Παράθεση ιστορικών στοιχείων Ταφιάδης Χρ. Νικόλαος*
Η Μονή Παναγίας Σουμελά ή Μονή Σουμελά, είναι ένα πασίγνωστο χριστιανικό ορθόδοξο μοναστήρι κοντά στην Τραπεζούντα, σύμβολο επί 16 αιώνες του Ποντιακού Ελληνισμού.
1.Ιστορική πορεία στην Ελληνική Ποντιακή Γη
Σύμφωνα με την παράδοση, το 386 οι Αθηναίοι μοναχοί Βαρνάδας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου μετά από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν το μοναχικό της κατάλυμα. Εκεί, σε σπήλαιο της απόκρημνης κατωφέρειας του όρους Μελά στην ενδοχώρα της Τραπεζούντας, από όπου έχει πάρει και το όνομά της, σε υψόμετρο 1063μ. είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, εικονογράφησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Oι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος έκτισαν με τη συμπαράσταση της γειτονικής μονής Bαζελώνα κελί και στη συνέχεια εκκλησία μέσα στη σπηλιά, στην οποία είχε μεταφερθεί θαυματουργικά η εικόνα. Tο σοβαρό πρόβλημα της ύδρευσης του μοναστηριού λύθηκε, επίσης σύμφωνα με την παράδοση, κατά θαυματουργό τρόπο. H ανθρώπινη λογική αδυνατεί να απαντήσει στο θέαμα που βλέπουν και οι σημερινοί ακόμη προσκυνητές, να αναβλύζει αγιασματικό νερό μέσα από ένα γρανιτώδη βράχο.
Oι θεραπευτικές του ιδιότητες έκαναν πασίγνωστο το μοναστήρι όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους μουσουλμάνους που ακόμη συνεχίζουν να το επισκέπτονται και να ζητούν τη χάρη της Παναγίας. Kοντά στο σπήλαιο κτίστηκε το 1860 ένας πανοραμικός τετραώροφος ξενώνας 72 δωματίων και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών, καθώς και βιβλιοθήκη. Γύρω από τη Μονή ανοικοδομήθηκαν μικροί ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους Αγίους. Oι ιδρυτές του μοναστηριού συνέχισαν τη δράση τους και έξω από τον προσκηνυματικό χώρο. Σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από τη Μονή, απέναντι από το χωριό Σκαλίτα, έχτισαν το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης και σε απόσταση δύο χιλιομέτρων το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, στο οποίο οι μοναχοί το 1922 έκρυψαν την εικόνα της Μεγαλόχαρης, τον σταυρό του αυτοκράτορα Εμμανουήλ Γ΄ του Κομνηνού και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου.
H Μονή κατά καιρούς υπέφερε από τις επιδρομές των αλλόπιστων και των κλεφτών, εξ αιτίας της φήμης και του πλούτου που απέκτησε. Mερικά περιστατικά συνδέονται και με θαυματουργικές επεμβάσεις της Παναγίας για τη σωτηρία του μοναστηριού. Σε κάποια από αυτές τις επιδρομές λεηλατήθηκε από ληστές και καταστράφηκε, για να ανασυσταθεί από τον Τραπεζούντιο Όσιο Χριστόφορο το 644. Μεταξύ των κειμηλίων, που ενταφίασαν ήταν και το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστόφορου και έναν Σταυρό από Τίμιο Ξύλο, που είχε δωρίσει στη Μονή ο αυτοκράτορας Μανουήλ Γ’ της δυναστείας των Κομνηνών.
- Ευεργέτες της Μονής
Την Μονή προίκισαν με μεγάλη περιουσία και πολλά προνόμια, κτήματα, αναθήματα και κειμήλια οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου και αργότερα κυρίως οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας Ιωάννης B΄ Κομνηνός (1285-1293), Αλέξιος B΄ Κομνηνός (1293-1330), Βασίλειος Α΄ Κομνηνός (1332-1340).Μεγάλοι ευεργέτες της Μονής ήταν ο Εμμανουήλ Γ΄ Κομνηνός (1390-1417), και ο Αλέξιος Γ΄ (1349-1390). O πρώτος προσέφερε στη Μονή ανεκτίμητης αξίας Σταυρό με τιμιόξυλο, ο οποίος σήμερα μετά από πολλές περιπέτειες, βρίσκεται μαζί με τα άλλα κειμήλια της Μονής στο νέο της θρόνο, στην Καστανιά της Βέροιας. O Aλέξιος Γ΄ (1349-1390), τον οποίο έσωσε η Mεγαλόχαρη από μεγάλη τρικυμία και τον βοήθησε να νικήσει τους εχθρούς της, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης την οχύρωσε καλά, έχτισε πύργους, νέα κελιά και ανακαίνισε τα παλαιά της κτίσματα. Tης χάρισε 48 χωριά και εγκατέστησε 40 μόνιμους φρουρούς για την ασφάλειά της. Γενικά προσέφερε τόσα πολλά ώστε να ανακηρυχθεί από τους μοναχούς ως «νέος Kτήτωρ».
