική νομοθεσία μπορούν να ανταμειφθούν με χρηματικά έπαθλα.
Από το 2022 έως το 2024, έχουν δημοσιευτεί δώδεκα παρτίδες πληροφοριών που περιέχουν ονόματα, επώνυμα και ακριβή δεδομένα Κινέζων υπηκόων που είναι μέλη της Εκκλησίας του Παντοδύναμου Θεού που κατέφυγαν στην Ιταλία και ζήτησαν άσυλο εδώ. Δεν τα δημοσιεύουμε, αλλά κρατάμε αντίγραφα και δυστυχώς από τη σημερινή ημερομηνία εξακολουθούν να είναι προσβάσιμα στον ιστότοπο Da Ai Wang.
Αυτοί οι πρόσφυγες και άλλοι, των οποίων τα ονόματα μπορεί να προστεθούν στο μέλλον, εάν απελαθούν στην Κίνα, θα εκτεθούν σε πολύ σοβαρό κίνδυνο. Όχι μόνο γνωρίζει η κινεζική κυβέρνηση ότι είναι ενεργά μέλη της Εκκλησίας του Παντοδύναμου Θεού , κάτι που είναι ήδη έγκλημα από μόνο του, που τιμωρείται με αυστηρές ποινές φυλάκισης σύμφωνα με το άρθρο 300 του Κινεζικού Ποινικού Κώδικα, σε σχέση με όσους δραστηριοποιούνται σε ένα κίνημα που έχει απαγορευτεί ως « xie jiao » («οργανισμός που διαδίδει ετερόδοξες διδασκαλίες», μερικές φορές μεταφράζεται με μικρότερη ακρίβεια ως «κακή λατρεία »). Όσοι υποβάλλουν αίτηση για άσυλο μπορεί επίσης να κατηγορηθούν για διακύβευση της εθνικής ασφάλειας, ένα έγκλημα για το οποίο οι ποινές κυμαίνονται έως και ισόβια κάθειρξη.
Οι πρόσφυγες στην Ιταλία από την Εκκλησία του Παντοδύναμου Θεού γνωρίζουν τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν και την πιθανότητα αντιποίνων για τις οικογένειές τους στην Κίνα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Εκκλησία του Παντοδύναμου Γκοφ δεν καταρτίζει ούτε διατηρεί λίστες με αιτούντες άσυλο. Ούτε δικηγόρος τα έχει γιατί, εν μέρει για λόγους ασφαλείας, οι πρόσφυγες της Εκκλησίας στην Ιταλία βασίζονται σε πολλούς διαφορετικούς δικηγόρους.
Είμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με ένα σκάνδαλο. Από πού προέρχονται αυτές οι λίστες; Μόνο το Υπουργείο Εσωτερικών και άλλα ιταλικά ιδρύματα μπορούν να έχουν ή να καταρτίζουν αυτούς τους καταλόγους. Έχει διεισδύσει η κινεζική κατασκοπεία εντός των ιταλικών θεσμών; Ή μήπως κάποιος δωροδοκήθηκε από χρήματα από το Πεκίνο; Δεν είμαστε σε θέση να απαντήσουμε σε αυτές τις ερωτήσεις. Περιμένουμε όμως να ακούσουμε από αυτούς που μπορούν και πρέπει να τους απαντήσουν.
*Ο Massimo Introvigne (γεννημένος στις 14 Ιουνίου 1955 στη Ρώμη) είναι Ιταλός κοινωνιολόγος των θρησκειών. Είναι ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος του Κέντρου Μελετών για τις Νέες Θρησκείες ( CESNUR ), ενός διεθνούς δικτύου μελετητών που μελετούν νέα θρησκευτικά κινήματα. Ο Introvigne είναι συγγραφέας περίπου 70 βιβλίων και περισσότερων από 100 άρθρων στον τομέα της κοινωνιολογίας της θρησκείας. Ήταν ο κύριος συγγραφέας της Εγκυκλοπαίδειας των Θρησκειών στην Ιταλία . Είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής για το Interdisciplinary Journal of Research on Religion και του εκτελεστικού συμβουλίου του Nova Religio του University of California Press . Από τις 5 Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011, υπηρέτησε ως «Εκπρόσωπος για την καταπολέμηση του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και των διακρίσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στις διακρίσεις εις βάρος χριστιανών και μελών άλλων θρησκειών» του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη ( ΟΑΣΕ). Από το 2012 έως το 2015 υπηρέτησε ως πρόεδρος του Παρατηρητηρίου της Θρησκευτικής Ελευθερίας, που ιδρύθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ιταλίας με σκοπό την παρακολούθηση των προβλημάτων θρησκευτικής ελευθερίας σε παγκόσμια κλίμακα.