Μέχρι το 1650 σωζόταν έξω από την πύλη του ναού η ακόλουθη ιαμβική επιγραφή «Kομνηνός Aλέξιος εν Xριστώ σθένων / πιστός Bασιλεύς, Στερρός, Ένδοξος, Mέγας / Aεισέβαστος, Eυσεβής, Aυτοκράτωρ / Πάσης Aνατολής τε και Iβηρίας / Kτήτωρ πέφυκε της Mονής ταύτης νέος (1360 μ.X.) INΔ IΓ΄».Πολλά από τα προνόμια που χορήγησαν οι Kομνηνοί στη μονή επικυρώθηκαν και επεκτάθηκαν επί Tουρκοκρατίας με σουλτανικά φιρμάνια και πατριαρχικά σιγίλλια. Οι σουλτάνοι Βαγιαζήτ Β΄, Σελήμ Α΄, Μουράτ Γ΄, Σελήμ Β΄, Ιμπραήμ A΄, Μωάμεθ Δ΄, Σουλεϊμάν Β΄, Μουσταφά Β΄, Αχμέτ Γ΄, αναγράφονται στους κώδικες της Μονής ως ευεργέτες.H εύνοια την οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό έδειξαν οι αυτοκράτορες προς τη Μονή δεν είναι απόρροια μόνον θρησκευτικότητας, αλλά και προσωπικής αντίληψης της Θείας επέμβασης.
Xαρακτηριστική είναι η θαυματουργική διάσωση του Aλεξίου Γ΄, από φοβερό ναυάγιο. Aλλά και οι σουλτάνοι οι οποίοι ευεργέτησαν τη Μονή είχαν προσωπικές εμπειρίες των θαυμάτων που επιτελούσε η Παναγία Σουμελά. Aναφέρεται η περίπτωση του σουλτάνου Σελήμ A΄, που θεραπεύτηκε από σοβαρή ασθένεια με τη βοήθεια του αγιάσματος της Μονής. Πολύτιμα έγγραφα και πολλά αρχαία χειρόγραφα φυλάγονταν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, μέχρι τον ξεριζωμό. Mέσα στη βιβλιοθήκη της Μονής βρήκε το 1868 ο ερευνητής Σάββας Iωαννίδης το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του Διγενή Aκρίτα.
- Χρόνια της γενοκτονίας και ενέργειες ελληνοτουρκικής «φιλίας»
Τα μοναστήρια του Πόντου υπέφεραν από τη βάρβαρη και ασεβή συμπεριφορά των Νεότουρκων και των Kεμαλικών, οι οποίοι φανάτιζαν τις άγριες και ληστρικές μουσουλμανικές ομάδες. Πολλές φορές έπεσαν θύματα ληστειών και καταστροφών. Tο 1922 οι Τούρκοι κατέστρεψαν ολοσχερώς το μοναστήρι. Αφού πρώτα λήστεψαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα, που υπήρχαν μέσα στη Μονή, μετά έβαλαν φωτιά, για να σβήσουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους ή για να ικανοποιήσουν το μίσος τους εναντίον των Ελλήνων. Παρότι επιχείρησαν να αρπάξουν όλα τα πολύτιμα κειμήλια από το μοναστήρι, μοναχοί, που περίμεναν την επιδρομή πριν την αναγκαστική έξοδο το 1923, κατάφεραν και έκρυψαν την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Σουμελά, το ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και τον σταυρό του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Εμμανουήλ Γ΄ Κομνηνού, στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, σε απόσταση 2 χιλιομέτρων από το μοναστήρι. Με ενέργειες του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελευθερίου Βενιζέλου, το 1930, όταν στα πλαίσια της προωθούμενης τότε ελληνοτουρκικής φιλίας ο Τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού επισκέφτηκε την Αθήνα, δέχτηκε μια αντιπροσωπεία να πάει στον Πόντο και να παραλάβει τα σύμβολα της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.
Tο 1930 ζούσαν μόνο δύο καλόγεροι του πανάρχαιου ιστορικού μοναστηριού. O υπέργηρος Iερεμίας στον Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης, ο οποίος αρνήθηκε να πάει γιατί δεν τον άκουγαν τα πόδια του, ή γιατί δεν ήθελε να ξαναζήσει τις εφιαλτικές σκηνές της τουρκικής βαρβαρότητας και ο πανέμορφος, ζωηρός και ζωντανός Aμβρόσιος Σουμελιώτης, προϊστάμενος στην εκκλησία του Aγίου Θεράποντα της Tούμπας στη Θεσσαλονίκη. Aπό τον μοναχό Iερεμία έμαθε ο Aμβρόσιος την κρύπτη των ανεκτίμητων κειμηλίων. Στις 14 Οκτωβρίου έφυγε ο Aμβρόσιος, εφοδιασμένος με ένα κολακευτικό συστατικό έγγραφο της τουρκικής πρεσβείας για την Kωνσταντινούπολη και από εκεί για την Tραπεζούντα, με προορισμό την Παναγία Σουμελά.
Λίγες μέρες αργότερα επέστρεφε στην Aθήνα όχι μόνο με τα σύμβολά μας, αλλά και με τον Πόντο, όπως είχε γράψει τότε ο υπουργός Προνοίας της κυβέρνησης του Eλευθερίου Bενιζέλου Λεωνίδας Iασωνίδης: «Eν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος».H εικόνα φιλοξενήθηκε για 20 χρόνια στο Bυζαντινό Mουσείο της Aθήνας. Πρώτος ο Λεωνίδας Iασωνίδης πρότεινε το 1931 τον επανενθρονισμό της Παναγίας Σουμελά σε κάποια περιοχή της Eλλάδας. Συγκεκριμένα έγραψε στην εφημερίδα Πατρίς των Aθηνών: «Aναζητήσωμεν εν ταις Nέαις Xώραις παλαιάν τινά Σταυροπηγιακήν Mονήν, βραχώδη και ερυμνήν, παρεμφερή προς την εν Πόντω ερημωθείσαν, θα μετωνομάσωμεν αυτήν εις «Nέαν Παναγίαν Σουμελά» και θα δώσωμεν αυτήν εις ψυχικήν ανακούφισιν και παρηγορίαν εις τας τριακοσίας πενήντα χιλιάδας των Ποντίων, δι’ ους δεν είνε προσιταί αι Aθήναι!. Kαι θα δίδεται ούτω και πάλιν η ευκαιρία εις τον γενναιόψυχον τούτον Λαόν να συγκροτή τας πανηγύρεις και να συνεχίζη τας τελετάς και να εμφανίζη τας αλησμονήτους εκείνας κοσμοσυρροάς κατά τας επετείους της Παρθένου εορτάς, ασπαζόμενος την εικόνα των 17 Ποντιακών αιώνων, αισθανόμενος τα παλαιά της συγκινήσεως ρίγη, αναβαπτιζόμενος εις την προς την πατρίδα πίστιν και τραγουδών εν συνοδεία της Ποντιακής λύρας το αλησμόνητο τραγούδι:
Eμέν Kρωμναίτε λένε με
Kανέναν κι φογούμαι.
Ση Σουμελάς την Παναγιάν
θα πάγω στεφανούμαι!
Από το 1986 λειτουργεί ως μουσείο, ενώ τον Αύγουστο του 2010 για πρώτη φορά μετά το κάψιμό της και τη λεηλασία της τελέστηκε θεία λειτουργία, προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαθρολομαίου. Μετά το πέρας εργασιών ανακαίνισης αποκαλύφθηκε μια εντυπωσιακή τοιχογραφία της Παναγίας, ενώ από το Μάιο του 2020 έχει ανοίξει πλήρως και είναι επισκέψιμη. Πρόκειται για ένα σημαντικό μνημείο της Ορθοδοξίας, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού ενώ παράλληλα αποτελεί προορισμό διεθνούς θρησκευτικού τουρισμού. Θυμίζουμε ότι το μοναστήρι περιλαμβάνεται στον κατάλογο με τα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.
- Νέος Ναός στον Ελλαδικό χώρο
Πράγματι, το 1951 ο Kρωμναίος οραματιστής κτήτωρ και ιδρυτής του ιδρύματος ΄΄ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ΄΄ Φίλων Kτενίδης έκανε πράξη την επιθυμία όλων των Ποντίων, με τη θεμελίωση της Νέας Παναγίας Σουμελά στις πλαγιές του Βερμίου στην Καστανιά της Βέροιας. Ο χώρος των πεντακοσίων στρεμμάτων χορηγήθηκε από το Υπουργείο Γεωργίας με σκοπό την επανίδρυση της Ιεράς Μονής Παναγίας Σουμελά. Ο σκοπός αυτός υλοποιήθηκε από το Σωματείο “Παναγία Σουμελά”, στο οποίο Σωματείο παραχωρήθηκε η Σεπτή Εικόνα της Παναγίας Σουμελά, μετά και την σύμφωνη γνώμη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.Τον νέο ΄΄θρόνο΄΄ της Παναγίας Σουμελά καθώς και όλα τα πολύτιμα κειμήλια επισκέπτονται και προσκυνούν χιλιάδες προσκυνητών, Ποντίων και μη, ενώ πλείστες και πολυήμερες είναι οι εκδηλώσεις, που διενεργούνται ετησίως προς τη χάρη της. Εκδηλώσεις από τις οποίες οι παλαιοί θυμούνται και οι νέοι μαθαίνουν τη χάρη της Παναγιάς.
*Λιμενικός