Ανθρώπινα Δικαιώματα
Ευρωπαϊκή καταδίκη στην Τουρκία για τα ανθρώπινα δικαιώματα
Οι ευρωβουλευτές εκφράζουν τη βαθιά τους ανησυχία για τη συνεχιζόμενη επιδείνωση των δημοκρατικών προτύπων στην Τουρκία και τη στόχευση ανεξάρτητων δημοσιογράφων, ακτιβιστών και μελών της αντιπολίτευσης.
Την Πέμπτη, το Κοινοβούλιο ενέκρινε τρία ψηφίσματα για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι ευρωβουλευτές εκφράζουν τη βαθιά τους ανησυχία για τη συνεχιζόμενη επιδείνωση των δημοκρατικών προτύπων στην Τουρκία και τη στόχευση ανεξάρτητων δημοσιογράφων, ακτιβιστών και μελών της αντιπολίτευσης.
Η περίπτωση του Bülent Mumay στην Τουρκία
Οι ευρωβουλευτές εκφράζουν τη βαθιά τους ανησυχία για τη συνεχιζόμενη επιδείνωση των δημοκρατικών προτύπων στην Τουρκία και τη στόχευση ανεξάρτητων δημοσιογράφων, ακτιβιστών και μελών της αντιπολίτευσης.
Καταδικάζουν την ποινή κατά του Μπουλέντ Μουμάι και καλούν τις αρχές να αποσύρουν τις κατηγορίες εναντίον του και όλων των αυθαίρετα κρατουμένων εργαζομένων στα μέσα ενημέρωσης, πολιτικών αντιπάλων, υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοσίων υπαλλήλων και ακαδημαϊκών. Οι ευρωβουλευτές αποδοκιμάζουν έναν περίπλοκο ιστό νομοθεσίας που συστηματικά φιμώνει και ελέγχει τους δημοσιογράφους και καταγγέλλουν τον νέο «κανονισμό ξένων πρακτόρων» που θα εισαχθεί μέχρι τα τέλη του 2024.
Το Κοινοβούλιο καλεί τις τουρκικές αρχές να αποκαταστήσουν τη δικαστική ανεξαρτησία, να σεβαστούν την ελευθερία του Τύπου και να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις διεθνείς υποχρεώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
ΠΗΓΗ: e-enimerosi.com
-
Video3 ημέρες πριν
Ανατριχιαστική ομιλία Μπακασέτα πριν βγει η Εθνική στο Γουέμπλεϊ: “Να θυσιαστούμε για να τιμήσουμε τον Μπάλντοκ”
-
Εθνική Άμυνα6 ημέρες πριν
Έτοιμος σε 3 χρόνια ο ελληνικός Σιδερένιος Θόλος! Πόσο θα κοστίσει;
-
Γαλλία5 ημέρες πριν
Έτοιμη η «πρώτη» Belharra
-
Ιστορία5 ημέρες πριν
Πιέσεις στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση να ανοικτούν τα πρακτικά της Δίκης των Ελλήνων που εκτελέστηκαν στην Αμάσεια το 1921
-
Video7 ημέρες πριν
Ισραήλ: Αν χτυπήσει πυρηνικά, αρχίζει η καταστροφή
-
Ιράν6 ημέρες πριν
Κόκκινος συναγερμός στο κεντρικό Ισραήλ! Εκτοξεύτηκε βαλλιστικός πύραυλος από την Υεμένη – Αναχαιτίστηκε με επιτυχία λέει ο IDF
-
Video7 ημέρες πριν
Ασταμάτητο το Ισραήλ! Βομβάρδισε Ρωσική βάση στην Συρία
-
Video2 ημέρες πριν
Δεν θα μας… κουνιούνταν οι Τούρκοι σήμερα!